Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Η διεύρυνση της ΕΕ: η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιες χώρες όσον αφορά την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για την ένταξη"
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 193 της 10/07/2001 σ. 0060 - 0069
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Η διεύρυνση της ΕΕ: η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιες χώρες όσον αφορά την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για την ένταξη" (2001/C 193/14) Στις 13 Ιουλίου 2000, και σύμφωνα με το άρθρο 23 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα την ανωτέρω διεύρυνση. Το τμήμα "Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 13 Μαρτίου 2001 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Vever. Κατά την 381η Σύνοδο Ολομέλειας της 25ης και 26ης Απριλίου 2001 (συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 2001), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Περίληψη 1.1. Εντός της τρέχουσας δεκαετίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόκειται να πραγματοποιήσει μια ευρείας κλίμακας διεύρυνση, υλοποιώντας έτσι την πρωτόγνωρη πολιτική φιλοδοξία της ενοποίησης του μεγαλύτερου τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου, από Ανατολή σε Δύση. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της στρατηγικής για τη διεύρυνση, τις οποίες αναθεώρησε η Επιτροπή το Νοέμβριο του 2000 και υιοθέτησε, στη συνέχεια, το Συμβούλιο, θεωρείται ότι αίρονται πλέον, από πλευράς ΕΕ, όλες οι προϋποθέσεις για τον χρηματοοικονομικό τομέα με βάση τη συμφωνία του Βερολίνου που προγραμμάτισε το Πρόγραμμα Δράσης 2000, και για τις θεσμικές πτυχές με βάση τη συμφωνία της Νίκαιας που αναθεώρησε τη Συνθήκη. Οι νέες διευρύνσεις εξαρτώνται κυρίως από το "φύλλο πορείας" της καθεμιάς από τις υποψήφιες χώρες, από την πρόοδο, δηλαδή, που σημειώνουν ως προς την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου, σε σχέση με αυτή που κρίνεται ικανοποιητική για τη μεγάλη πλειοψηφία των υποψηφίων, και από την κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση, η οποία θεωρείται πιθανή ήδη από το 2002 για εκείνες που βρίσκονται στην καλύτερη θέση. Η ΟΚΕ προσυπογράφει, σε γενικές γραμμές, τις εκτιμήσεις αυτές, τονίζει όμως επίσης ότι οι ευθύνες εξακολουθούν, αναγκαστικά, να είναι μοιρασμένες μεταξύ των δεκαπέντε και των υποψηφίων χωρών, όσον αφορά την ανταπόκριση στην οικονομική πρόκληση της διεύρυνσης, έναν κινούμενο στόχο οι επιδιώξεις του οποίου διακρίνονται σε τρεις πτυχές: την πραγματική υιοθέτηση του κεκτημένου, την αυξημένη αποτελεσματικότητα των μηχανισμών στήριξης, την προετοιμασία μιας νέας συνοχής στη διευρυμένη Ένωση. 1.2. Η πραγματική υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου συνεπάγεται πλέον πολλές απαιτήσεις, λόγω του υψηλού επιπέδου ενοποίησης που έχει ήδη επιτύχει η Ένωση, και που θα συνεχίσει να οικοδομεί. Ο μεγάλος αριθμός των υποψηφίων χωρών, τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξής τους και η ποικιλία των αναγκών προσαρμογής τους περιπλέκουν αναπόφευκτα την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Η έκθεση της Επιτροπής του Νοεμβρίου του 2000 καταγράφει ιδιαίτερα ενθαρρυντική πρόοδο στις υποψήφιες χώρες, η οποία φαίνεται και από την εντατικοποίηση των οικονομικών συναλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόοδος αυτή ανοίγει την προοπτική για προσεχή προσχώρηση ενός μεγάλου μέρους των υποψηφίων χωρών. Οι προτεραιότητες που απομένουν ποικίλουν ανάλογα με τις χώρες και πρέπει να αντιμετωπιστούν αντίστοιχα. Πέρα όμως από την ποικιλομορφία του έργου που υπολείπεται, η ΟΚΕ τονίζει ότι ένα κοινό σημείο είναι η ανάγκη πλήρους συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, ώστε το έργο αυτό να ολοκληρωθεί κατά τον καλύτερο τρόπο. 1.3. Η επιτυχία της διαδικασίας ολοκλήρωσης απαιτεί την αύξηση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών στήριξης. Οι κοινοτικές ενισχύσεις που προγραμματίστηκαν στα πλαίσια του Προγράμματος Δράσης 2000 στο Βερολίνο, δεν επαρκούν από μόνες τους για τη χρηματοδότηση της επίτευξης του επιθυμητού επιπέδου: η ΟΚΕ τονίζει ότι οφείλουν, κυρίως, να στηρίξουν τις προϋποθέσεις-πλαίσιο για την προσέλκυση των ιδιωτικών επενδύσεων, των μόνων που μπορούν να κινητοποιήσουν όλους τους απαραίτητους πόρους. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει επίσης ότι θα εντατικοποιηθούν οι δράσεις κατάρτισης, σε στενή συνεργασία με τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς παράγοντες, και με την κοινοτική στήριξη. Οι εκθέσεις αξιολόγησης της Επιτροπής πρέπει να συμπληρώνονται με την εξασφάλιση της επιτήρησης και εκ μέρους του Συμβουλίου Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin), καθώς και της άμεσης συμμετοχής των κοινωνικο-επαγγελματικών εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, που είναι οι πλέον κατάλληλοι για να εκτιμήσουν επί τόπου την πραγματική εικόνα της προόδου. Η ΟΚΕ θα προσφέρει τη συνδρομή της μέσω των ετησίων διασκέψεών της και των μικτών συμβουλευτικών επιτροπών. Θα ήταν σκόπιμο επίσης να συμμετάσχουν ήδη από τώρα οι υποψήφιες χώρες σε ορισμένες κοινές πολιτικές (εσωτερική αγορά, πνευματική ιδιοκτησία, τελωνεία, περιβάλλον, εμπορική πολιτική). 1.4. Τέλος, είναι σημαντικό να προετοιμαστούν ήδη από τώρα οι προϋποθέσεις για μια νέα οικονομική και κοινωνική συνοχή στη διευρυμένη Ένωση, ένα στόχο πολυσύνθετο που προϋποθέτει την από κοινού ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων. Η ΟΚΕ τονίζει, μετά από τις συμφωνίες του Βερολίνου για τον προγραμματισμό των ενισχύσεων και της Νίκαιας για την αναθεώρηση της Συνθήκης, την ανάγκη ανάληψης οργανωτικών μεταρρυθμίσεων στον νομοθετικό, το διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα. Στο νομοθετικό επίπεδο, μια πρώτη προτεραιότητα είναι η απλούστευση της κοινοτικής νομοθεσίας, με τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς της με ταυτόχρονη ενίσχυση των κοινών κανόνων εφαρμογής της. Στο διοικητικό επίπεδο, πρέπει να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των κρατών στην ενίσχυση των ελέγχων της ενιαίας αγοράς, υπό συνθήκες που θα καθιστούν υπεύθυνες όλες τις εθνικές διοικήσεις. Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να συνεχιστεί η περαιτέρω υλοποίηση της ΟΝΕ και να προετοιμαστούν οι υποψήφιες χώρες, που θα πρέπει να συμμετάσχουν ήδη από την ένταξή τους στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών MCE2. Θα πρέπει επίσης να κληθούν οι υποψήφιες χώρες να συμμετάσχουν ήδη από τώρα στην εντολή της Λισσαβόνας, που κάλεσε όλα τα κράτη μέλη να δρομολογήσουν διαρθρωτικές προσαρμογές για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. 1.5. Για την επίτευξη των τριών αυτών στόχων, η ΟΚΕ απευθύνει έκκληση για την έναρξη, εντός του 2001, ενός σφαιρικού και πολυετούς προγράμματος προετοιμασίας της διεύρυνσης που να αποσκοπεί στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων υποστήριξης των υποψήφιων χωρών με τη δημιουργία ήδη μεταξύ των 15 των συνθηκών που θα διαφυλάξουν τη συνοχή της διευρυμένης Ευρώπης. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη της παρούσας θητείας του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Πρέπει να βοηθήσει τις υποψήφιες χώρες να ανταποκριθούν στην οικονομική πρόκληση της προσχώρησης, προκαλώντας μια πραγματική εποικοδομητική άμιλλα μεταξύ αυτών και των δεκαπέντε. Μια τέτοια αμφίδρομη διαδικασία, που θα πρέπει να διεξαχθεί σε στενή συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών, θα επιτρέψει όχι μόνο να διευρυνθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική και κοινωνική της συνοχή, αλλά και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά της, καθώς θα οδηγήσει, μέσω της ενοποίησης, στο ύψιστο επίπεδο της εδραίωσής της και της αξιοποίησης των προτερημάτων της. 2. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις 2.1. Η μεγάλης κλίμακας διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί την μείζονα πρόκληση της τρέχουσας δεκαετίας και πρόκειται να την επηρεάσει ριζικά. Δεν πρόκειται απλά για μια διεύρυνση· πρόκειται για την ενοποίηση της Ευρώπης, και μάλιστα κατά τρόπο που η ενοποίηση αυτή να αποτελέσει το βασικό της πλεονέκτημα κατά τον 21ο αιώνα, ενώ ο κατακερματισμός της υπήρξε το μειονέκτημά της κατά τον 20ό. Πρόκειται για μια σφαιρική και σύνθετη πρόκληση που αφορά τους πολιτικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη θεσμική της προσαρμογή, τις μεθόδους εσωτερικής οργάνωσής της, τη γεωγραφική και περιφερειακή της διάσταση, την ανταγωνιστική της ικανότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται επίσης για πρόκληση αμφίδρομη, δεδομένου ότι οι διάφοροι αυτοί παράγοντες θα έχουν αμοιβαία αλληλεπίδραση, μέσα σε μια δυναμική διαδικασία που θα πρέπει να οργανωθεί και να καθοδηγηθεί. Η οικονομική και κοινωνική πρόκληση βρίσκεται βέβαια στο επίκεντρο της προβληματικής αυτής, τόσο όσον αφορά τις νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται, όσο και τις απαιτήσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας διαδικασίας(1). 2.2. Οι οικονομικές ευκαιρίες της διεύρυνσης είναι κάτι το εντελώς καινούριο: επιχειρείται η δημιουργία μιας μεγάλης εσωτερικής αγοράς που θα συγκεντρώνει περισσότερους από μισό δισεκατομμύριο Ευρωπαίους και η οποία θα εξασφαλίσει το ανεπίστρεπτο της οικονομικής μεταλλαγής που διενεργείται στις υποψήφιες χώρες και θα σταθεροποιήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο γύρω από τις αρχές και τους κανόνες λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Η μεγάλη αυτή αγορά, αξιοποιώντας τη συμπληρωματικότητα των κρατών μελών, θα παράσχει τη δυνατότητα τόνωσης της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου του ευρωπαϊκού χώρου, ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του σε παγκόσμιο επίπεδο, εντατικοποίησης των επενδύσεων και των συναλλαγών. Θα αυξήσει το ειδικό βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις παγκόσμιες συναλλαγές, διμερείς αλλά και πολύπλευρες, σε μια στιγμή όπου πρέπει να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για τους νέους κανόνες που θα διέπουν την οικονομική παγκοσμιοποίηση. 2.3. Στα πλαίσια των κατευθυντηρίων γραμμών της στρατηγικής για τη διεύρυνση, τις οποίες αναθεώρησε η Επιτροπή το Νοέμβριο του 2000 και υιοθέτησε, στη συνέχεια, το Συμβούλιο, θεωρείται ότι αίρονται πλέον όλες οι προϋποθέσεις από πλευράς ΕΕ όσον αφορά τον χρηματοοικονομικό τομέα με βάση τη συμφωνία του Βερολίνου του Μαρτίου 1999 που προγραμμάτισε το Πρόγραμμα Δράσης 2000, και όσον αφορά τις θεσμικές πτυχές με βάση τη συμφωνία της Νίκαιας του Δεκεμβρίου 2000 που αναθεώρησε τη Συνθήκη. Οι νέες διευρύνσεις εξαρτώνται, επομένως, πλέον αποκλειστικά από το "φύλλο πορείας" της καθεμιάς από τις υποψήφιες χώρες, δηλαδή από τη συνέχιση της προόδου ως προς την υιοθέτηση του κεκτημένου, που κρίνεται ικανοποιητική για τη μεγάλη πλειοψηφία των υποψηφίων, και από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση, η οποία θεωρείται πιθανή ήδη από το 2002 για εκείνες που βρίσκονται στην καλύτερη θέση. 2.4. Η ΟΚΕ προσυπογράφει, σε γενικές γραμμές, τις εκτιμήσεις αυτές και υποστηρίζει την προοπτική της προσεχούς υλοποίησης των πρώτων διευρύνσεων. Παράλληλα, όμως, τονίζει ότι η οικονομική και κοινωνική πρόκληση εξακολουθεί, επί του παρόντος, να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας. Τα ζητήματα που τίθενται είναι στο ύψος των ευκαιριών. Ο αριθμός των υποψηφίων χωρών και οι σημερινές διαφορές επιπέδου ανάπτυξης θα δημιουργήσουν μια αυξημένη διαφοροποίηση, που θα θέσει υπό νέους όρους το ζήτημα της συνοχής της Ένωσης. 2.5. Και κυρίως, ο στόχος που έχει τεθεί για τις υποψήφιες χώρες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικονομία, είναι ένας κινούμενος στόχος. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση μακράν απέχει ακόμη από την πλήρη πολιτική και οικονομική της ωριμότητα και ουδόλως έχει ολοκληρώσει τις κοινωνικές της προσαρμογές. Η οικονομική και νομισματική ένωση, που σχεδιάστηκε το 1999 μεταξύ ένδεκα κρατών μελών και σήμερα έχει επεκταθεί σε δώδεκα, βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημά της και πρόκειται να διευρύνει σημαντικά τη διαδικασία ενοποίησης των εθνικών οικονομιών. Εξάλλου, οι δεκαπέντε συμφώνησαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας, το Μάρτιο του 2000, να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές τους μεταρρυθμίσεις προκειμένου να προσαρμόσουν τις οικονομίες τους στις νέες απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση αυτή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης το Μάρτιο του 2001. 2.6. Η ΟΚΕ έχει, λοιπόν, επικεντρώσει τον προβληματισμό της σε τρία βασικά ζητήματα, που συνδέονται άμεσα με τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις: - την πρόκληση της ουσιαστικής υιοθέτησης του κεκτημένου, - την πρόκληση της αύξησης της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών στήριξης, - την πρόκληση της προετοιμασίας μιας νέας συνοχής εντός της διευρυμένης Ένωσης. 2.7. Με την ευκαιρία μιας ακρόασης κοινωνικο-επαγγελματικών εκπροσώπων των διαφόρων υποψηφίων χωρών(2), εξετάστηκαν διεξοδικότερα οι αναλύσεις και οι συστάσεις της ΟΚΕ, πράγμα που της επέτρεψε να περιλάβει πλέον και τις εκτιμήσεις που εξέφρασαν οι εν λόγω εκπρόσωποι. Οι κατευθυντήριες γραμμές της παρούσας γνωμοδότησης έτυχαν ευρείας συναίνεσης στα πλαίσια της ακρόασης αυτής. 3. Η πρόκληση της ουσιαστικής υιοθέτησης του κεκτημένου 3.1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης, το 1993, είχε ήδη θεσπίσει ως προϋπόθεση για την προσχώρηση την ικανότητα των υποψηφίων χωρών να υιοθετήσουν αποτελεσματικά την οικονομία της αγοράς και να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό εντός της ενιαίας αγοράς. Στόχος των διαπραγματεύσεων με την καθεμιά από τις υποψήφιες χώρες είναι να εξασφαλιστεί η ουσιαστική και πλήρης υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου, και ταυτόχρονα να περιοριστεί αυστηρά το πεδίο και η διάρκεια των ενδεχόμενων μεταβατικών περιόδων μετά την προσχώρηση. Η πρόκληση της υιοθέτησης αυτής και της πραγματικής της υλοποίησης εκ μέρους των υποψηφίων χωρών τοποθετεί τις απαιτήσεις σε υψηλό επίπεδο. Πράγματι, η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά έχει ήδη φθάσει σε μεγάλο βαθμό ενοποίησης, που στηρίζεται σε μια σημαντική κοινή νομοθεσία (που εκτιμάται σε 80000 περίπου σελίδες), συχνά πρόσφατη. Ο ευρωπαϊκός συντονισμός έχει πλέον πολύ περισσότερες απαιτήσεις, με την καθιέρωση από το 1999 της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Και για τα νέα κράτη μέλη, έχει συμφωνηθεί ότι θα οφείλουν να ενταχθούν στην ΟΝΕ, χωρίς τη δυνατότητα πολιτικού "opting out" (επιλογή της μη συμμετοχής), μόλις φθάσουν να πληρούν τα οικονομικά της κριτήρια. 3.2. Αποτίμηση των απαιτήσεων των διακυβευμάτων 3.2.1. Η υιοθέτηση του κεκτημένου θα περιπλακεί λόγω του αριθμού των υποψηφίων χωρών, της γεωγραφικής τους ποικιλομορφίας, των διαφορετικών βαθμών ανάπτυξής τους, των κοινωνικών απαιτήσεων. 3.2.1.1. Ο αριθμός των υποψηφίων χωρών είναι υψηλός: Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα σε ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις με δώδεκα υποψήφιες για ένταξη χώρες και, το Δεκέμβριο του 1999, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι, αναγνωρίστηκε το καθεστώς της υποψήφιας χώρας και σε δέκατη τρίτη: την Τουρκία (παρότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη χώρα αυτή εξακολουθεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις που συνδέονται με τα πολιτικά κριτήρια που ορίσθηκαν στην Κοπεγχάγη). 3.2.1.2. Οι υποψήφιες χώρες παρουσιάζουν μεγάλη γεωγραφική ποικιλομορφία: Οι διαφορές μεγέθους είναι πολύ σημαντικές (από 400000 κατοίκους για τη Μάλτα, έως 38,7 εκ. για την Πολωνία και 64,3 για την Τουρκία) και οι περιφερειακές διαφορές επίσης: δέκα από τις υποψήφιες χώρες ανήκουν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία, Σλοβενία, Ρουμανία, Βουλγαρία) και τρεις στη λεκάνη της Μεσογείου (Κύπρος, Μάλτα, Τουρκία). 3.2.1.3. Οι διαφορές στο βαθμό ανάπτυξης είναι πολύ έντονες, με βιοτικό επίπεδο που βρίσκεται κατά μέσο όρο στις υποψήφιες χώρες μόνο στο 40 % του κοινοτικού μέσου όρου: ο πληθυσμός των δεκατριών υποψηφίων χωρών (170 εκατομμύρια κατοίκων) αντιπροσωπεύει το 45 % του πληθυσμού της Ένωσης των δεκαπέντε, το ΑΕγχΠ όμως των χωρών αυτών, σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα, ανέρχεται μόλις στο 6,7 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ, με επίσης πολύ σημαντικές συγκριτικές αποκλίσεις (οι διαφορές μεταξύ υποψηφίων χωρών υπερβαίνουν το 1 προς 3). 3.2.1.4. Η προσχώρηση όμως έχει και επιδράσεις επί της κοινωνίας: Η οικονομική ένταξη των υποψηφίων χωρών στην ΕΕ θα επιφέρει, στις χώρες αυτές, ριζικές μεταβολές ως προς τις θεμελιώδεις αρχές της οικονομίας και τις συγκυριακές ρυθμίσεις, τους οικονομικούς παράγοντες (επιχειρήσεις, υπάλληλοι, καταναλωτές), τα διοικητικά και δικαιοδοτικά όργανα. Όμως, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται επιτρέπουν μεν την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες εφαρμογής τους, έχουν όμως μικρότερη επίδραση στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και στις διοικητικές, δικαστικές και κοινωνικές ("institution building") αλλαγές, οι οποίες είναι απαραίτητες για την επιτυχή υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου. Όλες οι συνιστώσες της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να συμμετέχουν στις μεταρρυθμίσεις. 3.2.2. Αντίθετα, υπάρχουν άλλοι παράγοντες που αναμένεται να διευκολύνουν την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου: 3.2.2.1. Οι αγορές των περισσοτέρων από τις υποψήφιες χώρες είναι περιορισμένων διαστάσεων, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει τη μεταρρύθμισή τους. 3.2.2.2. Οι κοινοτικές επενδύσεις, που έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτερα στις χώρες αυτές, συμβάλλουν επίσης στην "εξαγωγή" του συστήματος κοινών αναφορών της ΕΕ και στην αρκετά ευρεία διάδοσή του (υπεργολαβίες κ.λπ.). 3.2.2.3. Τέλος, ο νομικός έλεγχος της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου μπορεί να στηριχθεί σε σαφή και μετρήσιμα κοινοτικά κριτήρια, γεγονός που διευκολύνει την εκτίμηση των καταστάσεων. 3.3. Στήριξη στην τρέχουσα πρόοδο 3.3.1. Μια μακρά διαδικασία προσαρμογής των οικονομιών των υποψηφίων χωρών έχει ήδη αναπτυχθεί από την έναρξη της διαδικασίας προένταξης που συμφωνήθηκε το 1994 στο Έσσεν και περιλαμβάνει τις ευρωπαϊκές συμφωνίες, τις εταιρικές σχέσεις για την προσχώρηση, και τα προενταξιακά μέσα (προγράμματα Phare - θεσμική ικανότητα και ενίσχυση των επενδύσεων, ISPA - υποδομές στους τομείς του περιβάλλοντος και των μεταφορών - και Sapard - γεωργική και αγροτική ανάπτυξη) και τη συμμετοχή των υποψηφίων χωρών σε πολυάριθμα κοινοτικά προγράμματα. Στόχος ήταν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, στις χώρες αυτές, μιας οικονομίας της αγοράς ικανής να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό εντός της ενιαίας αγοράς και στα πλαίσια των εξωτερικών συναλλαγών μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης ανοιχτής στον κόσμο. Σε πρώτη φάση, η μετάβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην οικονομία της αγοράς πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που αποκάλυψαν την καθυστέρηση ως προς την ανταγωνιστικότητα που συσσωρεύεται σε μια σχεδιαζόμενη οικονομία (όπως ακριβώς είχε ήδη συμβεί και με την ένταξη της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας), με αποτέλεσμα την εμφάνιση, στις περισσότερες από τις χώρες αυτές, ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων, πτώσης της παραγωγικότητας, αύξησης της ανεργίας. 3.3.1.1. Μετά, όμως, από μια δύσκολη αρχή, μόλις άρχισαν να διαγράφονται τα θετικά αποτελέσματα των ανασυγκροτήσεων και των ιδιωτικών επενδύσεων, ακολούθησε σαφής οικονομική ανάκαμψη, κυρίως στις χώρες που επιτάχυναν τη διαδικασία μεταρρύθμισης και αναπροσανατολισμού της ροής των εμπορικών συναλλαγών. Ένα ευαίσθητο σημείο στις περισσότερες υποψήφιες χώρες παραμένει η ανεργία, η αύξηση της οποίας υπήρξε αναπόφευκτο επακόλουθο των διενεργούμενων οικονομικών αναδιαρθρώσεων: μια προτεραιότητα είναι η αύξηση της ικανότητας της αγοράς εργασίας να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της ανάπτυξης, γεγονός που θα συμβάλει στον σημαντικό περιορισμό της ανεργίας, όπως ήδη συνέβη στις υποψήφιες εκείνες χώρες που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις, όπως η Ουγγαρία ή η Σλοβενία. 3.3.2. Η έκθεση που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 8 Νοεμβρίου 2000 καταγράφει μεγάλη πρόοδο ως προς τη βελτίωση των οικονομικών ισορροπιών, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η Κύπρος, η Μάλτα, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβενία διαθέτουν πλέον μια οικονομία της αγοράς έτοιμη για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο προσεχές μέλλον, με την επιφύλαξη ορισμένων παρατηρήσεων για την κατάσταση της κάθε χώρας, που παρουσιάζουν αποκλίσεις, γενικά όμως είναι θετικές. Στη Λετονία, τη Λιθουανία και τη Σλοβακία, η οικονομία της αγοράς θεωρείται επίσης βιώσιμη και αναμένεται ότι οι χώρες αυτές θα είναι έτοιμες για προσχώρηση στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, υπό τον όρο ότι θα επεκταθούν οι διενεργούμενες μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Τουρκία οφείλουν ακόμη να αναπτυχθούν, ακόμη και να προχωρήσουν σε νέες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν στα οικονομικά κριτήρια της ένταξης, και τούτο μετά από διάστημα που δεν μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη στο παρόν στάδιο (ενώ, παράλληλα, για την Τουρκία υφίστανται ακόμη προϋποθέσεις σχετικές με πολιτικά κριτήρια από τις οποίες εξαρτάται η έναρξη των διαπραγματεύσεων). Συνολικά, διαπιστώνεται ότι η πρόοδος που κατέγραψε η Επιτροπή ανοίγει προοπτικές ένταξης στο προσεχές μέλλον - πιθανότατα ήδη από το 2004 για τις χώρες που βρίσκονται στην καλύτερη θέση - για επτά, ίσως και δέκα, από τις υποψήφιες χώρες. 3.3.3. Πέρα από την οικονομική ανάπτυξη, η οποία για το προηγούμενο έτος εκτιμάται ότι ανήλθε περίπου στο 4 % σε ετήσια βάση, σημειώθηκε σαφής πρόοδος όσον αφορά την εντατικοποίηση των εμπορικών συναλλαγών με την ΕΕ, που αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 20 % από το 1993 και τριπλασιάστηκαν, σε βαθμό να αντιπροσωπεύουν σήμερα κατά μέσον όρο το 60 % του εξωτερικού εμπορίου των χωρών αυτών (ποσοστό που είναι αντίστοιχο με το ποσοστό ενδοκοινοτικών συναλλαγών των δεκαπέντε της ΕΕ μεταξύ τους): οι υποψήφιες χώρες έχουν αναδειχθεί στον δεύτερο εταίρο της ΕΕ, μετά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συναλλαγές αυτές εξακολουθούν επί του παρόντος να χαρακτηρίζονται από σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ, που το 1999 υπερέβη τα 25 δις ευρώ, δηλαδή το ένα τέταρτο σχεδόν του συνόλου των κοινοτικών εξαγωγών προς τις χώρες αυτές. 3.3.4. Οι εκτιμήσεις και συστάσεις της ΟΚΕ που ακολουθούν, και που στηρίζονται κυρίως στις ακροάσεις κοινωνικο-επαγγελματικών εκπροσώπων των υποψηφίων χωρών, παρουσιάζονται εδώ συνολικά και αντιστοιχούν σε κυρίαρχες διαπιστώσεις. Εννοείται ότι, ανάλογα με τη διαφορετική κατάσταση της κάθε υποψήφιας χώρας, παρουσιάζουν ελαφρές διαφοροποιήσεις. 3.3.5. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πρόοδος στις συναλλαγές στηρίχτηκε σε ποικίλες θετικές εξελίξεις στις περισσότερες υποψήφιες χώρες και κυρίως: - στην αποδοχή της διαδικασίας αλλαγής και της προσαρμογής στην ενιαία αγορά· - στην ενδυνάμωση των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων καταναλωτών· - παράλληλα με την πρόοδο της παραγωγικότητας, σε ένα νέο επιχειρηματικό και διαχειριστικό πνεύμα· - στη μεγάλη αύξηση των διεθνών επενδύσεων· - στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και του παραγωγικού μηχανισμού· - στην ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών (τράπεζες, ασφάλειες, εμπόριο, οπτικοακουστικός τομέας)· - στην αυξημένη συνεργασία στον τομέα της τεχνικής τυποποίησης. 3.4. Στόχος η επίλυση των κυριότερων προβλημάτων 3.4.1. Τα ερωτηματολόγια και οι ακροάσεις της ΟΚΕ κατέστησαν δυνατό τον εντοπισμό περιπτώσεων προβλημάτων και καθυστερήσεων στις υποψήφιες χώρες που αναφέρονται παρακάτω. Η άθροιση των διαφόρων αυτών περιπτώσεων δεν σημαίνει καθόλου ότι αποκαλύπτει προβλήματα που αντιμετωπίζονται σε κάθε μία από τις εν λόγω χώρες: με την πρόοδο που σημειώνεται ή αναμένεται να σημειωθεί στα υποψήφια κράτη, μόνο εκείνα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη καθυστέρηση στην πορεία προς την ένταξη συγκεντρώνουν τα περισσότερα από τα προβλήματα που εντοπίστηκαν. Με συνεκτίμηση της διόρθωσης αυτής στην ερμηνεία των δεδομένων, από τις ακροάσεις της ΟΚΕ συνάγεται ότι τα κυριότερα προβλήματα, πέρα από τις δυσκολίες και το γενικό κόστος της αναβάθμισης, αφορούν τα εξής: 3.4.1.1. Τις καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό των υποδομών (παραγωγικός μηχανισμός, κατάρτιση και ειδίκευση του εργατικού δυναμικού, χρηματοπιστωτικό σύστημα, δίκτυα διανομής, διοικητικές και δικαιοδοτικές δομές, υποδομές μεταφορών και επικοινωνιών). 3.4.1.2. Την καθυστέρηση προσαρμογής της νομοθεσίας (περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων, συμβατότητα των τεχνικών και λογιστικών προτύπων, κενά της νομοθεσίας για την πνευματική και τη βιομηχανική ιδιοκτησία, προστασία του περιβάλλοντος, προβλήματα που συνδέονται με την ανάπτυξη της παραοικονομίας). 3.4.2. Τα προβλήματα που επισημαίνουν συχνότερα οι οικονομικοί και κοινωνικο-επαγγελματικοί παράγοντες των υποψηφίων χωρών είναι κυρίως τα εξής: 3.4.2.1. Γενικότερα: οι καθυστερήσεις ως προς την ανταγωνιστικότητα έναντι του αυξημένου ανταγωνισμού, το περίπλοκο της εφαρμογής των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων, ο περιορισμός των κοινοτικών ενισχύσεων, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα οι ΜΜΕ, για την ανάπτυξή τους (έλλειψη κεφαλαίων και πρόσβασης στις πιστώσεις). 3.4.2.2. Ειδικότερα στον εμπορικό τομέα: τα ελλείμματα στις συναλλαγές με την ΕΕ, καθώς επίσης και οι περιορισμοί πρόσβασης των γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ που εξακολουθούν να υφίστανται παρά τα ανοίγματα. 3.4.2.3. Στον κοινωνικό τομέα: οι απαραίτητες προσαρμογές του εργατικού δυναμικού, συχνά πλεονάζοντος στη γεωργία, αλλά ανεπαρκούς σε άλλους κλάδους, οι ανησυχίες ως προς τον κίνδυνο αποχώρησης του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθώς και τα προβλήματα της θέσπισης, προσαρμογής και ομαλής λειτουργίας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. 3.4.3. Τα προβλήματα που επισημαίνουν συχνότερα οι οικονομικοί και κοινωνικο-επαγγελματικοί παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πιο έντονα για τους εξαγωγείς παρά για τους επί τόπου επενδυτές. Είναι τα εξής: 3.4.3.1. Γενικότερα: τα προβλήματα που σχετίζονται με την έλλειψη νομικής ασφάλειας καθώς και θεσμικής ικανότητας των διοικήσεων των υποψηφίων χωρών (γραφειοκρατικές διαδικασίες και αδυναμία προσφυγής, ικανότητες και ανεξαρτησία των ελεγκτικών αρχών, παλινδρομία του δασμολογικού προστατευτισμού, αναποτελεσματικότητα ορισμένων κανονιστικών αρχών, τυποποίηση και πιστοποίηση, δυσκολίες ως προς την αμοιβαία αναγνώριση, απάτη, προβλήματα διαφθοράς). 3.4.3.2. Ειδικότερα στον οικονομικό τομέα: ο περίπλοκος χαρακτήρας και τα επίπεδα της φορολογίας, η διατήρηση μη δασμολογικών εμποδίων και τεχνικών και διοικητικών φραγμών για τις συναλλαγές, η έλλειψη διαφάνειας των προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων, το απρόβλεπτο του νομοθετικού και φορολογικού πλαισίου, η διατήρηση ορισμένων ρυθμίσεων των τιμών, περιορισμένης όμως έκτασης. 3.4.3.3. Στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού: ορισμένοι περιορισμοί στην ελευθερία εξασκήσεως επαγγέλματος, περιορισμοί εγκατάστασης (άδειες εγκατάστασης, υποκαταστήματα), περιορισμοί στην απόκτηση εγγείου ιδιοκτησίας (παρότι μπορούν να παρακαμφθούν με τη δημιουργία θυγατρικής), το επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων σε ορισμένους τομείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής και ανταγωνιστικότητας, ελλείψεις ως προς το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων, μη φυσιολογικές πρακτικές (ντάμπινγκ στις τιμές, αρκετά περιορισμένο όμως σε αριθμό, αν ληφθούν υπόψη οι ανοικτές διαδικασίες· μη τήρηση περιβαλλοντικών απαιτήσεων· παράνομη εργασία). 3.5. Στοχοθέτηση των υπολειπόμενων προτεραιοτήτων για την προσαρμογή 3.5.1. Σύμφωνα με τις ακροάσεις της ΟΚΕ, οι τομείς προτεραιότητας στους οποίους οι υποψήφιες χώρες πρέπει να επικεντρώσουν τις δράσεις τους είναι οι εξής: 3.5.1.1. Γενικότερα: η εδραίωση της προόδου που έχει ήδη επιτευχθεί (οικονομική διαχείριση, παραγωγικότητα, ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών, επιχειρηματικό πνεύμα, παιδεία του καταναλωτή), με άμεση συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. 3.5.1.2. Ειδικότερα στον τομέα της οικονομικής πολιτικής: η ενίσχυση της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, η άρση των εμποδίων που παρακωλύουν τις ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών, η συνέχιση και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, η ανάπτυξη της απελευθέρωσης των τιμών, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζουν την οικονομία της αγοράς, η τήρηση των νομισματικών κανόνων, ένα αξιόπιστο καθεστώς προστασίας της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η στήριξη των ΜΜΕ, η περαιτέρω ανάπτυξη της μεταφοράς των ευρωπαϊκών προτύπων, πιστοποιήσεων και αμοιβαίων αναγνωρίσεων, η προστασία του περιβάλλοντος. 3.5.1.3. Στον τομέα των δομών της δημόσιας διοίκησης: η ενίσχυση της μεταρρύθμισης του κρατικού μηχανισμού, των διοικήσεων, του δικαιοδοτικού μηχανισμού, της πολιτικής του ανταγωνισμού, η αποδοχή των κανόνων του ΟΟΣΑ και του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της διαφθοράς (αστική και ποινική σύμβαση). 3.5.1.4. Στον τομέα των οικονομικών δομών: η ενίσχυση αυτόνομων και αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών οργανώσεων, ο εκσυγχρονισμός των βιομηχανικών, εμπορικών, χρηματοπιστωτικών, αλλά και γεωργικών δομών (με νέες αμοιβαίες παραχωρήσεις στις συναλλαγές), και η προσαρμογή των υποδομών των μεταφορών, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, κυρίως των διασυνοριακών μεταξύ υποψηφίων χωρών και με την ΕΕ. 3.5.1.5. Τέλος, στον κοινωνικό τομέα: η μεταφορά του κοινοτικού κεκτημένου στον κοινωνικό τομέα και η ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου, η καταπολέμηση της παραοικονομίας. 4. Η πρόκληση της αύξησης της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών στήριξης 4.1. Η υποστήριξη της αναβάθμισης της οικονομίας των υποψηφίων χωρών θα απαιτήσει προσπάθειες προσαρμογής των μεθόδων, γύρω από τέσσερις άξονες: τη νέα επικέντρωση των κοινοτικών ενισχύσεων, την εντατικοποίηση των δράσεων κατάρτισης, τη βελτίωση των εκθέσεων αξιολόγησης, την εκ των προτέρων συμμετοχή σε ορισμένες κοινοτικές πολιτικές. 4.2. Η βελτιστοποίηση των κοινοτικών ενισχύσεων 4.2.1. Οι κοινοτικές ενισχύσεις, που προγραμματίστηκαν για την περίοδο 2000-2006 στο "Πρόγραμμα δράσης 2000" που υιοθετήθηκε το Μάρτιο του 1999 στο Βερολίνο, παρέμειναν εντός των πλαισίων του ανώτατου δημοσιονομικού ορίου της Κοινότητας, που έχει ορισθεί στο 1,27 % του ΑΕγχΠ. Η προκαταρκτική πρόβλεψη για την περίοδο αυτή είναι περίπου είκοσι δις ευρώ για τους προενταξιακούς μηχανισμούς και περίπου πενήντα δις, από το 2002, για τις νέες χώρες μέλη. Η ενίσχυση αυτή είναι βέβαια ουσιαστική, είναι όμως σαφές ότι δεν θα επαρκέσει για να χρηματοδοτήσει, από μόνη της, τις ανάγκες των ενδιαφερομένων χωρών για ανάπτυξη και επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου. 4.2.2. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα έπρεπε να θεωρεί ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της ως προς την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης προς τις υποψήφιες χώρες με μόνη την υιοθέτηση του Προγράμματος Δράσης 2000. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι αυτό που είναι πλέον το σημαντικότερο είναι να επικεντρωθούν οι κοινοτικές αυτές παρεμβάσεις στο στόχο της στήριξης μιας αποτελεσματικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενεργοποίηση και η προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που είναι οι μόνες ικανές να κινητοποιήσουν τους απαραίτητους πόρους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η ΟΚΕ επισημαίνει διάφορες ανάγκες: 4.2.2.1. Κατά πρώτο λόγο, επιβάλλεται να αναπτυχθεί η εταιρική σχέση με τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς παράγοντες σχετικά με τα εθνικά προγράμματα προσαρμογής στο κοινοτικό κεκτημένο και με την αξιοποίηση των κοινοτικών ενισχύσεων, ώστε να εξασφαλίζεται κοινή συνεννόηση για τις δράσεις στο επίπεδο του σχεδιασμού, της υλοποίησης, της παρακολούθησης και της αξιολόγησης. 4.2.2.2. Πρέπει να ενισχυθεί ο έλεγχος της επίδρασης των ενισχύσεων επί της οικονομικής ανάπτυξης, με τη βοήθεια κυρίως της προαναφερόμενης εταιρικής σχέσης με τους κοινωνικο-επαγγελματικούς φορείς. 4.2.2.3. Πρέπει να εκσυγχρονισθεί το πλαίσιο δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων με την επιτάχυνση της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης και με την τοποθέτηση ικανών, αποτελεσματικών και αυτόνομων δικαιοδοτικών αρχών (πράγμα που δικαιολογεί την ανάπτυξη ήδη δρομολογημένων ενεργειών αδελφοποίησης εθνικών διοικήσεων των κρατών μελών και των υποψήφιων χωρών). 4.2.2.4. Πρέπει να προκρίνεται περισσότερο η διακρατική διάσταση των προγραμμάτων ενίσχυσης, με ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μεταξύ των υποψηφίων χωρών. 4.2.2.5. Απαραίτητη κρίνεται η ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων δημοσίου/ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα για τα σχέδια διευρωπαϊκών δικτύων υποδομών (πρβλ. μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, περιβάλλον). 4.2.2.6. Πέρα από τη συμβατότητα των κοινοτικών ενισχύσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού, είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει μέριμνα για την πραγματική υπό όρους χορήγηση των ενισχύσεων με βάση στοιχεία όπως οι κοινοί κανόνες, η νομική ασφάλεια όσον αφορά τα πρόσωπα, τα αγαθά, τις συναλλαγές και τις επενδύσεις, η ενίσχυση των μηχανισμών καταπολέμησης των παρατυπιών, της απάτης, της διαφθοράς, της παραοικονομίας. 4.2.2.7. Τέλος, είναι άκρως απαραίτητο να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη ενός χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού συστήματος ισχυρού και καλώς ελεγχόμενου. 4.2.3. Εξάλλου, θα ήταν χρήσιμο να διευκολυνθούν οι συζεύξεις μεταξύ κοινοτικών ενισχύσεων και κρατικών ενισχύσεων των κρατών μελών, ώστε να ενισχυθεί η επίδραση της χρηματοδότησης ορισμένων σχεδίων· θα μπορούσε έτσι να αντισταθμιστεί ο περιορισμός των κοινοτικών ενισχύσεων και να επικεντρωθούν περισσότερο οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις, είτε είναι κοινοτικές είτε εθνικές, σε ορισμένα σχέδια προτεραιότητας. 4.2.4. Η ΟΚΕ τονίζει, τέλος, την ανάγκη να προβλεφθεί η σταδιακή μείωση μάλλον παρά η αύξηση των μη επιστρεφόμενων ενισχύσεων, γεγονός που θα οδηγήσει προς τον συνολικό περιορισμό των δημοσίων ενισχύσεων στη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας: θα ήταν επομένως σκόπιμο να συνοδεύονται οι εν λόγω δημόσιες ενισχύσεις από χαμηλότοκα δάνεια, από επιδοτήσεις των επιτοκίων, από εγγυήσεις επί των δανείων ή συμμετοχές στο κεφάλαιο και να υπάρχει καλύτερος συντονισμός μεταξύ των ενισχύσεων των ταμείων και των δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα. 4.3. Η εντατικοποίηση των δράσεων κατάρτισης 4.3.1. Η αναβάθμιση του επιπέδου των υποψηφίων χωρών θα απαιτήσει επίσης προσπάθειες κατάρτισης σε ευρεία κλίμακα, στις οποίες οι κοινωνικοί και επαγγελματικοί παράγοντες των κρατών μελών θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο, συνάπτοντας συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με τους ομολόγους τους από τις υποψήφιες χώρες, ενημερώνοντάς τους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά το κοινοτικό κεκτημένο, και υποστηρίζοντάς τους για την προσαρμογή τους σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. 4.3.2. Οι δράσεις κατάρτισης εκ μέρους των κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων και των κοινωνικών εταίρων, που έχουν ήδη ξεκινήσει με κοινοτική υποστήριξη, και συγκεκριμένα το πρόγραμμα Phare, πρέπει να αναπτύσσονται μέσω αποστολών εμπειρογνωμόνων, περιόδων πρακτικής εξάσκησης και αμοιβαίων ανταλλαγών. Θα πρέπει να συμβάλουν ώστε να περιλαμβάνονται όλοι οι παράγοντες προσαρμογής και ειδικότερα: - να υποστηρίξουν ένα νομικό και δικαστικό πλαίσιο που θα ευνοεί την ιδιωτική πρωτοβουλία· - να "εξαγάγουν" το ίδιο σύστημα αναφορών για τη διαχείριση· - να διδάξουν την ορθή χρήση των ευρωπαϊκών νομικών μηχανισμών όπως το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το κοινοτικό σήμα, η πιστοποίηση ΕΚ κ.λπ.· - να αναπτύξουν συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης· - να προωθήσουν τον κοινωνικό διάλογο. 4.4. Η βελτίωση των εκθέσεων αξιολόγησης 4.4.1. Η επισκόπηση της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου αποτελεί το αντικείμενο ετήσιων εκθέσεων που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε άμεση συνεργασία με τις διοικητικές αρχές των υποψηφίων χωρών. Η τελευταία τέτοια έκθεση υπεβλήθη στις 8 Νοεμβρίου του 2000. 4.4.2. Το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin) αποφάσισε το Νοέμβριο του 2000 να ασχοληθεί επίσης και με ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές πτυχές της οικονομικής πολιτικής των υποψηφίων χωρών, και κυρίως τα οικονομικά τους προγράμματα και τη δημοσιονομική τους πολιτική, προκειμένου να προσεγγίζουν ολοένα και περισσότερο την πρακτική που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οικονομικές προβλέψεις, κοινοποίηση των συνολικών αθροισμάτων, σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών κ.λπ.). Η ΟΚΕ επικροτεί την πρωτοβουλία αυτή, που θα επιτρέψει επίσης τη μεγαλύτερη συμμετοχή των υποψηφίων χωρών στη διαδικασία του Κάρντιφ για την ενίσχυση της οικονομικής ρευστότητας της ενιαίας αγοράς και της προσαρμογής των αγορών υπηρεσιών και κεφαλαίων. 4.4.3. Εξάλλου, η ΟΚΕ τονίζει ότι, κατά τις συναντήσεις της με τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς εκπροσώπους των υποψηφίων χωρών, προκύπτουν συχνά άμεσες εκτιμήσεις, που προέρχονται από τους επί τόπου παράγοντες, οι οποίες διαφέρουν αρκετά από τις επίσημες εκθέσεις, κυρίως όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία: πορεία των μεταρρυθμίσεων και σχετική πρόοδος, εφαρμογή των νέων νομοθεσιών, καθυστερήσεις στην υιοθέτηση του κεκτημένου, προβλήματα ανταγωνισμού, ενδεχόμενα εμπόδια στην ενιαία αγορά. Οι συζητήσεις για την πορεία της προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την πρόοδο που σημειώνει, για τις διαδικασίες της και για τις προϋποθέσεις της πρέπει να μεταφερθούν στον πυρήνα της κοινωνίας των πολιτών, μέσω ενός μόνιμου διαλόγου με τους οργανωμένους εκπροσώπους της. Η ΟΚΕ συνιστά, συνεπώς, να εξασφαλίζεται πλέον η άμεση συμμετοχή των κοινωνικών και επαγγελματικών παραγόντων στην κατάρτιση των εκθέσεων αυτών, προκειμένου να εκτιμώνται καλύτερα οι πραγματικές εξελίξεις όσον αφορά την πορεία των μεταρρυθμίσεων και τη σχετική πρόοδο, την ουσιαστική εφαρμογή των νέων νομοθεσιών, τα επί τόπου εμπόδια κ.λπ. 4.4.3.1. Στα πλαίσια αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να φροντίσει ώστε να ενσωματώσει στις εκθέσεις αξιολόγησής της, τις αναλύσεις και συστάσεις που προέρχονται τόσο από τις ετήσιες διασκέψεις που διοργανώνει η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με τους κοινωνικοοικονομικούς εκπροσώπους των υποψήφιων χωρών όσο και από τις διμερείς μεικτές συμβουλευτικές επιτροπές (ΜΣΕ) που έχουν συσταθεί με τις περισσότερες από αυτές. Εξάλλου, οι δημόσιες αρχές των υποψήφιων χωρών που δεν έχουν ακόμη προτείνει τη σύσταση ΜΣΕ, θα πρέπει να το πράξουν χωρίς χρονοτριβή. 4.5. Η εκ των προτέρων συμμετοχή των υποψηφίων χωρών σε ορισμένες κοινές πολιτικές 4.5.1. Θα ήταν χρήσιμο να ενεργοποιηθεί η λειτουργική προετοιμασία των υποψηφίων χωρών, μέσω της συμμετοχής τους, ήδη από την προενταξιακή περίοδο, στην υλοποίηση κοινών πολιτικών, προκειμένου να επιχειρηθεί ήδη η λειτουργία χώρων προσχώρησης, περιορισμένων αλλά πραγματικών. Τούτο θα διευκόλυνε την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων και τον καθορισμό στοχοθετημένων χρονοδιαγραμμάτων για την κάθε προσχώρηση. 4.5.2. Ένα καλό παράδειγμα της προσέγγισης αυτής είναι η πρόσφατη υπογραφή εκ μέρους της Επιτροπής συμφωνιών αμοιβαίας αναγνώρισης των βιομηχανικών προϊόντων (PECA) με την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία και τη Λετονία. Οι συμφωνίες αυτές αναμένεται να επεκταθούν και σε άλλες υποψήφιες χώρες. 4.5.3. Μπορεί επίσης να αναφερθεί ότι συμφωνήθηκε να συμμετάσχουν πλήρως οι υποψήφιες χώρες στον Ευρωπαϊκό Χώρο Έρευνας, και συγκεκριμένα στο 6ο Πρόγραμμα-Πλαίσιο. 4.5.4. Εξάλλου, η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - την οποία η ίδια είχε διατυπώσει σε παλαιότερη γνωμοδότηση για την επίδραση της διεύρυνσης στην ενιαία αγορά - να επεκταθούν στις υποψήφιες χώρες τα κέντρα συντονισμού και τα σημεία επαφής "ενιαία αγορά" που έχουν ήδη εγκατασταθεί στο καθένα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη για να συμβάλουν στη διευθέτηση, σε διμερή βάση, των προβλημάτων που ενδέχεται να παρουσιάζονται ακόμη στις αμοιβαίες συναλλαγές. 4.5.5. Μια παρόμοια προσέγγιση συνεργασίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί και για την κοινοτική τελωνειακή πολιτική, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις υποψήφιες χώρες, όταν προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έχουν σύνορα με τρίτες χώρες. 4.5.6. Η ΟΚΕ υποστηρίζει επίσης τις προτάσεις που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2001 και αποσκοπούν στην ένταξη των υποψηφίων χωρών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, ήδη από το 2001. 4.5.7. Η ΟΚΕ εφιστά, ακόμη, την προσοχή στο γεγονός ότι είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα να συνδεθούν άμεσα οι υποψήφιες χώρες με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μόλις υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και πριν από την ένταξή τους (χωρίς η σύνδεση αυτή να περιπλέκει κατ' ουδένα τρόπο την υιοθέτηση από τους 15 του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήδη από το 2001). Πράγματι, η απεμπλοκή του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, από τα οφέλη του οποίου θα αποκλείονταν οι υποψήφιες χώρες, θα είχε σαν αποτέλεσμα να μην ληφθούν υπόψη οι χώρες αυτές κατά την χορήγηση των νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Το γεγονός αυτό θα απέκλειε τη δυνατότητα να περιληφθούν αργότερα οι χώρες αυτές στα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας που θα έχουν χορηγηθεί πριν από την ένταξή τους, λόγω των περιοριστικών κανόνων του δικαίου της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, οι οποίοι απαγορεύουν την εκ των υστέρων προσθήκη άλλων χωρών σε εκείνες στις οποίες το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγήθηκε αρχικώς. Μια παρόμοια κατάσταση θα δημιουργούσε, για πάρα πολλά κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έναν διαχωρισμό στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς, όταν αυτή θα διευρυνθεί, και θα αναιρούσε τα θεμιτώς αναμενόμενα πλεονεκτήματα εξ αυτών των διπλωμάτων. 4.5.8. Τέλος, η ΟΚΕ στηρίζει την άποψη να συμμετάσχουν οι υποψήφιες χώρες στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια των διεθνών εμπορικών διαπραγματεύσεων, που δικαιολογούν τη στενή συνεργασία της Επιτροπής με τις χώρες αυτές, προκειμένου να αυξηθεί το βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. 5. Η πρόκληση της προετοιμασίας μιας νέας συνοχής εντός της διευρυμένης Ένωσης 5.1. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μεταβάλει αισθητά τα δεδομένα της εσωτερικής της συνοχής, σε μια στιγμή όπου η εμβάθυνση που έχει δρομολογήσει η Ένωση βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από την ολοκλήρωσή της. Η αναζήτηση της βέλτιστης συνοχής θα περιπλακεί από τις καθυστερήσεις και τις αποκλίσεις ως προς το βαθμό ανάπτυξης των υποψηφίων χωρών, που, για τις περισσότερες από αυτές, είναι τόσο μεγάλες ώστε δεν θα μπορέσουν να καλυφθούν παρά μόνο μερικώς μέχρι την υλοποίηση της προσχώρησης. Θα εξακολουθήσουν, άλλωστε, να υφίστανται σε ευρεία κλίμακα κατά τα πρώτα έτη, αν όχι τις πρώτες δεκαετίες, μετά από την προσχώρηση. Η διευρυμένη Ένωση θα κληθεί, συνεπώς, να μάθει να επιβιώνει με ένα ιδιαίτερα μεγάλο φάσμα διαφορών οικονομικού επιπέδου μεταξύ των κρατών μελών και των περιφερειών της και να εξεύρει τρόπους ώστε να προσαρμοστεί στην κατάσταση αυτή, προωθώντας παράλληλα την σταδιακή διόρθωση της κατάστασης. Ούτε το Πρόγραμμα Δράσης 2000, που υιοθετήθηκε στο Βερολίνο το 1999, ούτε και η μεταρρύθμιση της Συνθήκης, που προήλθε από τη συμφωνία της Νίκαιας το Δεκέμβριο του 2000, θα επαρκέσουν για το συνδυασμό διεύρυνσης και εμβάθυνσης, εάν δεν ενταχθούν στα πλαίσια μιας σφαιρικότερης αναδιοργάνωσης. Πρέπει λοιπόν να αναληφθούν νέες δράσεις, με την πλήρη συμμετοχή των υποψηφίων χωρών, ώστε να απλουστευτεί η κοινοτική νομοθεσία, να συντονιστούν οι εθνικές διοικήσεις με βάση κοινές αποστολές, να εδραιωθεί η ΟΝΕ και να επιτευχθεί από κοινού η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού χώρου. 5.2. Η απλούστευση της κοινοτικής νομοθεσίας 5.2.1. Η υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου εκ μέρους των υποψηφίων χωρών περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λόγω του σύνθετου χαρακτήρα της κοινοτικής νομοθεσίας. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να παρέχει την ευκαιρία για απλούστευση της νομοθεσίας στην Ευρώπη, συνεχίζει, ακόμη και σήμερα, να εκδίδει διατάξεις υπερβολικά περίπλοκες για τους χρήστες, υπερβολικά διασκορπισμένες - έως και αντιφατικές -, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνθέτουν ένα πραγματικά συνεκτικό σύνολο, και υπερβολικά προσκολλημένες στις υφιστάμενες εθνικές νομοθεσίες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πραγματικά να εναρμονιστούν. 5.2.2. Από την πλευρά τους, τα κράτη μέλη δεν επιδεικνύουν αρκετή πειθαρχία έναντι της κοινής νομοθεσίας, αλλά συνεχίζουν να συσσωρεύουν τις καθυστερήσεις μεταφοράς της νομοθεσίας και τις δικαστικές διαφορές με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Οι δεκαπέντε δίδουν, λοιπόν, προς το παρόν το κακό παράδειγμα στις υποψήφιες χώρες. 5.2.3. Συνεπώς, πρέπει να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της κοινοτικής παρέμβασης μέσω της βελτίωσης της καταλληλότητας και της ποιότητας της νομοθεσίας, καθώς και μέσω της ενίσχυσης των ελέγχων και των κανόνων εφαρμογής της. Το ζητούμενο είναι η εδραίωση της βιώσιμης λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, με τη διευκόλυνση της υιοθέτησης του κεκτημένου από τις υποψήφιες χώρες και την αποσυμφόρηση των εκκρεμών διαφορών. 5.2.4. Η ΟΚΕ, λοιπόν, σε γνωμοδότησή της του Οκτωβρίου 2000(3) αναφέρθηκε στην ανάγκη δρομολόγησης ενός πολυετούς προγράμματος για την απλούστευση της νομοθεσίας, που θα περιλαμβάνει "κώδικες συμπεριφοράς" των θεσμικών οργάνων και των ίδιων των κρατών μελών - η ΟΚΕ έδωσε η ίδια το παράδειγμα υιοθετώντας τον δικό της -, και θα προβλέπει την ενίσχυση του διαλόγου με τους εκπροσώπους των χρηστών της νομοθεσίας, την ανεξαρτησία της εκ των προτέρων ανάλυσης της επίδρασης στα σχέδια της Επιτροπής, τη συστηματική αναζήτηση ενδεχόμενων εναλλακτικών λύσεων έναντι της νομοθεσίας, μέσω εθελουσίων δεσμεύσεων, συμφωνιών υπό μορφή συμβάσεων, αυτορυθμίσεων ή ρυθμίσεων από κοινού εκ μέρους των ενδιαφερομένων επαγγελματικών εταίρων, αποτελεσματικών μεθόδων παρακολούθησης (πινάκων ανακοινώσεων, ετησίων εκθέσεων) με την προώθηση της συγκριτικής αξιολόγησης των βέλτιστων πρακτικών. 5.2.5. Η ΟΚΕ επιθυμεί να συμμετάσχουν τα υποψήφια κράτη στο πρόγραμμα απλούστευσης της νομοθεσίας, υιοθετώντας και αυτά κώδικες ορθής συμπεριφοράς και προωθώντας το συμβατικό διάλογο μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών εταίρων. 5.3. Ο συντονισμός των εθνικών διοικήσεων 5.3.1. Η ΟΚΕ τονίζει ότι η απλούστευση αυτή της νομοθεσίας θα πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση των ελέγχων και της μεταφοράς της νομοθεσίας, υπό συνθήκες που θα ενισχύουν την υπευθυνότητα των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να εξασφαλίσει από μόνη της τη χρηστή διαχείριση της διευρυμένης ενιαίας αγοράς, σε μια στιγμή, μάλιστα, όπου θα χρειαστεί να ενισχυθούν οι απαιτήσεις ασφάλειας και οι έλεγχοι. 5.3.2. Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ιδέας να συμμετέχουν άμεσα οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών στην ενίσχυση των διαφόρων επί τόπου ελέγχων, υιοθετώντας κοινές μεθόδους που θα πρέπει να πιστοποιηθούν από την Επιτροπή. Τα υποψήφια κράτη θα πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν επίσης: θα είναι γι' αυτά ο καλύτερος τρόπος να εξασκηθούν για τη μελλοντική ένταξή τους. Θα πρέπει επομένως, σύμφωνα με το παράδειγμα των κέντρων συντονισμού της ενιαίας αγοράς που έχουν πρόσφατα συσταθεί σε κάθε κράτος μέλος, να αναπτυχθούν συνέργιες μεταξύ των εθνικών διοικητικών αρχών, που θα δρουν σε συνάρτηση με τα συμφέροντα της ενιαίας αγοράς. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει ειδικότερα να καθιερωθεί για την πολιτική του ανταγωνισμού, την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια των προϊόντων και των τροφίμων, την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, την καταπολέμηση της φορολογικής και εμπορικής απάτης. 5.3.3. Έτσι, η Επιτροπή θα κληθεί να επικεντρώσει την προσοχή της στην άγρυπνη επίβλεψη της ορθής διεξαγωγής των αποκεντρωμένων αυτών ελέγχων. Θα πρέπει να έχει το δικαίωμα άμεσης παρέμβασης για να αποτρέπει ενδεχόμενες ανεπάρκειες των εθνικών διοικητικών αρχών. Με την προοπτική μιας Ένωσης τριάντα μελών, που θα περιλαμβάνει πολύ ετερόκλητες εθνικές διοικητικές αρχές, οι παρεμβάσεις της Επιτροπής ενδέχεται να δικαιολογούν τη θέσπιση κοινοτικών επιθεωρήσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο και την καταστολή της απάτης ευρωπαϊκής εμβέλειας. 5.3.4. Όσον αφορά τα τελωνεία, η ΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο στόχο της εξασφάλισης πανομοιότυπων ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, με δεδομένη την κατάργηση των ενδοκοινοτικών ελέγχων. Ο στόχος αυτός δικαιολογεί ίσως την υπέρβαση του σταδίου της ενισχυμένης συνεργασίας των εθνικών διοικητικών αρχών και την επιδίωξη μιας πραγματικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών τελωνείων, ήδη από την έναρξη της διεύρυνσης, στα πλαίσια μιας ενιαίας κοινοτικής διοίκησης. 5.4. Η εδραίωση της ΟΝΕ 5.4.1. Η οικονομική και νομισματική ένωση, στην οποία θα ενσωματωθούν πλήρως οι οικονομίες των κρατών μελών που συμμετέχουν στο ευρώ, έρχεται την κατάλληλη στιγμή για να αντιμετωπίσει την πρόκληση της ενίσχυσης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής εντός της διευρυμένης Ευρώπης. Θα πρέπει να εδραιώσει την εμβάθυνση της οικονομικής ενοποίησης πέραν των διευρύνσεων, και να φέρει προοδευτικά προς αυτήν, κατά τρόπο αναπόφευκτο, τις νέες προσχωρούσες χώρες. 5.4.2. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης του οικονομικού συντονισμού στο Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin). Η ομάδα του ευρώ θα κληθεί να διαδραματίσει ρόλο κινητήριας δύναμης και θα πρέπει να διαρθρωθεί και να δράσει αναλόγως. Πέραν των υπουργών εθνικής οικονομίας και οικονομικών, και άλλες ομάδες του Συμβουλίου, και κυρίως το Συμβούλιο Κοινωνικών Θεμάτων, θα πρέπει επίσης να ενσωματώσουν πλήρως στις συζητήσεις τους και στις αποφάσεις τους όλες τις πρωτόγνωρες συνέπειες της ύπαρξης του ευρώ. 5.4.3. Το Συμβούλιο Εcofin θα πρέπει να ενθαρρύνει τις υποψήφιες χώρες ώστε να θέσουν τις νομικές και οικονομικές βάσεις της μελλοντικής τους συμμετοχής στην ΟΝΕ, προβαίνοντας κυρίως σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση (όπως η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, που έχει ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο). Η ΟΚΕ επιθυμεί να δεσμευτούν οι υποψήφιες χώρες να συμμετάσχουν ήδη από την ένταξη στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (MCE2), ο οποίος διαδέχτηκε το ΕΝΣ (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα), καθότι η συμμετοχή τους αυτή θα εξασφαλίσει γερές βάσεις για τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών εντός της διευρυμένης ενιαίας αγοράς και θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα, υποχρεωτικό εξάλλου, για τη μελλοντική τους συμμετοχή στην ΟΝΕ. 5.5. Η από κοινού ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης 5.5.1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, το Μάρτιο του 2000, έθεσε ως αποστολή την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, μέσω της πραγματοποίησης στα διάφορα κράτη μέλη μειζόνων διαρθρωτικών προσαρμογών. Η αποστολή αυτή θα πρέπει να διεκπεραιωθεί με την απαραίτητη αποφασιστικότητα, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστική ικανότητα των επιχειρήσεων, να αναπτυχθεί η καινοτομία, να χειραγωγηθούν το συλλογικό κόστος και οι δημόσιες δαπάνες, να βελτιωθεί η λειτουργία της αγοράς εργασίας και να ανέβει το επίπεδο απασχόλησης και να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα των καθεστώτων κοινωνικής προστασίας. 5.5.2. Η ΟΚΕ συνιστά να συνδεθούν οι υποψήφιες χώρες με τους στόχους που ορίσθηκαν στη Λισαβόνα και με τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων που συνέρχονται κάθε Άνοιξη, προκειμένου: - να ενισχυθεί η ανταγωνιστική ικανότητα των επιχειρήσεων, να αναπτυχθεί η καινοτομία, να χειραγωγηθούν το συλλογικό κόστος και οι δημόσιες δαπάνες, να βελτιωθεί η λειτουργία της αγοράς εργασίας και να ανέβει το επίπεδο απασχόλησης και να εξασφαλισθεί ο εκσυγχρονισμός των καθεστώτων κοινοτικής προστασίας· - να προωθηθεί η συγκριτική αξιολόγηση των βέλτιστων πρακτικών. Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης του Μαρτίου 2001 εξέφρασε ρητώς το ενδιαφέρον του για την εν λόγω σύνδεση. 5.5.3. Η πραγματοποίηση της εν λόγω σύνδεσης θα ενθαρρύνει τα κράτη αυτά να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις και θα τα τοποθετήσει σε μία κατάσταση αμοιβαίας συνέργειας, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά επίσης και έναντι των δεκαπέντε κρατών μελών. Εξάλλου, κάθε υποψήφιο κράτος θα έχει κάθε δυνατότητα να συναγωνίζεται τους δεκαπέντε επί ίσοις όροις σε θέματα προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας, ακόμη και να φθάσει τους καλύτερους εξ αυτών, κυρίως στους τομείς όπου έχει ήδη δρομολογήσει τις νέες μεταρρυθμίσεις με νέα μέσα - όπως το άνοιγμα της οικονομίας και η καινοτομία - και με τη σθεναρή βούληση να τις ολοκληρώσει. 6. Συμπεράσματα 6.1. Η ΟΚΕ, στηριζόμενη στις συζητήσεις που διεξήγαγε με τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς εκπροσώπους των υποψηφίων χωρών, τονίζει την ανάγκη να ενισχυθούν, εν όψει της διεύρυνσης, οι προσπάθειες ουσιαστικής υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου στις χώρες αυτές, να προωθηθούν αποτελεσματικότερες μέθοδοι στήριξης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εντατικοποιηθεί η προετοιμασία για μια νέα οικονομική συνοχή στη διευρυμένη Ένωση. 6.2. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι τα κράτη μέλη και τα υποψήφια κράτη έχουν πλέον ένα κοινό μέλλον, που αιτιολογεί τη μόνιμη και αποτελεσματική στήριξη, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κοινωνικο-επαγγελματικών φορέων της, των κάθε φύσεως προσπαθειών που τα υποψήφια κράτη θα πρέπει να καταβάλουν και να εντατικοποιήσουν προκειμένου να αποδείξουν ότι αξίζουν να ενταχθούν στην ΕΕ, που προβάλλει αναγκαστικά μεγάλες απαιτήσεις, λόγω του επιπέδου ολοκλήρωσης που έχει πλέον επιτευχθεί, έστω και αν υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης, από την Ένωση. 6.3. Η ΟΚΕ διαπιστώνει επίσης ότι, μετά από τις προκαταρκτικές αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με το Πρόγραμμα Δράσης 2000 και μετά από τη μεταρρύθμιση της Συνθήκης, θα ήταν εντελώς εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προσαρμογή αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των υποψηφίων χωρών. Αντίθετα: η προετοιμασία της διευρυμένης Ένωσης θα απαιτήσει μια εκ βαθέων προσαρμογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης - που υπερβαίνει κατά πολύ τις συμφωνηθείσες δημοσιονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις - προκειμένου να προσαρμοστεί στις καινοφανείς συνέπειες μιας παρόμοιας διεύρυνσης. 6.4. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η διπλή αυτή πρόκληση, για τις υποψήφιες χώρες και για τα κράτη μέλη, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μια μοναδική ευκαιρία για την ανάληψη μιας εκ βαθέων ανανέωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία θα βγουν όλοι κερδισμένοι, στο μέτρο που θα εξασφαλίσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική πρόοδο μιας Ευρώπης διευρυμένης και παράλληλα ενισχυμένης. 6.5. Για το λόγο αυτό, η ΟΚΕ απευθύνει έκκληση ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει ήδη από το 2001 ένα φιλόδοξο και συνεκτικό πολυετές πρόγραμμα για την προετοιμασία της διεύρυνσης, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων υποστήριξης των υποψήφιων χωρών με ταυτόχρονη δημιουργία, ήδη μεταξύ των 15, των συνθηκών που θα διαφυλάξουν τη συνοχή της διευρυμένης Ευρώπης. Στο πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να συμμετάσχουν τόσο τα κράτη μέλη όσο και τα υποψήφια κράτη, με τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών στην πρώτη γραμμή. Σκοπός θα είναι να εφαρμοστεί πριν από το τέλος της τρέχουσας θητείας του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2001. Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Göke Frerichs (1) Βλ. επίσης τις εξής γνωμοδοτήσεις της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: "Η απασχόληση και η κοινωνική κατάσταση στις ΧΚΑΕ", ΕΕ C 139 της 11.5.2001. "Η νότια διάσταση της ΕΕ" ΕΕ C 139 της 11.5.2001. "Ο αντίκτυπος της διεύρυνσης στην ενιαία αγορά" ΕΕ C 329 της 17.11.1999. (2) Διάσκεψη "Προς μια εταιρική σχέση για την οικονομική ανάπτυξη και τα κοινωνικά δικαιώματα", που διοργανώθηκε στην έδρα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, από τις 14 έως τις 17 Νοεμβρίου 2000. (3) "Απλοποίηση της νομοθεσίας στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς", ΕΕ C 14 της 16.1.2001, σ. 1.