This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995CJ0168
Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 26 September 1996. # Criminal proceedings against Luciano Arcaro. # Reference for a preliminary ruling: Pretura circondariale di Vicenza - Italy. # Cadmium discharges - Interpretation of Council Directives 76/464/EEC and 83/513/EEC - Direct effect - Possibility for a directive to be relied on against an individual. # Case C-168/95.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Σεπτεμβρίου 1996.
Ποινική δίκη κατά Luciano Arcaro.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Vicenza - Ιταλία.
Απορρίψεις καδμίου - Ερμηνεία των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ και 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Άμεσο αποτέλεσμα - Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη.
Υπόθεση C-168/95.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Σεπτεμβρίου 1996.
Ποινική δίκη κατά Luciano Arcaro.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Vicenza - Ιταλία.
Απορρίψεις καδμίου - Ερμηνεία των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ και 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Άμεσο αποτέλεσμα - Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη.
Υπόθεση C-168/95.
Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-04705
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:363
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Σεπτεμβρίου 1996. - Ποινική δίκη κατά Luciano Arcaro. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Vicenza - Ιταλία. - Απορρίψεις καδμίου - Ερμηνεία των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ και 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Άμεσο αποτέλεσμα - Δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη. - Υπόθεση C-168/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-04705
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Προδικαστικά ερωτήματα * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου * Προσδιορισμός του αντικειμένου του ερωτήματος
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)
2. Περιβάλλον * Ρύπανση υδάτων * Οδηγίες 76/464 και 83/513 * Απορρίψεις καδμίου * Υποχρέωση λήψεως προηγούμενης αδείας * Εξαίρεση υπέρ των υφισταμένων εγκαταστάσεων * Δεν υφίσταται * Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών * Δυνατότητα επικλήσεώς τους κατά ιδιώτη * Αποκλείεται
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3 οδηγίες του Συμβουλίου 76/464, άρθρο 3, και 83/513)
3. Πράξεις των οργάνων * Οδηγίες * Εκτέλεση από τα κράτη μέλη * Ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των οδηγιών * Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων * Όρια
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 5 και 180, εδ. 3)
1. Στο πλαίσιο της προβλεπομένης στο άρθρο 177 της Συνθήκης διαδικασίας, το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση ερωτημάτων που δεν έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια, να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και από τη δικογραφία της κύριας δίκης τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς.
2. Το άρθρο 3 της οδηγίας 76/464, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε απόρριψη καδμίου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως λειτουργίας της εγκαταστάσεως από την οποία προέρχεται, εξαρτάται από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας.
Ελλείψει πλήρους μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, του άρθρου της 3, καθώς και της οδηγίας 83/513, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου, από ένα κράτος μέλος, μια δημόσια αρχή του εν λόγω κράτους δεν μπορεί να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο 3 κατά ιδιώτη εφόσον η δυνατότητα αυτή υφίσταται μόνο υπέρ των ιδιωτών και έναντι "κάθε κράτους μέλους στο οποίο η οδηγία απευθύνεται".
3. Μολονότι το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει μηχανισμό ο οποίος να επιτρέπει σε ένα εθνικό δικαστήριο να εξαλείψει διατάξεις εθνικής νομοθεσίας αντίθετες προς τη διάταξη μιας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας, όταν δεν είναι δυνατή η επίκληση της τελευταίας αυτής διατάξεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, η υποχρέωση την οποία έχουν τα κράτη μέλη και η οποία απορρέει από μια τέτοια οδηγία, δηλαδή η επίτευξη του προβλεπομένου υπ' αυτής αποτελέσματος, καθώς και το καθήκον που αυτά έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής βαρύνουν όλες τις αρχές των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Εξ αυτού έπεται ότι εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.
Εντούτοις, αυτή η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφέρεται στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου περιορίζεται όταν μια τέτοια ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να θέτει τον ιδιώτη ενώπιον υποχρεώσεως η οποία προβλέπεται από μη μεταφερθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη οδηγία ή, κατά μείζονα λόγο, όταν έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ή να επιτείνεται, βάσει της οδηγίας και ελλείψει νόμου που να έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, η ποινική ευθύνη όσων ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της
Στην υπόθεση C-168/95,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Ρretura circondariale di Vicenza (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά
Luciano Arcaro,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 138), και 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου (ΕΕ L 291, σ. 1),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. J. G. Kapteyn και H. Ragnemalm, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Μ. Β. Elmer
γραμματέας: H. vοn Holstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Laura Pignataro και Dominique Maidani, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 1996,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 22ας Απριλίου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 1995, η Pretura circondariale di Vicenza υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την την ερμηνεία των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 138), και 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου (ΕΕ L 291, σ. 1).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Luciano Arcaro, κατηγορουμένου βάσει των άρθρων 5, 7 και 18 του decreto legislativo αριθ. 133 της 27ης Ιανουαρίου 1992, περί βιομηχανικών απορρίψεων επικινδύνων για το υδάτινο περιβάλλον ουσιών (κανονικό συμπλήρωμα αριθ. 34 του GURI αριθ. 41 της 19ης Φεβρουαρίου 1992 και διορθωτικό δημοσιευθέν στην GURI αριθ. 124 της 28ης Μαΐου 1992, στο εξής: decreto).
3 Η οδηγία 76/464 προβλέπει, στο άρθρο της 3, ότι κάθε απόρριψη κάποιας από τις ουσίες που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι του παραρτήματός της "υπόκειται σε προηγούμενη άδεια που χορηγείται από την αρμοδία αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους". Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει ουσίες που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για το υδάτινο περιβάλλον, μεταξύ των οποίων είναι το κάδμιο.
4 Γι' αυτήν την κατηγορία ουσιών, οι άδειες απορρίψεως πρέπει να χορηγούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, στις άδειες απορρίψεως πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα πρότυπα αποβολής, δηλαδή η μεγίστη επιτρεπομένη συγκέντρωση και η μεγίστη επιτρεπομένη ποσότητα κατά την απόρριψη, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει αυτή να επιτρέπεται καθώς και η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να διενεργείται.
5 Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/464 προκύπτει ότι τα πρότυπα αποβολής δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται από το Συμβούλιο.
6 Προκειμένου περί του καδμίου, οι εθνικές αρχές οφείλουν να τηρούν τις οριακές τιμές, τις προθεσμίες και τις διαδικασίες επιτήρησης που καθορίζονται στα παραρτήματα της οδηγίας 83/513.
7 Ωστόσο, από το παράρτημα Ι (σημειώσεις 1 και 7) της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, όσον αφορά τους μη μνημονευόμενους στο παράρτημα αυτό τομείς, οι οριακές τιμές των απορρίψεων καδμίου θα καθοριστούν από το Συμβούλιο σε μεταγενέστερο στάδιο. Εν τω μεταξύ, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα πρότυπα αποβολής κατά τρόπο αυτόνομο, σύμφωνα με την οδηγία 76/464, χωρίς τα πρότυπα αυτά να είναι λιγότερο αυστηρά απ' ό,τι η πλέον συγκρίσιμη οριακή τιμή που ορίζεται στο παράρτημα αυτό.
8 Στην Ιταλία το decreto εκδόθηκε για την εφαρμογή διαφόρων κοινοτικών οδηγιών περί απορρίψεων περιεχουσών επικίνδυνες ουσίες, μεταξύ των οποίων και οι οδηγίες 76/464 και 83/513.
9 Το εν λόγω decreto εφαρμόζεται στις απορρίψεις επικινδύνων ουσιών που περιλαμβάνονται στις ομάδες ουσιών που μνημονεύονται στους καταλόγους Ι και ΙΙ του παραρτήματός του Α (άρθρο 1). Το παράρτημα Β περιλαμβάνει τις "οριακές τιμές των προτύπων αποβολής" όσον αφορά ορισμένες από τις επικίνδυνες ουσίες που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι του παραρτήματος Α.
10 Το decreto καθορίζει το σύστημα αδειών απορρίψεως που χορηγούνται από τις τοπικές αρχές για τις ουσίες που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι του παραρτήματος Α. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ, αφενός, των απορρίψεων νέων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και, αφετέρου, των απορρίψεων βιομηχανικών εγκαταστάσεων που υφίσταντο κατά την 6η Μαρτίου 1992 ή είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν από τις 6 Μαρτίου 1993.
11 'Ολες οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, νέες ή υφιστάμενες, πρέπει, προκειμένου να μπορούν να αρχίσουν οι εργασίες απορρίψεως, να έχουν λάβει άδεια (άρθρο 5 του decreto). Οι τοπικές αρχές χορηγούν, όσον αφορά και τις δύο κατηγορίες, την άδεια απορρίψεως, επιβάλλοντας πρότυπα αποβολής σύμφωνα προς τις οριακές τιμές που καθορίζονται στο παράρτημα Β. Ωστόσο, αν η απόρριψη αφορά ουσίες ως προς τις οποίες δεν έχει εισέτι καθοριστεί οριακή τιμή στο παράρτημα Β, γίνεται η εξής διαφοροποίηση.
12 Σε περίπτωση που πρόκειται για νέες εγκαταστάσεις, η προηγούμενη άδεια είναι υποχρεωτική, η δε χορήγησή της γίνεται σύμφωνα με τα όρια ανοχής που έχουν καθοριστεί με τον νόμο 319 της 10ης Μαΐου 1976 (GURI αριθ. 141 της 29ης Μαΐου 1976), όπως έχει τροποποιηθεί (άρθρο 6, παράγραφος 3, του decreto). Αντιθέτως, όταν πρόκειται για υφιστάμενες εγκαταστάσεις, από το άρθρο 7, παράγραφος 7, προκύπτει ότι το decreto και, επομένως, η υποχρέωση λήψεως προηγούμενης αδείας, ισχύει μόνο ύστερα από την έκδοση των προβλεπομένων στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο b, υπουργικών αποφάσεων.
13 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, το παράρτημα Β δεν καθορίζει τις οριακές τιμές για τις απορρίψεις καδμίου που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τέτοιου είδους απορρίψεις, η υποχρέωση λήψεως αδείας επιβάλλεται, σύμφωνα με το decreto, μόνο σε περίπτωση που οι σχετικές απορρίψεις προέρχονται από νέες εγκαταστάσεις.
14 Με το άρθρο 18 του decreto θεσπίζεται ένα σύστημα κυρώσεων για τις παραβάσεις των διατάξεών του.
15 Από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει ότι ο Arcaro, νόμιμος εκπρόσωπος επιχειρήσεως της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατεργασία πολυτίμων μετάλλων, διώκεται βάσει των άρθρων 5, 7 και 18 του decreto, διότι προέβη σε απορρίψεις καδμίου σε επιφανειακά ύδατα (ποταμός Baccliglione) χωρίς να έχει υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση σχετικής αδείας.
16 Ενώπιον της Pretura circondariale di Vicenza, στο πλαίσιο της ποινικής διώξεώς του από την εισαγγελική αρχή, ο Αrcaro ισχυρίστηκε, αφενός, ότι η επιχείρησή του αποτελεί υφιστάμενη, κατά την έννοια του decreto, επιχείρηση και, αφετέρου, ότι, ενόψει της παραγωγής της, το σύστημα αδείας που προβλέπεται από το άρθρο 7 του decreto αυτού θα αρχίσει να εφαρμόζεται επ' αυτού μόνον όταν οι οριακές τιμές αποβολής, που αντιστοιχούν στην παραγωγή αυτή, θα έχουν καθοριστεί με υπουργική απόφαση.
17 Ο Pretore αρχίζει με τη διαπίστωση ότι οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 7, του decreto αποκλείουν το μεγαλύτερο μέρος των υφισταμένων εγκαταστάσεων με το θεσπισθέν από το εν λόγω decreto σύστημα αδειών.
18 Ωστόσο, στο σημείο 8 της διατάξεως περί παραπομπής, ο Pretore εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία των διατάξεων αυτών με τις κοινοτικές οδηγίες τις οποίες θέτουν σε εφαρμογή και οι οποίες, κατ' αυτόν, απαιτούν την άδεια για όλες τις απορρίψεις που ρυθμίζονται απ' αυτές, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ νέων και υφισταμένων εγκαταστάσεων. Συναφώς, ο Pretore επικαλείται, ως παράδειγμα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', και το άρθρο 3 της οδηγίας 76/464 καθώς και το άρθρο 3 της οδηγίας 83/513.
19 Ενόψει των ανωτέρω, ο Pretore αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"α) Είναι ορθή η προτεινόμενη στο σημείο 8 της παρούσας διατάξεως ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων που το decreto αριθ. 133/1992 σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή;
β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι δυνατό, κατ' ορθή ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, να τυγχάνουν απευθείας εφαρμογής διατάξεις κοινοτικού δικαίου και, ταυτοχρόνως, να μην τυγχάνουν εφαρμογής αντίθετες εθνικές διατάξεις, έστω και αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό να επιβαρύνει την κατάσταση των ενδιαφερομένων προσώπων;
γ) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, ποιος πρέπει να είναι, κατ' ορθή ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, ο διαφορετικός μηχανισμός που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη από την εθνική έννομη τάξη εθνικών διατάξεων αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο όταν η απευθείας εφαρμογή του τελευταίου μπορεί να επιβαρύνει την κατάσταση των ενδιαφερομένων προσώπων;"
Επί του πρώτου ερωτήματος
20 Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το ερώτημα αυτό διατυπώνεται αορίστως, εφόσον αφορά την ερμηνεία όλων των κοινοτικών οδηγιών που το decreto σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή και εφόσον οι διατάξεις των οδηγιών 76/464 και 83/513, που μνημονεύονται ειδικότερα στο σημείο 8 της διατάξεως περί παραπομπής, δεν αποτελούν παρά ένα παράδειγμα.
21 Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση ερωτημάτων που δεν έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια, να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο και από τη δικογραφία της κύριας δίκης τα στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 251/83, Haug-Adrion, Συλλογή 1984, σ. 4277, σκέψη 9).
22 Εν προκειμένω, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 15 και 16 της παρούσας αποφάσεως, από τη δικογραφία της κύριας δίκης προκύπτει ότι η υπόθεση αυτή αφορά απορρίψεις καδμίου που έχουν γίνει χωρίς άδεια και προέρχονται από υφιστάμενη, κατά την έννοια του decreto, εγκατάσταση.
23 Δεδομένου ότι, όσον αφορά τις απορρίψεις καδμίου, οι ασκούσες επιρροή διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνονται στις οδηγίες 76/464 και 83/513, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως αφορών το ζήτημα αν οι ασκούσες επιρροή διατάξεις των οδηγιών αυτών πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι κάθε απόρριψη καδμίου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως της λειτουργίας της εγκαταστάσεως από την οποία προέρχεται, εξαρτάται από προηγούμενη άδεια.
24 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 76/464,
"Ως προς τις ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες και στις ομάδες των ουσιών που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι (...):
1. οποιαδήποτε απόρριψη μέσα στα ύδατα (...) που μπορεί να περιέχει μία από τις ουσίες αυτές υπόκειται σε προηγούμενη άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους
(...)."
Ο κατάλογος Ι, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας, μνημονεύει, στο σημείο του 6, το κάδμιο.
25 Εξ αυτού έπεται ότι κάθε απόρριψη καδμίου υπόκειται σε προηγούμενη άδεια, και τούτο χωρίς να υφίσταται εξαίρεση όσον αφορά τις απορρίψεις που προέρχονται από υφιστάμενες, πριν από ορισμένη ημερομηνία, εγκαταστάσεις.
26 Η ερμηνεία αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το άρθρο 3, σημείο 3, ούτε με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/464.
27 Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει:
"Ως προς τις ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες και τις ομάδες των ουσιών που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι (...):
3. ως προς τις ήδη υφιστάμενες απορρίψεις των ουσιών αυτών μέσα στα ύδατα που προβλέπονται στο άρθρο 1, οι διενεργούντες απορρίψεις πρέπει να τηρούν τους όρους που προβλέπονται από την άδεια, εντός της προθεσμίας που καθορίζει αυτή. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4".
28 'Οσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 4, τούτο προβλέπει:
"Για τις ουσίες που περιλαμβάνονται στις οικογένειες και τις ομάδες των ουσιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο θεσπίζει σύμφωνα με το άρθρο 12 τα όρια των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 3, σημείο 3, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των σχετικών βιομηχανικών τομέων και, ενδεχομένως, τους τύπους των προϊόντων."
29 Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές, καίτοι αφορούν τις "υφιστάμενες απορρίψεις" των ουσιών που απαριθμούνται στον κατάλογο Ι, δεν εισάγουν καμιά εξαίρεση, υπέρ εγκαταστάσεως υφισταμένης πριν από μια ορισμένη ημερομηνία, από την υποχρέωση λήψεως προηγουμένης αδείας αναφέρονται απλώς στις προθεσμίες που θα καθοριστούν στην άδεια όσον αφορά αυτό τον τύπο απορρίψεων.
30 Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται προς την οδηγία 83/513, η οποία, στο άρθρο της 2, στοιχεία στ' και ζ', δίδει τον ορισμό των εννοιών "υφιστάμενη εγκατάσταση" και "νέα εγκατάσταση". 'Ετσι, το άρθρο 2 ορίζει ότι:
"Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας νοούνται:
(...)
στ) 'υφιστάμενη εγκατάσταση' :
βιομηχανική εγκατάσταση εν λειτουργία κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας
ζ) 'νέα εγκατάσταση' :
* βιομηχανική εγκατάσταση που τίθεται σε λειτουργία μετά από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας,
* υφιστάμενη βιομηχανική εγκατάσταση της οποίες οι δυνατότητες επεξεργασίας καδμίου αυξήθηκαν σημαντικά με την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας."
Ωστόσω, η διάκριση αυτή έχει σημασία μόνο για το άρθρο 3, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με το οποίο "τα κράτη μέλη (...) δύνανται να χορηγούν άδειες για τις νέες εγκαταστάσεις μόνο στην περίπτωση που οι εγκαταστάσεις αυτές εφαρμόζουν τα πρότυπα που ανταποκρίνονται στα καλύτερα διαθέσιμα τεχνικά μέσα (...)".
31 Εξ αυτού έπεται ότι η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τις οικείες εγκαταστάσεις από την υποχρέωση λήψεως αδείας αλλά, αντιθέτως, την επιτείνει.
32 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 76/464 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε απόρριψη καδμίου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως λειτουργίας της εγκαταστάσεως από την οποία προέρχεται, εξαρτάται από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
33 Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν, σε περίπτωση μη πλήρους μεταφοράς από ένα κράτος μέλος, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, της οδηγίας 76/464, και, επομένως, του άρθρου 3, και της οδηγίας 83/513, μπορεί μια δημόσια αρχή του κράτους αυτού να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο 3 κατά ιδιώτη, έστω και αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιβαρύνει την κατάστασή του.
34 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το προβλεπόμενο από τις οδηγίες 76/464 και 83/513 σύστημα λήψεως αδείας για απορρίψεις συνεπάγεται τον ορισμό αρμοδίων προς τούτο εθνικών αρχών οι οποίες να διαθέτουν πραγματική εξουσία εκτιμήσεως. Εντεύθεν συνάγει ότι οι διατάξεις των οδηγιών αυτών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανεπιφύλακτες, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, και ότι, επομένως, στερούνται αμέσου αποτελέσματος. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να δημιουργηθούν, όσον αφορά έναν ιδιώτη, υποχρεώσεις από μια οδηγία, αυτή καθεαυτή, ούτε είναι δυνατό να γίνει επίκληση μιας οδηγίας, αυτής καθεαυτής, κατά ιδιώτη, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.
35 Ενόψει μιας καταστάσεως όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα αν το άρθρο 3 της οδηγίας είναι ανεπιφύλακτο και αρκούντως ακριβές.
36 Πράγματι, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η δυνατότητα επικλήσεως μιας ανεπιφύλακτης και αρκούντως ακριβούς διατάξεως μιας μη μεταφερθείσας στην εσωτερική έννομη τάξη οδηγίας υφίσταται μόνο υπέρ των ιδιωτών και έναντι "κάθε κράτους μέλους στο οποίο η οδηγία απευθύνεται". Επομένως, μια οδηγία δεν μπορεί, από μόνη της να δημιουργήσει υποχρεώσεις όσον αφορά έναν ιδιώτη και συνεπώς δεν είναι δυνατή η επίκληση αυτών καθεαυτών των διατάξεων μιας οδηγίας κατά ιδιώτη (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48, και της 8ης Οκτωβρίου 1987, 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 9). Το Δικαστήριο έχει διασαφηνίσει ότι η νομολογία αυτή σκοπεί στο να αποκλείσει το να μπορεί ένα κράτος μέλος να επωφεληθεί από τη μη συμμόρφωσή του προς το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 22, και της 7ης Μαρτίου 1996, C-192/94, El Corte Ingles, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16).
37 Στο πνεύμα αυτής της νομολογίας, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι μια οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή και ανεξαρτήτως του εσωτερικού νόμου κράτους μέλους που έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, να έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ή να επιτείνεται η ποινική ευθύνη αυτών που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της (απόφαση της 11ης Ιουνίου 1987, 14/86, "Pretore" di Salo, Συλλογή 1987, σ. 2545).
38 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ελλείψει πλήρους μεταφοράς, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, της οδηγίας 76/464, και, επομένως, του άρθρου της 3, και της οδηγίας 83/513 στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους, μια δημόσια αρχή του κράτους αυτού δεν μπορεί να επικαλεστεί αυτό το άρθρο 3 κατά ιδιώτη.
Επί του τρίτου ερωτήματος
39 Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν υφίσταται, βάσει ορθής ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, μηχανισμός ο οποίος να επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μη λαμβάνει υπόψη διατάξεις εθνικής νομοθεσίας που είναι αντίθετες προς διάταξη μιας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας όταν η επίκληση της τελευταίας αυτής διατάξεως δεν είναι δυνατή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
40 Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει τέτοιο μηχανισμό.
41 Πρέπει να προστεθεί ότι η υποχρέωση των κρατών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει καθώς και το καθήκον που αυτά έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής βαρύνουν όλες τις αρχές των κρατών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Εξ αυτού έπεται ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (βλ. τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8, και της 16ης Δεκεμβρίου 1993, C-334/92, Wagner Miret, Συλλογή 1993, σ. Ι-6911, σκέψη 20).
42 Εντούτοις, αυτή η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφέρεται στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου περιορίζεται όταν μια τέτοια ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να θέτει τον ιδιώτη ενώπιον υποχρεώσεως η οποία προβλέπεται από μη μεταφερθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη οδηγία ή, κατά μείζονα λόγο, όταν έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ή να επιτείνεται, βάσει της οδηγίας και ελλείψει νόμου που να έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, η ποινική ευθύνη όσων ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kolpinghuis Nijmegen, σκέψεις 13 και 14).
43 Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει μηχανισμό ο οποίος να επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μη λαμβάνει υπόψη διατάξεις εθνικής νομοθεσίας αντίθετες προς τη διάταξη μιας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας, όταν η επίκληση της τελευταίας αυτής διατάξεως δεν είναι δυνατή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Επί των δικαστικών εξόδων
44 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 22ας Απριλίου 1995 η Pretura circondariale di Vicenca, αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 3 της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε απόρριψη καδμίου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως λειτουργίας της εγκαταστάσεως από την οποία προέρχεται, εξαρτάται από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας.
2) Ελλείψει πλήρους μεταφοράς, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, της οδηγίας 76/464, και, επομένως, του άρθρου της 3, και της οδηγίας 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου, στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους, μια δημόσια αρχή του κράτους αυτού δεν μπορεί να επικαλεστεί αυτό το άρθρο 3 κατά ιδιώτη.
3) Το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει μηχανισμό ο οποίος να επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μη λαμβάνει υπόψη διατάξεις εθνικής νομοθεσίας αντίθετες προς τη διάταξη μιας μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας, όταν η επίκληση της τελευταίας αυτής διατάξεως δεν είναι δυνατή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.