20.12.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 347/74 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1289/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 11ης Δεκεμβρίου 2013
για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο α),
την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου της νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο εφαρμοστέος μηχανισμός αμοιβαιότητας όταν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου (2) εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους πρέπει να προσαρμοσθεί υπό το πρίσμα της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παράγωγες νομικές βάσεις. Επιπλέον, ο εν λόγω μηχανισμός πρέπει να προσαρμοσθεί ούτως ώστε να προβλέπει αντίδραση της Ένωσης ως πράξη αλληλεγγύης, εάν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους. |
(2) |
Μετά από κοινοποίηση κράτους μέλους ότι τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιδρούν από κοινού, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο σε επίπεδο Ένωσης σε μία κατάσταση που αφορά την Ένωση στο σύνολό της και υποβάλλει τους πολίτες της σε διαφορετική μεταχείριση. |
(3) |
Η πλήρης αμοιβαιότητα όσον αφορά τις θεωρήσεις είναι ένας στόχος που θα πρέπει να επιδιώξει η Ένωση με προορατικό τρόπο στις σχέσεις της με τρίτες χώρες, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη βελτίωση της αξιοπιστίας και της συνέπειας της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης. |
(4) |
Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει μηχανισμό για την προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου («μηχανισμός αναστολής») σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, εφόσον απαιτείται άμεση αντίδραση για την επίλυση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει τουλάχιστον ένα κράτος μέλος και λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο σύνολο της Ένωσης. |
(5) |
Για τους σκοπούς του μηχανισμού αναστολής, μια σημαντική και απότομη αύξηση σημαίνει αύξηση που υπερβαίνει το κατώφλι του 50 %. Μπορεί επίσης να σημαίνει χαμηλότερη αύξηση, εάν η Επιτροπή την κρίνει εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση που κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος. |
(6) |
Για τους σκοπούς του μηχανισμού αναστολής, το χαμηλό ποσοστό αναγνώρισης σημαίνει ποσοστό αναγνώρισης αιτήσεων ασύλου που ανέρχεται σε περίπου 3 ή 4 %. Μπορεί επίσης να σημαίνει υψηλότερο ποσοστό αναγνώρισης, εάν η Επιτροπή το κρίνει εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση που κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος. |
(7) |
Είναι ανάγκη να αποφεύγεται και να αντιμετωπίζεται οιαδήποτε κατάχρηση λόγω απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για επισκέψεις βραχείας διαμονής υπηκόων μιας τρίτης χώρας, όταν αυτοί συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη («ordre public») και την εσωτερική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους. |
(8) |
Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει νομική βάση για την επιβολή υποχρέωσης θεώρησης ή την απαλλαγή από αυτήν για τους κατόχους ταξιδιωτικών εγγράφων εκδοθέντων από ορισμένες οντότητες, αναγνωρισμένες από τα οικεία κράτη μέλη, ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου αλλά που δεν αποτελούν διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς. |
(9) |
Δεδομένου ότι οι ισχύοντες κανόνες για πρόσφυγες και απάτριδες, που θεσπίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1932/2006 του Συμβουλίου (3), δεν ισχύουν για τα εν λόγω πρόσωπα όταν αυτά διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία, είναι ανάγκη να αποσαφηνισθεί η κατάσταση όσον αφορά την υποχρέωση θεώρησης για ορισμένους πρόσφυγες και απάτριδες οι οποίοι διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποφασίζουν ελεύθερα σχετικά με την πρόβλεψη απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν αυτές τις αποφάσεις στην Επιτροπή. |
(10) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 δεν θίγει την εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών που είχε συνάψει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού και οι οποίες συνεπάγονται την ανάγκη παρέκκλισης από τους κοινούς κανόνες για τις θεωρήσεις, λαμβανομένης ταυτοχρόνως υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
(11) |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η κατάλληλη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας, δεδομένων του ιδιαίτερου ευαίσθητου πολιτικού χαρακτήρα της αναστολής από την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 και των οριζοντίων συνεπειών της για τα κράτη μέλη, τις συνδεδεμένες χώρες του Σένγκεν και για την ίδια την Ένωση, ιδίως για τις εξωτερικές σχέσεις τους και τη συνολική λειτουργία του χώρου του Σένγκεν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά ορισμένα στοιχεία του μηχανισμού αμοιβαιότητας. Κατά την ανάθεση της εξουσίας αυτής στην Επιτροπή, λαμβάνεται υπ’ όψιν η ανάγκη πολιτικής συζήτησης σχετικά με την πολιτική της Ένωσης όσον αφορά τις θεωρήσεις στο χώρο του Σένγκεν. Απηχείται επίσης η ανάγκη να εξασφαλιστούν η κατάλληλη διαφάνεια και νομική ασφάλεια κατ’ εφαρμογή του μηχανισμού αμοιβαιότητας σε όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας, ιδίως μέσω της αντίστοιχης προσωρινής τροποποίησης του Παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. |
(12) |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού αναστολής και ορισμένων διατάξεων του μηχανισμού αμοιβαιότητας, ιδίως δε για να καταστεί δυνατόν να συνεκτιμηθούν δεόντως όλοι οι σχετικοί παράγοντες και οι πιθανές συνέπειες της εφαρμογής των μηχανισμών αυτών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών των υπηκόων της οικείας τρίτης χώρας που θα πρέπει να υπαχθούν σε προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης στο πλαίσιο του μηχανισμού αμοιβαιότητας και της αντίστοιχης διάρκειας της αναστολής αυτής, καθώς και τις εξουσίες για την εφαρμογή του μηχανισμού αναστολής. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων αυτών, θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης. |
(13) |
Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της Συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (6). |
(14) |
Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (8). |
(15) |
Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου που υπογράφηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (10). |
(16) |
Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (11)· το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. |
(17) |
Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (12)· η Ιρλανδία δεν συμμετέχει, κατά συνέπεια, στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. |
(18) |
Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 1α 1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 παράγραφος 2, η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙ αναστέλλεται προσωρινά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ως έσχατη ανάγκη, βάσει του παρόντος άρθρου. 2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να απευθύνει κοινοποίηση στην Επιτροπή, αν αντιμετωπίζει, εντός εξαμήνου, σε σύγκριση με την αυτή περίοδο του προηγούμενου έτους ή το τελευταίο εξάμηνο πριν από την εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στον Παράρτημα ΙΙ, μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις που οδηγούν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την οποία δεν μπορεί να θεραπεύσει μόνο του, δηλαδή σημαντική και απότομη αύξηση του αριθμού:
Η σύγκριση με το εξάμηνο πριν από την εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ισχύει μόνο για επταετή περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους της εν λόγω τρίτης χώρας. Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τους λόγους στους οποίους βασίζεται και περιλαμβάνει συναφή δεδομένα και στατιστικά στοιχεία, καθώς και λεπτομερή επεξήγηση των προκαταρκτικών μέτρων που έχει λάβει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τη θεραπεία της κατάστασης. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αμέσως για την εν λόγω κοινοποίηση. 3. Η Επιτροπή εξετάζει οιαδήποτε κοινοποίηση που υπεβλήθη βάσει της παραγράφου 2, λαμβάνοντας υπ’ όψιν:
Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τα αποτελέσματα ς της εξέτασής της. 4. Όταν η Επιτροπή, σύμφωνα με την εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών με την οικεία τρίτη χώρα, σε στενή συνεργασία με την εν λόγω τρίτη χώρα για την εξεύρεση εναλλακτικών μακροπρόθεσμων λύσεων, αποφασίζει ότι απαιτείται δράση, εκδίδει, εντός τριμήνου από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκτελεστική πράξη για την προσωρινή εξάμηνη αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4α παράγραφος 2. Στην εκτελεστική πράξη ορίζεται η ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 4, κατά τις περιόδους της αναστολής αυτής, οι υπήκοοι της οικείας τρίτης χώρας που ανήκουν στις κατηγορίες που αφορούν οι εκτελεστικές πράξεις, υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών. 5. Πριν να λήξει η περίοδος ισχύος της εκτελεστικής πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, η Επιτροπή, σε συνεργασία με το ή τα οικεία κράτη μέλη, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού προκειμένου να μεταφερθεί από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα I η μνεία της οικείας τρίτης χώρας. 6. Όταν η Επιτροπή έχει υποβάλει νομοθετική πρόταση σύμφωνα με την παράγραφο 5, δύναται να παρατείνει την ισχύ της εκδοθείσας δυνάμει της παραγράφου 4 εκτελεστικής πράξης, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η απόφαση για την παράταση της ισχύος της εκτελεστικής πράξης εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 4α παράγραφος 2. Άρθρο 1β Μέχρι 10ης Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αμοιβαιότητας, που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 και του μηχανισμού αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 1α, και, εφόσον απαιτείται, υποβάλλει νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν επί της προτάσεως κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία». |
3) |
Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:
|
4) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 4α 1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). 2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. 3. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Άρθρο 4β 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο. 2. Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ) ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από 9ης Ιανουαρίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου. 3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ) μπορεί να ανακληθεί, ανά πάσα στιγμή, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Η ανάκληση δεν επηρεάζει το κύρος τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ευρίσκονται ήδη σε ισχύ. 4. Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 5. Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ), αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχουν εκφρασθεί σχετικές αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν και τα δύο ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου. (13) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»." |
Άρθρο 2
Το άρθρο 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001, όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδίως οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο, ισχύει επίσης και για τρίτες χώρες για τους υπηκόους των οποίων είχε επιβληθεί η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης πριν 9ης Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 3
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.
Στρασβούργο, 11 Δεκεμβρίου 2013.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
M. SCHULZ
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
V. LEŠKEVIČIUS
(1) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 5ης Δεκεμβρίου 2013.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ L 81 της 21.3.2001, σ. 1).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1932/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ L 405 της 30.12.2006, σ. 23).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(5) ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.
(6) Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).
(7) ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.
(8) Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).
(9) ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.
(10) Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).
(11) Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σέγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).
(12) Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετάχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).