ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Μαΐου 2009 ( *1 )

«Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Οδηγία 95/46/ΕΚ — Προστασία της ιδιωτικής ζωής — Διαγραφή δεδομένων — Δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα και στα στοιχεία των αποδεκτών των δεδομένων — Προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως»

Στην υπόθεση C-553/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

College van burgemeester en wethouders van Rotterdam

κατά

E. E. Rijkeboer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, J. Klučka, U. Lõhmus και P. Lindh (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το College van burgemeester en wethouders van Rotterdam, εκπροσωπούμενο από τον R. de Bree, advocaat,

ο E. E. Rijkeboer, εκπροσωπούμενος από τον W. van Bentem, juridisch adviseur,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. M. Wissels και C. ten Dam,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E.-M. Μαμούνα και Β. Καρρά,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Muñoz Pérez,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις Z. Bryanston-Cross και H. Walker, επικουρούμενες από τον J. Stratford, barrister,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και C. Docksey,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31, στο εξής: οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Ε. Ε. Rijkeboer και του College van burgemeester en wethouders van Rotterdam (Δημοτική Αρχή του Ρότερνταμ, στο εξής: Δημοτική Αρχή) σχετικά με εν μέρει άρνηση της Δημοτικής Αρχής να του επιτρέψει την πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με την κοινοποίηση σε τρίτα πρόσωπα των προσωπικών του δεδομένων κατά τα δύο προηγούμενα της αιτήσεώς του πληροφοριών έτη.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Η δεύτερη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ορίζουν τα εξής:

«Εκτιμώντας:

(2)

ότι τα συστήματα επεξεργασίας δεδομένων υπηρετούν τον άνθρωπο· ότι πρέπει, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή κατοικίας των φυσικών προσώπων, να σέβονται τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους, και ιδίως την ιδιωτική ζωή, και να συμβάλλουν στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, στην ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών καθώς και στην ευημερία του ατόμου·

[…]

(10)

ότι στόχος των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι η διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, όπως επίσης αναγνωρίζεται στο άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου […]».

4

Σύμφωνα με την εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι αρχές της προστασίας των προσώπων πρέπει να εκφράζονται, αφενός, στις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα πρόσωπα που επεξεργάζονται τα δεδομένα, όσον αφορά ιδίως την ποιότητα των δεδομένων, και, αφετέρου, με τα δικαιώματα που παρέχονται στα πρόσωπα τα δεδομένα των οποίων αποτελούν αντικείμενο της επεξεργασίας, προκειμένου να ενημερώνονται επί των δεδομένων, να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, να ζητούν τη διόρθωσή τους ή και να αντιτάσσονται στην επεξεργασία τους υπό ορισμένες συνθήκες.

5

Η τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας που αφορά την υποχρέωση παροχής πληροφοριών του ενδιαφερομένου όταν τα δεδομένα δεν έχουν συλλεγεί από αυτόν ορίζει ότι δεν είναι ανάγκη να επιβληθεί η υποχρέωση αυτή εφόσον η ενημέρωση αυτή αποδεικνύεται αδύνατη ή συνεπάγεται δυσανάλογες προσπάθειες και ότι, συναφώς, είναι δυνατόν να εξεταστούν ο αριθμός των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, η ηλικία των δεδομένων καθώς και τα αντισταθμιστικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν.

6

Σύμφωνα με την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κάθε πρόσωπο πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, προκειμένου να βεβαιώνεται, ιδίως, για την ακρίβειά τους και τον σύννομο χαρακτήρα της επεξεργασίας τους.

7

Το άρθρο 1, με τίτλο «Στόχος της οδηγίας» ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών για λόγους συναφείς με την προστασία που εξασφαλίζεται δυνάμει της παραγράφου 1.»

8

Η έννοια του όρου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ως κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (ενδιαφερόμενος).

9

Ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, νοείται:

«κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η εναρμόνιση ή ο συνδυασμός, καθώς και το κλείδωμα, η διαγραφή ή η καταστροφή».

10

Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, «υπεύθυνος της επεξεργασίας» είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας που μόνος ή από κοινού με άλλους καθορίζει τους στόχους και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

11

Το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας ορίζει τον «αποδέκτη», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή, την υπηρεσία ή οποιονδήποτε άλλο φορέα στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, είτε πρόκειται για «τρίτο» όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, είτε όχι.

12

Το άρθρο 6 της οδηγίας απαριθμεί τις αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων. Όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει «να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται μόνο κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται πέραν της περιόδου αυτής για σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς».

13

Τα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας απαριθμούν τις πληροφορίες που ο υπεύθυνος της επεξεργασίας των δεδομένων ή ο εκπρόσωπός του πρέπει να παρέχει στον ενδιαφερόμενο στις περιπτώσεις συλλογής δεδομένων, αντιστοίχως, από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται και όχι από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται.

14

Το άρθρο 12 της οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εγγυώνται στα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα το δικαίωμα να λαμβάνουν από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας:

α)

ελεύθερα και απεριόριστα, σε εύλογα διαστήματα και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση ή δαπάνη:

την επιβεβαίωση ότι υπάρχει ή όχι επεξεργασία δεδομένων που τα αφορούν καθώς και πληροφορίες, σχετικά τουλάχιστον με τους σκοπούς της επεξεργασίας, τις κατηγορίες δεδομένων υπό επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στις οποίες ανακοινώνονται τα δεδομένα αυτά,

τη γνωστοποίηση, με εύληπτο τρόπο, των δεδομένων υπό επεξεργασία καθώς και των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με την προέλευσή των,

την ενημέρωση σχετικά με τη λογική στην οποία στηρίζεται κάθε αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων τα οποία αναφέρονται στα πρόσωπα αυτά, τουλάχιστον στην περίπτωση των αυτοματοποιημένων αποφάσεων του άρθρου 15 παράγραφος 1·

β)

κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή το κλείδωμα των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ιδίως λόγω ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων·

γ)

την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος που διενεργείται σύμφωνα με το στοιχείο βʹ, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατον ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες.»

15

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», επιτρέπει στα κράτη μέλη παρεκκλίσεις ιδίως από τα άρθρα 6 και 12, αν είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και ειδικότερα της ασφάλειας του κράτους, της άμυνας, της δίωξης παραβάσεων του ποινικού νόμου καθώς και άλλων συμφερόντων όπως της προστασίας του ενδιαφερομένου ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων.

16

Το άρθρο 14 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα, υπό προϋποθέσεις, να αντιτάσσεται στην επεξεργασία των δεδομένων που τον αφορούν.

17

Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας πρέπει να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την εξασφάλιση, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής εξέλιξης και του κόστους εφαρμογής τους, επιπέδου ασφαλείας αναλόγου προς τους κινδύνους που απορρέουν από την επεξεργασία και τη φύση των δεδομένων που απολαύουν προστασίας.

18

Σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να προσφύγει δικαστικώς σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σχετική επεξεργασία και ότι κάθε πρόσωπο θιγόμενο από αθέμιτη επεξεργασία ή κάθε άλλη ενέργεια που δεν συμβιβάζεται με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έχει δικαίωμα αποκατάστασης της επελθούσας ζημίας από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας.

Η εθνική νομοθεσία

19

Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη με ένα γενικό νομοθέτημα περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Wet bescherming persoonsgegevens). Εξάλλου, ειδικοί νόμοι τροποποιήθηκαν προκειμένου να προσαρμοσθούν στην οδηγία. Αυτό συνέβη με τον επίμαχο στην κύρια δίκη νόμο, ήτοι τον νόμο περί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που βρίσκονται στην κατοχή των υπηρεσιών των δήμων και κοινοτήτων (Wet gemeentelijke basisadministratie persoonsgegevens, Stb. 1994, αρ. 494, στο εξής: Wet GBA).

20

Το άρθρο 103, παράγραφος 1, του Wet GBA προβλέπει ότι το δημοτικό συμβούλιο γνωστοποιεί εγγράφως στον ενδιαφερόμενο, κατόπιν αιτήσεώς του και εντός τεσσάρων εβδομάδων, αν κατά το έτος που προηγήθηκε της εν λόγω αιτήσεως η εν λόγω αρχή παρέσχε στοιχεία που τον αφορούν σε πρόσωπο που τα ζήτησε ή σε τρίτον.

21

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Wet GBA, το δημοτικό συμβούλιο διατηρεί τα στοιχεία αυτά κατά τη διάρκεια του επόμενου της γνωστοποίησης των δεδομένων έτους, εκτός αν η γνωστοποίηση αυτή προκύπτει κατ’ άλλον τρόπο από τη βάση δεδομένων.

22

Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Δημοτικής Αρχής προκύπτει ότι τα δεδομένα που διατηρεί ο δήμος ή η κοινότητα αφορούν, μεταξύ άλλων, το όνομα, την ημερομηνία γέννησης, τον αριθμό διοικητικού μητρώου, τον αριθμό κοινωνικής ασφαλίσεως, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, τον δήμο ή την κοινότητα στην οποία είναι εγγεγραμμένος ο ενδιαφερόμενος, τη διεύθυνση και την ημερομηνία εγγραφής στον δήμο ή στην κοινότητα, την οικογενειακή κατάσταση, την επιτροπεία, την επιτροπεία ανηλίκων, την ιθαγένεια και την άδεια διαμονής των αλλοδαπών.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

23

Ο Ε. Ε. Rijkeboer, με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 2005, ζήτησε από τη Δημοτική Αρχή να τον ενημερώσει σχετικά με όλες τις περιπτώσεις στις οποίες παρασχέθηκαν από τις υπηρεσίες του δήμου πληροφορίες γι’ αυτόν σε τρίτους κατά τα δύο προηγούμενα έτη. Ο Ε. Ε. Rijkeboer ζήτησε να μάθει την ταυτότητα των προσώπων αυτών και το περιεχόμενο των πληροφοριών που τους παρασχέθηκαν. Ο Ε. Ε. Rijkeboer, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει σε άλλο δήμο, επιθυμούσε να μάθει, ειδικότερα, σε ποιον γνωστοποιήθηκε η προηγούμενη διεύθυνσή του.

24

Η Δημοτική Αρχή, με αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου και της 29ης Νοεμβρίου 2005, ικανοποίησε μόνον εν μέρει το αίτημα αυτό παρέχοντάς του στοιχεία μόνο για το προηγούμενο της αιτήσεώς του έτος, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 1, του Wet GBA.

25

Η κοινοποίηση των δεδομένων καταγράφεται από το σύστημα «Logisch Ontwerp GBA». Πρόκειται περί ενός αυτοματοποιημένου συστήματος του Ministerie van Binnenlandse Zaken en Koninkrijkrelaties (Υπουργείου Εσωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών). Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι τα δεδομένα που ζήτησε ο Ε. Ε. Rijkeboer, πέραν του προηγουμένου της αιτήσεώς του έτους, διαγράφηκαν αυτόματα, γεγονός που συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 110 του Wet GBA.

26

Ο Ε. Ε. Rijkeboer υπέβαλε διοικητική ένσταση στη Δημοτική Αρχή κατά της αρνήσεως να του κοινοποιηθούν τα στοιχεία των προσώπων στα οποία παρασχέθηκαν πληροφορίες για αυτόν πέραν του προηγουμένου της αιτήσεώς του έτους. Κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως, με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2006, ο Ε. Ε. Rijkeboer άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank Rotterdam.

27

Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την προσφυγή κρίνοντας ότι ο περιορισμός του δικαιώματος παροχής πληροφοριών για τα δεδομένα που ανακοινώθηκαν κατά το προηγούμενο της αιτήσεως έτος, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 1, του Wet GBA, δεν συνάδει με το άρθρο 12 της οδηγίας. Το δικαστήριο αυτό έκρινε περαιτέρω ότι οι εξαιρέσεις του άρθρου 13 της οδηγίας αυτής δεν έχουν εφαρμογή.

28

Η Δημοτική Αρχή άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Raad van State. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το άρθρο 12 της οδηγίας περί του δικαιώματος προσβάσεως στα δεδομένα δεν καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα. Πάντως, κατά το εν λόγω δικαστήριο, το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει εν πάση περιπτώσει στον εθνικό νομοθέτη να περιορίζει χρονικώς το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να ενημερώνεται για τα πρόσωπα στα οποία γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα, αλλά αμφιβάλλει ως προς το θέμα αυτό.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι ο κατά νόμον περιορισμός της παροχής στοιχείων σε ένα έτος πριν τη σχετική αίτηση συμβατός με το άρθρο 12, […] στοιχείο αʹ, της [οδηγίας], σε συνδυασμό ή όχι με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της αναλογικότητας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

30

Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι στο πλαίσιο του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 234 ΕΚ, η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου εναπόκειται στο Δικαστήριο. Η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-449/06, Gysen, Συλλογή 2008, σ. I-553, σκέψη 17).

31

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν, κατά την οδηγία και ειδικότερα το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, το δικαίωμα ενός προσώπου να ενημερωθεί για τους αποδέκτες ή την κατηγορία αποδεκτών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν καθώς και για το περιεχόμενο των δεδομένων που ανακοινώθηκαν μπορεί να περιοριστεί στο προηγούμενο της αιτήσεώς του έτος.

32

Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει δύο διατάξεις της οδηγίας, ήτοι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, περί της διατηρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, περί του δικαιώματος προσβάσεως στα δεδομένα αυτά. Αντιθέτως, ούτε το δικαστήριο αυτό ούτε οι διάδικοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο επικαλούνται τις εξαιρέσεις του άρθρου 13 της οδηγίας.

33

Το άρθρο 6 της οδηγίας αφορά την ποιότητα των δεδομένων. Η παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του άρθρου 6 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διατηρούνται πέραν από την περίοδο που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται αργότερα επεξεργασία. Συνεπώς, τα δεδομένα αυτά πρέπει να διαγράφονται μετά την επίτευξη των σκοπών αυτών.

34

Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εγγυώνται στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα, καθώς το δικαίωμά του να ενημερώνεται για τους αποδέκτες ή την κατηγορία αποδεκτών των δεδομένων αυτών, χωρίς να αναφέρει χρονικούς περιορισμούς.

35

Επομένως, τα δύο αυτά άρθρα σκοπούν στην προστασία του ενδιαφερομένου. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει αν υπάρχει δεσμός μεταξύ των δύο άρθρων αυτών υπό την έννοια ότι το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και για το περιεχόμενο των δεδομένων που ανακοινώθηκαν μπορεί να εξαρτάται από τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων αυτών.

36

Από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτουν διαφορετικές απόψεις για τη διασύνδεση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων.

37

Η Δημοτική Αρχή και η Ολλανδική, η Τσεχική, η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αναγνωρίζεται μόνο για το παρόν και όχι για το παρελθόν. Αφής στιγμής τα δεδομένα διαγραφούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ο ενδιαφερόμενος παύει να έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Το αποτέλεσμα αυτό δεν αντίκειται στην οδηγία.

38

Επομένως, η Δημοτική Αρχή και η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι το άρθρο 103, παράγραφος 1, του Wet GBA, σύμφωνα με το οποίο ο δήμος ή η κοινότητα ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο, κατόπιν αιτήσεώς του, για τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν σε τρίτους αποδέκτες κατά το προηγούμενο της αιτήσεώς του έτος, βαίνει πέραν των ελαχίστων απαιτήσεων της οδηγίας.

39

Η Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η οδηγία εγγυάται το δικαίωμα προσβάσεως όχι μόνο για το παρόν αλλά και για τον προ της αιτήσεως χρόνο. Οι απόψεις τους πάντως διίστανται ως προς την ακριβή διάρκεια του εν λόγω δικαιώματος προσβάσεως.

40

Προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο του δικαιώματος προσβάσεως που εγγυάται η οδηγία, πρέπει, πρώτον, να προσδιορισθούν τα δεδομένα που αφορά το δικαίωμα προσβάσεως και να εξετασθεί, στη συνέχεια, ο σκοπός του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας αυτής.

41

Σε περίπτωση όπως αυτή του Ε. Ε. Rijkeboer τίθεται το ζήτημα δύο κατηγοριών δεδομένων.

42

Η πρώτη κατηγορία αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που κατέχει ο δήμος ή η κοινότητα για ένα πρόσωπο, όπως το όνομα και η διεύθυνσή του που αποτελούν, εν προκειμένω, βασικά δεδομένα. Από τις προφορικές παρατηρήσεις της Δημοτικής Αρχής και της Ολλανδικής Κυβέρνησης προκύπτει ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να διατηρηθούν επί μακρό χρονικό διάστημα. Αποτελούν «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, αφού πρόκειται για πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, C-465/00, C-138/01 και C-139/01, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-4989, σκέψη 64, της , C-101/01, Lindqvist, Συλλογή 2003, σ. I-12971, σκέψη 24, και της , C-524/06, Huber, Συλλογή 2008, σ. I-9705, σκέψη 43).

43

Η δεύτερη κατηγορία αφορά την παροχή πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των εν λόγω βασικών δεδομένων καθώς και για το περιεχόμενό τους και, επομένως, αφορά την επεξεργασία των βασικών δεδομένων. Σύμφωνα με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, η πληροφορία αυτή διατηρείται μόνο για ένα έτος.

44

Ο χρονικός περιορισμός του δικαιώματος παροχής πληροφοριών για τον ή τους αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιούνται, θέμα στο οποίο επικεντρώνεται η υπόθεση της κύριας δίκης, αφορά, επομένως, τη δεύτερη αυτή κατηγορία δεδομένων.

45

Προκειμένου να κριθεί αν το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας επιτρέπει ή όχι έναν τέτοιο χρονικό περιορισμό, το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού του υπό το φως των σκοπών της οδηγίας.

46

Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας, σκοπός της είναι η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών μεταξύ των κρατών μελών.

47

Η σημασία της προστασίας της ιδιωτικής ζωής επισημαίνεται από τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Österreichischer Rundfunk κ.λπ., σκέψη 70, και Lindqvist, σκέψεις 97 και 99, καθώς και αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2008, C-275/06, Promusicae, Συλλογή 2008, σ. I-271, σκέψη 63, και της , C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia, Συλλογή 2008, σ. I-9831, σκέψη 52).

48

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι αρχές της προστασίας αυτής εκφράζονται, αφενός, με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα πρόσωπα που επεξεργάζονται δεδομένα, αφού οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν, ιδίως, την ποιότητα των δεδομένων —αντικείμενο του άρθρου 6 της οδηγίας— και, αφετέρου, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας να ενημερώνονται για την επεξεργασία αυτή, να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, να ζητούν τη διόρθωσή τους ακόμη και να αντιτίθενται στην επεξεργασία τους υπό ορισμένες συνθήκες.

49

Το εν λόγω δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνεται ότι η επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα γίνεται κατά ακριβή και νόμιμο τρόπο, ήτοι, ότι, ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν είναι ακριβή και κοινοποιούνται σε αποδέκτες που έχουν προς τούτο δικαίωμα. Όπως ορίζεται στην τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να βεβαιώνεται συναφώς, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που τον αφορούν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας.

50

Συναφώς, το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας προβλέπει δικαίωμα πρόσβασης στα βασικά δεδομένα και στα στοιχεία των αποδεκτών ή των κατηγοριών αποδεκτών στους οποίους κοινοποιούνται τα δεδομένα αυτά.

51

Το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως είναι αναγκαίο για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει τα δικαιώματα του άρθρου 12, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας, ήτοι, σε περίπτωση που η επεξεργασία των δεδομένων του δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, το δικαίωμά του να απαιτήσει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας να διορθώσει, να διαγράψει ή να κλειδώσει τα δεδομένα του (στοιχείο βʹ) ή το δικαίωμά του να απαιτήσει την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν γνωστοποιηθεί τα δεδομένα, της εν λόγω διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατον ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (στοιχείο γʹ).

52

Το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως είναι περαιτέρω αναγκαίο προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να αντιταχθεί στην επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας, ή να ασκήσει το δικαίωμά του προσφυγής σε περίπτωση ζημίας, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 της οδηγίας αυτής.

53

Όσον αφορά το δικαίωμα παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των βασικών δεδομένων καθώς και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν, η οδηγία δεν διευκρινίζει αν το δικαίωμα αυτό αφορά το παρελθόν ούτε, ενδεχομένως, ποια συγκεκριμένη περίοδο του παρελθόντος.

54

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το δικαίωμα αυτό, για να εξασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων των σκέψεων 51 και 52 της παρούσας απόφασης, πρέπει οπωσδήποτε να αφορά το παρελθόν. Συγκεκριμένα, αν δεν συνέβαινε αυτό, ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματικώς το δικαίωμά του να απαιτήσει τη διαγραφή, τη διόρθωση ή το κλείδωμα των δεδομένων που φέρονται να είναι παράνομα ή ανακριβή καθώς και το δικαίωμά του να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως.

55

Το ζήτημα που ανακύπτει αφορά την άσκηση του δικαιώματος αυτού για θέματα που ανάγονται στο παρελθόν.

56

Το δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας είναι σχετικά γενικές, δεδομένου ότι αυτή πρέπει να εφαρμοστεί σε μεγάλο αριθμό πολύ διαφορετικών καταστάσεων και ότι η οδηγία αυτή περιέχει κανόνες χαρακτηριζόμενους από ορισμένη ευελιξία και αναθέτει σε πολλές περιπτώσεις στα κράτη μέλη τη μέριμνα της ρυθμίσεως των λεπτομερειών ή της επιλογής μεταξύ εναλλακτικών δυνατοτήτων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Lindqvist, σκέψη 83). Το Δικαστήριο έχει έτσι κρίνει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν από πολλές απόψεις περιθώριο χειρισμών για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Lindqvist, σκέψη 84). Πάντως, δεν είναι απεριόριστο το εν λόγω περιθώριο χειρισμών που επιβεβαιώνεται όσον αφορά τη μεταφορά του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

57

Η θέσπιση προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών και το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν πρέπει να καθιστά δυνατή την εκ μέρους του ενδιαφερομένου άσκηση των διαφόρων δικαιωμάτων που του παρέχει η οδηγία και απαριθμούνται στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας απόφασης.

58

Η διάρκεια διατήρησης των βασικών δεδομένων μπορεί να συνιστά χρήσιμη παράμετρο όχι όμως καθοριστική.

59

Ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι ευρύτατο, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Österreichischer Rundfunk κ.λπ., σκέψη 43, και Lindqvist, σκέψη 88), και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορά η οδηγία ποικίλλουν. Επομένως, η διάρκεια διατήρησης των δεδομένων αυτών, όπως καθορίζεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας στη συνέχεια, μπορεί να ποικίλλει. Όταν η διάρκεια διατήρησης των βασικών δεδομένων είναι πολύ μακρά, το συμφέρον του ενδιαφερομένου να παρέμβει ή να προσφύγει, όπως εκτίθεται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μειώνεται. Αν, για παράδειγμα, οι αποδέκτες των δεδομένων αυτών είναι πλείονες ή η συχνότητα κοινοποίησης σε περιορισμένο αριθμό αποδεκτών είναι αυξημένη, η υποχρέωση διατήρησης επί μακρό χρονικό διάστημα των στοιχείων για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιούνται θα συνιστούσε υπερβολικό βάρος για τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

60

Ωστόσο, η οδηγία δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν τέτοια βάρη στον υπεύθυνο επεξεργασίας.

61

Επομένως, το άρθρο 12, στοιχείο γʹ, της οδηγίας προβλέπει ρητώς μία εξαίρεση από την υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να κοινοποιεί σε τρίτους στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα· κάθε διόρθωση, διαγραφή ή κλείδωμα των εν λόγω δεδομένων, ήτοι εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατον ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες.

62

Σύμφωνα με άλλα σημεία της οδηγίας, μπορεί να ληφθεί υπόψη ο δυσανάλογος χαρακτήρας ορισμένων μέτρων. Όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης του ενδιαφερομένου, η τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προβλέπει ότι ο αριθμός των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και η ηλικία των δεδομένων μπορούν να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας σχετικά με την ασφάλεια της επεξεργασίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας πρέπει να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τους κινδύνους που απορρέουν από την επεξεργασία και τη φύση των δεδομένων που απολαύουν προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής εξέλιξης και του κόστους εφαρμογής τους.

63

Ανάλογα ζητήματα ανακύπτουν όσον αφορά τον καθορισμό προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος παροχής πληροφοριών για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιούνται. Εκτός από τα θέματα που εξετάσθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη μπορούν, επομένως, να λάβουν υπόψη πλείονες παραμέτρους, ιδίως τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στην προθεσμία άσκησης προσφυγής, το γεγονός ότι τα βασικά δεδομένα είναι λίγο έως πολύ ευαίσθητα δεδομένα, τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων αυτών και τον αριθμό των οικείων δικαιούχων.

64

Επομένως, στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν τη χρονική περίοδο διατήρησης των στοιχείων των αποδεκτών ή των κατηγοριών αποδεκτών και του περιεχομένου των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν και να προβλέπουν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά σταθμίζοντας δίκαια, αφενός, το συμφέρον του ενδιαφερομένου στην προστασία της ιδιωτικής του ζωής, ιδίως μέσω των δικαιωμάτων διόρθωσης, διαγραφής και κλειδώματος των δεδομένων σε περίπτωση μη σύννομης προς την οδηγία επεξεργασίας τους καθώς και μέσω των δικαιωμάτων του να αντιταχθεί στην κοινοποίηση των δεδομένων του και να ασκήσει ένδικη προσφυγή, και, αφετέρου, το βάρος που η υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων αυτών συνεπάγεται για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας.

65

Εξάλλου, κατά τον καθορισμό της χρονικής αυτής περιόδου, πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι απορρέουσες από το άρθρο 6, στοιχείο εʹ, της οδηγίας υποχρεώσεις να προβλέπεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διατηρούνται με μορφή που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας των ενδιαφερομένων κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία.

66

Στην προκειμένη περίπτωση, κανονιστική ρύθμιση που περιορίζει σε ένα χρόνο την υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν και, ως εκ τούτου, περιορίζει την πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, ενώ τα βασικά δεδομένα διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν σταθμίζει δικαίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου και την επίμαχη υποχρέωση, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η διατήρηση των στοιχείων αυτών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνιστά υπερβολικό βάρος για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Πάντως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων.

67

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ορισμένων κρατών μελών ότι η εφαρμογή των άρθρων 10 και 11 της οδηγίας θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την αναγνώριση για το παρελθόν του δικαιώματος προσβάσεως στα στοιχεία των αποδεκτών ή των κατηγοριών των αποδεκτών του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

68

Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω άρθρα 10 και 11 επιβάλλουν στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον αντιπρόσωπό του την υποχρέωση να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων. Ο υπεύθυνος των δεδομένων ή ο αντιπρόσωπός του οφείλουν από μόνοι τους να κοινοποιήσουν τα στοιχεία αυτά στον ενδιαφερόμενο, ιδίως κατά τη συλλογή των δεδομένων ή, αν τα δεδομένα δεν συλλέγονται απευθείας από τον ενδιαφερόμενο, κατά την καταχώρηση των δεδομένων ή, ενδεχομένως, κατά την κοινοποίηση των δεδομένων αυτών σε τρίτους.

69

Επομένως, οι διατάξεις αυτές σκοπούν στην επιβολή διαφορετικών υποχρεώσεων από εκείνες που απορρέουν από το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές ουδόλως περιορίζουν την υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να καθιστά δυνατή την ενημέρωση του ενδιαφερομένου για τα στοιχεία των αποδεκτών ή των κατηγοριών αποδεκτών καθώς και για τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν, όταν ο ενδιαφερόμενος αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμά του προσβάσεως βάσει του εν λόγω άρθρου 12, στοιχείο αʹ. Τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, αφενός, των διατάξεων των άρθρων 10 και 11 της οδηγίας σχετικά με την υποχρέωση ενημερώσεως και, αφετέρου, των διατάξεων του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, χωρίς τα μέτρα με τα οποία μεταφέρονται οι διατάξεις των εν λόγω άρθρων 10 και 11 να θίγουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μέτρα με τα οποία μεταφέρονται οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 12, στοιχείο αʹ.

70

Επομένως, πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υποβλήθηκε:

Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία των αποδεκτών ή των κατηγοριών των αποδεκτών των δεδομένων καθώς και στο περιεχόμενο των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το παρελθόν. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν τη χρονική περίοδο διατήρησης των στοιχείων αυτών και να ρυθμίσουν τη συνεπακόλουθη πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά τρόπο που να σταθμίζονται δικαίως, αφενός, το συμφέρον του ενδιαφερομένου να προστατεύσει την ιδιωτική του ζωή, ιδίως μέσω των τρόπων παρέμβασης ή του δικαιώματος προσφυγής που προβλέπει η οδηγία, και, αφετέρου, το βάρος που η υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων αυτών συνεπάγεται για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας.

Κανονιστική ρύθμιση που περιορίζει σε ένα έτος την υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν και, ως εκ τούτου, περιορίζει την πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, ενώ τα βασικά δεδομένα διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν σταθμίζει δικαίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου και την επίμαχη υποχρέωση, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η διατήρηση των στοιχείων αυτών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνιστά υπερβολικό βάρος για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο.

Επί των δικαστικών εξόδων

71

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία των αποδεκτών ή των κατηγοριών των αποδεκτών των δεδομένων καθώς και στο περιεχόμενο των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το παρελθόν. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν τη χρονική περίοδο διατήρησης των στοιχείων αυτών και να ρυθμίσουν τη συνεπακόλουθη πρόσβαση στα στοιχεία αυτά κατά τρόπο που να σταθμίζονται δικαίως, αφενός, το συμφέρον του ενδιαφερομένου να προστατεύσει την ιδιωτική του ζωή, ιδίως μέσω των τρόπων παρέμβασης ή του δικαιώματος προσφυγής που προβλέπει η οδηγία 95/46, και, αφετέρου, το βάρος που η υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων αυτών συνεπάγεται για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας.

 

Κανονιστική ρύθμιση που περιορίζει σε ένα έτος την υποχρέωση διατήρησης των στοιχείων για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και για το περιεχόμενο των δεδομένων που κοινοποιήθηκαν και, ως εκ τούτου, περιορίζει την πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, ενώ τα βασικά δεδομένα διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν σταθμίζει δικαίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου και την επίμαχη υποχρέωση, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η διατήρηση των στοιχείων αυτών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνιστά υπερβολικό βάρος για τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

  翻译: