This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52003AE0749
Opinion of the European Economic and Social Committee on the "Proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council concerning the quality of bathing water" (COM(2002) 581 final — 2002/0254 (COD))
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης" (COM(2002) 581 τελικό — 2002/0254 (COD))
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης" (COM(2002) 581 τελικό — 2002/0254 (COD))
ΕΕ C 220 της 16.9.2003, p. 39–43
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης" (COM(2002) 581 τελικό — 2002/0254 (COD))
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 220 της 16/09/2003 σ. 0039 - 0043
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης" (COM(2002) 581 τελικό - 2002/0254 (COD)) (2003/C 220/09) Στις 13 Νοεμβρίου 2002, και σύμφωνα με το άρθρο 175, παράγραφος 1, της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση. Το ειδικευμένο τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 26 Μαΐου 2003 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Buffetaut Κατά την 400ή σύνοδο ολομέλειας της 18ης και 19ης Ιουνίου 2003 (συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 81 ψήφους υπέρ, 1 κατά και χωρίς αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Κύρια σημεία της ανακοίνωσης της Επιτροπής 1.1. Το πεδίο εφαρμογής 1.1.1. Η πρόταση οδηγίας αφορά τα ύδατα κολύμβησης και όχι τα ύδατα για άλλες δραστηριότητες αναψυχής, δηλαδή δραστηριότητες όπως η κυματοδρομία, η ιστιοσανίδα και το καγιάκ, κατά τις οποίες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κατάποσης νερού, πτώσης και βύθισης στο νερό. Η Επιτροπή κρίνει, ωστόσο, ότι χρειάζεται να βελτιωθεί η προστασία των ατόμων που ασχολούνται με αυτού του είδους δραστηριότητες μέσω της καλύτερης πληροφόρησης. 1.2. Οι παράμετροι 1.2.1. Βασική καινοτομία της πρότασης αποτελεί η δραστική μείωση του αριθμού των παραμέτρων από 19 σε 2 καίριας σημασίας μικροβιολογικές παραμέτρους που θα συμπληρώνονται με οπτική επιθεώρηση (αποικίες αλγών, πετρέλαιο) και μετρήσεις του pH στα γλυκά νερά. 1.2.2. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δύο παράμετροι που διατηρούνται ως δείκτες (εντερόκοκκοι και κολοβακτηρίδια) επιτρέπουν την καλύτερη δυνατή συσχέτιση περιττωματικής ρύπανσης και επιπτώσεων για την υγεία. Πράγματι, η ποιοτική ταξινόμηση των υδάτων κολύμβησης εξαρτάται από τον κίνδυνο νόσησης μετά από κολύμβηση σε μολυσμένα ύδατα. 1.2.3. Η Επιτροπή προτείνει μια υποχρεωτική τιμή για το πρότυπο "καλή ποιότητα" και μια ενδεικτική τιμή για το πρότυπο "εξαιρετική ποιότητα" όσον αφορά τις συγκεντρώσεις των εντεροκόκκων και των κολοβακτηριδίων στα ύδατα κολύμβησης. Τα πρότυπα αυτά (βλ. παράρτημα Ι), τα οποία ορίζονται από το επίπεδο του αποδεκτού κινδύνου, είναι πολύ αυστηρότερα από τα ισχύοντα σήμερα. Αντιστοιχούν σε κίνδυνο 5 % (πρότυπο ικανοποιητικής ποιότητας) και 3 % (πρότυπο εξαιρετικής ποιότητας) για γαστρεντερίτιδα και σε κίνδυνο 2,5 % (πρότυπο ικανοποιητικής ποιότητας) και 1 % για οξείες εμπύρετες αναπνευστικές νόσους. 1.3. Επίτευξη πραγματικής διαχείρισης των υδάτων κολύμβησης 1.3.1. Η Επιτροπή ορίζει με μία ορισμένη ελαστικότητα τη συχνότητα ανάλυσης των υδάτων κολύμβησης (2 δείγματα το μήνα σε περίπτωση παρακολούθησης ρουτίνας) στο παράρτημα ΙV καθώς και εναρμονισμένα πρότυπα για τους χειρισμούς των δειγμάτων στο παράρτημα V, προκειμένου να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των αναλύσεων που διενεργούνται στα διάφορα κράτη μέλη. 1.3.2. Πέρα από αυτούς τους κανόνες, η Επιτροπή εύχεται οι αρμόδιες αρχές να επιτύχουν μια πραγματική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων κολύμβησης η οποία να συμπεριλαμβάνει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υδάτων αυτών (παράρτημα ΙΙΙ), την εξακρίβωση των δυνητικών πηγών ρύπανσης, τη συγκέντρωση, την ανάλυση και ερμηνεία δεδομένων για την ποιότητα του νερού, την ενημέρωση του πληθυσμού καθώς και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση έκτακτων περιστατικών. 2. Γενικές παρατηρήσεις 2.1. Η προστασία των υδάτων κολύμβησης και ο έλεγχος της ποιότητάς τους ήταν από τα πρώτα και επιτυχέστερα στοιχεία της ευρωπαϊκής πολιτικής για το νερό. Η πρώτη οδηγία του 1976 είχε πολύ θετικές επιπτώσεις αλλά και ως αποτέλεσμα την ευαισθητοποίηση του κοινού. Η έκθεση για τα ύδατα κολύμβησης, που δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Επιτροπή, υπογραμμίζει την ουσιαστική πρόοδο που σημειώθηκε σε ό,τι αφορά την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης. Η πιο πρόσφατη έκθεση (κολυμβητική περίοδος 2001) αποκαλύπτει υψηλό βαθμό συμμόρφωσης καθώς και σημαντικές βελτιώσεις της ποιότητας των υδάτων την τελευταία δεκαετία όχι μόνο στις θαλάσσιες ακτές κολύμβησης αλλά και στα εσωτερικά ύδατα κολύμβησης (ποτάμια, λίμνες). 2.2. Η ΕΟΚΕ, εκτιμώντας την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο αλλά και τις νέες οδηγίες στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και ιδιαίτερα την οδηγία πλαίσιο της 23ης Οκτωβρίου 2000, θεωρεί δικαιολογημένη την αρχή της νέας πρότασης οδηγίας(1). 2.2.1. Κρίνει ότι εάν ο καθορισμός της επικινδυνότητας αποτελεί πολιτική απόφαση, τότε πρέπει να στηρίζεται στις πλέον πρόσφατες επιστημονικές γνώσεις. 2.2.2. Εντούτοις, υπογραμμίζει την ανάγκη να αποτραπεί κάθε νομοθετικός πλεονασμός ώστε να μη πολλαπλασιαστούν τα περιττά εμπόδια. 2.2.3. Υπογραμμίζει, επίσης, την ανάγκη να προβλεφθούν προσωρινά μέτρα από τη λήξη της παλαιάς έως την έναρξη της ισχύος της νέας ρύθμισης, ώστε να αποτραπεί κάθε σύγχυση όσον αφορά την ερμηνεία των παλαιών και των νέων παραμέτρων. 2.3. Πεδίο εφαρμογής 2.3.1. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι δραστηριότητες αναψυχής στο υγρό στοιχείο εκτός της κολύμβησης πραγματοποιούνται σε ύδατα που βρίσκονται μακριά από τις ακτές σε μία έκταση που δεν προσφέρεται για κολυμβητές ή απλούς λουόμενους, ότι τα ύδατα αυτά είναι συνήθως πιο ταραγμένα έως έντονα ταραγμένα, και ότι οι δραστηριότητες αυτές πραγματοποιούνται για μια μεγαλύτερη περίοδο του έτους απ' ό,τι η κολύμβηση. Συνεπώς, εάν συμπεριληφθούν και τα λεγόμενα ύδατα αναψυχής στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών θα αυξηθούν αισθητά χωρίς να είναι αποδεδειγμένη η χρησιμότητα παρόμοιων υποχρεώσεων. 2.3.2. Λόγω της διαφορετικής φύσης και των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τα ύδατα κολύμβησης από τα ύδατα δραστηριοτήτων αναψυχής, της μεγάλης δυσκολίας, εάν όχι αδυναμίας, από τεχνική και επιστημονική άποψη, να πραγματοποιηθούν αξιόπιστοι έλεγχοι στα θαλάσσια και άλλα κινούμενα ύδατα και των περιορισμένων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τους κινδύνους υγείας που συνδέονται με τα αθλήματα που ασκούνται στα ύδατα αναψυχής, η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμο τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της πρότασης οδηγίας στα ύδατα κολύμβησης. Εξάλλου παρατηρεί ότι το πρόβλημα δεν τίθεται στα ύδατα από τα οποία ξεκινούν οι δραστηριότητες αναψυχής, στα οποία στην πραγματικότητα ο κίνδυνος ανατροπής ή πτώσης στο νερό είναι μεγαλύτερος, διότι στο σημείο αυτό τα εν λόγω ύδατα είναι και ύδατα κολύμβησης. 2.4. Οι παράμετροι 2.4.1. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο ισχύον καθεστώς, στην πράξη χρησιμοποιούνται τρεις μόνο μικροβιολογικές παράμετροι για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των υδάτων στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα υπόλοιπα στοιχεία (πετρέλαια, pH κλπ) συγκεντρώνονται για στατιστικούς και ενημερωτικούς σκοπούς. Πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το κυριότερο εμπόδιο για την επίτευξη ικανοποιητικής ποιότητας των υδάτων είναι η βακτηριολογική ρύπανση. Επιπλέον, με την οδηγία πλαίσιο ήδη έχει εισαχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα χημικού και βιολογικού ελέγχου για όλα τα ύδατα και, συνεπώς, είναι σκόπιμο να αποτραπεί ο νομοθετικός πλεονασμός. 2.4.2. Το επίπεδο του κινδύνου μπορεί να φανεί ενδεχομένως ακόμη υψηλό. Όμως, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι εάν συγκριθούν τα παλαιά με τα νέα πρότυπα διαπιστώνεται ότι οι ενδεικτική τιμή (εξαιρετική ποιότητα) του 1976 αντιστοιχούσε σε κίνδυνο της τάξης του 5 % όσον αφορά τη νόσηση από γαστρεντερίτιδα ενώ η υποχρεωτική τιμή ανερχόταν σε κίνδυνο της τάξης του 12 έως 15 %. Τα νέα πρότυπα εξαιρετικής ποιότητας πλησιάζουν την απόλυτη απουσία μολυσματικών στοιχείων, ενώ τα πρότυπα ικανοποιητικής ποιότητας αντιστοιχούν στον κίνδυνο που διατρέχουμε όταν ένα μέλος της οικογένειάς μας έχει προσβληθεί από τον ιό της γρίπης και επομένως ο μόνος κίνδυνος που μπορεί να προκύψει είναι ο κίνδυνος υπέρβασης των προτεινόμενων προτύπων. 2.4.3. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι ο ορισμός των παραμέτρων και η αρχή της διαχείρισης των υδάτων κολύμβησης αποτελούν καθοριστικά στοιχεία της πρότασης οδηγίας. Παρατηρεί ότι οι νέες παράμετροι, τόσο για τα ύδατα "καλής ποιότητας" όσο και για τα ύδατα "εξαιρετικής ποιότητας", συνεπάγονται αισθητά υψηλότερες ποιοτικές απαιτήσεις για τα ύδατα κολύμβησης σε σύγκριση με την οδηγία του 1976. Σχετικά ζητά να επιβεβαιώνεται η εγκυρότητα των επιδημιολογικών μελετών που διενεργούνται για τον καθορισμό των τιμών και, συγκεκριμένα να βασίζονται σε επαρκή αριθμό αναλύσεων. Μολονότι οι παράμετροι που ορίστηκαν είναι ορθές, ο ισχυρισμός ότι η έρευνα με ιούς ως δείκτες εξακολουθεί να είναι αναγκαία δεν κρίνεται βάσιμος λαμβανομένης υπόψη της σημερινής κατάστασης των γνώσεων και διότι, από πρακτικής άποψης, η μεταβλητότητα των διαλυμάτων των ιών στο νερό καθιστά αδύνατη κάθε σταθερή και αξιόπιστη μέτρηση. 2.4.4. Θεωρεί απόλυτα βάσιμο και φυσικό το αίτημα της κοινής γνώμης να διαθέτει ύδατα κολύμβησης υψηλής ποιότητας. Εκ πρώτης όψεως, η μικρή διαφορά μεταξύ των προτεινόμενων κριτηρίων για τα ύδατα εξαιρετικής και τα ύδατα ικανοποιητικής ποιότητας φαίνεται κρίνεται ελάχιστη έτσι ώστε ορισμένοι εμπειρογνώμονες διερωτώνται ποιο είναι το όφελος από απόψεως δημόσιας υγείας που προκύπτει από τη διάκριση μεταξύ υδάτων εξαιρετικής ποιότητας και υδάτων ικανοποιητικής ποιότητας, όπως προτείνεται στο νέο κείμενο. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις και εξηγήσεις σχετικά με το θέμα. Ωστόσο, η "απλή" ύπαρξη της ταξινόμησης "ύδατα εξαιρετικής ποιότητας" θα ενθαρρύνει αναπόφευκτα τις αρμόδιες αρχές να βελτιώνουν συνεχώς τα ύδατα κολύμβησης προκειμένου να φθάσουν ένα επίπεδο εξαιρετικής ποιότητας. Τούτο δημιουργεί έναυσμα για συνεχή βελτίωση των υδάτων και, στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές είναι οι πλέον κατάλληλες προκειμένου να κρίνουν σχετικά με το θέμα κόστους/οφέλους. 2.4.5. Θεωρεί ότι οι συνέπειες της εφαρμογής των νέων παραμέτρων για την υποβάθμιση των ζωνών κολύμβησης θα πρέπει να εξετάζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια στο έντυπο αξιολόγησης επιπτώσεων. 2.5. Παρακολούθηση και πρότυπα για τους χειρισμούς των δειγμάτων 2.5.1. Η ΕΟΚΕ επικροτεί την ευελιξία που προβλέπεται όσον αφορά την παρακολούθηση ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των υδάτων που αναλύονται και τα τοπικά χαρακτηριστικά, γεγονός το οποίο συμβιβάζεται με την αρχή της επικουρικότητας. 2.5.2. Επίσης, επιδοκιμάζει την εναρμόνιση των προτύπων χειρισμού των δειγμάτων, η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη της συγκρισιμότητας της ποιότητας των υδάτων σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τονίζει, όμως, ότι η συγκρισιμότητα είναι πραγματικά εφικτή μόνον όταν υπάρχει και ομοιομορφία των μεθόδων ανάλυσης. 2.5.3. Επισημαίνει ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι ανάλυσης, η ανάλυση με μικροπλακίδια που είναι και η πλέον σύγχρονη και πλέον αποτελεσματική και η μέθοδος της διήθησης που είναι παλαιότερη μέθοδος. Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, η γενικευμένη χρήση των πλέον σύγχρονων μεθόδων θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του ελέγχου της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης. 2.6. Η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης 2.6.1. Σε ό,τι αφορά την ταυτότητα των υδάτων, παρατηρείται ότι το παράρτημα ΙΙΙ περιλαμβάνει εξαιρετικά ευρείες διατάξεις (β και γ) που δημιουργούν το ερώτημα εάν είναι πρακτικά εφαρμόσιμες και εάν οι σχετικές απαιτήσεις είναι ρεαλιστικές. Απαιτείται, για παράδειγμα, ο προσδιορισμός, ποιοτικός και ποσοτικός, της ταυτότητας όλων των δυνητικών πηγών ρύπανσης καθώς και του ρυπαντικού δυναμικού των εν λόγω πηγών όσον αφορά τα ύδατα κολύμβησης. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε, όμως, να πραγματοποιηθεί η σχετική μέτρηση στα ύδατα ενός μεγάλου πλωτού ποταμού; Μέχρι ποια απόσταση από την πηγή; Πώς μπορεί να εκτιμηθεί ο κίνδυνος της διάχυτης ρύπανσης, κυρίως γεωργικής προέλευσης; Πρέπει, συνεπώς, να διευκρινιστεί ποιο είδος ρύπανσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. 2.6.2. Η ΕΟΚΕ, μολονότι κατανοεί την επιθυμία της Επιτροπής να παροτρύνει τα κράτη μέλη και τις τοπικές αρχές να προσδιορίσουν την ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης, θεωρεί ότι το εύρος των απαιτήσεων καθιστά το στόχο μη ρεαλιστικό ή ανέφικτο. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί επακριβέστερα η φύση των εξεταζόμενων ρύπων καθώς και οι δυνητικές πηγές ρύπανσης, κυρίως ως προς το χρόνο και την απόσταση. Επίσης, θα ήταν πιο ρεαλιστικό να εστιαστεί η προσοχή στις κυριότερες δυνητικές πηγές ρύπανσης αντί να επιδιώκεται ο εντοπισμός όλων των πηγών, πράγμα που είναι ανέφικτο. 3. Ειδικές παρατηρήσεις 3.1. Άρθρο 4: ποιοτική ταξινόμηση 3.1.1. Δεδομένης της φαινομενικά ελάχιστης διαφοράς μεταξύ των προτεινόμενων κριτηρίων για ύδατα εξαιρετικής και ύδατα ικανοποιητικής ποιότητας, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις και εξηγήσεις σχετικά με το θέμα προκειμένου να εκτιμήσει τις αμφιβολίες ορισμένων εμπειρογνωμόνων σχετικά με το όφελος από απόψεως δημόσιας υγείας που προσφέρει η επίτευξη υδάτων εξαιρετικής ποιότητας. Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι οι αρμόδιες αρχές είναι οι πλέον κατάλληλες προκειμένου να εκτιμήσουν ορθά τη σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας του μέτρου αυτού. Παρατηρεί, όμως, ότι η ύπαρξη της ταξινόμησης "ύδατα εξαιρετικής ποιότητας" θα ενθαρρύνει αναπόφευκτα τις αρμόδιες αρχές να βελτιώνουν συνεχώς τα ύδατα κολύμβησης, πράγμα το οποίο μπορεί να αποτελέσει συγκριτικό πλεονέκτημα για ορισμένες περιφέρειες. 3.1.2. Ε ΕΟΚΕ ζητά να μετρηθούν σοβαρά οι επιπτώσεις των νέων μέτρων σχετικά με την υποβάθμιση των ζωνών κολύμβησης και να επιβεβαιωθεί με ασφαλή τρόπο η επιδημιολογική μελέτη για των καθορισμό των τιμών. 3.2. Άρθρο 10: Μελέτες και αναλύσεις μετά την ταξινόμηση 3.2.1. Η περιοδικότητα των μελετών και αναλύσεων μετά την ταξινόμηση δείχνει ότι η Επιτροπή μάλλον θεωρεί τα επιτευχθέντα αποτελέσματα ως μόνιμα. Στην πράξη, οι τοπικές αρχές πραγματοποιούν για τις πλέον πολυσύχναστες ζώνες κολύμβησης συχνότερους ελέγχους. Επομένως, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συχνότητα των ελέγχων που προτείνεται στο άρθρο 10 αποτελεί τον ελάχιστο κανόνα. 3.3. Άρθρο 11: εναρμονισμένα πρότυπα 3.3.1. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί απόλυτα με την εναρμόνιση των προτύπων αλλά τονίζει ότι η εναρμόνιση αυτή θα είναι πραγματικά αποτελεσματική μόνον εάν υπάρξει και εναρμόνιση των μεθόδων ανάλυσης ώστε να διασφαλιστεί πράγματι η συγκρισιμότητα των δειγμάτων. 3.3.2. Εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν έχουν προβλεφθεί μέτρα που να ενθαρρύνουν τη υιοθέτηση των πλέον σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων μέτρησης (μέθοδος μικροπλακιδίων). 3.4. Άρθρο 12: σχέδιο αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων 3.4.1. Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου 12 περιλαμβάνουν λεπτομέρειες οι οποίες αφορούν περισσότερο την πολιτική άμυνα και δεν έχουν οπωσδήποτε λόγω να βρίσκονται στο άρθρο αυτό. Συνεπώς το άρθρο θα μπορούσε να περιοριστεί στην πρώτη παράγραφο ή και να διαγραφεί. 3.5. Άρθρο 13: Συμμόρφωση 3.5.1. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 13 επιτρέπει ύδατα κολύμβησης που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπαρκούς ποιότητας να θεωρούνται, ωστόσο, ως, προσωρινώς ανταποκρινόμενα προς τις διατάξεις της οδηγίας για μια περίοδο τριών χρόνων. Πρόκειται, δηλαδή, για μέτρο προσωρινής απόκλισης. Την περίοδο αυτή, πρέπει να παρέχονται στο κοινό σαφείς πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη βελτίωση των υδάτων κολύμβησης και αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί. 3.6. Άρθρο 14: αξιολόγηση των φυσικοχημικών παραμέτρων 3.6.1. Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η μέτρηση των φυσικοχημικών παραμέτρων είναι αποτελεσματικότερη και σκοπιμότερη όταν βασίζεται περισσότερο στα ιζήματα παρά στο νερό. 3.6.2. Όσον αφορά τη μέτρηση της τοξικότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δοκιμές οικολογικής τοξικότητας μέσω της έκθεσης, π.χ., μυδιών, ιχθύων, ή αλγών σε τοξικές ουσίες είναι καταλληλότερες από άποψης χρόνιας τοξικότητας απ' ό,τι οι δοκιμές με ποντίκια, όπως αναφέρεται στο παράρτημα Ι. 3.7. Άρθρο 16: ενημέρωση του κοινού 3.7.1. Δεν γίνεται καμία μνεία στις δοκιμές μικροβιολογικής σήμανσης και τις καθημερινές χρωματομετρικές δοκιμές, που βρίσκονται στο στάδιο της έγκρισης, οι οποίες αποτελούν, ωστόσο, ένα μέσο πρόληψης και ενημέρωσης και συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων των τοπικών αρχών, που οφείλουν να αντιδρούν χωρίς καθυστέρηση στις αλλοιώσεις της ποιότητας των υδάτων. 3.8. Άρθρο 19: τεχνικές τροποποιήσεις 3.8.1. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού αναφέρεται στη συμπλήρωση αποτελεσμάτων των μετρήσεων ανίχνευσης ιών. Ωστόσο από τεχνική άποψη είναι σχεδόν αδύνατο να συγκεντρωθούν, με τις συνήθεις σημερινές τεχνικές, αναπαραγώγιμα και αξιόπιστα στοιχεία στον τομέα αυτό σε ύδατα κολύμβησης και ακόμη περισσότερο σε ζώντα ύδατα. 3.9. Άρθρο 20: επικουρική επιτροπή 3.9.1. Η ΕΟΚΕ δεν διαμφισβητεί τη σύσταση της επιτροπής αυτής αλλά εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν δίδονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεσή της ή την ιδιότητα των μελών της. 3.10. Παράρτημα Ι: παράμετροι για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης 3.10.1. Συμπληρώνοντας την παρατήρηση που διατύπωσε σε προηγούμενο σημείο σχετικά με τα ύδατα εξαιρετικής και τα ύδατα ικανοποιητικής ποιότητας, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι στη στήλη Δ (μέθοδοι ανάλυσης) η πρώτη τιμή ΙSO είναι ελλιπής: λείπει ο τελευταίος αριθμός μετά την παύλα. Αντιθέτως, η δεύτερη τιμή ΙSO είναι πλήρης αλλά αποκλείει τη μέθοδο μέτρησης με μικροπλακίδια, που είναι, ωστόσο, η πλέον αξιόπιστη μέθοδος, και επιτρέπει μόνο τη μέτρηση με διήθηση. 3.11. Παράρτημα ΙΙ: αξιολόγηση των υδάτων κολύμβησης 3.11.1. Το τελευταίο σημείο, το οποίο είναι προφανώς αποτέλεσμα συμβιβασμού, δεν είναι σαφές και προτείνεται να διαγραφεί. 3.12. Παράρτημα ΙΙΙ: η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης 3.12.1. Τα σημεία δ) και γ) απαιτούν πληροφορίες που είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν με βεβαιότητα. Κάθε προσπάθεια τυποποίησης στο θέμα αυτό θα ήταν αυταπάτη και, συνεπώς, θα ήταν λογικότερο να ζητείται απλώς ο προσδιορισμός των κυριότερων δυνητικών πηγών ρύπανσης. 3.12.2. Το σημείο ε) δε μπορεί να έχει καμία σοβαρή χρησιμότητα και το γεγονός ότι αναφέρεται στη στήλη της κατηγορίας εξαιρετικής ποιότητας καθιστά αδύνατη την επίτευξη αυτής της ποιότητας. Η ΕΟΚΕ ζητεί, συνεπώς, να διαγραφεί το σημείο ε). 3.13. Παράρτημα ΙV: συχνότητα παρακολούθησης 3.13.1. Η ελάχιστη συχνότητα που προβλέπεται για την ανάλυση των υδάτων είναι υπερβολικά αραιή και δεν ανταποκρίνεται στην συχνότητα που εφαρμόζεται στην πράξη στις πολυσύχναστες ζώνες. Εξάλλου, δεν επιτρέπει τη συγκέντρωση πρόσφορων στατιστικών δεδομένων. 3.14. Παράρτημα V: Πρότυπα για τους χειρισμούς των δειγμάτων 3.14.1. Βασικό κριτήριο είναι ότι ο αριθμός των λουόμενων επηρεάζει ελάχιστα την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης τα οποία ορίζονται σύμφωνα με τις παραμέτρους της παρούσας πρότασης οδηγίας. 3.14.2. Δειγματοληψία: θα ήταν χρήσιμο να τονιστεί η σημασία της εναρμόνισης των μεθόδων ανάλυσης. 3.15. Έντυπο αξιολόγησης επιπτώσεων 3.15.1. Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι το έντυπο αξιολόγησης επιπτώσεων είναι ελλιπές τόσο όσον αφορά τη σχέση κόστους/οφέλους της πρότασης όσο και όσον αφορά την αξιολόγηση των επιπτώσεων σε περίπτωση υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης. 4. Συμπεράσματα 4.1. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία μιας νέας οδηγίας η οποία, αφενός, λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και αποτελεί μέσο για την καλύτερη αξιολόγηση της ποιότητας των υδάτων και, αφετέρου, συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας αυτής. Τονίζει ότι είναι αναγκαίο να περιοριστεί η οδηγία σε ρεαλιστικές συστάσεις που προσφέρουν πραγματικό όφελος στη δημόσια υγεία. Από την άποψη αυτή, συμφωνεί τα ύδατα που προσφέρονται για άλλες δραστηριότητες αναψυχής να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και εμμένει στην ανάγκη στήριξης των νέων παραμέτρων και κριτηρίων σε ασφαλείς και πρόσφορες επιστημονικές και επιδημιολογικές μελέτες. Συνιστά να ενθαρρυνθεί η χρήση των πλέον σύγχρονων και αξιόπιστων μεθόδων καθώς και των μεθόδων που επιτρέπουν την όσο το δυνατό ταχύτερη ενημέρωση των ενδιαφερόμενων αρχών και της κοινής γνώμης. Κρίνει ότι η ταυτότητα των υδάτων κολύμβησης που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙΙ πρέπει να ορίζει καλύτερα τη φύση των ρύπων και πρέπει να αναθεωρηθεί προκειμένου να μην περιλαμβάνει διατάξεις που δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στην πράξη. Ζητεί να προσδιοριστούν σαφέστερα τα μεταβατικά μέτρα που θα ισχύουν μεταξύ των παλαιών και των νέων προτύπων. 4.2. Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι το κοινό ζητά προπάντων σαγή, ταχεία, και συχνή πληροφόρηση σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης. 4.3. Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης πολυμορφίας των ζωνών κολύμβησης στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΟΚΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας που αποτελεί το βασικό όρο της ορθής διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Βρυξέλλες, 19 Ιουνίου 2003. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Roger Briesch (1) Η παρούσα πρόταση σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα (δράση 16) της στρατηγικής για την προστασία και την διατήρηση του θαλασσίου περιβάλλοντος που προτείνει η Επιτροπή και για την οποία η ΕΟΚΕ έχει εκδώσει γνωμοδότηση.