This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010CJ0131
Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 22 December 2010.#Corman SA v Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB).#Reference for a preliminary ruling: Tribunal de première instance de Bruxelles - Belgium.#Protection of the European Union's financial interests - Regulation (EC, Euratom) No 2988/95 - Article 3 - Limitation period for bringing proceedings - Time-limit - Sectoral rules - Regulation (EC) No 2571/97 - Different application of the limitation rules in the case of an irregularity committed by the recipient of a subsidy or by the persons with whom the recipient has entered into contracts.#Case C-131/10.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2010.
Corman SA κατά Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Bruxelles - Βέλγιο.
Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 - Άρθρο 3 - Παραγραφή διώξεων - Προθεσμία - Τομεακοί κανόνες - Κανονισμός (ΕΚ) 2571/97 - Διαφοροποιημένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής ανάλογα με το αν η παρατυπία διαπράχθηκε από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως ή από τους αντισυμβαλλομένους του.
Υπόθεση C-131/10.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2010.
Corman SA κατά Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Bruxelles - Βέλγιο.
Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 - Άρθρο 3 - Παραγραφή διώξεων - Προθεσμία - Τομεακοί κανόνες - Κανονισμός (ΕΚ) 2571/97 - Διαφοροποιημένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής ανάλογα με το αν η παρατυπία διαπράχθηκε από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως ή από τους αντισυμβαλλομένους του.
Υπόθεση C-131/10.
Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-14199
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:825
Υπόθεση C-131/10
Corman SA
κατά
Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB)
(αίτηση του tribunal de première instance de Bruxelles
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρο 3 – Παραγραφή διώξεων – Προθεσμία – Τομεακοί κανόνες – Κανονισμός (ΕΚ) 2571/97 – Διαφοροποιημένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής ανάλογα με το αν η παρατυπία διαπράχθηκε από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως ή από τους αντισυμβαλλομένους του»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Δίωξη λόγω παρατυπιών – Προθεσμία παραγραφής – Παρατυπίες διαπραχθείσες στο πλαίσιο δημοπρασιών στον τομέα του βουτύρου
(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, εδ. 1, και 3· κανονισμός 2571/97 της Επιτροπής)
2. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Δίωξη λόγω παρατυπιών – Προθεσμία παραγραφής – Παρατυπίες διαπραχθείσες στο πλαίσιο δημοπρασιών στον τομέα του βουτύρου
(Κανονισμός 2988/95 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 3 § 3· κανονισμός 2571/97 της Επιτροπής)
1. Στο μέτρο που δεν προβλέπεται κανόνας παραγραφής για τις διώξεις όσον αφορά την εγγραφή στις πιστώσεις εγγυήσεων συσταθεισών στο πλαίσιο δημοπρασιών στον τομέα του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου και της κρέμας γάλακτος, ο κανονισμός 2571/97, για την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στο βούτυρο και το συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής, δεν συνιστά τομεακό κανόνα ορίζοντα «μικρότερη προθεσμία» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού τετραετής προθεσμία παραγραφή εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους οριστική εγγραφή στις πιστώσεις, υπό τον όρο, πάντως, της ευχέρειας που διατηρούν τα κράτη μέλη, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 3, να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής.
(βλ. σκέψη 50, διατακτ. 1)
2. Όταν τα κράτη μέλη διώκουν παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο του κανονισμού 2571/97, για την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στο βούτυρο και το συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής, των περιπτώσεων όπου οι παρατυπίες ως προς τις οποίες οφείλει να λογοδοτήσει ο πλειοδότης διαπράχθηκαν από τους αντισυμβαλλομένους του.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη διατηρούν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό μεγαλύτερων προθεσμιών παραγραφής για περιπτώσεις παρατυπιών που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
(βλ. σκέψεις 54, 62, διατακτ. 2)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (*)
«Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρο 3 – Παραγραφή διώξεων – Προθεσμία – Τομεακοί κανόνες – Κανονισμός (ΕΚ) 2571/97 – Διαφοροποιημένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής ανάλογα με το αν η παρατυπία διαπράχθηκε από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως ή από τους αντισυμβαλλομένους του»
Στην υπόθεση C‑131/10,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο), με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαρτίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης
Corman SA
κατά
Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Corman SA, εκπροσωπούμενη από την L. Defalque, avocat,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.‑C. Halleux,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΚ) 2571/97 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής (ΕΕ L 350, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1550/98 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 202, σ. 27, στο εξής: κανονισμός 2571/97).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Corman SA (στο εξής: Corman) και του Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB) με αντικείμενο τη μη επιστροφή από το τελευταίο πλειόνων εγγυήσεων που συνέστησε η Corman στο πλαίσιο δημοπρασίας κατά τον κανονισμό 2571/97.
Το νομικό πλαίσιο
Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης
Ο κανονισμός 2988/95
3 Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 «έχει […] μεγάλη σημασία η καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς».
4 Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη αυτού του κανονισμού ορίζει ότι «τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες, καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέσα και κυρώσεις προβλέπονται σε τομεακούς κανόνες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».
5 Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι:
«1. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.
2. Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»
6 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 2988/95 ορίζει ότι:
«1. Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.
Για τις διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες, η παραγραφή τρέχει από την ημέρα που έπαυσε η παρατυπία. […]
Η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει και πάλι να τρέχει μετά από κάθε διακοπή της.
[…]
3. Τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής προθεσμίας μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη [στην παράγραφο] 1 […]».
7 Το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95 ορίζει ότι:
«1. Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:
[…]
– με την ολική ή μερική κατάπτωση της εγγύησης που έχει συσταθεί για την υποστήριξη της αίτησης παρασχεθέντος οφέλους ή για την είσπραξη προκαταβολής.
[…]
4. Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.»
Οι ρυθμίσεις περί κοινής οργανώσεως στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων
– Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68
8 Το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2807/94 του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 1994 (ΕΕ L 298, σ. 1), ορίζει ότι:
«1. Καθ’ όλη τη γαλακτοκομική περίοδο, ο οργανισμός παρέμβασης κάθε κράτους μέλους αγοράζει στην τιμή παρέμβασης, με όρους που πρόκειται να καθοριστούν, το βούτυρο που παράγεται απευθείας και αποκλειστικώς από παστεριωμένη κρέμα σε εγκεκριμένη επιχείρηση της Κοινότητας […]
[…]
3. Η διάθεση του βουτύρου που έχει αγοραστεί από τους οργανισμούς παρέμβασης γίνεται σε μια ελάχιστη τιμή και με όρους που πρόκειται να καθοριστούν ούτως ώστε να μη διακυβευθεί η ισορροπία της αγοράς και να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση και η πρόσβαση των αγοραστών στο πωλούμενο βούτυρο. […]
[…]
6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως το ποσό των ενισχύσεων για ιδιωτική αποθεματοποίηση θεσπίζονται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30.»
– Ο κανονισμός 2571/97
9 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«Υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, πραγματοποιείται:
α) η πώληση του βουτύρου παρέμβασης, το οποίο αγοράζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 804/68 και εισέρχεται στο απόθεμα πριν από μια ημερομηνία η οποία πρόκειται να καθορισθεί·
β) η χορήγηση ενίσχυσης για τη χρήση του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου και της κρέμας γάλακτος που αναφέρονται στην παράγραφο 2.»
10 Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 2571/97, «[η] πώληση του βουτύρου παρέμβασης και η χορήγηση ενισχύσεως για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2 πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαρκή διαδικασία δημοπρασίας που διεξάγεται υπό την ευθύνη του κάθε οργανισμού παρέμβασης».
11 Το άρθρο 3 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«Ο υποβάλλων την προσφορά δεν μπορεί να συμμετέχει στη δημοπρασία παρά μόνον εφόσον αναλάβει γραπτώς τη δέσμευση να ενσωματώσει ή να αναθέσει την ενσωμάτωση του βουτύρου ή του συμπυκνωμένου βουτύρου αποκλειστικά, με την επιφύλαξη, κατά περίπτωση, των ενδιάμεσων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 8, στα τελικά προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 4, ή, σε ό,τι αφορά την κρέμα, απευθείας και αποκλειστικά στα τελικά προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, τύπος Β […]
[…]».
12 Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2571/97, «[η] παρασκευή του συμπυκνωμένου βουτύρου που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, η μεταποίηση του βουτύρου προς συμπυκνωμένο βούτυρο όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, η προσθήκη των ιχνοθετών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, η ανασυσκευασία του συμπυκνωμένου βουτύρου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, η ενσωμάτωση σε ενδιάμεσα προϊόντα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8, καθώς και, σε περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 3, στοιχείο β΄, η ενσωμάτωση του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου, των ενδιάμεσων προϊόντων και της κρέμας γάλακτος στα τελικά προϊόντα, πρέπει να πραγματοποιούνται σε εγκεκριμένη εγκατάσταση».
13 Το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού όριζε, στην αρχική του διατύπωση, ότι τα προϊόντα που απαριθμούνταν στο άρθρο 1 αυτού υφίσταντο επεξεργασία και ενσωματώνονταν στα τελικά προϊόντα στο έδαφος της Κοινότητας, εντός προθεσμίας έξι μηνών μετά τον μήνα κατά τον οποίο έληγε η προθεσμία υποβολής προσφορών για την ειδική δημοπρασία, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 14, παράγραφος 2. Έπειτα από πλήθος τροποποιήσεων του άρθρου αυτού, και δη με την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 494/1999 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 1999 (ΕΕ L 59, σ. 17), η εν λόγω προθεσμία μειώθηκε σε τέσσερις μήνες.
14 Το άρθρο 12 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«1. Ο πλειοδότης πρέπει:
α) να πραγματοποιεί, ή να αναθέτει την πραγματοποίηση εξ ονόματός του, τις εργασίες που αφορούν την παρασκευή του συμπυκνωμένου βουτύρου και την προσθήκη των ιχνοθετών·
β) να τηρεί λογιστικά βιβλία στα οποία θα εγγράφονται, για την κάθε αποστολή εμπορεύματος, τα ονόματα και οι διευθύνσεις των αγοραστών και οι αντίστοιχες ποσότητες που αγοράζονται, διευκρινίζοντας τον προορισμό τους (τύπος Α ή τύπος Β), και αναγράφοντας είτε την προθεσμία ενσωμάτωσης που αναφέρεται στο άρθρο 11, είτε τον αριθμό δημοπρασίας, έστω και υπό μορφή κωδικού. Σε περίπτωση που ο πλειοδότης επεξεργάζεται διάφορα προϊόντα, τα οποία λαμβάνουν ενίσχυση ή παρέχονται σε μειωμένη τιμή στο πλαίσιο διαφορετικών κοινοτικών καθεστώτων, θα πρέπει να τηρεί χωριστά λογιστικά βιβλία για το καθένα από τα προαναφερόμενα καθεστώτα·
γ) να προβλέπει, σε κάθε σύμβαση πώλησης:
i) την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που θεσπίζονται στα άρθρα 8 και 9, σε περίπτωση παρασκευής ενδιάμεσων προϊόντων·
ii) την υποχρέωση να τηρεί, κατά περίπτωση, τη δέσμευση που προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο β΄·
iii) την υποχρέωση που αφορά την ενσωμάτωση στα τελικά προϊόντα, διευκρινίζοντας τον προορισμό (τύπος Α ή τύπος Β), και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 11·
iv) κατά περίπτωση, την υποχρέωση να τηρεί τα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο β΄·
v) την υποχρέωση να τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 10·
vi) την υποχρέωση να τηρεί βιβλία όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, σε περίπτωση ενσωμάτωσης ιχνοθετημένων προϊόντων στα τελικά προϊόντα·
vii) την υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου να διαβιβάζει στον αρμόδιο οργανισμό τα δεδομένα που αναφέρονται στα παραρτήματα IX έως XIII, σε ό,τι τον αφορά, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που θα θεσπίσει το κράτος μέλος·
viii) κατά περίπτωση, την υποχρέωση να γνωστοποιεί το πρόγραμμα παραγωγής.
2. Σε περίπτωση που ο πλειοδότης είναι και ο παραγωγός των τελικών προϊόντων, αυτός θα πρέπει να τηρεί τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και να γνωστοποιεί το πρόγραμμα παραγωγής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄».
15 Το άρθρο 13 του κανονισμού 2571/1997 ορίζει ότι:
«1. Οι προκηρύξεις διαρκούς δημοπρασίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της πρώτης προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών.
2. Ο οργανισμός παρέμβασης καταρτίζει μια προκήρυξη δημοπρασίας, όπου αναφέρει ιδίως την προθεσμία και τον τόπο υποβολής των προσφορών.
[…]»
16 Το άρθρο 14 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της διαρκούς δημοπρασίας, ο οργανισμός παρέμβασης προβαίνει σε ειδικές δημοπρασίες.
2. Η προθεσμία υποβολής προσφορών για καθεμία από τις ειδικές δημοπρασίες λήγει κάθε δεύτερη και τέταρτη Τρίτη του μήνα, στις δώδεκα το μεσημέρι […]».
17 Το άρθρο 17 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«1. Συνιστούν πρωταρχικές απαιτήσεις προς τις οποίες η συμμόρφωση εξασφαλίζεται μέσω της σύστασης εγγύησης δημοπρασίας ύψους 350 ECU ανά τόνο, η διατήρηση της προσφοράς μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών και, ανάλογα με την περίπτωση,
α) προκειμένου για το βούτυρο που προέρχεται από παρέμβαση, η σύσταση της εγγύησης μεταποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 2, και η καταβολή της τιμής μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2·
β) προκειμένου για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 3, στοιχείο α΄, η σύσταση της εγγύησης μεταποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 2 ή, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, η ενσωμάτωσή τους στα τελικά προϊόντα·
γ) προκειμένου για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 3, στοιχείο β΄, η ενσωμάτωσή τους στα τελικά προϊόντα.
2. Η εγγύηση δημοπρασίας συστήνεται στο κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η προσφορά.
[…]»
18 Το άρθρο 18 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«1. Λαμβανομένων υπόψη των προσφορών για την κάθε ειδική δημοπρασία, και σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία στο άρθρο 30 του κανονισμού […] 804/68, καθορίζεται μια ελάχιστη τιμή πώλησης του βουτύρου που προέρχεται από παρέμβαση, καθώς και ένα ανώτατο ποσό για την ενίσχυση που χορηγείται στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο. […]
[…]
2. Ταυτόχρονα με την ή τις ελάχιστες τιμές πώλησης και το ή τα μέγιστα ποσά της χορηγούμενης ενίσχυσης, και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 του κανονισμού […] 804/68, το ύψος της ή των εγγυήσεων μεταποίησης καθορίζεται ανά 100 χιλιόγραμμα, σε συνάρτηση είτε με τη διαφορά μεταξύ της τιμής παρέμβασης του βουτύρου και των ελαχίστων τιμών που καθορίζονται, είτε με το ύψος της χορηγούμενης ενίσχυσης.
Σκοπός της εγγύησης μεταποίησης είναι η εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις πρωταρχικές απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν:
α) είτε, προκειμένου για το βούτυρο που προέρχεται από την παρέμβαση:
i) τη μεταποίηση του βουτύρου σε συμπυκνωμένο βούτυρο, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 5, με την ενδεχόμενη προσθήκη ιχνοθετών ή την προσθήκη ιχνοθετών στο βούτυρο
και
ii) την ενσωμάτωση του βουτύρου ή του συμπυκνωμένου βουτύρου, με ή χωρίς προσθήκη ιχνοθετών, στα τελικά προϊόντα·
β) είτε, προκειμένου για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 3, στοιχείο α΄, η ενσωμάτωσή τους στα τελικά προϊόντα.
3. Τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για την αποδέσμευση των εγγυήσεων μεταποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πρέπει να προσκομίζονται στην αρμόδια αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος όπου συστήνεται η εγγύηση, εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών, η οποία αρχίζει να ισχύει από την ημέρα λήξης της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 11.
Σε περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας, που ορίζεται στο άρθρο 11, κατά λιγότερες από εξήντα μέρες συνολικά, η εγγύηση μεταποίησης καταπίπτει μέχρι του ποσού των 6 ECU ανά τόνο και ανά ημέρα. Κατά τη λήξη της προαναφερθείσας περιόδου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2220/85 της Επιτροπής [, της 22ας Ιουλίου 1985, για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 205, σ. 5),] όσον αφορά το υπόλοιπο ποσό της εγγύησης.
4. Σε περίπτωση που, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 11, η μη συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄, οφείλεται στο γεγονός ότι το βούτυρο που προέρχεται από παρέμβαση αποδεικνύεται ακατάλληλο για κατανάλωση, οι εγγυήσεις μεταποίησης αποδεσμεύονται παρά ταύτα, υπό τον όρο ότι λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, υπό τον έλεγχο των αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και κατόπιν συμφωνίας της Επιτροπής.».
19 Από το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2571/97 προκύπτει ότι ο πλειοδότης του βουτύρου παρέμβασης είναι αυτός που προσφέρει την υψηλότερη τιμή, εφόσον η τιμή αυτή δεν είναι χαμηλότερη από την ελάχιστη τιμή και το προτεινόμενο ποσό της ενίσχυσης δεν είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο ποσό αυτής.
20 Κατά την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου 19, «[τ]α δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη δημοπρασία δεν είναι μεταβιβάσιμα».
21 Το άρθρο 27 του κανονισμού 2571/97 ορίζει ότι:
«Ο κανονισμός […] 2220/85 εφαρμόζεται εκτός αν υπάρχει ρητή αντίθετη διάταξη του παρόντος κανονισμού. Η κύρωση που επιβάλλεται λόγω της [μη] τήρησης μιας δευτερεύουσας υποχρέωσης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό αποκλείει την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό […] 2220/85.».
Ο κανονισμός 2220/85
22 Το άρθρο 29 του κανονισμού 2220/85, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3403/93 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 310, σ. 4, στο εξής: κανονισμός 2220/85)ορίζει ότι:
«Όταν η αρμόδια αρχή είναι σε γνώση των στοιχείων που συνεπάγονται την κατάπτωση της εγγύησης στο σύνολό της ή εν μέρει ζητά, χωρίς καθυστέρηση από τον ενδιαφερόμενο, την πληρωμή του ποσού της εγγύησης που έχει καταπέσει· η δε πληρωμή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα παραλαβής της αίτησης.
Στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή δεν έχει πραγματοποιηθεί στην ταχθείσα προθεσμία η αρμόδια αρχή:
α) εγγράφει, χωρίς καθυστέρηση, οριστικά σε πίστωσή της την εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄·
β) απαιτεί χωρίς καθυστέρηση από τον εγγυητή που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, να προβεί σε πληρωμή, η δε πληρωμή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης·
γ) λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα απαραίτητα μέτρα ώστε:
i) να μετατραπούν εις είδος οι εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, γ΄, δ΄ και ε΄, ώστε το ποσόν που καταπίπτει να τεθεί στη διάθεσή της·
ii) να τεθούν στη διάθεσή της τα χρήματα που […] έχουν δεσμευθεί σε τράπεζα.
Η αρμόδια αρχή μπορεί χωρίς καθυστέρηση να εγγράψει οριστικά σε πίστωσή της την εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, χωρίς να ζητήσει προηγουμένως την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο.
[…]»
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4045/89
23 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4045/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, περί των ελέγχων, εκ μέρους των κρατών μελών, των πράξεων που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα Εγγυήσεων, και για την κατάργηση της οδηγίας 77/435/ΕΟΚ (ΕΕ L 388, σ. 18), ορίζει, στο άρθρο 4, αφενός, ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να διατηρούν ορισμένα εμπορικά έγγραφα, όπως βιβλία, καταλόγους, σημειώσεις και αιτιολογικά έγγραφα, για τρία τουλάχιστον έτη, που υπολογίζονται από τη λήξη του έτους της καταρτίσεώς τους, και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν μακρύτερη περίοδο για τη διατήρηση των εγγράφων αυτών.
Το εθνικό δίκαιο
24 Το άρθρο 2262 bis του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 5 του νόμου, της 10ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων περί παραγραφής (Moniteur belge της 17ης Ιουλίου 1998, σ. 23544), ορίζει ότι:
«§ 1. Οι ενοχικές αξιώσεις παραγράφονται σε δέκα έτη.
Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, οι αξιώσεις αποκαταστάσεως ζημίας από εξωσυμβατική ευθύνη παραγράφονται σε πέντε έτη από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας ή της χειροτερεύσεώς της και του υπευθύνου.
Οι αξιώσεις του δευτέρου εδαφίου παραγράφονται, εν πάση περιπτώσει, σε είκοσι έτη από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έγινε το γεγονός το οποίο προκάλεσε τη ζημία.
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
25 Κατά τα έτη 1998 έως 2000, η Corman, εγκεκριμένη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 2571/97, έλαβε μέρος σε πλείονες ειδικές δημοπρασίες της BIRB, οργανισμού παρεμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 804/68, οι δε προσφορές της έγιναν δεκτές.
26 Ως πλειοδότρια εταιρία, η Corman όφειλε να συστήσει διάφορες εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση των όρων του κανονισμού 2571/97. Οι εν λόγω εγγυήσεις κάλυπταν τόσο τις πράξεις τις σχετικές με την παρασκευή του συμπυκνωμένου βουτύρου και την προσθήκη ιχνοθετών από την Corman όσο και την ορθή επεξεργασία του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου ή της κρέμας γάλακτος καθώς και την ενσωμάτωσή τους, από τους τελικούς φορείς επεξεργασίας προς τους οποίους η εταιρία αυτή επαναπωλούσε τα προϊόντα της, σε τελικά προϊόντα, όπως σε προϊόντα ζαχαροπλαστικής, παγωτά, μπισκότα ή σοκολάτες.
27 Αφότου διαπίστωσε ότι οι εν λόγω τελικοί φορείς επεξεργασίας αναμίγνυαν το συμπυκνωμένο βούτυρο που προερχόταν από την παρέμβαση με βούτυρο ή κρέμα γάλακτος της αγοράς, η BIRB εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα των πρακτικών αυτών βάσει του κανονισμού 2571/97 και ενημέρωσε επισήμως την Corman στις 26 Απριλίου 2000.
28 Κατά τους μήνες Μάρτιο και Αύγουστο του 2002, η BIRB υπέβαλε δύο καταγγελίες στην Επιτροπή, η οποία, με τις απαντήσεις της τον Ιούνιο του 2002 και τον Ιούνιο του 2006, παρέσχε ορισμένες επεξηγήσεις, κατόπιν των οποίων η BIRB αποδέσμευσε ορισμένες εγγυήσεις μεταποιήσεως συσταθείσες από την Corman.
29 Παρά ταύτα, ως προς ορισμένες άλλες μεθόδους ενσωματώσεως, η BIRB έκρινε ότι έπρεπε να καταπέσουν οι συσταθείσες από την Corman εγγυήσεις είτε λόγω παρελεύσεως της τετράμηνης προθεσμίας για την ενσωμάτωση του βουτύρου στα τελικά προϊόντα είτε λόγω τελικής επεξεργασίας μη συνάδουσας με τον κανονισμό 2571/97 είτε, τέλος, λόγω παρασκευαστικών ελαττωμάτων σε ορισμένες κατακυρωθείσες ποσότητες. Ως εκ τούτου, κατά τα έτη 2006 και 2007, η BIRB απέστειλε στην εν λόγω εταιρία χρεωστικά σημειώματα που αφορούσαν την κατάπτωση των σχετικών εγγυήσεων έως το ποσό των 202 999,58 ευρώ. Τα εν λόγω σημειώματα ενσωματώθηκαν σε απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2007.
30 Με αγωγή της 22ας Μαΐου 2007, η Corman προσέβαλε την εν λόγω απόφαση ενώπιον του tribunal de première instance de Bruxelles και ζήτησε την επιστροφή των επίμαχων εγγυήσεων μεταποιήσεως ύψους 173 361,88 ευρώ. Προς υποστήριξη του αιτήματός της, η Corman υποστήριξε ότι, δεδομένης της κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 τετραετούς προθεσμίας παραγραφής, οι καταπτώσεις των επίμαχων εγγυήσεων ήταν παράνομες κατά το ότι είχε επέλθει η παραγραφή τους. Περαιτέρω, σε περίπτωση μη εφαρμογής της προθεσμίας αυτής, η Corman υποστήριξε ότι ο κανονισμός 2571/97, στο μέτρο που αποτελεί τομεακό κανόνα κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95, δεν επέτρεπε την εφαρμογή μεγαλύτερης εθνικής προθεσμίας παραγραφής βάσει της παραγράφους 3 του εν λόγω άρθρου.
31 Η BIRB έκρινε ότι η παραγραφή δεν μπορούσε να αντιταχθεί στις επίμαχες κατασχέσεις στο μέτρο που, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής μεγαλύτερων προθεσμιών παραγραφής κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, όπως, το Βέλγιο, της προ του 1998 τριακονταετούς παραγραφής και της πλέον εφαρμοζόμενης δεκαετούς παραγραφής.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal de première instance de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορούν οι διατάξεις του κανονισμού 2571/97 […] να θεωρηθούν κοινοτικοί τομεακοί κανόνες παρεκκλίνοντες από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 […] και αποκλείοντες την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί παραγραφής;
2) Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95 […] να θεωρηθεί διάταξη περιορισμένης εφαρμογής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρατυπία διαπράττεται από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως, εφ’ όσον ο γενικός κανόνας περί τετραετούς παραγραφής εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις παρατυπιών που διέπραξαν οι αντισυμβαλλόμενοι του δικαιούχου, δεδομένης και της μέγιστης δυνατής προθεσμίας των τεσσάρων ετών, σύμφωνα με τους ρυθμιστικούς κανόνες [περί ευθύνης] μεταξύ αντισυμβαλλομένων στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
33 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 2571/97 μπορεί να θεωρηθεί τομεακός κανόνας με τον οποίο ορίζεται προθεσμία παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95. Σε περίπτωση θετικής απαντήσεως, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η ύπαρξη τέτοιου τομεακού κανόνα στερεί από τα κράτη μέλη την ευχέρεια που τους απονέμει το άρθρο 3, παράγραφος 3, αυτού του τελευταίου κανονισμού να εφαρμόζουν προθεσμία παραγραφής μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 3.
34 Η Corman υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι με την έκδοση του κανονισμού 2571/97, καίτοι δεν προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία παραγραφής για την εγγραφή ως πίστωση των εγγυήσεων δημοπρασίας και/ή μεταποιήσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να καταστήσει εφαρμοστέο στις διαδικασίες δημοπρασίας που διέπονται από τον εν λόγω κανονισμό τον κανόνα περί τετραετούς παραγραφής που προβλέπεται κατά τρόπο γενικό στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2988/95. Κατά τούτο, ο κανονισμός 2571/97 συνιστά τομεακό κανόνα ο οποίος στερεί από τα κράτη μέλη την ευχέρεια να εφαρμόζουν στον τομέα αυτό, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, προθεσμίες παραγραφής μεγαλύτερες των τεσσάρων ετών.
35 Αντιθέτως, η Βελγική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, όπως και η Επιτροπή, θεωρούν ότι ο κανονισμός 2571/97 δεν συνιστά τομεακό κανόνα με τον οποίο ορίζεται μικρότερη προθεσμία παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός 2571/97 προβλέπει προθεσμία παραγραφής μικρότερη των τεσσάρων ετών κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη τέτοιας προθεσμίας δεν επηρεάζει την ευχέρεια που διατηρούν τα κράτη μέλη, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 3, να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής.
36 Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 θεσπίζει «γενικούς κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου», τούτο δε, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό την «καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς» (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-278/02, Handlbauer, Συλλογή 2004, σ. I‑6171, σκέψη 31).
37 Όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, τα διοικητικά αυτά μέτρα μπορούν να συνίστανται, όπως στην περίπτωση της υποθέσεως στην κύρια δίκη, σε αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους με ολική ή μερική κατάπτωση της εγγυήσεως που είχε συσταθεί για την υποστήριξη της αιτήσεως του οφέλους αυτού.
38 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2988/95 ορίζει, όσον αφορά τις διώξεις, προθεσμία παραγραφής η οποία αρχίζει να τρέχει, ειδικώς όσον αφορά τέτοια διοικητικά μέτρα, από τη διάπραξη της παρατυπίας, η οποία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, αφορά «κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων […]» (βλ. αποφάσεις Handlbauer, ανωτέρω, σκέψεις 32 και 33, όπως και της 29ης Ιανουαρίου 2009, C‑278/07 έως C‑280/07, Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑457, σκέψεις 21 και 22).
39 Με την έκδοση του κανονισμού 2988/95 και, ειδικότερα, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να θεσπίσει έναν γενικό κανόνα παραγραφής εφαρμοστέο στον τομέα αυτό, με σκοπό, αφενός, να ορίσει μια ελάχιστη προθεσμία που να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και, αφετέρου, να αποκλείσει τη δίωξη παρατυπίας θίγουσας τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την παρέλευση τετραετίας από τη διάπραξη της παρατυπίας αυτής (βλ. απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψη 27).
40 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 2988/95, κάθε παρατυπία θίγουσα τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί, καταρχήν, εκτός από τους τομείς για τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε μικρότερη προθεσμία, να διωχθεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών (βλ. απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψη 28).
41 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95 αφορά τομεακούς κανόνες που θεσπίζονται σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, όπως επιβεβαιώνει η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, και όχι εθνικούς τομεακούς κανόνες (απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψη 44).
42 Εξάλλου, ο κανόνας περί τετραετούς παραγραφής, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2988/95, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη, μπορεί να αγνοηθεί λόγω της υπάρξεως τομεακού κανόνα κατά την έννοια της δεύτερης προτάσεως του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, μόνον όταν αυτός ο τομεακός κανόνας προβλέπει μεν συντομότερη προθεσμία, αλλά όχι μικρότερη των τριών ετών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Handlbauer, ανωτέρω, σκέψη 35).
43 Συναφώς, ο κανονισμός 2571/97 προβλέπει σαφώς ειδικές προθεσμίες οι οποίες τρέχουν, κατά περίπτωση, για τον υποβάλλοντα την προσφορά και τον πλειοδότη στο πλαίσιο καθεστώτος παρεμβάσεως για το βούτυρο. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού, τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτού υφίστανται επεξεργασία και ενσωματώνονται εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών μετά τον μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής προσφορών και, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, απόκειται στον πλειοδότη να προσκομίσει εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από την ημέρα λήξεως της προθεσμίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 11 τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για την αποδέσμευση των εγγυήσεων μεταποιήσεως.
44 Πάντως, επιβάλλεται η επισήμανση, όπως φρονούν και η Βελγική και Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, ότι ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει κανόνα περί παραγραφής των διώξεων ισχύοντα ως προς τον εθνικό οργανισμό παρεμβάσεως όταν, έπειτα από διαπίστωση παρατυπίας, προβαίνει στην οριστική εγγραφή στις πιστώσεις των εγγυήσεων που έχει συστήσει ο πλειοδότης.
45 Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται εν προκειμένω από το γεγονός ότι το άρθρο 29 του κανονισμού 2220/85, το οποίο εφαρμόζεται στο καθεστώς παρεμβάσεως για το βούτυρο σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού 2571/97, ορίζει ότι, όταν η αρμόδια αρχή είναι σε γνώση των στοιχείων που συνεπάγονται την κατάπτωση της εγγυήσεως, στο σύνολό της ή εν μέρει, ζητά χωρίς καθυστέρηση από τον ενδιαφερόμενο την πληρωμή του ποσού της εγγυήσεως που έχει καταπέσει· η δε πληρωμή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημέρα υποβολής της αιτήσεως.
46 Ειδικότερα, εάν υποτεθεί ότι το εν λόγω άρθρο 29 εφαρμόζεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω άρθρο, η αρμόδια αρχή οφείλει να ενεργήσει «χωρίς καθυστέρηση» δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι τρέχει ως προς αυτήν συγκεκριμένη προθεσμία, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Corman.
47 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασιών δημοπρασίας όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, οι εφαρμοζόμενοι κανόνες στο καθεστώς παρεμβάσεως για το βούτυρο, καίτοι θα μπορούσαν να συνιστούν τομεακούς κανόνες κατά την έννοια του κανονισμού 2988/95, δεν προβλέπουν προθεσμία παραγραφής μικρότερη των τεσσάρων ετών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, του ζητήματος αν η ύπαρξη τέτοιας προθεσμίας αποκλείει την εφαρμογή μεγαλύτερων προθεσμιών παραγραφής από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
48 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εγγραφή των εγγυήσεων στις πιστώσεις, ελλείψει πράξεως διακόπτουσας την παραγραφή, θα μπορούσε να είχε παραγραφεί τέσσερα έτη μετά τη διάπραξη της παρατυπίας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το κράτος μέλος στο οποίο διαπράχθηκαν οι παρατυπίες δεν έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95 περί προβλέψεως μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής (βλ. απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψη 36).
49 Ως εκ τούτου, δυνάμει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν, αφενός, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής που υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, να θεσπίζουν νέους κανόνες παραγραφής που να προβλέπουν τέτοιου είδους προθεσμίες μετά την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, να προβλέπουν τις εν λόγω μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής με ειδικούς και/ή τομεακούς κανόνες, και επομένως οι προθεσμίες αυτές μπορεί να προκύπτουν από διατάξεις του κοινού δικαίου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψεις 42, 46 και 47).
50 Βάσει των ανωτέρω, επιβάλλεται να δοθεί στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι, στο μέτρο που δεν προβλέπεται κανόνας παραγραφής για τις διώξεις όσον αφορά την εγγραφή στις πιστώσεις εγγυήσεων συσταθεισών στο πλαίσιο δημοπρασιών στον τομέα του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου και της κρέμας γάλακτος, ο κανονισμός 2571/97 δεν συνιστά τομεακό κανόνα ορίζοντα «μικρότερη προθεσμία» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95. Κατά συνέπεια, η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού τετραετής προθεσμία παραγραφή εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους οριστική εγγραφή στις πιστώσεις, υπό τον όρο, πάντως, της ευχέρειας που διατηρούν τα κράτη μέλη, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 3, να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
51 Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να διατηρήσουν δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95 αφορούν αποκλειστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρατυπία διαπράττεται από εκείνον που αποκόμισε όφελος εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.
52 Υπό άλλη διατύπωση, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που η νομοθεσία προέβλεπε συγκεκριμένη προθεσμία παραγραφής για τις πράξεις του υπαγόμενου σε καθεστώς παρεμβάσεως έναντι των αντισυμβαλλομένων του, τα κράτη μέλη διατηρούν και σε αυτήν την περίπτωση την ευχέρεια να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 3, όταν οι παρατυπίες διαπράχθηκαν από τους εν λόγω αντισυμβαλλομένους.
53 Η Corman υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η εφαρμοστέα νομοθεσία τάσσει προθεσμίες για την προσκόμιση των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων προς αποδέσμευση ορισμένων εγγυήσεων, η BIRB όφειλε να κινηθεί ώστε να αντιμετωπίσει εγκαίρως τις παρατυπίες που διέπραξαν μεταγενεστέρως οι αντισυμβαλλόμενοι της εταιρίας αυτής. Καθώς, όμως, ενήργησε μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών από τη διάπραξη των εν λόγω παρατυπιών, η BIRB κατέστησε αδύνατο για την Corman να αναζητήσει αναγωγικώς από τους αντισυμβαλλόμενούς της τα ποσά των εγγυήσεων που κατέπεσαν, διότι η ενέργεια αυτή ενέπιπτε εντός της κατά το βελγικό δίκαιο πενταετούς προθεσμίας παραγραφής για την εξωσυμβατική ευθύνη. Περαιτέρω, στο μέτρο που το άρθρο 4 του κανονισμού 4045/89 επιβάλλει στις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) να διατηρούν μόνο για τρία έτη τα εμπορικά τους έγγραφα, δεν πρέπει να επιτρέπεται στις εθνικές αρχές να διώκουν παρατυπίες πέραν της εν λόγω προθεσμίας.
54 Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη διατηρούν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό μεγαλύτερων προθεσμιών παραγραφής για περιπτώσεις παρατυπιών που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
55 Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 2988/95 δεν προβλέπει κανέναν μηχανισμό πληροφορήσεως ή γνωστοποιήσεως της εκ μέρους των κρατών μελών χρήσεως της ευχέρειας να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, δεν προβλέφθηκε κανενός είδους έλεγχος σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά τόσο τις αποκλίνουσες προθεσμίες παραγραφής που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη δυνάμει της διατάξεως αυτής όσο και τους τομείς στους οποίους τα κράτη αυτά αποφάσισαν να εφαρμόζουν τις εν λόγω προθεσμίες (απόφαση Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., ανωτέρω, σκέψη 45).
56 Ακολούθως, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Corman, το άρθρο 4 του κανονισμού 4045/89 δεν μπορεί να αναιρέσει μία τέτοια διαπίστωση. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, αφενός, ότι, με την πρόβλεψη ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν ορισμένα εμπορικά έγγραφα για τρία τουλάχιστον έτη διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μεγαλύτερη προθεσμία για τη διατήρηση των εγγράφων αυτών. Αφετέρου, ουδόλως εμποδίζεται μία επιμελής επιχείρηση να διατηρεί τα εμπορικά της έγγραφα για μεγαλύτερο διάστημα από το προβλεπόμενο στην ισχύουσα νομοθεσία.
57 Τέλος, στο μέτρο που, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2571/97 «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη δημοπρασία δεν είναι μεταβιβάσιμα», ο πλειοδότης εξακολουθεί να παραμένει υπεύθυνος για τον τελικό προορισμό του βουτύρου και οφείλει να λογοδοτήσει για τη συμπεριφορά των αντισυμβαλλομένων του, καθώς και των μεταγενέστερων αγοραστών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1985, 124/83, Corman, Συλλογή 1985, σ. 3777, σκέψη 19).
58 Επίσης, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2571/97, ο πλειοδότης πρέπει να προβλέπει σε κάθε σύμβαση πωλήσεως την υποχρέωση που αφορά την ενσωμάτωση στα τελικά προϊόντα, καθώς και την υποχρέωση τηρήσεως, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού και την υποχρέωση τηρήσεως της δεσμεύσεως του άρθρου 3, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.
59 Υπό το πνεύμα αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει ότι ο επιμελής πλειοδότης μπορεί να χρησιμοποιήσει πλείονα μέσα όπως, για παράδειγμα, να απαιτήσει ασφάλεια ή να περιλάβει ρήτρα αποζημιώσεως στη σύμβαση πωλήσεως, για να αποφύγει τη μη τήρηση από τους μεταγενέστερους αντισυμβαλλόμενους των υποχρεώσεών τους. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ρήτρα, την οποία περιέλαβε προληπτικώς ο πλειοδότης στη σύμβαση πωλήσεως, δεν εξαντλεί όλα τα δυνατά μέτρα προφυλάξεως κατά του ενδεχομένου να μην τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους οι μεταγενέστεροι αγοραστές (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1985, 125/83, Corman, Συλλογή 1985, σ. 3039, σκέψεις 29 και 30).
60 Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος, τον οποίο ο πλειοδότης μπορεί να ασκήσει εν συνεχεία ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών, γίνεται μόνο προς το συμφέρον του και δεν επιδρά επί της ευθύνης του έναντι του οργανισμού πωλήσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1985, Corman, ανωτέρω, σκέψη 20).
61 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που απονέμει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη ορίζουν προθεσμία παραγραφής μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 3 και μπορούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καταστήσουν δυσχερέστερη τη δυνατότητα πλειοδότη, όπως η Corman, να μετακυλίσει στους αντισυμβαλλόμενούς του τις οικονομικές συνέπειες των παρατυπιών που αυτοί διαπράττουν, δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, ικανό να περιορίσει την εν λόγω ευχέρεια.
62 Βάσει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται να δοθεί στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι, όταν τα κράτη μέλη διώκουν παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο του κανονισμού 2571/97, των περιπτώσεων όπου οι παρατυπίες ως προς τις οποίες οφείλει να λογοδοτήσει ο πλειοδότης διαπράχθηκαν από τους αντισυμβαλλομένους του.
Επί των δικαστικών εξόδων
63 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Στο μέτρο που δεν προβλέπεται κανόνας παραγραφής για τις διώξεις όσον αφορά την εγγραφή ως πίστωση εγγυήσεων συσταθεισών στο πλαίσιο δημοπρασιών στον τομέα του βουτύρου, του συμπυκνωμένου βουτύρου και της κρέμας γάλακτος, ο κανονισμός (ΕΚ) 2571/97 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής, δεν συνιστά τομεακό κανόνα ορίζοντα «μικρότερη προθεσμία» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού αυτού τετραετής προθεσμία παραγραφής εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους οριστική εγγραφή στις πιστώσεις, υπό τον όρο, πάντως, της ευχέρειας που διατηρούν τα κράτη μέλη, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 3, να προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής.
2) Όταν διώκουν παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 2988/95, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο του κανονισμού 2571/97, των περιπτώσεων όπου οι παρατυπίες ως προς τις οποίες οφείλει να λογοδοτήσει ο πλειοδότης διαπράχθηκαν από τους αντισυμβαλλομένους του.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.