28.1.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 22/23


Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής, ασκηθείσα στις 16 Νοεμβρίου 2005

(Υπόθεση T-424/05)

(2006/C 22/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: Paolo Gentili, Avvocato dello Stato)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως·

η καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Αντικείμενο της ασκηθείσας από την Ιταλική Δημοκρατία προσφυγής είναι η απόφαση C(2005) 3302 της Επιτροπής της 6ης Σεπτεμβρίου 2005.

Με την ανωτέρω απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά τις διατάξεις του άρθρου 12 του νομοθετικού διατάγματος 269/2003 το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 326/2003.

Με την επίδικη απόφαση προβλέπεται, κατ' ουσίαν ότι ο φορολογικός συντελεστής, επέχων θέση φόρου εισοδήματος, ο οποίος πλήττει το καθαρό προϊόν διαχειρίσεως των διαφόρων τύπων επενδυτικών κεφαλαίων και των SICAV (αμοιβαίων κεφαλαίων) μειώνεται από το 12,5 % στο 5 % τη στιγμή κατά την οποία τα επενδυτικά κεφάλαια και τα αμοιβαία κεφάλαια επένδυσαν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους τα δύο τρίτα της αξίας του ενεργητικού τους επί διάστημα πλέον του ενός έκτου των ημερών αυξήσεως του κεφαλαίου σε εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες χαμηλής και μέσης κεφαλαιοποιήσεως. Τα εν λόγω κεφάλαια ή SICAV αποκαλούνται «εξειδικευμένα».

Κατά την Επιτροπή, πρόκειται για επιλεκτικό μέτρο, το οποίο ευνοεί, αφενός, τις εταιρίες μικρής και μέσης κεφαλαιοποιήσεως έναντι των λοιπών, κατευθύνοντας προς αυτές τις τοποθετήσεις εκ μέρους των εταιριών, αφετέρου, τα εξειδικευμένα SICAV έναντι των γενικών SICAV στα οποία επιτρέπεται να προσδίδουν μεγαλύτερη απόδοση στα μεμονωμένα μερίδια αφ' ης στιγμής οι αποδόσεις επιβαρύνονται με μικρότερο φόρο υποκαταστάσεως. Επιπλέον, πρόκειται για μέτρο στερούμενο συνοχής έναντι του γενικού φορολογικού συστήματος, επέχον θέση απλής ενισχύσεως προς λειτουργία. Τέλος, ουδείς λόγος παρεκκλίσεως, δυνάμενος να δικαιολογήσει το μέτρο κατά το άρθρο 87 παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΕΚ, συντρέχει.

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η απόφαση πάσχει πρωτίστως διαδικαστική πλημμέλεια, εφόσον η απόφαση να κινηθεί η βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία ελήφθη χωρίς προηγούμενη διαβούλευση μεταξύ της Επιτροπής και της ιταλικής διοικήσεως, όπως προβλέπει ο κανονισμός 659/99 σχετικά με τη «διαδικασία κρατικών ενισχύσεων» (πρώτος λόγος ακυρώσεως).

Συντρέχει περαιτέρω έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με το θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας: κατά την ιταλική νομοθεσία (η οποία μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες περί της ρυθμίσεως των κεφαλαιαγορών) τα επενδυτικά κεφάλαια και τα αμοιβαία κεφάλαια εμφαίνονται απλώς ως αυτοτελείς περιουσίες υποδιαιρούμενες σε μερίδια. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή έλαβε υπό σημείωση την ανωτέρω κατάσταση, πλην όμως παρατήρησε ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις» οι εν λόγω μορφές επενδύσεως συνιστούν επιχειρήσεις· πάντως, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε σε ποιες περιπτώσεις και οι υπό ποιες προϋποθέσεις τα επενδυτικά κεφάλαια και τα αμοιβαία κεφάλαια προσλαμβάνουν την ανωτέρω ιδιότητα (δεύτερος λόγος ακυρώσεως).

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως συνάγεται παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ, ακριβώς λόγω του ότι τα επενδυτικά κεφάλαια και τα αμοιβαία κεφάλαια αδυνατούν ως εκ της φύσεώς τους να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις κατά το κοινοτικό δίκαιο, ενώ πρόκειται απλώς για μορφές συλλογικής κυριότητας κινητών αξιών. Επιπλέον, σε περίπτωση που θεωρηθούν ως τέτοιες, η υποτιθέμενη ενίσχυση δεν είναι επιλεκτική, εφόσον οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος (εταιρίες διαχειρίσεως επενδυτικών κεφαλαίων «που έχουν συσταθεί με σύμβαση» ή οι υπεύθυνοι για την προώθηση ενός SICAV) θα είχε τη δυνατότητα να λάβει εξειδικευμένα μέσα παράλληλα με τα γενικής φύσεως μέσα και να τύχει με τον τρόπο αυτό του πλεονεκτήματος.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως επικρίνεται η απόφαση επειδή επικεντρώνεται στο ότι οι δικαιούχοι της υποτιθέμενης ενισχύσεως είναι οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες χαμηλής και μέσης κεφαλαιοποιήσεως, ενώ, αντιθέτως, οι πραγματικοί δικαιούχοι του πλεονεκτήματος είναι αποκλειστικά οι επενδυτές των επενδυτικών ή των αμοιβαίων κεφαλαίων, ήτοι εν δυνάμει οποιονδήποτε υποκείμενο δικαίου: λόγο για τον οποίο το πλεονέκτημα δεν αφορά τις επιχειρήσεις και δεν είναι επιλεκτικό. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το άμεσο πλεονέκτημα των επενδυτών ισοδυναμεί με έμμεσο πλεονέκτημα υπέρ των εν λόγω εταιριών.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται επίσης η παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ και η έλλειψη αιτιολογίας ως εκ του ότι η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο επάγεται αποτέλεσμα επί του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού, παρ' όλη την ασήμαντη οικονομική του επίπτωση (σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή για το 2004 ισοδυναμεί με 1.100.000,00 ευρώ). Η Επιτροπή δεν διευκρίνισε περαιτέρω για ποιο λόγο πρόκειται για ενισχύσεις προς λειτουργία δοθέντος ότι το υποκατάστατο φόρου δεν συνιστά κόστος διαχειρίσεως για τους ενδιαμέσους που διαχειρίζονται τα μέσα συλλογικής επενδύσεως. Ο σκοπός της ενισχύσεως των εταιριών χαμηλής και μέσης κεφαλαιοποιήσεως καταδεικνύει περαιτέρω ότι το μέτρο έχει έναντι αυτών διαρθρωτικό περιεχόμενο.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως επικρίνεται η απόφαση στον βαθμό που δεν γίνεται δεκτή η δυνατότητα εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΕΚ. Ο στόχος της αυξήσεως της περιουσιακής βάσεως των εταιριών μειωμένης κεφαλαιοποιήσεως, η πρόσβαση των οποίων στην κεφαλαιαγορά κινδύνου είναι δυσχερέστερη από εκείνη των εταιριών ευρέως φάσματος, συνιστά στην πραγματικότητα στόχο οικονομικής πολιτικής ο οποίος απαντά στην προαναφερθείσα διάταξη περί παρεκκλίσεως.


  翻译: