This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52008AP0348
Coordination of social security systems ***I European Parliament legislative resolution of 9 July 2008 on the proposal for a regulation of the European Parliament and of the Council laying down the procedure for implementing Regulation (EC) No 883/2004 on the coordination of social security systems (COM(2006)0016 — C6-0037/2006 — 2006/0006(COD))#P6_TC1-COD(2006)0006 Position of the European Parliament adopted at first reading on 9 July 2008 with a view to the adoption of Regulation (EC) No …/2008 of the European Parliament and of the Council laying down the procedure for implementing Regulation (EC) No 883/2004 on the coordination of social security systems and repealing Regulation (EEC) No 574/72#ANNEX I Implementing provisions for bilateral agreements remaining in force and new implementing provisions for bilateral agreements#ANNEX II Special schemes for civil servants#ANNEX III Member States reimbursing the cost of benefits on a lump-sum basis#ANNEX IV Competent authorities and institutions, institutions of the place of residence and stay, access points, institutions and bodies designated by the competent authorities
Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ***I Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (COM(2006)0016 — C6-0037/2006 — 2006/0006(COD))
P6_TC1-COD(2006)0006 Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 9 Ιουλίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και για την κατάργηση του κανονισμού (EΟK) αριθ. 574/72
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων που παραμένουν σε ισχύ και νέες διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ Κράτη μέλη που επιστρέφουν τις δαπάνες των παροχών με βάση κατ' αποκοπή ποσά
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Αρμόδιες αρχές και φορείς, φορείς του τόπου κατοικίας και διαμονής, σημεία πρόσβασης, φορείς και οργανισμοί που έχουν οριστεί από τις αρμόδιες αρχές
Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ***I Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (COM(2006)0016 — C6-0037/2006 — 2006/0006(COD))
P6_TC1-COD(2006)0006 Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 9 Ιουλίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και για την κατάργηση του κανονισμού (EΟK) αριθ. 574/72
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων που παραμένουν σε ισχύ και νέες διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ Κράτη μέλη που επιστρέφουν τις δαπάνες των παροχών με βάση κατ' αποκοπή ποσά
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Αρμόδιες αρχές και φορείς, φορείς του τόπου κατοικίας και διαμονής, σημεία πρόσβασης, φορείς και οργανισμοί που έχουν οριστεί από τις αρμόδιες αρχές
ΕΕ C 294E της 3.12.2009, p. 181–225
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
3.12.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
CE 294/181 |
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ***I
P6_TA(2008)0348
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (COM(2006)0016 — C6-0037/2006 — 2006/0006(COD))
2009/C 294 E/49
(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2006)0016),
έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 και τα άρθρα 42 και 308 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0037/2006),
έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,
έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6-0251/2008),
1. |
εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε· |
2. |
ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο· |
3. |
αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. |
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
P6_TC1-COD(2006)0006
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 9 Ιουλίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 42 και 308,
έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ║ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), και ιδίως το άρθρο 89,
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής ║,
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 εκσυγχρονίζει τους κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, αποσαφηνίζοντας τα απαραίτητα μέτρα και τις αναγκαίες διαδικασίες εφαρμογής και μεριμνώντας για την απλούστευσή τους προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων. Πρέπει να καθοριστεί η διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού αυτού. |
(2) |
Η οργάνωση μιας πιο αποτελεσματικής και πιο στενής συνεργασίας μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για να μπορούν τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 να επωφελούνται από τα δικαιώματά τους το συντομότερο δυνατόν και με τους καλύτερους δυνατούς όρους. |
(3) |
Για την ταχεία και αξιόπιστη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των φορέων των κρατών μελών, ενδείκνυται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Η ηλεκτρονική επεξεργασία των δεδομένων αυτών αναμένεται να συμβάλει στην επιτάχυνση των διαδικασιών για τους ενδιαφερομένους. Εξάλλου, αυτοί πρέπει να έχουν όλες τις εγγυήσεις που προβλέπονται από τις κοινοτικές διατάξεις τις σχετικές με την προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα δεδομένα που έχουν σχέση με την εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 αντιμετωπίζονται δεόντως σύμφωνα με την προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία και ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. |
(4) |
Η γνωστοποίηση των στοιχείων επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών) των φορέων των κρατών μελών οι οποίοι ενδέχεται να συμμετάσχουν στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, υπό μορφή που να επιτρέπει την επικαιροποίησή τους σε πραγματικό χρόνο, αναμένεται να διευκολύνει τις ανταλλαγές μεταξύ των φορέων των κρατών μελών. Αυτή η προσέγγιση, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ακρίβεια των πληροφοριών που αφορούν τα καθαρώς πραγματικά δεδομένα και διευκολύνει την άμεση διαθεσιμότητά τους για τους πολίτες, αποτελεί σημαντική απλούστευση που αναμένεται να εισαχθεί με τον παρόντα κανονισμό. |
(5) |
Η επίτευξη του στόχου της ομαλότερης δυνατής λειτουργίας των πολυσύνθετων διαδικασιών για την εφαρμογή των κανόνων συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και η αποτελεσματική διαχείριση των διαδικασιών αυτών απαιτούν σύστημα άμεσης ενημέρωσης του Παραρτήματος IV. Η προπαρασκευή και η εφαρμογή των διατάξεων που εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό απαιτούν στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής και η εφαρμογή τους πρέπει να είναι ταχεία λόγω των συνεπειών που έχουν οι καθυστερήσεις τόσο για τους πολίτες όσο και για τις διοικητικές αρχές. Πρέπει, επομένως, να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καταρτίσει και να διαχειρίζεται βάση δεδομένων και να εξασφαλίσει ότι αυτή η βάση δεδομένων θα λειτουργεί το συντομότερο δυνατόν κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή πρέπει ιδίως να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να ενσωματώσει στη βάση αυτή δεδομένων τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV . |
(6) |
Η ενίσχυση ορισμένων διαδικασιών αναμένεται να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους χρήστες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Ειδικότερα, ο καθορισμός κοινών προθεσμιών για την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων ή για την ολοκλήρωση κάποιων διοικητικών διαδικασιών αναμένεται να συμβάλει στην αποσαφήνιση και στην καλύτερη οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των ασφαλισμένων και των φορέων. |
(7) |
Τα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές τους ή οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν μεταξύ τους ευέλικτες διαδικασίες και διοικητικές ρυθμίσεις που, κατά την κρίση τους, είναι πιο αποτελεσματικές και καλύτερα προσαρμοσμένες στο πλαίσιο των αντίστοιχων συστημάτων τους κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, οι συμφωνίες αυτές δεν πρέπει να θίγουν τα δικαιώματα των προσώπων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004. |
(8) |
Η εγγενής πολυπλοκότητα του τομέα της κοινωνικής ασφάλισης επιβάλλει σε όλους τους φορείς των κρατών μελών την υποχρέωση να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια υπέρ των ασφαλισμένων, ούτως ώστε να μην προβλέπουν κυρώσεις για τα πρόσωπα που δεν διαβιβάζουν την αίτησή τους ή κάποιες πληροφορίες στον φορέα που είναι αρμόδιος για την εξέταση της εν λόγω αίτησης σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και τον παρόντα κανονισμό. |
(9) |
Για τον προσδιορισμό του αρμόδιου φορέα, δηλαδή του φορέα η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα ή τον οποίο βαρύνει η καταβολή κάποιων παροχών, η αντικειμενική κατάσταση του ασφαλισμένου και των μελών της οικογενείας του πρέπει να εξεταστεί από τους φορείς περισσοτέρων του ενός κρατών μελών. Για να εξασφαλιστεί η προστασία του ενδιαφερομένου κατά τη διάρκεια αυτών των αναγκαίων ανταλλαγών μεταξύ των φορέων, πρέπει να προβλεφθεί η προσωρινή υπαγωγή του σε μια νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης. |
(10) |
Τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται για τον προσδιορισμό του τόπου κατοικίας των προσώπων για τα οποία ισχύουν ο παρών κανονισμός και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και, σε περίπτωση ύπαρξης διαφοράς, κάθε κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα σχετικά κριτήρια για την επίλυση αυτού του ζητήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν υπόψη τους τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. |
(11) |
Σκοπός πολλών μέτρων και διαδικασιών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι να αυξηθεί η διαφάνεια των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζουν οι φορείς των κρατών μελών στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Αυτές οι αποσαφηνίσεις απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από τις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής, καθώς και από την υπερτριακονταετή πείρα εφαρμογής του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από τη Συνθήκη. |
(12) |
Ο παρών κανονισμός προβλέπει μέτρα και διαδικασίες που ευνοούν την κινητικότητα των εργαζομένων και των ανέργων. Οι μεθοριακοί εργαζόμενοι σε πλήρη ανεργία έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στις υπηρεσίες απασχόλησης τόσο της χώρας διαμονής τους όσο και του κράτους μέλους στο οποίο είχαν την τελευταία απασχόληση. Και στις δύο περιπτώσεις δικαιούνται ενός μόνο επιδόματος στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν. |
(13) |
Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 στο σύνολο των ασφαλισμένων, συμπεριλαμβανομένων των μη ενεργών, απαιτεί κάποιους ειδικούς κανόνες και διαδικασίες για τα πρόσωπα αυτά, κυρίως για να καθοριστεί η νομοθεσία που πρέπει να διέπει τη συνεκτίμηση των περιόδων που αφιερώνουν στην εκπαίδευση παιδιών πρόσωπα που δεν άσκησαν ποτέ μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στα διάφορα κράτη μέλη στα οποία κατοίκησαν. |
(14) |
Εξάλλου, ορισμένες διαδικασίες πρέπει επίσης να αντανακλούν την απαίτηση για ισορροπημένη κατανομή των βαρών μεταξύ των κρατών μελών. Ιδίως στο πλαίσιο του κλάδου υγείας, αυτές οι διαδικασίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση, αφενός, των κρατών μελών που επωμίζονται το κόστος υποδοχής των ασφαλισμένων, θέτοντας στη διάθεσή τους το σύστημα υγείας τους, και, αφετέρου, των κρατών μελών οι φορείς των οποίων επωμίζονται το οικονομικό κόστος των παροχών σε είδος που λαμβάνουν οι ασφαλισμένοι τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο κατοικούν. |
(15) |
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, πρέπει να αποσαφηνιστούν οι προϋποθέσεις κάλυψης των δαπανών που συνδέονται με παροχές ασθένειας σε είδος στο πλαίσιο «προγραμματισμένης περίθαλψης», δηλαδή περίθαλψης την οποία ένας ασφαλισμένος μεταβαίνει για να λάβει σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο είναι ασφαλισμένος ή κατοικεί. Διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου σχετικά με την αίτηση προηγούμενης έγκρισης, καθώς και οι υποχρεώσεις του φορέα έναντι του ασθενούς όσον αφορά τους όρους χορήγησης της έγκρισης. Πρέπει επίσης να διευκρινιστούν οι συνέπειες για τη χρηματοοικονομική κάλυψη της περίθαλψης που λαμβάνεται σε άλλο κράτος μέλος βάσει σχετικής έγκρισης. |
(16) |
Η θέσπιση πιο δεσμευτικών διαδικασιών για τη μείωση των προθεσμιών πληρωμής αυτών των απαιτήσεων μεταξύ των φορέων των κρατών μελών θεωρείται στοιχείο ουσιαστικής σημασίας για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και για να εκπληρωθεί η υποχρέωση χρηστής διαχείρισης, στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών. Επομένως, πρέπει να ενισχυθούν οι διαδικασίες που αφορούν την επεξεργασία των απαιτήσεων στο πλαίσιο των παροχών ασθένειας και ανεργίας. |
(17) |
Επειδή τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 στηρίζονται στην αλληλεγγύη όλων των ασφαλισμένων, πρέπει να προβλεφθούν μηχανισμοί για την αποτελεσματικότερη είσπραξη (επιστροφή) των απαιτήσεων που συνδέονται με αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές ή με εισφορές που δεν καταβλήθηκαν απ' αυτούς. Οι διαδικασίες αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των φορέων πρέπει να διευκρινιστούν με βάση τις διατάξεις τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη των απαιτήσεων που αφορούν ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (4) για την καλύτερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών, οργανώνοντας τη συνεργασία, κυρίως μεταξύ των φορολογικών υπηρεσιών. |
(18) |
Η ενημέρωση των ασφαλισμένων για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους αποτελεί ουσιώδη συνιστώσα μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς των κρατών μελών. |
(19) |
Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση μέτρων συντονισμού που να εγγυώνται την πραγματική άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων αυτής της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου όρια. |
(20) |
Ο παρών κανονισμός πρέπει να αντικαταστήσει τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (5), |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κεφάλαιο Ι
Ορισμοί
Άρθρο 1
Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
α) |
ως «βασικός κανονισμός» νοείται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004· |
β) |
ως «κανονισμός εφαρμογής» νοείται ο παρών κανονισμός· και |
γ) |
εφαρμόζονται οι ορισμοί του βασικού κανονισμού ▐. |
2. Πέραν των ορισμών για τους οποίους γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
α) |
«σημείο πρόσβασης» : κάθε ηλεκτρονικό σημείο επαφής που ορίζεται από την αρμόδια αρχή ║ κράτους μέλους για έναν ή περισσότερους από τους κλάδους της κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, για να αποστέλλει και να παραλαμβάνει ηλεκτρονικά τα δεδομένα που απαιτούνται για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού ▐ και του κανονισμού εφαρμογής μέσω του κοινού δικτύου ▐ μεταξύ των κρατών μελών· |
β) |
«οργανισμός σύνδεσης»: οιαδήποτε υπηρεσία που ορίζεται από την αρμόδια αρχή ║ κράτους μέλους, για έναν ή περισσότερους από τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, προκειμένου να απαντά στα αιτήματα παροχής πληροφοριών και συνδρομής για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, και ο οποίος πρέπει να φέρει εις πέρας τα καθήκοντα που ορίζονται στον Τίτλο IV του κανονισμού εφαρμογής · |
γ) |
«έγγραφο»: ένα σύνολο δεδομένων, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο είναι καταγεγραμμένα, δομημένα κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατόν να ανταλλαγούν ηλεκτρονικά και η κοινοποίηση των οποίων είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής · |
δ) |
«τυποποιημένο ηλεκτρονικό μήνυμα»: κάθε δομημένο έγγραφο σε μορφότυπο που προορίζεται για την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών· |
ε) |
«ηλεκτρονική διαβίβαση»: η διαβίβαση μέσω ηλεκτρονικών εξοπλισμών επεξεργασίας δεδομένων (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης), ενσυρμάτως, με ραδιομετάδοση, με οπτικές μεθόδους ή με κάθε άλλη ηλεκτρομαγνητική μέθοδο· |
στ) |
«τεχνική επιτροπή»: η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 73 του βασικού κανονισμού ║ · |
ζ) |
«επιτροπή λογαριασμών», η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 74 του βασικού κανονισμού ║. |
Κεφάλαιο ΙΙ
Διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία και τις ανταλλαγές δεδομένων
Άρθρο 2
Έκταση και διαδικασία των ανταλλαγών μεταξύ των φορέων
1. Για τους σκοπούς του κανονισμού εφαρμογής οι ανταλλαγές μεταξύ αρχών των κρατών μελών και φορέων και των ατόμων που καλύπτονται από τον βασικό κανονισμό, βασίζονται στις αρχές δημόσιας υπηρεσίας, αντικειμενικότητας, συνεργασίας, ενεργής επικουρίας, αποτελεσματικότητας, δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με αναπηρίες και ταχείας παράδοσης.
2. Οι φορείς παρέχουν ή ανταλλάσσουν εντός των προθεσμιών που ορίζονται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης του εν λόγω κράτους μέλους όλα τα δεδομένα που χρειάζονται για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων για τα οποία ισχύει ο βασικός κανονισμός. Η κοινοποίηση αυτών των δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών γίνεται απευθείας από τους ίδιους τους φορείς ή εμμέσως μέσω των οργανισμών σύνδεσης .
3. Εάν πρόσωπο υποβάλει κατά λάθος πληροφορίες, έγγραφα ή αιτήσεις αξίωσης σε φορέα που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο φορέας που έχει οριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό εφαρμογής , οι εν λόγω πληροφορίες, έγγραφα ή αιτήσεις αξίωσης διαβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση από τον πρώτο φορέα στο φορέα που έχει οριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό εφαρμογής , με αναφορά της ημερομηνίας κατά την οποία υποβλήθηκαν αρχικά. Αυτή η ημερομηνία λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από τον τελευταίο φορέα. Εντούτοις, οι φορείς ενός κράτους μέλους δεν θεωρούνται υπεύθυνοι, ούτε τεκμαίρεται ότι έχουν λάβει απόφαση λόγω δικής τους παράλειψης να ενεργήσουν ως αποτέλεσμα καθυστερημένης διαβίβασης πληροφοριών, εγγράφων ή αιτήσεων από τους φορείς άλλων κρατών μελών .
▐
4. Αν η κοινοποίηση των δεδομένων γίνεται μέσω του σημείου πρόσβασης ή του οργανισμού σύνδεσης, το εν λόγω σημείο πρόσβασης ή ο εν λόγω οργανισμός σύνδεσης θεωρείται ότι εκπληρώνει το ρόλο και τη λειτουργία του φορέα που προβλέπεται σ' αυτό το κράτος μέλος όσον αφορά τις προθεσμίες απάντησης στα αιτήματα που του υποβάλλονται.
Άρθρο 3
Έκταση και διαδικασία των ανταλλαγών μεταξύ των δικαιούχων και των φορέων
1. Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο βασικός κανονισμός υποχρεούνται να διαβιβάσουν στον σχετικό φορέα κάθε πληροφορία, έγγραφο ή δικαιολογητικό που απαιτείται για τον προσδιορισμό της κατάστασης των ίδιων ή της οικογένειάς τους , για τον προσδιορισμό και τη διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους , καθώς και για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και των υποχρεώσεών τους βάσει της νομοθεσίας αυτής.
▐
2. Τα κράτη μέλη κατά τη συλλογή, διαβίβαση ή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τη νομοθεσία τους με σκοπό την εφαρμογή του βασικού κανονισμού, εξασφαλίζουν ότι τα σχετικά πρόσωπα μπορούν να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους όσον αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων , τηρουμένων των κοινοτικών διατάξεων που διέπουν την προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εγγυώνται ότι αυτά τα προσωπικά δεδομένα δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς πλην εκείνους που έχουν σχέση με την κοινωνική ασφάλιση εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος το έχει επιτρέψει ρητώς. Τα κράτη μέλη παρέχουν επίσης, κατόπιν αιτήσεως, στους ενδιαφερόμενους ειδικές και κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων οι οποίες έχουν ζητηθεί για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκούν τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό μέσω του αρμοδίου φορέα, ανεξάρτητα από την προέλευση των δεδομένων.
Ο κατάλογος και οι λεπτομέρειες των επιτρόπων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που ορίζονται σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6) που ασχολείται με δεδομένα σχετικά με τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτεται δυνάμει του βασικού κανονισμού αποτελούν μέρος του Παραρτήματος IV του κανονισμού εφαρμογής.
3. Εφόσον είναι απαραίτητο για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, οι σχετικοί φορείς ▐ διαβιβάζουν τις πληροφορίες και παραδίδουν τα ▐ έγγραφα στους ενδιαφερομένους εντός των προθεσμιών που ορίζει η νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους.
4. Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους που διαβιβάζει απευθείας ένα έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει απόφαση σχετική με τα δικαιώματα ενός προσώπου που κατοικεί ή διαμένει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ζητά απόδειξη παραλαβής, ανεξάρτητα από το μέσο και τον τρόπο αποστολής. Η απόδειξη παραλαβής μπορεί να δοθεί σε κάθε μέσο και με κάθε τρόπο.
5. Αν δεν υπάρχει απόδειξη της αποστολής της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, οι προθεσμίες που αφορούν την απώλεια ή την παραγραφή των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον βασικό κανονισμό ║ δεν μπορούν να αντιταχθούν στους δικαιούχους.
6. Αν η ημερομηνία αποστολής της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 αποδεικνύεται δεόντως, η απόφαση του αρμόδιου φορέα θεωρείται ότι μπορεί να αντιταχθεί στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας ενός μήνα από την εν λόγω ημερομηνία. Ωστόσο, αν η νομοθεσία του κράτους μέλους που έλαβε την απόφαση προβλέπει μεγαλύτερη προθεσμία, εφαρμόζεται αυτή η μεγαλύτερη προθεσμία.
7. Εν πάση περιπτώσει, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει τις προσφυγές και να χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας που έλαβε την απόφαση.
▐
Άρθρο 4
Μορφότυπος και τρόπος ανταλλαγής των δεδομένων
1. Η διοικητική επιτροπή καθορίζει τη δομή, το περιεχόμενο , τη μορφή και τον τρόπο ανταλλαγής των εγγράφων και ▐ των τυποποιημένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
2. Η διαβίβαση των δεδομένων μεταξύ των φορέων, των σημείων πρόσβασης ή των οργανισμών σύνδεσης γίνεται ηλεκτρονικά, σε κοινό ασφαλές πλαίσιο ικανό να εγγυηθεί την εμπιστευτικότητα και την προστασία των ανταλλαγών δεδομένων.
3. Στις επικοινωνίες τους με τους ενδιαφερομένους, οι σχετικοί φορείς χρησιμοποιούν τις κατάλληλες μεθόδους για κάθε περίπτωση και προτιμούν όσο το δυνατόν περισσότερο τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Η διοικητική επιτροπή καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες αποστολής των πληροφοριών, εγγράφων ή αποφάσεων στον ενδιαφερόμενο με ηλεκτρονικά μέσα.
Άρθρο 5
Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που καταρτίζονται σε άλλο κράτος μέλος
1. Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού ║ και του ║ κανονισμού εφαρμογής, καθώς επίσης και τα δικαιολογητικά που εκδίδονται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αρχών, έχουν υποχρεωτική ισχύ για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από την αρχή ή από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκαν.
2. Σε περίπτωση αμφιβολίας για το βάσιμο του εγγράφου ή για την ακρίβεια των γεγονότων στα οποία θεμελιώνονται τα στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στο φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, αν συντρέχει περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο φορέας που εκδίδει το έγγραφο επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, εάν χρειάζεται, το ανακαλεί.
3. Αν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο, μπορεί να επιληφθεί του θέματος η διοικητική επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού ║, για να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.
Άρθρο 6
Προσωρινή εφαρμογή μιας νομοθεσίας και προσωρινή καταβολή των παροχών
1. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον κανονισμό εφαρμογής, σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ▐ ο ενδιαφερόμενος υπόκειται προσωρινά στη ║ νομοθεσία ενός από αυτά τα κράτη μέλη, με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται ως ακολούθως :
α) |
στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ο ενδιαφερόμενος ασκεί πραγματικά τη μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του, εάν η μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα ασκείται μόνο σε ένα κράτος μέλος· ή |
β) |
στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, αν ασκεί εκεί μέρος της ή των δραστηριοτήτων του ή αν δεν ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα· ή |
γ) |
στη νομοθεσία του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία ζητήθηκε να εφαρμοσθεί πρώτα, στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ασκεί δραστηριότητα ή δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. |
2. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών για το θέμα του προσδιορισμού του φορέα που οφείλει να χορηγήσει τις παροχές, ο ενδιαφερόμενος ο οποίος θα μπορούσε να απαιτήσει παροχές, αν δεν υπήρχε αμφισβήτηση, λαμβάνει προσωρινά τις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας του τόπου κατοικίας ή, αν ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα σχετικά κράτη μέλη, τις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας στον οποίο υποβλήθηκε αρχικά η αίτηση.
3. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων ή αρχών, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε η διάσταση απόψεων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2. Η διοικητική επιτροπή επιδιώκει να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.
4. Εάν αποδειχθεί ότι εφαρμοστέα νομοθεσία δεν είναι η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έγινε η προσωρινή υπαγωγή ή ότι ο φορέας που χορήγησε προσωρινά τις παροχές δεν ήταν ο αρμόδιος φορέας, ο φορέας που προσδιορίζεται ως αρμόδιος θεωρείται ότι είναι αρμόδιος αναδρομικά, σαν να μην υπήρχε διάσταση απόψεων, το αργότερο από την ημερομηνία της προσωρινής υπαγωγής ή της πρώτης προσωρινής χορήγησης των σχετικών παροχών.
5. Εν ανάγκη, ο αρμόδιος φορέας διευθετεί την οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου όσον αφορά τις εισφορές και τις παροχές σε χρήμα που κατεβλήθησαν προσωρινά, εφόσον συντρέχει λόγος, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 71 έως 81 του κανονισμού εφαρμογής .
Οι παροχές σε είδος που κατεβλήθησαν προσωρινά από έναν φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 2, επιστρέφονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τον Τίτλο IV του κανονισμού εφαρμογής.
Άρθρο 7
Υποχρέωση προσωρινής εκκαθάρισης
1. Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον κανονισμό εφαρμογής, στην περίπτωση που ένα πρόσωπο δικαιούται να λάβει παροχή ή είναι υπεύθυνο για την καταβολή εισφοράς σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό, αλλά ο αρμόδιος φορέας δεν διαθέτει όλα τα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, τα οποία απαιτούνται για τον οριστικό υπολογισμό του ποσού της εν λόγω παροχής ή ║ εισφοράς, ο φορέας αυτός απονέμει την εν λόγω παροχή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου ή προβαίνει σε προσωρινή εκκαθάριση της εν λόγω εισφοράς, εάν η εκκαθάριση είναι δυνατή βάσει των στοιχείων που διαθέτει ο φορέας.
2. Μόλις παρασχεθούν τα δικαιολογητικά στον εν λόγω φορέα, πρέπει να γίνει νέος υπολογισμός της σχετικής παροχής ή εισφοράς.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Άλλες γενικές διατάξεις εφαρμογής του βασικού κανονισμού ║
Άρθρο 8
Διοικητικές συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών
1. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού αντικαθιστούν τις διατάξεις των συμφωνιών των σχετικών με την εφαρμογή των συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ║, εκτός από τις διατάξεις των συμφωνιών των σχετικών με συμβάσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙ του βασικού κανονισμού ║, εφόσον οι διατάξεις των εν λόγω συμφωνιών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I του ║ κανονισμού εφαρμογής.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάψουν μεταξύ τους, εφόσον συντρέχει περίπτωση, συμφωνίες για την εφαρμογή των συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, εφόσον οι συμφωνίες αυτές δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του κανονισμού εφαρμογής .
Άρθρο 9
Άλλες διαδικασίες μεταξύ των φορέων
1. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές ▐ τους μπορούν να συμφωνήσουν να εφαρμόζουν άλλες διαδικασίες, διαφορετικές από τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον κανονισμό εφαρμογής , εφόσον οι διαδικασίες αυτές δεν θίγουν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων .
2. Οι συμφωνίες που συνάπτονται γι' αυτό το σκοπό ανακοινώνονται στη διοικητική επιτροπή και απαριθμούνται στο Παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 10
Απαράδεκτο σωρεύσεως των παροχών
Αν παροχές που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσότερων κρατών μελών μειώνονται, αναστέλλονται ή καταργούνται αμοιβαία, τα ποσά τα οποία δεν θα πληρώνονταν σε περίπτωση αυστηρής εφαρμογής των ρητρών μείωσης, αναστολής ή κατάργησης που προβλέπονται από τη νομοθεσία των οικείων κρατών μελών διαιρούνται διά του αριθμού των παροχών οι οποίες υπόκεινται σε μείωση, αναστολή ή κατάργηση.
Άρθρο 11
Στοιχεία για τον προσδιορισμό της κατοικίας
1. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της κατοικίας ενός προσώπου για το οποίο εφαρμόζεται ο βασικός κανονισμός , οι φορείς αυτοί προσδιορίζουν με κοινή συμφωνία το κέντρο των συμφερόντων του εν λόγω προσώπου, βάσει συνολικής αξιολόγησης όλων των διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούν συναφή στοιχεία, στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:
α) |
η διάρκεια και η συνέχεια της παρουσίας στο έδαφος των σχετικών κρατών μελών · |
β) |
η προσωπική κατάσταση του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται:
|
2. Αν η εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων βάσει συναφών στοιχείων όπως μνημονεύονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στους σχετικούς φορείς να καταλήξουν σε συμφωνία, η βούληση του προσώπου, όπως προκύπτει από αυτά τα στοιχεία και τις περιστάσεις, και ιδίως οι λόγοι που το οδήγησαν στην απόφαση να μετακινηθεί, θεωρούνται καθοριστικά για τον προσδιορισμό του πραγματικού τόπου κατοικίας του.
Άρθρο 12
Συνυπολογισμός των περιόδων
1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 του βασικού κανονισμού, ο αρμόδιος φορέας απευθύνεται στους φορείς του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε επίσης υπαχθεί o ενδιαφερόμενος , για να ενημερωθεί για όλες τις περιόδους ▐ που πραγματοποιήθηκαν βάσει αυτής της νομοθεσίας.
2. Οι περίοδοι ασφάλισης, μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν βάσει της νομοθεσίας ║κράτους μέλους προστίθενται στις περιόδους ασφάλισης, μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν βάσει της νομοθεσίας κάθε άλλου κράτους μέλους, εφόσον είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 του βασικού κανονισμού , υπό τον όρο ότι οι εν λόγω περίοδοι δεν αλληλεπικαλύπτονται.
3. Αν περίοδος ασφάλισης ή κατοικίας που έχει πραγματοποιηθεί κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο υποχρεωτικής ασφάλισης συμπίπτει με περίοδο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο προαιρετικής ασφάλισης ή προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης κατά τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, λαμβάνεται υπόψη μόνο η περίοδος που πραγματοποιείται στο πλαίσιο υποχρεωτικής ασφάλισης.
4. Αν περίοδος ασφάλισης ή κατοικίας που έχει πραγματοποιηθεί κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και δεν είναι εξομοιούμενη περίοδος συμπίπτει με εξομοιούμενη περίοδο δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, λαμβάνεται υπόψη μόνο η μη εξομοιούμενη περίοδος.
5. Κάθε εξομοιούμενη περίοδος, δυνάμει των νομοθεσιών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, λαμβάνεται υπόψη μόνο από το φορέα του τελευταίου κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί υποχρεωτικά ο ασφαλισμένος πριν από την εν λόγω περίοδο. Σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος δεν είχε υπαχθεί υποχρεωτικά στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους πριν από την περίοδο αυτή, η εξομοιούμενη περίοδος λαμβάνεται υπόψη από το φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπήχθη αυτός υποχρεωτικά για πρώτη φορά μετά την εν λόγω περίοδο.
6. Αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ορισμένες περίοδοι ασφάλισης ή κατοικίας πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, τεκμαίρεται ότι αυτές οι περίοδοι δεν συμπίπτουν με περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους και υπολογίζονται κατά το μέτρο που δύνανται να ληφθούν υπόψη επωφελώς για τον ενδιαφερόμενο.
7. Εάν περίοδοι ασφάλισης ή κατοικίας δεν λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το παρόν άρθρο, επειδή υπερισχύουν άλλες περίοδοι που δεν γεννούν δικαίωμα της συγκεκριμένης παροχής, τα αποτελέσματα των περιόδων που δεν λαμβάνονται υπόψη, όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία, δεν χάνονται όσον αφορά την απόκτηση, τη διατήρηση ή την άσκηση του δικαιώματος λήψης των παροχών.
Άρθρο 13
Κανόνες μετατροπής των περιόδων ασφάλισης
Αν οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους εκφράζονται σε διαφορετικές μονάδες από εκείνες που χρησιμοποιούνται στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, η αναγκαία μετατροπή για το συνυπολογισμό πραγματοποιείται κατά τους ακόλουθους κανόνες:
α) |
μία ημέρα ισοδυναμεί με οκτώ ώρες και αντιστρόφως· |
β) |
πέντε ημέρες ισοδυναμούν με μία εβδομάδα και αντιστρόφως· |
γ) |
22 ημέρες αντιστοιχούν με ένα μήνα και αντιστρόφως· |
δ) |
τρεις μήνες ή 13 εβδομάδες ή 66 ημέρες ισοδυναμούν με ένα τρίμηνο και αντιστρόφως· |
ε) |
για τη μετατροπή των εβδομάδων σε μήνες και αντιστρόφως, οι εβδομάδες και οι μήνες μετατρέπονται σε ημέρες· |
στ) |
η εφαρμογή των κανόνων των στοιχείων α) έως ε) δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη ως περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν συνολικά κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους περισσότερες από 264 ημέρες ή 52 εβδομάδες ή δώδεκα μήνες ή τέσσερα τρίμηνα. |
Αν οι περίοδοι ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους εκφράζονται σε μήνες, οι ημέρες που, σύμφωνα με τους κανόνες μετατροπής που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, αντιστοιχούν σε τμήμα μηνός, θεωρούνται ως ένας πλήρης μήνας.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Άρθρο 14
Διευκρινίσεις σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 του βασικού κανονισμού ║
1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ένα «πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη … και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος» περιλαμβάνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται με σκοπό να αποσπασθεί σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος, ακριβώς πριν από την έναρξη της απασχόλησής του, υπόκειται ήδη στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης του έχει την έδρα του.
2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, οι όροι «ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί» αναφέρονται σε εργοδότη που ασκεί συνήθως σημαντικό αριθμό δραστηριοτήτων, πέραν των δραστηριοτήτων καθαρά εσωτερικής διαχείρισης, στο έδαφος του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τις δραστηριότητες της εν λόγω επιχείρησης· τα σχετικά κριτήρια πρέπει να είναι ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε εργοδότη και την πραγματική φύση των ασκούμενων δραστηριοτήτων.
3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, οι όροι «που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα» αναφέρονται σε πρόσωπο που ασκεί συνήθως σημαντικό αριθμό δραστηριοτήτων στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατασταθεί. Ειδικότερα, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει ήδη ασκήσει τη δραστηριότητά του για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία επιθυμεί να επωφεληθεί των διατάξεων του εν λόγω άρθρου και, κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου προσωρινής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να συνεχίσει να διατηρεί, στο κράτος όπου έχει εγκατασταθεί, τις απαιτήσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς του προκειμένου να είναι σε θέση να την ασκήσει κατά την επιστροφή του.
4. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ║, το κριτήριο καθορισμού του αν η δραστηριότητα την οποία μεταβαίνει για να ασκήσει ένας αυτοαπασχολούμενος σε άλλο κράτος μέλος είναι «παρόμοια» με τη μη μισθωτή δραστηριότητα την οποία κανονικά ασκεί είναι η πραγματική φύση της δραστηριότητας και όχι ο χαρακτηρισμός της ως μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας τον οποίο δίνει ενδεχομένως στη δραστηριότητα αυτή το εν λόγω άλλο κράτος μέλος.
5 . Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο όρος πρόσωπο που «ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» αναφέρεται ιδίως σε πρόσωπο που:
α) |
ενώ διατηρεί δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος, ασκεί ταυτόχρονα χωριστή δραστηριότητα στο έδαφος ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών ανεξάρτητα από τη διάρκεια ή τη φύση αυτής της χωριστής δραστηριότητας, |
β) |
ασκεί συνεχώς εναλλασσόμενες δραστηριότητες, με εξαίρεση τις δραστηριότητες που ασκεί σε δευτερεύοντα βαθμό, σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή την τακτικότητα της εναλλαγής. |
6. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο όρος πρόσωπο που «ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη» αναφέρεται ιδίως σε πρόσωπο το οποίο ασκεί συγχρόνως ή εναλλάξ μία ή περισσότερες χωριστές μη μισθωτές δραστηριότητες, ανεξάρτητα από τη φύση αυτών των δραστηριοτήτων, σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη .
7. Προκειμένου να διακρίνονται οι δραστηριότητες στα πλαίσια των παραγράφων 5 και 6 από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, καθοριστική σημασία έχει η διάρκεια της δραστηριότητας σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (είτε είναι μόνιμη είτε έχει ειδικό ή προσωρινό χαρακτήρα). Για τους σκοπούς αυτούς επιχειρείται συνολική αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων, στα οποία, στην περίπτωση μισθωτού, περιλαμβάνεται ειδικότερα ο τόπος εργασίας όπως καθορίζεται στη σύμβαση εργασίας.
8. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού ▐, ως «ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας» που ασκείται σε κράτος μέλος, νοείται ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή αυτοαπασχολούμενου που ασκείται εκεί, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων. ▐
Για τον προσδιορισμό του εάν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων ασκείται σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνεται υπόψη ο ακόλουθος ενδεικτικός κατάλογος κριτηρίων:
α) |
σε περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή, και |
β) |
σε περίπτωση μη μισθωτής δραστηριότητας, ο κύκλος εργασιών, ο χρόνος εργασίας, ο αριθμός των παρεχόμενων υπηρεσιών ή/και το εισόδημα . |
Στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, λιγότερο από το 25 % των προαναφερόμενων κριτηρίων αποτελούν δείκτη ότι σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων δεν ασκείται στο σχετικό κράτος μέλος.
9. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║, το «κέντρο των συμφερόντων» των δραστηριοτήτων ενός αυτοαπασχολούμενου καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, και ιδίως τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η σταθερή και μόνιμη έδρα των δραστηριοτήτων του εν λόγω προσώπου, το συνήθη χαρακτήρα ή τη διάρκεια των ασκουμένων δραστηριοτήτων, το κράτος μέλος στο οποίο το πρόσωπο αυτό φορολογείται για το σύνολο των εισοδημάτων του, ανεξάρτητα από την πηγή τους, καθώς επίσης και τη βούληση του εν λόγω προσώπου, όπως αυτή προκύπτει από τις εν γένει περιστάσεις.
10. Για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας δυνάμει των παραγράφων 8 και 9, οι σχετικοί φορείς λαμβάνουν υπόψη την εικαζόμενη μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους 12 ημερολογιακούς μήνες.
11. Αν ένα πρόσωπο ασκεί τη μισθωτή δραστηριότητά του σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου έξω από το έδαφος της Ένωσης και αν αυτό το πρόσωπο κατοικεί σε κράτος μέλος χωρίς να ασκεί εκεί ουσιώδη δραστηριότητα, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας.
▐
Άρθρο 15
Διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία β) και δ), του άρθρου 11, παράγραφος 4, και του άρθρου 12 του βασικού κανονισμού (για την παροχή πληροφοριών στους σχετικούς φορείς)
1. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 16 του κανονισμού εφαρμογής, όταν ένα πρόσωπο ασκεί τη δραστηριότητά του σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος βάσει του Τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, ο εργοδότης ή, σε περίπτωση προσώπου που δεν ασκεί δραστηριότητα μισθωτού, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει, ει δυνατόν εκ των προτέρων, τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται. Ο εν λόγω φορέας καθιστά χωρίς καθυστέρηση διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο β), και το άρθρο 12 του βασικού κανονισμού, στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται κατ' αναλογία για τα πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο δ), του βασικού κανονισμού.
3. Ο εργοδότης κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού για τον οποίον εργαζόμενος ασκεί δραστηριότητα μισθωτού επί σκάφους που φέρει τη σημαία άλλου κράτους μέλους ενημερώνει, ει δυνατόν εκ των προτέρων, τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία. Ο εν λόγω φορέας καθιστά χωρίς καθυστέρηση διαθέσιμες τις πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που ισχύει για τον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, στον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τη σημαία του οποίου φέρει το σκάφος στο οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του ο εργαζόμενος.
▐
Άρθρο 16
Διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού ║
1. Το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ενημερώνει σχετικά τον οριζόμενο φορέα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί. Αυτός ο φορέας διαβιβάζει αυτήν την πληροφορία στον οριζόμενο φορέα κάθε κράτους μέλους στο οποίο ασκείται μια δραστηριότητα.
2. Ο οριζόμενος φορέας του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος καθορίζει χωρίς καθυστέρηση τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 14 του κανονισμού εφαρμογής. Ο προσδιορισμός αυτός είναι αρχικά προσωρινός. Ο φορέας ενημερώνει τους οριζόμενους φορείς εκάστου κράτους μέλους στο οποίο ασκείται δραστηριότητα για τον προσωρινό προσδιορισμό του.
3. Ο προσωρινός προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, καθίσταται οριστικός μέσα σε δύο μήνες από τότε που ενημερώθηκε για τον προσωρινό προσδιορισμό ο οριζόμενος φορέας στα κράτη μέλη όπου ασκείται η δραστηριότητα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 , εκτός αν η νομοθεσία έχει ήδη προσδιοριστεί οριστικά βάσει της παραγράφου 4, ή τουλάχιστον ένας από τους σχετικούς φορείς ενημερώνει, μέχρι το τέλος της περιόδου των δύο μηνών, τον φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους κατοικίας ότι δεν μπορεί ακόμα να δεχτεί τον προσδιορισμό ή ότι έχει διαφορετική άποψη εν προκειμένω .
4. Εάν υπάρχει αβεβαιότητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, αβεβαιότητα η οποία επιβάλλει την πραγματοποίηση επαφών μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων από τους φορείς που έχουν ορίσει οι αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών ή αιτήματος των ίδιων των αρμόδιων αρχών, η νομοθεσία που εφαρμόζεται για τον ενδιαφερόμενο προσδιορίζεται με κοινή συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού και τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 14 του κανονισμού εφαρμογής.
Εάν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των σχετικών φορέων ή αρμόδιων αρχών, οι οργανισμοί αυτοί επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6 του κανονισμού εφαρμογής.
5. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου προσδιορίζεται εφαρμοστέα, είτε προσωρινά είτε οριστικά, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον ενδιαφερόμενο.
6. Εάν ο ενδιαφερόμενος αμελήσει να προσκομίσει τις πληροφορίες που εμφαίνονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία του φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους κατοικίας του προσώπου αυτού, μόλις πληροφορηθεί την κατάσταση του προσώπου, ενδεχομένως μέσω άλλου σχετικού φορέα.
Άρθρο 17
Διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού ║
Ο επικουρικός υπάλληλος ασκεί το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του βασικού κανονισμού ║ κατά τη σύναψη της σύμβασης πρόσληψης. Η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη αυτής της σύμβασης αρχή ενημερώνει τον οριζόμενο φορέα του κράτους μέλους τη νομοθεσία του οποίου επέλεξε ο επικουρικός υπάλληλος.
Άρθρο 18
Διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού
Η αίτηση του εργοδότη ή του ενδιαφερομένου για εξαιρέσεις στα άρθρα 11 έως 15 του βασικού κανονισμού υποβάλλεται, ει δυνατόν εκ των προτέρων, στην αρμόδια αρχή ή τον οργανισμό που έχει ορίσει η αρχή του κράτους μέλους, του οποίου την νομοθεσία ζητεί ο εργοδότης ή ο ενδιαφερόμενος να εφαρμοστεί.
Άρθρο 19
Παροχή πληροφοριών στους ενδιαφερομένους και στους εργοδότες
1. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα δυνάμει του Τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο║ καθώς και, αν συντρέχει περίπτωση, τον ή τους εργοδότες του, για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή τη νομοθεσία. Τους παρέχει τη βοήθεια που χρειάζονται για την εκπλήρωση των διατυπώσεων που επιβάλλει αυτή η νομοθεσία.
2. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του Τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού ║ πληροφορεί τον ενδιαφερόμενο μέσω πιστοποιητικού εφαρμοστέας νομοθεσίας ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μέχρι ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους. Το πιστοποιητικό αυτό αναφέρει το μισθό που έχει δηλώσει ο εργοδότης.
Άρθρο 20
Συνεργασία μεταξύ των φορέων
1. Οι σχετικοί φορείς ▐ κοινοποιούν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του Τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού , τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον ορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή η νομοθεσία καθίσταται εφαρμοστέα και τον υπολογισμό των εισφορών που βαρύνουν αυτό το πρόσωπο και τον ή τους εργοδότες του δυνάμει αυτής της νομοθεσίας.
2. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο ενημερώνει το φορέα του τελευταίου κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί το εν λόγω πρόσωπο, αναφέροντας την ημερομηνία από την οποία αρχίζει η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας.
Άρθρο 21
Υποχρεώσεις του εργοδότη
1. Ο εργοδότης ενός εργαζομένου , του οποίου η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων βρίσκεται εκτός του αρμόδιου κράτους μέλους, υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται σε αυτόν τον εργαζόμενο, και ιδίως την υποχρέωση καταβολής των εισφορών που προβλέπονται από την εν λόγω νομοθεσία , σαν να είχε την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων του στο αρμόδιο κράτος μέλος.
2. Ο εργοδότης που δεν έχει τόπο δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα, αφενός, και ο μισθωτός εργαζόμενος, αφετέρου, μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο τελευταίος θα εκπληρώνει, για λογαριασμό του εργοδότη, τις υποχρεώσεις του εργοδότη όσον αφορά την πληρωμή των εισφορών , χωρίς να θίγονται οι υφιστάμενες υποχρεώσεις του εργοδότη . Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιήσει αυτή τη συμφωνία στον αρμόδιο φορέα αυτού του κράτους μέλους.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΡΟΧΩΝ
Κεφάλαιο Ι
Παροχές ασθένειας, παροχές μητρότητας και ισοδύναμες παροχές πατρότητας
Άρθρο 22
Γενικές διατάξεις εφαρμογής
1. Οι αρμόδιες αρχές ή φορείς μεριμνούν ώστε να διατίθεται στους ασφαλισμένους οποιαδήποτε αναγκαία πληροφορία για τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών σε είδος, εάν οι παροχές αυτές λαμβάνονται στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος του αρμόδιου φορέα. ▐
2. Τα άρθρα 25 και 26 δεν θίγουν την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων κράτους μέλους που επιτρέπουν ευνοϊκότερη χρηματοοικονομική κάλυψη, απ' αυτήν που προκύπτει από τον βασικό κανονισμό ║, των δαπανών που συνδέονται με τις παροχές σε είδος στις καταστάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1.
3. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή οι αρμόδιες αρχές τους, μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους άλλες διαδικασίες και ρυθμίσεις για την εφαρμογή των άρθρων 25, 26 και 27. Ωστόσο, οι συμφωνίες που συνάπτονται για το σκοπό αυτό δεν πρέπει να έχουν δυσμενείς συνέπειες στους όρους και στα ποσά χρηματοοικονομικής κάλυψης των παροχών σε είδος των σχετικών προσώπων, όπως θα προέκυπταν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Αυτές οι συμφωνίες γνωστοποιούνται στη διοικητική επιτροπή.
4. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 5, στοιχείο α), του βασικού κανονισμού, ένα κράτος μέλος δύναται να αναλάβει το κόστος των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 22 του βασικού κανονισμού μόνον εάν ο ασφαλισμένος έχει υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους ή, μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 30 του βασικού κανονισμού, λαμβάνει σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους.
Άρθρο 23
Εφαρμοστέο σύστημα σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων του ενός συστημάτων στο κράτος μέλος κατοικίας ή διαμονής
Αν η νομοθεσία του τόπου κατοικίας ή διαμονής περιλαμβάνει περισσότερα από ένα συστήματα ασφάλισης ασθένειας, μητρότητας ή πατρότητας, οι εφαρμοστέες διατάξεις δυνάμει του άρθρου 17, του άρθρου 19 παράγραφος 1 και των άρθρων 20, 22, 24, 26 και 27 του βασικού κανονισμού ║ είναι οι διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει το γενικό σύστημα των μισθωτών εργαζομένων.
Άρθρο 24
Κατοικία σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού ║, ο ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του υποχρεούνται να εγγραφούν στα μητρώα του φορέα του τόπου κατοικίας τους, διαβιβάζοντας ένα έγγραφο που να πιστοποιεί το δικαίωμά τους να λαμβάνουν παροχές σε είδος εις βάρος του αρμόδιου κράτους μέλους.
Αυτό το έγγραφο συντάσσεται από τον αρμόδιο φορέα, ο οποίος λαμβάνει υπόψη, αν συντρέχει περίπτωση, τις πληροφορίες που παρέχει ο εργοδότης. Αν ο ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του δεν διαβιβάσουν το προαναφερόμενο έγγραφο, ο φορέας του τόπου κατοικίας απευθύνεται στον αρμόδιο φορέα για να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες.
2. Το έγγραφο που εμφαίνεται στην παράγραφο 1 παραμένει έγκυρο έως ότου ο αρμόδιος φορέας ενημερώσει το φορέα του τόπου κατοικίας σχετικά με την ακύρωσή του.
Ο φορέας του τόπου κατοικίας ενημερώνει τον αρμόδιο φορέα για κάθε εγγραφή στην οποία προέβη σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 και για κάθε ακύρωση της εγγραφής αυτής .
3. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 22, 24, 25 και 26 του βασικού κανονισμού ║.
Άρθρο 25
Διαμονή σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, ο ασφαλισμένος προσκομίζει έγγραφο που εκδίδει ο αρμόδιος φορέας , το οποίο πιστοποιεί τα δικαιώματά του για παροχές σε είδος από παρόχους υγειονομικής περίθαλψης στο κράτος μέλος διαμονής. Εάν ο ασφαλισμένος δεν έχει το εν λόγω έγγραφο, ο φορέας του τόπου διαμονής, κατ' αίτηση ή και αυτοδικαίως εάν απαιτείται, απευθύνεται στον αρμόδιο φορέα για να λάβει το απαιτούμενο έγγραφο .
▐
2. Το έγγραφο πιστοποιεί ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται παροχές σε είδος σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 19 του βασικού κανονισμού υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που εφαρμόζονται στους ασφαλισμένους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους διαμονής .
▐
3. Οι παροχές σε είδος που αναφέρονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού συνίστανται στις παροχές σε είδος που χορηγούνται στο κράτος μέλος διαμονής, σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου, και καθίστανται αναγκαίες για ιατρικούς λόγους ώστε να μην υποχρεωθεί ο ασφαλισμένος να επιστρέψει στο αρμόδιο κράτος μέλος , πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης διαμονής του, για να του παρασχεθεί εκεί η απαιτούμενη περίθαλψη.
▐
4. Αν ο ασφαλισμένος έχει αναλάβει όντως ο ίδιος το σύνολο ή μέρος του κόστους των παροχών σε είδος που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού και εφόσον η νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα του τόπου διαμονής προβλέπει τη δυνατότητα απόδοσης του εν λόγω κόστους , μπορεί να υποβάλει την αίτηση απόδοσης του σχετικού κόστους στο φορέα του τόπου διαμονής. Στην περίπτωση αυτή, ο συγκεκριμένος φορέας του αποδίδει απευθείας το ποσό που αντιστοιχεί στο κόστος των εν λόγω παροχών εντός των ορίων και υπό τους όρους των κλιμάκων απόδοσης που προβλέπονται από τη νομοθεσία του.
5. Αν η απόδοση αυτού του κόστους δεν ζητήθηκε απευθείας από το φορέα του τόπου διαμονής, το κόστος στο οποίο υποβλήθηκε ο ενδιαφερόμενος του αποδίδεται από τον αρμόδιο φορέα βάσει των κλιμάκων απόδοσης που παρέχει ο φορέας του τόπου διαμονής ή τα ποσά που θα αποδίδονταν στον φορέα του τόπου διαμονής εάν είχε εφαρμοστεί το άρθρο 61 του κανονισμού εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση .
Ο φορέας του τόπου διαμονής υποχρεούται να παράσχει στον αρμόδιο φορέα, εφόσον τα ζητήσει, τα απαραίτητα στοιχεία για τις κλίμακες αυτές ή για τα ποσά αυτά . ▐
6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, ο αρμόδιος φορέας μπορεί να προβεί στην απόδοση του κόστους στο οποίο υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος εντός των ορίων και υπό τους όρους των κλιμάκων απόδοσης της νομοθεσίας του , εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμφωνήσει για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.
7. Η απόδοση προς τον ασφαλισμένο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το πραγματικό κόστος στο οποίο έχει υποβληθεί αυτός.
8. Αν πρόκειται για σημαντικά έξοδα, ο αρμόδιος φορέας μπορεί να καταβάλει στον ασφαλισμένο κατάλληλη προκαταβολή, μόλις αυτός υποβάλει στο φορέα αίτηση απόδοσης εξόδων.
9. Οι παράγραφοι 1 έως 8 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου.
Άρθρο 26
Προγραμματισμένη περίθαλψη
1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού , ο ασφαλισμένος υποβάλλει έγγραφο που εξέδωσε ο αρμόδιος φορέας προς το φορέα του τόπου διαμονής. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, αρμόδιος φορέας θεωρείται ο φορέας που φέρει το κόστος της προγραμματισμένης περίθαλψης· στις περιπτώσεις που εμφαίνονται στο άρθρο 20, παράγραφος 4, και άρθρο 27, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, όπου οι παροχές σε είδος οι οποίες χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας επιστρέφονται βάσει καθορισμένων ποσών, αρμόδιος φορέας θεωρείται ο φορέας του τόπου κατοικίας .
2. Εάν ο ασφαλισμένος δεν κατοικεί στο αρμόδιο κράτος μέλος, ζητεί την έγκριση από το φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος τη διαβιβάζει αμελλητί στον αρμόδιο φορέα. ▐
Στην περίπτωση αυτή, ο φορέας του τόπου κατοικίας πιστοποιεί με δήλωσή του κατά πόσον πληρούνται στο κράτος μέλος κατοικίας οι προϋποθέσεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.
Ο αρμόδιος φορέας μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τη ζητούμενη έγκριση μόνο εάν, σύμφωνα με την εκτίμηση του φορέα του τόπου κατοικίας, οι όροι του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν πληρούνται στο κράτος μέλος κατοικίας του ασφαλισμένου ή εάν η ίδια περίθαλψη μπορεί να παρασχεθεί στο ίδιο το αρμόδιο κράτος μέλος, εντός προθεσμίας αποδεκτής από ιατρική άποψη, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας κατάστασης της υγείας του ενδιαφερομένου και της πιθανής εξέλιξης της ασθένειάς του.
Ο αρμόδιος φορέας ενημερώνει το φορέα του κράτους μέλους κατοικίας για την απόφασή του.
Αν δεν ληφθεί απάντηση μέσα σε δεκαπέντε ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αποστολής, θεωρείται ότι η έγκριση έχει χορηγηθεί από τον αρμόδιο φορέα.
▐
3. Σε περίπτωση που ασφαλισμένο πρόσωπο το οποίο δεν διαμένει στο αρμόδιο κράτος μέλος χρειάζεται περίθαλψη επείγοντος και ζωτικού χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί η έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, η έγκριση χορηγείται από το φορέα του τόπου κατοικίας για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα, ο οποίος ενημερώνεται αμέσως από το φορέα του κράτους του τόπου κατοικίας
Ο αρμόδιος φορέας υποχρεούται να δεχτεί τις διαπιστώσεις και τις θεραπευτικές επιλογές στις οποίες προβαίνουν γιατροί εγκεκριμένοι από το φορέα του τόπου κατοικίας που χορηγεί την έγκριση όσον αφορά την ανάγκη παροχής περίθαλψης επείγοντος και ζωτικού χαρακτήρα.
4. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορήγησης της έγκρισης ο αρμόδιος φορέας διατηρεί ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να ζητήσει να εξετασθεί ο ασφαλισμένος από γιατρό της επιλογής του στο κράτος μέλος διαμονής ή κατοικίας.
5. Ο φορέας του τόπου διαμονής, με την επιφύλαξη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με την έγκριση, ενημερώνει τον αρμόδιο φορέα κατά πόσον είναι σκόπιμο από ιατρική άποψη να ολοκληρωθεί η περίθαλψη που καλύπτεται από την υπάρχουσα έγκριση .
6. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, το άρθρο 25, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζεται κατ' αναλογία.
7. Εάν ο ασφαλισμένος κατέβαλε ο ίδιος το κόστος ή μέρος τους κόστους εγκεκριμένης θεραπευτικής αγωγής και το ποσό το οποίο ο αρμόδιος φορέας είναι υποχρεωμένος να αποδώσει στο φορέα του τόπου διαμονής ή στον ασφαλισμένο σύμφωνα με την παράγραφο 4α (πραγματικό κόστος) είναι χαμηλότερο από το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει για την ίδια θεραπευτική αγωγή στο αρμόδιο κράτος μέλος (εικονικό κόστος), ο αρμόδιος φορέας του αποδίδει, κατ' αίτησή του, το κόστος της θεραπευτικής αγωγής μέχρι του ύψους της διαφοράς κατά την οποία το εικονικό κόστος υπερβαίνει το πραγματικό κόστος. Το αποδιδόμενο ποσό δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει το ύψος των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε πραγματικά ο ασφαλισμένος, μπορεί δε να λάβει υπόψη του το ποσόν το οποίο ο ασφαλισμένος θα κατέβαλε εάν η θεραπεία είχε παρασχεθεί στο αρμόδιο κράτος μέλος .
8. Το κόστος ταξιδιού και διαμονής που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θεραπεία του ασφαλισμένου και, εάν χρειάζεται, για ένα ακόμη πρόσωπο που πρέπει να τον συνοδεύσει, καλύπτεται από αυτόν τον φορέα όταν χορηγείται έγκριση στην περίπτωση θεραπείας σε άλλο κράτος μέλος. Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος τυχαίνει να είναι πρόσωπο με αναπηρία, το ταξίδι και η παραμονή ενός συνοδού κρίνονται αναγκαία.
9. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 8 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου.
Άρθρο 27
Παροχές σε χρήμα σχετικές με ανικανότητα προς εργασία σε περίπτωση διαμονής ή κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Εάν η νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους απαιτεί να προσκομίσει ο ασφαλισμένος πιστοποιητικό για να λάβει παροχές σε χρήμα σχετικές με ανικανότητα προς εργασία βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο ασφαλισμένος ζητεί από τον ιατρό του κράτους μέλους κατοικίας ║ ο οποίος διαπίστωσε την κατάσταση της υγείας του ▐ να βεβαιώσει την ανικανότητά του προς εργασία και την πιθανή της διάρκεια .
2. Ο ασφαλισμένος αποστέλλει το πιστοποιητικό στον αρμόδιο φορέα εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους .
3. Όταν οι θεράποντες ιατροί στο κράτος μέλος κατοικίας δεν εκδίδουν πιστοποιητικά ανικανότητας προς εργασία, και όταν τα πιστοποιητικά αυτά απαιτούνται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση απευθείας στο φορέα του τόπου κατοικίας. Ο εν λόγω φορέας φροντίζει για τον άμεσο ιατρικό έλεγχο της ανικανότητας προς εργασία και για την κατάρτιση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το πιστοποιητικό αυτό διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο φορέα.
4. Η διαβίβαση του εγγράφου που προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 δεν απαλλάσσει τον ασφαλισμένο από την υποχρέωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την εφαρμοστέα νομοθεσία, ιδίως έναντι του εργοδότη του. Κατά περίπτωση ο εργοδότης ή/και ο αρμόδιος φορέας δύνανται να καλέσουν τον εργαζόμενο για δραστηριότητες προοριζόμενες να ευνοήσουν και να επικουρήσουν την επιστροφή του ασφαλισμένου στην εργασία.
▐
5. Κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου φορέα ή στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3, ο φορέας του τόπου της κατοικίας προβαίνει, αν τούτο είναι αναγκαίο, σε ιατρικό έλεγχο του ασφαλισμένου σαν να πρόκειται για δικό του ασφαλισμένο. Το περιεχόμενο της έκθεσης του ιατρού που διενήργησε τον έλεγχο, όπου αναφέρεται ειδικότερα η πιθανή διάρκεια της ανικανότητας προς εργασία, διαβιβάζεται από το φορέα του τόπου κατοικίας στον αρμόδιο φορέα εντός προθεσμίας τριών εργάσιμων ημερών από τον έλεγχο.
▐
6. Ο αρμόδιος φορέας διατηρεί επίσης το δικαίωμα να προβεί σε εξέταση του ασφαλισμένου από ιατρό της επιλογής του.
7. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ο αρμόδιος φορέας καταβάλλει τις παροχές σε χρήμα απευθείας στον ασφαλισμένο και , εάν τούτο είναι αναγκαίο, ενημερώνει σχετικά το φορέα του τόπου κατοικίας.
8. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ║, τα στοιχεία που αναφέρονται στο πιστοποιητικό ανικανότητας προς εργασία ενός ασφαλισμένου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος βάσει των ιατρικών διαπιστώσεων του θεράποντος ιατρού ισχύουν υποχρεωτικά για τον αρμόδιο φορέα, με την επιφύλαξη της ύπαρξης καταχρηστικής συμπεριφοράς.
9. Αν ο αρμόδιος φορέας αποφασίσει να αρνηθεί τις παροχές σε χρήμα, κοινοποιεί την απόφασή του στον ασφαλισμένο και ενημερώνει συγχρόνως το φορέα του τόπου κατοικίας.
10. Αν ο ασφαλισμένος διαμένει σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 9.
Άρθρο 28
Παροχές σε χρήμα για μακροχρόνια φροντίδα σε περίπτωση διαμονής ή κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Για να λάβει παροχές σε χρήμα σχετικές με μακροχρόνια φροντίδα βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτηση στον αρμόδιο φορέα. Ο αρμόδιος φορέας ενημερώνει σχετικά, κατά περίπτωση, το φορέα του τόπου κατοικίας.
2. Κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου φορέα, ο φορέας του τόπου της κατοικίας εξετάζει την κατάσταση του ασφαλισμένου όσον αφορά την ανάγκη μακροχρόνιας φροντίδας του. Ο αρμόδιος φορέας παρέχει στο φορέα του τόπου κατοικίας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέταση αυτή.
3. Προκειμένου να καθορισθεί ο βαθμός ανάγκης μακροχρόνιας φροντίδας, ο αρμόδιος φορέας έχει το δικαίωμα να εξετάσει τον ασφαλισμένο με ιατρό ή άλλον ειδικό της δικής του επιλογής.
4. Το άρθρο 27, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζεται κατ' αναλογία.
5. Εάν ο ασφαλισμένος διαμένει σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι παράγραφοι 1 έως 4.
6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου.
Άρθρο 29
Εφαρμογή του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού ║
Εάν το κράτος μέλος όπου ο πρώην μεθοριακός εργαζόμενος ασκούσε την τελευταία φορά τη δραστηριότητά του δεν είναι πλέον το αρμόδιο κράτος μέλος και ο πρώην μεθοριακός εργαζόμενος ή μέλος της οικογένειάς του μεταβαίνει εκεί με σκοπό να λάβει παροχές σε είδος δυνάμει του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού, υποβάλλει στο φορέα του τόπου διαμονής έγγραφο που εκδίδει ο αρμόδιος φορέας.
Άρθρο 30
Εισφορές από συνταξιούχους
▐
Εφόσον ένα πρόσωπο λαμβάνει σύνταξη από περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το ποσό των εισφορών που παρακρατούνται από όλες τις καταβαλλόμενες συντάξεις δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το παρακρατούμενο ποσό από πρόσωπο το οποίο λαμβάνει την ίδια σύνταξη από το αρμόδιο κράτος μέλος.
Άρθρο 31
Εφαρμογή του άρθρου 34 του βασικού κανονισμού ║
1. Ο αρμόδιος φορέας ▐ ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για τη διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 34 του βασικού κανονισμού όσον αφορά την πρόληψη της αλληλοεπικάλυψης παροχών . Η εφαρμογή κανόνων αυτού του είδους πρέπει να εξασφαλίζει στο πρόσωπο που δεν κατοικεί στο αρμόδιο κράτος μέλος δικαίωμα σε παροχές με το ίδιο συνολικό ύψος ή αξία που θα μπορούσε να απαιτήσει εάν κατοικούσε σε αυτό το κράτος μέλος.
2. Ο αρμόδιος φορέας ενημερώνει επίσης το φορέα του τόπου κατοικίας ή διαμονής για την καταβολή παροχών μακροχρόνιας φροντίδας σε χρήμα όταν η νομοθεσία που εφαρμόζει ο τελευταίος προβλέπει παροχές μακροχρόνιας φροντίδας σε είδος, οι οποίες αναφέρονται στον κατάλογο του άρθρου 34, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.
3. Ο φορέας του τόπου κατοικίας ή διαμονής, αφού λάβει τις πληροφορίες τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2, ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο φορέα για κάθε παροχή μακροχρόνιας φροντίδας σε είδος για τον ίδιο σκοπό την οποία χορηγεί δυνάμει της νομοθεσίας του στον ενδιαφερόμενο και για το ποσοστό απόδοσης.
4. Η διοικητική επιτροπή λαμβάνει, αν συντρέχει περίπτωση, τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 32
Ειδικά μέτρα εφαρμογής
1. Για τα κράτη μέλη που μνημονεύονται στο Παράρτημα II, οι διατάξεις του Τίτλου ΙΙΙ, Κεφάλαιο Ι του βασικού κανονισμού ▐ που αφορούν παροχές σε είδος εφαρμόζονται στα πρόσωπα που δικαιούνται παροχές σε είδος μόνο βάσει ειδικού συστήματος για τους δημοσίους υπαλλήλους και μόνο στο βαθμό που προσδιορίζεται σε αυτόν. Ο φορέας άλλου κράτους μέλους δεν καθίσταται, αποκλειστικά για τους λόγους αυτούς, υπεύθυνος για το κόστος των παροχών σε είδος ή σε χρήμα που χορηγούνται στα συγκεκριμένα πρόσωπα ή σε μέλος της οικογένειάς τους.
2. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού ║ εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη βάσει συστήματος που εφαρμόζεται στους δημόσιους υπαλλήλους κράτους μέλους και αναφέρεται στο παράρτημα II και σύνταξη βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
3. Τα μέτρα πρακτικής εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 λαμβάνονται από τη διοικητική επιτροπή.
Κεφάλαιο ΙΙ
Παροχές για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες
Άρθρο 33
Δικαίωμα λήψης παροχών σε είδος και σε χρήμα σε περίπτωση κατοικίας ή διαμονής σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 36, παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ║, εφαρμόζονται mutatis mutandis οι διαδικασίες που καθορίζονται στα άρθρα 24 έως 27 του ║ κανονισμού εφαρμογής.
▐
Άρθρο 34
Συνεργασία μεταξύ φορέων σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας που επέρχεται ή εκδηλώνεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Αν το εργατικό ατύχημα επέρχεται ή αν η επαγγελματική ασθένεια διαπιστώνεται ιατρικά για πρώτη φορά στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το αρμόδιο κράτος μέλος, η δήλωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, όλων των εκ του νόμου διατάξεων που ισχύουν στο έδαφος του κράτους μέλους όπου συνέβη το εργατικό ατύχημα ή στο οποίο έλαβε χώρα η πρώτη ιατρική διαπίστωση της επαγγελματικής ασθένειας και οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε μια τέτοια περίπτωση. Η δήλωση αυτή απευθύνεται στον αρμόδιο φορέα και αντίγραφό της αποστέλλεται στο φορέα του τόπου κατοικίας ή διαμονής.
2. Ο φορέας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου συνέβη το εργατικό ατύχημα ή στο οποίο έλαβε χώρα η πρώτη ιατρική διαπίστωση της επαγγελματικής ασθένειας αποστέλλει στον αρμόδιο φορέα τα ιατρικά πιστοποιητικά που εκδόθηκαν στο έδαφός του και, κατόπιν αιτήσεως του εν λόγω φορέα, κάθε κατάλληλη πληροφορία.
3. Αν, σε περίπτωση ατυχήματος διαδρομής που συνέβη στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το αρμόδιο κράτος, είναι σκόπιμη η διενέργεια έρευνας στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, δύναται να ορισθεί προς τούτο ανακριτής από τον αρμόδιο φορέα, ο οποίος ενημερώνει σχετικά τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Οι αρχές αυτές παρέχουν τη συνδρομή τους στον ανακριτή, ορίζοντας κυρίως ένα πρόσωπο επιφορτισμένο να τον βοηθήσει στη μελέτη των εκθέσεων και όλων των λοιπών εγγράφων των σχετικών με το ατύχημα.
4. Μετά το πέρας της θεραπείας διαβιβάζεται στον αρμόδιο φορέα λεπτομερής έκθεση συνοδευόμενη από ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία αφορούν τις μόνιμες συνέπειες του ατυχήματος ή της ασθένειας, και ιδίως την παρούσα κατάσταση του θύματος καθώς και την αποθεραπεία ή την παγίωση των βλαβών. Οι σχετικές ιατρικές αμοιβές καταβάλλονται από το φορέα του τόπου κατοικίας ή από το φορέα του τόπου διαμονής, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει του τιμολογίου που εφαρμόζεται από το φορέα αυτόν εις βάρος του αρμόδιου φορέα.
5. Ο αρμόδιος φορέας κοινοποιεί, κατόπιν αιτήσεως, στο φορέα του τόπου κατοικίας ή στο φορέα του τόπου διαμονής, ανάλογα με την περίπτωση, την απόφαση που ορίζει την ημερομηνία της αποθεραπείας ή της παγίωσης των βλαβών, καθώς επίσης, ενδεχομένως, την απόφαση για χορήγηση σύνταξης.
Άρθρο 35
Αμφισβήτηση του επαγγελματικού χαρακτήρα του ατυχήματος ή της ασθένειας
1. Όταν ο αρμόδιος φορέας αμφισβητεί ότι στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36, παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού ║ πρέπει να εφαρμοστεί η νομοθεσία περί εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικών ασθενειών, ειδοποιεί περί αυτού αμέσως το φορέα του τόπου κατοικίας ή διαμονής που έχει καταβάλει παροχές σε είδος, οι οποίες θεωρούνται τότε ότι προέρχονται από την ασφάλιση ασθένειας.
2. Εφόσον ληφθεί οριστική απόφαση επί του θέματος αυτού, ο αρμόδιος φορέας ειδοποιεί αμέσως το φορέα του τόπου κατοικίας ή το φορέα του τόπου διαμονής που έχει χορηγήσει τις παροχές σε είδος. Ο φορέας αυτός συνεχίζει να χορηγεί αυτές τις παροχές σε είδος, στο πλαίσιο της ασφάλισης ασθένειας, εφόσον ο μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος τις δικαιούται, στην περίπτωση που δεν πρόκειται για εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. Σε αντίθετη περίπτωση, οι παροχές σε είδος τις οποίες έχει λάβει ο εργαζόμενος δυνάμει της ασφάλισης ασθένειας θεωρούνται από τη στιγμή της πρώτης ιατρικής διαπίστωσης του ατυχήματος ή της ασθένειας ως παροχές εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας.
Άρθρο 36
Διαδικασία σε περίπτωση έκθεσης σε κίνδυνο επαγγελματικής ασθένειας σε περισσότερα κράτη μέλη
1. Στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 38 του βασικού κανονισμού ║, η δήλωση της επαγγελματικής ασθένειας διαβιβάζεται είτε στον αρμόδιο για τις επαγγελματικές ασθένειες φορέα του τελευταίου κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου το θύμα άσκησε δραστηριότητα ικανή να προκαλέσει τη συγκεκριμένη ασθένεια, είτε στο φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος διαβιβάζει τη δήλωση στον προαναφερθέντα αρμόδιο φορέα.
Εάν ο φορέας αυτός διαπιστώσει ότι μια δραστηριότητα δυνάμενη να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια έχει ασκηθεί την τελευταία φορά υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, διαβιβάζει τη δήλωση και τα σχετικά δικαιολογητικά στον αντίστοιχο φορέα του κράτους μέλους αυτού.
2. Όταν ο φορέας του κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου το θύμα άσκησε την τελευταία του δραστηριότητα που είναι ικανή να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια διαπιστώνει ότι ο πάσχων ή οι επιζώντες του δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας αυτής, ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει αμέσως στο φορέα του κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου το θύμα άσκησε την τελευταία του δραστηριότητα που είναι ικανή να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια τη δήλωση και τα σχετικά δικαιολογητικά, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών διαπιστώσεων και των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων που πραγματοποίησε ο πρώτος φορέας, καθώς και ένα αντίγραφο της απόφασης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.
Ο εν λόγω φορέας κοινοποιεί ταυτόχρονα την απόφασή του στον ασφαλισμένο, επισημαίνοντας κυρίως τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απόρριψη της χορήγησης των παροχών, τα ένδικα βοηθήματα και τις προθεσμίες προσφυγής, όπως και την ημερομηνία διαβίβασης του φακέλου στο φορέα του κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου ο ασφαλισμένος άσκησε προηγούμενη δραστηριότητά του ικανή να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια.
3. Είναι αναγκαία, κατά περίπτωση, η αναδρομή, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία, έως τον αντίστοιχο φορέα του κράτους μέλους υπό τη νομοθεσία του οποίου το θύμα άσκησε την αρχική του δραστηριότητα που ήταν δυνατόν να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια.
Άρθρο 37
Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ φορέων και πληρωμή προκαταβολών σε περίπτωση προσφυγής κατά απορριπτικής απόφασης
1. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά απορριπτικής απόφασης που ελήφθη από το φορέα ενός από τα κράτη μέλη υπό τη νομοθεσία των οποίων το θύμα άσκησε δραστηριότητα ικανή να προκαλέσει τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια, ο φορέας αυτός υποχρεούται να πληροφορήσει σχετικά το φορέα στον οποίο έχει διαβιβαστεί η δήλωση, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, και να του γνωστοποιήσει μετέπειτα την οριστική απόφαση που εκδόθηκε.
2. Εάν το δικαίωμα παροχών αποκτήθηκε δυνάμει της νομοθεσίας που εφαρμόζει ο φορέας στον οποίο διαβιβάστηκε η δήλωση, ο φορέας αυτός πληρώνει προκαταβολές των οποίων το ύψος καθορίζεται, κατά περίπτωση, ύστερα από διαβούλευση με τον φορέα κατά της απόφασης του οποίου ασκήθηκε η προσφυγή. Ο τελευταίος αυτός φορέας αποδίδει το ποσό των προκαταβολών που έχουν καταβληθεί εάν, κατόπιν της προσφυγής, υποχεωθεί να χορηγήσει τις παροχές. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό αυτό παρακρατείται από το ποσό των οφειλόμενων στον ενδιαφερόμενο παροχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 71 του κανονισμού εφαρμογής.
Άρθρο 38
Επιδείνωση επαγγελματικής ασθένειας
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39 του βασικού κανονισμού ║, ο αιτών υποχρεούται να παρέχει στο φορέα του κράτους μέλους από τον οποίο διεκδικεί δικαιώματα παροχών όλες τις πληροφορίες που αφορούν τις παροχές που του έχουν χορηγηθεί προηγουμένως για τη συγκεκριμένη επαγγελματική ασθένεια. Ο φορέας αυτός δύναται να απευθυνθεί σε κάθε άλλο προηγούμενο αρμόδιο φορέα για να λάβει τις πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες.
Άρθρο 39
Εκτίμηση του βαθμού ανικανότητας στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας που συνέβη σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο στάδιο
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 40, παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού ║, όταν η ανικανότητα προς εργασία που επήλθε σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο στάδιο προκλήθηκε από ατύχημα που συνέβη ενώ ο ενδιαφερόμενος υπαγόταν στη νομοθεσία κράτους μέλους που δεν κάνει διάκριση ανάλογα με την προέλευση της ανικανότητας προς εργασία, ο αρμόδιος φορέας για την προγενέστερη ή μεταγενέστερη ανικανότητα προς εργασία ή ο οργανισμός που ορίζεται από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους υποχρεούται να παρέχει, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου φορέα άλλου κράτους μέλους, στοιχεία για το βαθμό της προγενέστερης ή μεταγενέστερης ανικανότητας προς εργασία και, κατά το δυνατόν, πληροφορίες που επιτρέπουν να διαπιστωθεί εάν η ανικανότητα ήταν αποτέλεσμα εργατικού ατυχήματος κατά την έννοια της νομοθεσίας που εφαρμόζει ο φορέας του δεύτερου κράτους μέλους.
Στην περίπτωση αυτή, για τη θεμελίωση του δικαιώματος παροχών και τον καθορισμό του ποσού των παροχών, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, το βαθμό ανικανότητας που έχει προκληθεί από αυτές τις προγενέστερες ή μεταγενέστερες περιπτώσεις.
Άρθρο 40
Υποβολή και εξέταση των αιτήσεων συντάξεων ή συμπληρωματικών επιδομάτων
1. Για να λάβουν σύνταξη ή συμπληρωματικό επίδομα σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, ο μισθωτός, ο αυτοαπασχολούμενος ή οι επιζώντες του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση στον αρμόδιο φορέα ή στο φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος τη διαβιβάζει στον αρμόδιο φορέα. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα και να συντάσσεται σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον αρμόδιο φορέα.
2. Ο αρμόδιος φορέας κοινοποιεί την απόφασή του στον αιτούντα απευθείας ή μέσω του οργανισμού σύνδεσης του αρμόδιου κράτους· διαβιβάζει αντίγραφο της απόφασης αυτής στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών.
Άρθρο 41
Ειδικές διατάξεις εφαρμογής
Οι διατάξεις του Τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 2, του βασικού κανονισμού ║ που αφορούν τις παροχές σε είδος δεν εφαρμόζονται στα άτομα που δικαιούνται παροχές σε είδος αποκλειστικά δυνάμει ειδικού συστήματος που εφαρμόζεται στους δημοσίους υπαλλήλους ενός κράτους μέλους αναφερόμενου στο Παράρτημα II του κανονισμού εφαρμογής.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Επίδομα θανάτου
Άρθρο 42
Αίτηση επιδόματος θανάτου
Για την εφαρμογή των άρθρων 42 και 43 του βασικού κανονισμού ║, η αίτηση επιδόματος θανάτου πρέπει να υποβληθεί στο φορέα του τόπου κατοικίας του αιτούντος.
Κεφάλαιο IV
Παροχές αναπηρίας και συντάξεις γήρατος και επιζώντος
Άρθρο 43
Υπολογισμός της παροχής
1. Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού και του πραγματικού ποσού της παροχής σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο β), του βασικού κανονισμού ▐, εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 12 παράγραφοι 3, 4, 5 και 6 του κανονισμού εφαρμογής .
2. Στην περίπτωση που οι περίοδοι προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης δεν συνυπολογίστηκαν δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3 του ║ κανονισμού εφαρμογής, ο φορέας του κράτους μέλους υπό τη νομοθεσία του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι περίοδοι αυτές υπολογίζει το ποσό που αντιστοιχεί στις περιόδους αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει. Το πραγματικό ποσό της παροχής, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║, προσαυξάνεται κατά το ποσό που αντιστοιχεί στις περιόδους προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης.
3. Ο φορέας κάθε κράτους μέλους υπολογίζει, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει, το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στις περιόδους προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 3, στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού ║, δεν υπόκειται στις ρήτρες άλλου κράτους μέλους για κατάργηση, μείωση ή αναστολή.
Εφόσον η νομοθεσία που εφαρμόζει ο αρμόδιος φορέας δεν του επιτρέπει να καθορίσει απευθείας το ποσό αυτό για το λόγο ότι η εν λόγω νομοθεσία αναγνωρίζει διαφορετικές αξίες στις περιόδους ασφάλισης, μπορεί να ορισθεί πλασματικό ποσό. Η διοικητική επιτροπή ορίζει τη διαδικασία ορισμού αυτού του πλασματικού ποσού.
▐
Άρθρο 44
Συνυπολογισμός των περιόδων επιμέλειας τέκνου
1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η «περίοδος επιμέλειας τέκνου» αναφέρεται σε οιαδήποτε περίοδο πιστώνεται σύμφωνα με την περί συντάξεων νομοθεσία κράτους μέλους ή η οποία παρέχει δικαίωμα σε συμπλήρωμα της σύνταξης για το ρητό λόγο ότι ο δικαιούχος ανέθρεψε τέκνο, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των περιόδων αυτών και το εάν συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της ανατροφής του τέκνου ή αναγνωρίζονται αναδρομικά.
2. Εφόσον, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο δυνάμει του Τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, δεν συνυπολογίζεται περίοδος επιμέλειας τέκνου, ο φορέας του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου ήταν εφαρμοστέα δυνάμει του Τίτλου ΙΙ στον ενδιαφερόμενο λόγω άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας την ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, έπρεπε να αρχίσει να συνυπολογίζεται η περίοδος επιμέλειας τέκνου για το τέκνο αυτό, συνεχίζει να είναι αρμόδιος για το συνυπολογισμό της εν λόγω περιόδου επιμέλειας τέκνου ως περιόδων επιμέλειας τέκνου σύμφωνα με τη νομοθεσία του, σαν να είχε πραγματοποιηθεί η επιμέλεια τέκνου στο έδαφός του.
3. Η παράγραφος 2 δεν ισχύει στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπαγόταν ήδη ή υπάγεται πλέον στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους λόγω της άσκησης εκεί μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας.
Άρθρο 45
Αίτηση παροχών
1. Για να λάβει παροχές σύμφωνα με νομοθεσία του τύπου Α δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο αιτών υποβάλλει αίτηση στο φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπαγόταν κατά τη στιγμή της επέλευσης της ανικανότητας προς εργασία, με επακόλουθο την αναπηρία ή την επιδείνωση της αναπηρίας αυτής , ή στο φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος διαβιβάζει την αίτηση στον πρώτο φορέα .
2. Εάν χορηγήθηκαν παροχές ασθένειας σε χρήμα, η ημερομηνία λήξης της περιόδου χορήγησης των παροχών αυτών πρέπει, ενδεχομένως, να θεωρείται ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
3. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος την τελευταία φορά γνωστοποιεί στο προηγούμενο φορέα οφειλέτη των παροχών το ποσό και την ημερομηνία από την οποία οφείλονται οι παροχές αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει. Από την ημερομηνία αυτή, οι παροχές που οφείλονται πριν από την επιδείνωση της αναπηρίας καταργούνται ή μειώνονται έως το ύψος του ποσού του συμπληρώματος που προβλέπεται στο άρθρο 47, παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού ║.
4. Σε περιπτώσεις εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ο αιτών υποβάλλει αίτηση στο φορέα του τόπου κατοικίας του ή στο φορέα του τελευταίου κράτους μέλους του οποίου ήταν εφαρμοστέα η νομοθεσία. Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υπαχθεί ποτέ στη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας του τόπου κατοικίας, ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει την αίτηση στο φορέα του τελευταίου κράτους μέλους του οποίου ήταν εφαρμοστέα η νομοθεσία .
5. Η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ισχύει έναντι όλων των ενδιαφερόμενων φορέων.
6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, εάν ο αιτών δεν ανέφερε στην αίτηση όλες τις περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας που πραγματοποίησε υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, παρ' όλο που του ζητήθηκε ρητά, η ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών συμπληρώνει την αρχική του αίτηση ή υποβάλλει νέα αίτηση σχετικά με τις ελλείπουσες περιόδους θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής της αίτησης για το φορέα ο οποίος εφαρμόζει την εν λόγω νομοθεσία, με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων της νομοθεσίας αυτής.
▐
Άρθρο 46
Έγγραφα και στοιχεία που πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση από τον αιτούντα
1. Η αίτηση υποβάλλεται από τον αιτούντα σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει ο φορέας που αναφέρεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1 ή 4, και συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που απαιτεί η νομοθεσία αυτή. Ειδικότερα, ο αιτών παρέχει όλα τα διαθέσιμα σχετικά στοιχεία και δικαιολογητικά όσον αφορά τις περιόδους ασφάλισης (φορείς, αριθμούς ταυτοποίησης), μισθωτής δραστηριότητας (εργοδότες) ή μη μισθωτής δραστηριότητας (φύση και τόπο άσκησης της δραστηριότητας) και κατοικίας (διευθύνσεις) που ενδέχεται να συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία, γνωστοποιεί δε και τη διάρκεια των περιόδων αυτών .
2. Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο αιτών ζητεί την αναστολή της εκκαθάρισης των παροχών γήρατος που θα λάμβανε κατά τη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών, οφείλει να το αναφέρει στην αίτησή του και να προσδιορίσει ▐ βάσει ποιας νομοθεσίας ζητεί την αναστολή της εκκαθάρισης των παροχών. Προκειμένου να είναι σε θέση ο αιτών να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, οι σχετικοί φορείς του κοινοποιούν κατ' αίτησή του όλα τα στοιχεία που διαθέτουν ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες της ταυτόχρονης ή διαδοχικής εκκαθάρισης παροχών την οποία ενδέχεται να ζητήσει.
3. Εάν ο αιτών αποσύρει αίτηση παροχών, που προβλέπονται δυνάμει της νομοθεσίας συγκεκριμένου κράτους μέλους, δεν θεωρείται ότι αποσύρει ταυτοχρόνως τις αιτήσεις παροχών δυνάμει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών.
Άρθρο 47
Εξέταση των αιτήσεων από τους φορείς
1. Ο φορέας προς τον οποίον υποβάλλεται ή διαβιβάζεται η αίτηση παροχών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45, παράγραφος 1 ή 4 του κανονισμού εφαρμογής, αναφέρεται εφεξής ως «φορέας επαφής ». Ο φορέας του τόπου κατοικίας δεν θεωρείται φορέας επαφής εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υπαχθεί ποτέ στη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο εν λόγω φορέας.
Ο φορέας επαφής, πέρα από την εξέταση της αίτησης παροχών σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, προωθεί την ανταλλαγή δεδομένων, την κοινοποίηση αποφάσεων και τις πράξεις που απαιτούνται για την εξέταση της αίτησης από τους σχετικούς φορείς, παρέχει στον αιτούντα, κατ' αίτησή του, οιαδήποτε στοιχεία αφορούν τις κοινοτικές πτυχές της εξέτασης και τον τηρεί ενήμερο όσον αφορά την πρόοδό της.
2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας εξέτασης διαβιβάζει το σύνολο των δεδομένων του ενδιαφερομένου στο φορέα στον οποίο ήταν αυτός ασφαλισμένος προηγουμένως και ο οποίος εξετάζει με τη σειρά του το φάκελο.
3. Τα άρθρα 48 έως 52 δεν εφαρμόζονται στην εξέταση των αιτήσεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 44 του βασικού κανονισμού ║.
4. Σε άλλες περιπτώσεις εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ο φορέας επαφής αποστέλλει αμελλητί τις αιτήσεις παροχών και όλα τα έγγραφα που διαθέτει και, ανάλογα με την περίπτωση, τα σχετικά έγγραφα που έχει παράσχει ο αιτών σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν ταυτοχρόνως την εξέταση της αίτησης . Ο φορέας επαφής κοινοποιεί στους άλλους φορείς τις περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας που υπάγονται στη νομοθεσία του. Αναφέρει επίσης τα έγγραφα που θα πρέπει να υποβληθούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ώστε να συμπληρωθεί το συντομότερο δυνατόν η αίτηση.
5. Κάθε σχετικός φορέας κοινοποιεί στο φορέα επαφής και τους άλλους σχετικούς φορείς, το συντομότερο δυνατόν, τις περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας που υπάγονται στη νομοθεσία που εφαρμόζει. ▐
6. Κάθε σχετικός φορέας υπολογίζει το ύψος των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 52 του βασικού κανονισμού ▐ και κοινοποιεί στο φορέα επαφής και στους άλλους σχετικούς φορείς την απόφασή του, το ύψος των παροχών και οποιοδήποτε στοιχείο απαιτούμενο για τους σκοπούς των άρθρων 53 έως 55 του βασικού κανονισμού .
7. Εάν ένας φορέας κρίνει , με βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 46, παράγραφος 2, ή το άρθρο 57, παράγραφος 2 ή 3, του βασικού κανονισμού, ενημερώνει σχετικά το φορέα επαφής και τους άλλους σχετικούς φορείς.
▐
Άρθρο 48
Κοινοποίηση των αποφάσεων στον αιτούντα
1. Κάθε φορέας κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφαση που έχει λάβει σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Κάθε απόφαση προσδιορίζει τα ένδικα βοηθήματα και τις προθεσμίες προσφυγής που ισχύουν για αυτήν. Όταν έχουν κοινοποιηθεί στο φορέα επαφής όλες οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί από κάθε φορέα, αυτός αποστέλλει στον αιτούντα και στους άλλους σχετικούς φορείς σύνοψη των σχετικών αποφάσεων. Η διοικητική επιτροπή καταρτίζει πρότυπο της σύνοψης. Η σύνοψη αποστέλλεται στον αιτούντα στη γλώσσα του φορέα ή, κατ' αίτηση του αιτούντος, σε γλώσσα της επιλογής του, η οποία αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα των κοινοτικών οργάνων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης .
2. Εάν ο αιτών κρίνει μετά την παραλαβή της σύνοψης ότι τα δικαιώματά του θίγονται ενδεχομένως από την αλληλεπίδραση αποφάσεων που έχουν λάβει δύο ή περισσότεροι φορείς, δικαιούται να ζητήσει την επανεξέταση των αποφάσεων από τους σχετικούς φορείς εντός των προθεσμιών τις οποίες προβλέπουν οι αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες. Ο αιτών ενημερώνεται εγγράφως για το αποτέλεσμα της επανεξέτασης .
Άρθρο 49
Καθορισμός του βαθμού αναπηρίας
1. Στην περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας εξέτασης είναι ο μόνος αρμόδιος για τη λήψη της απόφασης σχετικά με βαθμό αναπηρίας του αιτούντος. Λαμβάνει την απόφαση αυτή μόλις είναι σε θέση να καθορίσει αν πληρούνται οι όροι για την απόκτηση του δικαιώματος, οι οποίοι ορίζονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, λαμβανομένων υπόψη, ενδεχομένως, των διατάξεων των άρθρων 6 και 51 του βασικού κανονισμού ║. Κοινοποιεί αμέσως την απόφαση αυτή στους υπόλοιπους σχετικούς φορείς.
Εάν δεν πληρούνται οι όροι για την απόκτηση του δικαιώματος, εκτός εκείνων που αφορούν το βαθμό αναπηρίας, που καθορίζονται από την νομοθεσία που εφαρμόζει, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 6 και 51 του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας εξέτασης ενημερώνει αμέσως τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία στην οποία υπαγόταν την τελευταία φορά ο αιτών. Ο φορέας αυτός είναι αρμόδιος να λάβει την απόφαση για το βαθμό αναπηρίας του αιτούντος εφόσον πληρούνται οι όροι απόκτησης του δικαιώματος που ορίζει η νομοθεσία την οποία εφαρμόζει· κοινοποιεί αμέσως την απόφαση αυτή στους υπόλοιπους σχετικούς φορείς.
2. Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί, για τη θεμελίωση του δικαιώματος, να γίνει αναδρομή, με τους ίδιους όρους, μέχρι τον αρμόδιο επί θεμάτων αναπηρίας φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί αρχικά ο αιτών.
3. Στην περίπτωση που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, κάθε φορέας, ανάλογα με τη νομοθεσία του , έχει το δικαίωμα να ζητήσει την εξέταση του αιτούντος από ιατρό ή άλλο εμπειρογνώμονα της επιλογής του ώστε να καθορισθεί ο βαθμός αναπηρίας. Εντούτοις, ο φορέας ενός κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη τα ιατρικά έγγραφα και εκθέσεις καθώς και τις πληροφορίες διοικητικής φύσης που έχουν συγκεντρωθεί από το φορέα κάθε άλλου κράτος μέλους σαν να είχαν καταρτιστεί από το κράτος μέλος όπου έχει την έδρα του.
▐
Άρθρο 50
Προσωρινές προκαταβολές και προκαταβολές παροχών
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού, κάθε φορέας ο οποίος κατά την εξέταση μιας αίτησης παροχών διαπιστώνει ότι ο αιτών δικαιούται μια αυτοτελή παροχή σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α) του βασικού κανονισμού ║, καταβάλλει αμέσως την παροχή αυτή. Η πληρωμή αυτή θεωρείται προσωρινή εάν το ποσό που χορηγείται μπορεί να επηρεαστεί από το αποτέλεσμα της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης.
2. Εάν καμία προσωρινή παροχή δεν δύναται να καταβληθεί στον αιτούντα δυνάμει της παραγράφου 1, αλλά προκύπτει από τις πληροφορίες που έχουν ληφθεί ότι θεμελιώνεται δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας εξέτασης καταβάλλει σε αυτόν επιστρεπτέα προκαταβολή, το ύψος της οποίας είναι όσο το δυνατό πλησιέστερο προς εκείνο το οποίο πιθανώς θα εκκαθαριστεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.
3. Κάθε φορέας που οφείλει να καταβάλει προσωρινές παροχές ή να προβεί σε προκαταβολές δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2 ενημερώνει αμελλητί τον αιτούντα, εφιστώντας κατηγορηματικά την προσοχή του στον προσωρινό χαρακτήρα του μέτρου και σε οποιοδήποτε δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με τη νομοθεσία του .
Άρθρο 51
Νέος υπολογισμός των παροχών
1. Σε περίπτωση νέου υπολογισμού των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 50, παράγραφος 4 και το άρθρο 59, παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ║, το άρθρο 50 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται mutatis mutandis.
2. Σε περίπτωση νέου υπολογισμού, κατάργησης ή αναστολής των παροχών, ο φορέας που έλαβε την απόφαση αυτή την κοινοποιεί αμέσως στον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 4 έως 7 του κανονισμού εφαρμογής, και ενημερώνει κάθε φορέα έναντι του οποίου ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα.
Άρθρο 52
Μέτρα με σκοπό την επιτάχυνση της μεθόδου υπολογισμού των συντάξεων
1. Προκειμένου να διευκολυνθούν και να επιταχυνθούν η εξέταση των αιτήσεων και η καταβολή των παροχών, οι φορείς στη νομοθεσία των οποίων έχει υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος:
α) |
ανταλλάσσουν με τους φορείς άλλων κρατών μελών ή θέτουν στη διάθεσή τους τα στοιχεία ταυτοποίησης των προσώπων που αλλάζουν από τη μία εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία στην άλλη και εξασφαλίζουν από κοινού ότι τα εν λόγω στοιχεία ταυτοποίησης διατηρούνται και αντιστοιχούν ή, ελλείψει αυτού, μεριμνούν ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν άμεση πρόσβαση στα στοιχεία ταυτοποίησής τους, |
β) |
αρκετά πριν από την ελάχιστη ηλικία έναρξης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή πριν από ηλικία που θα πρέπει να προσδιορισθεί, ανταλλάσσουν με τον ενδιαφερόμενο και τους φορείς άλλων κρατών μελών ή θέτουν στη διάθεσή τους στοιχεία (συμπληρωθείσες περιόδους ή άλλα σημαντικά σημεία) όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα προσώπων που έχουν αλλάξει εφαρμοστέα νομοθεσία ή, ελλείψει αυτού, ενημερώνουν τα πρόσωπα αυτά ή τους προσφέρουν τα μέσα ώστε να εξοικειωθούν ιδία πρωτοβουλία με την προοπτική δικαιωμάτων για παροχές. |
2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1, η διοικητική επιτροπή προσδιορίζει τα στοιχεία που πρέπει να ανταλλάσσονται ή να καθίστανται διαθέσιμα και καθορίζει τις κατάλληλες διαδικασίες και τους μηχανισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά, τη διοικητική και την τεχνική οργάνωση και τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουν τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Η διοικητική επιτροπή εξασφαλίζει την εφαρμογή αυτών των συνταξιοδοτικών συστημάτων δίνοντας συνέχεια στα λαμβανόμενα μέτρα και εξασφαλίζοντας την εφαρμογή τους.
3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1, οι προαναφερθείσες πληροφορίες πρέπει να παρέχονται στον φορέα του πρώτου κράτους μέλους στο οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει λάβει προσωπικό αριθμό αναγνώριση (ΡΙΝ) για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης.
▐
Άρθρο 53
Μέτρα συντονισμού σε ένα κράτος μέλος
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 51 του βασικού κανονισμού, εάν η εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει κανόνες για τον καθορισμό του αρμόδιου φορέα ή του εφαρμοστέου συστήματος ή για την υπαγωγή περιόδων ασφάλισης σε συγκεκριμένο σύστημα, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται, λαμβανομένων υπόψη αποκλειστικά των ασφαλιστικών περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους.
2. Εάν η εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει κανόνες συντονισμού των ειδικών συστημάτων που εφαρμόζονται στους δημοσίους υπαλλήλους και του γενικού συστήματος των μισθωτών, οι κανόνες αυτοί δεν μεταβάλλονται από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού ║ και από τις διατάξεις του ║ κανονισμού εφαρμογής.
Κεφάλαιο V
Παροχές ανεργίας
Άρθρο 54
Συνάθροιση περιόδων και υπολογισμός ║παροχών
1. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζεται κατ' αναλογία στο άρθρο 61 του βασικού κανονισμού. Με την επιφύλαξη των υποκείμενων υποχρεώσεων των εμπλεκομένων φορέων, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει στον αρμόδιο φορέα έγγραφο που έχει εκδοθεί από το φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί κατά την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή του δραστηριότητα διευκρινίζοντας τις χρονικές περιόδους που επιτέλεσε υπό τη νομοθεσία αυτή.
2. Για την εφαρμογή του άρθρου 62 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού ║, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος κατά την τελευταία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητά του κοινοποιεί στο φορέα του τόπου κατοικίας και ύστερα από αίτηση αυτού όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τον υπολογισμό των παροχών ανεργίας, και ιδίως το ποσό του μισθού ή του επαγγελματικού εισοδήματος που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος.
▐
3. Για την εφαρμογή του άρθρου 62 του βασικού κανονισμού ║ και κατά παρέκκλιση από το άρθρου 63 του ίδιου κανονισμού, ο αρμόδιος φορέας ενός κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών ποικίλλει ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, λαμβάνει επίσης υπόψη τα μέλη της οικογένειας του ενδιαφερομένου που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, σαν να κατοικούσαν στο αρμόδιο κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που στο κράτος μέλος κατοικίας των μελών της οικογένειας ένα άλλο πρόσωπο δικαιούται παροχές ανεργίας για τον υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη αυτά τα μέλη τα οικογένειας.
Άρθρο 55
Προϋποθέσεις και όρια της διατήρησης του δικαιώματος επί των παροχών όταν ο άνεργος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος
1. Για να επωφεληθεί των διατάξεων του άρθρου 64 του βασικού κανονισμού ║, ο άνεργος ο οποίος μεταβαίνει σε ένα άλλο κράτος μέλος ενημερώνει τον αρμόδιο φορέα πριν από την αναχώρησή του και ζητεί από αυτόν έγγραφο που πιστοποιεί ότι συνεχίζει να δικαιούται παροχές υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║.
Ο φορέας τον ενημερώνει σχετικά με τις υποχρεώσεις του και διαβιβάζει σε αυτόν το εν λόγω έγγραφο, το οποίο αναφέρει κυρίως τα ακόλουθα:
α) |
την ημερομηνία κατά την οποία ο άνεργος έπαυσε να είναι στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του αρμόδιου κράτους· |
β) |
την προθεσμία που ορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ▐ για να εγγραφεί ο άνεργος ως αιτών εργασία στο κράτος μέλος στο οποίο μετέβη· |
γ) |
την ανώτατη περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας δύναται να διατηρηθεί το δικαίωμα παροχών σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού ║· |
δ) |
τα γεγονότα που δύνανται να διαφοροποιήσουν το δικαίωμα παροχών. |
2. Ο άνεργος εγγράφεται ως αιτών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους στο οποίο μεταβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║ και διαβιβάζει στο φορέα αυτού του κράτους μέλους το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Σε περίπτωση που δεν το πράξει, ο φορέας του τόπου στον οποίο μετέβη ο άνεργος απευθύνεται στον αρμόδιο φορέα προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες.
3. Οι υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους στο οποίο μετέβη ο άνεργος για να αναζητήσει απασχόληση ενημερώνουν τον άνεργο σχετικά με τις υποχρεώσεις του.
4. Ο φορέας του τόπου στον οποίο μετέβη ο άνεργος αποστέλλει αμέσως στον αρμόδιο φορέα έγγραφο το οποίο περιέχει την ημερομηνία εγγραφής του ανέργου στις υπηρεσίες απασχόλησης καθώς και τη νέα του διεύθυνση.
Εάν , καθ' όλη την περίοδο κατά την οποία ο άνεργος έχει το δικαίωμα να διατηρήσει τις παροχές ανεργίας, σημειωθεί οιοδήποτε γεγονός το οποίο είναι πιθανόν να έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα σε παροχές, ο φορέας του τόπου στον οποίο μετέβη ο άνεργος διαβιβάζει αμέσως στον αρμόδιο φορέα και στον ενδιαφερόμενο έγγραφο που περιέχει τις σχετικές πληροφορίες.
Κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου φορέα, ο φορέας του τόπου στον οποίο μετέβη ο άνεργος παρέχει κάθε μήνα τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την παρακολούθηση της κατάστασης του ανέργου , κυρίως εάν αυτός εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένος στις υπηρεσίες απασχόλησης και εάν τηρεί τις διαδικασίες ελέγχου που προβλέπονται εκεί.
5. Ο φορέας του τόπου στον οποίο μετέβη ο άνεργος διενεργεί έλεγχο ή αναθέτει τη διενέργειά του, σαν να επρόκειτο για άνεργο που λαμβάνει παροχές δυνάμει της νομοθεσίας την οποία ο φορέας αυτός εφαρμόζει. Ενημερώνει αμέσως τον αρμόδιο φορέα για την επέλευση κάθε γεγονότος που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο δ).
6. Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρμόδιοι φορείς δύο ή περισσότερων κρατών μελών μπορούν να ορίσουν από κοινού ένα σύνολο μέτρων για τη διευκόλυνση της αναζήτησης απασχόλησης από τους ανέργους οι οποίοι μεταβαίνουν σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 64 του βασικού κανονισμού ║.
Άρθρο 56
Άνεργοι οι οποίοι κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος
1. Όταν ο άνεργος αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού ║, να εγγραφεί ως αιτών απασχόληση στο κράτος μέλος κατοικίας και στο κράτος μέλος στο οποίο άσκησε την τελευταία του μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, ενημερώνει σχετικά κατά προτεραιότητα το φορέα και τις υπηρεσίες απασχόλησης του τόπου κατοικίας του.
Με αίτηση των υπηρεσιών απασχόλησης του κράτους μέλους στο οποίο άσκησε την τελευταία του μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, οι υπηρεσίες απασχόλησης του τόπου κατοικίας διαβιβάζουν τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με την εγγραφή και την αναζήτηση απασχόλησης του ανέργου.
2. Όταν η νομοθεσία που εφαρμόζεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη απαιτεί την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων ή/και δραστηριοτήτων αναζήτησης απασχόλησης από τον άνεργο, έχουν προτεραιότητα οι υποχρεώσεις ή/και οι δραστηριότητες αναζήτησης απασχόλησης στο κράτος μέλος κατοικίας .
Η μη τήρηση από μέρους του ανέργου όλων των υποχρεώσεων ή/και των δραστηριοτήτων αναζήτησης απασχόλησης στο κράτος μέλος όπου άσκησε την τελευταία του δραστηριότητα, δεν θίγουν τις παροχές που του χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας.
3. Για την εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 5, στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ║, ο φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί την τελευταία φορά ο εργαζόμενος πληροφορεί το φορέα του τόπου κατοικίας, ύστερα από αίτησή του, εάν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα παροχών δυνάμει του άρθρου 64 του βασικού κανονισμού ║.
Κεφάλαιο VI
Οικογενειακές παροχές
Άρθρο 57
Κανόνες προτεραιότητας στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων
Για την εφαρμογή του άρθρου 68, παράγραφος 1, στοιχείο β), σημεία i) και ii), του βασικού κανονισμού, όταν ο τόπος κατοικίας των τέκνων δεν επιτρέπει τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητας, κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υπολογίζει το ποσό των παροχών συμπεριλαμβάνοντας τα τέκνα που δεν κατοικούν στο έδαφός του. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 68, παράγραφος 1, στοιχείο β), σημείο i), ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία προβλέπει το υψηλότερο ποσό παροχών καταβάλλει το πλήρες ποσό. Ο αρμόδιος φορέας του άλλου κράτους μέλους αποδίδει σε αυτόν το ήμισυ του εν λόγω ποσού, εντός του ορίου του ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου κράτους μέλους.
Άρθρο 58
Κανόνες που εφαρμόζονται όταν η εφαρμοστέα νομοθεσία ή/και η αρμοδιότητα χορήγησης οικογενειακών παροχών μεταβάλλεται
1. Όταν η εφαρμοστέα νομοθεσία ή/και η αρμοδιότητα χορήγησης οικογενειακών παροχών μεταβάλλεται μεταξύ κρατών μελών κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού μηνός, ανεξάρτητα από τις προθεσμίες για την καταβολή των οικογενειακών παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία αυτών των κρατών μελών, ο φορέας ο οποίος κατέβαλε τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη ║νομοθεσία δυνάμει της οποίας έχουν χορηγηθεί οι παροχές κατά την αρχή του μηνός αυτού εξακολουθεί να το πράττει έως το τέλος του τρέχοντος μήνα.
2. Ενημερώνει το φορέα του άλλου κράτους μέλους ή των σχετικών κρατών μελών σχετικά με την ημερομηνία διακοπής της καταβολής των σχετικών οικογενειακών παροχών. Η καταβολή των παροχών από το άλλο κράτος μέλος ή τα σχετικά κράτη μέλη γίνεται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Άρθρο 59
Διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 67 και 68 του βασικού κανονισμού ║
1. Η αίτηση χορήγησης οικογενειακών παροχών υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα. Για την εφαρμογή των άρθρων 67 και 68 του βασικού κανονισμού λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση ολόκληρης της οικογενείας σαν όλα τα ενεχόμενα άτομα να υπάγονταν στη νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και να κατοικούσαν εκεί, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα αξίωσης των παροχών. Σε περίπτωση κατά την οποία ένα άτομο που δικαιούται να αξιώσει την καταβολή παροχών δεν ασκήσει το δικαίωμά του, αίτηση οικογενειακών παροχών που υποβάλλεται από τον άλλο γονέα, από πρόσωπο εξομοιούμενο με αυτόν ή από πρόσωπο ή φορέα που ασκεί την κηδεμονία του τέκνου ή των τέκνων, λαμβάνεται υπόψη από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα.
2. Ο επιληφθείς σύμφωνα με την παράγραφο 1 φορέας εξετάζει την αίτηση με βάση τις λεπτομερείς πληροφορίες που υπέβαλε ο αιτών, ▐ λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της οικογένειας του αιτούντος.
Εάν ο φορέας συναγάγει ότι εφαρμόζεται η νομοθεσία του δικαιωματικά κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, χορηγεί τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει.
Εάν ο φορέας αυτός κρίνει ότι μπορεί να υπάρχει δικαίωμα σε διαφορικό συμπλήρωμα δυνάμει της νομοθεσίας ενός άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο ίδιος φορέας διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση στον αρμόδιο φορέα του άλλου κράτους μέλους και ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο· ενημερώνει επίσης το φορέα του άλλου κράτους μέλους σχετικά με την απόφασή του όσον αφορά την αίτηση και το ύψος των καταβαλλομένων οικογενειακών παροχών.
3. Όταν ο φορέας προς τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση συναγάγει ότι εφαρμόζεται η δική του νομοθεσία, αλλά όχι δικαιωματικά κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, λαμβάνει αμελλητί προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και διαβιβάζει την αίτηση σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 68, παράγραφος 3, στο φορέα του άλλου κράτους μέλους, ενώ παράλληλα ενημερώνει και τον αιτούντα. Ο φορέας αυτός διαθέτει δύο μήνες για να λάβει θέση σχετικά με τη ληφθείσα προσωρινή απόφαση .
Εάν ο φορέας προς τον οποίο έχει διαβιβασθεί η αίτηση δεν λάβει απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εφαρμόζεται η προαναφερόμενη προσωρινή απόφαση και ο φορέας καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται στη νομοθεσία του και ενημερώνει το φορέα προς τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση σχετικά με το ύψος των καταβαλλομένων παροχών .
4. Όταν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων σχετικά με την εφαρμοστέα δικαιωματικά κατά προτεραιότητα νομοθεσία, εφαρμόζεται το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, του κανονισμού εφαρμογής. Προς τούτο, ο φορέας του τόπου κατοικίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 είναι ο φορέας του τόπου κατοικίας των τέκνων .
5. Ο φορέας που κατέβαλε προσωρινά τις παροχές οι οποίες υπερβαίνουν τις παροχές οι οποίες τον βαρύνουν τελικά, απευθύνεται στο φορέα προτεραιότητας για την είσπραξη του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 71.
Άρθρο 60
Διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 69 του βασικού κανονισμού ║
Για την εφαρμογή του άρθρου 69 του βασικού κανονισμού, η διοικητική επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των πρόσθετων ή ειδικών οικογενειακών παροχών για ορφανά σύμφωνα με το ίδιο άρθρο. Αν δεν προβλέπεται ο κατά προτεραιότητα αρμόδιος φορέας να χορηγήσει αυτές τις πρόσθετες ή ειδικές οικογενειακές παροχές για ορφανά δυνάμει της νομοθεσίας που εφαρμόζει, διαβιβάζει αμελλητί οιαδήποτε αίτηση οικογενειακών παροχών , συνοδευόμενη από όλα τα απαιτούμενα έγγραφα και πληροφορίες, στο φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ο ενδιαφερόμενος και η οποία προβλέπει αυτές τις πρόσθετες ή ειδικές οικογενειακές παροχές για ορφανά . Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί να γίνει αναδρομή, με τους ίδιους όρους, μέχρι τον φορέα του κράτους μέλους υπό τη νομοθεσία του οποίου ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε την πιο σύντομη από τις περιόδους ασφάλισης ή κατοικίας του.
ΤΙΤΛΟΣ IV
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κεφάλαιο I
Απόδοση των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 1 και το άρθρο 41 του βασικού κανονισμού ║
ΤΜΗΜΑ 1
Απόδοση των παροχών βάσει των πραγματικών δαπανών
Άρθρο 61
Αρχές
1. Για την εφαρμογή του άρθρου 35, παράγραφος 1 και του άρθρου 41 του βασικού κανονισμού ║, το πραγματικό ποσό των χορηγούμενων παροχών σε είδος αποδίδεται από τον αρμόδιο φορέα στο φορέα που τις χορήγησε, όπως αυτό προκύπτει από τα λογιστικά στοιχεία του τελευταίου, εκτός από την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 62 του ║ κανονισμού εφαρμογής.
▐
2. Αν το σύνολο ή τμήμα του πραγματικού ποσού των παροχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν προκύπτει από τα λογιστικά στοιχεία του φορέα που τις χορήγησε, το ποσό που θα αποδοθεί ορίζεται με βάση κατ' αποκοπή ποσό που προκύπτει από όλα τα κατάλληλα στοιχεία αναφοράς που εξάγονται από τα διαθέσιμα δεδομένα. Η διοικητική επιτροπή εκτιμά τις βάσεις οι οποίες χρησιμεύουν για τον υπολογισμό των κατ' αποκοπή ποσών και καθορίζει το ύψος αυτών.
3. Τιμολόγια ανώτερα από αυτά που εφαρμόζονται για τις παροχές σε είδος που χορηγούνται στους ασφαλισμένους οι οποίοι υπάγονται στη νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα ο οποίος χορήγησε τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 παροχές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την απόδοση των δαπανών.
▐
ΤΜΗΜΑ 2
Απόδοση των παροχών βάσει των κατ' αποκοπή ποσών
Άρθρο 62
Καθορισμός των σχετικών κρατών μελών
1. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού ║ και των οποίων οι νομοθετικές ή διοικητικές δομές δεν επιτρέπουν την απόδοση βάσει των πραγματικών δαπανών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ του ║ κανονισμού εφαρμογής.
▐
2. Για τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ του ║ κανονισμού εφαρμογής το ποσό των παροχών σε είδος που χορηγούνται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος με τον ασφαλισμένο δυνάμει του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού ║, και στους συνταξιούχους και στα μέλη της οικογένειάς τους δυνάμει των άρθρων 22, 24 παράγραφος 1, 25 και 26 του βασικού κανονισμού ║, αποδίδεται από τους αρμόδιους φορείς στους φορείς οι οποίοι χορήγησαν τις παροχές αυτές, με βάση κατ' αποκοπή ποσό που καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό έτος. Το ύψος του κατ' αποκοπή ποσού πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερο προς τις πραγματικές δαπάνες.
Άρθρο 63
Μέθοδος υπολογισμού των μηνιαίων σταθερών ποσών και του συνολικού σταθερού ποσού
1. Για κάθε κράτος μέλος πιστωτή , το μηνιαίο σταθερό ποσό ανά άτομο (Fi) για ένα ημερολογιακό έτος καθορίζεται με τη διαίρεση του ετήσιου μέσου κόστους ανά άτομο (Yi) , κατανεμημένου κατά ηλικιακές ομάδες (i), δια του 12 και με την εφαρμογή μείωσης (X) στο αποτέλεσμα σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Fi = Yi*1/12*(1-X)
Όπου:
— |
Ο δείκτης i (τιμές i = 1, 2 και 3) αντιστοιχεί στις τρεις ηλικιακές ομάδες που επελέγησαν για τον υπολογισμό του πάγιου ποσού: i = 1: άτομα ηλικίας κάτω των 20 ετών i = 2: άτομα ηλικίας από 20 έως 64 ετών i = 3: άτομα ηλικίας από 65 ετών και άνω. ▐ |
— |
Yi είναι το μέσο ετήσιο κόστος για τα άτομα της ηλικιακής ομάδας i, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2. |
— |
Ο συντελεστής X (0,20 ή 0,15) είναι η μείωση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 . |
▐
2. Το μέσο ετήσιο κόστος ανά άτομο (Yi) της ηλικιακής ομάδας i υπολογίζεται διαιρώντας τις ετήσιες δαπάνες που αναλογούν στο σύνολο των παροχών σε είδος οι οποίες έχουν χορηγηθεί από τους φορείς του κράτους μέλους πιστωτή σε όλα τα άτομα της σχετικής ηλικιακής ομάδας που υπάγονται στη νομοθεσία του και κατοικούν σε αυτό διά του μέσου αριθμού των ατόμων αυτής της ηλικιακής ομάδας στο υπό εξέταση ημερολογιακό έτος. Ο υπολογισμός βασίζεται στις δαπάνες στο πλαίσιο των συστημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 23 του κανονισμού εφαρμογής .
3. Η μείωση που εφαρμόζεται στο μηνιαίο σταθερό ποσό είναι κατ' αρχήν 20 % (X = 0,20). Ισούται με 15 % (X = 0,15) για τους συνταξιούχους και τα μέλη της οικογένειάς τους στην περίπτωση που το αρμόδιο κράτος μέλος δεν απαριθμείται στο Παράρτημα IV του βασικού κανονισμού.
4. Για κάθε κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών, το συνολικό σταθερό ποσό ενός ημερολογιακού έτους υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό, για κάθε ηλικιακή ομάδα i, των καθορισμένων μηνιαίων σταθερών ποσών ανά άτομο με τον αριθμό μηνών που έχουν συμπληρώσει τα σχετικά άτομα της εν λόγω ηλικιακής ομάδας στο κράτος μέλος πιστωτή.
Ο αριθμός μηνών που έχουν συμπληρώσει τα σχετικά άτομα στο κράτος μέλος πιστωτή ισούται με το άθροισμα των ημερολογιακών μηνών του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο τα σχετικά άτομα, δεδομένου ότι κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους πιστωτή, δικαιούνταν παροχές σε είδος στο έδαφος αυτό από το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών. Οι μήνες αυτοί καθορίζονται με τη βοήθεια μιας κατάστασης που τηρείται για το σκοπό αυτό από το φορέα του τόπου κατοικίας, βάσει των δικαιολογητικών περί των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων τα οποία παρέχονται από τον αρμόδιο φορέα.
5. Εντός … (7) η διοικητική επιτροπή θα υποβάλει ειδική έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως σχετικά με τις μειώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Βάσει της έκθεσης αυτής, η διοικητική επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση με οποιεσδήποτε τροποποιήσεις κρίνει αναγκαίες ώστε να εξασφαλισθεί ότι ο υπολογισμός των σταθερών ποσών θα είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερος προς τις πραγματικές δαπάνες και ότι οι μειώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα μη ισορροπημένες πληρωμές ή διπλές πληρωμές για τα κράτη μέλη.
▐
6. Η διοικητική επιτροπή καθορίζει τις μεθόδους και τις λεπτομέρειες προσδιορισμού των στοιχείων υπολογισμού των σταθερών ποσών που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους.
7. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τα άρθρα 94 και 95 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 για τον υπολογισμό του κατ' αποκοπή ποσού επί … (*) , με την προϋπόθεση ότι θα εφαρμόζεται η μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 .
Άρθρο 64
Κοινοποίηση του μέσου ετήσιου κόστους
Το ποσό του μέσου ετήσιου κόστους ανά άτομο σε κάθε ηλικιακή ομάδα σχετικά με ένα συγκεκριμένο έτος κοινοποιείται στην επιτροπή λογαριασμών το αργότερο στο τέλος του δεύτερου έτους που ακολουθεί το εν λόγω έτος. Εάν δεν γίνει η κοινοποίηση εντός της προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη το μέσο ετήσιο κόστος ανά άτομο προηγούμενου έτους, το οποίο έχει καθορισθεί από τη διοικητική επιτροπή .
Το μέσο ετήσιο κόστος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤΜΗΜΑ 3
Κοινές διατάξεις
Άρθρο 65
Διαδικασία απόδοσης μεταξύ φορέων
1. Η απόδοση μεταξύ των σχετικών κρατών μελών πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν. Κάθε σχετικός φορέας υποχρεούται να αποδώσει τις απαιτήσεις πριν παρέλθουν οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εφόσον αυτό είναι δυνατόν. Αμφισβήτηση σχετικά με συγκεκριμένη απαίτηση δεν πρέπει να κωλύει την απόδοση άλλων απαιτήσεων.
2. Οι αποδόσεις μεταξύ των φορέων των κρατών μελών που προβλέπονται στα άρθρα 35 και 41 του βασικού κανονισμού πραγματοποιούνται μέσω του οργανισμού σύνδεσης. Ενδέχεται να υπάρχει χωριστός οργανισμός σύνδεσης για τις αποδόσεις δυνάμει των άρθρων 35 και 41 του βασικού κανονισμού.
Άρθρο 66
Προθεσμίες υποβολής και πληρωμής των απαιτήσεων
1. Οι απαιτήσεις που βασίζονται σε πραγματικές δαπάνες υποβάλλονται στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση των παροχών εντός δώδεκα μηνών από το τέλος του ημερολογιακού εξαμήνου κατά το οποίο καταχωρήθηκαν οι εν λόγω απαιτήσεις στους λογαριασμούς του φορέα πιστωτή .
2. Οι απαιτήσεις σταθερών ποσών για ένα ημερολογιακό έτος υποβάλλονται στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών εντός των έξι μηνών που έπονται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το μέσο κόστος για το σχετικό έτος. Οι καταστάσεις δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 4 του κανονισμού εφαρμογής υποβάλλονται έως το τέλος του έτους που έπεται του έτους αναφοράς.
3. Οι απαιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 προθεσμίες δεν λαμβάνονται υπόψη.
4. Οι απαιτήσεις καταβάλλονται στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους πιστωτή που αναφέρεται στο άρθρο 65 του κανονισμού εφαρμογής από τον φορέα που οφείλει τις παροχές εντός έξι μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκαν στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών. Αυτό δεν ισχύει για τις απαιτήσεις τις οποίες έχει απορρίψει ο φορέας που οφείλει τις παροχές για συναφή λόγο εντός της περιόδου αυτής.
5. Οιεσδήποτε αμφισβητήσεις σχετικά με απαίτηση διακανονίζονται το αργότερο εντός ενός έτους από το μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η απαίτηση.
6. Η επιτροπή λογαριασμών διευκολύνει το τελικό κλείσιμο των λογαριασμών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατός ο διακανονισμός εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως ενός των μερών, δίνει τη γνώμη της σχετικά με αμφισβήτηση εντός έξι μηνών από το μήνα κατά τον οποίο της παραπέμφθηκε το θέμα.
Άρθρο 67
Τόκοι υπερημερίας και προκαταβολές
1. Μετά τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών που αναφέρεται στο άρθρο 66, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής μπορεί να χρεώνεται τόκος από το φορέα πιστωτή για τις απαιτήσεις που δεν έχουν πληρωθεί, εκτός εάν ο φορέας που οφείλει τις παροχές έχει προβεί, εντός έξι μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίον υπεβλήθη η αίτηση, σε προκαταβολή του 90 % τουλάχιστον της συνολικής απαίτησης που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού εφαρμογής. Για τα μέρη της απαίτησης που δεν καλύπτονται από την προκαταβολή, ο τόκος μπορεί να χρεώνεται μόνο από την ημερομηνία της λήξης της περιόδου του ενός έτους που αναφέρεται στο άρθρο 66, παράγραφος 5, του κανονισμού εφαρμογής .
2. Ο τόκος αυτός υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης. Εφαρμόζεται το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίον η πληρωμή καθίσταται ληξιπρόθεσμη .
3. Κανένας οργανισμός σύνδεσης δεν υποχρεούται να δεχθεί προκαταβολή σύμφωνα με την παράγραφο 1. Ωστόσο, εάν οργανισμός σύνδεσης αρνηθεί σχετική προσφορά, ο οργανισμός πιστωτής δεν δικαιούται πλέον να χρεώνει τόκο υπερημερίας για τις εν λόγω απαιτήσεις πέραν των προβλεπομένων στη δεύτερη φράση της παραγράφου 1.
Άρθρο 68
Κατάρτιση ετήσιων λογαριασμών
1. Η διοικητική επιτροπή καταρτίζει την κατάσταση των απαιτήσεων για κάθε ημερολογιακό έτος σύμφωνα με το άρθρο 72, στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού ║, με βάση την έκθεση της επιτροπής λογαριασμών. Για το σκοπό αυτό, οι οργανισμοί σύνδεσης κοινοποιούν στην επιτροπή λογαριασμών, εντός των καθορισμένων προθεσμιών και σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζει η ίδια, αφενός, το ποσό των απαιτήσεων που έχουν υποβληθεί, εξοφληθεί ή για τις οποίες υπάρχουν διαφορές (πιστωτική θέση) και, αφετέρου, το ποσό των απαιτήσεων που έχουν ληφθεί, εξοφληθεί ή για τις οποίες υπάρχουν διαφορές (χρεωστική θέση).
2. Η διοικητική επιτροπή δύναται να προβεί σε κάθε εξακρίβωση χρήσιμη για τον έλεγχο των στατιστικών και λογιστικών δεδομένων τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση της ετήσιας κατάστασης των απαιτήσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κυρίως για να βεβαιωθεί ότι είναι σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο.
Κεφάλαιο II
Απόδοση των παροχών ανεργίας δυνάμει του άρθρου 65 του βασικού κανονισμού ║
Άρθρο 69
Απόδοση παροχών ανεργίας
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει η συμφωνία που αναφέρεται στο άρθρο 65, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ▐, ο φορέας του τόπου κατοικίας απευθύνει στο φορέα του κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου έχει υπαχθεί για τελευταία φορά ο δικαιούχος, ║ αίτηση απόδοσης των παροχών ανεργίας σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Η αίτηση γίνεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από το τέλος του ημερολογιακού εξαμήνου κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκε η τελευταία καταβολή των παροχών ανεργίας των οποίων ζητείται η απόδοση. Η αίτηση αναφέρει το ποσό των παροχών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων των τριών ή πέντε μηνών οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 65 του βασικού κανονισμού ▐, την περίοδο για την οποία χορηγήθηκαν οι παροχές αυτές και τα στοιχεία ταυτοποίησης του ανέργου. Οι απαιτήσεις υποβάλλονται και καταβάλλονται μέσω των οργανισμών σύνδεσης των οικείων κρατών μελών.
Δεν υπάρχει απαίτηση να εξετάζονται οι αιτήσεις που υποβάλλονται μετά από τη χρονική προθεσμία που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο.
Οι διατάξεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, και άρθρο 66, παράγραφος 4 έως 6, του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζονται κατ' αναλογία.
Από το τέλος της δεκαοκτάμηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 4 του κανονισμού εφαρμογής, μπορεί να χρεώνεται τόκος από το φορέα πιστωτή για τις απαιτήσεις που δεν έχουν πληρωθεί. Ο τόκος αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής.
Το μέγιστο ποσό απόδοσης που αναφέρεται στην τρίτη φράση της παραγράφου 6 του άρθρου 65 του βασικού κανονισμού είναι, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, το ποσό της παροχής το οποίο το θα εδικαιούτο ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο θα είχε υπαχθεί για τελευταία φορά εάν είχε εγγραφεί στις υπηρεσίες απασχόλησης του εν λόγω κράτους μέλους. Ωστόσο, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΧΥ, ο αρμόδιος φορέας ενός εξ αυτών των κρατών μελών στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί για τελευταία φορά το εν λόγω πρόσωπο καθορίζει το μέγιστο ποσό για κάθε μεμονωμένη περίπτωση με βάση το μέσο ποσό των παροχών ανεργίας που προβλέπονταν δυνάμει της νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Κεφάλαιο III
Ανάκτηση παροχών που έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως, ανάκτηση των προσωρινών πληρωμών, συμψηφισμό, βοήθεια στον τομέα της είσπραξης
ΤΜΗΜΑ 1
Αρχές
Άρθρο 70
1. Για την εφαρμογή του άρθρου 84 του βασικού κανονισμού ║ και στο πλαίσιο που ορίζει αυτό, κάθε φορά που αυτό είναι δυνατό, η είσπραξη των απαιτήσεων πραγματοποιείται κατά προτεραιότητα μέσω συμψηφισμού τόσο ανάμεσα στους φορείς πιστωτές, που καλούνται στο εξής «αιτούσες αρχές», και τους οφειλέτες φορείς, που καλούνται στο εξής «αρχές στις οποίες υποβάλλεται η αίτηση», όσο και έναντι του ασφαλισμένου σύμφωνα με τα άρθρα 71 και 72 του παρόντος κανονισμού.
Στην περίπτωση κατά την οποία όλες ή μέρος των απαιτήσεων δεν καταστεί δυνατόν να εισπραχθούν μέσω του συμψηφισμού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα ποσά που εξακολουθεί να οφείλει ο δικαιούχος εισπράττονται δυνάμει των άρθρων 73 έως 82 του κανονισμού εφαρμογής.
2. Για όλες τις αιτήσεις προς τον οργανισμό σύνδεσης θεωρείται αυτός ως η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
ΤΜΗΜΑ 2
Συμψηφισμός
Άρθρο 71
Παροχές σε χρήμα που έχουν χορηγηθεί αχρεωστήτως ή εισπραχθεί αχρεωστήτως
1. Εάν ο φορέας ενός κράτους μέλους κατέβαλε σε δικαιούχο παροχών ποσό που υπερβαίνει το ποσό που δικαιούται, ο φορέας αυτός ζητεί, με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, από το φορέα κάθε άλλου κράτους μέλους ο οποίος οφείλει παροχές στον δικαιούχο αυτόν, να παρακρατήσει το ποσό που έχει πληρωθεί αχρεωστήτως από τα ποσά τα οποία αυτός οφείλει στον εν λόγω δικαιούχο. Ο τελευταίος αυτός φορέας προβαίνει στην παρακράτηση με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται για τέτοιου είδους συμψηφισμό από τη νομοθεσία που εφαρμόζει σαν να επρόκειτο για ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα από τον ίδιο και μεταβιβάζει το παρακρατηθέν ποσό στο φορέα πιστωτή.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 6, το αργότερο δύο μήνες μετά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή του αρμόδιου φορέα για την καταβολή των παροχών, ο φορέας ο οποίος κατέβαλε προσωρινά παροχές σε χρήμα καταρτίζει λογαριασμό του ποσού που οφείλει σε αυτόν ο αρμόδιος φορέας. Όταν έχουν καταβληθεί προσωρινές εισφορές από τον δικαιούχο και/ή τον εργοδότη του, τα ποσά αυτά λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού.
Ο αρμόδιος φορέας που οφείλει τις παροχές στον δικαιούχο παρακρατεί το ποσό που οφείλεται ως προσωρινή πληρωμή από τα ποσά που οφείλει στον ενδιαφερόμενο. Ο φορέας οφειλέτης προβαίνει στην παρακράτηση με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται για τέτοιου είδους συμψηφισμό από τη νομοθεσία που εφαρμόζει και μεταβιβάζει αμέσως το παρακρατηθέν ποσό στον οργανισμό πιστωτή.
3. Όταν ένας ασφαλισμένος έλαβε παροχές κοινωνικής πρόνοιας κατά τη διάρκεια περιόδου κατά την οποία είχε δικαίωμα παροχών σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός άλλου κράτους μέλους, ο οργανισμός ο οποίος κατέβαλε τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας δύναται, αν διαθέτει παραδεκτό από το νόμο δικαίωμα αναγωγής ως προς τις παροχές που οφείλονται στο πρόσωπο αυτό, να ζητήσει από το φορέα κάθε άλλου κράτους μέλους ο οποίος οφείλει παροχές στο πρόσωπο αυτό να παρακρατήσει το ποσό που έχει δαπανηθεί για τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας από τα ποσά τα οποία ο φορέας αυτός καταβάλλει στο εν λόγω πρόσωπο.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται mutatis mutandis στο μέλος της οικογένειας ενός ασφαλισμένου το οποίο έλαβε παροχές κοινωνικής πρόνοιας στο έδαφος ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια περιόδου κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο είχε δικαίωμα σε παροχές για το σχετικό μέλος της οικογένειας, δυνάμει της νομοθεσίας ενός άλλου κράτους μέλους.
Ο φορέας πιστωτής διαβιβάζει το λογαριασμό του ποσού που οφείλεται σε αυτόν στο φορέα οφειλέτη. Ο φορέας οφειλέτης προβαίνει στην παρακράτηση με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται για τέτοιου είδους συμψηφισμό από τη νομοθεσία που εφαρμόζει και μεταβιβάζει αμέσως το παρακρατηθέν ποσό στον οργανισμό πιστωτή.
4. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ο αρμόδιος φορέας απευθύνει στον ενδιαφερόμενο κατάσταση των ποσών που εξακολουθούν να οφείλονται ή εισπράχθηκαν αχρεωστήτως σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει.
Άρθρο 72
Αχρεωστήτως καταβληθείσες ή εισπραχθείσες εισφορές
Σύμφωνα με το άρθρο 6, ο φορέας που εισέπραξε προσωρινές εισφορές από έναν ασφαλισμένο και/ή τον εργοδότη του επιστρέφει τα εν λόγω ποσά στα πρόσωπα που τα κατέβαλαν μόνο αφού ζητήσει πληροφορίες από τον αρμόδιο φορέα σχετικά με τα ποσά που οφείλονται σε αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4.
ΤΜΗΜΑ 3
Είσπραξη
Άρθρο 73
Αιτήσεις πληροφοριών
1. Ύστερα από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει τις πληροφορίες που είναι χρήσιμες στην αιτούσα αρχή για την είσπραξη μιας απαίτησης.
Για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που διέπουν την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων οι οποίες γεννώνται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της.
2. Η αίτηση πληροφοριών αναφέρει το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία στην οποία έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή σχετικά με το πρόσωπο για το οποίο ζητούνται πληροφορίες καθώς και η φύση και το ποσό της απαίτησης την οποία αφορά η αίτηση.
3. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν υποχρεούται να διαβιβάσει πληροφορίες που δεν είναι σε θέση να αποκτήσει για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων που γεννώνται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της.
4. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους στους οποίους οφείλεται η άρνησή της για παροχή πληροφοριών.
Άρθρο 74
Κοινοποίηση
1. Ύστερα από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου για την κοινοποίηση αντίστοιχων πράξεων στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, όλες τις πράξεις και αποφάσεις που έχουν ληφθεί, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αποφάσεων, σχετικά με μια απαίτηση ή την είσπραξή της, η οποία προέρχεται από το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής.
2. Η αίτηση κοινοποίησης αναφέρει το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία στην οποία έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή σχετικά με τον παραλήπτη, τη φύση και το αντικείμενο της πράξης ή της απόφασης που θα κοινοποιηθεί και, όταν συντρέχει περίπτωση, το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία στην οποία έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή σχετικά με τον οφειλέτη και την απαίτηση που αναφέρεται στην πράξη ή την απόφαση, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δίνεται στην αίτηση κοινοποίησης και ειδικότερα για την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση ή η πράξη διαβιβάστηκαν στον παραλήπτη.
Άρθρο 75
Αίτηση είσπραξης
1. Η αίτηση είσπραξης εισφορών ή η αίτηση ανάκτησης παροχών που έχουν χορηγηθεί αχρεωστήτως ή εισπραχθεί αχρεωστήτως, την οποία η αιτούσα αρχή υποβάλλει στην αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση, πρέπει να συνοδεύεται από επίσημο ή επικυρωμένο αντίγραφο του τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεσή της, ο οποίος εκδόθηκε στο κράτος μέλος στο οποίο η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, και, ενδεχομένως, από το πρωτότυπο ή από επικυρωμένο αντίγραφο άλλων εγγράφων που είναι αναγκαία για την είσπραξη.
2. Η αιτούσα αρχή δύναται να υποβάλει αίτηση είσπραξης μόνον:
α) |
εάν η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της δεν αμφισβητείται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, εκτός από την περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 78 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο· |
β) |
αν έχει κινήσει, στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, τις δέουσες διαδικασίες είσπραξης, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν βάσει του τίτλου ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα δε ληφθέντα μέτρα δεν καταλήξουν στην ολική πληρωμή της απαίτησης. |
3. Η αίτηση είσπραξης αναφέρει:
α) |
το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προσώπου που αφορά ή/και του τρίτου κατόχου των περιουσιακών στοιχείων του· |
β) |
κάθε στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της αιτούσας αρχής· |
γ) |
τον τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση της απαίτησης και ο οποίος έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή· |
δ) |
τη φύση και το ποσό της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου και των τόκων, καθώς και κάθε άλλων οφειλομένων κυρώσεων, προστίμων και εξόδων, εκφρασμένο στο νόμισμα των κρατών μελών όπου έχουν την έδρα τους οι δύο αρχές· |
ε) |
την ημερομηνία κοινοποίησης του τίτλου στον αποδέκτη από την αιτούσα αρχή ή/και από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση· |
στ) |
την ημερομηνία από την οποία και την περίοδο κατά την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση βάσει της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή· |
ζ) |
κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. |
4. Η αίτηση είσπραξης περιέχει επιπλέον δήλωση της αιτούσας αρχής που βεβαιώνει ότι πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
5. Η αιτούσα αρχή γνωστοποιεί στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, μόλις περιέλθουν εις γνώση της, κάθε χρήσιμη πληροφορία για την υπόθεση που ήταν η βάση της αίτησης είσπραξης.
Άρθρο 76
Ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης
1. Ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης αναγνωρίζεται αμέσως και αντιμετωπίζεται αυτομάτως ως πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση απαίτησης της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης μπορεί, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος που έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, να γίνει δεκτός ως τίτλος εκτελεστός, να αναγνωριστεί ως τίτλος εκτελεστός, να συμπληρωθεί με τίτλο εκτελεστό ή να αντικατασταθεί από τίτλο εκτελεστό στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.
Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης προς είσπραξη, οι αρμόδιες αρχές προσπαθούν να ολοκληρώσουν την αποδοχή, αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου. Η αποδοχή, αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση δεν είναι δυνατόν να τύχουν αρνητικής αντιμετώπισης εάν ο τίτλος έχει καταρτιστεί ορθά. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους που δικαιολογούν την ενδεχόμενη υπέρβαση του τριμήνου.
Εάν οποιαδήποτε από αυτές τις διατυπώσεις προκαλέσει αμφισβήτηση της απαίτησης ή/και του εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την είσπραξη και τον οποίο εξέδωσε η αιτούσα αρχή, εφαρμόζεται το άρθρο 78.
Άρθρο 77
Λεπτομέρειες και προθεσμίες πληρωμής
1. Η είσπραξη των απαιτήσεων πραγματοποιείται στο νόμισμα του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μεταβιβάζει στην αιτούσα αρχή το πλήρες ποσό της απαίτησης που εισέπραξε.
2. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δύναται, εάν οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν, και κατόπιν διαβούλευσης με την αιτούσα αρχή, να παρέχει στον οφειλέτη προθεσμία πληρωμής ή να επιτρέπει πληρωμή σε δόσεις. Οι τόκοι που εισπράττονται από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, λόγω αυτής της προθεσμίας πληρωμής, μεταβιβάζει επίσης στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της.
Από την ημερομηνία κατά την οποία ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξης της απαίτησης αναγνωρίστηκε αμέσως ή έγινε αποδεκτός, αναγνωρίστηκε, συμπληρώθηκε ή αντικαταστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76, εισπράττονται τόκοι για εκπρόθεσμη καταβολή δυνάμει των νόμων, των κανονισμών και των διοικητικών πρακτικών που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση οι οποίοι επίσης μεταβιβάζονται στην αιτούσα αρχή.
Άρθρο 78
Αμφισβήτηση της απαίτησης ή του τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξης
1. Εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είσπραξης η απαίτηση ή/και ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της και που εκδόθηκε στη χώρα όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της αμφισβητούνται από τον ενδιαφερόμενο, η αγωγή ασκείται από αυτόν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει σε αυτό. Η αγωγή αυτή πρέπει να κοινοποιηθεί στην αιτούσα αρχή από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Η αγωγή αυτή μπορεί επίσης να κοινοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
2. Μόλις γίνει στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση η κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, είτε από την αιτούσα αρχή είτε από τον ενδιαφερόμενο, αυτή αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης έως ότου εκδοθεί η απόφαση του αρμόδιου καθ' ύλη οργάνου, εκτός εάν η αιτούσα αρχή ζητήσει το αντίθετο, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Εάν το κρίνει αναγκαίο, δύναται να λάβει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν για παρόμοιες απαιτήσεις.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αιτούσα αρχή δύναται, δυνάμει των νόμων, των κανονισμών και των διοικητικών πρακτικών του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της, να ζητήσει από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να εισπράξει αμφισβητούμενη απαίτηση, εφόσον οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση το επιτρέπουν. Εάν η έκβαση της αμφισβήτησης αποβεί ευνοϊκή για τον οφειλέτη, η αιτούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει κάθε εισπραχθέν ποσό, προσαυξημένο κατά την τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
3. Όταν η αμφισβήτηση αφορά μέτρα εκτέλεσης που ελήφθησαν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η αγωγή ασκείται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν σε αυτό.
4. Όταν το αρμόδιο όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται η αγωγή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, είναι πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, η απόφαση του δικαστηρίου αυτού, εφόσον είναι ευνοϊκή για την αιτούσα αρχή και επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, αποτελεί τον «τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση» και η είσπραξη της απαίτησης διενεργείται με βάση αυτή την απόφαση.
Άρθρο 79
Περιορισμοί όσον αφορά τη συνδρομή
Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται:
α) |
να παρέχει τη συνδρομή που προβλέπεται στα άρθρα 73 έως 78 του κανονισμού εφαρμογής εάν η είσπραξη της απαίτησης μπορεί, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη, να προκαλέσει σοβαρές οικονομικές ή κοινωνικές δυσκολίες στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, εφόσον οι νόμοι ή κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιτρέπουν ένα τέτοιο μέτρο στην περίπτωση ανάλογων εγχώριων απαιτήσεων· |
β) |
να παρέχει τη συνδρομή που προβλέπεται στα άρθρα 73 έως 78 του κανονισμού εφαρμογής, όταν η αρχική αίτηση σύμφωνα με τα άρθρα 73 έως 75 του κανονισμού εφαρμογής αφορά απαιτήσεις άνω των πέντε ετών, από την κατάρτιση του εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την είσπραξη σύμφωνα με τις νομοθετικές και τις κανονιστικές διατάξεις ή τις διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή, έως την ημερομηνία της αίτησης. Ωστόσο, εάν αμφισβητηθεί η απαίτηση ή ο τίτλος, η προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία η αιτούσα χώρα αποδεικνύει ότι η απαίτηση ή ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί. |
Άρθρο 80
Συντηρητικά μέτρα
Ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δύναται να λάβει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη μιας απαίτησης, εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν.
Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, οι διατάξεις και διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 73 έως 75 και 77 του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζονται κατ' αναλογία.
Άρθρο 81
Έξοδα
1. Δεν απαιτούνται έξοδα εκτέλεσης όταν η απαίτηση εισπράττεται με τη μέθοδο του συμψηφισμού που αναφέρεται στα άρθρα 71 και 72 του κανονισμού εφαρμογής.
2. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση εισπράττει επίσης από τον ενδιαφερόμενο όλα τα έξοδα που συνδέονται με την είσπραξη σύμφωνα με τα άρθρα 73 έως 77 και 81 και διατηρεί το αντίστοιχο ποσό, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της, οι οποίες εφαρμόζονται σε ανάλογες απαιτήσεις.
3. Τα κράτη μέλη παραιτούνται αμοιβαία από οποιαδήποτε επιστροφή εξόδων που προκύπτουν από την αμοιβαία συνδρομή κατ' εφαρμογή των κανόνων του βασικού κανονισμού ║ ή του κανονισμού εφαρμογής.
4. Κατά τις εισπράξεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία και συνεπάγονται πολύ υψηλό ποσό εξόδων, οι αιτούσες αρχές και οι αρχές στις οποίες υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να συμφωνήσουν ειδικές λεπτομέρειες επιστροφής για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής παραμένει υπεύθυνη, έναντι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, για τα έξοδα και τις ζημίες που ενδεχομένως υφίσταται κατόπιν αγωγών που κρίθηκαν αβάσιμες είτε ως προς την ύπαρξη της απαίτησης είτε ως προς το κύρος του τίτλου που εκδόθηκε από την αιτούσα αρχή.
ΤΙΤΛΟΣ V
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 82
Διοικητικός και ιατρικός έλεγχος
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 27, όταν ένας δικαιούχος παροχών που αναφέρονται στα κεφάλαια I, II και IV του τίτλου III διαμένει ή κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης, ο ιατρικός έλεγχος πραγματοποιείται, ύστερα από αίτηση του φορέα αυτού, από το φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας του δικαιούχου με τον τρόπο που προβλέπεται από τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο τελευταίος αυτός φορέας. Στην περίπτωση αυτή, ο φορέας οφειλέτης δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις του φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας.
Εάν ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας καλείται, δυνάμει του άρθρου 82 του βασικού κανονισμού ║, να προβεί σε ιατρική γνωμάτευση, ενεργεί σύμφωνα με τις διατυπώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει. Ελλείψει τέτοιων διατυπώσεων, ο εν λόγω φορέας απευθύνεται στο φορέα οφειλέτη για να πληροφορηθεί τις διατυπώσεις που πρέπει να τηρήσει.
Ο φορέας οφειλέτης διατηρεί επίσης το δικαίωμα να προβεί σε εξέταση του δικαιούχου από ιατρό της επιλογής του. Εντούτοις, ο δικαιούχος μπορεί να κληθεί να μεταβεί στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα του ο φορέας οφειλέτης μόνον εφόσον είναι σε θέση να μετακινηθεί χωρίς αυτό να βλάψει την υγεία του και τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής αναληφθούν από τον φορέα οφειλέτη.
2. Όταν ένας δικαιούχος παροχών που αναφέρονται στα κεφάλαια I, II και IV του τίτλου III διαμένει ή κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης, ο διοικητικός έλεγχος διενεργείται, ύστερα από αίτηση του φορέα αυτού, από το φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας του δικαιούχου. Ο φορέας οφειλέτης ανακοινώνει στο φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας τα σημεία τα οποία πρέπει να αφορά ο διοικητικός έλεγχος. Σε διαφορετική περίπτωση, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας προβαίνει στον έλεγχο με τον τρόπο που προβλέπεται στη νομοθεσία του.
Ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας υποχρεούται να υποβάλει έκθεση στο φορέα οφειλέτη που ζήτησε τον έλεγχο.
Άρθρο 83
Κοινοποιήσεις
1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα στοιχεία των οργανισμών οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 1, στοιχεία ιγ), ιζ) και ιη) του βασικού κανονισμού ▐ και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία α) και β), του κανονισμού εφαρμογής , καθώς και των φορέων που έχουν οριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό εφαρμογής .
2. Οι αρχές οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτουν ηλεκτρονική ταυτότητα με τη μορφή κωδικού ταυτοποίησης και ηλεκτρονικής διεύθυνσης.
3. Η διοικητική επιτροπή ορίζει τη δομή, το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες , καθώς και τον κοινό μορφότυπο και το υπόδειγμα των κοινοποιήσεων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4. Το Παράρτημα IV του κανονισμού εφαρμογής ορίζει τη βάση δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό και η οποία συγκεντρώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τη βάση δεδομένων καταρτίζει και διαχειρίζεται η Επιτροπή. Τα κράτη μέλη, εντούτοις, έχουν την ευθύνη για την εισαγωγή των δικών τους εθνικών στοιχείων επαφής στην εν λόγω βάση δεδομένων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ακρίβεια των εθνικών στοιχείων επαφής που εισάγονται δυνάμει της παραγράφου 1.
5. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συνεχή επικαιροποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
▐
Άρθρο 84
Πληροφόρηση
1. Η διοικητική επιτροπή προετοιμάζει τις απαιτούμενες πληροφορίες για να πληροφορήσει τους ενδιαφερομένους για τα δικαιώματά τους καθώς και για τις διοικητικές διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών. Η διάδοση των πληροφοριών εξασφαλίζεται κατά προτίμηση μέσω του Διαδικτύου από δικτυακούς τόπους στους οποίους έχει πρόσβαση το κοινό. Η διοικητική επιτροπή ελέγχει την τακτική επικαιροποίησή τους.
2. Η συμβουλευτική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 75 του βασικού κανονισμού ║ μπορεί να διατυπώνει γνώμες και συστάσεις για τη βελτίωση των πληροφοριών και της διάδοσής τους.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να τίθενται στη διάθεση των προσώπων που καλύπτει ο βασικός κανονισμός ║ οι απαιτούμενες πληροφορίες για να επισημανθούν σε αυτούς οι αλλαγές που επέφεραν ο βασικός κανονισμός ║ και ο κανονισμός εφαρμογής και, συνεπώς, να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.
4. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι φορείς τους να είναι ενημερωμένοι και να εφαρμόζουν το σύνολο των κοινοτικών νομοθετικών και μη νομοθετικών διατάξεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της διοικητικής επιτροπής, στους τομείς του βασικού κανονισμού ║ και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει.
Άρθρο 85
Μετατροπή νομισμάτων
Για την εφαρμογή των διατάξεων του βασικού κανονισμού ║ και του κανονισμού εφαρμογής, η ισοτιμία ανάμεσα σε δύο νομίσματα είναι η ισοτιμία αναφοράς που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Άρθρο 86
Στατιστικές
Οι αρμόδιες αρχές καταρτίζουν και διαβιβάζουν τις στατιστικές για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού ║ και του κανονισμού εφαρμογής στη Γραμματεία της διοικητικής επιτροπής. Τα δεδομένα αυτά συλλέγονται και οργανώνονται με βάση το σχέδιο και τη μέθοδο που ορίζονται από τη διοικητική επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξασφαλίζει τη διάδοση των πληροφοριών αυτών.
Άρθρο 87
Τροποποίηση παραρτημάτων
Τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV του κανονισμού εφαρμογής καθώς και τα Παραρτήματα I, VI, VII, VIII και IX, του βασικού κανονισμού ║ μπορούν να τροποποιηθούν με κανονισμό της Επιτροπής ύστερα από αίτηση του ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ή των αρμόδιων αρχών τους και κατόπιν ομόφωνης συμφωνίας της διοικητικής επιτροπής.
Άρθρο 88
Μεταβατικές διατάξεις
Οι διατάξεις του άρθρου 87 του βασικού κανονισμού ║ εφαρμόζονται στις καταστάσεις που καλύπτει ο κανονισμός εφαρμογής.
Άρθρο 89
Κατάργηση
1. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 ║καταργείται από … (8).
Ωστόσο, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 παραμένει σε ισχύ και συνεχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα για τους σκοπούς:
α) |
του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνο λόγω της ιθαγένειάς τους (9), έως ότου καταργηθεί ή τροποποιηθεί ο εν λόγω κανονισμός· |
β) |
του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1661/85 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1985, για τις τεχνικές προσαρμογές της κοινοτικής νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης των διακινούμενων εργαζομένων όσον αφορά τηΓροιλανδία (10), έως ότου καταργηθεί ή τροποποιηθεί ο εν λόγω κανονισμός· |
γ) |
της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (11), της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (12), καθώς και άλλων συμφωνιών που περιέχουν παραπομπή στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72, έως ότου οι εν λόγω συμφωνίες τροποποιηθούν, υπό το πρίσμα του παρόντος κανονισμού. |
2. Στην οδηγία 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης των μισθωτών και των μη μισθωτών που μετακινούνται εντός της Κοινότητας (13) οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 θεωρούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 90
Τελικές διατάξεις
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει έξι μήνες από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
║, […]
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
(1) ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1, διορθωτικό στην ΕΕ L 200 της 7.6.2004, σ. 1.
(2) ΕΕ C 324 της 30.12.2006, σ. 59.
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008.
(4) ΕΕ L 150 της 10.6.2008, σ. 28.
(5) ΕΕ L 74 της ║27.3.1972, σ. 1. ║.
(6) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.
(7) Πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του κανονισμού εφαρμογής .
(8) Ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(9) ΕΕ L 124, ║ 20.5.2003, σ. 1.
(10) ΕΕ L 160, ║ 20.6.1985, σ. 7.
(12) ΕΕ L 114, ║30.4.2002, σ. 6. ║.
(13) ΕΕ L 209, ║ 25.7.1998, σ. 46.
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων που παραμένουν σε ισχύ και νέες διατάξεις εφαρμογής διμερών συμβάσεων
(άρθρο 8 παράγραφος 1 και άρθρο 9 παράγραφος 2)
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους
(άρθρα 32 και 41)
Α. |
Ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους στους οποίους δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Τίτλου III κεφάλαιο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 που αφορούν παροχές σε είδος
|
Β. |
Ειδικά συστήματα για δημοσίους υπαλλήλους στους οποίους δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Τίτλου III κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 που αφορούν παροχές σε είδος
|
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
Κράτη μέλη που επιστρέφουν τις δαπάνες των παροχών με βάση κατ' αποκοπή ποσά
(άρθρο 62 παράγραφος 1)
Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Αρμόδιες αρχές και φορείς, φορείς του τόπου κατοικίας και διαμονής, σημεία πρόσβασης, φορείς και οργανισμοί που έχουν οριστεί από τις αρμόδιες αρχές
(άρθρο 83 παράγραφος 4)