27.10.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 267/57


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την πρόταση για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων

(COM(2004) 501 τελικό — 2004/0170 (CNS))

(2005/C 267/09)

Στις 22 Οκτωβρίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, εξέδωσε τη γνωμοδότησή του στις 15 Απριλίου 2005, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. BURANI.

Κατά την 417η σύνοδο ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 2005, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 118 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 15 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή

1.1

Το άρθρο 9 της απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), ορίζει ότι «η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006, μία γενική επανεξέταση του συστήματος ιδίων πόρων» — το οποίο προβλέπεται για την περίοδο 2007-2013 — «που θα συνοδεύεται, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την πλευρά του, προώθησε ρητή αίτηση αναθεώρησης των κριτηρίων δημοσιονομικής συνεισφοράς. Κατ' εκτέλεση της εντολής, η Επιτροπή υπέβαλε, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την υπό εξέταση πρόταση. Η εντολή που έχει δοθεί στην Επιτροπή είναι δύσκολη και περίπλοκη λόγω της τεχνικής φύσεως της, αλλά κυρίως απαιτεί λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς δεδομένου ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών αλλά και τις σχέσεις καθενός εξ αυτών με τους πολίτες του.

1.2

Το τεχνικό τμήμα του εγγράφου δεν είναι άμεσα κατανοητό ακόμη και για όσους γνωρίζουν τις αρχές των δημόσιων οικονομικών. Χρειάζεται για το λόγο αυτό να γίνει μνεία της προσπάθειας που κατέβαλε η Επιτροπή προκειμένου το περιεχόμενό του να είναι, τουλάχιστον, πρόσφορο για συζήτηση εκ μέρους των ειδικών και να μπορέσει να γίνει κατανοητό από όλους εκείνους που είναι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων: η πρόταση πράγματι συνοδεύεται από έκθεση (2), που απεικονίζει την τρέχουσα κατάσταση καθώς και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των διάφορων πιθανών εναλλακτικών λύσεων, καθώς και από τεχνικό παράρτημα (3), που εξετάζει τις οικονομετρικές πτυχές καθώς και τις σχετικές λεπτομέρειες λογιστικού, μαθηματικού και οικονομικού χαρακτήρα.

1.3

Η ΕΟΚΕ προτίθεται συνεπώς να επικεντρώσει την προσοχή της στις πτυχές που συνδέονται άμεσα με την ισότητα των συνεισφορών και με τους μηχανισμούς συνεισφοράς και κατανομής των επιβαρύνσεων και των κερδών μεταξύ των κρατών μελών, έχοντας εξάλλου γνώση του γεγονότος ότι διάφορες δυσνόητες τεχνικές λεπτομέρειες μπορούν συχνά να επικαλύψουν την οικονομική ή πολιτική σημασία των επιπτώσεών τους. Η έννοια της «ισότητας» που διαπνέει τον μηχανισμό των ίδιων πόρων είναι εξάλλου δύσκολο να προσδιοριστεί με τρόπο που να μην είναι ασαφής δεδομένου ότι συνδυάζει αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία. Ενώ για παράδειγμα είναι μετρήσιμο το επίπεδο της ευημερίας, παραμένει πιο δύσκολη η αξιολόγηση των έμμεσων κερδών που προκύπτουν από την ένταξη στην Ένωση. Το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί εν πάση περιπτώσει από τις ισορροπίες που θα επιτευχθούν στο τέλος των διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο του Συμβουλίου, οι οποίες από τώρα δε φαίνεται να είναι εύκολες.

1.3.1

Η ποιότητα των λύσεων θα είναι αυτή που θα αποδεικνύει ότι επιτεύχθηκε ή κατάλληλη ισορροπία μεταξύ δύο αρχών: μεταξύ, από τη μία πλευρά, της αρχής της δίκαιης επιστροφής, δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος προσδοκά η συμβολή του να είναι ανάλογη του αθροίσματος των οφελών — τα οποία δεν είναι όλα υπολογίσιμα — που προκύπτουν από την ένταξή του στην Ένωση, και, από την άλλη, της αρχής της αλληλεγγύης, η οποία απαιτεί την δέουσα ευελιξία ώστε να μπορούν να πραγματοποιούνται περισσότερες ή λιγότερες παραχωρήσεις ανάλογα με τις ανάγκες ολόκληρης της κοινότητας. Πρέπει εξάλλου να ληφθεί υπόψη ότι οι αρχές αυτές έχουν, σε γενικές γραμμές, γίνει δεκτές, αλλά ερμηνεύονται από τον καθένα ανάλογα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις. Κάθε κυβέρνηση έχει ως βασική επιδίωξη την προστασία των ίδιων οικονομικών και γνωρίζει ότι η εθνική κοινή γνώμη διαδραματίζει συχνά καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της. Η επίτευξη ικανοποιητικών συμφωνιών για όλους και για τον καθένα θα εξαρτηθεί από την υιοθέτηση λύσεων που θα διαπνέονται από γνήσιο «οικονομικό ομοσπονδιακό πνεύμα».

2.   Η τρέχουσα κατάσταση

2.1

Η ύπαρξη ίδιων πόρων είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί ένα από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την αυτόνομη οντότητα της Κοινότητας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η Ένωση θα πρέπει να διαθέτει ίδια μέσα χρηματοδότησης που να μην εξαρτώνται από τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, οι ίδιοι πόροι της Κοινότητας μπορούν να προσδιοριστούν ως εισόδημα που παρέχεται στην Κοινότητα για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό της, στο οποίο δε έχει δικαίωμα χωρίς περαιτέρω αποφάσεις των εθνικών αρχών.

2.2

Σύμφωνα με τα κριτήρια που το διέπουν και τα οποία εξαγγέλθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Βερολίνο στις 24 και 25 Μαρτίου 1999, το σύστημα των ίδιων πόρων της Κοινότητας θα πρέπει να είναι δίκαιο, διαφανές, οικονομικώς αποτελεσματικό και να βασίζεται σε κριτήρια που αντανακλούν με βέλτιστο τρόπο τη δυνατότητα εισφοράς κάθε κράτους μέλους. Η δήλωση αυτή, μολονότι αυτονόητη, δεν έχει γίνει σεβαστή σε διάφορες περιπτώσεις και από διάφορες απόψεις.

2.3

Η απόφαση του Συμβουλίου να θεσπιστούν ίδιοι πόροι ανάγεται στην 21η Απριλίου 1970. Η απόφαση ολοκληρώθηκε στη συνέχεια και τροποποιήθηκε με απόφαση της 24ης Ιουνίου 1988, τροποποιήθηκε δε εκ νέου από το Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999. Συνοπτικά, αυτή τη στιγμή οι ίδιοι πόροι είναι τριών τύπων:

παραδοσιακοί ίδιοι πόροι (ΠΙΠ): συγκροτούνται κυρίως από τους τελωνειακούς δασμούς και από τις γεωργικές εισφορές,

πόροι που βασίζονται στο ΦΠΑ: πρόκειται για εισφορά — που αρχικώς καθορίστηκε στο 1 % και στη συνέχεια τροποποιήθηκε — επί των εθνικών εσόδων που προέρχονται από το ΦΠΑ, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με μία εναρμονισμένη«θεωρητική» στατιστική βάση· η βάση αυτή δεν μπορεί ωστόσο να υπερβαίνει το 50 % του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ),

πόροι που βασίζονται στο ΑΕΕ: πρόκειται για εισφορά που λειτουργεί αναλογικά με το ΑΕΠ κάθε κράτους μέλους. Όσον αφορά την εισφορά αυτή δεν υφίσταται όριο ανά χώρα, υφίσταται ωστόσο ανώτατο όριο που περιορίζει το συνολικό ποσό όλων των ίδιων πόρων της Κοινότητας στο 1,24 % του ΑΕΕ της Ένωσης στο σύνολό της.

2.3.1

Το 1996 το σύνολο των ΠΙΠ και των πόρων ΦΠΑ αντιπροσώπευε πάνω από το 70 % των εσόδων, το 2003 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 38 % και οι υπολογισμοί της Επιτροπής περιλαμβάνουν την πρόβλεψη ότι θα μειωθεί περαιτέρω για να κυμανθεί περίπου στο 26 % τόσο κατά το 2004 όσο και κατά το 2005: μία τάση προς προοδευτική μείωση, που υποδηλώνει την αντίστοιχη αύξηση της σχετικής σημασίας των πόρων που βασίζονται στο ΑΕΕ (τη λεγόμενη τέταρτη πηγή).

2.4

Ο μηχανισμός της τέταρτης πηγής τροποποιήθηκε με απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1985: καθώς αναγνωρίστηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποχρεωνόταν να καταβάλει υπερβολικά υψηλό ποσοστό σε σχέση με την ικανότητα εισφοράς του, αποφασίστηκε ότι στη χώρα αυτή θα επιστραφούν τα 2/3 της καθαρής εισφοράς της. Η απόφαση αυτή έχει υποστεί συν τω χρόνω διάφορες τροποποιήσεις· η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι διαδοχικές αλλαγές κατέστησαν το μηχανισμό αυτό ολοένα πιο σύνθετο και λιγότερο διαφανή.

2.4.1

Η απόφαση «προσαρμογής» του μηχανισμού είχε ήδη εξάλλου ληφθεί στο παρελθόν, συγκεκριμένα από το Συμβούλιο του Fontainebleau το 1984, με γενικούς ωστόσο όρους που έμοιαζαν να συνεπάγονται προσανατολισμό γενικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον οποίο: «οποιοδήποτε κράτος μέλος με δημοσιονομικό βάρος το οποίο είναι υπερβολικό σε σχέση με τη σχετική του ευημερία μπορεί να τύχει διόρθωσης σε κατάλληλο χρόνο». Το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε το μόνο κράτος μέλος που δικαιούτο «διόρθωση» από το επόμενο έτος (απόφαση του Fontainebleau) και εξακολουθεί να είναι: το ετήσιο ποσό που του έχει αναγνωριστεί (μέση τιμή για την περίοδο 1997-2003) είναι περίπου 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ΕΟΚΕ διερωτάται για τη σημασία της έκφρασης «σε κατάλληλο χρόνο», που φαίνεται να υπονοεί ότι πρόκειται για μέτρο προσωρινού χαρακτήρα το οποίο θα πρέπει να επαληθεύεται κάθε φορά (πράγμα που δεν έγινε)· διερωτάται επίσης κατά πόσον εκείνη την περίοδο άλλα κράτη μέλη, εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν σε θέση να ωφεληθούν από ανάλογη διόρθωση.

2.4.2

Η έννοια της υπερβολικής επιβάρυνσης οφείλεται εν μέρει στην αντίληψη ότι την εποχή εκείνη το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν τελευταίο στην ταξινόμηση (4) του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ), σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή τιμή (100): 90,6, έναντι 92,6 της Ιταλίας, 104 της Γαλλίας και 109,6 της Γερμανίας. Σήμερα η ταξινόμηση έχει αντιστραφεί (στοιχεία 2003): το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται όντως επικεφαλής με ΑΕΕ 111,2, ίσο με αυτό της Δανίας, ενώ η Γαλλία παρουσιάζει τιμή 104,2, η Γερμανία 98,6 και η Ιταλία 97,3. Άλλη θεώρηση που ελήφθη υπόψη ήταν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεωνόταν να καταβάλει πολύ υψηλή εισφορά βάσει του ΦΠΑ, ενώ ωφελείτο σχετικά λίγο από τις εισφορές της γεωργικής και της περιφερειακής πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, το Ηνωμένο Βασίλειο φαινόταν να είναι ο πρώτος καθαρός χρηματοδότης του κοινοτικού προϋπολογισμού: μία άνιση κατάσταση που απαιτούσε διόρθωση, όπως πράγματι έγινε.

2.4.3

Η επιστροφή υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αναληφθεί και συνεχίζει να αναλαμβάνεται από τα κράτη μέλη, ανάλογα με το ΑΕΠ καθενός· από τον υπολογισμό αυτό έχει, προφανώς, αποκλειστεί το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο κανόνας της συσχέτισης με το ΑΕΠ έχει ωστόσο υποστεί σημαντική αναθεώρηση το 1999, όταν στους τέσσερις από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες (από σχετική άποψη) του προϋπολογισμού (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Σουηδία) παραχωρήθηκε μείωση 75 % επί των οφειλόμενων ποσών λόγω της διόρθωσης. Το αποτέλεσμα αυτού του νέου συστήματος συνεισφοράς είναι ότι η Γαλλία και η Ιταλία χρηματοδοτούν από κοινού το 52 % της διόρθωσης υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου.

2.4.4

Εάν το σημερινό σύστημα διατηρηθεί, οι εξελίξεις που εκτιμάται ότι θα προκύψουν κατά την περίοδο 2007-2013 θα οδηγήσουν σε μία παράδοξη κατάσταση, δηλαδή σε αύξηση της διόρθωσης υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου της τάξεως, κατά μέσο όρο, του 50 %· αποτέλεσμα θα είναι να καταστεί το Ηνωμένο Βασίλειο ο μικρότερος καθαρός χρηματοδότης, γεγονός που θα αυξήσει σημαντικά την επιβάρυνση που θα αναλάβουν τα άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των νέων (5). Δίχως να λαμβάνεται υπόψη ότι η προβλεπόμενη επέκταση του μηχανισμού σε άλλες χώρες (βλ. σημείο 3.6) καθιστά απαραίτητη — κατά την ΕΟΚΕ — την προσαρμογή των σχετικών κανόνων. Καθίσταται συνεπώς προφανές ότι ο μηχανισμός της διόρθωσηςεάν πράγματι κριθεί αναγκαίος (βλ. σημείο 3.6.4)πρέπει οπωσδήποτε να μεταρρυθμιστεί, πράγμα που εξάλλου προτίθεται να κάνει η Επιτροπή, και να αντικατασταθεί με άλλον, ο οποίος, σεβόμενος τα κριτήρια του Fontainebleau, θα οδηγήσει σε πιο δίκαιες και διαφανείς λύσεις.

3.   Η πρόταση της Επιτροπής: παρατηρήσεις στα κύρια άρθρα

3.1

Άρθρο 2: οι ίδιοι πόροι. Η παράγραφος 1, εδάφιο α, επαναλαμβάνει, με ορισμένες τροποποιήσεις, τη σημερινή διατύπωση. Τα έσοδα πρώτου τύπου (ΠΙΠ) — βλ. σημείο 2.3 — είναι κυρίως εισφορές, επιδοτήσεις, συμπληρωματικά ή αντισταθμιστικά ποσά, από τελωνειακούς δασμούς με τρίτες χώρες και από εισφορές και δασμούς του τομέα της ζάχαρης. Στο πλαίσιο των εξόδων είσπραξης τα κράτη μέλη παρακρατούν το 25 % των οφειλόμενων ποσών. Μία παρακράτηση από τα εν λόγω ποσά απαιτεί διευκρινίσεις. Αρχικά, το ποσοστό μείωσης ήταν 10 % και ανήλθε σε 25 % το 1999, τότε δε ορίστηκε για πρώτη φορά ως «έξοδα είσπραξης». Επρόκειτο προφανώς για άτυπη διόρθωση από την οποία επωφελήθηκαν κυρίως οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο· πρόκειται για ένα παράδειγμα έλλειψης διαφάνειας των διαδικασιών.

3.1.1

Οι εισπράξεις που προέρχονται από τους ΠΙΠ βρίσκονται, από ποσοστιαία άποψη σε σύγκριση με το σύνολο των κοινοτικών εσόδων, σε συνεχή μείωση (τα στοιχεία σχετικά με το σημείο αυτό, καθώς και αυτά που ακολουθούν, προέρχονται από την έκθεση της Επιτροπής Η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (6)) και, πράγματι, από 19 % το 1996 έχουν κατέλθει στο 11,4 % το 2003. Οι υπολογισμοί και οι στατιστικές που απαιτούνται για τον προσδιορισμό των οφειλόμενων ποσών συνεπάγονται τη χρήση σημαντικών πόρων καθώς και δαπάνες, οι οποίες παραμένουν σημαντικές ακόμη και μετά την μείωση των δασμών.

3.1.1.1

Η ΕΟΚΕ διερωτάται αν πραγματικά αξίζει τον κόπο να διατηρηθεί αυτό το σύστημα εισφορών ή αν δεν θα ήταν καλύτερα να περιοριστεί δραστικά η σημασία του και να αντικατασταθεί με ένα ικανοποιητικό ποσοστό επί του ΑΕΕ. Η ΕΟΚΕ λαμβάνει υπό σημείωση, εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή υιοθέτησε τον ακριβώς αντίθετο προσανατολισμό, βασιζόμενη στη θεώρηση ότι οι φορολογικοί πόροι ανήκουν κατά φυσικό τρόπο στην Ένωση, και ότι δεν προτίθεται να τροποποιήσει αυτήν την προσέγγιση, ιδίως μάλιστα εφόσον φαίνεται να την συμμερίζονται τα περισσότερα κράτη μέλη.

3.2

Η παράγραφος 1, εδάφιο β) προβλέπει την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή όσον αφορά την εναρμονισμένη βάση ΦΠΑ, για όλα τα κράτη μέλη. Η βάση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς τούτο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % του ΑΕΕ κάθε κράτους μέλους. Ο ενιαίος συντελεστής καθορίζεται, στην παράγραφο 4, σε 0,30 %. Η μείωση της σχετικής σημασίας αυτού του εσόδου για τον κοινοτικό προϋπολογισμό είναι ενδεικτική: από 51,3 % το 1996 κατήλθε περίπου στο 14 % (προβλεπόμενο) για το 2004 και 2005.

3.2.1

Η ΕΟΚΕ επανειλημμένα επέκρινε το σύστημα του ΦΠΑ το οποίο — ακόμη περισσότερο απ' ό,τι συμβαίνει με τους ΠΙΠ — επιβάλει υψηλό κόστος είσπραξης, διοίκησης και ελέγχου. Σύμφωνα με την OLAF, ο ΦΠΑ είναι άλλωστε ο «φόρος με τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή», με επακόλουθη ζημία για το κοινοτικό προϋπολογισμό (ζημία που για το λόγο αυτό αντισταθμίζεται με μεγαλύτερη εισφορά εις βάρος του ΑΕΕ).

3.2.2

Και στην περίπτωση αυτή επίσης, η ΕΟΚΕ διερωτάται κατά πόσον είναι λογικό να διατηρηθεί η εισφορά αυτή, ως προς την οποία αντιθέτως η Επιτροπή φαίνεται να εκφράζει την προτίμησή της, μολονότι σκέπτεται να την μετατρέψει σε πραγματικό φορολογικό έσοδο, όπως είχε προβλεφθεί στην αρχή. Πρέπει να είναι δυνατό το ποσοστό της εισφοράς που βασίζεται στο ΑΕΕ να προσαρμοστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει το ποσοστό των ίδιων πόρων που σήμερα διασφαλίζεται μέσω του ΦΠΑ. Δεδομένης της στενής σχέσης που υφίσταται μεταξύ του μεγέθους του ΑΕΕ και των εσόδων του ΦΠΑ, αυτό δεν πρέπει να συνεπάγεται ουσιαστικές ανακατανομές των εισφορών των διάφορων χωρών, θα καταργούσε ωστόσο τον υπολογισμό των στατιστικών στοιχείων και τα έξοδα είσπραξης του ΦΠΑ. Στην έκθεση για τη χρηματοδότηση της Ένωσης που προαναφέρθηκε (βλ. σημείο 3.1.2) η Επιτροπή πράγματι έλαβε υπόψη της την υπόθεση κατάργησης της εισφοράς ΦΠΑ, καταλήγοντας εντούτοις σε αρνητικά συμπεράσματα.

3.2.2.1

Η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση της πολυπλοκότητας του προβλήματος, κρίνει όμως ότι πριν ληφθεί μια απόφαση αξίζει τον κόπο να μελετηθούν διεξοδικά η φύση και οι πολυάριθμες αρνητικές πτυχές του φόρου αυτού, τον οποίο η ΕΟΚΕ έχει αναλύσει επανειλημμένα. Μεταξύ άλλων, εκτός απ' όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, υπενθυμίζεται ότι ο ΦΠΑ τελεί εδώ και δεκαετίες υπό «προσωρινό καθεστώς».

3.3

Η παράγραφος 1, εδάφιο γ), αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο της πρότασης: προβλέπει μία εισφορά, η οποία θα αντλείται από το σύνολο των ΑΕΕ όλων των κρατών μελών, μέσω της εφαρμογής ενός συντελεστή «που πρόκειται να καθορισθεί βάσει της διαδικασίας του προϋπολογισμού». Η διαδικασία αποτελεί πολύ ειδικό θέμα για το οποίο δεν πρόκειται να αποφανθεί η ΕΟΚΕ. Υπογραμμίζει ωστόσο ότι η εισφορά αυτή καθίσταται, αναλογικά, όλο και πιο σημαντική έναντι των άλλων τύπων εσόδων και, μεταξύ άλλων, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι είναι κατά πολύ η λιγότερο δαπανηρή ως προς τη διαχείρισή της μεταξύ των άλλων πηγών χρηματοδότησης. Η Επιτροπή στο παράρτημα της έκθεσής της υπενθυμίζει ότι το διοικητικό κόστος είναι ένα από τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, αλλά όχι το μόνο, και όχι αναγκαστικά το κυριότερο: η ΕΟΚΕ το λαμβάνει υπό σημείωση, παρατηρώντας ωστόσο ότι, στα θέματα της εισφοράς στον προϋπολογισμό, ο σεβασμός των αρχών πρέπει να δίνει το προβάδισμα σε θεωρήσεις οικονομικού χαρακτήρα.

3.4

Οι τρεις προαναφερθείσες πηγές (παράγραφος 1, εδάφια α), β) και γ)) αποτελούν ένα «μείγμα» (που συμπληρώνεται «από άλλες επιβαρύνσεις οι οποίες θα θεσπισθούν ενδεχομένως» και προβλέπονται στην παράγραφο 2) το οποίο μπορεί να ποικίλλει σε σημαντικό βαθμό από έτος σε έτος. Εδώ και πολύ καιρό το Συμβούλιο και η Επιτροπή διερωτώνται ως προς το κατά πόσον θα πρέπει το σύστημα αυτό να διατηρηθεί ή όχι. Στην ήδη προαναφερθείσα έκθεση για τη χρηματοδότηση της Ένωσης (7), η Επιτροπή μελετά τον τρόπο εξεύρεσης της βέλτιστης διάρθρωσης, εξετάζοντας τρεις επιλογές: διατήρηση του σημερινού συστήματος, υιοθέτηση ενός συστήματος χρηματοδότησης που να βασίζεται αποκλειστικά στο ΑΕΕ και υιοθέτηση ενός συστήματος που να βασίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στα φορολογικά έσοδα. Είναι πιθανό στη διάρκεια του επομένου έτους το θέμα να συζητηθεί προκειμένου να ληφθεί οριστική απόφαση. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ελπίδα ότι θα τηρηθεί ενήμερη για τις εξελίξεις, αλλά κυρίως προειδοποιεί για την τάση που φαίνεται να διαφαίνεται από τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα, να υιοθετηθεί μία καθαρά τεχνικολογιστική προσέγγιση που θα παραγνωρίσει τις πολιτικές πτυχές των επιλογών.

3.4.1

Ανάμεσα στις «άλλες επιβαρύνσεις οι οποίες θα θεσπισθούν ενδεχομένως», για τις οποίες έγινε λόγος στην πιο πάνω παράγραφο, ή ακριβώς ως υποκατάσταση της εισφοράς του ΦΠΑ, προτάθηκε η ιδέα ενός φόρου επί της ρυπαίνουσας ενέργειας, ο οποίος θα προορίζεται μεν για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, θα επενδύεται όμως συγκεκριμένα υπέρ της βελτίωσης του περιβάλλοντος. Η ΕΟΚΕ δηλώνει ότι είναι αντίθετη με μία τέτοια λύση δεδομένου ότι ουδείς κανόνας επιτρέπει την διάθεση μέρους των εισφορών υπέρ ειδικών σκοπών. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διεθνής πολιτική κατάσταση δεν επιτρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις που ενδεχομένως θα επηρέαζαν τις δυναμικές του μέλλοντος.

3.5

Άρθρο 3: πόροι και αναλήψεις υποχρεώσεων. Το άρθρο αυτό θεσπίζει«ανώτατο όριο» για τα έσοδα και τα έξοδα: για τους ίδιους πόρους το ανώτατο όριο έχει καθοριστεί στο 1,24 % του συνόλου των ΑΕΕ των κρατών μελών και για τις πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων στο 1,31 %. Ο ισοσκελισμός θα πρέπει να διασφαλιστεί από άλλα έσοδα διαφορετικού τύπου. Στον τομέα των εξόδων, οι συζητήσεις μεταξύ κρατών μελών εμφανίζουν την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων όσον αφορά τον προσδιορισμό του μέγιστου προβλεπόμενου ορίου για τις λεγόμενες δημοσιονομικές προοπτικές. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τις ισορροπίες που θα επιτευχθούν μεταξύ της θέσης εκείνων που επιθυμούν μια πιο ισχυρή λειτουργία της Επιτροπής, καθώς και φιλόδοξα προγράμματα οικονομικοκοινωνικής προόδου — τα οποία θα απαιτήσουν νέα και ευρύτερα έσοδα –, και της θέσης εκείνων που, αντίθετα, τάσσονται υπέρ μιας μεγαλύτερης αυτονομίας των κρατών μελών και υπέρ πολιτικών σταθεροποίησης που συνεπάγονται τη διατήρηση του status quo ή ακόμη και μείωση, πράγμα απίθανο, των υφιστάμενων πόρων. Ειδικής ωστόσο θεώρησης θα τύχουν τα προβλήματα των νέων κρατών μελών. Οι μελλοντικοί προσανατολισμοί θα εξαρτηθούν κατά πολύ από την αποδοχή δύο εννοιών που μπορούν να οριστούν ως συνολική αλληλεγγύη και συνολική ανάπτυξη: έννοιες οι οποίες είναι εύκολο να επιβεβαιωθούν αλλά διόλου απλό να αποδοθούν σε δημοσιονομικούς όρους.

3.6

Άρθρο 4.1: ο «γενικευμένος μηχανισμός διορθώσεων» (ΓΜΔ). Η απόφαση του Fontainebleau σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο μεταφράζεται σε έναν γενικό κανόνα ο οποίος θεσπίζει ότι ο ΓΜΔ πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε κράτος μέλος που παρουσιάζει αρνητικό ισοζύγιο προϋπολογισμού υψηλότερο από ένα ποσοστό του ΑΕΕ του: η οριακή τιμή δεν έχει διευκρινιστεί στο κείμενο της πρότασης, αλλά αναφέρεται ως –0,35 % του ΑΕΕ στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση. Εξάλλου, το σύνολο των διορθώσεων δεν μπορεί να υπερβεί «ένα μέγιστο ποσό διαθέσιμο για επιστροφές». Ο υπολογισμός των διορθώσεων και το διαθέσιμο ποσό γίνεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 279, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ. Η διόρθωση, για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προσδιορίζεται με υπολογισμό της διαφοράς μεταξύ του αθροίσματος των καταβολών και του συνόλου των ποσών που έχουν εισπραχθεί και με πολλαπλασιασμό της εν λόγω διαφοράς επί το σύνολο των κατανεμημένων δαπανών. Το αποτέλεσμα (εάν είναι θετικό) πολλαπλασιάζεται επί έναν συντελεστή επιστροφής ίσο, κατ'ανώτατο όριο, με το 0,66 % του συνόλου των πληρωμών, αλλά, «εφόσον συντρέχει περίπτωση», μειωμένο αναλογικά, με σκοπό να τηρηθεί το μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό. Με λίγα λόγια, ο τρόπος υπολογισμού της διόρθωσης δύσκολα γίνεται κατανοητός και το αποτέλεσμά του ελέγχεται ακόμη δυσκολότερα: και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μία περίπτωση, εάν όχι έλλειψης διαφάνειας, σαφώς τουλάχιστον ανάγκης απλοποίησης.

3.6.1

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι τα ερωτήματα που έθεσε στην παράγραφο 2.4.1 και οι προτάσεις που είχε διατυπώσει στην παράγραφο 2.4.4 έλαβαν όντως απάντηση, στο βαθμό που επεκτάθηκε σε όλα τα κράτη ένα μέτρο το οποίο, μολονότι ήταν δικαιολογημένο, περιοριζόταν σε ένα κράτος μέλος και δεν είχε συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Επισημαίνει ωστόσο ότι ο ΓΜΔ έχει μετατρέψει την έννοια «υπερβολική επιβάρυνση» σε μια προσέγγιση μαθηματικολογιστικού χαρακτήρα η οποία, εάν από τη μία πλευρά έχει το προτέρημα ότι εξαλείφει τις υποκειμενικές αξιολογήσεις, από την άλλη δεν λαμβάνει υπόψη πτυχές που θα μπορούσαν να αποκαλεστούν «σχεδόν ποιοτικού χαρακτήρα»: εκτός από το κατά κεφαλήν εισόδημα, την ανταγωνιστικότητα, το επίπεδο κοινωνικής προστασίας, την παραοικονομία. Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι οι αριθμητικές τιμές από μόνες τους δεν εκφράζουν την πραγματική κατάσταση μιας χώρας, ένας γενικευμένος κανόνας που συνυπολογίζει εξωτερικά στοιχεία αξιολόγησης ενέχει τον κίνδυνο να λαμβάνονται υπόψη υποκειμενικές πτυχές που δεν συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις διαφάνειας. Το μόνο που απομένει συνεπώς είναι να γίνει αποδεκτός ο ΓΜΔ όπως έχει σήμερα, με την επίγνωση ότι η εφαρμογή του δεν οδηγεί πάντοτε στα βέλτιστα αποτελέσματα.

3.6.2

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, έχει το προτέρημα ότι εξαλείφει την άμεση συνεισφορά των κρατών μελών για την κάλυψη του ποσού της «διόρθωσης», υποχρεώνοντάς τα να περάσουν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό· τίθεται έτσι τέλος σε ένα σύστημα που δεν είχε καμία λογική και που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν διόλου διαφανές. Η έκθεση της Επιτροπής είναι γεμάτη υπολογισμούς — που δεν πάντα ευκολονόητοι — και θεωρήσεις η ανάγνωση των οποίων βοηθά στην κατανόηση της σημασίας που έχει η πρόταση απόφασης. Μεταξύ των πληροφοριών που ενισχύουν την εκτίμηση της σημασίας του ΓΜΔ είναι η πληροφορία ότι η εφαρμογή κατώτατου ορίου ύψους 0,35 % του ΑΕΕ θα δημιουργήσει μέσο όγκο που υπολογίζεται σε ακαθάριστες διορθώσεις ισοδύναμες με 7 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ. Η εφαρμογή του ΓΜΔ συνδυαζόμενη με την τροποποίηση των κανόνων χρηματοδότησης, ισχυρίζεται η Επιτροπή, σημαίνει ότι το επίπεδο διόρθωσης στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος«δεν είναι απόλυτα σαφές». Με την υιοθέτηση του συστήματος και των προτεινόμενων παραμέτρων, οι υπολογισμοί της Επιτροπής θα έχουν ποσοτικά αποτελέσματα, τα οποία εκτίθενται σε πίνακες σύγκρισης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων, για την αξιολόγηση των οποίων θα κληθούν να αποφασίσουν τα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να εισέλθει στην ουσία αυτού του πολύπλοκου θέματος.

3.6.3

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί επίσης να επιστήσει την προσοχή σε δύο θεωρήσεις που ενδεχομένως θα θέσουν σε αμφισβήτηση τον ίδιο το μηχανισμό του ΓΜΔ. Κατ' αρχάς, ο μηχανισμός αποδεικνύεται άκαμπτος και χωρίς χρονικές προθεσμίες. Παρατηρείται σχετικά ότι είναι επικίνδυνο να θεσπίζονται κανόνες που βασίζονται σε μια πραγματικότητα του σήμερα η οποία ενδέχεται να αλλάξει ριζικά στο μέλλον: το παράδειγμα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το αποδεικνύει περίτρανα. Κατά δεύτερο λόγο, μπορεί να μην είναι ορθολογικό να επιβληθούν εισφορές που στη συνέχεια θα τροποποιηθούν με «διορθώσεις»· θα ήταν καλύτερο οι εν λόγω διορθώσεις να ονομαστούν «επιστροφές» για να υπάρξει διαφάνεια.

3.6.4

Τέλος, η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι σε μία πρόσφατη γνωμοδότησή της (8) είχε διατυπώσει έντονες επιφυλάξεις σχετικά με την θεσμοθέτηση του ΓΜΔ, διερωτάται ωστόσο εάν δεν χρειάζεται να αλλάξει ριζικά η έννοια της «διόρθωσης», με το να καταστεί ο ΓΜΔ αναπόσπαστο μέρος των κριτηρίων συνεισφοράς: με λίγα λόγια, οι ίδιες παράμετροι που προτείνονται για τον ΓMΔ μπορούν να αποτελέσουν τμήμα του υπολογισμού της συνεισφοράς, με μία σαφή ρήτρα περιοδικής αναθεώρησης, για παράδειγμα, κάθε πέντε χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι στο μέλλον οι μεταβληθείσες πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις δεν θα είναι τέτοιες που να απαιτούν λύσεις καταλληλότερες για εκείνη την εποχή.

3.7

Άρθρο 4, παράγραφος 2, εδάφιο α): η διόρθωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Η παράγραφος αυτή περιλαμβάνει έναν μεταβατικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο, πέρα από το ότι έχει δικαίωμα στις διορθώσεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, διατηρεί τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει η απόφαση που έλαβε το Συμβούλιο του Fontainebleau έως το 2011 και σύμφωνα με φθίνουσα κλίμακα: 2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008, 1,5 το 2009, 1 το 2010 και 0,5 το 2011. Οι πληρωμές αυτές θα απελευθερώνονταν από τον ΓΜΔ και, στην πράξη, θα εξακολουθούσαν να χρηματοδοτούνται σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανόνες, με βάση τους οποίους το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην χρηματοδότηση και το μερίδιο της Γερμανίας, Ολλανδίας, Αυστρίας και Σουηδίας περιορίζεται στο 25 % του κανονικού ποσοστού τους (βλ. σημείο 2.4.3 και 2.4.4). Σύμφωνα με την Επιτροπή οι νέες αυτές διατάξεις θα πρέπει να μειώσουν τον δημοσιονομικό αντίκτυπο του ΓΜΔ για το Ηνωμένο Βασίλειο σε τέσσερις διαδοχικές φάσεις. Τα τελευταία χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε μέση καθαρή διόρθωση 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, ενώ με τον ΓΜΔ θα είχε λάβει κατά μέσο όρο 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Με τα προτεινόμενα μεταβατικά μέτρα το μέσο ετήσιο συνολικό ποσό (Fontainebleau και ΓΜΔ) ανέρχεται σε 3,1 δισεκατομμύρια ευρώ.

3.7.1

Η διάταξη που υποδεικνύεται είναι προφανώς αποτέλεσμα συνδυασμού διαφόρων στοιχείων: έχουν ληφθεί υπόψη οι καταστάσεις έως σήμερα, οι αναγκαιότητες διαφάνειας και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που καθιερώνονται εξαιρέσεις σε κοινοτικούς κανόνες: οι Συνθήκες ένταξης, παλαιές και νέες, αποτελούν απόδειξη. Για τους ξένους παρατηρητές που δεν είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι ίσως είναι δύσκολη η αποδοχή των κανόνων για τους οποίους γίνεται λόγος, αλλά η πραγματικότητα με την οποία πρέπει να συνυπάρξουμε μπορεί ενδεχομένως να προτρέψει τους υπευθύνους να υποβάλλουν λύσεις ισορροπημένες, που να χαρακτηρίζονται κυρίως από διαφάνεια και να είναι κατάλληλα αιτιολογημένες. Στην περίπτωση αυτή, πέρα από το συμβιβασμό μεταξύ της «δίκαιης επιστροφής» και της αλληλεγγύης, για τον οποίο γίνεται λόγος στο σημείο 1.4, θα χρειαστεί οι διαπραγματευτές να έχουν ιδιαίτερη πολιτική ευαισθησία ώστε να λαμβάνεται υπόψη η κοινή γνώμη της Ευρώπης και ειδικότερα το μέρος εκείνο της κοινής γνώμης που μόλις πρόσφατα έχει ενταχθεί στην Ευρώπη.

3.8

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β): σταδιακή θέση σε εφαρμογή του ΓMΔ. Ο κανόνας που θεσπίζει τον ΓMΔ θα πρέπει να εφαρμοστεί βαθμιαία: ο μέγιστος συντελεστής επιστροφής του 66 %, για τον οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 4.1 (βλ. σημείο 3.6), θα εφαρμοστεί μόνο από το 2011 και μετά· τη στιγμή της καθιέρωσής του το 2008 θα είναι 33 % και θα αυξηθεί στο 50 % το 2009 και 2010, και τέλος θα φθάσει στο τελικό ύψος του το επόμενο έτος. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο «για να αντισταθμισθεί το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι προτεινόμενες συμπληρωματικές πληρωμές προς όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτως ώστε να περιορισθεί το συνολικό κόστος χρηματοδότησης κατά τη μεταβατική περίοδο»· σαφής ένδειξη των δυσκολιών στις οποίες βρίσκεται η Ευρώπη και που δεν θα πρέπει να αποκρυφτεί από τους πολίτες. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει, ενισχύοντάς τις, τις παρατηρήσεις που διατύπωσε στο προηγούμενο σημείο 3.7.1.

3.9

Άρθρο 5: λογιστικές διαδικασίες σχετικά με τις διορθώσεις. Την επιβάρυνση των διορθώσεων αναλαμβάνει κάθε κράτος μέλος σε συνάρτηση με το μερίδιο του στο συνολικό ΑΕΕ της ΕΕ. Η διόρθωση παρέχεται στο κράτος μέλος που έχει αυτό το δικαίωμα με μείωση των καταβολών του, ενώ η οικονομική επιβάρυνση στην οποία υποβάλλονται όλα τα κράτη μέλη προστίθεται στις καταβολές τους που προκύπτουν από την εφαρμογή του ποσοστού στο άθροισμα των ΑΕΕ όλων των κρατών. Η ΕΟΚΕ δεν διατυπώνει ιδιαίτερη παρατήρηση: από τη στιγμή που γίνεται δεκτός ο μηχανισμός, η εφαρμογή του δεν μπορεί να είναι διαφορετική.

3.10

Άρθρα 6, 7 και 8: μη λογιστικές διαδικασίες σχετικά με τους ίδιους πόρους. Επίσης οι κανόνες αυτοί δεν επιδέχονται ιδιαίτερες παρατηρήσεις στο βαθμό που συμφωνούν με τις γενικές αρχές της δημόσιας λογιστικής: απαγόρευση διάθεσης των εσόδων σε ειδικά κεφάλαια δαπανών, μεταφορά των πλεονασμάτων στα επόμενα χρόνια, διαδικασία είσπραξης των ίδιων πόρων.

3.11

Άρθρο 9: τροποποίηση της διάρθρωσης των ίδιων πόρων. Με το άρθρο αυτό, εάν εγκριθεί, η Επιτροπή δεσμεύεται να παρουσιάσει έναν ίδιο πόρο σε πραγματικά φορολογική βάση, που θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.11.1

Η προαναφερθείσα έκθεση για τη χρηματοδότηση της Ένωσης (9), εξετάζει λεπτομερώς το πρόβλημα αυτό: με λίγα λόγια, η Επιτροπή προσανατολίζεται να προτείνει τη ριζική μείωση της συμβολής του ΑΕΕ, αντικαθιστώντας την με ανάλογη αύξηση της συνεισφοράς που βασίζεται στην φορολογία. Οι τρεις εναλλακτικές λύσεις μπορούν χοντρικά — και αναγκαστικά απλοϊκά — να συνοψιστούν ως εξής: φορολογία που βασίζεται στην κατανάλωση ενέργειας, πραγματική και όχι στατιστική εισφορά επί του ΦΠΑ, φορολόγηση των επιχειρήσεων. Η μερική αντικατάσταση του τέταρτου πόρου με «φορολογικό» καθεστώς θα έχει, σύμφωνα με την Επιτροπή, (σημείο 4.1.1.1 της έκθεσης), το πλεονέκτημα ότι θα καταστήσει ευκρινέστερη τη δράση της Ευρώπης στους πολίτες και θα συμβάλει στην ανάπτυξη μιας πιο άμεσης σχέσης μαζί τους. Σήμερα, αντιθέτως, με το υπερβολικό βάρος του τέταρτου πόρου, τα κράτη μέλη, και ειδικότερα τα κράτη που είναι καθαροί εισφορείς, τείνουν να κρίνουν τις πολιτικές και τις πρωτοβουλίες της Ευρώπης αποκλειστικά από την άποψη των εθνικών καταβολών και δίνουν περιορισμένη προσοχή στο περιεχόμενο των κοινοτικών πολιτικών, με κίνδυνο να υποτιμηθεί η «προστιθέμενη αξία τους».

3.11.2

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει τις σκέψεις που διατύπωσε προηγουμένως για την έκθεση, η οποία απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αλλά και η οποία δεν έχει, κατά την ΕΟΚΕ, οριστικό χαρακτήρα παρά αξίζει να εμβαθυνθεί περισσότερο. Αποφεύγοντας να υπεισέλθει επί της ουσίας των τριών λύσεων φορολογίας για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω (η πρώτη από τις οποίες φαίνεται να πρέπει να αποκλειστεί εκ πρώτης όψεως) (10), η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο σχόλιο της Επιτροπής που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο και απεικονίζει ορθά την αιτιολόγηση του άρθρου 9. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η καθιέρωση «ευρωπαϊκού» φόρου του πολίτη με βάση το σκεπτικό ότι θα του παρέχει την πεποίθηση ότι με τον τρόπο αυτό προσεγγίζει την Ευρώπη και γίνεται περισσότερο «ορατός», μπορεί να φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Η κριτική που ασκεί η Επιτροπή έναντι της συμπεριφοράς των κρατών μελών — με την οποία συμφωνεί η ΕΟΚΕ — θα μπορούσε, κατ' αναλογία, να επεκταθεί και στους πολίτες.

3.11.3

Η ΕΟΚΕ λαμβάνει υπό σημείωση ότι πρόθεση της Επιτροπής δεν είναι να προτείνει αύξηση των πόρων αλλά να υποδείξει σαφώς στους φορολογούμενους ποιο τμήμα των φόρων προορίζεται για την εθνική φορολογία και ποιο προορίζεται αποκλειστικά για την χρηματοδότηση της Ένωσης. Μολονότι λαμβάνει υπόψη της αυτή τη διευκρίνιση, η ΕΟΚΕ εξακολουθεί να νοιώθει αμήχανα: αν από τη μια πλευρά μία σαφής ένδειξη ενός «ευρωπαϊκού φόρου» μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια, δίχως να αυξηθεί η συνολική επιβάρυνση του φορολογουμένου, από την άλλη, δεν μπορεί να αποκρυφτεί το γεγονός ότι ένα μέρος των πολιτών, προερχόμενο από διάφορες χώρες, εξακολουθεί να είναι αντίθετο προς το «ευρωπαϊκό» ιδεώδες ή τουλάχιστον δεν είναι πλήρως ενημερωμένο ως προς αυτό: ένας «ευρωπαϊκός φόρος» ενδέχεται να τους παράσχει — αν και κατά τρόπο ακατάλληλο — νέα αρνητικά επιχειρήματα.

3.12

Μολονότι με την προηγούμενη παράγραφο ολοκληρώνονται οι παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ για το έγγραφο της Επιτροπής, στα όργανα λήψης αποφάσεων υποβάλλεται μία πρόσθετη παρατήρηση ως συμβολή σε μία μελλοντική επανεξέταση του θέματος. Μία προσέγγιση η οποία θα παρείχε διαφανείς και εύκολες στην εφαρμογή τους λύσεις θα μπορούσε κατά την ΕΟΚΕ να συνίσταται σε:

μία μεικτή εισφορά η οποία να καθορίζεται με βάση το ΑΕΕ ανά κάτοικο: η ΕΟΚΕ έχει ήδη επιστήσει την προσοχή των αρμοδίων στο σημείο αυτό στη γνωμοδότησή της με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Η οικοδόμηση του κοινού μας μέλλοντος: Προκλήσεις πολιτικής και δημοσιονομικά μέσα της διευρυμένης Ένωσης 2007-2013» (11)·

μία καθαρή εισφορά η οποία να υπολογίζεται με βάση την μεικτή εισφορά και να υποβάλλεται σε διόρθωση από τον ΓΜΔ, ο οποίος με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποτελέσει άμεσα μέρος του φορολογικού μηχανισμού, δίχως να χρειάζονται εκ των υστέρων επιστροφές ή προσαρμογές.

Μία προσέγγιση αυτού του είδους, αν και ασφαλώς θα μπορούσε στη συνέχεια να τελειοποιηθεί και να υποβληθεί σε διορθώσεις, έχει μεταξύ άλλων το προτέρημα ότι αποδίδει με σταθερό τρόπο την τρέχουσα κατάσταση σε κάθε χώρα, δίχως να χρειάζονται αναθεωρήσεις του φορολογικού συστήματος.

4.   Συμπερασματικά σχόλια

4.1

Η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι τελικές αποφάσεις, επί των οποίων σίγουρα θα επιδράσουν θεωρήσεις πολιτικού χαρακτήρα, παραμένουν στα χέρια των κρατών μελών. Ωστόσο, παρουσιάζει τις προαναφερθείσες θεωρήσεις και προτάσεις στο πλαίσιο του ρόλου της ως εκπροσώπου της κοινωνίας των πολιτών — η οποία είναι εκείνη που τελικά υφίσταται την επιβάρυνση των εισφορών στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό — εκφράζοντας την ευχή ότι θα μπορέσουν να ληφθούν υπόψη.

4.2

Η κοινωνία των πολιτών, και σε τελική ανάλυση ο ευρωπαίος πολίτης, διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός συνεισφοράς στους ίδιους πόρους της Ένωσης, όχι απλώς δεν είναι γνωστός σε όλους, αλλά κυρίως δεν χαρακτηρίζεται από διαφάνεια. Ακόμη δε λιγότερο διαφανής εμφανίζεται ο ΓΜΔ που αποσκοπεί στην επιστροφή συνεισφορών που έχουν ήδη καταβληθεί, όχι από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, αλλά από άλλα κράτη μέλη. Εάν πραγματικά θέλουμε να «φέρουμε την Ευρώπη κοντά στον πολίτη», τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν επίγνωση των ευθυνών που αναλαμβάνουν σε σχέση με αυτόν τον στόχο ο οποίος έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί και διακηρυχθεί: η ανακοίνωση πρέπει να βασίζεται στη σαφήνεια, η δε γλώσσα της πρέπει να είναι προσιτή. Αυτή η αποστολή πρέπει να αναληφθεί, όχι από την Επιτροπή, αλλά από τις εθνικές κυβερνήσεις, δηλαδή από τους μόνους φορείς που είναι σε θέση να επικοινωνήσουν με τους πολίτες τους καθώς γνωρίζουν την νοοτροπία και τις ανάγκες τους. Η αξιοπιστία της Ευρώπης είναι, τελικώς, συγκεκριμένη ευθύνη των εθνικών αρχών.

4.3

Εάν υλοποιηθούν όσα αναφέρονται πιο πάνω, η πρόταση δημιουργίας ενός φορολογικού συστήματος που θα βασίζεται σε μία «ευρωπαϊκή» φορολογία μπορεί να έχει ορθολογική βάση. Σε αντίθετη περίπτωση, ο προτεινόμενος μηχανισμός μοιάζει να είναι το λιγότερο πρόωρος.

Βρυξέλλες, 12 Μαΐου 2005.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Matie SIGMUND


(1)  ΕΕ L 253 της 7.10.2000, σελ. 42.

(2)  COM(2004) 505 τελ.

(3)  COM(2004) 505 τελ. vol. II.

(4)  Βλ. πίνακα 1 στη σελίδα 4 του εγγράφου της Επιτροπής (COM(2004) 501 τελικό).

(5)  Βλ. πίνακα 4 στη σελίδα 7 του προαναφερθέντος εγγράφου.

(6)  COM(2004) 505 τελικό.

(7)  COM(2004) 505 τελικό.

(8)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Η οικοδόμηση του κοινού μας μέλλοντος: Προκλήσεις πολιτικής και δημοσιονομικά μέσα της διευρυμένης Ένωσης 2007-2013»· ΕΕ C 74 της 23.03.2005, σελ. 32, σημείο 5.5.1.

(9)  COM(2004) 505 τελικό της 14.07. 2004

(10)  Ένας φόρος επί της ενέργειας είναι αναχρονιστικός με βάση τις τρέχουσες αλλά και τις μελλοντικές συνθήκες (βλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Φορολογική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση – προτεραιότητες για τα προσεχή έτη», ΕΕ C αρ. 48 της 21.02.2002, σημείο 3.1.2.1.1). Όσον δε αφορά τον φόρο επί της ενέργειας τα έσοδα από τον οποίο χρησιμοποιούνται για την προστασία του περιβάλλοντος, η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι «η θέσπιση οικολογικών φόρων και τελών δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ούτε και να έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση θέσεων απασχόλησης ιδίως στους ενεργοβόρους κλάδους».

(11)  ΕΕ C 74 της 23.03.2005, σελ. 32.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η ακόλουθη τροπολογία απορρίφθηκε κατά την διάρκεια της συζήτησης:

Σημείο 3.1.1.1

Να διαγραφεί.

Αιτιολογία

Ο υπολογισμός των φορολογικών εσόδων και των δαπανών στον φορολογικό τομέα εξακολουθεί να υπάρχει έστω και εάν δεν περιλαμβάνεται στους ίδιους πόρους της ΕΕ. Επειδή η εμπορική πολιτική είναι μια πολιτική που χαράσσεται σε επίπεδο ΕΕ είναι φυσικό ορισμένα μέρη αυτής να αποτελούν στοιχείο της εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, συμπεριλαμβανόμενων της είσπραξης φόρων και των φορολογικών εσόδων.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 38

Ψήφοι κατά: 51

Αποχές: 18


  翻译: