11.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 246/25 |
Αναίρεση που άσκησε στις 2 Ιουλίου 2010 η Union Investment Privatfonds GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 27 Απριλίου 2010 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-303/06 και T-337/06, UniCredito Italiano SpA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) και Union Investment Privatfonds GmbH
(Υπόθεση C-317/10 P)
()
2010/C 246/43
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Union Investment Privatfonds GmbH (εκπρόσωπος: J. Zindel, Rechtsanwalt)
Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: UniCredito Italiano SpA και Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να εξαφανίσει πλήρως την απόφαση της 27ης Απριλίου 2010 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-303/06 και T-337/06, |
— |
να απορρίψει τα αιτήματα της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως, |
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 156/2005-2 και να κάνει δεκτές τις ανακοπές που είχε ασκήσει η παρεμβαίνουσα κατά της καταχώρισης του κοινοτικού σήματος 2 236 164«UNIWEB» σχετικά με την κατηγορία υπηρεσιών «κτηματομεσιτικές υποθέσεις», |
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 502/2005-2 και να κάνει δεκτές τις ανακοπές που είχε ασκήσει η παρεμβαίνουσα κατά της καταχώρισης του κοινοτικού σήματος 2 330 066«UniCredit Wealth Management» σχετικά την κατηγορία υπηρεσιών «κτηματομεσιτικές υποθέσεις». |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1). Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε σχέση με μια πολύ ειδική περίπτωση, η οποία δεν ανταποκρίνεται εν μέρει στην πραγματικότητα.
Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, αντίθετα από το ΓΕΕΑ, το οποίο είχε κατ’ ουσία δεχτεί τις προσφυγές της αναιρεσείουσας, κακώς δεν αναγνώρισε ότι τα σήματα που αφορούν οι προσφυγές ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια σημάτων. Το χαρακτηριστικό όλων των σημάτων που συναποτελούν αυτή την οικογένεια σημάτων είναι η ίδια αρχική συλλαβή, η οποία ενώνεται με μια άλλη έννοια του επενδυτικού τομέα, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτε μεταξύ τους. Τα σήματα της αντιδίκου παρουσίαζαν και αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά με τα σήματα της παραπάνω σειράς. Το Γενικό Δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τα πραγματικά στοιχεία, δέχτηκε ότι τα προς σύγκριση σήματα διέφεραν από διαρθρωτική άποψη, διότι στα σήματα της αντιδίκου η αρχική συλλαβή ενώνεται με μια αγγλική λέξη, ενώ στα σήματα της αναιρεσείουσας η αρχική συλλαβή ενώνεται με μια γερμανική λέξη. Το Γενικό Δικαστήριο όμως δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη το γεγονός ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν το επίμαχο σήμα αποτελεί μέρος σειράς σημάτων, όλα τα σήματα της οικογένειας σημάτων. Συναφώς η αναιρεσείουσα διευκρινίζει ότι και η ίδια χρησιμοποιεί αγγλικές λέξεις και διεθνή στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι η αντίθετη άποψη του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντικειμενικά εσφαλμένη.
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο βασίστηκε, κακώς και πάλι, στην υπόθεση ότι τα σήματα που χρησιμοποιούνται από την αναιρεσείουσα ως μέρος της ονομασίας των αμοιβαίων κεφαλαίων της χρησιμοποιούνται πάντοτε μαζί με την ονομασία του φορέα που τα εκδίδει. Αυτό όμως ανασκευάζεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ και από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες εξηγήσεις, ότι η ονομασία του εκδίδοντος φορέα δεν παρατίθεται στα άρθρα που δημοσιεύονται στον Τύπο σχετικά με αμοιβαία κεφάλαια ούτε αναφέρεται κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών.
Κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, καθόσον δεν είναι σαφές πώς το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε τη γνώμη του γερμανικού κοινού, η οποία έχει αποφασιστική σημασία για την ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως.
Αυτό όμως ήταν απαραίτητο, καθόσον η αναιρεσείουσα προσκόμισε διάφορες αποφάσεις του DPMA (Γερμανικού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων) και άλλων γερμανικών δικαστηρίων και απέδειξε έτσι ότι το DPMA και τα γερμανικά δικαστήρια δέχονται ότι δημιουργείται σύγχυση στο γερμανικό κοινό, όταν για την εξατομίκευση υπηρεσιών του χρηματοοικονομικού τομέα καταχωρίζονται ή χρησιμοποιούνται από τρίτους ορισμένα σήματα που περιέχουν την ίδια αρχική συλλαβή με τα σήματα της αναιρεσείουσας.
Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το ΓΕΕΑ, δεν αντιλήφθηκε ότι, λόγω της συνάφειας των υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως ακόμη και στον τομέα των «κτηματομεσιτικών υποθέσεων». Κατά την αναιρεσείουσα, στην περίπτωση των αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας που προστατεύονται από τα σήματά της, η αύξηση της αξίας στην οποία αποβλέπει ο επενδυτής επιτυγχάνεται μέσω της διαχείρισης, της μίσθωσης ή ακόμη και της πώλησης ακινήτων. Επομένως, τόσο το ΓΕΕΑ όσο και το Γενικό Δικαστήριο θεώρησαν κακώς ότι η διαχείριση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας περιορίζεται στην άντληση κεφαλαίων Το ΓΕΕΑ, δεχόμενο ότι η υπηρεσία «κτηματομεσιτικές υποθέσεις» περιλαμβάνει μόνο δραστηριότητες ανάλογες προς τις διαμεσολαβητικές δραστηριότητες, δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη το γεγονός ότι η έννοια «κτηματομεσιτικές υποθέσεις» είναι πολύ ευρύτερη.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα — ΕΕ L 11, σ. 1.