This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52002IE1018
Opinion of the Economic and Social Committee on "The impact of enlargement on EMU"
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ΟΝΕ"
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ΟΝΕ"
ΕΕ C 61 της 14.3.2003, p. 55–60
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ΟΝΕ"
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 061 της 14/03/2003 σ. 0055 - 0060
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ΟΝΕ" (2003/C 61/12) Στις 28 Φεβρουαρίου 2001, και σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του Εσωτερικού Κανονισμού της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με το ανωτέρω θέμα. Το τμήμα "Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του με βάση την έκθεση του εισηγητή κ. Vever στις 3 Σεπτεμβρίου 2002. Κατά την 393η σύνοδο ολομέλειας της 18ης και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 (συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 42 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 4 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Περίληψη 1.1. Οι δύο μείζονες αλλαγές της ΕΕ, δηλαδή η ΟΝΕ και η διεύρυνση, καλούνται να αλληλοσυμπληρωθούν, ενώ παράλληλα δημιουργούν νέες προκλήσεις η μια για την άλλη. Για να υπάρξει η απαραίτητη προσαρμογή, απαιτείται μια σφαιρική στρατηγική συνεργασίας. 1.2. Η ΟΚΕ τονίζει ότι η αποτελεσματική προετοιμασία των υποψήφιων χωρών για την ΟΝΕ προϋποθέτει την ορθή διαχείριση όλων των προπαρασκευαστικών σταδίων, με διασφάλιση της διαρκούς τήρησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, η οποία θα πρέπει να στηριχτεί κατά πρώτο λόγο στα κριτήρια της Κοπεγχάγης, δηλαδή σε μια υγιή και ανταγωνιστική οικονομία, που θα ενσωματώνει όλες τις απαιτήσεις του κοινοτικού κεκτημένου. Αυτό απαιτεί συγκεκριμένα την προώθηση του διαλόγου με τις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και τις αντιπροσωπευτικές και αποτελεσματικές κοινωνικοεπαγγελματικές διαρθρώσεις. 1.3. Η ΟΚΕ διαπιστώνει, λοιπόν, ότι η διεύρυνση της ΟΝΕ θα πρέπει να διεξαχθεί με μεγάλη πειθαρχία, με αυστηρή αξιολόγηση των προσόντων που η κάθε χώρα διαθέτει για την πρόσβασή της σ' αυτήν, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο να περιέλθει σε δύσκολη διαρθρωτική κατάσταση ένα νέο μέλος ή να τεθεί σε κίνδυνο η εσωτερική και εξωτερική ισορροπία του ευρώ. 1.4. Επιθυμώντας να αποφευχθεί επίσης οποιαδήποτε υπερβολική παράταση της διαδικασίας πρόσβασης στην ΟΝΕ ενός νέου κράτους μέλους, η ΟΚΕ επαναλαμβάνει τη σύστασή της να προβλεφθεί η προσχώρηση στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΜΣΙ2 ήδη από τη στιγμή της προσχώρησης στην ΕΕ. 1.5. Η ΟΚΕ επιθυμεί να προσδιοριστούν τρόποι αποτελεσματικής προσαρμογής των διοικητικών οργάνων της ΕΚΤ στη διεύρυνση με την περάτωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, χωρίς την αναβολή της για μεταγενέστερο στάδιο. 1.6. Η ΟΚΕ τονίζει την ανάγκη να ενισχυθούν τα αυτόνομα μέσα της ομάδας των χωρών που συμμετέχουν στο ευρώ, ενώπιον της προοπτικής πολύ σημαντικής αύξησης, εντός του Συμβουλίου, του αριθμού των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στο ευρώ. 1.7. Η ΟΚΕ σημειώνει τα αυξημένα προβλήματα χρηματοοικονομικών μεταβιβάσεων εντός της διευρυμένης ΟΝΕ, που απαιτούν την κατάλληλη ένταξη των τρεχουσών μεταρρυθμίσεων διάφορων κοινοτικών πολιτικών (π.χ. της γεωργικής πολιτικής, της περιφερειακής πολιτικής) σε μια σφαιρική προοπτική, και τη λήψη μέτρων, για την μετά το 2006 περίοδο, για την ενίσχυση των ίδιων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 1.8. Η ΟΚΕ ζητά να δοθεί προσοχή στα αποτελέσματα της διεύρυνσης της ΟΝΕ επί των κοντινών και των γειτονικών της ΕΕ οικονομιών. 1.9. Η ΟΚΕ καλεί τη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης να εντάξει το ζήτημα αυτό της διεύρυνσης της ΟΝΕ (βλ. θεσμικά διακυβευόμενα, πρακτική της επικουρικότητας, μορφές συνεργασίας) στους προβληματισμούς της και να το λάβει υπόψη στα συμπεράσματά της. 2. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 2.1. H ONE και η διεύρυνση συνιστούν αμφότερες μείζονες αλλαγές, οι οποίες θα επηρεάσουν δραστικά την εξέλιξη της ΕΕ τα προσεχή έτη. Εάν υλοποιηθούν ομαλά, θα συμβάλουν και οι δύο στην ενίσχυση της ΕΕ. Εάν εξετάζονται από κοινού, θα επιδρούν η μία στην άλλη και ασφαλώς θα περιπλέξουν πολλά δεδομένα. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, φαίνεται ότι τείνουν να αλληλοσυμπληρώνονται μάλλον, παρά να αλληλοσυγκρούονται. Όλα θα εξαρτηθούν από την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της να προσαρμοσθούν στις νέες αυτές απαιτήσεις και να δημιουργήσουν τις αναγκαίες συνέργιες. 2.2. Απέναντι σε μια διεύρυνση που θα τείνει να λειτουργεί ως φυγόκεντρος δύναμη, θέτοντας αναπόφευκτα υπό δοκιμασία τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κυριότερο προτέρημα της ΟΝΕ θα είναι η δράση της ως κεντρομόλου δύναμης, η οποία θα εργάζεται για την ενίσχυση αυτής της συνοχής επί ορθών και στέρεων βάσεων, ακόμη και προς την κατεύθυνση των κρατών μελών της Ένωσης που δεν συμμετέχουν στο ευρώ, αλλά που προορίζονται να συμμετάσχουν αργότερα. 2.3. Η διεύρυνση καθαυτή θα προσφέρει νέες ευκαιρίες ανάπτυξης για την ΟΝΕ, με την προοπτική του σταδιακού διπλασιασμού των μελών της ζώνης ευρώ (που θα συμπεριλάβει την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Σλοβενία, την Κύπρο, τη Μάλτα, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, στις οποίες πρέπει να προστεθεί η Τουρκία με την οποία οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ακόμη αρχίσει). Για τα νέα αυτά μέλη, το ευρώ θα παρουσιάζει πολλά οικονομικά πλεονεκτήματα, συμβάλλοντας στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αύξηση της δυναμικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, στην ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών. Η διεύρυνση όμως θα προσφέρει και περισσότερη πολιτική ασφάλεια για την ΕΕ στο σύνολό της. Η διευρυμένη ΕΕ θα καταστεί σημαίνων χώρος για την οικονομία και θα βασίζεται στη δικαιοσύνη και στη νομική ασφάλεια. Το εάν η διεύρυνση αυτή θα ενισχύσει ή θα πλήξει το ειδικό βάρος και τη διεθνή επιρροή του ευρωπαϊκού νομίσματος, ιδιαίτερα απέναντι στο δολάριο, θα εξαρτηθεί από τον τρόπο κατά τον οποίο θα διεξαχθεί και θα αφομοιωθεί (όπως και οι άλλες δυνατές εξελίξεις όσον αφορά τα τρία κράτη μέλη της ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία και τη Σουηδία που εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη εκτός της ζώνης ευρώ). 2.4. Προφανώς, η διεύρυνση θα θέσει νέες προκλήσεις για την ΟΝΕ. Σε πρώτο στάδιο, η προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα τροποποιήσει δραστικά τους όρους συνύπαρξης της ζώνης ευρώ και της ζώνης εκτός ευρώ, καθώς η τελευταία θα καταστεί ποσοτικά μεγαλύτερη. Ενώ στην Ευρώπη των 15 η ζώνη του ευρώ των 12 κρατών μελών συνυπάρχει με 3 άλλα κράτη που δεν συμμετέχουν σε αυτή, σε μια Ευρώπη των 25 θα συνυπάρχει με 13 κράτη μέλη εκτός της εν λόγω ζώνης. Σε δεύτερο στάδιο, όταν τα νέα αυτά κράτη μέλη θα εντάσσονται στη ζώνη ευρώ, η ίδια η ΟΝΕ θα βρεθεί σε μια νέα κατάσταση, με πολύ μεγαλύτερη εσωτερική ποικιλομορφία, (το ΑεγχΠ των υποψήφιων κρατών αντιπροσωπεύει μόνο το 6 % εκείνο της ζώνης του ευρώ των 12), καθιστώντας επίσης πιο περίπλοκο το συντονισμό και τον έλεγχο των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών. 2.5. Ως εκ τούτου, η ΟΚΕ τονίζει την ανάγκη να αναληφθεί μια συνολική στρατηγική ως προετοιμασία για τον έλεγχο των προβλέψιμων αλληλεπιδράσεων μεταξύ της διεύρυνσης και της ΟΝΕ. Η εν λόγω στρατηγική πρέπει να είναι πολιτική, συνεργατική και διαπραγματευτική, και να μεριμνά ώστε να συμβάλλουν: - για τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τους θεσμούς και την οργάνωση των αρμοδιοτήτων, η τωρινή Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης - στην οποία ορθά μετέχουν όλες οι υποψήφιες χώρες - για την πολιτική διαχείριση της ΟΝΕ, τα κράτη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ - για την εδραίωση των οικονομικών και κοινωνικών στηριγμάτων της ΟΝΕ, οι οικονομικοί κύκλοι και οι κοινωνικοί εταίροι και οι λοιποί φορείς της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι καλούνται να ασκήσουν το σύνολο των αυτόνομων ελευθεριών τους, με πνεύμα ευθύνης επίσης και με προσέγγιση συχνά συνεταιριστική και διαπραγματευτική. 2.6. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να ασχοληθεί με δύο θεμελιώδη ζητήματα: 2.6.1. αφενός, την αποτελεσματική προετοιμασία των υποψήφιων χωρών για την προσχώρηση στην ΟΝΕ, γεγονός που προϋποθέτει τη συμφωνία και εφαρμογή, σε συνεργασία με την κάθε υποψήφια χώρα, κατάλληλα προσαρμοσμένων στρατηγικών για την προσχώρησή της στην ΟΝΕ, 2.6.2. αφετέρου, την επιτυχή προσαρμογή της ΟΝΕ στη διευρυμένη Ευρώπη, γεγονός που προϋποθέτει ότι πρέπει να σκεφθούμε από τώρα ένα συνολικό πρόγραμμα που να αφορά όλα τα μελλοντικά κράτη μέλη της ΕΕ. 3. Αποτελεσματική προετοιμασία των υποψήφιων χωρών για την ΟΝΕ 3.1. Νομικές και πολιτικές προοπτικές 3.1.1. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ και οι προενταξιακές δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι υποψήφιες χώρες διευκρινίζουν σαφώς ότι οι χώρες αυτές δεν μπορούν να επικαλεστούν καμία πολιτική παρέκκλιση για τη μη συμμετοχή τους στην ΟΝΕ, σαν αυτή που χορηγήθηκε κατ' εξαίρεση στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία. Μολονότι είναι προφανές ότι τα νέα κράτη μέλη δεν θα μπορούν να προσχωρήσουν στην ΟΝΕ από τη στιγμή της ένταξής τους στην ΕΕ, θα πρέπει εντούτοις να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ενταχθούν στην ΟΝΕ το συντομότερο δυνατό, εκπληρώνοντας τα διάφορα προκαταρκτικά κριτήρια. Η ΟΚΕ επικροτεί αυτόν τον δεσμό που όρισε επίσημα η ΕΕ, σε συμφωνία με τις υποψήφιες χώρες, και ο οποίος επιβεβαιώνει τη θέλησή τους να ενταχθούν στην ΟΝΕ μόλις θα εκπληρώνουν όλα τα κριτήρια προσχώρησης. 3.1.2. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η διαδικασία ένταξης των υποψηφίων χωρών στην ΟΝΕ θα περιλαμβάνει τέσσερα στάδια: 3.1.2.1. Κατά τη διάρκεια της σημερινής προενταξιακής περιόδου, οι υποψήφιες χώρες πρέπει να επικεντρωθούν ήδη στην υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου, συμπεριλαμβάνοντας τους βασικούς τομείς της ΟΝΕ: αυτό περιλαμβάνει ιδιαίτερα την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, την εγκατάλειψη κάθε κρατικού προνομίου χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα και την εγγύηση ενός ανεξάρτητου καθεστώτος των κεντρικών τραπεζών τους. 3.1.2.2. Κατά την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα νέα κράτη μέλη θα πρέπει ήδη να εκπληρώνουν πολλές κοινοτικές οικονομικές προϋποθέσεις, ακόμη και χωρίς να είναι τότε σε θέση να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ. Θα πρέπει επομένως, να αποδέχονται τους στόχους της ΟΝΕ, να αναγνωρίζουν ότι η συναλλαγματική και οικονομική πολιτική τους θα αποτελούν εφεξής τομείς κοινού ενδιαφέροντος στο πλαίσιο της ΕΕ, να μεριμνούν για την αποτροπή υπερβολικών ελλειμμάτων, να αποδέχονται το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης και να προοδεύουν ως προς την τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Θα υπόκεινται, όπως όλα τα κράτη μέλη, σε ετήσιο έλεγχο, κατά τη φθινοπωρινή ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, σχετικά με την τήρηση των γενικών προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής και των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Επίσης, κατά την εαρινή ευρωπαϊκή Σύνοδο κορυφής θα υπόκεινται σε έλεγχο σχετικά με την υλοποίηση των δεσμεύσεων για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο οικονομικό, κοινωνικό και διοικητικό πεδίο, οι οποίες αποφασίστηκαν στη Λισαβόνα (βλ. πολιτικές για την εκπαίδευση, την καινοτομία, την αγορά εργασίας, την κοινωνική προστασία, το δημόσιο τομέα, κ.λπ.). 3.1.2.3. Ένα άλλο υποχρεωτικό προκαταρκτικό στάδιο θα είναι η συμμετοχή τους στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρώ, στο πλαίσιο του ΜΣΙ2, κατά το σημερινό παράδειγμα της Δανίας. Η συμμετοχή στο ΜΣΙ2 θα πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον δύο χρόνια, προτού οι χώρες αυτές να μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ. 3.1.2.4. Τέλος, το έσχατο στάδιο της ένταξης στην ΟΝΕ θα αποτελέσει, για κάθε νέο συμμετέχον κράτος, αντικείμενο εμπεριστατωμένης απόφασης του Συμβουλίου, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η οικονομική ικανότητά του και ιδίως η συμμόρφωσή του με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, δηλαδή: - το ποσοστό πληθωρισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά περισσότερο από 1,5 % το μέσο όρο πληθωρισμού των τριών κρατών μελών με το χαμηλότερο πληθωρισμό, - τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να αποκλίνουν περισσότερο από 2 % σε σχέση με το μέσο όρο των επιτοκίων των τριών κρατών με το χαμηλότερο πληθωρισμό, - το δημοσιονομικό έλλειμμα πρέπει να προσεγγίζει ή να είναι μικρότερο από το 3 % του ΑΕγχΠ, - το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60 % του ΑΕγχΠ παρά μόνο εάν τείνει να πλησιάσει αυτό το επίπεδο, - να υπάρχει σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος σε σχέση με το ευρώ με περιθώριο διακύμανσης +- 2,25 %. Εξάλλου, οι εθνικές τράπεζες πρέπει να διαθέτουν ένα καθεστώς το οποίο να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους έναντι των κρατών και να επιδιώκει τη σταθερότητα των τιμών, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 2 της Συνθήκης για την ΕΕ. 3.2. Οι οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις 3.2.1. Όπως ακριβώς οι πολιτικές και νομικές προϋποθέσεις που καταγράφονται στη Συνθήκη και στις δηλώσεις των ευρωπαϊκών Συνόδων Κορυφής προβλέπουν μια διαδοχική προσέγγιση για την προετοιμασία των υποψήφιων χωρών όσον αφορά την ΟΝΕ, έτσι και οι οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις, οι οποίες συνδέονται με την εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, επιβάλλουν αυστηρή τήρηση της εν λόγω διάρθρωσης με σταδιακό τρόπο. Μια καλή προετοιμασία της ΟΝΕ στο εσωτερικό των υποψήφιων χωρών επιβάλλει να μην προχωρούν γρηγορότερα από το κανονικό. Διαφορετικά, η ανάπτυξη και οι επενδύσεις στα νέα κράτη μέλη μπορούν να παρεμποδισθούν από μια υπερβολικά αυστηρή νομισματική και φορολογική πολιτική, ενώ ενδέχεται να επηρεασθεί ακόμη και η συνοχή της ΟΝΕ στη διευρυμένη Ευρώπη. Είναι επιτακτική ανάγκη να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος μεταγενέστερου αδιεξόδου, όπως, για παράδειγμα, η διαπίστωση μετά την είσοδο στην ΟΝΕ ότι το τάδε ή δείνα νέο μέλος δεν καταφέρνει να εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις. Υπάρχουν και άλλοι συμπληρωματικοί λόγοι για τους οποίους συνιστάται η πρόοδος με τάξη και χωρίς βιασύνη. Η εξωτερική αξία του ευρώ, καθοριστικός παράγοντας της σταθερότητάς του, δεν θα πρέπει να θιγεί από τη διεύρυνση της ΟΝΕ. Ούτε και θα ήταν προς το συμφέρον των κρατών της ζώνης του ευρώ να δημιουργηθούν υπερβολικές εσωτερικές εντάσεις, που θα οφείλονται σε υπερβολικά απότομες και ασύμμετρες διαφοροποιήσεις. Ομοίως, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που δεσμεύουν τα κράτη μέλη και την ΕΕ δεν θα τους επέτρεπαν να ανταποκριθούν σε αιτήματα αυξημένης στήριξης μετά από εσπευσμένη προσχώρηση νέων κρατών στη ζώνη του ευρώ. 3.2.2. Πρέπει να τονιστεί όλως ιδιαιτέρως ότι είναι αναγκαίο τα υποψήφια κράτη να εδραιώσουν το οικονομικό τους άνοιγμα και την ανταγωνιστική τους ικανότητα. Μια βασική απαίτηση είναι η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των κεφαλαιαγορών (όχι μόνο για τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, αλλά και για τις επενδύσεις σε γη και σε ακίνητα), η ενίσχυση του τραπεζικού και του χρηματοπιστωτικού κλάδου (στην οποία συντελεί η αυξανόμενη συμμετοχή ιδρυμάτων της ΕΕ), η εξάλειψη κάθε χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα εκ μέρους της εθνικής κεντρικής τράπεζας, η ύπαρξη οργάνων ικανών να φροντίζουν με αποτελεσματικό τρόπο για την εφαρμογή των νόμων και των κανονισμών και για την παρακολούθηση της σωστής λειτουργίας των αγορών. Οι απαιτήσεις αυτές δικαιολογούν τη διεξαγωγή ελέγχων εκ μέρους της ΕΕ, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς κύκλους. 3.2.3. Είναι, επομένως, απαραίτητο να εξασφαλισθούν επιμελώς σταθερές και βιώσιμες βάσεις για την επιτυχή καθιέρωση του ευρώ σε αυτές τις χώρες, διασφαλίζοντας, πριν ακόμη από τη σύγκλιση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ -για την οποία απαιτείται επίσης να διασφαλιστεί το συγκρίσιμο των στατιστικών δεδομένων-, την ισχυροποίηση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού (βλ. παραγωγικότητα, κοινωνικές συνθήκες, προσαρμογή του δημόσιου τομέα, ανάπτυξη των ΜΜΕ κ.λπ.). Η "κατ' όνομα" σύγκλιση πρέπει να στηρίζεται σε "επί της ουσίας" σύγκλιση, ώστε να είναι βιώσιμη και να μπορέσει να αποβεί επωφελής. Δεν μπορεί, αίφνης, να υπάρχει η αξίωση της διαρκούς εκπλήρωσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, όταν η ανάπτυξη και το άνοιγμα της οικονομίας παραμένουν κάτω από ένα κρίσιμο κατώτατο όριο. Ίσως, μάλιστα, οδηγηθούμε στη διαπίστωση ότι μια υποψήφια χώρα που απέχει περισσότερο από τη φαινομενική τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, σε σύγκριση με κάποια άλλη, μπορεί, στην πραγματικότητα, να αποδειχθεί ότι έχει προοδεύσει περισσότερο ως προς την ισχυροποίηση του οικονομικού ανοίγματός της και, κατά συνέπεια, ως προς την πραγματική προετοιμασία της για τη μεταγενέστερη ενσωμάτωσή της στην ΟΝΕ. Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμισθεί ότι μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, ορισμένοι νέοι παράγοντες μπορούν να δυσκολεύσουν προσωρινά την τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ από τα νέα κράτη μέλη. Έτσι, θα πρέπει να αναμένονται νέες πληθωριστικές πιέσεις λόγω των επιπτώσεων των νέων γεωργικών τιμών ή των μεταφορών των διαρθρωτικών ταμείων. Για το λόγο αυτό, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την καλή προετοιμασία της μεταγενέστερης ενσωμάτωσης στην ΟΝΕ είναι η αυστηρή προετοιμασία ως προς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ένταξη στην ίδια την ΕΕ, η επιτυχής προσαρμογή στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που επιφέρει η εν λόγω ένταξη. Είναι επίσης σαφές ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για τη διευκόλυνση της μετάβασης αυτής. 3.2.4. Συνεπώς, εκτός από την προσαρμογή στα νέα οικονομικά νομοθετικά δεδομένα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη θεσμική και κοινωνική παγίωση και πλαισίωση στις υποψήφιες χώρες. Αυτό αφορά κατά κύριο λόγο την προώθηση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων και την καλύτερη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η ανάπτυξη αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και οργάνων διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και με τη κυβέρνηση πρέπει να έχει αμεσότατη συμβολή στον αποτελεσματικό συντονισμό των μακροοικονομικών πολιτικών και των πολιτικών κοινωνικής προσαρμογής, ιδίως στο πλαίσιο των διαδικασιών του Κάρντιφ, της Κολωνίας και της Λισσαβώνας. Οι κοινωνικοί εταίροι των σημερινών κρατών μελών και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, διαμέσου των μικτών συμβουλευτικών επιτροπών, μπορούν να συμβάλουν στη στήριξη των κοινωνικοεπαγγελματικών οργανώσεων των υποψηφίων κρατών διοργανώνοντας ανταλλαγές και προγράμματα πληροφόρησης και κατάρτισης. 3.2.5. Στην τελευταία ετήσια έκθεση της Επιτροπής, του Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την πορεία αυτής της προετοιμασίας και, ιδίως, σχετικά με την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου καταγράφεται ήδη μια ενθαρρυντική αξιολόγηση για δέκα από τις δώδεκα υποψήφιες χώρες που διαπραγματεύονται την ένταξή τους στην ΕΕ, ενώ η Ρουμανία και η Βουλγαρία πρέπει να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες από τις άλλες χώρες για να βελτιώσουν τη θέση τους ως προς την ένταξη (και, κατά μείζονα λόγο, ως προς την προοπτική της μεταγενέστερης προσχώρησης στην ΟΝΕ). 3.2.6. Κατά την ένταξη στην ΕΕ, θα τεθεί σαφώς το ζήτημα της διατήρησης της πίεσης προκειμένου να προετοιμασθεί η διεύρυνση της ΟΝΕ. Εδώ, πρέπει να γίνουν δύο παρατηρήσεις: 3.2.6.1. Αφενός, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η "μεγάλη έκρηξη" της ταυτόχρονης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δέκα νέων κρατών, ενώ διανοίγει την άμεση προοπτική της διεύρυνσης της ΟΝΕ, δεν θα εξασφαλίσει αναγκαστικά την επιτάχυνσή της: οι δεκαπέντε, η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα θα έχουν ίσως την τάση να επανέλθουν σε αυστηρότερη διαφοροποίηση για το επόμενο στάδιο, που αφορά την ένταξη στην ΟΝΕ. Μπορεί μεν να αναμένεται ότι ορισμένα νέα κράτη μέλη της ΕΕ θα κατορθώσουν να προχωρήσουν, μέσα σε ελάχιστες προθεσμίες, στην ένταξή τους στην ΟΝΕ, υπάρχουν όμως άλλα νέα μέλη που κινδυνεύουν σίγουρα να παραμείνουν για πολύ περισσότερο εκτός της ζώνης του ευρώ. 3.2.6.2. Όπως είναι σημαντικό τα νέα κράτη μέλη να μην προχωρούν γρηγορότερα από το κανονικό στην πορεία τους προς την ΟΝΕ, είναι εξίσου αναγκαίο να μην υιοθετηθεί μια στάση αναμονής, αφήνοντας τα νέα κράτη μέλη να παραμείνουν για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός της ζώνης του ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, διακινδυνεύεται η μακροπρόθεσμη διάσπαση της ενότητας της ενιαίας αγοράς, προτρέποντας λίγο-πολύ σε χαλάρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την ένταξή των χωρών αυτών στην ΟΝΕ. Επομένως, πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ αυτών των διαφορετικών απαιτήσεων. 3.2.7. Ένα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη των παραπάνω είναι να εξασφαλισθεί, ήδη από τη στιγμή της ένταξης στην ΕΕ, η συμμετοχή των νέων κρατών μελών στον αναθεωρημένο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ2) του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος (ΕΝΣ). Η ΟΚΕ έχει ήδη διατυπώσει τη σύσταση αυτή στη γνωμοδότησή της του Απριλίου 2001(1) σχετικά με τους οικονομικούς δείκτες για την ένταξη. Η ΟΚΕ επαναδιατυπώνει τη εν λόγω σύσταση στο μέτρο που επιτρέπει: 3.2.7.1. να τεθεί ήδη σε κοινοτικό πλαίσιο η συναλλαγματική πολιτική των νέων κρατών μελών, 3.2.7.2. να ασκηθεί, κατά τον τρόπο αυτό, πίεση για τη διατήρηση μιας δραστήριας προετοιμασίας στις χώρες αυτές για την ΟΝΕ, 3.2.7.3. να υλοποιηθεί ο απαραίτητος προκαταρκτικός νομικός όρος γι' αυτή την προετοιμασία, αναιρώντας κάθε κίνδυνο de facto μη συμμετοχής στην ΟΝΕ της τάδε ή δείνα από αυτές τις χώρες, γεγονός που θα διέψευδε την καταγεγραμμένη αποποίηση κάθε πολιτικής μη συμμετοχής στην ΟΝΕ, 3.2.7.4. να διατηρηθεί επίσης ένα ουσιαστικό περιθώριο ευελιξίας για τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, εφόσον ο ΜΣΙ2 εξακολουθεί να τις επιτρέπει εντός των ορίων του +- 15 %, αποτρέποντας έτσι την επιβολή κάθε πρόωρης αυστηρότητας και διατηρώντας μια σημαντική ευελιξία για την οικονομική και κοινωνική προσαρμογή. 3.2.8. Όταν θα φθάσει η στιγμή να αποφασισθεί η πραγματική ένταξη στην ΟΝΕ, μετά από τουλάχιστον δύο χρόνια συμμετοχής στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί όχι μόνον εάν πληρούνται όντως τα κριτήρια του Μάαστριχτ, αλλά και εάν η τήρηση αυτή γίνεται υπό όρους που εγγυώνται τη βιωσιμότητά τους. 3.2.9. Πολύ πριν από την είσοδό τους στην ΟΝΕ, πολλές από τις χώρες αυτές θα χρησιμοποιούν ήδη το ευρώ ως νόμισμα-φορέα, παράλληλα με το εθνικό τους νόμισμα, όπως έπρατταν ήδη ορισμένες, ιδίως με το γερμανικό μάρκο, προτού υπάρξει το ευρώ σε νομίσματα και χαρτονομίσματα. Αυτή η ελευθερία χρησιμοποίησης του ευρώ στις εμπορικές συναλλαγές μπορεί να επιφέρει πολλά πρακτικά πλεονεκτήματα γι' αυτές τις χώρες, να συμβάλει επίσης στη διεθνή ελκυστικότητα του ευρώ και να διευκολύνει την εξοικείωση του πληθυσμού τους με ένα νόμισμα που αργότερα προορίζεται να γίνει και δικό τους. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν θα αρκεί για να ενεργοποιήσει από μόνη της την ενσωμάτωσή τους στην ΟΝΕ, η οποία θα εξαρτηθεί από όλα τα άλλα οικονομικά, χρηματοπιστωτικά, και δημοσιονομικά κριτήρια, καθώς και από τα κοινωνικά κριτήρια που αναφέρθηκαν προηγουμένως. 3.3. Η υποστήριξη της Ένωσης 3.3.1. Η δημοσιονομική υποστήριξη της Ένωσης, η οποία έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ένταξη, και στη συνέχεια για τα πρώτα έτη της ένταξης (Πρόγραμμα Δράσης 2000), αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσό: η συμφωνία του Βερολίνου, του Μαρτίου του 1999, προέβλεπε ήδη για την περίοδο 2000 έως και 2006 είκοσι δις ευρώ για τα προενταξιακά μέσα και περίπου πενήντα δις ευρώ, ενδεχομένως ρευστοποιήσιμα από το 2002, για τα νέα κράτη μέλη. 3.3.2. Η Επιτροπή παρουσίασε στις 30 Ιανουαρίου 2002(2) αναπροσαρμογή των εν λόγω προβλεπόμενων δημοσιονομικών στοιχείων για να ληφθούν υπόψη δύο εξελίξεις που έχουν συμβεί εν τω μεταξύ: - αφενός, η ημερομηνία στόχος για τις πρώτες προσχωρήσεις στην ΕΕ μετατέθηκε για το 2004, - αφετέρου, υπολογίζεται πλέον ότι το πρώτο κύμα προσχωρήσεων θα αφορά όχι πέντε ή έξι νέα κράτη μέλη αλλά δέκα. 3.3.3. Επομένως, σε αυτούς τους νέους προσανατολισμούς της Επιτροπής προβλέπεται, εν αναμονή της ένταξης 10 νέων κρατών μελών το 2004, να διατεθούν γι' αυτά 40 δις ευρώ σε πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων και 28 δις ευρώ σε πιστώσεις πληρωμών για το 2004, 2005 και 2006. Η προβολή αυτή παραμένει εντός των πλαισίων του ανώτατου δημοσιονομικού ορίου της ΕΕ και, ιδίως, της πολυετούς συμφωνίας του Βερολίνου, αν και τοποθετείται προς το ανώτερο τμήμα της ψαλίδας. 3.3.4. Ο προϋπολογισμός αυτός δεν προδικάζει μελλοντικές μεταρρυθμίσεις της γεωργικής, περιφερειακής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αντιθέτως, περιλαμβάνει σταδιακή αποδέσμευση των πιστώσεων των διαρθρωτικών ταμείων από ορισμένες περιφέρειες που είχαν στο παρελθόν προτεραιότητα στο πλαίσιο της ΕΕ, μεταβατική περίοδο δέκα ετών πριν από την έναρξη άμεσων πληρωμών στους γεωργούς των νέων κρατών μελών, πληρωμή από τα νέα κράτη μέλη των εισφορών τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό από το πρώτο έτος της ένταξής τους (στοιχεία που απομένει να επιβεβαιωθούν κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις). Η ΟΚΕ θεωρεί επίσης σαφές ότι η προσχώρηση προϋποθέτει την επίσπευση της προσαρμογής των γεωργικών, των περιφερειακών και των δημοσιονομικών πολιτικών. 3.3.5. Σε μια δεύτερη έκθεση(3), την οποία παρουσίασε την ίδια μέρα η Επιτροπή, υπενθυμίζεται επίσης η πρόκληση για την μελλοντική πολιτική της συνοχής από το 2007 και μετά. Σε μια Ευρώπη 25 έως 27 κρατών μελών η διαφορά των περιφερειακών ανισοτήτων του ΑΕγχΠ θα διπλασιασθεί και από 1 προς 3 θα φθάσει σε 1 προς 6. Εκτός από τις μεταφορές πιστώσεων προς τα ανατολικά, η Επιτροπή συνηγορεί επίσης υπέρ μιας πολιτικής στήριξης που δεν θα περιορίζεται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ, ακόμη και εάν χρειασθεί να επαναπροσδιορίσει τους στόχους (βλ. πόλεις, όρη, παραμεθόριες περιοχές, απόκεντρες περιοχές). Η ΟΚΕ, από την πλευρά της, διαπιστώνει ότι το κόστος της διεύρυνσης ενδέχεται να τεθεί υπό νέους όρους, το αργότερο από το 2007, δεδομένου ότι στο ζήτημα των επιπέδων συμβολής των κρατών μελών, και των πόρων της Ένωσης. Οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις των διάφορων κοινοτικών πολιτικών (π.χ. της γεωργικής πολιτικής, της περιφερειακής πολιτικής) θα πρέπει να ενταχθούν σε μια σφαιρική προοπτική, ενώ πρέπει επίσης να προβλεφθεί σαφώς η αύξηση των ίδιων πόρων της Ένωσης. 3.3.6. Το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων συμφώνησε το πρώτο εξάμηνο του 2001 να καθιερώσει στενότερη συνεργασία με τους Υπουργούς Οικονομικών και τους Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των υποψηφίων χωρών, με πρόσκληση των υποψηφίων χωρών από κάθε εξαμηνιαία προεδρία του Συμβουλίου και με τακτικές εκθέσεις του Συμβουλίου Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων σχετικά με την οικονομική κατάσταση των χωρών αυτών. Η ΟΚΕ επικροτεί την εξέλιξη αυτής της συνεργασίας σχετικά με την οικονομική σύγκλιση και προτείνει να επεκταθεί και σε άλλα τμήματα του Συμβουλίου που ενδιαφέρονται άμεσα γι' αυτό το στόχο, και πρώτα απ' όλα στο Συμβούλιο Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (ιδίως όσον αφορά την προετοιμασία των υποψηφίων χωρών για την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση). 3.3.7. Η ΟΚΕ σημειώνει επίσης με ικανοποίηση την εντατικοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και των αντίστοιχων τραπεζών των υποψηφίων κρατών, οι οποίες είναι ήδη καθιερωμένες και τακτικές, με λειτουργικά προγράμματα στήριξης (πρβλ. διμερείς επαφές, σεμινάρια κατάρτισης, μέθοδοι ενημέρωσης των στατιστικών στοιχείων κ.λπ.). Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών μπορούν να θεωρηθούν ως ανεξάρτητες (ακόμη κι αν, για μερικές, θα χρειαστεί ακόμη καιρός για να εδραιωθεί πλήρως ένα πραγματικό πνεύμα ανεξαρτησίας και σταθερότητας). Η ανεξαρτησία αυτή, πάντως, θα απαιτηθεί από όλα τα υποψήφια κράτη τη στιγμή της ένταξής τους στην ΕΕ. 3.3.8. Τέλος, η ΟΚΕ επιδοκιμάζει τη συμμετοχή των υποψηφίων χωρών στη Σύνοδο Κορυφής της Βαρκελώνης το Μάρτιο του 2002. Η εν λόγω πρωτοβουλία των 15 συνάδει απόλυτα με τις συστάσεις που έχει διατυπώσει και η ΟΚΕ στη γνωμοδότησή της τον Απρίλιο του 2001 σχετικά με τους οικονομικούς δείκτες για την ένταξη, όπου προτείνει να συμμετέχουν και οι υποψήφιες χώρες στην υλοποίηση της εντολής της Λισσαβώνας του Μαρτίου 2000. Πράγματι, η προετοιμασία των υποψηφίων χωρών για την ένταξη, και αργότερα για την ΟΝΕ, θα μεγιστοποιηθεί από την άμεση συμμετοχή τους στις οικονομικές, κοινωνικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται βάσει της εντολής της Λισσαβώνας, ώστε μέχρι το 2010 η Ευρώπη να καταστεί παγκοσμίως η πιο δυναμική και η πιο ανταγωνιστική οικονομία που βασίζεται στη γνώση. 4. Επιτυχής προσαρμογή της ΟΝΕ στη διευρυμένη Ευρώπη 4.1. Οι θεσμικές αλλαγές 4.1.1. Η πρώτη πρόκληση θα είναι η πρόκληση του αριθμού: οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των νέων κρατών μελών θα κληθούν να συμμετέχουν, από τη στιγμή της ένταξης των χωρών τους, στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, αλλά όχι ακόμη στο Συμβούλιο των Διοικητών (στο οποίο θα συμμετέχουν μόνον όταν ενταχθούν στην ΟΝΕ). Ειδικότερα, η σύνθεση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να συμπτυχθεί, ώστε να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητά της μετά τη διεύρυνση. Διαπιστώνεται, δυστυχώς, ότι η Συνθήκη της Νίκαιας δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της αναδιοργάνωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετά από τη διεύρυνση, και ειδικά με την αναθεώρηση της αρχής "ένας άνθρωπος, μία ψήφος". Αρκέστηκε να παραπέμψει το θέμα στο Συμβούλιο, μέσω ρήτρας εξουσιοδότησης. Δεν είναι βέβαιο ότι θα κατορθώσουν οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών να βρουν οι ίδιοι μια λύση και τα κράτη δείχνουν να έχουν εγκαταλείψει, προς το παρόν, τον σχετικό προβληματισμό. Το θέμα, όμως, είναι επείγον, στο μέτρο που θα ήταν προτιμότερο να ρυθμιστεί το θέμα κατά την ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, παρά να αναμένεται η λήξη τους ορισμένα χρόνια μετά την πρώτη διεύρυνση της ΟΝΕ. Συνεπώς, η ΟΚΕ επιθυμεί να προσδιοριστούν τρόποι αποτελεσματικής προσαρμογής των διοικητικών οργάνων της ΕΚΤ στη διεύρυνση με την περάτωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, χωρίς την αναβολή της για μεταγενέστερο στάδιο. Πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι, στη διευρυμένη ΟΝΕ, η λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας θα εξασφαλίζεται, στην πράξη, όλο και λιγότερο με ομοφωνία και όλο και περισσότερο με πλειοψηφία. Θα πρέπει να εξασφαλιστούν από τώρα όλα τα απαραίτητα θεσμικά μέσα. 4.1.2. Μια δεύτερη πρόκληση θα αφορά τη διαφοροποίηση, ιδίως με τις μεγάλες διαφορές στην ανάπτυξη, οι οποίες δεν θα μπορούν να μειωθούν και μάλιστα να απορροφηθούν παρά μόνο πολύ σταδιακά. 4.1.2.1. Σε πρώτο στάδιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πρόκληση μιας έντονης ποσοτικής και ποιοτικής διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και εκείνων εκτός της ζώνης του ευρώ, καθώς ο αριθμός των τελευταίων πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά, ενώ σήμερα περιλαμβάνει μόνο τρία κράτη μέλη (Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία και Σουηδία). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι με την αναμενόμενη προσεχή ένταξη δέκα νέων κρατών στην ΕΕ, ο αριθμός των κρατών εκτός της ζώνης του ευρώ θα υπερβεί εκείνον της ζώνης του ευρώ (13 έναντι 12). Η προοπτική αυτή θέτει άμεσα το ζήτημα θεσμοποίησης της Ευρωομάδας, προκειμένου να αποκτήσει νομικό καθεστώς και εξουσίες λήψης αποφάσεων που δεν διαθέτει σήμερα, και να μην εξαρτώνται πλέον άμεσα οι αποφάσεις που την αφορούν από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin). 4.1.2.2. Σε δεύτερο στάδιο, με την είσοδο νέων μελών στην ΟΝΕ, θα τεθεί το ζήτημα της πολύ έντονης διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών της ίδιας της ΟΝΕ. Σε μια ΟΝΕ με 25 μέλη, θα πρέπει να επανεξεταστούν ζητήματα τόσο θεμελιώδη όπως η πρακτική της επικουρικότητας, ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων, η συνεταιριστική διαχείριση μεταξύ των μελών. Θα πρέπει να αναζητηθούν νέες μορφές συνεργασίας, που θα περιλαμβάνουν, κατά πάσα πιθανότητα, μια ευρωπαϊκή φορολογική μεταρρύθμιση. Πώς θα μπορέσουν να αναληφθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, με ποια δημοκρατική ισορροπία, ποιες εξουσίες και ποιες "αντι-εξουσίες", με ποιο συμβιβασμό μεταξύ κοινοτικής μεθόδου και διακυβερνητικής μεθόδου; Σε όλους αυτούς τους προβληματισμούς θα πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει η Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης. Τόσα προβλήματα στα οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Συμβούλιο, και η Επιτροπή θα κληθούν να επιδείξουν μεγάλη επαγρύπνηση. 4.2. Τα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα 4.2.1. Βέβαια, δεν πρέπει να υπερτιμάται η πρόσθετη οικονομική βαρύτητα που αντιπροσωπεύει η διεύρυνση της ΟΝΕ, αν σκεφτούμε ότι το ΑΕγχΠ των δώδεκα υποψηφίων χωρών μόλις ανέρχεται στο 6 % του ΑΕγχΠ των δώδεκα χωρών της ζώνης ευρώ. Εντούτοις, στο μέτρο που η ανάπτυξη της ΟΝΕ θα πρέπει να γίνεται υπό πολύ περισσότερο ετερογενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, θα τεθούν πολλά ζητήματα, καταρχάς στο πλαίσιο της συνύπαρξης μεταξύ ζώνης ευρώ και ζώνης εκτός ευρώ και στη συνέχεια στο πλαίσιο της διαχείρισης ενός ενιαίου νομίσματος που θα ισχύει σε περισσότερο διαφοροποιημένες οικονομίες. Τα ζητήματα αυτά θα αφορούν ιδίως τις μεταβλητές προσαρμογής σε αυτές τις νέες καταστάσεις. 4.2.2. Μεταξύ των ζητημάτων αυτών, θα αναφέρουμε τις αποκλίσεις στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής παραγωγικότητας, καθώς και στο μισθολογικό επίπεδο, και ακόμη τις μεταναστευτικές κινήσεις, συνοριακές κυρίως, που αναμένεται να αναπτυχθούν στους κόλπους της ζώνης του ευρώ. Σε μια δεκαετία ή περισσότερο, η αφομοιωτική επίδραση θα συμβάλει ώστε η διευρυμένη αυτή ζώνη του ευρώ να αποκτήσει και πάλι μεγαλύτερη ομοιογένεια (βλ. τρόποι διαχείρισης των κρατών, τομείς κοινής ευθύνης των οικονομικών παραγόντων και των κοινωνικών εταίρων, επιδράσεις της διαδικασίας οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκε στη Λισαβόνα για την περίοδο 2000-2001). Αλλά, θα πρέπει επίσης, στο μεταξύ, να διευθετηθεί αυτή η διαδικασία σύγκρισης και αντιπαραβολής εθνικών συστημάτων και οικονομιών που παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις. 4.2.3. Μέσα στα ίδια πλαίσια, θα τεθεί με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα των μεταβιβάσεων δημοσιονομικών πόρων στους κόλπους της διευρυμένης ΟΝΕ. Μέχρι στιγμής, η ΕΕ έχει επιλέξει μια ΟΝΕ που χαρακτηρίζεται από μικρές ομοσπονδιακές παρεμβάσεις, λίγα δημοσιονομικά μέσα που τίθενται από κοινού και έλλειψη ουσιαστικής φορολογικής εναρμόνισης. Οι πιο έντονες διαφοροποιήσεις των κρατών που θα απαρτίζουν την νέα ΟΝΕ θα φέρουν στο φως νέα προβλήματα, στα οποία ενδέχεται αυτής της μορφής η δομή να μην μπορεί εύκολα να ανταποκριθεί: βλ. τα θέματα που αναφέρονται παραπάνω για μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ παραγόντων της παραγωγής, κινδύνους οικονομικών ή κοινωνικών εντάσεων, ασύμμετρων κλυδωνισμών κλπ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ΕΕ θα πρέπει να επανεξετάσει για την περίοδο μετά το 2006: - το ζήτημα των μεταβιβάσεων πόρων εκ μέρους του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (ταμεία συνοχής, ενισχύσεις κ.λπ.), - το ζήτημα των πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (θέσπιση ευρωπαϊκού φόρου;), - καθώς και άλλα συναφή ζητήματα, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν φορολογικά θέματα στην Ευρώπη (ανομοιότητα και ανταγωνισμός των συστημάτων αλλά και συνολική φορολογική επιβάρυνση). 4.3. Ο διεθνής αντίκτυπος 4.3.1. Το ευρώ τείνει να γίνει ένα διεθνές νόμισμα με παγκόσμια βαρύτητα. Πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε η διεύρυνση της ΟΝΕ να γίνει υπό συνθήκες που ενισχύουν και όχι που διακυβεύουν αυτή τη διεθνή ελκυστικότητα του ευρώ, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του. 4.3.2. Πρέπει επίσης να προσεχθούν τα αποτελέσματα της διεύρυνσης της ΟΝΕ στις κοντινές και όμορες οικονομίες της ΕΕ, ιδίως στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία και στις άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπως και στις μεσογειακές χώρες και τις χώρες ΑΚΕ. Βρυξέλλες, 19 Σεπτεμβρίου 2002. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Göke Frerichs (1) "Η διεύρυνση της ΕΕ: η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιες χώρες όσον αφορά την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για την ένταξη" ΕΕ C 193 της 10.7.2001. (2) SEC(2002) 102 τελικό. (3) COM(2002) 46 τελικό.