imply
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | imply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | implies |
αόριστος | implied |
παθητική μετοχή | implied |
ενεργητική μετοχή | implying |
Ρήμα
[επεξεργασία]imply (en)
- υπαινίσσομαι, υπονοώ ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι νιώθω ή σκέφτομαι κάτι, χωρίς να το λέω με άμεσο τρόπο
- υποδηλώνω, σημαίνω, κάνει να φαίνεται πιθανό ότι κάτι είναι αληθινό ή υπάρχει
- συνεπάγομαι, σημαίνω, για μια ιδέα, δράση κ.λπ., κάνει κάτι απαραίτητο για να έχει επιτυχία
Πηγές
[επεξεργασία]- imply - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 786, 846, 910, 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: σημαίνω, συνεπάγομαι, υπαινίσσομαι, υπονοώ