ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 17ης Δεκεμβρίου 2020 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 343 ΣΛΕΕ – Προνόμια και ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Άρθρο 39 – Προνόμια και ασυλίες της ΕΚΤ – Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 2, 18 και 22 – Αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ – Κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας – Έγγραφα που συνδέονται με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑316/19,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η οποία ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Flynn και την B. Rous Demiri,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την:

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τις K. Kaiser και C. Zilioli καθώς και από τους F. Malfrère και A. Šega, επικουρούμενους από τον D. Sarmiento Ramírez‑Escudero, abogado,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Σλοβενίας, εκπροσωπούμενης από τις V. Klemenc, A. Grum, N. Pintar Gosenca και K. Rejec Longar,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev, A. Prechal, L. Bay Larsen, N. Piçarra και A. Kumin, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, C. Toader, M. Safjan, D. Šváby, P. G. Xuereb (εισηγητή), L. S. Rossi και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Ιουνίου 2020,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και του Ευρωσυστήματος στα γραφεία της Banka Slovenije (Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας) και παραλείποντας να συνεργαστεί καλόπιστα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 39 του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2016, C 202, σ. 230, στο εξής: πρωτόκολλο για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ), από τα άρθρα 2, 18 και 22 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266, στο εξής: πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών) και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Το νομικό πλαίσιο

Το πρωτόκολλο για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ

2

Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 282, παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ], η [ΕΚΤ] και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες συγκροτούν το [ΕΣΚΤ]. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ συγκροτούν το Ευρωσύστημα.

Το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ εκτελούν τις λειτουργίες τους και ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών και του παρόντος καταστατικού.»

3

Το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ.»

4

Το άρθρο 9.2 του εν λόγω πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

«Η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στο ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφοι 2, 3 και 5 [ΣΛΕΕ] εκτελείται είτε με δικές της ενέργειες σύμφωνα με το παρόν καταστατικό είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 12.1 και το άρθρο 14.»

5

Κατά το άρθρο 9.3 του ίδιου πρωτοκόλλου:

«Σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ], τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή.»

6

Το άρθρο 10.1 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το άρθρο 283, παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ], το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.»

7

Το άρθρο 14.3 του πρωτοκόλλου αυτού έχει ως ακολούθως:

«Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ και ενεργούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ και απαιτεί να της παρέχεται κάθε αναγκαία πληροφορία.»

8

Το άρθρο 39 του εν λόγω πρωτοκόλλου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η ΕΚΤ απολαύει στην επικράτεια των κρατών μελών των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών

9

Το προοίμιο του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών έχει ως εξής:

«[Κατά] τα άρθρα 343 [ΣΛΕΕ] και 191 [ΕΚΑΕ], η Ευρωπαϊκή Ένωση και η [Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας] απολαύουν στην επικράτεια των κρατών μελών των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής τους».

10

Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι χώροι και τα κτίρια της Ένωσης είναι απαραβίαστα. Δεν υπόκεινται σε έρευνα, κατάσχεση, επίταξη ή απαλλοτρίωση. Τα περιουσιακά στοιχεία και τα στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου διοικητικής ή δικαστικής αρχής, άνευ αδείας του Δικαστηρίου.»

11

Το άρθρο 2 του εν λόγω πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

«Τα αρχεία της Ένωσης είναι απαραβίαστα.»

12

Κατά το άρθρο 18 του ίδιου πρωτοκόλλου:

«Για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενεργούν σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών.»

13

Το άρθρο 22, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το παρόν Πρωτόκολλο εφαρμόζεται επίσης στην [ΕΚΤ], στα μέλη των οργάνων της και στο προσωπικό της, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού [του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ].»

Το ιστορικό της διαφοράς

14

Από τον Φεβρουάριο του 2015, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας και οι σλοβενικές αρχές επιβολής του νόμου (στο εξής: σλοβενικές αρχές) είχαν επαφές σχετικά με ανακριτική διαδικασία που διεξήγαν οι αρχές αυτές αφορώσα ορισμένους υπαλλήλους της εν λόγω Κεντρικής Τράπεζας, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της τράπεζας αυτής (στο εξής: διοικητής), σε βάρος των οποίων υπήρχαν υπόνοιες καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως μιας σλοβενικής τράπεζας το 2013. Στο πλαίσιο των ως άνω επαφών, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας διαβίβασε στις σλοβενικές αρχές, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ορισμένες πληροφορίες και ορισμένα έγγραφα, που δεν συνδέονταν με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Οι σλοβενικές αρχές θεώρησαν ωστόσο ότι η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας δεν είχε παράσχει όλες τις πληροφορίες και όλα τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί.

15

Στις 6 Ιουλίου 2016, βάσει δύο διατάξεων του Okrožno sodišče v Ljubljani (περιφερειακού δικαστηρίου της Λιουμπλιάνας, Σλοβενία), της 30ής Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου 2016, οι σλοβενικές αρχές προέβησαν, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ανακριτικής διαδικασίας, σε έρευνα και σε κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας.

16

Μολονότι η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας υποστήριξε ότι τα μέτρα αυτά αφορούσαν «αρχεία της ΕΚΤ», που προστατεύονται από το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών, στα οποία οι σλοβενικές αρχές δεν έπρεπε να έχουν πρόσβαση χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της ΕΚΤ, οι αρχές αυτές συνέχισαν την ως άνω έρευνα και τη σχετική κατάσχεση χωρίς να συνεννοηθούν με την ΕΚΤ.

17

Οι σλοβενικές αρχές κατέσχεσαν, μεταξύ άλλων, επιπλέον των εγγράφων σε υλικό φορέα, ηλεκτρονικά έγγραφα, προερχόμενα από τον διακομιστή της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, καθώς και τους προσωπικούς υπολογιστές των υπόπτων. Τα κατασχεθέντα έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή του διοικητή περιλάμβαναν όλες τις επικοινωνίες που είχαν πραγματοποιηθεί μέσω του λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ιδίου, όλα τα ηλεκτρονικά έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στον υπολογιστή του γραφείου του και στον φορητό υπολογιστή του και τα οποία αφορούσαν το διάστημα μεταξύ του 2012 και του 2014, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, καθώς και έγγραφα σχετικά με το εν λόγω διάστημα ευρισκόμενα στο γραφείο του διοικητή. Οι σλοβενικές αρχές κατέσχεσαν επίσης όλα τα αφορώντα τον διοικητή ηλεκτρονικά έγγραφα τα οποία ήταν καταγεγραμμένα στον διακομιστή της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας και ήταν σχετικά με το ως άνω διάστημα.

18

Την ίδια ημέρα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, με έγγραφό του προς τις σλοβενικές αρχές, αμφισβήτησε επισήμως το σύννομο της εκ μέρους τους κατάσχεσης εγγράφων, επικαλούμενος την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ. Διαμαρτυρήθηκε ιδίως για το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία προσπάθεια εκ μέρους των αρχών αυτών προς εύρεση λύσεως που να καθιστά δυνατό τον συμβιβασμό μεταξύ της εκ μέρους τους διεξαγωγής της ανακριτικής διαδικασίας και της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ.

19

Κατά τη διάρκεια των επαφών που ακολούθησαν μεταξύ της ΕΚΤ και των σλοβενικών αρχών, οι αρχές αυτές πληροφόρησαν την ΕΚΤ, στις 7 Ιουλίου 2016, ότι οι ενδεχόμενες αντιρρήσεις σχετικές με τα προνόμια και τις ασυλίες της ΕΚΤ θα εξετάζονταν μόνο μετά την παραλαβή των κατασχεθέντων εγγράφων.

20

Στις 26 Ιουλίου 2016 η ΕΚΤ πρότεινε στις σλοβενικές αρχές να συμφωνήσουν σχετικά με την προσήκουσα μεθοδολογία προκειμένου να προσδιορισθεί ποια από τα κατασχεθέντα έγγραφα ανήκαν στα αρχεία της, ώστε να εξαιρεθούν τα έγγραφα αυτά από την άμεση εκτίμηση κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας και να έχει η ΕΚΤ τη δυνατότητα να αποφασίσει αν πρέπει να αρθεί η προστασία ως προς αυτά.

21

Στις 27 Ιουλίου 2016, ο αρμόδιος για την υπόθεση εισαγγελέας (στο εξής: εισαγγελέας) πληροφόρησε την ΕΚΤ ότι θεωρούσε ότι η ως άνω πρόταση συνιστούσε επέμβαση στην εν λόγω ανακριτική διαδικασία. Εντούτοις, ήταν πρόθυμος να εξετάσει περαιτέρω τις ανησυχίες που είχε διατυπώσει η ΕΚΤ και δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να συναντήσει εκπροσώπους της ΕΚΤ στα τέλη Αυγούστου του 2016.

22

Στις 5 Αυγούστου 2016 η ΕΚΤ άσκησε ένδικο μέσο κατά των δύο διατάξεων του Okrožno sodišče v Ljubljani (περιφερειακού δικαστηρίου της Λιουμπλιάνας) περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως ενώπιον του Upravno sodišče (διοικητικού πρωτοδικείου, Σλοβενία), που απορρίφθηκε από το δικαστήριο αυτό με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2016. Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η ΕΚΤ κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε, στις 11 Οκτωβρίου 2016, από το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο, Σλοβενία).

23

Στις 16 Αυγούστου 2016 ο εισαγγελέας πληροφόρησε την ΕΚΤ ότι είχε αποφασίσει να αναβάλει τη σύσκεψη που προβλεπόταν με τους εκπροσώπους της, αναφέροντας παράλληλα ότι είχε δώσει εντολή στη σλοβενική αστυνομία να μην εξετάσει τα κατασχεθέντα έγγραφα μέχρις ότου ο ίδιος λάβει οριστική θέση όσον αφορά το ζήτημα της συνεργασίας με την ΕΚΤ.

24

Στις 27 Οκτωβρίου 2016 ο εισαγγελέας ενημέρωσε την ΕΚΤ ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι θα άρχιζαν την εξασφάλιση των κατασχεθέντων ηλεκτρονικών δεδομένων, σύμφωνα με τον Zakon o kazenskem postopku (κώδικα ποινικής δικονομίας), ήδη από τις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και ότι ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ εκαλείτο να μετάσχει στην εν λόγω διαδικασία εξασφαλίσεως, η οποία συνεπαγόταν τη δημιουργία αντιγράφων των δεδομένων αυτών. Στις 11 Νοεμβρίου 2016 ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ δέχθηκε την ως άνω πρόσκληση.

25

Δεδομένου ότι η διαδικασία εξασφαλίσεως είχε προγραμματιστεί μεταξύ της 17ης Νοεμβρίου και της 24ης Δεκεμβρίου 2016 και η συνάντηση μεταξύ της ΕΚΤ και του εισαγγελέα είχε προγραμματιστεί για τις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η ΕΚΤ κατέθεσε στις 16 Νοεμβρίου 2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Okrožno sodišče v Ljubljani (περιφερειακό δικαστήριο Λιουμπλιάνας), προκειμένου να διαταχθεί η αναστολή της διαδικασίας εξασφαλίσεως των κατασχεθέντων ηλεκτρονικών εγγράφων.

26

Με διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2016, το Okrožno sodišče v Ljubljani (περιφερειακό δικαστήριο Λιουμπλιάνας) απέρριψε την αίτηση αυτή. Κατά το δικαστήριο αυτό, τα κατασχεθέντα από τις σλοβενικές αρχές δεδομένα δεν ήταν «αρχεία της ΕΚΤ» προστατευόμενα από το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών.

27

Η διαδικασία εξασφαλίσεως των κατασχεθέντων από τις σλοβενικές αρχές δεδομένων πραγματοποιήθηκε μεταξύ της 17ης Νοεμβρίου και της 15ης Δεκεμβρίου 2016. Ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, ο οποίος ήταν παρών κατά τη διαδικασία αυτή, προέβαλε ρητώς παραβίαση των «αρχείων της ΕΚΤ».

28

Στις 17 Ιανουαρίου 2017 η ΕΚΤ άσκησε συνταγματική προσφυγή κατά της διατάξεως περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, επικαλούμενη θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα προβλεπόμενα από το Ustava Republike Slovenije (Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ιδίως το δικαίωμα στον νόμιμο δικαστή. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνταγματικής προσφυγής, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι εκτιμούσε ότι έπρεπε να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών. Στις 19 Απριλίου 2018 το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) απέρριψε την προσφυγή αυτή, με την αιτιολογία ότι η ΕΚΤ δεν ήταν δικαιούχος των θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων που προέβαλλε.

29

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Μαΐου 2017 ο εισαγγελέας πληροφόρησε τον εκπρόσωπο της ΕΚΤ ότι η σλοβενική αστυνομία εξέταζε πλέον τα κατασχεθέντα έγγραφα και ότι ο ίδιος είχε δώσει εντολή στην αστυνομία να αποσύρει από τη δικογραφία, αφενός, όλα τα έγγραφα που είχαν εκδοθεί επισήμως και τυπικώς από την ΕΚΤ και, αφετέρου, όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που είχε διαβιβάσει η ΕΚΤ ως αποστολέας και που είχε λάβει η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας ως παραλήπτης. Ο εισαγγελέας πρότεινε στην ΕΚΤ να εξετάσει τα έγγραφα αυτά, με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, προκειμένου να είναι σε θέση να διατυπώσει την άποψή της επί της ενδεχόμενης προσβολής σε βάρος της αποστολής και των λειτουργιών της εξαιτίας της χρησιμοποιήσεως των εν λόγω εγγράφων στην ανακριτική διαδικασία και στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Υπογράμμισε ότι, αν υφίσταται μια τέτοια προσβολή, θα ζητήσει την εκδίκαση της υποθέσεως κεκλεισμένων των θυρών ή την εμπιστευτική εξέτασή της επί της ουσίας. Ο εισαγγελέας κατέληξε δηλώνοντας ότι ήταν πρόθυμος να ακούσει τις προτάσεις και υποδείξεις της ΕΚΤ, με εξαίρεση κάθε αίτημα να απαγορευθεί η διεξαγωγή της ανακριτικής διαδικασίας ή να διαταχθεί η επιστροφή των κατασχεθέντων εγγράφων.

30

Με την από 29 Μαΐου 2017 απάντησή της η ΕΚΤ πρότεινε διμερή συνάντηση προς περαιτέρω ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την αμοιβαία συνεργασία προκειμένου να εξασφαλιστεί το απαραβίαστο των αρχείων της.

31

Σε σύσκεψη της 12ης Ιουνίου 2017 με τον εισαγγελέα, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι είχε την άποψη ότι τα αρχεία της περιλάμβαναν, πρώτον, τα έγγραφα που είχε συντάξει η ίδια κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, δεύτερον, την επικοινωνία μεταξύ της ιδίας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών που ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ ή του Ευρωσυστήματος και, τρίτον, τα έγγραφα που είχαν συντάξει οι κεντρικές αυτές τράπεζες και αφορούσαν την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ ή του Ευρωσυστήματος. Υποστήριξε επίσης ότι, πριν χρησιμοποιηθούν τέτοια έγγραφα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας από τις εθνικές αρχές, έπρεπε η ίδια να άρει την προβλεπόμενη για τα έγγραφα αυτά προστασία. Η ΕΚΤ ανέφερε ωστόσο ότι δεν θα αντετίθετο στην άρση της προστασίας αν τούτο ήταν προς το συμφέρον της διαδικασίας που είχαν κινήσει οι εθνικές αρχές και αν δεν αντέβαινε προς τα δικά της συμφέροντα, τα οποία προστατεύονται από το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών.

32

Μολονότι ο εισαγγελέας και η ΕΚΤ δεν συμφώνησαν επί της ερμηνείας της έννοιας των «αρχείων της ΕΚΤ» ούτε επί του περιεχομένου της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας, δήλωσαν ότι θα συνέχιζαν τη συζήτηση σχετικά με τη μελλοντική συνεργασία τους και δέχθηκαν ότι η ΕΚΤ θα συνέτασσε, στη συνέχεια, πρόταση σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των εγγράφων που καλύπτονται από την έννοια αυτή.

33

Στις 13 Φεβρουαρίου 2018 η ΕΚΤ διαβίβασε στον εισαγγελέα την πρότασή της σχετικά με τον προσδιορισμό των εγγράφων που αποτελούν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ. Συναφώς, πρότεινε να προσδιοριστούν ως μέρος των αρχείων της, σε ένα πρώτο στάδιο, τα έγγραφα που προέρχονταν από την ίδια και τα έγγραφα τα οποία εκείνη είχε αποστείλει στην Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας ή στο προσωπικό της τελευταίας και, σε ένα δεύτερο στάδιο, τα έγγραφα τα οποία είχε συντάξει η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής του ΕΣΚΤ ή του Ευρωσυστήματος. Η ΕΚΤ πρότεινε επιπλέον να επιστρέψει η σλοβενική αστυνομία στην Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας όλα τα έγγραφα που δεν θεωρούσε κρίσιμα για την ανακριτική διαδικασία.

34

Σε μια σύσκεψη που διεξήχθη στις 13 Ιουνίου 2018, ο εισαγγελέας πληροφόρησε την ΕΚΤ ότι η σλοβενική αστυνομία είχε περατώσει την εξέταση των κατασχεθέντων εγγράφων και ότι ο ίδιος ανέμενε μια έκθεση με τα τελικά συμπεράσματα της αστυνομίας το φθινόπωρο. Επιβεβαίωσε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται διαφορές ως προς την ερμηνεία της έννοιας των «αρχείων της ΕΚΤ», παρατηρώντας παράλληλα ότι όλα τα μη κρίσιμα για την ανακριτική διαδικασία έγγραφα θα καταστρέφονταν ή θα επιστρέφονταν σε εκείνους εις χείρας των οποίων είχαν κατασχεθεί. Δήλωσε επίσης ότι η ΕΚΤ θα είχε τη δυνατότητα να εξετάσει όλα τα έγγραφα τα οποία ικανοποιούσαν τα κριτήρια που είχε προτείνει με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Μαΐου 2017, περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, μόλις η σλοβενική αστυνομία συντάξει την τελική της έκθεση. Εντούτοις, προς αποφυγή επεμβάσεως της ΕΚΤ στις εκκρεμείς διαδικασίες, τα χρησιμοποιούμενα για την τελική αυτή έκθεση έγγραφα δεν θα της κοινοποιούνταν μέχρις ότου η σλοβενική αστυνομία τα αποστείλει στην εισαγγελία.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

35

Στις 9 Δεκεμβρίου 2016 η Επιτροπή απέστειλε έγγραφο στη Δημοκρατία της Σλοβενίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας «EU Pilot», γνωστοποιώντας της τις αμφιβολίες της όσον αφορά την ορθή εφαρμογή των άρθρων 2 και 22 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, όσον αφορά την κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016. Η Δημοκρατία της Σλοβενίας απάντησε στο έγγραφο αυτό με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2017.

36

Στις 28 Απριλίου 2017 η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Σλοβενίας προειδοποιητική επιστολή, με την οποία επισήμανε ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας σε έρευνα και σε κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, δεν τήρησε την υποχρέωση σεβασμού της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ, κατά παράβαση του άρθρου 343 ΣΛΕΕ, του άρθρου 39 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ καθώς και των άρθρων 2 και 22 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών. Ενημέρωσε επίσης τη Δημοκρατία της Σλοβενίας ότι θεωρούσε ότι οι σλοβενικές αρχές δεν είχαν διεξαγάγει εποικοδομητικές συνομιλίες σχετικά με το εν λόγω ζήτημα με την ΕΚΤ, σε αντίθεση με όσα επιβάλλει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και στο άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών.

37

Η Δημοκρατία της Σλοβενίας απάντησε στην ως άνω προειδοποιητική επιστολή με έγγραφο της 21ης Ιουνίου 2017, όπου υπογράμμισε ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα δεν ενέπιπταν στην έννοια των «αρχείων της ΕΚΤ», κατά το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών.

38

Εκτιμώντας ότι η απάντηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή εξέδωσε στις 20 Ιουλίου 2018 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε τη Δημοκρατία της Σλοβενίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί σε αυτήν εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της εν λόγω γνώμης.

39

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2018 η Δημοκρατία της Σλοβενίας, απαντώντας στην ίδια αιτιολογημένη γνώμη, αμφισβήτησε την παράβαση που της προσήψε η Επιτροπή.

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

41

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Ιουλίου 2019, επετράπη στην ΕΚΤ να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

Επί της προσφυγής

Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται προσβολή της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ

Επιχειρήματα των διαδίκων

42

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την ΕΚΤ, υποστηρίζει ότι, προβαίνοντας μονομερώς σε κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, η Δημοκρατία της Σλοβενίας προσέβαλε την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ και, κατά συνέπεια, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, από το άρθρου 39 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, από τα άρθρα 2, 18 και 22 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

43

Κατά πρώτο λόγο, η έννοια των «αρχείων της Ένωσης», που μνημονεύεται στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, μολονότι δεν ορίζεται στο πρωτόκολλο αυτό, περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα τα οποία ανήκουν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή τα οποία κατέχει το όργανο αυτό, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου υποθέματος.

44

Κατά δεύτερο λόγο, όπως υποστηρίζεται, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα προνόμια και ασυλίες που αναγνωρίζει το πρωτόκολλο αυτό έχουν μόνο λειτουργικό χαρακτήρα, καθόσον αποσκοπούν στην αποτροπή της παρεμπόδισης της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας της Ένωσης. Λαμβανομένου όμως υπόψη του ιδιαίτερου θεσμικού καθεστώτος του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών θα πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ, αλλά και στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των εθνικών κεντρικών τραπεζών οι οποίες αποτελούν μέρος του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, όπως η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ ή του Ευρωσυστήματος, είτε προέρχονται από την ΕΚΤ είτε από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

45

Πρώτον, από το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προκύπτει ότι, αφενός, το ΕΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και ότι, αφετέρου, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ συγκροτούν το Ευρωσύστημα, του οποίου οι εθνικές κεντρικές τράπεζες «αποτελούν αναπόσπαστο μέρος», σύμφωνα με το άρθρο 14.3 του πρωτοκόλλου αυτού.

46

Δεύτερον, η ειδική δομή του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος δημιουργεί αναπόφευκτα μια στενή σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ειδικότερα, όπως προβάλλεται, από το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 8 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προκύπτει ότι το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, περιλαμβανομένου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, μέλη του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 283, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

47

Τρίτον, η Συνθήκη ΛΕΕ αναθέτει ορισμένη αποστολή στην ΕΚΤ, στο ΕΣΚΤ και στο Ευρωσύστημα. Συναφώς, υποστηρίζεται ότι από το άρθρο 9.2 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προκύπτει ότι η αποστολή που ανατίθεται στο ΕΣΚΤ εκτελείται είτε από την ίδια την ΕΚΤ είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

48

Συγκεκριμένα, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και οι διοικητές τους μετέχουν άμεσα στη λήψη των αποφάσεων της ΕΚΤ όπως και στην εφαρμογή και την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών. Η λειτουργία του συστήματος που δημιουργείται με τον τρόπο αυτόν απαιτεί την ανταλλαγή εγγράφων στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, καθώς και μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, προκειμένου να λαμβάνονται οι αποφάσεις που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, καθώς και για την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων αυτών από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε προσβολή της εύρυθμης λειτουργίας και της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, καθώς και του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος στο σύνολό τους, το επίπεδο προστασίας θα πρέπει να είναι το ίδιο για όλα τα έγγραφα που συντάσσονται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλα τα έγγραφα αυτά αποτελούν «αρχεία της Ένωσης», ακόμη και αν βρίσκονται στην κατοχή εθνικής κεντρικής τράπεζας ή αν φυλάσσονται στα γραφεία της.

49

Κατά τρίτο λόγο, όπως προβάλλεται, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στις 6 Ιουλίου 2016 στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, οι σλοβενικές αρχές κατέσχεσαν έγγραφα που αποτελούν μέρος των αρχείων της Ένωσης. Ασφαλώς, η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες περί της φύσεως των αποτελούντων μέρος των αρχείων της Ένωσης εγγράφων που κατασχέθηκαν κατά την έρευνα αυτή. Ωστόσο, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο εξοπλισμός πληροφορικής των υπόπτων καθώς και τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως κατασχέθηκαν στο σύνολό τους έχει κατ’ ανάγκην ως συνέπεια ότι κατασχέθηκαν έγγραφα που αποτελούν μέρος των αρχείων της Ένωσης.

50

Κατά τέταρτο λόγο, η αρχή του απαραβίαστου των αρχείων αυτών συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά μόνο με την προηγούμενη συγκατάθεση της ΕΚΤ ή, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της ΕΚΤ και των αρχών αυτών, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, όμως, η έρευνα και η κατάσχεση των σχετικών εγγράφων πραγματοποιήθηκαν μονομερώς.

51

Η Δημοκρατία της Σλοβενίας αντιτείνει ότι δεν προσέβαλε την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης.

52

Κατά πρώτο λόγο, η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει ότι τόσο από το διεθνές δίκαιο όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά και από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης, όπως είναι οι αρχές της διαφάνειας, του ανοιχτού χαρακτήρα και του κράτους δικαίου, προκύπτει ότι η έννοια των «προνομίων και ασυλιών» πρέπει να ερμηνεύεται στενά και ότι η άσκηση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών όχι μόνο δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα αλλά περιορίζεται λειτουργικά στην έκταση που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της λειτουργίας της Ένωσης και των οργάνων της, καθώς και για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η Ένωση αυτή.

53

Ειδικότερα, σκοπός του συστήματος των προνομίων και ασυλιών του διεθνούς δικαίου είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των διεθνών οργανισμών, οι οποίοι βρίσκονται σε «ασθενή θέση» σε σχέση με τα ιδρυτικά κράτη μέλη. Λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης και της ιδιαίτερης φύσης της έννομης τάξεως της Ένωσης, τα θεσμικά όργανά της δεν βρίσκονται σε μια τέτοια θέση σε σχέση με τα κράτη μέλη. Επομένως, τα αρχεία της Ένωσης, περιλαμβανομένων εκείνων της ΕΚΤ, απολαύουν λιγότερο εκτεταμένης προστασίας απ’ ό,τι στο πλαίσιο του συστήματος προνομίων και ασυλιών του διεθνούς δικαίου, πράγμα το οποίο συνηγορεί υπέρ μιας στενής ερμηνείας της έννοιας των «προνομίων και ασυλιών της Ένωσης».

54

Εξάλλου, μολονότι η λειτουργική ασυλία των διεθνών οργανισμών απορρέει από ένα εύλογο δημόσιο συμφέρον, δεν είναι απόλυτη και θα πρέπει να συμβιβάζεται με άλλα δημόσια συμφέροντα. Εντός της Ένωσης, η αρχή του κράτους δικαίου υπερέχει των προνομίων και ασυλιών αυτής. Η δε ανεξάρτητη και αμερόληπτη διερεύνηση και εκδίκαση ποινικών παραβάσεων, που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, συνιστά «θεμελιώδες αξίωμα του κράτους δικαίου». Αν οι σλοβενικές αρχές έπρεπε να ζητήσουν την προηγούμενη συγκατάθεση της ΕΚΤ πριν κινήσουν την έρευνα στην οποία προέβησαν εν προκειμένω θα ήταν αδύνατη η ως άνω ανεξαρτησία, διότι ο διοικητής συνδέεται στενά με την ΕΚΤ.

55

Επιπλέον, δεδομένου ότι τα προνόμια και οι ασυλίες που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών αναγνωρίζονται στην Ένωση μόνον εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την αποτροπή της παρεμπόδισης της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας της, το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι αυτό που φέρει το βάρος αποδείξεως σχετικά με την ύπαρξη μιας τέτοιας παρεμπόδισης. Η Επιτροπή και η ΕΚΤ, ωστόσο, δεν απέδειξαν ότι η κατάσχεση των εγγράφων στην οποία προέβησαν οι σλοβενικές αρχές όντως παρεμπόδισε με οποιονδήποτε τρόπο τη λειτουργία της ΕΚΤ ή έθιξε την οικονομική και νομισματική πολιτική της Ένωσης.

56

Κατά δεύτερο λόγο, η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει ότι η έννοια των «αρχείων της Ένωσης» πρέπει επίσης να ερμηνεύεται στενά και ότι τα έγγραφα που κατασχέθηκαν από τις σλοβενικές αρχές στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας δεν αποτελούσαν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ. Συναφώς, πρώτον, ισχυρίζεται ότι είναι κρίσιμη εν προκειμένω η ρύθμιση περί της ασυλίας υπέρ των αρχείων στο διεθνές δίκαιο, ειδικότερα αυτή που ισχύει στις προξενικές και διπλωματικές σχέσεις. Κατά τη νομολογία των εθνικών και διεθνών δικαστηρίων, μπορούν να θεωρούνται ως αποτελούντα μέρος των αρχείων μόνον τα έγγραφα που ανήκουν στο πρόσωπο υπέρ του οποίου έχει θεσπιστεί η αρχή του απαραβίαστου των αρχείων ή που βρίσκονται στην κατοχή του και όχι εκείνα τα οποία αποστέλλονται σε τρίτον από ένα τέτοιο πρόσωπο ή που βρίσκονται στην κατοχή τρίτου.

57

Δεύτερον, σκοπός του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών είναι να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μόνον η ΕΚΤ μπορεί να απολαύει των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται από το πρωτόκολλο αυτό, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, και όχι το ΕΣΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ.

58

Τρίτον, η ερμηνεία των ως άνω διατάξεων που υποστηρίζει η Επιτροπή σημαίνει ότι αρχεία της Ένωσης θα μπορούν να βρίσκονται στους υπολογιστές όλων των εθνικών δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών που είναι μέλη θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή εργάζονται υπό τη διεύθυνσή τους, περιλαμβανομένων των υπουργών των κρατών μελών οι οποίοι μετέχουν στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των αρχηγών κράτους ή κυβερνήσεως των κρατών μελών οι οποίοι μετέχουν στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και όλων των εθνικών δημόσιων λειτουργών που εργάζονται στις επιτροπές και τις υπηρεσίες της Ένωσης, πράγμα το οποίο θα κατέληγε στην πράξη σε «παράλογες καταστάσεις» στις οποίες όλα τα έγγραφα στην κατοχή της εθνικής κυβερνήσεως και των υπουργών της, του αρχηγού του κράτους και ολόκληρων διοικητικών αρχών του κράτους θα θεωρούνταν αρχεία της Ένωσης.

59

Τέταρτον, η ερμηνεία της έννοιας των «αρχείων της ΕΚΤ» που προτείνεται από την Επιτροπή θα ήταν αδύνατο να τύχει εφαρμογής, de jure ή de facto, πράγμα το οποίο θα εμπόδιζε ή θα παρενέβαλλε σοβαρά προσκόμματα σε κάθε ποινική έρευνα στον δημόσιο τομέα των κρατών μελών.

60

Κατά τρίτο λόγο, η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει ακόμη ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι τα έγγραφα που κατασχέθηκαν από τις σλοβενικές αρχές στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας αποτελούσαν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ, η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας προσέβαλε την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης.

61

Πρώτον, η υποχρέωση σαφούς προσδιορισμού και προστασίας των αρχείων βαρύνει εκείνον που επικαλείται την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων αυτών. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η ΕΚΤ παρέλειψε να προσδιορίσει προσηκόντως τα αρχεία της και δεν τα προστάτευσε δεόντως, δεν είναι δυνατή η επίκληση της έννοιας των «αρχείων της ΕΚΤ» την οποία προβάλλει η ΕΚΤ, η δε αδυναμία αυτή ουδόλως συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η ποινική έρευνα στη Σλοβενία. Επιπροσθέτως, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε φυσικός διαχωρισμός και προσήκων προσδιορισμός των αρχείων της Ένωσης, οι σλοβενικές αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κατασχέσουν το σύνολο των σχετικών αντικειμένων και εγγράφων προκειμένου να λάβουν τις πληροφορίες που αναζητούσαν.

62

Δεύτερον, σκοπός της ανακριτικής διαδικασίας των σλοβενικών αρχών δεν ήταν να προσβάλουν την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ ή, ακόμη λιγότερο, να θίξουν την εκπλήρωση της αποστολής και την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, η εθνική ανακριτική διαδικασία, που διεξήχθη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις σχετικές εθνικές δικαστικές αποφάσεις, δεν προσέβαλε την αρχή αυτή.

63

Τρίτον, η εκ μέρους της Επιτροπής και της ΕΚΤ ευρεία ερμηνεία της έννοιας των «αρχείων της Ένωσης» οδηγεί στην πράξη σε πλήρη παρεμπόδιση της ανακριτικής διαδικασίας, μέχρι σημείου να καταλήγει σε ατιμωρησία των υπόπτων.

64

Τέταρτον, άδεια του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, απαιτείται μόνο σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές προτίθενται να λάβουν αναγκαστικά μέτρα διοικητικής ή δικαστικής φύσεως όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία ή στοιχεία του ενεργητικού της Ένωσης. Αντιθέτως, μια τέτοια άδεια δεν απαιτείται ούτε από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αυτού, αλλά ούτε και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθόσον οι σλοβενικές αρχές δεν επιδίωξαν να αποκτήσουν την κατοχή εγγράφων ανηκόντων σε όργανα της Ένωσης ή ευρισκόμενα στην κατοχή τους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65

Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι, μολονότι με την προσφυγή της αναφέρεται τόσο στην έρευνα όσο και στην κατάσχεση εγγράφων εκ μέρους των σλοβενικών αρχών στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016, η προσφυγή αυτή αφορά, στην πραγματικότητα, μόνον την εν λόγω κατάσχεση εγγράφων.

66

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προβαίνοντας μονομερώς σε κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016, οι σλοβενικές αρχές προσέβαλαν την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτο λόγο, αν μεταξύ των εγγράφων που κατασχέθηκαν από τις σλοβενικές αρχές κατά την έρευνα αυτή περιλαμβάνονταν και έγγραφα που αποτελούσαν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ και, αν όντως συνέβη τούτο, κατά δεύτερο λόγο, αν η κατάσχεση των εγγράφων αυτών συνιστούσε προσβολή της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων αυτών.

– Επί της έννοιας των «αρχείων της Ένωσης»

67

Κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, τα αρχεία της Ένωσης είναι απαραβίαστα. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Δημοκρατία της Σλοβενίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο αυτό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας των «αρχείων της Ένωσης».

68

Εισαγωγικώς, όσον αφορά το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Σλοβενίας ότι η έννοια των «αρχείων» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το διεθνές δίκαιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε αντίθεση προς τις κοινές διεθνείς συνθήκες, με τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδρύθηκε ίδια έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στο νομικό σύστημα των κρατών μελών κατά την έναρξη της ισχύος των συνθηκών αυτών (διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, Zwartveld κ.λπ., C‑2/88 IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 15). Επομένως, η έννοια των «αρχείων της Ένωσης» είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, διαφορετική από εκείνη που μπορεί να χρησιμοποιείται από τους διεθνείς οργανισμούς και τα διεθνή δικαστήρια ή από το δίκαιο των κρατών μελών.

69

Από τη νομολογία προκύπτει ότι μια τέτοια έννοια, λόγω του αυτοτελούς χαρακτήρα της, πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των όρων της, υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η διάταξη στην οποία χρησιμοποιείται η εν λόγω έννοια (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Junqueras Vies, C‑502/19, EU:C:2019:1115, σκέψη 62).

70

Ο όρος «αρχεία» σημαίνει συνήθως ένα σύνολο εγγράφων, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας συντάξεώς τους, της μορφής τους και του υλικού τους φορέα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ενός προσώπου κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του.

71

Εντούτοις, στο δίκαιο της Ένωσης, ο όρος «αρχεία» έχει προσδιοριστεί σε πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, ήτοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 354/83 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1983, για το άνοιγμα στο κοινό των ιστορικών αρχείων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργεια (ΕΕ 1983, L 43, σ. 1), ως το σύνολο το σύνολο των πάσης φύσεως εγγράφων οποιασδήποτε μορφής, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο έχουν καταγραφεί, τα οποία έχουν καταρτισθεί ή παραληφθεί από ένα από τα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς, από έναν από τους αντιπροσώπους τους ή τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και τα οποία αφορούν τις δραστηριότητες των Κοινοτήτων αυτών.

72

Ο ως άνω ορισμός της έννοιας των «αρχείων» είναι κατάλληλος για την ερμηνεία του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών. Πράγματι, καμία διάταξη του πρωτοκόλλου αυτού δεν εμποδίζει τη συνεκτίμηση του ως άνω ορισμού, ενώ η συνεκτίμηση αυτή συντελεί στη συνεκτική ερμηνεία της εν λόγω έννοιας στο δίκαιο της Ένωσης.

73

Όσον αφορά τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα προνόμια και οι ασυλίες που αναγνωρίζονται υπέρ της Ένωσης με το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών έχουν λειτουργικό χαρακτήρα, καθόσον αποσκοπούν στην αποτροπή της παρακωλύσεως της λειτουργίας και του περιορισμού της ανεξαρτησίας της Ένωσης (διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, Zwartveld κ.λπ., C‑2/88 IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 19, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 47). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης μπορεί μεταξύ άλλων να προβληθεί από θεσμικό όργανο της Ένωσης προκειμένου να εμποδίσει τη γνωστοποίηση πληροφοριών περιλαμβανομένων σε έγγραφα που περιέχονται στα αρχεία του εμπλεκόμενου θεσμικού οργάνου όταν μια τέτοια γνωστοποίηση θα μπορούσε να παρακωλύσει τη λειτουργία και την ανεξαρτησία του θεσμικού αυτού οργάνου, ιδίως διακυβεύοντας την εκπλήρωση της αποστολής που του έχει ανατεθεί (πρβλ. διάταξη της 6ης Δεκεμβρίου 1990, Zwartveld κ.λπ., C‑2/88 IMM, EU:C:1990:440, σκέψη 11).

74

Από τον ως άνω σκοπό προστασίας συνάγεται ότι τα αρχεία της Ένωσης περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών καλύπτουν κατ’ ανάγκην κάθε έγγραφο σχετικό με τις δραστηριότητες της Ένωσης και των θεσμικών και άλλων οργάνων και οργανισμών της ή την εκπλήρωση της αποστολής τους.

75

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ως «αρχεία της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, πρέπει να νοείται το σύνολο των πάσης φύσεως εγγράφων, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας τους, της μορφής τους και του υλικού τους φορέα, τα οποία καταρτίζονται ή παραλαμβάνονται από τα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης ή από τους εκπροσώπους και τους υπαλλήλους της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και τα οποία αφορούν τις δραστηριότητες των οντοτήτων αυτών ή έχουν σχέση με την εκπλήρωση της αποστολής τους.

– Επί της εκτάσεως των αρχείων της ΕΚΤ

76

Δεδομένου ότι η ΕΚΤ είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης, από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, όπως ερμηνεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη και σε συνδυασμό με το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, το άρθρο 39 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ και το άρθρο 22 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, προκύπτει ότι η αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης έχει εφαρμογή στα αρχεία της ΕΚΤ.

77

Κατόπιν τούτου, πρέπει να κριθεί αν έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή όχι της ΕΚΤ, αλλά εθνικής κεντρικής τράπεζας, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως ανήκοντα στα «αρχεία της ΕΚΤ».

78

Συναφώς, κατά πρώτο λόγο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, τα αρχεία της Ένωσης δεν πρέπει να διατηρούνται κατ’ ανάγκην στους χώρους του οικείου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, διότι διαφορετικά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών και εκείνο του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αυτού, το οποίο προβλέπει το απαραβίαστο των χώρων και των κτιρίων της Ένωσης, θα συγχέονταν μέχρι του σημείου να απολέσει το άρθρο 2 την πρακτική αποτελεσματικότητα του. Επομένως, το άρθρο 2 καλύπτει τα αρχεία θεσμικού οργάνου της Ένωσης, όπως η ΕΚΤ, που βρίσκονται σε άλλους χώρους πέραν εκείνων της Ένωσης.

79

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και από τα άρθρα 1 και 14.3 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προκύπτει ότι η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών συγκροτούν το ΕΣΚΤ, ενώ οι εν λόγω εθνικές κεντρικές τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος αυτού. Εξ αυτού συνάγεται, περαιτέρω, ότι η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, περιλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, που συγκροτούν το Ευρωσύστημα, χαράσσουν τη νομισματική πολιτική της Ένωσης.

80

Κατά το άρθρο 127, παράγραφος 1, και το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κύριος σκοπός του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, όπως υπενθυμίζει το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ. Προς τούτο, το άρθρο 127, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ περιλαμβάνουν ιδίως τη χάραξη και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης. Με τον τρόπο αυτόν, τα εν λόγω καθήκοντα ανατίθενται, μέσω του ΕΣΚΤ, όχι μόνον στην ΕΚΤ, αλλά και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, πράγμα το οποίο απαιτεί στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των τραπεζών αυτών.

81

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 129, παράγραφος 1, και το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, περιλαμβανομένου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Το άρθρο 283, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 10.1 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ προβλέπουν ότι οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Οι ως άνω διοικητές, μεταξύ των οποίων ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, μετέχουν κατά συνέπεια στη λήψη των αποφάσεων που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ.

82

Επιπλέον, κατά το άρθρο 9.2 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, η αποστολή που έχει ανατεθεί στο ΕΣΚΤ εκτελείται είτε από την ίδια την ΕΚΤ είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

83

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ΕΣΚΤ συνιστά, στο δίκαιο της Ένωσης, πρωτότυπο νομικό μόρφωμα στο πλαίσιο του οποίου συνδέονται και συνεργάζονται στενά ορισμένα εθνικά όργανα, δηλαδή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, δηλαδή η ΕΚΤ, και το οποίο χαρακτηρίζεται από διαφορετική διάρθρωση και λιγότερο σαφή διάκριση μεταξύ της έννομης τάξης της Ένωσης και των εσωτερικών έννομων τάξεων (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 69). Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, το οποίο είναι ιδιαίτερα ενοποιημένο σύμφωνα με τη βούληση των συντακτών των Συνθηκών όσον αφορά το ΕΣΚΤ, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, όπως και οι διοικητές τους, έχουν υβριδικό καθεστώς, καθόσον αποτελούν ασφαλώς εθνικές αρχές, αλλά αρχές που ενεργούν στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ, το οποίο, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, συγκροτείται από αυτές τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ.

84

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών της, για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος και για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους απαιτείται στενή συνεργασία και διαρκής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών που μετέχουν στα συστήματα αυτά, πράγμα το οποίο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι τα έγγραφα σχετικά με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος βρίσκονται στην κατοχή όχι μόνον της ΕΚΤ, αλλά και των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

85

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα έγγραφα αυτά καλύπτονται από την έννοια των «αρχείων της ΕΚΤ» ακόμη και αν βρίσκονται στην κατοχή των εθνικών κεντρικών τραπεζών, και όχι της ίδιας της ΕΚΤ. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του λειτουργικού χαρακτήρα που πρέπει να αναγνωρίζεται στην αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή αυτή θα εστερείτο πρακτικής αποτελεσματικότητας αν δεν προστάτευε τα έγγραφα τα οποία συντάσσουν η ΕΚΤ ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα οποία ανταλλάσσονται μεταξύ των οντοτήτων αυτών στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος.

86

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Σλοβενίας.

87

Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας κατά την οποία η γνωστοποίηση εγγράφου σε τρίτον σημαίνει, στο διεθνές δίκαιο, ότι το έγγραφο αυτό δεν μπορεί πλέον να θεωρείται μέρος των αρχείων του κράτους το οποίο προέβη στην γνωστοποίηση αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της στενής συνεργασίας και των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο πλαίσιο του ενοποιημένου συστήματος που συνιστά το ΕΣΚΤ, οι τράπεζες αυτές δεν μπορούν να θεωρούνται, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών της, ως «τρίτοι» έναντι της ΕΚΤ.

88

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας που παρατίθεται στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί να σημειωθεί ότι, ως προς τα έγγραφα που συνδέονται με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, η ερμηνεία της έννοιας των «αρχείων της Ένωσης», όπως διατυπώθηκε στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, στηρίζεται στις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που υφίστανται μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών και που περιγράφονται στις σκέψεις 83 και 84 της παρούσας αποφάσεως.

89

Τρίτον, από κανένα πραγματικό ή νομικό στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε να δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα στις αρχές κράτους μέλους που προτίθεται να προβεί σε κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία μιας Κεντρικής Τράπεζας, στο πλαίσιο διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο και βάσει του δικαίου του κράτους μέλους αυτού, με αποτέλεσμα μια τέτοια κατάσχεση να μην μπορεί να περιοριστεί στα έγγραφα που δεν συνδέονται με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος.

– Επί της προσβολής της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ

90

Όσον αφορά το ζήτημα αν η κατάσχεση εγγράφων στην οποία προέβησαν οι σλοβενικές αρχές στις 6 Ιουλίου 2016 στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας συνιστούσε προσβολή της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ, πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια προσβολή μπορεί να υφίσταται μόνον, αφενός, αν μια μονομερώς αποφασισθείσα από εθνικές αρχές κατάσχεση εγγράφων που ανήκουν στα αρχεία της Ένωσης μπορεί να συνιστά μια τέτοια προσβολή και, αφετέρου, αν στα κατασχεθέντα εν προκειμένω έγγραφα περιλαμβάνονταν όντως έγγραφα τα οποία πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ.

91

Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στο δικόγραφο της προσφυγής της, η έννοια του «απαραβίαστου», στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, συνεπάγεται την προστασία έναντι κάθε μονομερούς επεμβάσεως των κρατών μελών. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 67 και 68 των προτάσεών της, τούτο επιβεβαιώνεται από το ότι η έννοια αυτή, που περιλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου, περιγράφεται ως προστασία έναντι κάθε μέτρου έρευνας, κατάσχεσης, επίταξης ή απαλλοτρίωσης.

92

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μονομερής κατάσχεση, από τις εθνικές αρχές, εγγράφων που ανήκουν στα αρχεία της Ένωσης συνιστά προσβολή της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων αυτών της Ένωσης.

93

Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ περί παραβάσεως κράτους μέλους, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παράβασης. Εκείνη οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παράβασης, ενώ δεν μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑441/02, EU:C:2006:253, σκέψη 48, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Βακτήριο Xylella fastidiosa), C‑443/18, EU:C:2019:676, σκέψη 78].

94

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι δεν διέθετε συγκεκριμένες πληροφορίες περί της φύσεως των εγγράφων που κατασχέθηκαν από τις σλοβενικές αρχές στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016 και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει αν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ένα μέρος των εγγράφων αυτών αποτελούσε μέρος των αρχείων της Ένωσης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξήγησε συναφώς, χωρίς να αντικρουστεί από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, ότι τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονταν πάντοτε στην κατοχή των σλοβενικών αρχών.

95

Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, τα κατασχεθέντα από τις σλοβενικές αρχές έγγραφα περιλάμβαναν κάθε επικοινωνία πραγματοποιηθείσα μέσω του λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διοικητή, όλα τα ηλεκτρονικά έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στον υπολογιστή του γραφείου του και στον φορητό υπολογιστή του τελευταίου και τα οποία αφορούσαν το διάστημα μεταξύ του 2012 και του 2014, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, καθώς και έγγραφα σχετικά με το εν λόγω διάστημα ευρισκόμενα στο γραφείο του διοικητή. Οι σλοβενικές αρχές κατέσχεσαν επίσης όλα τα αφορώντα τον διοικητή ηλεκτρονικά έγγραφα που ήταν καταγεγραμμένα στον διακομιστή της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, και ήταν σχετικά με το διάστημα μεταξύ του 2012 και του 2014.

96

Λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του μεγάλου αριθμού των κατασχεθέντων υπό τις συνθήκες αυτές εγγράφων και, αφετέρου, των καθηκόντων τα οποία καλείται να ασκήσει ο διοικητής μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, όπως η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας, στο πλαίσιο του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και, κατά συνέπεια, ωσαύτως στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος, στα κατασχεθέντα από τις σλοβενικές αρχές έγγραφα περιλαμβάνονταν κατ’ ανάγκην έγγραφα που αποτελούν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας δεν διατείνεται ότι τα κατασχεθέντα είναι αποκλειστικώς έγγραφα που δεν ανήκουν στην εν λόγω κατηγορία εγγράφων.

97

Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι το υλικό και τα έγγραφα που κατέσχεσαν οι σλοβενικές αρχές στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016 συμπεριελάμβαναν έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ.

98

Δεδομένου δε ότι το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών ορίζει ρητώς ότι τα αρχεία της Ένωσης είναι απαραβίαστα, οι σλοβενικές αρχές, προβαίνοντας μονομερώς σε κατάσχεση τέτοιων εγγράφων, προσέβαλαν την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ.

99

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Σλοβενίας.

100

Πρώτον, μολονότι τα προνόμια και οι ασυλίες της Ένωσης έχουν βέβαια λειτουργικό χαρακτήρα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, τούτο δεν σημαίνει ότι το οικείο θεσμικό όργανο ή, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων παρεμποδίζει τη λειτουργία και την ανεξαρτησία της Ένωσης προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί παράνομη η κατάσχεση των εγγράφων αυτών που διενεργείται μονομερώς από τις αρχές κράτους μέλους. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν προδήλως αντίθετη τόσο προς το γράμμα όσο και προς τον σκοπό του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, κατά το οποίο «[τ]α αρχεία της Ένωσης είναι απαραβίαστα».

101

Ασφαλώς, η αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης δεν σημαίνει ότι οι αρχές των κρατών μελών ουδέποτε μπορούν να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα αρχεία αυτά. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του λειτουργικού τους χαρακτήρα, τα προνόμια και οι ασυλίες της Ένωσης δεν παρέχουν στα όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να αγνοούν την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με τις εθνικές αρχές (πρβλ. διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, Zwartveld κ.λπ., C‑2/88 IMM, EU:C:1990:315, σκέψεις 19 και 21).

102

Προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα περιλαμβανόμενα στα αρχεία της Ένωσης, οι εθνικές αρχές χρειάζονται τη συγκατάθεση του οικείου θεσμικού οργάνου ή, σε περίπτωση αρνήσεως παροχής προσβάσεως, απόφαση του δικαστή της Ένωσης περί χορηγήσεως σχετικής αδείας με την οποία το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεώνεται να παράσχει πρόσβαση στα αρχεία του. Πράγματι, θα ήταν παράλογο να μην απαιτείται για την πρόσβαση σε τέτοια έγγραφα η συγκατάθεση του οικείου θεσμικού οργάνου ή η άδεια του δικαστή της Ένωσης σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές αποφασίζουν να ενεργήσουν μονομερώς, καθόσον μια τέτοια συγκατάθεση ή μια τέτοια άδεια καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση της λειτουργίας την οποία επιτελεί το απαραβίαστο των αρχείων της Ένωσης, που είναι η αποτροπή της αδικαιολόγητης παρεμπόδισης της λειτουργίας και της ανεξαρτησίας της.

103

Δεύτερον, ασφαλώς είναι αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Σλοβενίας, η λειτουργική ασυλία των διεθνών οργανισμών αποτελεί μεν θεμιτό δημόσιο συμφέρον, δεν είναι όμως απόλυτη και πρέπει να συμβιβάζεται με τα λοιπά δημόσια δικαιώματα και συμφέροντα, ιδίως με την αρχή του κράτους δικαίου και, ειδικότερα, με την ανάγκη να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία κατά τη διεξαγωγή ερευνών και την έκδοση αποφάσεων σε περιπτώσεις ποινικών παραβάσεων και να αποφεύγεται η ατιμωρησία των προσώπων σε βάρος των οποίων διεξάγεται ανακριτική διαδικασία, ειδικότερα των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, οι οποίοι θα περιέρχονταν σε ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση λόγω της στενής σχέσης που έχουν με την ΕΚΤ.

104

Εντούτοις, επιπλέον του γεγονότος ότι η ύπαρξη προνομίων και ασυλιών υπέρ των διεθνών οργανισμών και των οργάνων τους δεν είναι αυτή καθεαυτήν αντίθετη προς την αρχή του κράτους δικαίου, το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών αντιτίθεται, καταρχήν, στην κατάσχεση εγγράφων από αρχή κράτους μέλους όταν τα έγγραφα αυτά αποτελούν μέρος των αρχείων της Ένωσης και εφόσον τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους σε μια τέτοια κατάσχεση.

105

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων της Ένωσης υπό την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους δεν δικαιούνται να προβαίνουν μονομερώς σε κατάσχεση εγγράφων που ανήκουν στα αρχεία της ΕΚΤ στα γραφεία εθνικής κεντρικής τράπεζας ούτε καταλήγει σε ατιμωρησία των εμπλεκομένων σε ανακριτική διαδικασία προσώπων ούτε καθιστά άσκοπα δυσχερή, ή ακόμη και αδύνατη, τη διεξαγωγή ανακριτικών διαδικασιών στο έδαφος των κρατών μελών. Πράγματι, έστω και αν μια μονομερώς διενεργούμενη από τις αρχές κράτους μέλους κατάσχεση εγγράφων ανηκόντων στα αρχεία της Ένωσης αποκλείεται από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αρχές αυτές έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο της Ένωσης προκειμένου αυτό να άρει το απαραβίαστο των σχετικών εγγράφων, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις.

106

Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η προστασία των αρχείων της Ένωσης, την οποία προβλέπει το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, ουδόλως εμποδίζει την εκ μέρους των εθνικών αρχών κατάσχεση, στα γραφεία κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, εγγράφων που δεν ανήκουν στα αρχεία της Ένωσης.

107

Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως ότι η απαίτηση περί υποβολής αιτήματος προς την ΕΚΤ προκειμένου να θέσει στη διάθεση των αρχών κράτους μέλους έγγραφα που ανήκουν μεν στα αρχεία της, αλλά βρίσκονται στην κατοχή εθνικής κεντρικής τράπεζας, μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για μια ανακριτική διαδικασία κινηθείσα από τις εθνικές αρχές, όσον αφορά την πρόσβαση των αρχών αυτών σε άλλα έγγραφα τα οποία επίσης βρίσκονται στην κατοχή της εν λόγω εθνικής κεντρικής τράπεζας και τα οποία δεν ανήκουν μεν στα αρχεία της ΕΚΤ, μπορούν όμως να έχουν σημασία για την οικεία ανακριτική διαδικασία. Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών της, δεν προκύπτει ότι η κατάσχεση εγγράφων στην οποία προέβησαν οι σλοβενικές αρχές στις 6 Ιουλίου 2016 απαιτούσε την ύπαρξη ενός στοιχείου αιφνιδιασμού, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είχαν ήδη ζητήσει προηγουμένως, και δη επανειλημμένως, από την Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας πληροφορίες σχετικές με την ανακριτική διαδικασία τους.

108

Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται προσβολή της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης λόγω του ότι, μεταξύ των κατασχεθέντων εγγράφων, εκείνα τα οποία αποτελούσαν μέρος των αρχείων της ΕΚΤ δεν είναι κρίσιμα για την εκκρεμή ποινική υπόθεση στη Σλοβενία, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως, προσβολή της αρχής αυτής υφίσταται όταν, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου με την κατάσχεση σκοπού, συντρέχουν τα πραγματικά στοιχεία που στοιχειοθετούν την προστασία την οποία αφορά η εν λόγω αρχή.

109

Τέταρτον, η Δημοκρατία της Σλοβενίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί, προς δικαιολόγηση της προσβολής της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης, μια υποχρέωση της ΕΚΤ να προσδιορίσει σαφώς ποια είναι τα αρχεία της και να λάβει μέτρα για την προστασία τους. Η προστασία που παρέχεται στα αρχεία δυνάμει του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών δεν προϋποθέτει τον σαφή και εκ των προτέρων προσδιορισμό των εγγράφων που ανήκουν στα αρχεία αυτά.

110

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

111

Με τη δεύτερη αιτίασή της η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την ΕΚΤ, υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας παρέβη την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή προσάπτει στις σλοβενικές αρχές ότι δεν συνεννοήθηκαν αρκούντως με την ΕΚΤ, είτε πριν είτε μετά την έρευνα και την κατάσχεση εγγράφων που διενήργησαν, προκειμένου να επιτύχουν τον συμβιβασμό μεταξύ της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της ΕΚΤ και της κινηθείσας σε εθνικό επίπεδο ανακριτικής διαδικασίας.

112

Κατά την Επιτροπή, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επέβαλλε στις σλοβενικές αρχές να συνεργαστούν με την ΕΚΤ προκειμένου, πρώτον, να προσδιοριστεί ποια ήταν τα έγγραφα που προστατεύονταν από το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών και εκείνα που δεν προστατεύονταν, δεύτερον, να εντοπιστούν, μεταξύ των προστατευόμενων εγγράφων, εκείνα τα οποία μπορούσαν να είναι κρίσιμα για την εθνική ανακριτική διαδικασία και, τρίτον, να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ΕΚΤ να αποφασίσει, σε περίπτωση εγγράφων που ήταν εν δυνάμει κρίσιμα, αν έπρεπε να αρθεί η προστασία ή αν, αντιθέτως, αυτή δεν μπορούσε να αρθεί για λόγους αναγόμενους στη λειτουργία και την ανεξαρτησία της ΕΚΤ.

113

Όσον αφορά όμως το διάστημα προ της έρευνας και της κατασχέσεως των εγγράφων, οι σλοβενικές αρχές ουδόλως προέβησαν σε διάλογο με την ΕΚΤ ή την Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας όσον αφορά τον τρόπο διασφαλίσεως της αρχής του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης. Όσον αφορά το μετά την έρευνα και την κατάσχεση εγγράφων διάστημα, οι σλοβενικές αρχές, αφενός, συνέχισαν να απορρίπτουν την ερμηνεία κατά την οποία έγγραφα ευρισκόμενα στην κατοχή των εθνικών κεντρικών τραπεζών μπορούσαν να αποτελούν αρχεία της ΕΚΤ και, αφετέρου, αρνήθηκε να αρχίσει εποικοδομητικές συνομιλίες σχετικά με την προστασία των εγγράφων της εν λόγω κατηγορίας τα οποία κατασχέθηκαν.

114

Η Δημοκρατία της Σλοβενίας υποστηρίζει ότι δεν παρέβη την υποχρέωσή της καλόπιστης συνεργασίας.

115

Πρώτον, οι σλοβενικές αρχές υποστηρίζουν ότι δεν έθιξαν ούτε τα αρχεία της ΕΚΤ ούτε τη λειτουργία και την ανεξαρτησία της. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ δεν μπορεί, κατά τις αρχές αυτές, να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να προβλέπει μια «ανεξάρτητη υποχρέωση», βαρύνουσα τα κράτη μέλη, η οποία να βαίνει πέραν των υποχρεώσεων που μπορούν να υπέχουν από τέτοιες συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

116

Δεύτερον, ο εισαγγελέας είχε ζητήσει, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχετικής ποινικής έρευνας, να επιδειχθεί «άκρα προσοχή» όσον αφορά τη μεταχείριση των κατασχεθέντων εγγράφων, ώστε αυτά να είναι προσβάσιμα σε όσο το δυνατό πιο περιορισμένο αριθμό ανακριτικών υπαλλήλων και να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό ο κίνδυνος δημοσιοποιήσεως. Ο εισαγγελέας, εξάλλου, μολονότι τούτο δεν προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο, επέτρεψε σε εκπροσώπους της ΕΚΤ να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξασφαλίσεως των εγγράφων αυτών. Επιπλέον, ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει στην ΕΚΤ να μελετήσει στα γραφεία της εισαγγελίας μετά το πέρας της ποινικής έρευνας τα έγγραφα εκείνα μεταξύ των κατασχεθέντων τα οποία, κατά την ΕΚΤ, αποτελούσαν μέρος των αρχείων της.

117

Εξάλλου, η ΕΚΤ απάντησε στο αίτημα του εισαγγελέα να αναφέρει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προσδιοριστούν, μεταξύ των κατασχεθέντων από τις σλοβενικές αρχές εγγράφων, εκείνα τα οποία, κατά την ΕΚΤ, αποτελούσαν μέρος των αρχείων της μόλις στις 13 Φεβρουαρίου 2018, δηλαδή «με σημαντική καθυστέρηση».

118

Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας δεν διεξήγαγε εποικοδομητικό διάλογο με την ΕΚΤ, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η περίσταση αυτή έθεσε σε κίνδυνο την εγκαθίδρυση οικονομικής και νομισματικής ένωσης και τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

119

Κατά πάγια νομολογία, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, απορρέει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑395/17, EU:C:2019:918, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το άρθρο 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, το οποίο εξειδικεύει συναφώς την αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα όργανα της Ένωσης και οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται ώστε να αποφεύγεται κάθε διαμάχη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω πρωτοκόλλου (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008, Marra, C‑200/07 και C‑201/07, EU:C:2008:579, σκέψεις 41 και 42).

120

Όσον αφορά το διάστημα προ της κατασχέσεως των εγγράφων από τις σλοβενικές αρχές, στις 6 Ιουλίου 2016, στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 94 των προτάσεών της, η δεύτερη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή ταυτίζεται με την πρώτη, καθόσον αφορά την ίδια συμπεριφορά. Πράγματι, με την πρώτη αιτίαση η Επιτροπή προσάπτει ακριβώς στις σλοβενικές αρχές ότι προέβησαν μονομερώς και, κατά συνέπεια, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την ΕΚΤ, σε κατάσχεση εγγράφων στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας.

121

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η παράβαση της γενικής υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ διακρίνεται από την παράβαση των υποχρεώσεων εκείνων οι οποίες αποτελούν ειδική έκφανση της υποχρεώσεως αυτής. Επομένως, μια τέτοια παράβαση μπορεί να διαπιστώνεται μόνον εφόσον αφορά ενέργειες διαφορετικές από εκείνες που συνιστούν παράβαση των ως άνω ειδικών υποχρεώσεων (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδία, C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 169 έως 171).

122

Επομένως, όσον αφορά το διάστημα προ της κατασχέσεως των εγγράφων που διενεργήθηκε στις 6 Ιουλίου 2016, δεν συντρέχει λόγος να αναγνωριστεί παράβαση των γενικών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και στο άρθρο 18 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ διαφορετική από την ήδη διαπιστωθείσα παράβαση των ειδικότερων υποχρεώσεων που υπέχει η Δημοκρατία της Σλοβενίας από το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αυτού.

123

Όσον αφορά το μετά την κατάσχεση των εγγράφων διάστημα, υπενθυμίζεται ότι, όπως απορρέει από τις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, η ως άνω κατάσχεση συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, καθόσον τα κατασχεθέντα έγγραφα περιλάμβαναν κατ’ ανάγκην και έγγραφα σχετικά με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος.

124

Όπως εξάλλου προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξαλείφουν τις παράνομες συνέπειες των παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση δε αυτή υπέχει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, κάθε όργανο του εμπλεκόμενου κράτους μέλους (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2019, Belgisch Syndicaat van Chiropraxie κ.λπ., C‑597/17, EU:C:2019:544, σκέψη 54 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125

Ασφαλώς, η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας έχει εκ φύσεως αμοιβαίο χαρακτήρα (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (C‑339/00, EU:C:2003:545, σκέψη 72). Εναπέκειτο κατά συνέπεια στην ΕΚΤ να παράσχει τη συνδρομή της στις σλοβενικές αρχές προκειμένου αυτές να είναι σε θέση να εξαλείψουν, στο μέτρο του δυνατού, τις παράνομες συνέπειες της κατασχέσεως εγγράφων στην οποία είχαν προβεί στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας στις 6 Ιουλίου 2016.

126

Ωστόσο, για να μπορεί η ΕΚΤ να συνεργαστεί λυσιτελώς με τις σλοβενικές αρχές προς τούτο, ήταν αναγκαίο οι εν λόγω αρχές να παράσχουν τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να προσδιορίσει, μεταξύ των κατασχεθέντων στις 6 Ιουλίου 2016 εγγράφων, εκείνα τα οποία συνδέονταν με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Δεν αμφισβητείται όμως ότι, μετά την προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι σλοβενικές αρχές δεν επέτρεψαν στην ΕΚΤ να προβεί σε έναν τέτοιο προσδιορισμό. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία εκείνη, οι σλοβενικές αρχές δεν είχαν επιστρέψει τα σχετικά έγγραφα στην Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας, μολονότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Δημοκρατία της Σλοβενίας διευκρίνισε ότι τα έγγραφα αυτά δεν ήταν κρίσιμα για την εκκρεμή ποινική υπόθεση εντός του κράτους μέλους αυτού.

127

Είναι αληθές ότι η ΕΚΤ δεν ήταν σε θέση να δώσει μια πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση με την οποία απάντησε στο αίτημα του εισαγγελέα να του προταθούν κριτήρια βάσει των οποίων να μπορούν να προσδιοριστούν εκείνα από τα κατασχεθέντα από τις σλοβενικές αρχές έγγραφα τα οποία, κατ’ αυτήν, αποτελούσαν μέρος των αρχείων της. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, ακόμη και αφού παρέλαβαν την ως άνω πρόταση, οι σλοβενικές αρχές δεν έλαβαν μέτρα προκειμένου να παράσχουν τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να προσδιορίσει τα έγγραφα που αφορούσαν την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος και είχαν κατασχεθεί από τις σλοβενικές αρχές στις 6 Ιουλίου 2016 στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας. Επίσης δεν αμφισβητείται ότι οι αρχές αυτές δεν δέχθηκαν το αίτημα της ΕΚΤ –το οποίο είχε διατυπωθεί με την από 13 Φεβρουαρίου 2018 απάντησή της και το οποίο συνόδευε την πρότασή της σχετικά με τα κριτήρια που θα καθιστούσαν δυνατό τον προσδιορισμό των εγγράφων που αποτελούσαν μέρος των αρχείων της– να επιστρέψει στην Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας όλα τα έγγραφα τα οποία θεωρούσαν ότι δεν ασκούσαν επιρροή στην επίμαχη ανακριτική διαδικασία.

128

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι σλοβενικές αρχές έλαβαν μέτρα προς εξασφάλιση της εμπιστευτικής μεταχείρισης των εγγράφων που κατασχέθηκαν στις 6 Ιουλίου 2016 στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας δεν κλονίζει το συμπέρασμα ότι οι αρχές αυτές παρέβησαν, εν προκειμένω, την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την ΕΚΤ. Το ίδιο ισχύει για το γεγονός, το οποίο υπογράμμισε η Δημοκρατία της Σλοβενίας, ότι η ανακριτική διαδικασία που διεξήγαν οι σλοβενικές αρχές δεν ήταν ικανή να θέσει σε κίνδυνο την εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης και τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι η περίσταση αυτή δεν επηρεάζει την υποχρέωση των σλοβενικών αρχών, σύμφωνα με όσα υπομνήσθηκαν στη σκέψη 124 της παρούσας αποφάσεως, να εξαλείψουν τις παράνομες συνέπειες της παραβιάσεως των αρχείων της ΕΚΤ την οποία είχαν διαπράξει με τη διενεργηθείσα στις 6 Ιουλίου 2016 κατάσχεση εγγράφων.

129

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, όσον αφορά το διάστημα μετά την επίμαχη κατάσχεση, οι σλοβενικές αρχές παρέβησαν την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την ΕΚΤ και ότι, ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

130

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος στα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας και, όσον αφορά το διάστημα μετά την εν λόγω κατάσχεση, παραλείποντας να συνεργαστεί καλόπιστα με την ΕΚΤ στο πλαίσιο αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 39 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ, από τα άρθρα 2, 18 και 22 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Επί των δικαστικών εξόδων

131

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

132

Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

133

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Η Δημοκρατία της Σλοβενίας, προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με την εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και του Ευρωσυστήματος στα γραφεία της Banka Slovenije (Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας) και, όσον αφορά το διάστημα μετά την εν λόγω κατάσχεση, παραλείποντας να συνεργαστεί καλόπιστα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 39 του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τα άρθρα 2, 18 και 22 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 

2)

Η Δημοκρατία της Σλοβενίας φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική.

  翻译: