ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
26 Μαΐου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Kανονισμός (ΕΕ) 2016/796 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )

44

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων ( 1 )

102

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

26.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138/1


KΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/796 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σταδιακή υλοποίηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου επιβάλλει την ανάληψη ενωσιακής δράσης στον τομέα των κανόνων που εφαρμόζονται στους σιδηροδρόμους όσον αφορά τα ζητήματα τεχνικής ασφάλειας και διαλειτουργικότητας, καθόσον τα δύο ζητήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και απαιτούν αμφότερα υψηλό βαθμό εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες εκδόθηκαν σχετικές νομοθετικές πράξεις για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, συγκεκριμένα τρεις δέσμες μέτρων, εκ των οποίων οι πιο σχετικές είναι η οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και η οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(2)

Η ταυτόχρονη επιδίωξη των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων προϋποθέτει σημαντικό τεχνικό έργο, καθοδηγούμενο από εξειδικευμένο φορέα. Για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητο, στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, το 2004, να δημιουργηθεί εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και λαμβανομένης υπόψη της ισορροπίας εξουσιών στους κόλπους της Ένωσης ευρωπαϊκός οργανισμός με αντικείμενο την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(3)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) συστήνεται Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων («Οργανισμός») με σκοπό την προώθηση της δημιουργίας ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα και τη στήριξη της αναζωογόνησης του σιδηροδρομικού τομέα, ενισχύοντας παράλληλα τα ουσιαστικά πλεονεκτήματά του όσον αφορά την ασφάλεια. Στην τέταρτη δέσμη μέτρων για τις σιδηροδρομικές μεταφορές περιλαμβάνονται σημαντικές αλλαγές για τη βελτίωση της λειτουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, με τροποποιήσεις που θα ενσωματωθούν κατά την αναδιατύπωση των οδηγιών 2004/49/ΕΚ και 2008/57/ΕΚ, που και οι δύο σχετίζονται με τα καθήκοντα του Οργανισμού. Οι εν λόγω οδηγίες προβλέπουν ιδίως την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με την έκδοση εγκρίσεων οχημάτων και πιστοποιητικών ασφάλειας σε επίπεδο Ένωσης. Με την εν λόγω δέσμη μέτρων καθίσταται σημαντικότερος ο ρόλος του Οργανισμού. Λόγω του σημαντικού αριθμού αλλαγών που εισάγει στα καθήκοντα και στην εσωτερική οργάνωση του Οργανισμού, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέα νομική πράξη.

(4)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη πραγματικού ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού πολιτισμού που να παρέχει ένα ουσιώδες εργαλείο για διάλογο, διαβουλεύσεις και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ όλων των παραγόντων στον σιδηροδρομικό τομέα, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σιδηροδρομικού τομέα. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ιδίως κατά την εκπόνηση συστάσεων και γνωμοδοτήσεων, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη την εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα σιδηροδρόμων, ιδίως αυτή των επαγγελματιών από τον σιδηροδρομικό τομέα και από τις σχετικές εθνικές αρχές. Ο Οργανισμός θα πρέπει επομένως να συστήσει αρμόδιες και αντιπροσωπευτικές ομάδες εργασίας και άλλες ομάδες που αποτελούνται κατά βάση από τους εν λόγω επαγγελματίες.

(5)

Προκειμένου να διαμορφώνεται σαφέστερη εικόνα των οικονομικών συνεπειών και του αντίκτυπου του σιδηροδρομικού τομέα στην κοινωνία, ώστε τρίτα μέρη —ιδίως η Επιτροπή, το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού («διοικητικό συμβούλιο») και ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού («εντεταλμένος διευθυντής»)— να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις, και προκειμένου να είναι αποτελεσματική η διαχείριση των προτεραιοτήτων εργασίας και η κατανομή των πόρων εντός του Οργανισμού, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω τη συμμετοχή του στη δραστηριότητα της εκτίμησης αντίκτυπου.

(6)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει ανεξάρτητη και αντικειμενική τεχνική συνδρομή, κυρίως στην Επιτροπή. Η οδηγία (EE) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) προβλέπει την κατάρτιση και την αναθεώρηση των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ»), ενώ η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) προβλέπει την κατάρτιση και την αναθεώρηση των κοινών μεθόδων ασφαλείας («ΚΜΑ»), των κοινών στόχων ασφαλείας («ΚΣΑ») και των κοινών δεικτών ασφαλείας («ΚΔΑ»). Η συνέχεια των εργασιών και της ανάπτυξης ΤΠΔ, ΚΜΑ, ΚΣΑ και ΚΔΑ απαιτεί μόνιμο τεχνικό πλαίσιο και εξειδικευμένο φορέα με ειδικό προσωπικό που να διαθέτει υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι αρμόδιος για την υποβολή συστάσεων και γνωμοδοτήσεων στην Επιτροπή σχετικά με την κατάρτιση και την αναθεώρηση ΤΠΔ, ΚΜΑ, ΚΣΑ και ΚΔΑ. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει επίσης ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση, κατόπιν αιτήματος των εθνικών αρχών ασφαλείας και ρυθμιστικών φορέων.

(7)

Προκειμένου η έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να καταστεί αποδοτικότερη και πιο αμερόληπτη, είναι απαραίτητο να ανατεθεί στον Οργανισμό κεντρικός ρόλος. Όταν ο χώρος λειτουργίας περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, η οικεία σιδηροδρομική επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποβάλει την αίτησή της για ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας στον Οργανισμό ή στην εθνική αρχή ασφάλειας. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 πρόκειται να το προβλέπει.

(8)

Επί του παρόντος, στην οδηγία 2008/57/ΕΚ προβλέπεται, για τα σιδηροδρομικά οχήματα, χορήγηση έγκρισης θέσης σε λειτουργία τέτοιων οχημάτων σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στην ομάδα δράσης για την έγκριση οχημάτων που συστάθηκε από την Επιτροπή το 2011, συζητήθηκαν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες οι κατασκευαστές και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ταλαιπωρήθηκαν από την υπερβολική διάρκεια και το υπερβολικό κόστος της διαδικασίας έγκρισης και προτάθηκαν αρκετές βελτιώσεις. Δεδομένου ότι ορισμένα προβλήματα οφείλονται στην πολυπλοκότητα της υφιστάμενης διαδικασίας έγκρισης οχημάτων, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να απλουστευθεί και, κατά περίπτωση, να ενοποιηθεί στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας. Κάθε σιδηροδρομικό όχημα θα πρέπει να λαμβάνει μόνο μία έγκριση. Όταν ο χώρος χρήσης περιορίζεται σε ένα ή περισσότερα δίκτυα εντός ενός μόνο κράτους μέλους, ο αιτών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποβάλει αίτηση για έγκριση οχήματος, μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, στον Οργανισμό ή στην εθνική αρχή ασφάλειας. Με τον τρόπο αυτόν θα επιτευχθούν απτά οφέλη για τον τομέα, με τη μείωση του κόστους και της διάρκειας της διαδικασίας, και θα περιοριστεί ο κίνδυνος πιθανών διακρίσεων, ιδίως κατά νέων εταιρειών που επιθυμούν να εισέλθουν στη σιδηροδρομική αγορά. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 πρόκειται να το προβλέπει.

(9)

Είναι σημαντικό η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και η οδηγία (ΕΕ) 2016/798 να μην οδηγήσει σε μειωμένο επίπεδο ασφάλειας στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης. Εν προκειμένω, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναλάβει πλήρη ευθύνη των εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδει, μεταξύ άλλων δε και των σχετικών συμβατικών και εξωσυμβατικών υποχρεώσεων.

(10)

Όσον αφορά την υποχρέωση προς αποζημίωση που έχει το προσωπικό του Οργανισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στον Οργανισμό, θα πρέπει να εφαρμόζεται το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εφαρμογή του εν λόγω πρωτοκόλλου δεν θα πρέπει να συνεπάγεται άσκοπες καθυστερήσεις ή την επιβολή αδικαιολόγητων περιορισμών στη διεξαγωγή των εθνικών δικαστικών διαδικασιών. Στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών που αφορούν το προσωπικό του Οργανισμού, όπου ένα μέλος του προσωπικού καλείται να εμφανιστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την άρση της ασυλίας του εν λόγω μέλους του προσωπικού, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω άρση δεν θίγει τα συμφέροντα της Ένωσης. Η απόφαση αυτή θα πρέπει να είναι δεόντως δικαιολογημένη και δεκτική δικαστικού ελέγχου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται υπεύθυνα με τις εθνικές δικαστικές αρχές, ειδικότερα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή του Οργανισμού λόγω του γεγονότος ότι ο Οργανισμός άσκησε τις εξουσίες του αναφορικά με εγκρίσεις οχημάτων, με ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας που εκδόθηκαν από αυτόν και με αποφάσεις σχετικά με την έγκριση παρατρόχιου υλικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS). Εφόσον απαιτείται από τον Οργανισμό ή μέλος του προσωπικού του να παράσχει πληροφορίες στο πλαίσιο οικείων εθνικών διαδικασιών, ο Οργανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το εν λόγω αίτημα παροχής πληροφοριών ή, ενδεχομένως, η συμμετοχή σε διαδικασίες αντιμετωπίζεται με τη δέουσα επιμέλεια και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Προς τον σκοπό αυτό, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις κατάλληλες διαδικασίες για τις περιπτώσεις αυτές.

(12)

Για την περαιτέρω ανάπτυξη του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, ιδίως όσον αφορά την παροχή κατάλληλων πληροφοριών στους πελάτες εμπορευματικών μεταφορών και τους επιβάτες, και προκειμένου να αποφευχθεί η αποσπασματική ανάπτυξη τηλεματικών εφαρμογών, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ρόλος του Οργανισμού στο πεδίο των εφαρμογών αυτών. Ο Οργανισμός, ως αρμόδιος φορέας σε επίπεδο Ένωσης, θα πρέπει να αναλάβει εξέχοντα ρόλο στη διασφάλιση της συνεκτικής ανάπτυξης και εγκατάστασης όλων των τηλεματικών εφαρμογών. Προς τούτο, ο Οργανισμός θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί ως αρχή συστήματος για τις τηλεματικές εφαρμογές και, υπό αυτήν την ιδιότητα, να διατηρεί, να παρακολουθεί και να διαχειρίζεται όλες τις αντίστοιχες απαιτήσεις για τα υποσυστήματα σε ενωσιακό επίπεδο.

(13)

Δεδομένης της σημασίας του ERTMS για την ομαλή ανάπτυξη του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και την ασφάλειά του και προκειμένου να αποφευχθεί η αποσπασματική ανάπτυξη του ERTMS, είναι ανάγκη να ενισχυθεί ο συνολικός συντονισμός σε επίπεδο Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός, ως ο φορέας σε επίπεδο Ένωσης με την περισσότερη πείρα στον τομέα, θα πρέπει να αναλάβει περισσότερο εξέχοντα ρόλο στον τομέα αυτόν, ώστε να διασφαλίζει τη συνεπή ανάπτυξη του ERTMS, να συμβάλλει στη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού του ERTMS με τις ισχύουσες προδιαγραφές και να διασφαλίζει τον συντονισμό των ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων που αφορούν το ERTMS με την ανάπτυξη των τεχνικών προδιαγραφών του ERTMS. Ιδίως, ο Οργανισμός θα πρέπει να εμποδίζει τη διακινδύνευση της διαλειτουργικότητας του ERTMS μέσω πρόσθετων εθνικών απαιτήσεων από αυτό. Ωστόσο, οι ασύμβατες εθνικές απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε εθελοντική βάση ή να αποσύρονται.

(14)

Προκειμένου να καταστούν αποτελεσματικότερες οι διαδικασίες έκδοσης εγκρίσεων για τη θέση σε λειτουργία υποσυστημάτων παρατρόχιου ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης και να εναρμονισθούν οι διαδικασίες αυτές σε ενωσιακό επίπεδο, είναι απαραίτητο, πριν από οποιαδήποτε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS, ο Οργανισμός να ελέγχει ότι οι προβλεπόμενες τεχνικές λύσεις συμμορφώνονται πλήρως προς τις σχετικές ΤΠΔ και είναι, επομένως, πλήρως διαλειτουργικές. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/797 πρόκειται να το προβλέπει. Ο Οργανισμός θα πρέπει να συγκροτήσει άλλη ομάδα που να αποτελείται από κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που δραστηριοποιούνται στον τομέα του ERTMS. Η συμμετοχή τέτοιων φορέων στην ομάδα θα πρέπει να ενθαρρύνεται όσο το δυνατόν περισσότερο.

(15)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία και να εξασφαλιστεί σαφής κατανομή καθηκόντων και ευθυνών μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας, θα πρέπει να εκπονηθεί πρωτόκολλο επικοινωνίας μεταξύ τους. Επιπλέον, θα πρέπει να αναπτυχθεί κοινή πλατφόρμα πληροφόρησης και επικοινωνίας με εικονική λειτουργική δυνατότητα υπηρεσίας μιας στάσης, κατά περίπτωση βάσει των υφισταμένων εφαρμογών και μητρώων, μέσω της επέκτασης της λειτουργικής δυνατότητά τους με στόχο τη διαρκή ενημέρωση του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας σχετικά με όλες τις αιτήσεις εγκρίσεων και πιστοποιητικών ασφάλειας, τα στάδια των διαδικασιών αυτών και τα αποτελέσματά τους. Ένας σημαντικός στόχος αυτής της πλατφόρμας είναι να εντοπίζει σε πρώιμο στάδιο την ανάγκη συντονισμού των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και από τον Οργανισμό, όταν πρόκειται για διαφορετικές αιτήσεις για παρόμοιες εγκρίσεις και πιστοποιητικά ασφάλειας. Οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να προσδιορίζονται συνοπτικά με αυτόματες κοινοποιήσεις.

(16)

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν επιβάλει μέχρι τώρα επιβαρύνσεις για την έκδοση εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας. Με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης, ο Οργανισμός θα πρέπει να δικαιούται να χρεώνει τους αιτούντες για την έκδοση πιστοποιητικών και εγκρίσεων που αναφέρονται στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις. Είναι σημαντικό να καθοριστούν ορισμένες αρχές εφαρμοστέες στα τέλη και τις επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στον Οργανισμό. Το ύψος των εν λόγω τελών και επιβαρύνσεων θα πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να καλύπτεται πλήρως το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των σχετικών δαπανών που απορρέουν από τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές αρχές ασφάλειας. Τα εν λόγω τέλη και επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ίσες ή χαμηλότερες από τον τρέχοντα μέσο όρο για τις αντίστοιχες υπηρεσίες και να καθορίζονται με τρόπο διαφανή, δίκαιο και ομοιόμορφο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και δεν θα πρέπει να διακυβεύουν την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού τομέα. Θα πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο που λαμβάνει δεόντως υπόψη τη δυνατότητα πληρωμής των επιχειρήσεων και δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή περιττών οικονομικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις. Θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, τις συγκεκριμένες ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

(17)

Γενικός στόχος είναι η νέα κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και του Οργανισμού να πραγματοποιηθεί αποδοτικά, χωρίς μείωση των σημερινών υψηλών επιπέδων ασφάλειας. Προς τούτο, θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες συνεργασίας, που θα περιλαμβάνουν επίσης πτυχές κόστους, ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας. Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για να μπορεί να ασκεί τα νέα καθήκοντά του και η χρονική στιγμή της κατανομής αυτών των πόρων θα πρέπει να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένες ανάγκες.

(18)

Όταν ετοιμάζει συστάσεις, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και τα οποία απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη εξαιτίας γεωγραφικών ή ιστορικών λόγων. Επιπλέον, όταν η λειτουργία περιορίζεται σε τέτοια δίκτυα, οι αιτούντες ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και εγκρίσεις οχημάτων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις απαραίτητες διατυπώσεις σε τοπικό επίπεδο, μέσω των σχετικών εθνικών αρχών ασφάλειας. Προς τούτο και με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και κόστους, οι συμφωνίες συνεργασίας που θα συναφθούν ανάμεσα στον Οργανισμό και τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν την κατάλληλη κατανομή καθηκόντων, με την επιφύλαξη της τελικής ευθύνης του Οργανισμού όσον αφορά τη χορήγηση της έγκρισης ή του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας.

(19)

Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνογνωσία των εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών αρχών ασφάλειας, ο Οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιεί καταλλήλως την τεχνογνωσία αυτή κατά τη χορήγηση των σχετικών εγκρίσεων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό.

(20)

Στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/798 πρόκειται να προβλέπεται η εξέταση των εθνικών μέτρων από άποψη ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, καθώς και όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι οδηγίες αυτές πρόκειται να περιορίζουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν νέους εθνικούς κανόνες. Το υφιστάμενο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου εξακολουθεί να υπάρχει πληθώρα εθνικών κανόνων, μπορεί να οδηγήσει σε ενδεχόμενες ασυμβατότητες με τους κανόνες της Ένωσης και να προκαλέσει έλλειψη διαφάνειας και ενδεχόμενες διακρίσεις κατά φορέων, συμπεριλαμβανομένων των μικρότερων και των νέων. Για τη μετάβαση σε σύστημα πραγματικά διαφανών και αμερόληπτων κανόνων για τους σιδηροδρόμους σε επίπεδο Ένωσης, θα πρέπει να ενισχυθεί η βαθμιαία μείωση των εθνικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων λειτουργίας. Είναι θεμελιώδες η γνωμοδότηση να βασίζεται σε ανεξάρτητη και ουδέτερη εμπειρογνωμοσύνη σε επίπεδο Ένωσης. Προς τούτο, είναι ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του Οργανισμού.

(21)

Οι επιδόσεις, η οργάνωση και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, με επακόλουθες επιζήμιες επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου. Αρνητικές μπορεί να είναι ιδίως οι επιπτώσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στη σιδηροδρομική αγορά άλλου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητος ο ενισχυμένος συντονισμός με στόχο την ευρύτερη εναρμόνιση σε επίπεδο Ένωσης. Προς τούτο, ο Οργανισμός θα πρέπει να παρακολουθεί την απόδοση και τη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης με ελέγχους και επιθεωρήσεις, κατά περίπτωση, σε συνεργασία με τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης.

(22)

Στο πεδίο της ασφάλειας, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ο μέγιστος βαθμός διαφάνειας και αποτελεσματική ροή πληροφοριών. Είναι σημαντική και θα πρέπει να διεξαχθεί ανάλυση επιδόσεων, η οποία να βασίζεται σε ΚΔΑ και να συσχετίζει όλους τους παράγοντες του τομέα. Όσον αφορά τις στατιστικές, χρειάζεται στενή συνεργασία με την Eurostat.

(23)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι αρμόδιος για τη δημοσίευση έκθεσης ανά διετία, προκειμένου να παρακολουθείται η πρόοδος όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων. Δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και της αμεροληψίας του, ο Οργανισμός θα πρέπει επιπλέον να συντρέχει την Επιτροπή κατά την εκτέλεση του καθήκοντός της παρακολούθησης της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(24)

Θα πρέπει να ενισχυθεί η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και τα νέα επενδυτικά σχέδια που θα στηριχθούν από την Ένωση θα πρέπει να συνάδουν με τον στόχο της διαλειτουργικότητας που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Ο Οργανισμός είναι ο κατάλληλος φορέας για να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων αυτών και θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τους αρμόδιους φορείς της Ένωσης στην περίπτωση σχεδίων που αφορούν το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών. Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του ERTMS και τα έργα ERTMS, ο ρόλος του Οργανισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βοήθεια προς τον αιτούντα όσον αφορά την υλοποίηση έργων που συμμορφώνονται με την ΤΠΔ περί ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

(25)

Η συντήρηση του τροχαίου υλικού αποτελεί σημαντικό στοιχείο του συστήματος ασφάλειας. Επί του παρόντος δεν υπάρχει πραγματική ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της συντήρησης σιδηροδρομικού υλικού, ελλείψει συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει στην αύξηση του κόστους για τον τομέα και την εκτέλεση διαδρομών χωρίς φορτίο. Συνεπώς, θα πρέπει να αναπτυχθούν σταδιακά και να επικαιροποιηθούν οι κοινές προϋποθέσεις για την πιστοποίηση των εργαστηρίων συντήρησης και των οντοτήτων που είναι υπεύθυνες για τη συντήρηση οχημάτων εκτός των βαγονιών εμπορεύματος, θέμα για το οποίο ο Οργανισμός είναι ο καταλληλότερος φορέας που μπορεί να προτείνει ενδεδειγμένες λύσεις στην Επιτροπή.

(26)

Οι απαιτούμενες επαγγελματικές ικανότητες για τους μηχανοδηγούς αποτελούν μείζον στοιχείο τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων εντός της Ένωσης. Επιπλέον, οι επαγγελματικές ικανότητες συνιστούν και προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στον σιδηροδρομικό τομέα. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί εντός του υφιστάμενου πλαισίου για τον κοινωνικό διάλογο. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει την τεχνική υποστήριξη που είναι αναγκαία για να λαμβάνεται υπόψη το εν λόγω ζήτημα σε ενωσιακό επίπεδο.

(27)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας, των εθνικών φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων του σιδηροδρομικού τομέα που δρουν σε ενωσιακό επίπεδο, με σκοπό την προώθηση των ορθών πρακτικών, την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών και τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τους σιδηροδρόμους, και την παρακολούθηση των συνολικών επιδόσεων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος στον τομέα της ασφάλειας.

(28)

Για να διασφαλιστεί ο κατά το δυνατόν μέγιστος βαθμός διαφάνειας και η ισότιμη πρόσβαση όλων των μερών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα πρέπει το κοινό να έχει πρόσβαση στα μητρώα, όποτε είναι σκόπιμο, και τα έγγραφα που αφορούν τις διαδικασίες της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες, τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και τα λοιπά συναφή έγγραφα για τους σιδηροδρόμους. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικά, φιλικά προς τον χρήστη και εύκολα προσβάσιμα μέσα για την ανταλλαγή και τη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών, ιδίως μέσω κατάλληλων λύσεων ΤΠ, με σκοπό να βελτιωθεί η σχέση κόστους-αποδοτικότητας του σιδηροδρομικού συστήματος και να υποστηριχθούν οι επιχειρησιακές ανάγκες του τομέα.

(29)

Η προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας στον σιδηροδρομικό τομέα είναι σημαντική και θα πρέπει να την ενθαρρύνει ο Οργανισμός. Οποιαδήποτε χρηματοδοτική βοήθεια που χορηγείται προς τον σκοπό αυτό στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση της σχετικής αγοράς.

(30)

Για να αυξηθεί η αποδοτικότητα της χρηματοδοτικής στήριξης από την Ένωση, καθώς και η ποιότητα και η συμβατότητά της με τους σχετικούς τεχνικούς κανονισμούς, ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμετέχει δραστήρια στην αξιολόγηση των σιδηροδρομικών έργων.

(31)

Η ορθή και ενιαία κατανόηση της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, οι οδηγοί εφαρμογής και οι συστάσεις του Οργανισμού αποτελούν προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή του κεκτημένου στον σιδηροδρομικό τομέα και τη λειτουργία της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμετέχει δραστήρια στις σχετικές δραστηριότητες εκπαίδευσης και διασαφήνισης.

(32)

Λαμβανομένων υπόψη των νέων λειτουργιών του Οργανισμού σχετικά με τη χορήγηση εγκρίσεων οχημάτων και ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας, θα υπάρξει σημαντική ανάγκη για δραστηριότητες κατάρτισης και δημοσίευσης στους εν λόγω τομείς. Θα πρέπει να προσκληθούν οι εθνικές αρχές ασφάλειας να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες κατάρτισης δωρεάν, όπου είναι εφικτό, ιδίως όταν συμμετείχαν στην προετοιμασία τους.

(33)

Προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντά του σωστά, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα και ανεξάρτητο προϋπολογισμό χρηματοδοτούμενο κυρίως από την Ένωση και με την καταβολή τελών και επιβαρύνσεων από τους αιτούντες. Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του Οργανισμού δεν θα πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο από οικονομικές συνεισφορές που λαμβάνει ο Οργανισμός από κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή άλλες οντότητες. Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Οργανισμού κατά τη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων και στο πλαίσιο των γνωμοδοτήσεων, των συστάσεων και των αποφάσεων που εκδίδει, η οργάνωση του Οργανισμού θα πρέπει να είναι διαφανής και ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να διαθέτει πλήρεις αρμοδιότητες. Το προσωπικό του Οργανισμού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο και να απασχολείται μέσω τόσο βραχυπρόθεσμων όσο και μακροπρόθεσμων συμβάσεων, ώστε να διατηρούνται η οργανωτική γνώση και η συνέχεια των δραστηριοτήτων του, καθώς και η απαραίτητη και συνεχής ανταλλαγή τεχνογνωσίας με τον σιδηροδρομικό τομέα. Στα έξοδα του Οργανισμού θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι δαπάνες για το προσωπικό και τις υποδομές, καθώς και οι διοικητικές και λειτουργικές δαπάνες, και, μεταξύ άλλων, το ποσό που καταβάλλεται στις εθνικές αρχές ασφάλειας για το έργο τους όσον αφορά τη διαδικασία έγκρισης οχημάτων και χορήγησης ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας, σύμφωνα με τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας και τους όρους της εκτελεστικής πράξης για τον καθορισμό τελών και επιβαρύνσεων.

(34)

Σε ό,τι αφορά την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, έχει πρωταρχική σημασία ο Οργανισμός να ενεργεί αμερόληπτα, να επιδεικνύει ακεραιότητα και να καθιερώσει υψηλά επαγγελματικά πρότυπα. Δεν θα πρέπει να γεννάται επ' ουδενί η υποψία ότι οι αποφάσεις ενδέχεται να επηρεάζονται από συμφέροντα που συγκρούονται με τον ρόλο του Οργανισμού ως φορέα που υπηρετεί ολόκληρη την Ένωση ή από ιδιωτικά συμφέροντα ή προσωπικές σχέσεις οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του Οργανισμού, οποιουδήποτε αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα ή οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή των τμημάτων προσφυγών που θα δημιουργούσαν ή είναι πιθανό να δημιουργήσουν σύγκρουση με αυτή καθαυτή την εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να θεσπίσει ολοκληρωμένους κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων οι οποίοι θα καλύπτουν ολόκληρο τον Οργανισμό. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις που εκδόθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο της υπ' αριθ. 15 ειδικής του έκθεσης του 2012.

(35)

Για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εντός του Οργανισμού και προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα, θα πρέπει να θεσπιστεί δομή δύο επιπέδων διακυβέρνησης. Προς τούτο, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται σε διοικητικό συμβούλιο το οποίο διαθέτει τις απαραίτητες αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων κατάρτισης του προϋπολογισμού και έγκρισης του εγγράφου προγραμματισμού. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να παρέχει γενικούς προσανατολισμούς για τις δραστηριότητες του Οργανισμού και θα πρέπει να παρακολουθεί από πιο κοντά τις δραστηριότητες του Οργανισμού, με σκοπό να ενισχυθεί η εποπτεία διοικητικών και δημοσιονομικών θεμάτων. Θα πρέπει να συσταθεί ένα μικρότερου μεγέθους εκτελεστικό συμβούλιο με σκοπό την κατάλληλη προετοιμασία των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και τη στήριξη της διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους του. Οι εξουσίες του εκτελεστικού συμβουλίου θα πρέπει να καθορίζονται σε εντολή που θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο και θα πρέπει, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνουν γνωμοδοτήσεις και προσωρινές αποφάσεις με την επιφύλαξη τελικής έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο.

(36)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαφάνεια των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, θα πρέπει να παρίστανται στις συνεδριάσεις του εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων κλάδων, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Οι εκπρόσωποι των διαφόρων παραγόντων θα πρέπει να διορίζονται από την Επιτροπή, με κριτήριο τον βαθμό που αντιπροσωπεύουν, σε επίπεδο Ένωσης, τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές υποδομών, τον κλάδο των σιδηροδρομικών μεταφορών, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους επιβάτες και τους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών.

(37)

Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από τις αποφάσεις του Οργανισμού διαθέτουν το δικαίωμα απαίτησης των αναγκαίων αποζημιώσεων, οι οποίες θα πρέπει να επιδικάζονται κατά τρόπο ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Θα πρέπει να δημιουργηθεί κατάλληλος μηχανισμός προσφυγών ώστε να είναι δυνατή η προσφυγή κατά αποφάσεων του εκτελεστικού διευθυντή ενώπιον ειδικού τμήματος προσφυγών.

(38)

Σε περιπτώσεις διαφωνίας ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας σχετικά με τη χορήγηση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας ή εγκρίσεων οχημάτων, θα πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία διαιτησίας, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται υπό συνθήκες συντονισμού και συνεργασίας.

(39)

Μια ευρύτερη στρατηγική διάσταση όσον αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού θα διευκόλυνε τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των πόρων του κατά τρόπο αποτελεσματικότερο και θα συνέβαλλε στην υψηλότερη ποιότητα των αποτελεσμάτων του. Τούτο επιβεβαιώνεται και ενισχύεται από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (10). Συνεπώς, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει και να ενημερώνει τακτικά ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που να περιέχει τα ετήσια και πολυετή προγράμματα εργασιών, κατόπιν κατάλληλης διαβούλευσης με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους.

(40)

Όταν ανατίθεται ένα νέο καθήκον στον Οργανισμό σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος μετά την έγκριση του εγγράφου προγραμματισμού, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει, αν είναι απαραίτητο, να τροποποιεί το έγγραφο προγραμματισμού ώστε να περιληφθεί αυτό το νέο καθήκον, ύστερα από ανάλυση του αντίκτυπου που αυτό έχει, σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού και προϋπολογισμού, στους πόρους.

(41)

Οι εργασίες του Οργανισμού θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο ουσιαστικός έλεγχος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να γνωμοδοτεί σχετικά με το σχέδιο του πολυετούς μέρους του εγγράφου προγραμματισμού του Οργανισμού και να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε ακροάσεις τον εκτελεστικό διευθυντή του Οργανισμού και να λαμβάνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα.

(42)

Τα τελευταία έτη, με τη δημιουργία όλο και περισσότερων αποκεντρωμένων οργανισμών, έχουν βελτιωθεί η διαφάνεια και ο έλεγχος της διαχείρισης των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς αυτούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την εγγραφή των εισφορών στον προϋπολογισμό, τον δημοσιονομικό έλεγχο, την εξουσία χορήγησης απαλλαγής, τη συμμετοχή στο συνταξιοδοτικό καθεστώς και την εσωτερική διαδικασία του προϋπολογισμού (κώδικας συμπεριφοράς). Παρομοίως, ο κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) θα πρέπει να εφαρμόζεται άνευ περιορισμών στον Οργανισμό, ο οποίος θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (12).

(43)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να προωθεί ενεργά την ενωσιακή προσέγγιση της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων στις σχέσεις του με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες. Τούτο θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει, εντός των ορίων της αρμοδιότητας του Οργανισμού, τη διευκόλυνση της αμοιβαίας πρόσβασης ενωσιακών σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στις σιδηροδρομικές αγορές τρίτων χωρών και της πρόσβασης τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού της Ένωσης στα δίκτυα τρίτων χωρών.

(44)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την εξέταση των σχεδίων εθνικών κανόνων και των ισχυόντων εθνικών κανόνων, την παρακολούθηση των εθνικών αρχών ασφάλειας και των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τον καθορισμό του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών και τον προσδιορισμό των τελών και επιβαρύνσεων που έχει το δικαίωμα να επιβάλλει ο Οργανισμός, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(45)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η σύσταση εξειδικευμένου οργανισμού που θα αναλάβει την επεξεργασία κοινών λύσεων σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί μάλλον, λόγω του συλλογικού χαρακτήρα των εργασιών που θα εκτελούνται, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(46)

Είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του Οργανισμού η εφαρμογή ορισμένων αρχών σχετικά με τη διακυβέρνηση του Οργανισμού, ώστε να συμμορφώνεται με την κοινή δήλωση και την κοινή προσέγγιση που συμφωνήθηκαν από τη διοργανική ομάδα εργασίας για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ, τον Ιούλιο 2012, με σκοπό την απλούστευση των δραστηριοτήτων των οργανισμών και τη βελτίωση των επιδόσεών τους.

(47)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός»).

2.   Ο παρών κανονισμός προβλέπει:

α)

την ίδρυση και τα καθήκοντα του Οργανισμού·

β)

τα καθήκοντα των κρατών μελών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο παρών κανονισμός στηρίζει τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και ιδίως τους στόχους που αφορούν:

α)

τη διαλειτουργικότητα εντός του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797·

β)

την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798·

γ)

την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης που προβλέπεται στην οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

Άρθρο 2

Στόχοι του Οργανισμού

Στόχος του Οργανισμού είναι να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη και την αποτελεσματική λειτουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα, με την εγγύηση υψηλού επιπέδου ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, βελτιώνοντας παράλληλα την ανταγωνιστική θέση του σιδηροδρομικού τομέα. Ειδικότερα, ο Οργανισμός συμβάλλει στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας σε τεχνικά ζητήματα, με την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης για την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και την ενίσχυση του επιπέδου διαλειτουργικότητας στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα.

Περαιτέρω στόχοι του Οργανισμού είναι να παρακολουθεί την εκπόνηση εθνικών σιδηροδρομικών κανόνων, ώστε να υποστηρίζει τις επιδόσεις των εθνικών αρχών που δρουν στους τομείς της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων και να προωθεί τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών.

Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και την οδηγία (ΕΕ) 2016/798, ο Οργανισμός επιτελεί τον ρόλο ενωσιακής αρχής αρμόδιας για την έκδοση εγκρίσεων διάθεσης στην αγορά σιδηροδρομικών οχημάτων και τύπων οχημάτων, καθώς και για την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

Κατά την επιδίωξη των στόχων αυτών, ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης και τους ειδικούς περιορισμούς που αφορούν τις σιδηροδρομικές συνδέσεις με τρίτες χώρες.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Ο Οργανισμός αποτελεί φορέα της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός διαθέτει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το εθνικό τους δίκαιο. Δύναται, ειδικότερα, να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του.

4.   Ο Οργανισμός έχει την αποκλειστική ευθύνη για τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται.

Άρθρο 4

Είδη πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός δύναται:

α)

να απευθύνει συστάσεις προς την Επιτροπή, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 13, 15, 17, 19, 35, 36 και 37·

β)

να απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 34·

γ)

να διατυπώνει γνωμοδοτήσεις προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 και το άρθρο 42 και προς τις οικείες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τα άρθρα 10, 25 και 26·

δ)

να απευθύνει συστάσεις προς τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 4·

ε)

να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20, 21 και 22·

στ)

να εκδίδει γνωμοδοτήσεις που συνιστούν αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 19·

ζ)

να εκδίδει τεχνικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 19·

η)

να εκδίδει εκθέσεις ελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34·

θ)

να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλες μη δεσμευτικές πράξεις που διευκολύνουν την εφαρμογή της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων σύμφωνα με τα άρθρα 13, 19, 28, 32, 33 και 37.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 5

Δημιουργία και σύνθεση των ομάδων εργασίας και των ομάδων

1.   Ο Οργανισμός συστήνει περιορισμένο αριθμό ομάδων εργασίας για την κατάρτιση συστάσεων και, κατά περίπτωση, κατευθυντήριων γραμμών, ιδίως σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ»), τους κοινούς στόχους ασφάλειας («ΚΣΑ»), τις κοινές μεθόδους ασφάλειας («ΚΜΑ») και τη χρήση των κοινών δεικτών ασφάλειας («ΚΔΑ»).

Ο Οργανισμός δύναται να συστήνει ομάδες εργασίας σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 81 («επιτροπή») είτε με δική του πρωτοβουλία, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή.

Των ομάδων εργασίας προεδρεύει εκπρόσωπος του Οργανισμού.

2.   Οι ομάδες εργασίας απαρτίζονται από:

αντιπροσώπους που υποδεικνύονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας,

επαγγελματίες του σιδηροδρομικού τομέα που επέλεξε ο Οργανισμός από τον κατάλογο της παραγράφου 3. Ο Οργανισμός διασφαλίζει την επαρκή εκπροσώπηση των τομέων της βιομηχανίας και των χρηστών εκείνων που ενδεχομένως επηρεάζονται από μέτρα τα οποία δύναται να προτείνει η Επιτροπή βάσει των συστάσεων που της απευθύνει ο Οργανισμός. Ο Οργανισμός επιδιώκει, κατά το δυνατό, ισόρροπη γεωγραφική εκπροσώπηση.

Ο Οργανισμός δύναται, αν χρειάζεται, να προσθέτει στις ομάδες εργασίας ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και αντιπροσώπους διεθνών οργανισμών, αναγνωρισμένους ως ειδικούς στον οικείο τομέα. Το προσωπικό του Οργανισμού δεν επιτρέπεται να διορίζεται στις ομάδες εργασίας, με την εξαίρεση της προεδρίας των ομάδων εργασίας, η οποία ασκείται από εκπρόσωπο του Οργανισμού.

3.   Κάθε όργανο εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 διαβιβάζει στον Οργανισμό κατάλογο εμπειρογνωμόνων με τα καταλληλότερα προσόντα, οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να το εκπροσωπούν σε κάθε ομάδα εργασίας, και ενημερώνει τον κατάλογο σε περίπτωση τροποποιήσεων.

4.   Όταν οι εργασίες των εν λόγω ομάδων εργασίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες εργασίας, την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στον κλάδο, οι αντιπρόσωποι που ορίζουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο συμμετέχουν στις οικείες ομάδες εργασίας ως τακτικά μέλη.

5.   Ο Οργανισμός καλύπτει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των μελών των ομάδων εργασίας σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

6.   Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τα πορίσματα των εργασιών των ομάδων εργασίας όταν καταρτίζει τις συστάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Ο Οργανισμός συγκροτεί ομάδες για τους σκοπούς των άρθρων 24 και 29 και του άρθρου 38 παράγραφος 1.

8.   Ο Οργανισμός δύναται να συστήνει άλλες ομάδες σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 4 και σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής είτε με δική του πρωτοβουλία.

9.   Οι εργασίες των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων είναι διαφανείς. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ομάδων εργασίας και των ομάδων, καθώς και κανόνες διαφάνειας.

Άρθρο 6

Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 13, 15, 19 και 36 έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κοινωνικό περιβάλλον ή τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον κλάδο, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (15). Στις περιπτώσεις αυτές, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αντιδράσουν στις εν λόγω διαβουλεύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν εντός τριμήνου.

Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται προτού ο Οργανισμός απευθύνει τις συστάσεις του στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις εν λόγω διαβουλεύσεις και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνει η επιτροπή κλαδικού διαλόγου διαβιβάζονται από τον Οργανισμό, μαζί με τη σύσταση του Οργανισμού, στην Επιτροπή και από την Επιτροπή στην επιτροπή.

Άρθρο 7

Διαβούλευση με τους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και τους επιβάτες

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 19 έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πελάτες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και στους επιβάτες, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους, συμπεριλαμβανομένων όσων εκπροσωπούν άτομα με αναπηρίες και επιβάτες μειωμένης κινητικότητας. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι οργανώσεις αυτές μπορούν να αντιδράσουν στις εν λόγω διαβουλεύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν εντός τριμήνου.

Ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες πρέπει να διενεργούνται διαβουλεύσεις καταρτίζεται από την Επιτροπή με τη βοήθεια της επιτροπής.

Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται προτού ο Οργανισμός απευθύνει τις συστάσεις του στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις εν λόγω διαβουλεύσεις και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνουν οι φορείς διαβιβάζονται από τον Οργανισμό, μαζί με τη σύσταση του Οργανισμού, στην Επιτροπή και από την Επιτροπή στην επιτροπή.

Άρθρο 8

Εκτίμηση επιπτώσεων

1.   Ο Οργανισμός διενεργεί εκτίμηση αντίκτυπου όσον αφορά τις συστάσεις και τις γνωμοδοτήσεις που εκδίδει. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει μεθοδολογία της εκτίμησης αντίκτυπου βάσει της μεθοδολογίας της Επιτροπής. Ο Οργανισμός έρχεται σε επαφή με την Επιτροπή ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι σχετικές εργασίες της Επιτροπής. Ο Οργανισμός προσδιορίζει με σαφήνεια τόσο τις υποθέσεις που λαμβάνονται ως βάση για την εκτίμηση επιπτώσεων, όσο και τις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται στην έκθεση που συνοδεύει κάθε σύσταση.

2.   Πριν από την ένταξη δραστηριότητας στο έγγραφο προγραμματισμού που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 1, ο Οργανισμός διενεργεί προκαταρκτική εκτίμηση αντίκτυπου της εν λόγω δραστηριότητας, στην οποία αναφέρονται:

α)

το προς επίλυση ζήτημα και οι δυνατές λύσεις·

β)

ο βαθμός στον οποίο απαιτείται ειδική δράση, περιλαμβανομένης της υποβολής σύστασης ή έκδοσης γνωμοδότησης από τον Οργανισμό·

γ)

η αναμενόμενη συμβολή του Οργανισμού στην επίλυση του προβλήματος.

Κάθε δραστηριότητα και έργο, προτού ενταχθεί στο έγγραφο προγραμματισμού, υπόκειται σε ανάλυση αποδοτικότητας, μεμονωμένα και σε συνάρτηση προς τα υπόλοιπα, ώστε να αξιοποιούνται με τον βέλτιστο τρόπο ο προϋπολογισμός και οι πόροι του Οργανισμού.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να διενεργεί εκ των υστέρων αξιολόγηση της νομοθεσίας που βασίζεται στις συστάσεις του.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον Οργανισμό τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την εκτίμηση αντίκτυπου, εφόσον είναι διαθέσιμα.

Κατόπιν αιτήματος του Οργανισμού, οι αντιπροσωπευτικοί οργανισμοί παρέχουν στον Οργανισμό τα μη εμπιστευτικά δεδομένα που είναι αναγκαία για την εκτίμηση επιπτώσεων.

Άρθρο 9

Μελέτες

Εφόσον απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ο Οργανισμός αναθέτει μελέτες με συμμετοχή, κατά περίπτωση, των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων που αναφέρονται στο άρθρο 5 και χρηματοδοτεί τις εν λόγω μελέτες από τον προϋπολογισμό του.

Άρθρο 10

Γνώμες

1.   Ο Οργανισμός εκδίδει γνώμες, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων εθνικών ρυθμιστικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), ιδίως σχετικά με θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των υποθέσεων που έχουν περιέλθει σε γνώση τους.

2.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, σχετικά με τροποποιήσεις οποιασδήποτε πράξης που έχει εκδοθεί βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 ή της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, ιδίως όταν υπάρχουν ενδείξεις εικαζόμενης ανεπάρκειας.

3.   Όλες οι γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού, και ιδίως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εκδίδονται από αυτόν το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δύο μηνών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία με το αιτούν μέρος. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δημοσιοποιούνται από τον Οργανισμό εντός ενός μηνός από την έκδοσή τους, υπό μορφή από την οποία έχει εξαλειφθεί κάθε εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Επισκέψεις στα κράτη μέλη

1.   Για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, ιδίως όσων προβλέπονται στα άρθρα 14, 20, 21, 25, 26, 31, 32, 33, 34, 35 και 42, και για να συνδράμει την Επιτροπή στην εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), μεταξύ άλλων ιδίως στην αξιολόγηση της ουσιαστικής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, ο Οργανισμός δύναται να πραγματοποιεί επισκέψεις στα κράτη μέλη σύμφωνα με την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τις διαδικασίες που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο.

2.   Κατόπιν διαβούλευσης με το οικείο κράτος μέλος, ο Οργανισμός το ενημερώνει εγκαίρως σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη, την ταυτότητα των εντεταλμένων υπαλλήλων του Οργανισμού που πρόκειται να πραγματοποιήσουν την επίσκεψη, καθώς και την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκεια της επίσκεψης. Οι εντεταλμένοι υπάλληλοι του Οργανισμού πραγματοποιούν τις επισκέψεις αφού παρουσιάσουν έγγραφη απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και οι στόχοι της επίσκεψής τους.

3.   Οι εθνικές αρχές των οικείων κρατών μελών διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού.

4.   Ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση για κάθε επίσκεψη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις επιθεωρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 7 και στο άρθρο 34 παράγραφος 6.

6.   Τα έξοδα μετακίνησης, διαμονής και εστίασης και λοιπά έξοδα του προσωπικού του Οργανισμού καλύπτονται από τον Οργανισμό.

Άρθρο 12

Υπηρεσία μιας στάσης

1.   Ο Οργανισμός καταρτίζει και διαχειρίζεται σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών με τουλάχιστον τις ακόλουθες λειτουργίες υπηρεσίας μιας στάσης:

α)

ενιαίο σημείο εισόδου, όπου ο αιτών υποβάλλει τους φακέλους του αίτησης για έγκριση τύπου, για εγκρίσεις οχημάτων για τη διάθεση στην αγορά και για ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας. Όταν η περιοχή χρήσης ή λειτουργίας περιορίζεται σε δίκτυο ή δίκτυα σε ένα μόνο κράτος μέλος, το ενιαίο σημείο εισόδου αναπτύσσεται έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι ο αιτών επιλέγει την αρχή που επιθυμεί να εξετάσει την αίτηση για την έκδοση εγκρίσεων ή ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας για ολόκληρη τη διαδικασία·

β)

κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών, που παρέχει στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις για εγκρίσεις και ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας, τα στάδια αυτών των διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών·

γ)

κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών, που παρέχει στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας πληροφορίες σχετικά με αιτήσεις για εγκρίσεις που χορηγήθηκαν από τον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και σχετικά με αιτήσεις εγκρίσεων παρατρόχιων υποσυστημάτων χειρισμού-ελέγχου και σηματοδότησης εξοπλισμένα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου των Τρένων (ETCS) και/ή το Παγκόσμιο Σύστημα Κινητών Επικοινωνιών για Σιδηροδρόμους (GSM-R), τα στάδια αυτών των διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τις αιτήσεις και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών·

δ)

ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σε θέση να εντοπίζει σε πρώιμο στάδιο τις ανάγκες συντονισμού μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τον Οργανισμό, όταν πρόκειται για διαφορετικές αιτήσεις για παρόμοιες εγκρίσεις ή ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας.

2.   Οι τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καταρτίζονται σε συνεργασία με το δίκτυο των εθνικών αρχών ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 38, βάσει σχεδίου που εκπονείται από τον Οργανισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-οφέλους. Σε αυτήν τη βάση, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές και σχέδιο για τη θέσπιση της υπηρεσίας μιας στάσης. Η υπηρεσία μιας στάσης αναπτύσσεται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και του απαιτούμενου επιπέδου εμπιστευτικότητας, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τις εφαρμογές ΤΠ και τα μητρώα που έχουν ήδη συσταθεί από τον Οργανισμό, όπως εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 37.

3.   Η υπηρεσία μιας στάσης αρχίζει να λειτουργεί το αργότερο έως τις 16 Ιουνίου 2019.

4.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις αιτήσεις που υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης, χρησιμοποιώντας ιδίως το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ). Σε περίπτωση υποβολής διαφορετικών αιτήσεων για παρόμοιες εγκρίσεις ή ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας, ο Οργανισμός διασφαλίζει κατάλληλη παρακολούθηση, όπως:

α)

ενημερώνει τον αιτούντα ή τους αιτούντες ότι υπάρχει και άλλη ή παρόμοια αίτηση για έγκριση ή πιστοποίηση·

β)

συντονίζεται με την αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τον Οργανισμό. Εάν δεν μπορεί να εξευρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση εντός ενός μηνός από την έναρξη της διαδικασίας συντονισμού, το θέμα παραπέμπεται προς διαιτησία στο τμήμα προσφυγών που αναφέρεται στα άρθρα 55, 61 και 62.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ

Άρθρο 13

Τεχνική υποστήριξη — συστάσεις σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τους κοινούς δείκτες ασφάλειας (ΚΔΑ), τις κοινές μεθόδους ασφάλειας (ΚΜΑ) και τους κοινούς στόχους ασφάλειας (ΚΣΑ) που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6 και 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός απευθύνει επίσης συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με την περιοδική αναθεώρηση των ΚΔΑ, των ΚΜΑ και των ΚΣΑ.

2.   Ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με άλλα μέτρα στον τομέα της ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη την αποκτηθείσα εμπειρία.

3.   Ο Οργανισμός εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βοηθήσει τις εθνικές αρχές ασφάλειας όσον αφορά την εποπτεία των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των διαχειριστών υποδομών και άλλων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

4.   Ο Οργανισμός δύναται να απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τις ΚΜΑ προκειμένου να ρυθμίσει οποιαδήποτε στοιχεία του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας που πρέπει να εναρμονισθούν σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

5.   Ο Οργανισμός δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλα μη δεσμευτικά έγγραφα προς διευκόλυνση της εφαρμογής της νομοθεσίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό εθνικών κανόνων που θα μπορούσαν να καταργηθούν μετά τη θέσπιση ή την αναθεώρηση των ΚΜΑ και κατευθυντήριες γραμμές για τη θέσπιση νέων εθνικών κανόνων ή την τροποποίηση των υφιστάμενων εθνικών κανόνων. Ο Οργανισμός δύναται επίσης να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και την πιστοποίηση ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων καταλόγων με παραδείγματα ορθών πρακτικών, ιδίως για τις διασυνοριακές μεταφορές και υποδομές.

Άρθρο 14

Ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας

Ο Οργανισμός εκδίδει, ανανεώνει, αναστέλλει και τροποποιεί τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και συνεργάζεται εν προκειμένω με τις εθνικές αρχές ασφάλειας, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 18 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Ο Οργανισμός περιορίζει ή ανακαλεί τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας και συνεργάζεται εν προκειμένω με τις εθνικές αρχές ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 15

Συντήρηση οχημάτων

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή όσον αφορά το σύστημα πιστοποίησης των οντοτήτων που είναι αρμόδιες για τη συντήρηση σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

2.   Ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή για τους σκοπούς του άρθρου 14 παράγραφος 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

3.   Ο Οργανισμός αναλύει τυχόν εναλλακτικά μέτρα που αποφασίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και περιλαμβάνει το αποτέλεσμα της ανάλυσης στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο Οργανισμός στηρίζει και, κατόπιν αιτήματος, συντονίζει τις εθνικές αρχές ασφάλειας στην εποπτεία των οντοτήτων που έχουν επιφορτιστεί με τη συντήρηση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 16

Συνεργασία με εθνικούς φορείς διερεύνησης

Ο Οργανισμός συνεργάζεται με εθνικούς φορείς διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 22 παράγραφοι 1, 2, 5 και 7 και το άρθρο 26 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 17

Σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων

Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις εξελίξεις της νομοθεσίας που αφορά τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων κατά την έννοια της οδηγίας 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και, από κοινού με την Επιτροπή, διασφαλίζει ότι οι εξελίξεις αυτές συνάδουν με τη νομοθεσία για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ιδίως τις βασικές απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή και δύναται να απευθύνει συστάσεις κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική του πρωτοβουλία.

Άρθρο 18

Ανταλλαγή πληροφοριών για ατυχήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια

Ο Οργανισμός ενθαρρύνει την ανταλλαγή πληροφοριών για ατυχήματα, συμβάντα και αποσοβηθέντα ατυχήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα των σιδηροδρομικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών καταλήγει στην ανάπτυξη καλών πρακτικών σε επίπεδο κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 19

Τεχνική υποστήριξη στον τομέα της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός:

α)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις ΤΠΔ και την αναθεώρησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

β)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τα υποδείγματα για τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και για τα έγγραφα του τεχνικού φακέλου που πρέπει να τη συνοδεύουν, για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

γ)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις προδιαγραφές για τα μητρώα και την αναθεώρησή τους, για τους σκοπούς των άρθρων 47, 48 και 49 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

δ)

εκδίδει γνώμες που συνιστούν αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης όσον αφορά ελλείψεις των ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, και υποβάλλει τις εν λόγω γνώμες στην Επιτροπή·

ε)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, της απευθύνει γνώμες σχετικά με αιτήματα από κράτη μέλη για τη μη εφαρμογή των ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

στ)

εκδίδει τεχνικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ζ)

εκδίδει απόφαση έγκρισης πριν από κάθε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο υλικό ERTMS προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή του ERTMS στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

η)

εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την κατάρτιση και την πιστοποίηση του επιβαίνοντος προσωπικού που ασκεί καθήκοντα ασφάλειας·

θ)

εκδίδει λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τη θέσπιση προτύπων για τους αρμόδιους ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης προς εκπλήρωση της εντολής που τους έχει αναθέσει η Επιτροπή·

ι)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας του συνόλου του προσωπικού που εκτελεί κρίσιμα για την ασφάλεια καθήκοντα·

ια)

απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τα εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία πρέπει να αναπτυχθούν από τους ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης και με τα πρότυπα που αφορούν εναλλάξιμα ανταλλακτικά, τα οποία δύνανται να βελτιώσουν τα επίπεδα διαλειτουργικότητας και ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης·

ιβ)

απευθύνει, εφόσον είναι απαραίτητο, συστάσεις προς την Επιτροπή σε σχέση με κρίσιμα για την ασφάλεια δομικά στοιχεία.

2.   Για την εκπόνηση των συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημεία α), β), γ), η), ια) και ιβ), ο Οργανισμός:

α)

μεριμνά για την προσαρμογή των ΤΠΔ και των προδιαγραφών για τα μητρώα στις τεχνικές εξελίξεις, στις τάσεις της αγοράς και στις κοινωνικές απαιτήσεις·

β)

μεριμνά για τον συντονισμό μεταξύ της εκπόνησης και επικαιροποίησης των ΤΠΔ και της εκπόνησης ευρωπαϊκών προτύπων που καθίστανται αναγκαία για τη διαλειτουργικότητα και διατηρεί τις δέουσες επαφές με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης·

γ)

συμμετέχει, εφόσον είναι απαραίτητο, ως παρατηρητής στις σχετικές ομάδες εργασίας που θεσπίζονται από αναγνωρισμένους οργανισμούς τυποποίησης.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και άλλες μη δεσμευτικές πράξεις προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή της νομοθεσίας για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό των εθνικών κανόνων που θα μπορούσαν να καταργηθούν μετά τη θέσπιση ή την αναθεώρηση των ΤΠΔ.

4.   Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης στοιχείων διαλειτουργικότητας προς βασικές απαιτήσεις, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 20

Εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά οχημάτων

Ο Οργανισμός εκδίδει εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά σιδηροδρομικών οχημάτων και εξουσιοδοτείται να ανανεώνει, τροποποιεί, αναστέλλει και ανακαλεί τις εν λόγω εγκρίσεις που έχει εκδώσει. Προς τούτο, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 21

Εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά τύπων οχημάτων

Ο Οργανισμός εκδίδει εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά τύπων οχημάτων και εξουσιοδοτείται να ανανεώνει, τροποποιεί, αναστέλλει και ανακαλεί τις εν λόγω εγκρίσεις που έχει εκδώσει σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 22

Θέση σε λειτουργία παρατρόχιων υποσυστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης

Ο Οργανισμός, πριν από κάθε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο υλικό ERTMS, ελέγχει εάν οι τεχνικές λύσεις συμμορφώνονται πλήρως με τις σχετικές ΤΠΔ και, ως εκ τούτου, είναι πλήρως διαλειτουργικές και λαμβάνει απόφαση έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Άρθρο 23

Εφαρμογές τηλεματικής

1.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει τη συντονισμένη ανάπτυξη των τηλεματικών εφαρμογών στην Ένωση σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός διατηρεί, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τις σχετικές απαιτήσεις των υποσυστημάτων.

2.   Ο Οργανισμός καθορίζει, δημοσιεύει και εφαρμόζει τη διαδικασία διαχείρισης αιτημάτων για αλλαγές των προδιαγραφών για τις τηλεματικές εφαρμογές. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός συγκροτεί, τηρεί και ενημερώνει μητρώο των αιτήσεων για αλλαγές των προδιαγραφών αυτών και της κατάστασής τους, συνοδευόμενες με τις σχετικές αιτιολογήσεις.

3.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει και τηρεί τα τεχνικά εργαλεία για τη διαχείριση των διαφόρων εκδόσεων των προδιαγραφών των τηλεματικών εφαρμογών και επιδιώκει να διασφαλιστεί αναδρομική συμβατότητα.

4.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της εγκατάστασης των προδιαγραφών για τις τηλεματικές εφαρμογές σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ.

Άρθρο 24

Υποστήριξη κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει τις δραστηριότητες των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει ιδίως την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας προς χρήση στοιχείου διαλειτουργικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και κατευθυντήριων γραμμών για τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» που αναφέρεται στα άρθρα 10 και 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

2.   Ο Οργανισμός δύναται να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και, ιδίως, να αναλαμβάνει καθήκοντα τεχνικής γραμματείας για την ομάδα συντονισμού τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 25

Εξέταση σχεδίων εθνικών κανόνων

1.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη τους, ο Οργανισμός εξετάζει τα σχέδια εθνικών κανόνων που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Εάν είναι απαραίτητη η μετάφραση ή το σχέδιο εθνικού κανόνα είναι εκτεταμένο ή πολύπλοκο, ο Οργανισμός μπορεί να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία έως και τρεις επιπλέον μήνες, με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο Οργανισμός και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν από κοινού να επεκτείνουν περαιτέρω την εν λόγω προθεσμία.

Εντός αυτής της προθεσμίας, ο Οργανισμός ανταλλάσσει σχετικές πληροφορίες με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διαβουλεύεται κατά περίπτωση με τους σχετικούς ενδιαφερομένους και, εν συνεχεία, ενημερώνει το κράτος μέλος σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

2.   Όταν, μετά την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση, ο Οργανισμός θεωρεί ότι τα σχέδια εθνικών κανόνων καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, την τήρηση των ΚΜΑ και ΤΔΚ που βρίσκονται σε ισχύ και την επίτευξη των ΚΣΑ, καθώς και ότι δεν πρόκειται να επιφέρουν αυθαίρετες διακρίσεις ή συγκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θετική του αξιολόγηση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή δύναται να επικυρώνει τον κανόνα στο σύστημα πληροφορικής που αναφέρεται στο άρθρο 27. Εφόσον ο Οργανισμός δεν ενημερώσει την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με την αξιολόγησή του εντός διμήνου από τη λήψη του σχεδίου εθνικού κανόνα ή εντός της παράτασης της προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το κράτος μέλος μπορεί να προβεί στη θέσπιση του κανόνα με την επιφύλαξη του άρθρου 26.

3.   Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 εξέτασης είναι αρνητικό, ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και του ζητά να υποβάλει τη θέση του όσον αφορά την εν λόγω αξιολόγηση. Εάν, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ο Οργανισμός διατηρεί την αρνητική του αξιολόγηση, ο Οργανισμός, εντός το πολύ ενός μηνός:

α)

απευθύνει γνωμοδότηση στο οικείο κράτος μέλος στην οποία αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να μην τεθούν σε ισχύ και/ή να μην εφαρμόζονται· και

β)

ενημερώνει την Επιτροπή για την αρνητική του αξιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να μην τεθούν σε ισχύ και/ή να μην εφαρμόζονται.

Αυτό δεν θίγει το δικαίωμα του κράτους μέλους να εκδώσει νέο εθνικό κανόνα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 ή το άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

4.   Εντός δύο μηνών, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη θέση του επί της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 γνωμοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικού του σε περίπτωση διαφωνίας.

Εάν η παρεχόμενη αιτιολόγηση κριθεί ανεπαρκής ή εάν δεν δοθούν πληροφορίες σχετικά και εφόσον το κράτος μέλος εκδώσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα χωρίς να λάβει επαρκώς υπόψη τη γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, απόφαση απευθυνόμενη στο οικείο κράτος μέλος καλώντας το να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

Άρθρο 26

Εξέταση ισχυόντων εθνικών κανόνων

1.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη τους, ο Οργανισμός εξετάζει τους εθνικούς κανόνες που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 8 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Εάν είναι απαραίτητη η μετάφραση ή ο εθνικός κανόνας είναι εκτεταμένος ή πολύπλοκος, ο Οργανισμός μπορεί να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία κατά έως και τρεις επιπλέον μήνες, με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο Οργανισμός και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν από κοινού να επεκτείνουν περαιτέρω την εν λόγω προθεσμία.

Εντός αυτής της προθεσμίας, ο Οργανισμός ανταλλάσσει σχετικές πληροφορίες με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και, εν συνεχεία, το ενημερώνει σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

2.   Όταν, μετά την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση, ο Οργανισμός κρίνει ότι οι εθνικοί κανόνες καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, την τήρηση των ΚΜΑ και ΤΠΔ που βρίσκονται σε ισχύ και την επίτευξη των ΚΣΑ, καθώς και ότι δεν πρόκειται να επιφέρουν αυθαίρετες διακρίσεις ή συγκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τη θετική του αξιολόγηση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή δύναται να επικυρώνει τον κανόνα στο σύστημα πληροφορικής που αναφέρεται στο άρθρο 27. Σε περίπτωση που ο Οργανισμός δεν ενημερώσει την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός διμήνου από τη λήψη των εθνικών κανόνων ή εντός της παράτασης της προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο κανόνας παραμένει σε ισχύ.

3.   Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 εξέτασης είναι αρνητικό, ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και του ζητά να υποβάλει τη θέση του όσον αφορά την εν λόγω αξιολόγηση. Εάν, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ο Οργανισμός διατηρεί την αρνητική του αξιολόγηση, ο Οργανισμός, εντός το πολύ ενός μηνός:

α)

εκδίδει γνωμοδότηση προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διευκρινίζοντας ότι ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρνητικής αξιολόγησης, καθώς και τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω κανόνας ή κανόνες θα πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν· και

β)

ενημερώνει την Επιτροπή για την αρνητική του αξιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους ο εν λόγω εθνικός κανόνας ή εθνικοί κανόνες πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν.

4.   Εντός δύο μηνών, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη θέση του επί της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 γνωμοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικού του σε περίπτωση διαφωνίας. Εάν η παρεχόμενη αιτιολόγηση κριθεί ανεπαρκής ή εάν δεν δοθούν πληροφορίες σχετικά, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, απόφαση απευθυνόμενη στο οικείο κράτος μέλος, καλώντας το να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4, στην περίπτωση επειγόντων προληπτικών μέτρων, όταν η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξέταση καταλήξει σε αρνητική αξιολόγηση και εάν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει τροποποιήσει ή καταργήσει τον εν λόγω εθνικό κανόνα εντός δύο μηνών από την παραλαβή της γνώμης του Οργανισμού, η Επιτροπή δύναται να λάβει απόφαση, μέσω εκτελεστικών πράξεων, με την οποία ζητεί από το κράτος μέλος να τροποποιήσει ή να καταργήσει τον εν λόγω κανόνα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 2.

Σε περίπτωση θετικής αξιολόγησης από τον Οργανισμό και εάν ο εν λόγω εθνικός κανόνας έχει επίπτωση σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Οργανισμό και τα κράτη μέλη, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης των ΚΜΑ και ΤΠΔ, εφόσον είναι αναγκαίο.

6.   Η διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 εφαρμόζεται, κατ' αναλογία, στις περιπτώσεις που ο Οργανισμός ενημερώνεται ότι οποιοσδήποτε εθνικός κανόνας, είτε κοινοποιημένος είτε όχι, είναι περιττός, έρχεται σε σύγκρουση με τις ΚΜΑ, τους ΚΣΑ, τις ΤΠΔ ή οποιαδήποτε άλλο ενωσιακό νομοθέτημα στον τομέα των σιδηροδρόμων ή δημιουργεί αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ενιαία σιδηροδρομική αγορά.

Άρθρο 27

Σύστημα ΤΠ για σκοπούς κοινοποίησης και για την ταξινόμηση των εθνικών κανόνων

1.   Ο Οργανισμός διαχειρίζεται ειδικό σύστημα ΤΠ το οποίο περιέχει τους εθνικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 25 και 26 και τα αποδεκτά εθνικά μέσα συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 34) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Ο Οργανισμός τα καθιστά διαθέσιμα στα ενδιαφερόμενα μέρη προς διαβούλευση, κατά περίπτωση.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Οργανισμό και την Επιτροπή τους αναφερόμενους στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και στο άρθρο 26 παράγραφος 1 εθνικούς κανόνες μέσω του συστήματος πληροφορικής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Ο Οργανισμός δημοσιεύει τους κανόνες στο εν λόγω σύστημα ΤΠ, συμπεριλαμβανομένης της πορείας εξέτασής τους και όταν ολοκληρωθεί, του θετικού ή αρνητικού αποτελέσματος της αξιολόγησης, και χρησιμοποιεί το εν λόγω σύστημα ΤΠ για να ενημερώσει την Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26.

3.   Ο Οργανισμός πραγματοποιεί τεχνική εξέταση των ισχυόντων εθνικών κανόνων που αναφέρονται στη διαθέσιμη εθνική νομοθεσία, οι οποίοι, από τις 15 Ιουνίου 2016, απαριθμούνται στη βάση δεδομένων του των εγγράφων αναφοράς. Ο Οργανισμός ταξινομεί τους κοινοποιημένους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί το σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Ο Οργανισμός ταξινομεί τους κοινοποιημένους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 8 και το παράρτημα I της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της ενωσιακής νομοθεσίας. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός αναπτύσσει εργαλείο διαχείρισης κανόνων, προς χρήση από τα κράτη μέλη για την απλούστευση των οικείων συστημάτων εθνικών κανόνων. Ο Οργανισμός χρησιμοποιεί το σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου για τη δημοσίευση του εργαλείου διαχείρισης κανόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ (ERTMS)

Άρθρο 28

Αρχή συστήματος για το ERTMS

1.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει τη συντονισμένη ανάπτυξη του ERTMS εντός της Ένωσης σύμφωνα με τις σχετικές ΤΠΔ. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός διατηρεί, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τις αντίστοιχες απαιτήσεις των υποσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών των ETCS και GSM-R.

2.   Ο Οργανισμός καθορίζει, δημοσιεύει και εφαρμόζει τη διαδικασία διαχείρισης αιτημάτων για αλλαγές στις προδιαγραφές του ERTMS. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός συγκροτεί, τηρεί και ενημερώνει μητρώο των αιτήσεων για αλλαγές στις προδιαγραφές του ERTMS και της πορείας εξέτασής τους, συνοδευόμενες από τις σχετικές αιτιολογήσεις.

3.   Η ανάπτυξη νέων εκδόσεων των τεχνικών προδιαγραφών του ERTMS δεν γίνεται εις βάρος του ρυθμού εγκατάστασης του ERTMS, της σταθερότητας των προδιαγραφών που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της παραγωγής εξοπλισμού ERTMS, της απόδοσης των επενδύσεων για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές υποδομών και τους κατόχους και του αποτελεσματικού προγραμματισμού της εγκατάστασης του ERTMS.

4.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει και διατηρεί τα τεχνικά εργαλεία για τη διαχείριση των διαφόρων εκδόσεων του ERTMS, με στόχο την εξασφάλιση τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ των δικτύων και των οχημάτων που είναι εξοπλισμένα με διαφορετικές εκδόσεις και την παροχή κινήτρων για την ταχεία και συντονισμένη εγκατάσταση των ισχυουσών εκδόσεων.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι μεταγενέστερες εκδόσεις του εξοπλισμού ERTMS είναι τεχνικώς συμβατές με τις προγενέστερες εκδόσεις.

6.   Ο Οργανισμός καταρτίζει και διαδίδει προς τα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές εγκατάστασης, καθώς και επεξηγηματική τεκμηρίωση για τις τεχνικές προδιαγραφές που διέπουν το ERTMS.

Άρθρο 29

Ομάδα ERTMS των κοινοποιημένων φορέων αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Ο Οργανισμός συστήνει και προεδρεύει της ομάδας ERTMS των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Η ομάδα ελέγχει κατά πόσον είναι συνεπής η εφαρμογή της διαδικασίας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας προς χρήση συγκεκριμένου στοιχείου διαλειτουργικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και των διαδικασιών επαλήθευσης «ΕΚ» που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και διενεργούνται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Ο Οργανισμός υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητες της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 ομάδας, μεταξύ άλλων με στατιστικά στοιχεία για την παρουσία αντιπροσώπων των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης στην ομάδα.

3.   Ο Οργανισμός αποτιμά την εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας και της διαδικασίας επαλήθευσης «ΕΚ» του εξοπλισμού ERTMS και, ανά διετία, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή στην οποία περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, συστάσεις για τυχόν βελτιώσεις.

Άρθρο 30

Συμβατότητα μεταξύ των εποχούμενων και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS

1.   Ο Οργανισμός αποφασίζει:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 21 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και πριν από τη χορήγηση έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά οχημάτων εξοπλισμένων με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, να παρέχει συμβουλές στους αιτούντες, εφόσον το ζητήσουν, σχετικά με την τεχνική συμβατότητα μεταξύ των εποχούμενων και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS·

β)

με την επιφύλαξη του άρθρου 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και κατόπιν της έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά οχήματος εξοπλισμένου με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, να παρέχει συμβουλές, κατόπιν αιτήματός τους, στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, προτού προχωρήσουν στη χρήση οχήματος εξοπλισμένου με εποχούμενο υποσύστημα ERTMS, σχετικά με τη λειτουργική συμβατότητα μεταξύ του εποχούμενου και των παρατρόχιων υποσυστημάτων ERTMS.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας.

2.   Όταν, προτού η εθνική αρχή ασφαλείας χορηγήσει έγκριση, ο Οργανισμός αντιληφθεί ή ενημερωθεί από τον αιτούντα μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 ότι σχέδιο ή προδιαγραφή έργου μεταβλήθηκε μετά τη χορήγηση έγκρισης από τον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και ότι υπάρχει κίνδυνος έλλειψης τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ του παρατρόχιου υποσυστήματος ERTMS και των οχημάτων που είναι εξοπλισμένα με ERTMS, συνεργάζεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων ο αιτών και η αρμόδια εθνική αρχή ασφαλείας, προκειμένου να εξευρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Εάν δεν μπορεί να εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός ενός μηνός από την έναρξη της διαδικασίας συντονισμού, το θέμα παραπέμπεται προς διαιτησία στο τμήμα προσφυγών.

3.   Όταν ο Οργανισμός διαπιστώσει, αφότου η εθνική αρχή ασφαλείας χορηγήσει έγκριση, ότι συντρέχει κίνδυνος έλλειψης τεχνικής και λειτουργικής συμβατότητας μεταξύ των σχετικών δικτύων και των οχημάτων που εφοδιάζονται με εξοπλισμό ERTMS, η εθνική αρχή ασφαλείας και ο Οργανισμός συνεργάζονται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να εξευρεθεί χωρίς καθυστέρηση μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές.

Άρθρο 31

Υποστήριξη της ανάπτυξης του ERTMS και των έργων ERTMS

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση της εξάπλωσης του ERTMS σύμφωνα με το ισχύον ευρωπαϊκό σχέδιο εξάπλωσης. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, διευκολύνει τον συντονισμό της εξάπλωσης του ERTMS κατά μήκος των διευρωπαϊκών διαδρόμων μεταφορών και των σιδηροδρομικών εμπορευματικών διαδρόμων όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 913/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

2.   Ο Οργανισμός διασφαλίζει την τεχνική παρακολούθηση των χρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων για την εξάπλωση του ERTMS, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση και χωρίς αυτό να προκαλεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας, της ανάλυσης των τευχών δημοπράτησης κατά τον χρόνο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Επιπλέον, ο Οργανισμός επικουρεί, εάν χρειάζεται, τους δικαιούχους των εν λόγω κονδυλίων της Ένωσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τεχνικές λύσεις που υλοποιούνται στο πλαίσιο έργων συμμορφώνονται πλήρως με τις ΤΠΔ που αφορούν τον έλεγχο-χειρισμό και τη σηματοδότηση και, ως εκ τούτου, είναι πλήρως διαλειτουργικές.

Άρθρο 32

Διαπίστευση εργαστηρίων

1.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει, ιδίως παρέχοντας κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές στους φορείς διαπίστευσης, την εναρμονισμένη διαπίστευση των εργαστηρίων του ERTMS σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

2.   Ο Οργανισμός ενημερώνει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή σε περίπτωση μη συμμορφώσεων προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 σε σχέση με τη διαπίστευση των εργαστηρίων του ERTMS.

3.   Ο Οργανισμός δύναται να συμμετέχει ως παρατηρητής στις αξιολογήσεις από ομοτίμους οι οποίες απαιτούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Άρθρο 33

Παρακολούθηση των επιδόσεων και της λήψης αποφάσεων των εθνικών αρχών ασφαλείας

1.   Προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί και να επικουρεί την Επιτροπή στην εκπλήρωση των καθηκόντων της βάσει της ΣΛΕΕ, ο Οργανισμός παρακολουθεί, με ελέγχους και επιθεωρήσεις, τις επιδόσεις και τη λήψη αποφάσεων των εθνικών αρχών ασφάλειας εξ ονόματος της Επιτροπής.

2.   Ο Οργανισμός δικαιούται να ελέγχει:

α)

την ικανότητα των εθνικών αρχών ασφάλειας να εκτελούν καθήκοντα σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων· και

β)

την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης από τις εθνικές αρχές ασφάλειας των συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας των διάφορων φορέων όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας, τις διαδικασίες και τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των ρυθμίσεων που αφορούν τη διαβούλευση με τα κράτη μέλη, πριν από τη δημοσίευση των πληροφοριών.

Ο Οργανισμός προάγει τη συμμετοχή στην ομάδα ελέγχου εξουσιοδοτημένων ελεγκτών από τις εθνικές αρχές ασφάλειας που δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Για τον σκοπό αυτόν, ο Οργανισμός καταρτίζει κατάλογο εξουσιοδοτημένων ελεγκτών στους οποίους παρέχει εκπαίδευση, εφόσον απαιτείται.

3.   Ο Οργανισμός εκπονεί εκθέσεις ελέγχου και τις αποστέλλει στην οικεία εθνική αρχή ασφάλειας, στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή. Κάθε έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει, συγκεκριμένα, κατάλογο των τυχόν ελλείψεων που έχει εντοπίσει ο Οργανισμός, καθώς και συστάσεις για βελτιώσεις.

4.   Εάν ο Οργανισμός θεωρεί ότι οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 ελλείψεις εμποδίζουν την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ο Οργανισμός συστήνει στην εθνική αρχή ασφάλειας τη λήψη κατάλληλων μέτρων εντός αμοιβαία συμφωνημένου χρονικού πλαισίου, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της έλλειψης. Το οικείο κράτος μέλος ενημερώνεται από τον Οργανισμό σχετικά με παρόμοια σύσταση.

5.   Όταν εθνική αρχή ασφάλειας διαφωνεί με τις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 συστάσεις του Οργανισμού ή δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 ή όταν εθνική αρχή ασφάλειας δεν απαντήσει παρά των σχετικών συστάσεων του Οργανισμού εντός τριών μηνών από τη λήψη της σύστασης, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή.

6.   Η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για το θέμα και ζητεί τη θέση του σχετικά με τη σύσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Εάν οι παρεχόμενες απαντήσεις κρίνονται ανεπαρκείς ή εάν δεν δοθεί απάντηση από το κράτος μέλος εντός τριμήνου μετά το αίτημα της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται εντός εξαμήνου να πραγματοποιήσει τις δέουσες ενέργειες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ως αποτέλεσμα του ελέγχου, εφόσον ενδείκνυται.

7.   Ο Οργανισμός δικαιούται επίσης να διενεργεί προαναγγελθείσες επιθεωρήσεις στις εθνικές αρχές ασφάλειας, προς επαλήθευση ειδικών τομέων των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας τους, και ιδίως για την επανεξέταση εγγράφων, διαδικασιών και μητρώων σχετικών με τα καθήκοντά τους που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798. Οι επιθεωρήσεις είναι δυνατόν να διενεργούνται επί τούτω ή σύμφωνα με σχέδιο που καταρτίζει ο Οργανισμός. Η διάρκεια επιθεώρησης δεν υπερβαίνει τις δύο ημέρες. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού. Ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή, το οικείο κράτος μέλος και την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας έκθεση για κάθε επιθεώρηση.

Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τη διαδικασία για την πραγματοποίηση των επιθεωρήσεων.

Άρθρο 34

Παρακολούθηση των κοινοποιημένων φορέων αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την παροχή συνδρομής προς τους φορείς διαπίστευσης και τις αρμόδιες εθνικές αρχές και με ελέγχους και επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 6.

2.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει την εναρμονισμένη διαπίστευση των κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ιδίως με την παροχή κατάλληλων κατευθύνσεων στους φορείς διαπίστευσης σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης και τις διαδικασίες εκτίμησης του κατά πόσον οι κοινοποιημένοι οργανισμοί πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο VI της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, μέσω της ευρωπαϊκής υποδομής διαπίστευσης που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

3.   Στην περίπτωση κοινοποιημένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης που δεν είναι διαπιστευμένοι σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός δύναται να ελέγξει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τη διαδικασία για τη διενέργεια των ελέγχων.

4.   Ο Οργανισμός εκδίδει εκθέσεις ελέγχου που καλύπτουν τις αναφερόμενες στην παράγραφο 3 δραστηριότητες και τις αποστέλλει στους οικείους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή. Κάθε έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει, ιδίως, κατάλογο των τυχόν ελλείψεων που έχει εντοπίσει ο Οργανισμός, καθώς και συστάσεις για βελτιώσεις. Εάν ο Οργανισμός θεωρεί ότι οι ελλείψεις αυτές εμποδίζουν τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του όσον αφορά τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ο Οργανισμός εκδίδει σύσταση με την οποία ζητεί τη λήψη κατάλληλων μέτρων από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω κοινοποιημένος οργανισμός εντός αμοιβαία συμφωνημένου χρονικού πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της έλλειψης.

5.   Όταν ένα κράτος μέλος διαφωνεί με την αναφερόμενη στην παράγραφο 4 σύσταση ή δεν λαμβάνει τα δέοντα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 ή ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν απαντά παρά τη σχετική σύσταση του Οργανισμού εντός τριών μηνών από τη λήψη της σύστασης, ο Οργανισμός ενημερώνει την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για το θέμα και ζητεί τη θέση του σχετικά με την προαναφερόμενη σύσταση. Εάν οι παρεχόμενες απαντήσεις κρίνονται ανεπαρκείς ή εάν δεν δοθεί απάντηση από το κράτος μέλος εντός τριμήνου μετά τη λήψη του αιτήματος της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση εντός εξαμήνου.

6.   Ο Οργανισμός δικαιούται να διενεργεί προαναγγελθείσες ή αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στους κοινοποιημένους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης για την επαλήθευση ειδικών τομέων των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας τους και ιδίως για την επανεξέταση εγγράφων, πιστοποιητικών και μητρώων σχετικών με τα καθήκοντά τους που αναφέρονται στο άρθρο 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Στην περίπτωση διαπιστευμένων φορέων, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τους οικείους εθνικούς φορείς διαπίστευσης. Στην περίπτωση μη διαπιστευμένων οργανισμών αξιολόγησης της συμβατότητας, ο Οργανισμός συνεργάζεται με τις οικείες εθνικές αρχές που έχουν αναγνωρίσει τους οικείους κοινοποιημένους οργανισμούς. Οι επιθεωρήσεις είναι δυνατόν να διενεργούνται επί τούτω ή σύμφωνα με την πολιτική, τις μεθόδους εργασίας και τις διαδικασίες που καθορίζει ο Οργανισμός. Η διάρκεια επιθεώρησης δεν υπερβαίνει τις δύο ημέρες. Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης διευκολύνουν το έργο του προσωπικού του Οργανισμού. Ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος έκθεση για κάθε επιθεώρηση.

Άρθρο 35

Παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός, από κοινού με τους εθνικούς φορείς διερεύνησης, συλλέγει δεδομένα σχετικά με ατυχήματα και συμβάντα, λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή των εθνικών φορέων διερεύνησης στην ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

2.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις συνολικές επιδόσεις του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος ως προς την ασφάλεια. Ο Οργανισμός δύναται να ζητεί ιδίως τη συνδρομή των αναφερόμενων στο άρθρο 38 φορέων, μεταξύ άλλων, τη βοήθεια με τη μορφή της συλλογής δεδομένων και την πρόσβαση στα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός στηρίζεται επίσης στα στοιχεία που συγκεντρώνει η Eurostat και συνεργάζεται με αυτήν ώστε να αποφεύγεται η περιττή αλληλεπικάλυψη των εργασιών και να διασφαλίζεται η μεθοδολογική συνέπεια ανάμεσα στους ΚΔΑ και τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για τους άλλους τρόπους μεταφοράς.

3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός υποβάλλει συστάσεις για τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, ιδίως διευκολύνοντας τον συντονισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομής ή μεταξύ διαχειριστών υποδομής.

4.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την πρόοδο της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος. Υποβάλλει στην Επιτροπή και δημοσιεύει ανά διετία έκθεση σχετικά με την πρόοδο της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας στον ενιαίο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό χώρο.

5.   Ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση της υλοποίησης και της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα σιδηροδρόμων σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

6.   Ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή της Επιτροπής, παρέχει επισκόπηση του επιπέδου ασφάλειας και διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και θεσπίζει ειδικό εργαλείο προς τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΑΛΛΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 36

Προσωπικό των σιδηροδρόμων

1.   Ο Οργανισμός εκτελεί τα ενδεδειγμένα καθήκοντα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων, όπως αυτά καθορίζονται στα άρθρα 4, 22, 23, 25, 28, 33, 34, 35 και 37 της οδηγίας 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

2.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τον Οργανισμό να εκτελεί άλλα καθήκοντα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την οδηγία 2007/59/ΕΚ και να εκδίδει συστάσεις σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων που είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα ασφάλειας που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2007/59/ΕΚ.

3.   Ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για ζητήματα σχετικά με το προσωπικό των σιδηροδρόμων όσον αφορά τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 καθήκοντα. Ο Οργανισμός δύναται να προωθεί τη συνεργασία των εν λόγω αρχών, μεταξύ άλλων με την οργάνωση κατάλληλων συναντήσεων με τους αντιπροσώπους τους.

Άρθρο 37

Μητρώα και δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά

1.   Ο Οργανισμός συγκροτεί και τηρεί, κατά περίπτωση σε συνεργασία με τους αρμόδιους εθνικούς φορείς:

α)

το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

β)

το ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

2.   Ο Οργανισμός ενεργεί ως αρχή συστήματος για το σύνολο των μητρώων και των βάσεων δεδομένων που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797, την οδηγία (ΕΕ) 2016/798 και την οδηγία 2007/59/ΕΚ. Οι ενέργειές του στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

την εκπόνηση και την τήρηση των προδιαγραφών των μητρώων·

β)

τον συντονισμό των εξελίξεων στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μητρώα·

γ)

την παροχή καθοδήγησης σχετικά με τα μητρώα στους σχετικούς ενδιαφερόμενους·

δ)

την έκδοση συστάσεων προς την Επιτροπή σχετικά με βελτιώσεις των προδιαγραφών υφιστάμενων μητρώων, ενδεχομένως και με απλούστευση και διαγραφή των πλεοναζόντων πληροφοριακών στοιχείων, και τυχόν ανάγκη καθορισμού νέων, βάσει ανάλυσης κόστους-οφέλους.

3.   Ο Οργανισμός καθιστά διαθέσιμα στο κοινό τα ακόλουθα έγγραφα και μητρώα που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και στην οδηγία (ΕΕ) 2016/798:

α)

τις δηλώσεις επαλήθευσης υποσυστημάτων «ΕΚ»·

β)

τις δηλώσεις συμμόρφωσης στοιχείων διαλειτουργικότητας «ΕΚ» και τις δηλώσεις καταλληλότητας χρήσης στοιχείων διαλειτουργικότητας «ΕΚ»·

γ)

τις άδειες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 8 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

δ)

τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

ε)

τα πορίσματα ερευνών που αποστέλλονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

στ)

τους εθνικούς κανόνες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και το άρθρο 14 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ζ)

τα μητρώα οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, μεταξύ άλλων μέσω συνδέσμων με τα οικεία εθνικά μητρώα·

η)

τα μητρώα υποδομών, μεταξύ άλλων μέσω συνδέσμων με τα οικεία εθνικά μητρώα·

θ)

τα μητρώα που σχετίζονται με τις οντότητες που είναι αρμόδιες για τη συντήρηση και τους οργανισμούς πιστοποίησής τους·

ι)

το ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ια)

το μητρώο των αιτημάτων αλλαγών και προγραμματισμένων αλλαγών των προδιαγραφών του ERTMS, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

ιβ)

το μητρώο των αιτημάτων αλλαγών και προγραμματισμένων αλλαγών των ΤΠΔ γα τις τηλεπληροφορικές εφαρμογές για επιβατικές υπηρεσίες («TAP») και τις τηλεπληροφορικές εφαρμογές για μεταφορά φορτίων («TAF»), σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

ιγ)

το μητρώο σημάτων κατόχων οχημάτων που τηρεί ο Οργανισμός σύμφωνα με τις ΤΠΔ για τη διεξαγωγή και διαχείριση της κυκλοφορίας·

ιδ)

τις εκθέσεις ποιότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

4.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβίβαση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 συζητούνται και συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, με βάση σχέδιο που εκπονεί ο Οργανισμός.

5.   Όταν διαβιβάζονται τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί δύνανται να αναφέρουν ποια έγγραφα πρέπει να μην δημοσιοποιηθούν για λόγους ασφάλειας.

6.   Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των αδειών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου κοινοποιούν στον Οργανισμό κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση ή ανάκληση των εν λόγω αδειών, σύμφωνα με την οδηγία 2012/34/ΕΕ.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας που είναι αρμόδιες για την έκδοση των ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου κοινοποιούν στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση, περιορισμό ή ανάκληση των εν λόγω πιστοποιητικών.

7.   Ο Οργανισμός δύναται να περιλαμβάνει στη δημόσια βάση δεδομένων οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο ή σύνδεσμο που αφορά τους στόχους του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία δεδομένων.

Άρθρο 38

Συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας, των φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων

1.   Ο Οργανισμός συγκροτεί δίκτυο των εθνικών αρχών ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Ο Οργανισμός παρέχει υπηρεσίες γραμματείας στο δίκτυο.

2.   Ο Οργανισμός επικουρεί τους φορείς διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των φορέων διερεύνησης, ο Οργανισμός παρέχει γραμματεία, η οποία οργανώνεται χωριστά από τις λειτουργίες στο πλαίσιο του Οργανισμού σχετικά με την πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και τις εγκρίσεις για τη διάθεση οχημάτων στην αγορά.

3.   Στόχοι της συνεργασίας μεταξύ των φορέων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι, ιδίως:

α)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων·

β)

η προώθηση ορθών πρακτικών και η διάδοση των σχετικών γνώσεων·

γ)

παροχή στον Οργανισμό δεδομένων για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, ιδίως δεδομένων σχετικά με τους ΚΔΑ.

Ο Οργανισμός διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και των εθνικών φορέων διερεύνησης, ιδίως με τη διεξαγωγή κοινών συνεδριάσεων.

4.   Ο Οργανισμός μπορεί να συγκροτήσει δίκτυο των αντιπροσωπευτικών φορέων του σιδηροδρομικού τομέα που δρουν σε επίπεδο Ένωσης. Ο κατάλογος των φορέων αυτών καθορίζεται από την Επιτροπή. Ο Οργανισμός δύναται να παρέχει υπηρεσίες γραμματείας στο δίκτυο. Τα καθήκοντα του δικτύου είναι ιδίως:

α)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων·

β)

η προώθηση ορθών πρακτικών και η διάδοση των σχετικών γνώσεων·

γ)

η παροχή στον Οργανισμό δεδομένων για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

5.   Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου δίκτυα και φορείς δύνανται διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των σχεδίων γνωμών που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

6.   Ο Οργανισμός δύναται να συγκροτήσει άλλα δίκτυα με φορείς ή αρχές που είναι αρμόδιες για μέρος του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

7.   Η Επιτροπή δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις των αναφερόμενων στο παρόν άρθρο δικτύων.

Άρθρο 39

Επικοινωνία και διάδοση

Ο Οργανισμός κοινοποιεί και διαδίδει στους σχετικούς ενδιαφερόμενους πληροφορίες σχετικά με το ενωσιακό πλαίσιο του δικαίου για τους σιδηρόδρομους και την ανάπτυξη προτύπων και καθοδήγησης σύμφωνα με τα σχετικά σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο βάσει σχεδίου εκπονηθέντος από τον Οργανισμό. Το διοικητικό συμβούλιο επικαιροποιεί τακτικά τα εν λόγω σχέδια βασιζόμενο σε ανάλυση των αναγκών.

Άρθρο 40

Έρευνα και προώθηση της καινοτομίας

1.   Ο Οργανισμός συμβάλλει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας βάσει της διαδικασίας του άρθρου 52 παράγραφος 4, σε ερευνητικές δραστηριότητες για τους σιδηρόδρομους σε επίπεδο Ένωσης, μεταξύ άλλων με την υποστήριξη των σχετικών υπηρεσιών της Επιτροπής και των αντιπροσωπευτικών φορέων. Η συμβολή αυτή παρέχεται με την επιφύλαξη άλλων ερευνητικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δύναται να αναθέσει στον Οργανισμό το καθήκον της προώθησης της καινοτομίας με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, ιδίως της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφορικής, πληροφοριών για τα δρομολόγια και συστημάτων παρακολούθησης και εντοπισμού.

Άρθρο 41

Παροχή συνδρομής στην Επιτροπή

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας με στόχο τη βελτίωση του επιπέδου διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων και την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης για την ασφάλεια του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

Η συνδρομή αυτή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει την παροχή τεχνικών συμβουλών σε ζητήματα για τα οποία απαιτείται ειδική τεχνογνωσία και τη συλλογή πληροφοριών μέσω των αναφερόμενων στο άρθρο 38 δικτύων.

Άρθρο 42

Συνδρομή στην αξιολόγηση σιδηροδρομικών έργων

Με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ο Οργανισμός, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, εξετάζει, από άποψη ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, οποιοδήποτε έργο περιλαμβάνει τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση οποιουδήποτε υποσυστήματος για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για χρηματοδοτική στήριξη από την Ένωση.

Εντός περιόδου που συμφωνείται με την Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του έργου και τους διαθέσιμους πόρους, ο Οργανισμός γνωμοδοτεί σχετικά με το κατά πόσον το έργο συμμορφώνεται με τη σχετική νομοθεσία για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 43

Παροχή συνδρομής στα κράτη μέλη, τις υποψήφιες για ένταξη χώρες και τα ενδιαφερόμενα μέρη

1.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, των κρατών μελών, των υποψήφιων για ένταξη χωρών ή των αναφερόμενων στο άρθρο 38 δικτύων, ο Οργανισμός συμμετέχει σε δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες κατάλληλες δραστηριότητες σχετικά με την εφαρμογή και την επεξήγηση της νομοθεσίας για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων και τα σχετικά προϊόντα του Οργανισμού, λόγου χάρη μητρώα, οδηγοί εφαρμογής και συστάσεις.

2.   Η φύση και η έκταση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων επιπτώσεων επί των πόρων, αποφασίζονται από το διοικητικό συμβούλιο και περιλαμβάνονται στο έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού. Οι δαπάνες της συνδρομής αναλαμβάνονται από τους αιτούντες, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά.

Άρθρο 44

Διεθνείς σχέσεις

1.   Στον βαθμό που είναι απαραίτητο για να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, ο Οργανισμός δύναται να ενισχύει τη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς βάσει συναπτόμενων συμφωνιών και να αναπτύσσει επαφές και να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές αρχές τρίτων χωρών που είναι αρμόδιες για θέματα υπαγόμενα σε δραστηριότητες του Οργανισμού, προκειμένου να συμβαδίζει με τις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις και να διασφαλίζει την προαγωγή της νομοθεσίας και των προτύπων της Ένωσης για τους σιδηρόδρομους.

2.   Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ένωση και τα κράτη μέλη της και δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τις εν λόγω εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και διοικητικές αρχές τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις και συνεργασία συζητούνται εκ των προτέρων με την Επιτροπή και αποτελούν αντικείμενο εκθέσεων που υποβάλλονται τακτικά στην Επιτροπή. Οι διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις αυτές γνωστοποιούνται δεόντως στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει στρατηγική σχέσεων με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς σχετικά με ζητήματα για τα οποία είναι αρμόδιος ο Οργανισμός. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνεται στο έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού με προσδιορισμό των σχετικών πόρων.

Άρθρο 45

Συντονισμός σχετικά με ανταλλακτικά

Ο Οργανισμός συμβάλλει στον εντοπισμό πιθανών εναλλάξιμων ανταλλακτικών που πρέπει να τυποποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των κύριων διεπαφών για τέτοιου είδους ανταλλακτικά. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός δύναται να συστήσει ομάδα εργασίας για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των σχετικών συμφεροντούχων και δύναται να καθιερώσει επαφές με ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης. Ο Οργανισμός υποβάλλει κατάλληλες συστάσεις στην Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 46

Δομή διοίκησης και διαχείρισης

Η δομή διοίκησης και διαχείρισης του Οργανισμού περιλαμβάνει:

α)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 51·

β)

εκτελεστικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 53·

γ)

εντεταλμένο διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 54·

δ)

ένα ή περισσότερα τμήματα προσφυγών, τα οποία ασκούν τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στα άρθρα 58 έως 62.

Άρθρο 47

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής, καθένας εκ των οποίων έχει δικαίωμα ψήφου.

Το διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει επίσης έξι αντιπροσώπους χωρίς δικαίωμα ψήφου, οι οποίοι εκπροσωπούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα εξής ενδιαφερόμενα μέρη:

α)

τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις·

β)

τους διαχειριστές υποδομής·

γ)

τη σιδηροδρομική βιομηχανία·

δ)

τις συνδικαλιστικές οργανώσεις·

ε)

τους επιβάτες·

στ)

τους πελάτες των εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών.

Για καθένα από τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή ορίζει έναν αντιπρόσωπο και έναν αναπληρωτή βάσει καταλόγου τεσσάρων ονομάτων που υποβάλλουν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές οργανώσεις.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κριτήριο τις γνώσεις τους σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες του Οργανισμού, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ικανοτήτων τους στη διαχείριση, τη διοίκηση και την κατάρτιση προϋπολογισμού. Όλα τα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζουν την εναλλαγή των αντιπροσώπων τους στο διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέχεια του έργου του διοικητικού συμβουλίου. Όλα τα μέρη στοχεύουν στην επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης και των δύο φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους που αντικαθιστούν τα μέλη κατά την απουσία τους.

4.   Η θητεία των μελών είναι τετραετής και ανανεώσιμη.

5.   Όταν χρειάζεται, η συμμετοχή αντιπροσώπων τρίτων χωρών και οι προϋποθέσεις για την εν λόγω συμμετοχή καθορίζονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 75.

Άρθρο 48

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει, με την πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, πρόεδρο από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών και αναπληρωτή πρόεδρο από τα μέλη του.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο σε περίπτωση που ο πρόεδρος αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Η θητεία του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τετραετής και ανανεώσιμη άπαξ. Ωστόσο, εάν παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει επίσης αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

Άρθρο 49

Συνεδριάσεις

1.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου διεξάγονται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του και συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού συμμετέχει στις συνεδριάσεις, εκτός εάν η συμμετοχή του ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τον πρόεδρο, ή εάν το διοικητικό συμβούλιο πρόκειται να λάβει απόφαση σχετικά με το άρθρο 70, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο θ).

Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε άτομο η γνώμη του οποίου μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, προκειμένου να παραστεί ως παρατηρητής σε συγκεκριμένα σημεία της ημερήσιας διάταξης συνεδριάσεών του.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επίσης συνεδριάζει με πρωτοβουλία του προέδρου ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, της πλειονότητας των μελών του ή του ενός τρίτου των αντιπροσώπων των κρατών μελών στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Όταν ανακύπτει θέμα εμπιστευτικότητας ή σύγκρουσης συμφερόντων, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να εξετάσει συγκεκριμένα σημεία της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία των ενδιαφερομένων μελών. Αυτό δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών και της Επιτροπής να εκπροσωπούνται από τα αναπληρωματικά μέλη ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου ορίζονται λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή αυτής της διάταξης.

Άρθρο 50

Ψηφοφορία

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

Άρθρο 51

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Για να εξασφαλίζεται η εκτέλεση των καθηκόντων του Οργανισμού, το διοικητικό συμβούλιο:

α)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Οργανισμού κατά το προηγούμενο έτος και την αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιοποιεί·

β)

εγκρίνει σε ετήσια βάση, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής και σύμφωνα με το άρθρο 52, το έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού·

γ)

εγκρίνει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό του Οργανισμού και ασκεί άλλα καθήκοντα σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10·

δ)

καθορίζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκ μέρους του εντεταλμένου διευθυντή·

ε)

θεσπίζει πολιτική, μεθόδους εργασίας και διαδικασίες σχετικά με τις επισκέψεις, τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις δυνάμει των άρθρων 11, 33 και 34·

στ)

καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό του·

ζ)

εγκρίνει και επικαιροποιεί τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 39·

η)

με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ασκεί έναντι του προσωπικού του Οργανισμού τις εξουσίες που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» και «καθεστώς λοιπού προσωπικού»), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (23) στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή αντίστοιχα·

θ)

λαμβάνει δεόντως τεκμηριωμένες αποφάσεις αναφορικά με την άρση ασυλίας σύμφωνα προς το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 για τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

ι)

υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή τους κανόνες εφαρμογής για τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, εφόσον διαφέρουν από εκείνους που θεσπίζονται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ια)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και, κατά περίπτωση, παρατείνει τη θητεία του ή τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 68·

ιβ)

διορίζει τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 53·

ιγ)

εγκρίνει εντολή για τα καθήκοντα του εκτελεστικού συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 53·

ιδ)

εκδίδει τις αποφάσεις που σχετίζονται με τις ρυθμίσεις του άρθρου 75 παράγραφος 2·

ιε)

διορίζει και παύει τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 55 και το άρθρο 56 παράγραφος 4·

ιστ)

εκδίδει απόφαση στην οποία καθορίζονται κανόνες για την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 69·

ιζ)

καθορίζει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία είναι ανάλογη των κινδύνων απάτης, λαμβανομένης υπόψη ανάλυσης κόστους-οφέλους των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν·

ιη)

μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, ελέγχοντας ότι ο εκτελεστικός διευθυντής αναλαμβάνει τις κατάλληλες δράσεις·

ιθ)

θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και των τμημάτων προσφυγών και τους συμμετέχοντες στις ομάδες εργασίας και τις ομάδες που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, καθώς και το λοιπό προσωπικό που δεν υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τις δηλώσεις συμφερόντων και, κατά περίπτωση, για την περίοδο μετά την έξοδο από την υπηρεσία·

κ)

εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και τον κατάλογο με τα κύρια στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμφωνίες συνεργασίας που πρόκειται να συναφθούν μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 76·

κα)

εγκρίνει πρότυπο πλαίσιο για τον οικονομικό επιμερισμό των τελών και επιβαρύνσεων που καταβάλλουν οι αιτούντες τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2, για τους σκοπούς των άρθρων 14, 20 και 21·

κβ)

θεσπίζει τις διαδικασίες για τη συνεργασία του Οργανισμού και του προσωπικού του σε εθνικές δικαστικές διαδικασίες·

κγ)

εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ομάδων εργασίας και των άλλων ομάδων, καθώς και κλίμακες για τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των μελών τους κατά το άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 9·

κδ)

διορίζει παρατηρητή μεταξύ των μελών του, προκειμένου να παρακολουθεί τη διαδικασία επιλογής της Επιτροπής για τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή·

κε)

θεσπίζει κατάλληλους κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 1 (24), σύμφωνα προς τους κανόνες περί ψηφοφορίας που ορίζονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του άρθρου 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους, με την οποία αναθέτει στον εντεταλμένο διευθυντή τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και ορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να ανασταλεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών. Ο εκτελεστικός διευθυντής εξουσιοδοτείται να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω αρμοδιότητες. Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εν λόγω περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών.

Κατά την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, όταν είναι αναγκαίο σε άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, να αποφασίσει να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση των εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εντεταλμένο διευθυντή και των εξουσιών τις οποίες έχει μεταβιβάσει ο εκτελεστικός διευθυντής και να ασκεί το ίδιο τις εν λόγω εξουσίες ή να τις αναθέσει σε μέλος του ή σε μέλος του προσωπικού, πλην του εκτελεστικού διευθυντή. Το μέλος στο οποίο ανατίθενται οι εξουσίες αυτές παρουσιάζει έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εν λόγω μεταβίβαση εξουσιών.

Άρθρο 52

Έγγραφα προγραμματισμού

1.   Το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού εγκρίνει έως την 30ή Νοεμβρίου κάθε έτους το έγγραφο προγραμματισμού που περιέχει ετήσια και πολυετή προγράμματα, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, και το διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και τα αναφερόμενα στο άρθρο 38 δίκτυα. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών καθορίζει τις ενέργειες που θα εκτελέσει ο Οργανισμός στη διάρκεια του επόμενου έτους.

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις προσήκουσες διαδικασίες που θα εφαρμόζονται για την έγκριση του εγγράφου προγραμματισμού, περιλαμβανομένης και της διαβούλευσης με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους.

2.   Το έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εάν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του εγγράφου προγραμματισμού, ότι διαφωνεί με το έγγραφο αυτό, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, εντός διμήνου, σε δεύτερη ανάγνωση είτε με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου, συμπεριλαμβανομένων όλων των αντιπροσώπων της Επιτροπής, είτε με ομοφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

3.   Στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού προσδιορίζονται οι στόχοι κάθε δραστηριότητας. Κατά κανόνα, κάθε δραστηριότητα συνδέεται με σαφήνεια με τους δημοσιονομικούς και ανθρώπινους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεσή της, σύμφωνα με τις αρχές της κατάρτισης προϋπολογισμού και διαχείρισης βάσει δραστηριοτήτων και τη διαδικασία έγκαιρης εκτίμησης επιπτώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.

4.   Όταν ανατίθεται στον Οργανισμό νέο καθήκον, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί, εάν απαιτείται, το εγκεκριμένο έγγραφο προγραμματισμού. Η συμπερίληψη του εν λόγω νέου καθήκοντος υπόκειται σε ανάλυση των επιπτώσεών του στο ανθρώπινο δυναμικό και στον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 και είναι δυνατόν να υπόκειται σε απόφαση αναβολής άλλων καθηκόντων.

5.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, συμπεριλαμβανομένων των στόχων, των αναμενόμενων αποτελεσμάτων και των δεικτών απόδοσης. Καθορίζει επίσης τον προγραμματισμό των πόρων, συμπεριλαμβανομένου του πολυετούς προϋπολογισμού και του προγραμματισμού ανθρώπινων πόρων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να γνωμοδοτήσει σχετικά με το σχέδιο του πολυετούς προγράμματος εργασιών.

Ο προγραμματισμός των πόρων ενημερώνεται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως δε σύμφωνα με την έκβαση της αξιολόγησης και επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Άρθρο 53

Εκτελεστικό συμβούλιο

1.   Το διοικητικό συμβούλιο επικουρείται από εκτελεστικό συμβούλιο.

2.   Το εκτελεστικό συμβούλιο προετοιμάζει αποφάσεις προς έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο. Όταν είναι απαραίτητο, για λόγους επείγουσας ανάγκης, λαμβάνει ορισμένες προσωρινές αποφάσεις εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως σε διοικητικά ζητήματα και θέματα που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό, εφόσον λάβει εντολή από το διοικητικό συμβούλιο.

Μαζί με το διοικητικό συμβούλιο, το εκτελεστικό συμβούλιο μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και τις συστάσεις που προκύπτουν από έρευνες της OLAF και τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, μεταξύ άλλων με τις κατάλληλες ενέργειες του εκτελεστικού διευθυντή.

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού διευθυντή, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 54, το εκτελεστικό συμβούλιο επικουρεί και συμβουλεύει τον εκτελεστικό διευθυντή στην εφαρμογή των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να ενισχύεται η εποπτεία της διοικητικής διεύθυνσης και της διαχείρισης του προϋπολογισμού.

3.   Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τα ακόλουθα μέλη:

α)

τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου·

β)

τέσσερις από τους άλλους εκπροσώπους των κρατών μελών στο διοικητικό συμβούλιο· και

γ)

έναν από τους εκπροσώπους της Επιτροπής στο διοικητικό συμβούλιο.

Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί ως πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου.

Οι τέσσερις εκπρόσωποι των κρατών μελών και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τις σχετικές τους δεξιότητες και την πείρα τους. Κατά τον διορισμό τους, το διοικητικό συμβούλιο επιδιώκει την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Η θητεία των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου είναι ίδια με τη θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο λάβει απόφαση για βραχύτερη θητεία.

5.   Το εκτελεστικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες και, ει δυνατόν, όχι λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου συγκαλεί επιπλέον συνεδριάσεις κατόπιν αιτήματος των μελών του ή του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό του εκτελεστικού συμβουλίου, ενημερώνεται τακτικά για τις εργασίες του εκτελεστικού συμβουλίου και έχει πρόσβαση στα έγγραφά του.

Άρθρο 54

Καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο Οργανισμός διοικείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του, ο οποίος είναι εντελώς ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για τις δραστηριότητές του.

2.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου ή του εκτελεστικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβερνήσεις ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3.   Όταν του ζητηθεί, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Οργανισμού και εκδίδει αποφάσεις, συστάσεις, γνωμοδοτήσεις και άλλες επίσημες πράξεις του Οργανισμού.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διοικητική διεύθυνση του Οργανισμού και την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Συγκεκριμένα, ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για:

α)

την καθημερινή διοίκηση του Οργανισμού·

β)

την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο·

γ)

την κατάρτιση του εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

δ)

την εφαρμογή του εγγράφου προγραμματισμού και, στο μέτρο του δυνατού, την ανταπόκριση σε αιτήματα της Επιτροπής για παροχή συνδρομής σε σχέση με τα καθήκοντα του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ε)

την κατάρτιση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης σχετικά με τις δραστηριότητες του Οργανισμού, η οποία περιλαμβάνει τη δήλωση του διατάκτη που αναφέρει κατά πόσον έχει εύλογη βεβαιότητα σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 και το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση·

στ)

τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, ιδίως την έκδοση των εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και τη δημοσίευση εντολών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο Οργανισμός λειτουργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ζ)

την καθιέρωση αποτελεσματικού συστήματος παρακολούθησης που επιτρέπει τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του Οργανισμού με τους επιχειρησιακούς στόχους του και την καθιέρωση συστήματος τακτικής αξιολόγησης που να ανταποκρίνεται σε αναγνωρισμένα επαγγελματικά πρότυπα·

η)

την κατάρτιση, σε ετήσια βάση, σχεδίου γενικής έκθεσης βάσει των συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο·

θ)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 64 και την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 65·

ι)

τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την παρακολούθηση των εργασιών των δικτύων των εθνικών αρχών ασφάλειας, των φορέων διερεύνησης και των αντιπροσωπευτικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 38·

ια)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης με βάση τα συμπεράσματα των εσωτερικών ή των εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και των αξιολογήσεων, καθώς και των ερευνών της OLAF, και την υποβολή στην Επιτροπή έκθεσης προόδου δύο φορές κατ' έτος και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο·

ιβ)

την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και οποιωνδήποτε άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, εάν εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εάν ενδείκνυται, μέσω αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων·

ιγ)

τη χάραξη στρατηγικής του Οργανισμού για την καταπολέμηση της απάτης και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

ιδ)

την κατάρτιση του σχεδίου οικονομικού κανονισμού του Οργανισμού, ο οποίος εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 66, και των εκτελεστικών κανόνων του·

ιε)

τη σύναψη, εκ μέρους του Οργανισμού, συμφωνιών συνεργασίας με τις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 76.

Άρθρο 55

Σύσταση και σύνθεση των τμημάτων προσφυγών

1.   Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο Οργανισμός συστήνει ένα ή περισσότερα τμήματα προσφυγών αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγών και διαιτησίας που αναφέρονται στα άρθρα 58 και 61.

2.   Κάθε τμήμα προσφυγών απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και δύο άλλα μέλη. Όταν απουσιάζουν ή σε περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων, τα εν λόγω πρόσωπα αντιπροσωπεύονται από αναπληρωτές.

3.   Η σύσταση και η σύνθεση εκάστου τμήματος προσφυγών αποφασίζεται κατά περίπτωση. Εναλλακτικώς, ένα τμήμα προσφυγών μπορεί να συσταθεί ή ως μόνιμο όργανο για θητεία κατά μέγιστον τετραετή. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

α)

η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο εμπειρογνωμόνων με τα κατάλληλα προσόντα βάσει των σχετικών ικανοτήτων και της εμπειρίας τους, χρησιμοποιώντας ανοικτή διαδικασία επιλογής·

β)

το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο, τα λοιπά μέλη και τους αναπληρωτές τους από τον κατάλογο του στοιχείου α). Όταν το τμήμα προσφυγών δεν συστήνεται ως μόνιμο όργανο, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της προσφυγής ή της διαιτησίας και αποφεύγει οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 57.

4.   Το τμήμα προσφυγών δύναται να ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο να διορίσει δύο επιπρόσθετα μέλη και τους αναπληρωτές τους από τον αναφερόμενο στην παράγραφο 3 στοιχείο α) κατάλογο, όταν κρίνει ότι το απαιτεί η φύση της προσφυγής.

5.   Κατόπιν προτάσεως του Οργανισμού και κατόπιν διαβούλευσης με το διοικητικό συμβούλιο, η Επιτροπή καθορίζει τον εσωτερικό κανονισμό των τμημάτων προσφυγών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ψηφοφορίας, των διαδικασιών για την άσκηση προσφυγής και των προϋποθέσεων επιστροφής των εξόδων των μελών τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 3.

6.   Τα τμήματα προσφυγών μπορούν να ζητούν τη γνώμη εμπειρογνωμόνων των οικείων κρατών μελών, ιδίως προκειμένου να διευκρινίζεται η σχετική εθνική νομοθεσία, κατά την αρχική φάση εξέτασης της διαδικασίας.

Άρθρο 56

Μέλη των τμημάτων προσφυγών

1.   Σε περίπτωση μόνιμου τμήματος προσφυγών, η θητεία των μελών και των αναπληρωτών του περιορίζεται σε περίοδο τεσσάρων ετών και δύναται να ανανεωθεί άπαξ. Στις λοιπές περιπτώσεις, η θητεία περιορίζεται στη διάρκεια της προσφυγής ή της διαιτησίας.

2.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών είναι ανεξάρτητα από όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην προσφυγή ή τη διαιτησία και δεν επιτρέπεται να ασκούν άλλα καθήκοντα εντός του Οργανισμού. Κατά τις συσκέψεις και τις αποφάσεις τους, δεν δεσμεύονται από εντολές και δεν υπόκεινται σε καμία σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν ανήκουν στο προσωπικό του Οργανισμού και αμείβονται για την πραγματική συμμετοχή τους σε συγκεκριμένη προσφυγή ή διαιτησία.

4.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν να ανακαλούνται στη διάρκεια της θητείας τους, εκτός και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για μια τέτοια ανάκληση και το διοικητικό συμβούλιο λάβει απόφαση προς τούτο.

5.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν είναι δυνατόν να διαγράφονται από τον κατάλογο των εμπειρογνωμόνων με τα κατάλληλα προσόντα στη διάρκεια της θητείας τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι προς τούτο και η Επιτροπή λάβει σχετική απόφαση.

Άρθρο 57

Αποκλεισμός και εξαίρεση

1.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν δύνανται να συμμετέχουν στην εκδίκαση προσφυγής ή διαιτησίας στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι διαδίκου ή εάν συνέπραξαν στη λήψη της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

2.   Όταν ένα μέλος τμήματος προσφυγών θεωρεί ότι το ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο μέλος δεν αρμόζει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής ή διαιτησίας, για οποιονδήποτε από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 λόγους ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, το εν λόγω μέλος ενημερώνει το τμήμα προσφυγών, το οποίο αποφασίζει για τον αποκλεισμό του σχετικού προσώπου βάσει των κανόνων που θεσπίζει το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 1 στοιχείο ιθ).

3.   Κάθε διάδικος της διαδικασίας προσφυγής ή διαιτησίας δύναται να εκφράσει αντιρρήσεις, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 55 παράγραφος 5, σχετικά με κάθε μέλος του τμήματος προσφυγών για οποιονδήποτε από τους λόγους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή αν το εν λόγω μέλος εγείρει υπόνοια μεροληψίας. Η εξαίρεση δεν επιτρέπεται να βασίζεται στην ιθαγένεια του ενδιαφερόμενου μέλους.

4.   Η αντίρρηση κατά την παράγραφο 3 είναι παραδεκτή μόνο αν υποβληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών ή, σε περίπτωση που τα στοιχεία που αιτιολογούν την αντίρρηση γίνουν γνωστά μετά την έναρξη της διαδικασίας, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό του τμήματος προσφυγών. Η αντίρρηση κοινοποιείται στο οικείο μέλος του τμήματος προσφυγών, το οποίο δηλώνει εάν συμφωνεί να αποκλειστεί. Εάν δεν συμφωνεί, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται εντός των προβλεπομένων στον εσωτερικό κανονισμό του προθεσμιών ή, σε περίπτωση που το μέλος δεν απαντήσει, μετά τη λήξη της προθεσμίας που του έχει δοθεί για να απαντήσει.

5.   Τα τμήματα προσφυγών αποφασίζουν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους. Για τους σκοπούς της λήψης της απόφασης αυτής, το οικείο μέλος αντικαθίσταται στο τμήμα προσφυγών από τον αναπληρωτή του. Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνεται για τις αποφάσεις που λαμβάνει το τμήμα προσφυγών.

Άρθρο 58

Προσφυγές κατά αποφάσεων και παραλείψεων

1.   Είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον τμήματος προσφυγών κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20, 21 και 22 ή εάν ο Οργανισμός δεν ενεργήσει εντός των ισχυουσών προθεσμιών, μετά την ολοκλήρωση της προδικαστικής αναθεώρησης που αναφέρεται στο άρθρο 60.

2.   Η προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων μερών, το τμήμα προσφυγών δύναται να αποφασίσει ότι η συγκεκριμένη προσφυγή πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εφόσον κρίνει ότι οι περιστάσεις, όπως οι επιπτώσεις για την ασφάλεια, το επιτρέπουν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών αιτιολογεί την απόφασή του.

Άρθρο 59

Πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή, προθεσμία και τύπος

1.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά απόφασης του Οργανισμού που του απευθύνεται σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21, ή που το αφορά άμεσα και προσωπικά ή αν ο Οργανισμός δεν ενεργήσει εντός των προθεσμιών που ισχύουν.

2.   Η προσφυγή, μαζί με το υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της, υποβάλλεται εγγράφως στον Οργανισμό σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 5, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση του μέτρου στον ενδιαφερόμενο ή, εάν το μέτρο δεν κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, εντός δύο μηνών από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του εν λόγω μέτρου.

Προσφυγές που αφορούν την παράλειψη απόφασης υποβάλλονται εγγράφως στον Οργανισμό εντός δύο μηνών από την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο σχετικό άρθρο.

Άρθρο 60

Προδικαστική αναθεώρηση

1.   Εάν ο Οργανισμός κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφαση ή την παράλειψη που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1. Αυτό δεν ισχύει εφόσον η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή θίγει άλλο διάδικο που ενέχεται στις διαδικασίες της προσφυγής.

2.   Αν η απόφαση δεν διορθωθεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή της προσφυγής, ο Οργανισμός αποφασίζει αμέσως αν θα αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης και παραπέμπει την προσφυγή σε ένα από τα τμήματα προσφυγών.

Άρθρο 61

Διαδικασία διαιτησίας

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και μιας ή περισσότερων εθνικών αρχών ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 7 και το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 10 παράγραφος 7 και το άρθρο 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, το οικείο τμήμα προσφυγών ενεργεί ως διαιτητής, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης εθνικής αρχής ασφάλειας ή των ενδιαφερόμενων εθνικών αρχών ασφάλειας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών αποφασίζει εάν θα συμφωνήσει με τη θέση του Οργανισμού.

Άρθρο 62

Εξέταση και εκδίκαση προσφυγών και διαιτησία

1.   Το τμήμα προσφυγών αποφασίζει εντός τριών μηνών από την υποβολή της προσφυγής αν θα εγκρίνει ή θα απορρίψει την εν λόγω προσφυγή. Όταν εξετάζει προσφυγή ή ενεργεί ως διαιτητής, το τμήμα προσφυγών ενεργεί εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του. Καλεί τους διαδίκους, όποτε απαιτείται, να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Η ακρόαση των διαδίκων στη διαδικασία προσφυγής είναι δυνατόν να πραγματοποιείται προφορικά.

2.   Όσον αφορά τη διαιτησία, ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική του απόφαση βάσει των διαδικασιών του άρθρου 21 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και του άρθρου 10 παράγραφος 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

3.   Σε περίπτωση που το τμήμα προσφυγών κρίνει βάσιμους τους λόγους άσκησης της προσφυγής, παραπέμπει την υπόθεση στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική απόφασή του σύμφωνα με τα πορίσματα του τμήματος προσφυγών και αιτιολογεί την εν λόγω απόφαση. Ο Οργανισμός ενημερώνει αναλόγως τους διαδίκους της διαδικασίας προσφυγής.

Άρθρο 63

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ακύρωση αποφάσεων του Οργανισμού, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 14, 20 και 21, ή για παράλειψη δράσης εντός των χρονικών ορίων που ισχύουν επιτρέπεται μόνο αφού εξαντληθούν όλες οι διαδικασίες προσφυγής εντός του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 58.

2.   Ο Οργανισμός λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 64

Προϋπολογισμός

1.   Καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για κάθε οικονομικό έτος, που συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα του Οργανισμού συνίστανται σε:

α)

συνεισφορά από την Ένωση και επιδοτήσεις από οργανισμούς της Ένωσης·

β)

συνεισφορές τρίτων χωρών που συμμετέχουν στο έργο του Οργανισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 75·

γ)

τέλη που καταβάλλουν οι αιτούντες και οι κάτοχοι των πιστοποιητικών και εγκρίσεων που εκδίδει ο Οργανισμός σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21·

δ)

επιβαρύνσεις για τις δημοσιεύσεις, την εκπαίδευση και κάθε άλλη υπηρεσία που παρέχει ο Οργανισμός·

ε)

οποιαδήποτε εθελοντική χρηματοδοτική συνεισφορά κρατών μελών, τρίτων χωρών ή άλλων φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεισφορά αυτή είναι διαφανής, σημειώνεται με σαφήνεια στον προϋπολογισμό και δεν θίγει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του Οργανισμού.

3.   Οι δαπάνες του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού και διοίκησης και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

4.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

5.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε σχέδιο που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή σύμφωνα με την αρχή της κατάρτισης προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων, καταρτίζει κατάσταση προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. Το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου, το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει στην Επιτροπή την εν λόγω κατάσταση προβλέψεων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται προσχέδιο οργανογράμματος.

6.   Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την κατάσταση προβλέψεων, μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες όσον αφορά το οργανόγραμμα και το ύψος της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, καταθέτει δε το προσχέδιο αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 314 ΣΛΕΕ, μαζί με περιγραφή και αιτιολόγηση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της κατάστασης προβλέψεων του Οργανισμού και της επιδότησης από τον γενικό προϋπολογισμό.

8.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για τη συνεισφορά στον Οργανισμό. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα του Οργανισμού.

9.   Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Προσαρμόζεται δεόντως, όταν είναι αναγκαίο.

10.   Για κάθε έργο σχετικό με ακίνητα που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Οργανισμού εφαρμόζεται το άρθρο 203 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

Άρθρο 65

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Έως την 1η Μαρτίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος του Οργανισμού κοινοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

3.   Έως την 31η Μαρτίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο, συνοδευόμενους από έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Η έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς κατ' εφαρμογή του άρθρου 287 ΣΛΕΕ. Δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, ο υπόλογος καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής τούς υποβάλλει προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού.

6.   Έως την 1η Ιουλίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο υπόλογος διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο τους οριστικούς λογαριασμούς, μαζί με τη γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί του Οργανισμού δημοσιεύονται.

8.   Έως την 30ή Σεπτεμβρίου μετά το λήξαν οικονομικό έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

10.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 66

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, εκτός εάν η εν λόγω απόκλιση απαιτείται ρητά για τη λειτουργία του Οργανισμού και η Επιτροπή έχει δώσει προηγουμένως τη συναίνεσή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 67

Γενικές διατάξεις

1.   Στο προσωπικό του Οργανισμού εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 51 παράγραφος 1 στοιχείο ι), οι εκτελεστικοί κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, περιλαμβανομένων των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Ο Οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα, μεταξύ άλλων μέσω στρατηγικών κατάρτισης και πρόληψης, για την οργάνωση των υπηρεσιών του με τρόπο που να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 68

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση αξιοκρατικά κριτήρια, τεκμηριωμένες διοικητικές και διαχειριστικές δεξιότητες και τις σχετικές γνώσεις και την πείρα του στον τομέα των μεταφορών, από κατάλογο τριών τουλάχιστον υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, ύστερα από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής, μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης κενής θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλες εκδόσεις, όπως απαιτείται. Προτού ληφθεί η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ο παρατηρητής που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κδ) υποβάλει έκθεση με θέμα τη διαδικασία.

Για τη σύναψη της σύμβασης πρόσληψης του εκτελεστικού διευθυντή, ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

Προτού διοριστεί, ο επιλεγμένος από το διοικητικό συμβούλιο υποψήφιος είναι δυνατόν να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Στο τέλος της περιόδου αυτής, η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού διευθυντή και των μελλοντικών καθηκόντων και προκλήσεων του Οργανισμού.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που λαμβάνει υπόψη την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 αξιολόγηση, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για μέγιστη περίοδο πέντε ετών.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή. Στη διάρκεια του μήνα πριν από την εν λόγω παράταση, είναι δυνατόν να κληθεί ο εκτελεστικός διευθυντής να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

6.   Εκτελεστικός διευθυντής η θητεία του οποίου έχει παραταθεί δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει σε άλλη διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση μετά την εν λόγω παράταση της θητείας.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής επιτρέπεται να παυθεί των καθηκόντων του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των μελών του.

Άρθρο 69

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

Ο Οργανισμός δύναται να χρησιμοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή λοιπό προσωπικό μη απασχολούμενο στον Οργανισμό σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων ή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Με την επιφύλαξη των κανόνων που ορίζονται στη σχετική απόφαση της Επιτροπής περί απόσπασης εθνικών εμπειρογνωμόνων η οποία εφαρμόζεται στον Οργανισμό, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει απόφαση με την οποία καθορίζονται οι κανόνες για την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων και για τους σχετικούς περιορισμούς σε περιπτώσεις όπου υφίσταται το ενδεχόμενο υπονόμευσης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των εθνικών εμπειρογνωμόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 70

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στον Οργανισμό και το προσωπικό του.

Άρθρο 71

Συμφωνία για την έδρα και συνθήκες λειτουργίας

1.   Όταν δεν έχουν ακόμα τεθεί σε εφαρμογή ή δεν έχουν ακόμα παρασχεθεί με γραπτή συμφωνία οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση του Οργανισμού στο κράτος μέλος υποδοχής και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να τεθούν στη διάθεσή του από το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό του Οργανισμού και τα μέλη των οικογενειών τους, συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού και του κράτους μέλους υποδοχής επί του συνόλου αυτών των στοιχείων, σύμφωνα με την έννομη τάξη του κράτους μέλους υποδοχής και μετά την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, και το αργότερο στις 16 Ιουνίου 2017. Η συμφωνία αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή συμφωνίας σχετικά με την έδρα.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 72

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, κάθε ζημία που προξενούν οι υπηρεσίες ή οι υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις διαφορές οι οποίες αφορούν τις αποζημιώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 73

Συνεργασία με τις εθνικές δικαστικές αρχές

Σε περίπτωση εθνικών δικαστικών διαδικασιών όπου ενέχεται ο Οργανισμός λόγω άσκησης των καθηκόντων του σύμφωνα με το άρθρο 19 και το άρθρο 21 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και το άρθρο 10 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, ο Οργανισμός και το προσωπικό του συνεργάζονται με τις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις προσήκουσες διαδικασίες που θα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κβ).

Άρθρο 74

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Για τον Οργανισμό ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1. Εφόσον απαιτείται, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

Εφόσον το ζητήσει μέλος του διοικητικού συμβουλίου, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ομοφωνία.

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών στο έργο του Οργανισμού

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 44, ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συμμετοχή τρίτων χωρών, ιδίως των χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας, των χωρών που καλύπτονται από την πολιτική διεύρυνσης και των χωρών της ΕΖΕΣ που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ένωση σύμφωνα με τις οποίες οι οικείες χώρες έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο ή ισοδύναμα εθνικά μέτρα, στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 218 ΣΛΕΕ.

2.   Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο Οργανισμός και οι οικείες τρίτες χώρες συνομολογούν ρυθμίσεις για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη συμμετοχή των εν λόγω τρίτων χωρών στις εργασίες του Οργανισμού, ιδίως όσον αφορά τη φύση και την έκταση της εν λόγω συμμετοχής. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν διατάξεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά και το προσωπικό. Είναι δυνατόν να προβλέπουν εκπροσώπηση των οικείων τρίτων χωρών στο διοικητικό συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο Οργανισμός υπογράφει τις ρυθμίσεις αφού λάβει τη συναίνεση της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 76

Συνεργασία με εθνικές αρχές και φορείς

1.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 14, 20 και 21, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κ).

2.   Οι συμφωνίες συνεργασίας μπορεί να είναι ειδικές συμφωνίες ή συμφωνίες-πλαίσια και να αφορούν μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας. Οι εν λόγω συμφωνίες περιέχουν αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων και των όρων των παραδοτέων, καθορίζουν τις προθεσμίες παράδοσής τους και προσδιορίζουν τον τρόπο επιμερισμού των τελών που οφείλει να καταβάλει ο αιτών μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας. Ο εν λόγω επιμερισμός λαμβάνει υπόψη το πρότυπο-πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο κα).

3.   Οι συμφωνίες συνεργασίας μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν ειδικές συμφωνίες συνεργασίας στην περίπτωση δικτύων που απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη λόγω γεωγραφικών ή ιστορικών λόγων, με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους για τον αιτούντα. Στην περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης, αυτές οι ειδικές συμφωνίες συνεργασίας είναι δυνατό να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων.

4   Στην περίπτωση των εν λόγω κρατών μελών τα σιδηροδρομικά δίκτυα των οποίων έχουν εύρος σιδηροτροχιάς που είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης και έχουν πανομοιότυπες τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις με τις γειτονικές τρίτες χώρες, η πολυμερής συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει όλες τις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ασφάλειας στα εν λόγω κράτη μέλη όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και στο άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

5.   Οι συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται προτού ο Οργανισμός εκτελέσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4.

6.   Ο Οργανισμός δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με άλλες εθνικές αρχές και αρμόδιους φορείς όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 14, 20 και 21.

7.   Οι συμφωνίες συνεργασίας ισχύουν με την επιφύλαξη της συνολικής ευθύνης του Οργανισμού για την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21.

8.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να εργαστούν από κοινού και να ανταλλάξουν τις βέλτιστες πρακτικές σε σχέση με την εφαρμογή της οδηγίας (EE) 2016/797 και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 77

Διαφάνεια

1.   Στα έγγραφα που είναι στην κατοχή του Οργανισμού εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

Έως τις 16 Ιουνίου 2017, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

2.   Ο Οργανισμός δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του τις συστάσεις, τις γνωμοδοτήσεις, τις μελέτες, τις εκθέσεις και τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αντίκτυπου που εκπονεί, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 και αφού αφαιρεθούν όλου του εμπιστευτικού υλικού από αυτόν.

3.   Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών της δομής διαχείρισης και της διοικητικής δομής του Οργανισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 46.

Για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τον Οργανισμό εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

4.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο Οργανισμός παρέχει αποτελεσματικές, φιλικές προς τον χρήστη και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες στον δικτυακό τόπο του σχετικά με τις διαδικασίες της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, καθώς και σχετικά με άλλα συναφή έγγραφα για τους σιδηροδρόμους.

Άρθρο 78

Κανόνες ασφάλειας για την προστασία διαβαθμισμένων ή ευαίσθητων πληροφοριών

Ο Οργανισμός εφαρμόζει τις αρχές που περιλαμβάνονται στους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και ευαίσθητων, μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, ως έχουν στην απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (28). Οι αρχές αυτές καλύπτουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την ανταλλαγή, την επεξεργασία και την αποθήκευση τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 79

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Προκειμένου να διευκολύνει την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, ο Οργανισμός προσχωρεί, έως τις 16 Δεκεμβρίου 2016, στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και, με τη χρήση του προτύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας, υιοθετεί τις κατάλληλες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζόμενους του Οργανισμού.

2.   Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία ελέγχου, βάσει δικαιολογητικών εγγράφων και επιτόπου, όλων των δικαιούχων επιχορηγήσεων, αντισυμβαλλομένων και υπεργολάβων που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από τον Οργανισμό.

3.   Η OLAF δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2013 και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 (29) του Συμβουλίου, για να διαπιστώσει εάν έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε απάτη, δωροδοκία ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον Οργανισμό.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης του Οργανισμού περιέχουν διατάξεις με τις οποίες παρέχεται ρητώς στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF η εξουσία διενέργειας των εν λόγω ελέγχων και ερευνών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 80

Εκτελεστικές πράξεις που αφορούν τα τέλη και τις επιβαρύνσεις

1.   Η Επιτροπή, βάσει των αρχών που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που ορίζουν:

α)

τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Οργανισμό, ιδίως κατ' εφαρμογή των άρθρων 14, 20, 21 και 22· και

β)

τους όρους πληρωμής.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 81 παράγραφος 3.

2.   Τέλη και επιβαρύνσεις επιβάλλονται:

α)

για την έκδοση και ανανέωση εγκρίσεων διάθεσης στην αγορά οχημάτων και τύπων οχημάτων·

β)

για την έκδοση και την ανανέωση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας·

γ)

για την παροχή υπηρεσιών· τα σχετικά τέλη και οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος της συγκεκριμένης παρεχόμενης υπηρεσίας·

δ)

για την έκδοση αποφάσεων έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

Τέλη και επιβαρύνσεις μπορούν να επιβάλλονται για τη διαδικασία προσφυγής.

Όλα τα τέλη και οι επιβαρύνσεις εκφράζονται και είναι πληρωτέα σε ευρώ.

Τα τέλη και οι επιβαρύνσεις καθορίζονται με τρόπο διαφανή, δίκαιο και ομοιόμορφο, λαμβάνοντας υπόψη την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού τομέα. Δεν επιφέρουν περιττές οικονομικές επιβαρύνσεις στους αιτούντες. Λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, οι ειδικές ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της δυνατότητας διαχωρισμού των πληρωμών σε περισσότερες δόσεις και φάσεις.

Τα τέλη για την έκδοση της απόφασης για την έγκριση καθορίζονται με τρόπο αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα στάδια της διαδικασίας έγκρισης για παρατρόχια έργα ERTMS, καθώς και το φόρτο εργασίας που απαιτείται για κάθε στάδιο. Ο επιμερισμός των τελών προσδιορίζεται με σαφήνεια στους λογαριασμούς.

Ορίζονται εύλογες προθεσμίες για την καταβολή των τελών και των επιβαρύνσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προθεσμίες για τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας (EE) 2016/797 και στο άρθρο 10 της οδηγίας (EE) 2016/798.

3.   Το ύψος των τελών και των επιβαρύνσεων ορίζεται σε επίπεδο που να διασφαλίζει ότι τα σχετικά έσοδα επαρκούν για την πλήρη κάλυψη του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των σχετικών δαπανών που προκύπτουν από τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφοι 2 και 3. Στο κόστος αυτό συνυπολογίζονται ιδίως όλες οι δαπάνες του Οργανισμού για το προσωπικό που συμμετέχει στις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των κατ' αναλογία των συνταξιοδοτικών εισφορών του εργοδότη. Σε περίπτωση που εξακριβώνεται επανειλημμένα μεγάλη ανισορροπία επειδή τα τέλη και οι επιβαρύνσεις δεν καλύπτουν την παροχή των υπηρεσιών, το επίπεδο των τελών και επιβαρύνσεων αναθεωρείται. Τα εν λόγω τέλη και επιβαρύνσεις θεωρούνται έσοδα του Οργανισμού.

Κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών και των επιβαρύνσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:

α)

την περιοχή λειτουργίας που προσδιορίζεται στα πιστοποιητικά·

β)

την περιοχή χρήσης των εγκρίσεων· και

γ)

τον τύπο και την έκταση των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Άρθρο 81

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 51 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 82

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Το αργότερο στις 16 Ιουνίου 2020 και ανά πενταετία στη συνέχεια, η Επιτροπή αναθέτει αξιολόγηση, ιδίως, των επιπτώσεων, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του Οργανισμού και των εργασιακών πρακτικών του, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές εργασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις απόψεις και τις συστάσεις των σχετικών συμφεροντούχων, περιλαμβανομένων και των εθνικών αρχών ασφάλειας, των εκπροσώπων του τομέα των σιδηροδρόμων, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων καταναλωτών. Η αξιολόγηση καλύπτει, ιδίως, τυχόν ανάγκη τροποποίησης της εντολής του Οργανισμού και τις χρηματοδοτικές επιπτώσεις τυχόν τροποποίησης.

2.   Έως τις 16 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή, προκειμένου να προσδιορίσει αν απαιτούνται βελτιώσεις, εκτιμά τη λειτουργία του διττού συστήματος για την έγκριση οχημάτων και την πιστοποίηση ασφάλειας, την υπηρεσία μιας στάσης και την εναρμονισμένη εφαρμογή του ERTMS στην Ένωση.

3.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης, καθώς και τα συμπεράσματά της επί της έκθεσης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

4.   Με κάθε δεύτερη αξιολόγηση, εκτιμούνται επίσης τα αποτελέσματα που επιτυγχάνει ο Οργανισμός λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά του.

Άρθρο 83

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο Οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004, όσον αφορά κάθε κυριότητα, συμφωνία, νομική υποχρέωση, σύμβαση απασχόλησης, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 47, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που έχουν διοριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 πριν από τις 15 Ιουνίου 2016 παραμένουν στη θέση τους ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου έως την ημερομηνία λήξης της θητείας τους, με την επιφύλαξη του δικαιώματος εκάστου κράτους μέλους να διορίζει νέο εκπρόσωπο.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 54, ο εκτελεστικός διευθυντής που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 παραμένει στη θέση του έως την ημερομηνία λήξης της θητείας του.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 67, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης που ισχύουν στις 15 Ιουνίου 2016 εξακολουθούν να ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους.

4.   Ο Οργανισμός εκτελεί τα καθήκοντά του σχετικά με την πιστοποίηση και την έγκριση σύμφωνα με τα άρθρα 14, 20 και 21 και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 22 το αργότερο από τις 16 Ιουνίου 2019, με την επιφύλαξη του άρθρου 54 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και του άρθρου 31 παράγραφος 3 της οδηγίας (EE) 2016/798.

Άρθρο 84

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 καταργείται.

Άρθρο 85

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 10ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ C 56 της 12.2.2016, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44).

(5)  Οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος (ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (κανονισμός για τον Οργανισμό) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 1).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων (βλέπε σ. 44 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων (βλέπε σ. 102 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, περί των προσανατολισμών της Ένωσης για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 661/2010/EE (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 1).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση γενικών κανόνων και αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(14)  Οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51).

(15)  Απόφαση 98/500/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 1998, για σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27).

(16)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(17)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 913/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο για ανταγωνιστικές εμπορευματικές μεταφορές (ΕΕ L 276 της 20.10.2010, σ. 22).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(20)  Οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51).

(21)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

(23)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

(24)  Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(26)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(28)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(29)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΟΔΗΓΙΕΣ

26.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138/44


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/797 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1 και τα άρθρα 170 και 171,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έχει ουσιωδώς τροποποιηθεί αρκετές φορές. Επειδή πρόκειται να τροποποιηθεί περαιτέρω, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί η εν λόγω οδηγία για λόγους σαφήνειας.

(2)

Για να μπορέσουν οι πολίτες της Ένωσης, οι οικονομικοί παράγοντες και οι αρμόδιες αρχές να επωφεληθούν πλήρως από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, είναι σκόπιμο, ιδίως, να ευνοηθούν η διασύνδεση και η διαλειτουργικότητα των εθνικών σιδηροδρομικών δικτύων, καθώς και η πρόσβαση στα δίκτυα αυτά, και να υλοποιηθεί κάθε μέτρο που μπορεί να είναι αναγκαίο στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 171 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(3)

Η επιδίωξη της διαλειτουργικότητας στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό βέλτιστου επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης και να καταστήσει δυνατή τη διευκόλυνση, τη βελτίωση και την ανάπτυξη διεθνών σιδηροδρομικών δρομολογίων εντός της Ένωσης και με τρίτες χώρες και να συμβάλει στη σταδιακή δημιουργία της εσωτερικής αγοράς εξοπλισμού και υπηρεσιών για την κατασκευή, την ανακαίνιση, την αναβάθμιση και τη λειτουργία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

(4)

Προκειμένου να συμβάλουν στην ολοκλήρωση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, να μειώσουν το κόστος και τη διάρκεια των διαδικασιών έγκρισης και να βελτιώσουν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, οι διαδικασίες έγκρισης είναι σκόπιμο να εναρμονιστούν και να απλοποιηθούν σε επίπεδο Ένωσης.

(5)

Τα μετρό, τα τραμ και άλλα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα υπόκεινται σε τοπικές τεχνικές απαιτήσεις σε πολλά κράτη μέλη. Αυτά τα τοπικά συστήματα δημόσιων συγκοινωνιών συνήθως δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση εντός της Ένωσης. Επιπλέον, τα τραμ και τα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα συχνά υπόκεινται στη νομοθεσία οδικής κυκλοφορίας επειδή χρησιμοποιούν την ίδια υποδομή. Για τους λόγους αυτούς, αυτά τα τοπικά συστήματα δεν χρειάζεται να είναι διαλειτουργικά και θα πρέπει συνεπώς να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθελοντικά τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στα τοπικά σιδηροδρομικά συστήματα, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο.

(6)

Το τραμ-τρένο είναι ένα είδος δημόσιας μεταφοράς που επιτρέπει συνδυασμένη λειτουργία επί ελαφράς σιδηροδρομικής υποδομής και επί βαριάς σιδηροδρομικής υποδομής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής των εκτελεστικών μέτρων της παρούσας οδηγίας τα οχήματα εκείνα που χρησιμοποιούνται κυρίως σε ελαφρά σιδηροδρομική υποδομή αλλά είναι εξοπλισμένα με ορισμένα βαρέα σιδηροδρομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διέλευση σε περιορισμένο τμήμα της βαριάς σιδηροδρομικής υποδομής με αποκλειστικό σκοπό τη συνδεσιμότητα. Όταν τα τραμ-τρένα χρησιμοποιούν σιδηροδρομική υποδομή, θα πρέπει να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με όλες τις βασικές απαιτήσεις, καθώς και η συμμόρφωση με το αναμενόμενο επίπεδο ασφάλειας στις αντίστοιχες γραμμές. Για τις διασυνοριακές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται.

(7)

Για την εμπορική εκμετάλλευση αμαξοστοιχιών σε όλη την έκταση του σιδηροδρομικού δικτύου χρειάζεται ιδίως άριστη συμβατότητα των χαρακτηριστικών της υποδομής με τα χαρακτηριστικά των οχημάτων, αλλά και αποτελεσματική διασύνδεση των πληροφοριακών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων των διάφορων διαχειριστών υποδομής και σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Από αυτήν τη συμβατότητα και τη διασύνδεση εξαρτώνται το επίπεδο επιδόσεων, η ασφάλεια, η ποιότητα εξυπηρέτησης και το κόστος τους και σε αυτήν τη συμβατότητα και αυτήν τη διασύνδεση στηρίζεται βασικά η διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

(8)

Το ρυθμιστικό πλαίσιο των σιδηροδρόμων σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών θα πρέπει να καθορίσει σαφείς ρόλους και αρμοδιότητες οι οποίες να διασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων ασφάλειας, υγείας και προστασίας των καταναλωτών που ισχύουν για τα σιδηροδρομικά δίκτυα. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου ασφάλειας ή την αύξηση των δαπανών στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα. Προς τούτο, ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός») που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/796. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για τις εγκρίσεις που χορηγούν.

(9)

Υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων, των εσωτερικών κανόνων και των τεχνικών προδιαγραφών που εφαρμόζονται στα σιδηροδρομικά συστήματα, τα υποσυστήματα και τα κατασκευαστικά στοιχεία, διότι ενσωματώνουν ιδιαίτερες τεχνικές της εθνικής βιομηχανίας και καθορίζουν ιδιαίτερες διαστάσεις και συστήματα, καθώς και ειδικά χαρακτηριστικά. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εμποδίσει την κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών υπό ομαλές συνθήκες σε ολόκληρη την Ένωση.

(10)

Για να είναι σε θέση να αναπτύξουν την ανταγωνιστικότητά τους σε παγκόσμια κλίμακα, οι ενωσιακές σιδηροδρομικές βιομηχανίες χρειάζονται μια ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά.

(11)

Επομένως είναι σκόπιμο να καθοριστούν για ολόκληρη την Ένωση βασικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων που θα πρέπει να ισχύουν για το σιδηροδρομικό της σύστημα.

(12)

Η ανάπτυξη τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ») κατέδειξε την ανάγκη να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ, αφενός, των βασικών απαιτήσεων και των ΤΠΔ και, αφετέρου, των ευρωπαϊκών προτύπων και άλλων κειμένων ρυθμιστικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των προτύπων ή μερών προτύπων, η εφαρμογή των οποίων θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας, και των εναρμονισμένων προτύπων που έχουν αναπτυχθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Στις περιπτώσεις που είναι απολύτως αναγκαίο, οι ΤΠΔ είναι δυνατόν να αναφέρουν ρητά ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές, που καθίστανται υποχρεωτικές μόλις αρχίσει να ισχύει η ΤΠΔ.

(13)

Προκειμένου να ενισχυθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα του σιδηροδρομικού τομέα της Ένωσης χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των βασικών παραγόντων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, οι ΤΠΔ και οι συστάσεις του Οργανισμού σχετικά με αυτές τις ΤΠΔ θα πρέπει να καταρτίζονται με βάση τις αρχές της ανοικτής συμμετοχής, της συναίνεσης και της διαφάνειας κατά τα καθοριζόμενα στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

(14)

Η ποιότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Ένωση εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την άριστη συμβατότητα μεταξύ των χαρακτηριστικών του δικτύου (υπό την πλέον ευρεία έννοια του όρου, π.χ. των σταθερών μερών όλων των σχετικών υποσυστημάτων) και των σταθερών μερών των οχημάτων (στα οποία περιλαμβάνονται τα εποχούμενα μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων). Από αυτήν τη συμβατότητα εξαρτώνται τα επίπεδα επιδόσεων, η ασφάλεια, η ποιότητα εξυπηρέτησης και το κόστος.

(15)

Οι ΤΠΔ έχουν άμεσο ή πιθανό αντίκτυπο στο προσωπικό που συμμετέχει στη λειτουργία και τη συντήρηση του υποσυστήματος. Ως εκ τούτου, κατά την εκπόνηση των ΤΠΔ ο Οργανισμός θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη των κοινωνικών εταίρων, κατά περίπτωση.

(16)

Οι ΤΠΔ θα πρέπει να καθορίζουν όλους τους όρους που πρέπει να πληρούν τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Επίσης, είναι ανάγκη να διευκρινίζεται ότι κάθε στοιχείο θα πρέπει να υπόκειται στη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στις ΤΠΔ και να διαθέτει το αντίστοιχο πιστοποιητικό, το οποίο περιλαμβάνει είτε την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, που θεωρείται απομονωμένο, προς τις απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές, είτε την αξιολόγηση της καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, που θεωρείται ότι βρίσκεται εντός του σιδηροδρομικού περιβάλλοντος, σε σχέση με τις τεχνικές προδιαγραφές.

(17)

Κατά την ανάπτυξη νέων ΤΠΔ, ο στόχος θα πρέπει πάντα να είναι η εξασφάλιση συμβατότητας με τα ισχύοντα υποσυστήματα. Τούτο θα συμβάλει στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας των σιδηροδρομικών μεταφορών και στην πρόληψη περιττής αύξησης του κόστους λόγω της απαίτησης για αναβάθμιση των υπαρχόντων υποσυστημάτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμβατότητά τους με τα νέα. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η εξασφάλιση της συμβατότητας, οι ΤΔΠ θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν το απαιτούμενο πλαίσιο για να αποφασιστεί αν το υπάρχον υποσύστημα χρειάζεται νέα απόφαση ή έγκριση για να τεθεί σε λειτουργία ή να διατεθεί στην αγορά, καθώς και τις σχετικές προθεσμίες.

(18)

Εάν ορισμένες τεχνικές πτυχές που αντιστοιχούν στις βασικές απαιτήσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ρητώς από ΤΠΔ, οι εν λόγω πτυχές που απομένει να καλυφθούν θα πρέπει να επισημαίνονται σε παράρτημα της εν λόγω ΤΠΔ ως ανοικτά σημεία. Για τα εν λόγω ανοικτά σημεία, καθώς και για συγκεκριμένες περιπτώσεις, με σκοπό τη συμμόρφωση με τα υπάρχοντα συστήματα, θα πρέπει να εφαρμόζονται εθνικοί κανόνες που μπορούν να θεσπίζονται σε κράτος μέλος από οποιαδήποτε αρμόδια εθνική, περιφερειακή ή τοπική αρχή. Για να αποφευχθεί η επανάληψη επαληθεύσεων και ο περιττός διοικητικός φόρτος, θα πρέπει να ταξινομηθούν οι εθνικοί κανόνες, ώστε να υπάρξει αντιστοιχία μεταξύ των εθνικών κανόνων διάφορων κρατών μελών που καλύπτουν τα ίδια θέματα.

(19)

Θα πρέπει να διευκρινιστεί η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στην περίπτωση βασικών απαιτήσεων οι οποίες εφαρμόζονται σε ένα υποσύστημα, χωρίς όμως να έχουν ακόμη καλυφθεί από την αντίστοιχη ΤΠΔ. Στην περίπτωση αυτή, οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και επαλήθευσης θα πρέπει να είναι οι ορισθέντες οργανισμοί που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία.

(20)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ολόκληρο το σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης και το πεδίο εφαρμογής των ΤΠΔ θα πρέπει να επεκταθεί, ώστε να καλυφθούν τα οχήματα και τα δίκτυα που δεν περιλαμβάνονται στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα. Συνεπώς, το παράρτημα I της οδηγίας 2008/57/ΕΚ θα πρέπει να απλοποιηθεί.

(21)

Οι λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν τα υποσυστήματα και οι διεπαφές τους είναι δυνατόν να ποικίλλουν ανάλογα με τη χρήση των οικείων υποσυστημάτων, για παράδειγμα ανάλογα με τις κατηγορίες των γραμμών και των οχημάτων, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή ανάμεσα στο δίκτυο υψηλών ταχυτήτων και το συμβατικό σιδηροδρομικό δίκτυο.

(22)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η σταδιακή υλοποίηση της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων σε ολόκληρη την Ένωση και να περιοριστεί βαθμιαία η ποικιλία των κληρονομηθέντων συστημάτων, οι ΤΠΔ θα πρέπει να καθορίζουν τις διατάξεις που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση ανακαίνισης ή αναβάθμισης υφιστάμενων υποσυστημάτων και είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν προτάσεις για τη βαθμιαία ολοκλήρωση του επιδιωκόμενου συστήματος. Ωστόσο, για να παραμείνει ανταγωνιστικός ο σιδηροδρομικός τομέας και να αποφευχθεί το περιττό κόστος, η έναρξη ισχύος των νέων ή τροποποιημένων ΤΠΔ δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άμεση προσαρμογή των οχημάτων και της υποδομής στις νέες προδιαγραφές.

(23)

Στις ΤΠΔ θα πρέπει να επισημαίνεται πότε η αναβάθμιση και ανακαίνιση της υποδομής και των οχημάτων απαιτεί νέα έγκριση. Σε όλες τις περιπτώσεις, για την αναβάθμιση και την ανακαίνιση της υποδομής, ο αιτών θα πρέπει να υποβάλει, μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/796, φάκελο στην εθνική αρχή ασφάλειας, ώστε η εν λόγω αρχή να μπορεί να αποφασίσει αν χρειάζεται νέα έγκριση βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση αναβάθμισης και ανακαίνισης οχημάτων που έχουν έγκριση διάθεσης στην αγορά, ο αιτών θα πρέπει να μπορεί να αποφασίζει αν είναι ανάγκη να ζητήσει νέα έγκριση από την εθνική αρχή ασφάλειας ή τον Οργανισμό βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(24)

Εν όψει της σταδιακής προσέγγισης στην εξάλειψη των εμποδίων στη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και του χρόνου που απαιτείται στη συνέχεια για την έκδοση των ΤΠΔ, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση τα κράτη μέλη να θεσπίζουν νέους εθνικούς κανόνες ή να ξεκινούν σχέδια που επιτείνουν την ποικιλομορφία του υφιστάμενου συστήματος.

(25)

Προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στη διαλειτουργικότητα και λόγω της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των ΤΠΔ σε ολόκληρο το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, ο όγκος εθνικών κανόνων θα πρέπει να περιοριστεί σταδιακά. Οι εθνικοί κανόνες που σχετίζονται αυστηρά με υπάρχοντα συστήματα θα πρέπει να διαχωριστούν από εκείνους που απαιτούνται για να καλυφθούν ανοικτά σημεία στις ΤΠΔ. Οι κανόνες της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει σταδιακά να καταργηθούν με τη συμπλήρωση των ανοικτών σημείων στις ΤΠΔ.

(26)

Οι εθνικοί κανόνες θα πρέπει να διατυπώνονται και να δημοσιεύονται με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητοί από κάθε πιθανό χρήστη του εθνικού δικτύου. Τέτοιοι κανόνες συχνά παραπέμπουν σε άλλα έγγραφα όπως εθνικά πρότυπα, ευρωπαϊκά πρότυπα, διεθνή πρότυπα ή άλλες τεχνικές προδιαγραφές που ενδέχεται να προστατεύονται πλήρως ή εν μέρει από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Επομένως, η υποχρέωση δημοσίευσης δεν θα πρέπει να ισχύει για τα έγγραφα που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον εθνικό κανόνα.

(27)

Η υιοθέτηση σταδιακής προσέγγισης ανταποκρίνεται στον στόχο της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται από παλαιές εθνικές υποδομές και οχήματα, η προσαρμογή ή η ανανέωση των οποίων προϋποθέτει δαπανηρές επενδύσεις, και θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα του σιδηρόδρομου σε σχέση με τους άλλους τρόπους μεταφοράς.

(28)

Λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητας του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης, αποδείχθηκε αναγκαία, για πρακτικούς λόγους, η υποδιαίρεση του συστήματος στα εξής υποσυστήματα: υποδομή, παρατρόχιος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση, εποχούμενος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση, ενέργεια, τροχαίο υλικό, λειτουργία και διαχείριση κυκλοφορίας, συντήρηση, εφαρμογές τηλεματικής για τους επιβάτες και υπηρεσίες εμπορευματικών μεταφορών. Για καθένα από τα υποσυστήματα αυτά, είναι ανάγκη να εξειδικευθούν οι βασικές απαιτήσεις και να καθοριστούν οι αναγκαίες τεχνικές προδιαγραφές, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία και τις διεπαφές, για την τήρηση των εν λόγω βασικών απαιτήσεων. Το ίδιο σύστημα διαιρείται σε σταθερά και κινητά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνουν, αφενός, το δίκτυο, που απαρτίζεται από τις γραμμές, τους σταθμούς, τα τερματικά και κάθε είδους σταθερό εξοπλισμό που απαιτείται για τη διασφάλιση της ασφαλούς και συνεχούς λειτουργίας του συστήματος, και, αφετέρου, όλα τα οχήματα που κινούνται στο δίκτυο αυτό. Συνεπώς, για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, το όχημα αποτελείται από ένα υποσύστημα (τροχαίο υλικό) και, κατά περίπτωση, άλλα υποσυστήματα (κυρίως το εποχούμενο υποσύστημα έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση). Μολονότι το σύστημα χωρίζεται σε διάφορα στοιχεία, ο Οργανισμός θα πρέπει να διατηρεί τη συνολική εποπτεία του συστήματος, προκειμένου να προωθείται η διαλειτουργικότητα και η ασφάλεια.

(29)

Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, της οποίας η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθορίζει την προσβασιμότητα ως μία από τις γενικές της αρχές και απαιτεί από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να εξασφαλίσουν στα άτομα με αναπηρίες ισότιμη πρόσβαση, μεταξύ άλλων καταρτίζοντας, εκδίδοντας και παρακολουθώντας την εφαρμογή ελάχιστων προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών για την προσβασιμότητα. Η προσβασιμότητα για τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα αποτελεί επομένως βασική απαίτηση για τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

(30)

Κανένα άτομο δεν επιτρέπεται να υφίσταται διακρίσεις, άμεσες ή έμμεσες, λόγω αναπηρίας. Για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης είναι σε θέση να απολαμβάνουν τα οφέλη που απορρέουν από τη δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν ένα σιδηροδρομικό σύστημα προσβάσιμο σε όλους.

(31)

Η εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος δεν θα πρέπει να προκαλεί αδικαιολόγητο κόστος ούτε να υπονομεύει τη διατήρηση της διαλειτουργικότητας των υφιστάμενων σιδηροδρομικών δικτύων.

(32)

Οι ΤΠΔ έχουν επίσης αντίκτυπο στις συνθήκες χρήσης των σιδηροδρομικών μεταφορών από τους χρήστες και, επομένως, είναι ανάγκη να ζητείται η γνώμη των εν λόγω χρηστών για τις παραμέτρους που τους αφορούν, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων ατόμων με αναπηρία, κατά περίπτωση.

(33)

Θα πρέπει να παρέχεται σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η δυνατότητα να μην εφαρμόζει ορισμένες ΤΠΔ σε περιορισμένο αριθμό δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων. Οι εν λόγω περιπτώσεις και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση μη εφαρμογής συγκεκριμένης ΤΠΔ θα πρέπει να καθοριστούν σαφώς.

(34)

Η κατάρτιση και η εφαρμογή των ΤΠΔ στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την τεχνολογική καινοτομία, η οποία θα πρέπει να συντελεί στη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων.

(35)

Για την τήρηση των κατάλληλων διατάξεων σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στον σιδηροδρομικό τομέα και, ιδίως, εκείνων που τίθενται με την οδηγία 2014/25/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), οι αναθέτοντες φορείς οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν τις τεχνικές προδιαγραφές στα γενικά έγγραφα ή στις συγγραφές υποχρεώσεων κάθε σύμβασης. Προς τον σκοπό αυτό, είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύνολο κανόνων που θα χρησιμεύουν ως στοιχεία αναφοράς για αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές.

(36)

Θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να υπάρχει ένα διεθνές σύστημα τυποποίησης δυνάμενο να παράγει πρότυπα που θα χρησιμοποιούνται πράγματι από τους εμπλεκομένους στο διεθνές εμπορίου και θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις της ενωσιακής πολιτικής. Κατά συνέπεια, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης θα πρέπει να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης.

(37)

Ο αναθέτων φορέας που παραγγέλλει τη μελέτη, την κατασκευή, την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση υποσυστήματος θα μπορούσε να είναι σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστής υποδομής, οντότητα υπεύθυνη για τη συντήρηση, κάτοχος ή ανάδοχος υπεύθυνος για την εκτέλεση έργου. Οι αναθέτοντες φορείς θα πρέπει να καθορίζουν τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών ή άλλων προτύπων. Οι προδιαγραφές αυτές θα πρέπει να ικανοποιούν τις εναρμονισμένες σε ενωσιακή κλίμακα βασικές απαιτήσεις στις οποίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται το σιδηροδρομικό σύστημα.

(38)

Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων θα πρέπει να βασίζονται στη χρήση των ενοτήτων για τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, καταλληλότητας χρήσης και επαλήθευσης «ΕΚ» που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας οι οποίες έχουν εγκριθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Στο μέτρο του δυνατού και προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη των σχετικών βιομηχανικών κλάδων, είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν οι διαδικασίες στις οποίες χρησιμοποιείται το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας.

(39)

Η συμμόρφωση των στοιχείων συνδέεται κυρίως με το πεδίο χρήσης τους που αποσκοπεί να εξασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα του συστήματος και όχι μόνο με την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην αγορά της Ένωσης. Θα πρέπει να αξιολογείται η καταλληλότητα χρήσης των στοιχείων τα οποία είναι τα πλέον κρίσιμα για την ασφάλεια, τη διαθεσιμότητα ή την οικονομία του συστήματος. Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίο να επιθέτει ο κατασκευαστής τη σήμανση «CE» στα στοιχεία που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία. Με βάση την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και/ή της καταλληλότητας χρήσης, θα πρέπει να αρκεί η δήλωση συμμόρφωσης του κατασκευαστή.

(40)

Οι κατασκευαστές υποχρεούνται ωστόσο να επιθέτουν, σε ορισμένα στοιχεία, τη σήμανση «CE», προκειμένου να πιστοποιείται η συμμόρφωσή τους προς το υπόλοιπο σχετικό με αυτά ενωσιακό δίκαιο.

(41)

Κατά την έναρξη ισχύος μιας ΤΠΔ, υπάρχουν ήδη στην αγορά ορισμένα στοιχεία διαλειτουργικότητας. Θα πρέπει να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος, ώστε τα στοιχεία αυτά να μπορούν να ενσωματωθούν σε υποσύστημα, ακόμη και αν δεν είναι απολύτως σύμφωνα με την εν λόγω ΤΠΔ.

(42)

Τα υποσυστήματα που συγκροτούν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα θα πρέπει να υπόκεινται σε διαδικασία επαλήθευσης. Η εν λόγω επαλήθευση θα πρέπει να επιτρέπει στις οντότητες που είναι αρμόδιες για τη θέση σε λειτουργία ή τη διάθεση στην αγορά να βεβαιώνονται ότι, στα στάδια του σχεδιασμού, της κατασκευής και της θέσης σε λειτουργία, το αποτέλεσμα είναι σύμφωνο προς τις ισχύουσες κανονιστικές, τεχνικές και λειτουργικές διατάξεις. Επίσης, θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στους κατασκευαστές να αναμένουν ισότητα μεταχείρισης σε όλα τα κράτη μέλη.

(43)

Μετά τη θέση υποσυστήματος σε λειτουργία ή τη διάθεσή του στην αγορά, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η λειτουργία και η συντήρησή του είναι σύμφωνες προς τις σχετικές με αυτό βασικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), την ευθύνη για την τήρηση των απαιτήσεων αυτών φέρει, καθένας για τα δικά του υποσυστήματα, ο διαχειριστής υποδομής, η σιδηροδρομική επιχείρηση ή ο φορέας που είναι αρμόδιος για τη συντήρηση.

(44)

Όταν, κατά τη λειτουργία, διαπιστώνεται ότι ένα όχημα ή ένας τύπος οχήματος δεν πληροί μια από τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις, θα πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα από τις οικείες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, με σκοπό τη συμμόρφωση του οχήματος ή των οχημάτων με τις απαιτήσεις αυτές. Επιπροσθέτως, εάν αυτή η μη συμμόρφωση οδηγεί σε σοβαρό κίνδυνο ασφάλειας, οι εθνικές αρχές ασφάλειας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της κυκλοφορίας του οχήματος θα πρέπει να δύνανται να λάβουν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα ασφάλειας, περιλαμβανομένου του άμεσου περιορισμού ή της άμεσης αναστολής της σχετικής λειτουργίας. Εάν τα διορθωτικά μέτρα δεν επαρκούν και ο σοβαρός κίνδυνος ασφάλειας που προκαλείται από τη μη συμμόρφωση παραμένει, οι εθνικές αρχές ασφάλειας ή ο Οργανισμός θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ανακαλούν ή να τροποποιούν την έγκριση. Ως σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια θα πρέπει να νοείται, εν προκειμένω, η μη συμμόρφωση με τις νομικές υποχρεώσεις ή τις απαιτήσεις ασφάλειας, η οποία μπορεί από μόνη της ή στο πλαίσιο σειράς συνεπακόλουθων γεγονότων να προκαλέσει ατύχημα ή σοβαρό ατύχημα. Η διαδικασία ανάκλησης θα πρέπει να στηρίζεται από κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης μητρώων.

(45)

Οι αντίστοιχοι ρόλοι και ευθύνες όλων των ενδιαφερομένων θα πρέπει να αποσαφηνιστούν σε σχέση με τις διαδικασίες για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση οχημάτων, καθώς και τη θέση σταθερών εγκαταστάσεων σε λειτουργία.

(46)

Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφαλείας θα πρέπει να συνεργάζονται και να κατανέμουν τις αρμοδιότητές τους όπως κρίνεται σκόπιμο για την έκδοση εγκρίσεων λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ασφάλεια. Προς τούτο, θα πρέπει να συναφθούν ρυθμίσεις συνεργασίας ανάμεσα στον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας.

(47)

Για να διασφαλιστεί ότι ο εξοπλισμός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (ERTMS) πληροί τις σχετικές προδιαγραφές και να αποτραπεί η υπονόμευση της διαλειτουργικότητας του ERTMS από πρόσθετες απαιτήσεις σχετικές με αυτό, ο Οργανισμός θα πρέπει να ενεργεί ως η αρχή του συστήματος ERTMS. Προς τούτο, ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την αξιολόγηση των προβλεπόμενων τεχνικών λύσεων πριν από την έναρξη ή τη δημοσίευση οποιασδήποτε πρόσκλησης υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS, προκειμένου να ελέγχεται εάν οι εν λόγω τεχνικές λύσεις είναι σύμφωνες με τις σχετικές ΤΠΔ και πλήρως διαλειτουργικές. Θα πρέπει να αποφεύγεται κάθε αλληλοεπικάλυψη μεταξύ αυτής της αξιολόγησης από τον Οργανισμό και των καθηκόντων των κοινοποιηθέντων οργανισμών στη διαδικασία επαλήθευσης. Ο αιτών θα πρέπει επομένως να ενημερώνει τον Οργανισμό εάν η διαδικασία επαλήθευσης από τον κοινοποιηθέντα οργανισμό έχει ήδη αρχίσει ή εάν υπάρχει ήδη διαθέσιμο οποιοδήποτε πιστοποιητικό συμμόρφωσης. Ο αιτών θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει να ζητήσει τέτοια αξιολόγηση από τον Οργανισμό είτε για κάθε επιμέρους έργο ERTMS είτε για συνδυασμό έργων, γραμμή, ομάδα γραμμών ή δίκτυο.

(48)

Η έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να καθυστερήσει την υλοποίηση έργων του ERTMS για τα οποία έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία υποβολής προσφορών και ανάθεσης.

(49)

Για να διευκολυνθεί η διάθεση στην αγορά οχημάτων και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, θα πρέπει να εισαχθεί η έννοια της έγκρισης οχήματος για τη διάθεση στην αγορά, η οποία να ισχύει σε όλη την Ένωση. Ενώ οι εγκρίσεις για τη διάθεση στην αγορά επιτρέπουν τις εμπορικές συναλλαγές οχημάτων οπουδήποτε στην αγορά της Ένωσης, το όχημα μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο εντός της περιοχής χρήσης για την οποία δίδεται η έγκριση. Εν προκειμένω, οποιαδήποτε επέκταση της περιοχής χρήσης θα πρέπει να υπόκειται σε ενημερωμένη έγκριση για το όχημα. Είναι απαραίτητο τα οχήματα που έχουν ήδη λάβει έγκριση δυνάμει προηγούμενων οδηγιών να λάβουν επίσης έγκριση διάθεσης στην αγορά, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε δίκτυα που δεν καλύπτονται από την έγκρισή τους.

(50)

Όταν η περιοχή χρήσης περιορίζεται σε δίκτυο ή δίκτυα εντός ενός κράτους μέλους, ο αιτών θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στην υποβολή αίτησης για έγκριση οχήματος, μέσω της υπηρεσίας μιας χρήσης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/796, στην εθνική αρχή ασφάλειας του εν λόγω κράτους μέλους ή στον Οργανισμό. Η επιλογή του αιτούντος θα πρέπει να είναι δεσμευτική έως ότου η εξέταση της αίτησης ολοκληρωθεί ή τερματισθεί.

(51)

Ο αιτών θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του κατάλληλη διαδικασία που θα του επιτρέπει να προσφεύγει κατά απόφασης ή παράλειψής του Οργανισμού ή των εθνικών αρχών ασφάλειας. Πέραν αυτού, θα πρέπει να θεσπιστούν σαφείς διαδικαστικές διατάξεις και διατάξεις για την επίλυση διαφορών, ώστε να αντιμετωπιστούν καταστάσεις όπου ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας διαφωνούν στις αξιολογήσεις τους σε ό,τι αφορά την έκδοση εγκρίσεων οχημάτων.

(52)

Συγκεκριμένα μέτρα, μεταξύ άλλων συμφωνίες συνεργασίας, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ειδική γεωγραφική και ιστορική κατάσταση ορισμένων κρατών μελών, με την παράλληλη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

(53)

Όταν η λειτουργία περιορίζεται σε δίκτυα που απαιτούν ειδική εμπειρογνωμοσύνη για γεωγραφικούς ή ιστορικούς λόγους και όταν τέτοια δίκτυα είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό δίκτυο, ο αιτών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις απαραίτητες διατυπώσεις σε τοπικό επίπεδο, απευθυνόμενος στις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας. Προς τούτο, με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους, οι συμφωνίες συνεργασίας που πρόκειται να συναφθούν ανάμεσα στον Οργανισμό και τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν την κατάλληλη κατανομή καθηκόντων, με την επιφύλαξη της ανάληψης από τον Οργανισμό της τελικής ευθύνης όσον αφορά την έκδοση της έγκρισης.

(54)

Τα σιδηροδρομικά δίκτυα που βρίσκονται στις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) έχουν εύρος τροχιάς 1 520 mm, το οποίο είναι το ίδιο με εκείνο σε γειτονικές τρίτες χώρες, αλλά είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου της Ένωσης. Τα εν λόγω δίκτυα της Βαλτικής έχουν κληρονομήσει κοινές τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις, οι οποίες παρέχουν de facto διαλειτουργικότητα μεταξύ τους, και, στο πλαίσιο αυτό, η έγκριση οχήματος που έχει εκδοθεί σε ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη μπορεί να ισχύει για το υπόλοιπο των εν λόγω δικτύων. Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων για την έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά ή έγκρισης τύπου οχημάτων και να μειωθεί η οικονομική και διοικητική επιβάρυνση του αιτούντος σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ειδικές ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ του Οργανισμού και των αρμόδιων εθνικών αρχών ασφαλείας θα πρέπει να προβλέπουν, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις εν λόγω εθνικές αρχές ασφάλειας.

(55)

Τα κράτη μέλη τα οποία μοιράζονται σημαντικό μέρος της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας με τρίτες χώρες που έχουν το ίδιο εύρος σιδηροτροχιών, αλλά το οποίο είναι διαφορετικό από το κύριο σιδηροδρομικό δίκτυο της Ένωσης, θα πρέπει να μπορέσουν να διατηρήσουν διαφορετικές διαδικασίες έγκρισης οχήματος για εμπορευματικές φορτάμαξες και επιβατάμαξες κοινής χρήσης με τις εν λόγω τρίτες χώρες.

(56)

Για λόγους ιχνηλασιμότητας και ασφάλειας, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να αποδίδουν ευρωπαϊκό αριθμό οχήματος σε όχημα όταν το ζητά ο κάτοχος του οχήματος. Στη συνέχεια οι πληροφορίες για το όχημα θα πρέπει να καταχωρίζονται σε μητρώο οχημάτων. Στα μητρώα οχημάτων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ανατρέχουν όλα τα κράτη μέλη καθώς και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της Ένωσης. Τα μητρώα οχημάτων θα πρέπει να είναι συμβατά όσον αφορά τον μορφότυπο των δεδομένων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κοινών λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών. Προκειμένου να αποφευχθούν διοικητικές επιβαρύνσεις και περιττό κόστος, η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει προδιαγραφή για ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων, το οποίο θα ενσωματώνει εθνικά μητρώα οχημάτων, με στόχο να δημιουργηθεί ένα κοινό εργαλείο, επιτρέποντας συγχρόνως τη διατήρηση πρόσθετων λειτουργιών σχετικών με τις ειδικές ανάγκες των κρατών μελών.

(57)

Για να διασφαλιστεί η ιχνηλασιμότητα των οχημάτων και του ιστορικού τους, τα στοιχεία αναφοράς των εγκρίσεων οχήματος για τη διάθεση στην αγορά θα πρέπει να καταγράφονται μαζί με άλλα στοιχεία του οχήματος.

(58)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες για τον έλεγχο της συμβατότητας ανάμεσα στα οχήματα και τις διαδρομές στις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μετά την έκδοση της έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά και πριν από τη χρήση οχήματος από σιδηροδρομική επιχείρηση στην περιοχή χρήσης του, όπως ορίζεται στην έγκριση οχήματος για τη διάθεση στην αγορά.

(59)

Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί που είναι υπεύθυνοι για την εξέταση των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων, καθώς και της διαδικασίας αξιολόγησης των υποσυστημάτων, θα πρέπει, ιδίως όταν δεν υπάρχει ευρωπαϊκή προδιαγραφή, να συντονίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αποφάσεις τους.

(60)

Η διαφανής διαπίστευση, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), η οποία διασφαλίζει το αναγκαίο επίπεδο εμπιστοσύνης στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, θα πρέπει να θεωρείται από τις εθνικές δημόσιες αρχές ανά την Ένωση ως ο προτιμητέος τρόπος απόδειξης της τεχνικής επάρκειας των κοινοποιηθέντων οργανισμών και, τηρουμένων των αναλογιών, των οργανισμών που έχουν οριστεί να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τους εθνικούς κανόνες. Ωστόσο, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να δύνανται να θεωρούν ότι διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να διενεργούν οι ίδιες αυτήν την αξιολόγηση. Στις περιπτώσεις αυτές, για να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο αξιοπιστίας των αξιολογήσεων από άλλες εθνικές αρχές, θα πρέπει να προσκομίζουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τα αναγκαία έγγραφα που αποδεικνύουν ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που έχουν αξιολογηθεί πληρούν τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις.

(61)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιοριστεί στη διατύπωση των απαιτήσεων διαλειτουργικότητας για τα στοιχεία και τα υποσυστήματα διαλειτουργικότητας. Για να διευκολυνθεί η συμμόρφωση προς τις εν λόγω απαιτήσεις, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί παραδοχή συμμόρφωσης για στοιχεία και υποσυστήματα διαλειτουργικότητας τα οποία είναι σύμφωνα με τα εναρμονισμένα πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 με σκοπό τη διατύπωση λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών σχετικά με τις εν λόγω απαιτήσεις.

(62)

Τα μέτρα που εγκρίνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συμπληρώνονται από πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης σε καινοτόμες και διαλειτουργικές τεχνολογίες στον ενωσιακό σιδηροδρομικό τομέα.

(63)

Προκειμένου να συμπληρωθούν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τους ειδικούς στόχους κάθε ΤΠΔ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και τη διατύπωση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(64)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες σχετικά: με τις ΤΠΔ και τις τροποποιήσεις των ΤΠΔ, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ελλείψεων των ΤΠΔ, το υπόδειγμα της δήλωσης συμμόρφωσης «ΕΚ» ή καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας και τα συνοδευτικά έγγραφα, με τις πληροφορίες που θα περιλαμβάνονται στον φάκελο που θα πρέπει να συνοδεύει την αίτηση για τη μη εφαρμογή μιας ή περισσότερων ΤΠΔ ή μερών τους, τον μορφότυπο και τον τρόπο διαβίβασης του εν λόγω φακέλου και, κατά περίπτωση, την απόφαση περί μη εφαρμογής των ΤΠΔ, με την ταξινόμηση των κοινοποιημένων εθνικών κανόνων σε διάφορες ομάδες με στόχο να διευκολυνθούν οι έλεγχοι συμβατότητας μεταξύ σταθερού και κινητού εξοπλισμού, με τις λεπτομέρειες της διαδικασίας επαλήθευσης «ΕΚ» και της διαδικασίας επαλήθευσης σε περίπτωση εθνικών κανόνων και τα υποδείγματα για τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και τα υποδείγματα για τα έγγραφα του τεχνικού φακέλου που θα πρέπει να συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης, καθώς και τα υποδείγματα για τα πιστοποιητικά επαλήθευσης, με τις πρακτικές ρυθμίσεις για τους σκοπούς της έγκρισης οχήματος, με το υπόδειγμα δήλωσης συμμόρφωσης προς τον τύπο και, όταν ενδείκνυται, με τις κατά περίπτωση ενότητες για την αξιολόγηση συμμόρφωσης, με τα εθνικά μητρώα οχημάτων, το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων και το μητρώο των εγκρίσεων διάθεσης τύπων οχημάτων στην αγορά και με τις κοινές προδιαγραφές σχετικά με το περιεχόμενο, τον μορφότυπο των δεδομένων, τη λειτουργική και την τεχνική διάρθρωση, τον τρόπο λειτουργίας και τους κανόνες εισαγωγής δεδομένων και πρόσβασης σε αυτά για το μητρώο υποδομής. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(65)

Οι ΤΠΔ θα πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά. Όταν διαπιστώνονται ελλείψεις στις ΤΠΔ, θα πρέπει να ζητείται από τον Οργανισμό να συντάξει γνωμοδότηση, η οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να δημοσιευθεί και να χρησιμοποιηθεί από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς (συμπεριλαμβανομένου του κλάδου και των κοινοποιηθέντων οργανισμών) ως αποδεκτός τρόπος συμμόρφωσης εν αναμονή της αναθεώρησης των σχετικών ΤΠΔ.

(66)

Οι εκτελεστικές πράξεις για την κατάρτιση νέων ΤΠΔ ή την τροποποίηση υφιστάμενων ΤΠΔ θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τους ειδικούς στόχους που τίθενται από την Επιτροπή μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(67)

Είναι αναγκαία ορισμένα οργανωτικά βήματα για να προετοιμαστεί ο Οργανισμός για τον ενισχυμένο ρόλο του κατά την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλη μεταβατική περίοδος. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την πρόοδο που σημειώνει ο Οργανισμός στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον ενισχυμένο ρόλο του. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις με θέμα την πρόοδο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Συγκεκριμένα, η έκθεση θα πρέπει να αξιολογεί τη διαδικασία έγκρισης οχημάτων, τις περιπτώσεις μη εφαρμογής των ΤΠΔ και τη χρήση των μητρώων. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να υποβάλλει εκθέσεις με θέμα την αναληφθείσα δράση σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό και την ιχνηλασιμότητα των στοιχείων που έχουν ουσιώδη σημασία για την ασφάλεια.

(68)

Είναι απαραίτητο να επιτραπεί στα κράτη μέλη, στις εθνικές αρχές ασφάλειας και στους ενδιαφερόμενους φορείς αρκετός χρόνος για να προετοιμαστούν για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(69)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διαλειτουργικότητα εντός του σιδηροδρομικού συστήματος σε όλη την Ένωση, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(70)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστική τροποποίηση σε σχέση με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/57/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που κατ' ουσία δεν τροποποιούνται απορρέει από την οδηγία 2008/57/ΕΚ.

(71)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα V μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης, κατά τρόπο συμβατό προς την οδηγία (ΕΕ) 2016/798, προκειμένου να καθοριστεί το μέγιστο επίπεδο τεχνικής εναρμόνισης, να καταστεί δυνατή η διευκόλυνση, η βελτίωση και η ανάπτυξη των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών εντός της Ένωσης και με τρίτες χώρες και να προωθηθεί η ολοκλήρωση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και η σταδιακή επίτευξη της εσωτερικής αγοράς. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία, την αναβάθμιση, την ανακαίνιση, τη λειτουργία και τη συντήρηση των στοιχείων του εν λόγω συστήματος, καθώς και τα επαγγελματικά προσόντα και τους όρους υγείας και ασφάλειας του προσωπικού που συμμετέχει στη λειτουργία και τη συντήρησή του.

2.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις διατάξεις που σχετίζονται, για κάθε υποσύστημα, με τα στοιχεία διαλειτουργικότητας, τις διεπαφές και τις διαδικασίες, καθώς και τις προϋποθέσεις γενικής συμβατότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος που απαιτούνται για την επίτευξη της διαλειτουργικότητάς του.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για:

α)

τα μετρό·

β)

τα τραμ και τα ελαφρά σιδηροδρομικά οχήματα και τις υποδομές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τα εν λόγω οχήματα·

γ)

τα δίκτυα που είναι λειτουργικώς αποκομμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, τα οποία προορίζονται μόνο για τη λειτουργία τοπικών, αστικών ή προαστιακών μεταφορών επιβατών, καθώς και τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μόνο στα εν λόγω δίκτυα.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία:

α)

την ιδιωτική σιδηροδρομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των παρακαμπτήριων οδών, η οποία χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη ή φορέα εκμετάλλευσης για τις αντίστοιχες εμπορευματικές δραστηριότητές τους ή για τη μεταφορά προσώπων με μη εμπορικούς σκοπούς, και τα οχήματα τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε αυτήν την υποδομή·

β)

την υποδομή και τα οχήματα που προορίζονται αποκλειστικά για τοπική, ιστορική ή τουριστική χρήση·

γ)

την ελαφρά σιδηροδρομική υποδομή που χρησιμοποιείται περιστασιακά από βαριά σιδηροδρομικά οχήματα υπό τις λειτουργικές συνθήκες του ελαφρού σιδηροδρομικού συστήματος, μόνο όταν είναι αναγκαίο για λόγους συνδεσιμότητας των εν λόγω οχημάτων, και

δ)

τα οχήματα που χρησιμοποιούνται κυρίως στην ελαφρά σιδηροδρομική υποδομή αλλά είναι εξοπλισμένα με ορισμένα βαρέα σιδηροδρομικά στοιχεία, απαραίτητα για τη διέλευση σε προκαθορισμένο και περιορισμένο τμήμα της βαριάς σιδηροδρομικής υποδομής με αποκλειστικό σκοπό τη συνδεσιμότητα.

5.   Στην περίπτωση τραμ-τρένων που κυκλοφορούν στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης και για τα οποία δεν ισχύουν ΤΠΔ, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

α)

τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη θέσπιση εθνικών κανόνων ή άλλων κατάλληλων προσιτών μέτρων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω τραμ-τρένα πληρούν τις σχετικές βασικές απαιτήσεις·

β)

τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εθνικούς κανόνες προκειμένου να καθορίσουν τη διαδικασία έγκρισης που εφαρμόζεται στα εν λόγω τραμ-τρένα. Η αρχή που εκδίδει την έγκριση οχήματος διαβουλεύεται με την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η μεικτή λειτουργία τραμ-τρένων και βαρέων σιδηροδρομικών οχημάτων πληροί όλες τις βασικές απαιτήσεις, καθώς και σχετικούς κοινούς στόχους ασφαλείας («ΚΣΑ»)·

γ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21, στην περίπτωση διασυνοριακής κυκλοφορίας, οι σχετικές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με σκοπό την έκδοση των εγκρίσεων οχημάτων.

Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται σε οχήματα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)   «σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης»: τα στοιχεία όπως απαριθμούνται στο παράρτημα I·

2)   «διαλειτουργικότητα»: η ικανότητα του σιδηροδρομικού συστήματος να επιτρέπει την ασφαλή και αδιάκοπη κυκλοφορία αμαξοστοιχιών, οι οποίες επιτυγχάνουν τα απαιτούμενα επίπεδα επίδοσης·

3)   «όχημα»: σιδηροδρομικό όχημα δυνάμενο να κινηθεί με τροχούς επί σιδηροδρομικών γραμμών, με ή χωρίς έλξη· το όχημα αποτελείται από ένα ή περισσότερα δομικά και λειτουργικά υποσυστήματα·

4)   «δίκτυο»: οι γραμμές, οι σταθμοί, τα τερματικά και κάθε είδους σταθερός εξοπλισμός που απαιτείται για τη διασφάλιση ασφαλούς και συνεχούς λειτουργίας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος·

5)   «υποσυστήματα»: τα δομικά ή λειτουργικά μέρη του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, όπως καθορίζονται στο παράρτημα II·

6)   «κινητό υποσύστημα»: το υποσύστημα τροχαίου υλικού και το εποχούμενο υποσύστημα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης·

7)   «στοιχεία διαλειτουργικότητας»: κάθε απλό συστατικό στοιχείο, ομάδα συστατικών στοιχείων, υποσύνολο ή πλήρες σύνολο εξοπλισμού ενσωματωμένου ή προοριζόμενου να ενσωματωθεί σε υποσύστημα, από το οποίο εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα η διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων τόσο των υλικών όσο και των άυλων αντικειμένων·

8)   «προϊόν»: το προϊόν που επιτυγχάνεται με διαδικασία κατασκευής, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών στοιχείων και των υποσυστημάτων διαλειτουργικότητας·

9)   «βασικές απαιτήσεις»: το σύνολο των προϋποθέσεων που περιγράφονται στο παράρτημα III και πρέπει να πληρούν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, τα υποσυστήματα και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας, συμπεριλαμβανομένων των διεπαφών·

10)   «ευρωπαϊκή προδιαγραφή»: προδιαγραφή, η οποία εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

κοινή τεχνική προδιαγραφή, όπως καθορίζεται στο παράρτημα VIII της οδηγίας 2014/25/ΕΕ,

ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 60 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, ή

ευρωπαϊκό πρότυπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

11)   «τεχνική προδιαγραφή διαλειτουργικότητας» (ΤΠΔ): προδιαγραφή που έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ισχύει για κάθε καλυπτόμενο υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος προκειμένου αυτό να ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις και να διασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος·

12)   «θεμελιώδης παράμετρος»: κάθε κανονιστική, τεχνική ή λειτουργική προϋπόθεση, ουσιώδης για τη διαλειτουργικότητα, που διευκρινίζεται στις αντίστοιχες ΤΠΔ·

13)   «ειδική περίπτωση»: κάθε μέρος του σιδηροδρομικού συστήματος για το οποίο στις ΤΠΔ χρειάζονται ειδικές διατάξεις, είτε προσωρινές είτε μόνιμες, εξαιτίας γεωγραφικών ή τοπογραφικών περιορισμών ή περιορισμών αστικού περιβάλλοντος ή εκείνων που επηρεάζουν τη συμβατότητα με το υπάρχον σύστημα, ιδίως οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα δίκτυα που είναι αποκομμένα από το δίκτυο της υπόλοιπης Ένωσης, το περιτύπωμα, το εύρος τροχιάς ή το διάκενο μεταξύ των αξόνων των τροχιών και τα οχήματα που προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για τοπική, περιφερειακή ή ιστορική χρήση, καθώς και τα οχήματα που προέρχονται από τρίτες χώρες ή προορίζονται για αυτές·

14)   «αναβάθμιση»: κάθε σημαντική εργασία μετατροπής ενός υποσυστήματος ή τμήματός του η οποία έχει ως αποτέλεσμα αλλαγή του τεχνικού φακέλου που συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ», εάν υπάρχει ο εν λόγω τεχνικός φάκελος, και η οποία βελτιώνει τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος·

15)   «ανακαίνιση»: κάθε σημαντική εργασία υποκατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματός του η οποία δεν αλλάζει τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος·

16)   «υπάρχον σιδηροδρομικό σύστημα»: η υποδομή η οποία απαρτίζεται από τις γραμμές και τις σταθερές εγκαταστάσεις του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και από τα οχήματα κάθε κατηγορίας και προέλευσης που κυκλοφορούν στην υποδομή αυτή·

17)   «αντικατάσταση στο πλαίσιο συντήρησης»: κάθε αντικατάσταση στοιχείων από άλλα με την ίδια λειτουργία και τις ίδιες επιδόσεις στο πλαίσιο προληπτικής ή επισκευαστικής συντήρησης·

18)   «τραμ-τρένο»: όχημα σχεδιασμένο για συνδυασμένη χρήση τόσο σε ελαφριά, όσο και σε βαριά σιδηροδρομική υποδομή·

19)   «θέση σε λειτουργία»: το σύνολο των εργασιών με τις οποίες ένα υποσύστημα τίθεται σε κατάσταση λειτουργίας·

20)   «αναθέτων φορέας»: δημόσια ή ιδιωτική οντότητα, που παραγγέλλει τον σχεδιασμό και/ή την κατασκευή ή την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση υποσυστήματος·

21)   «κάτοχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, είτε ως ιδιοκτήτης οχήματος είτε ως ο έχων το δικαίωμα χρήσης αυτού, εκμεταλλεύεται το όχημα ως μέσο μεταφοράς και είναι καταχωρισμένο με την ιδιότητα αυτή σε μητρώο οχημάτων που αναφέρεται στο άρθρο 47·

22)   «αιτών»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αιτείται έγκριση και θα μπορούσε να είναι σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστής υποδομής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή νομική οντότητα, όπως κατασκευαστής, ιδιοκτήτης ή κάτοχος· για τους σκοπούς του άρθρου 15, ως «αιτών» νοείται ο αναθέτων φορέας ή ο κατασκευαστής ή οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί του· για τους σκοπούς του άρθρου 19, ως «αιτών» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ζητεί την απόφαση του Οργανισμού για την έγκριση των τεχνικών λύσεων που προβλέπονται για τα έργα για τον παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS·

23)   «έργο σε προχωρημένο στάδιο εξέλιξης»: κάθε έργο του οποίου η φάση προγραμματισμού ή κατασκευής βρίσκεται σε τέτοιο στάδιο που η τροποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του έργου όπως έχει προγραμματιστεί·

24)   «εναρμονισμένο πρότυπο»: ευρωπαϊκό πρότυπο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

25)   «εθνική αρχή ασφάλειας»: αρχή για την ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 3 σημείο 7) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

26)   «τύπος»: τύπος οχήματος που ορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά σχεδιασμού του οχήματος, σύμφωνα με το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ή σχεδιασμού που περιγράφεται στη συναφή ενότητα επαλήθευσης·

27)   «σειρά»: σύνολο πανομοιότυπων οχημάτων ενός τύπου σχεδιασμού·

28)   «υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας» («ΥΣΦ»): ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 20) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

29)   «ελαφρός σιδηρόδρομος»: αστικό και/ή προαστιακό σύστημα μεταφορών με αντοχή σε σύγκρουση CIII ή C-IV (σύμφωνα με το EN 15227:2011) και μέγιστη αντοχή οχήματος 800 kN (διαμήκης θλιπτική δύναμη σε περιοχή ζεύξης)· τα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα μπορούν να έχουν δικό τους αποκλειστικό διάδρομο ή κοινό διάδρομο με την οδική κυκλοφορία και τα οχήματά τους συνήθως δεν εναλλάσσονται με οχήματα της κυκλοφορίας επιβατών ή εμπορευμάτων μεγάλων αποστάσεων·

30)   «εθνικοί κανόνες»: το σύνολο των δεσμευτικών κανόνων που εγκρίνονται σε ένα κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του φορέα που τους εκδίδει, οι οποίοι περιλαμβάνουν απαιτήσεις σιδηροδρομικής ασφάλειας ή τεχνικές απαιτήσεις, πέραν των κανόνων της Ένωσης ή των διεθνών κανόνων οι οποίοι εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, σε διαχειριστές υποδομής ή σε τρίτα μέρη·

31)   «προβλεπόμενη από κατασκευής κατάσταση λειτουργίας»: ο κανονικός τρόπος λειτουργίας και οι προβλέψιμες εντός των ορίων αντίξοες συνθήκες (συμπεριλαμβανομένης της φθοράς) και οι προϋποθέσεις λειτουργίας που καθορίζονται στον τεχνικό φάκελο και τον φάκελο συντήρησης·

32)   «περιοχή χρήσης οχήματος»: δίκτυο ή δίκτυα εντός κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών όπου προορίζεται να χρησιμοποιηθεί το όχημα·

33)   «αποδεκτά μέσα συμμόρφωσης»: μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις που εκδίδει ο Οργανισμός για να καθορίζει τρόπους απόδειξης της συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις·

34)   «αποδεκτά εθνικά μέσα συμμόρφωσης»: μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις που εκδίδουν τα κράτη μέλη για να καθορίζουν τρόπους απόδειξης της συμμόρφωσης με τους εθνικούς κανόνες·

35)   «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη διάθεση στην αγορά της Ένωσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, υποσυστήματος ή οχήματος που είναι έτοιμο να λειτουργήσει στην προβλεπόμενη από κατασκευής κατάσταση λειτουργίας·

36)   «κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ή έχει σχεδιάσει ή κατασκευάσει προϊόν υπό μορφή στοιχείου διαλειτουργικότητας, υποσυστήματος ή οχήματος και το διοχετεύει στην αγορά υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό του σήμα·

37)   «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή ή αναθέτοντα φορέα να ενεργεί εξ ονόματός του εν λόγω κατασκευαστή ή αναθέτοντος φορέα για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

38)   «τεχνική προδιαγραφή»: έγγραφο στο οποίο ορίζονται οι απαιτούμενες τεχνικές απαιτήσεις που πρέπει να πληροί ένα προϊόν, ένα υποσύστημα, μια διαδικασία ή μια υπηρεσία·

39)   «διαπίστευση»: διαπίστευση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

40)   «εθνικός οργανισμός διαπίστευσης»: εθνικός οργανισμός διαπίστευσης ως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

41)   «αξιολόγηση της συμμόρφωσης»: η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσο πληρούνται οι ειδικές απαιτήσεις που αφορούν προϊόν, διαδικασία, υπηρεσία, υποσύστημα, πρόσωπο ή φορέα·

42)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: φορέας που έχει κοινοποιηθεί ή ορισθεί υπεύθυνος να εκτελεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων της βαθμονόμησης, των δοκιμών, της πιστοποίησης και της επιθεώρησης· ο οργανισμός αξιολόγησης χαρακτηρίζεται «κοινοποιηθείς οργανισμός» μετά την κοινοποίηση από κράτος μέλος· ο οργανισμός αξιολόγησης χαρακτηρίζεται «ορισθείς οργανισμός» μετά τον ορισμό από κράτος μέλος·

43)   «άτομο με αναπηρία και άτομο με μειωμένη κινητικότητα»: κάθε πρόσωπο με μόνιμη ή προσωρινή σωματική, ψυχική, νοητική ή αισθητήρια μειονεξία η οποία, όταν συνδυάζεται με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεράνει την πλήρη και ουσιαστική χρήση από το πρόσωπο αυτό των μεταφορών σε ισότιμη βάση με άλλους επιβάτες ή πρόσωπο του οποίου η κινητικότητα κατά τη χρήση των μεταφορικών μέσων έχει μειωθεί λόγω ηλικίας·

44)   «διαχειριστής υποδομής»: ο διαχειριστής υποδομής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 σημείο 2) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

45)   «σιδηροδρομική επιχείρηση»: σιδηροδρομική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ, καθώς και κάθε άλλη δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας είναι η παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων και/ή επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση διασφαλίζει υποχρεωτικά και την έλξη· τούτο περιλαμβάνει επίσης τις επιχειρήσεις που παρέχουν μόνο έλξη.

Άρθρο 3

Βασικές απαιτήσεις

1.   Το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, τα υποσυστήματα και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας, συμπεριλαμβανομένων των διεπαφών, πληρούν τις σχετικές βασικές απαιτήσεις.

2.   Οι τεχνικές προδιαγραφές του άρθρου 60 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών ή άλλων προτύπων που χρησιμοποιούνται στην Ένωση, δεν αντιβαίνουν στις βασικές απαιτήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 4

Περιεχόμενο των ΤΠΔ

1.   Κάθε υποσύστημα που ορίζεται στο παράρτημα II αποτελεί αντικείμενο μιας ΤΠΔ. Εφόσον απαιτείται, ένα υποσύστημα μπορεί να καλύπτεται από περισσότερες ΤΠΔ, ενώ μία ΤΠΔ μπορεί να καλύπτει περισσότερα του ενός υποσυστήματα.

2.   Τα σταθερά υποσυστήματα είναι σύμφωνα προς τις ΤΠΔ και τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν κατά τη στιγμή της υποβολής αίτησης για την έγκριση της θέσης σε λειτουργία, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 στοιχείο στ).

Τα οχήματα είναι σύμφωνα προς τις ΤΠΔ και τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν κατά τη στιγμή της υποβολής αίτησης για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 στοιχείο στ).

Η συμμόρφωση και συμφωνία των σταθερών υποσυστημάτων και οχημάτων διατηρείται συνεχώς καθ' όλη τη χρήση τους.

3.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στο άρθρο 1, κάθε ΤΠΔ:

α)

καθορίζει το σκοπούμενο πεδίο εφαρμογής (τμήμα του δικτύου ή οχήματα που αναφέρονται στο παράρτημα I, υποσύστημα ή μέρος υποσυστήματος που αναφέρονται στο παράρτημα II)·

β)

προσδιορίζει τις βασικές απαιτήσεις του σχετικού υποσυστήματος και των διεπαφών του σε σχέση με άλλα υποσυστήματα·

γ)

καθορίζει τις λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται από το υποσύστημα και τις διεπαφές του σε σχέση με άλλα υποσυστήματα. Εφόσον απαιτείται, αυτές οι προδιαγραφές μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρήση του υποσυστήματος, για παράδειγμα ανάλογα με τις κατηγορίες γραμμών, κόμβων και/ή οχημάτων υλικού που προβλέπονται στο παράρτημα I·

δ)

προσδιορίζει τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τις διεπαφές που πρέπει να καλύπτονται από ευρωπαϊκές προδιαγραφές, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προτύπων, οι οποίες είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα εντός του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος·

ε)

αναφέρει, σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για να αξιολογείται η συμμόρφωση ή η καταλληλότητα χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας αφενός, ή η επαλήθευση «ΕΚ» των υποσυστημάτων, αφετέρου. Οι εν λόγω διαδικασίες βασίζονται στις ενότητες που ορίζονται στην απόφαση 2010/713/ΕΕ της Επιτροπής (12)·

στ)

περιγράφει τη στρατηγική εφαρμογής της ΤΠΔ. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν τα στάδια που πρέπει να ολοκληρωθούν, λαμβανομένων υπόψη του αναμενόμενου κόστους και οφέλους, καθώς και των επιπτώσεων για τους θιγομένους, ώστε να επιτευχθεί προοδευτική μετάβαση από την υπάρχουσα κατάσταση στην τελική κατάσταση γενικευμένης τήρησης της ΤΠΔ. Όταν απαιτείται συντονισμένη εφαρμογή της ΤΠΔ, όπως κατά μήκος διαδρόμου ή μεταξύ διαχειριστών υποδομής και σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, η στρατηγική μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις βαθμιαίας ολοκλήρωσης·

ζ)

περιγράφει, για το ενδιαφερόμενο προσωπικό, τις προϋποθέσεις από άποψη επαγγελματικών προσόντων και υγείας και ασφάλειας κατά την εργασία που απαιτούνται για τη λειτουργία και τη συντήρηση του ανωτέρω υποσυστήματος, καθώς και για την εφαρμογή των ΤΠΔ·

η)

καθορίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στα υφιστάμενα υποσυστήματα και οχήματα, ιδίως σε περίπτωση αναβάθμισης και ανακαίνισης, και, στις περιπτώσεις αυτές, στην εργασία τροποποίησης η οποία απαιτεί αίτηση νέας έγκρισης·

θ)

καθορίζει τις παραμέτρους των οχημάτων και των σταθερών υποσυστημάτων που πρέπει να ελέγχει η σιδηροδρομική επιχείρηση και τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται για τον έλεγχο των εν λόγω παραμέτρων μετά την έκδοση της έγκρισης διάθεσης του οχήματος στην αγορά και πριν από την πρώτη χρήση του οχήματος, ώστε να διασφαλίζεται η συμβατότητα μεταξύ των οχημάτων και των διαδρομών στις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.

4.   Κάθε ΤΠΔ καταρτίζεται βάσει εξέτασης του υπάρχοντος υποσυστήματος και υποδεικνύει ένα στοχευμένο υποσύστημα που μπορεί να προκύψει προοδευτικά και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Αντίστοιχα, η έγκριση των ΤΠΔ και η τήρησή τους διευκολύνουν σταδιακά την επίτευξη της διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

5.   Οι ΤΠΔ διαφυλάσσουν καταλλήλως τη συμβατότητα του υπάρχοντος σιδηροδρομικού συστήματος κάθε κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να προβλέπονται για κάθε ΤΠΔ ειδικές περιπτώσεις, τόσο σε θέματα δικτύου όσο και σε θέματα οχημάτων, και συγκεκριμένα για το περιτύπωμα, το εύρος τροχιάς ή το διάκενο μεταξύ των αξόνων των τροχιών, καθώς και των οχημάτων που προέρχονται από τρίτες χώρες ή με προορισμό τρίτες χώρες. Για κάθε ειδική περίπτωση, οι ΤΠΔ καθορίζουν τους κανόνες εφαρμογής των στοιχείων των ΤΠΔ που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχεία γ) έως ζ).

6.   Εάν ορισμένες τεχνικές παράμετροι οι οποίες αντιστοιχούν στις βασικές απαιτήσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ρητώς από ΤΠΔ, προσδιορίζονται σαφώς σε παράρτημα της ΤΠΔ ως ανοικτά σημεία.

7.   Οι ΤΠΔ δεν εμποδίζουν αποφάσεις των κρατών μελών σχετικά με τη χρήση των υποδομών για την κυκλοφορία οχημάτων που δεν καλύπτονται από τις ΤΠΔ.

8.   Οι ΤΠΔ μπορούν να παραπέμπουν ρητώς και σαφώς σε ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα ή προδιαγραφές ή τεχνικά έγγραφα που δημοσιεύει ο Οργανισμός, όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω πρότυπα ή προδιαγραφές (ή τα σχετικά μέρη τους) ή τεχνικά έγγραφα θεωρούνται παραρτήματα της σχετικής ΤΠΔ και η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ. Εάν δεν υπάρχουν τέτοια πρότυπα ή προδιαγραφές ή τεχνικά έγγραφα και εν αναμονή της κατάρτισής τους, μπορεί να γίνεται παραπομπή σε άλλα σαφώς καθορισμένα κανονιστικά έγγραφα τα οποία είναι ευπρόσιτα και κοινής χρήσης.

Άρθρο 5

Εκπόνηση, έκδοση και αναθεώρηση των ΤΠΔ

1.   Προκειμένου να καθορίζονται οι ειδικοί στόχοι κάθε ΤΠΔ, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 50 όσον αφορά, ιδίως και κατά περίπτωση:

α)

το γεωγραφικό και τεχνικό πεδίο εφαρμογής των ΤΠΔ·

β)

τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις·

γ)

τον κατάλογο των κανονιστικών, τεχνικών και επιχειρησιακών προϋποθέσεων που πρέπει να εναρμονιστούν σε επίπεδο υποσυστημάτων και σε επίπεδο διεπαφών μεταξύ των υποσυστημάτων και το αναμενόμενο επίπεδο εναρμόνισής τους·

δ)

τις ειδικές σιδηροδρομικές διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και της καταλληλότητας προς χρήση των στοιχείων διαλειτουργικότητας·

ε)

τις ειδικές σιδηροδρομικές διαδικασίες εκτίμησης της επαλήθευσης «ΕΚ» των υποσυστημάτων·

στ)

τις κατηγορίες του προσωπικού που συμμετέχει στη λειτουργία και τη συντήρηση των υποσυστημάτων, καθώς και τους γενικούς στόχους για τον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα και τους όρους υγείας και ασφάλειας για το προσωπικό·

ζ)

κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ώστε να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2, εντός του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης, όπως η εναρμόνιση των ΤΠΔ με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα ή προδιαγραφές.

Κατά την έκδοση των εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή αιτιολογεί την ανάγκη για νέα ή ουσιωδώς τροποποιημένη ΤΠΔ, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών της στους ισχύοντες κανόνες και τις τεχνικές προδιαγραφές.

2.   Για να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή ζητεί από τον Οργανισμό να διατυπώνει και να τροποποιεί τις ΤΠΔ και να υποβάλλει τις σχετικές συστάσεις στην Επιτροπή.

Κάθε σχέδιο ΤΠΔ εκπονείται στα ακόλουθα στάδια:

α)

ο Οργανισμός προσδιορίζει τις θεμελιώδεις παραμέτρους για την ΤΠΔ, καθώς και τις διεπαφές με τα άλλα υποσυστήματα και όποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις που μπορεί να είναι αναγκαίες·

β)

ο Οργανισμός καταρτίζει το σχέδιο ΤΠΔ με βάση τις θεμελιώδεις παραμέτρους που αναφέρονται στο στοιχείο α). Κατά περίπτωση, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη την τεχνική πρόοδο, τις εργασίες τυποποίησης που έχουν ήδη επιτελεσθεί, τις ομάδες εργασίας που έχουν ήδη συσταθεί και τις αναγνωρισμένες ερευνητικές εργασίες.

3.   Κατά την κατάρτιση ή αναθεώρηση κάθε ΤΠΔ, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών παραμέτρων, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη το αναμενόμενο κόστος και όφελος όλων των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων, καθώς και τις μεταξύ τους διεπαφές, προκειμένου να καθορισθούν και να υλοποιηθούν οι πλέον βιώσιμες λύσεις. Στην εκτίμηση αυτή αναφέρεται ο ενδεχόμενος αντίκτυπος σε όλους τους συμμετέχοντες φορείς εκμετάλλευσης και οικονομικούς παράγοντες και λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απαιτήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Τα κράτη μέλη συμμετέχουν στην αξιολόγηση αυτή παρέχοντας, κατά περίπτωση, τα αναγκαία δεδομένα.

4.   Ο Οργανισμός εκπονεί τις ΤΠΔ και τις τροποποιήσεις τους σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 και τηρώντας τα κριτήρια της ανοικτής προσέγγισης, της συναίνεσης και της διαφάνειας, όπως ορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

5.   Η επιτροπή του άρθρου 51 («επιτροπή») τηρείται τακτικά ενήμερη για τις εργασίες κατάρτισης των ΤΠΔ. Η Επιτροπή μπορεί, κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, να διατυπώνει οποιεσδήποτε προϋποθέσεις ή χρήσιμες συστάσεις σχετικά με τον σχεδιασμό των ΤΠΔ, καθώς και ανάλυση κόστους/οφέλους. Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί να εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που επισυνάπτεται στο σχέδιο ΤΠΔ η εκτίμηση κόστους και οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

6.   Όταν, για λόγους τεχνικής συμβατότητας, πρέπει να τεθούν ταυτόχρονα σε λειτουργία διάφορα υποσυστήματα, οι ημερομηνίες εφαρμογής των σχετικών ΤΠΔ συμπίπτουν.

7.   Κατά την κατάρτιση, έκδοση και αναθεώρηση των ΤΠΔ, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των χρηστών, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες υπό τις οποίες χρησιμοποιούν τα υποσυστήματα. Προς τον σκοπό αυτό, κατά τις εργασίες κατάρτισης και αναθεώρησης των ΤΠΔ, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις ενώσεις και τους φορείς εκπροσώπησης των χρηστών. Στο σχέδιο ΤΠΔ ο Οργανισμός επισυνάπτει έκθεση περί των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών.

8.   Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, η Επιτροπή, με τη βοήθεια της επιτροπής, καταρτίζει και ενημερώνει τακτικά τον κατάλογο των ενώσεων επιβατών και των οργανισμών των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη. Ο εν λόγω κατάλογος μπορεί να επανεξετάζεται και να ενημερώνεται κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής.

9.   Κατά την κατάρτιση ή αναθεώρηση των ΤΠΔ, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα και τους όρους υγείας και ασφάλειας στην εργασία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο ζ). Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός συμβουλεύεται τους κοινωνικούς εταίρους πριν υποβάλει στην Επιτροπή συστάσεις για ΤΠΔ και τις τροποποιήσεις τους. Η γνώμη των κοινωνικών εταίρων ζητείται στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που έχει συσταθεί δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (13). Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός τριών μηνών από τη διαβούλευση.

10.   Όταν η αναθεώρηση μιας ΤΠΔ οδηγεί σε τροποποίηση των απαιτήσεων, η νέα εκδοχή των ΤΠΔ διασφαλίζει συμβατότητα με τα υποσυστήματα που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία σύμφωνα με προηγούμενες εκδοχές των ΤΠΔ.

11.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις ΤΠΔ για την εφαρμογή των ειδικών στόχων που καθορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3. Περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και πληρούν όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 4 έως 6 και παράγραφος 8.

Άρθρο 6

Ελλείψεις των ΤΠΔ

1.   Εάν, μετά την έκδοση μιας ΤΠΔ, διαπιστωθεί ότι είναι ελλιπής, η εν λόγω ΤΠΔ τροποποιείται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 11. Εφόσον ενδείκνυται, η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία αυτή χωρίς καθυστέρηση. Στις ελλείψεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις που θα μπορούσαν να συνεπάγονται μη ασφαλείς λειτουργίες σε κράτος μέλος.

2.   Αναμένοντας την αναθεώρηση μιας ΤΠΔ, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει γνωμοδότηση του Οργανισμού. Η Επιτροπή αναλύει τη γνωμοδότηση του Οργανισμού και ενημερώνει την επιτροπή για τα συμπεράσματά της.

3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η γνωμοδότηση του Οργανισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αποτελεί αποδεκτό μέσο συμμόρφωσης και μπορεί συνεπώς να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση έργων, εν αναμονή έκδοσης αναθεωρημένης ΤΠΔ.

4.   Οποιοδήποτε μέλος του δικτύου των αντιπροσωπευτικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή πιθανές ελλείψεις των ΤΠΔ.

Άρθρο 7

Μη εφαρμογή των ΤΠΔ

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στον αιτούντα να μην εφαρμόζει μία ή περισσότερες ΤΠΔ ή μέρη αυτών στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

για προτεινόμενο νέο υποσύστημα ή μέρος αυτού, για την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση υφισταμένου υποσυστήματος ή μέρος αυτού ή για κάθε στοιχείο κατά το άρθρο 1 παράγραφος 1 το οποίο βρίσκεται σε προηγμένο στάδιο εξέλιξης ή αποτελεί αντικείμενο εκτελούμενης σύμβασης κατά την ημερομηνία εφαρμογής της σχετικής ή των σχετικών ΤΠΔ·

β)

όταν, έπειτα από ατύχημα ή φυσική καταστροφή, οι προϋποθέσεις ταχείας αποκατάστασης του δικτύου δεν επιτρέπουν οικονομικώς ή τεχνικώς τη μερική ή ολική εφαρμογή των αντίστοιχων ΤΠΔ, οπότε η μη εφαρμογή των ΤΠΔ περιορίζεται στην περίοδο πριν από την αποκατάσταση του δικτύου·

γ)

για κάθε προτεινόμενη ανακαίνιση, επέκταση ή αναβάθμιση υφιστάμενου υποσυστήματος ή μέρους αυτού, όταν η εφαρμογή της σχετικής ή των σχετικών ΤΠΔ θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του έργου και/ή τη συμβατότητα του σιδηροδρομικού συστήματος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, όπως για παράδειγμα όσον αφορά το περιτύπωμα, το εύρος τροχιάς, το διάκενο μεταξύ των αξόνων των τροχιών ή την τάση της ηλεκτρικής τροφοδότησης·

δ)

για οχήματα που φτάνουν από τρίτη χώρα ή με προορισμό τρίτη χώρα όπου το εύρος τροχιάς είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης·

ε)

για προτεινόμενο νέο υποσύστημα ή για προτεινόμενη ανακαίνιση ή αναβάθμιση υφιστάμενου υποσυστήματος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, όταν το σιδηροδρομικό του δίκτυο είναι αποκομμένο ή απομονωμένο από τη θάλασσα ή αποκομμένο λόγω ιδιαίτερων γεωγραφικών συνθηκών από το σιδηροδρομικό δίκτυο της υπόλοιπης Ένωσης.

2.   Στην περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος κάθε ΤΠΔ, το συγκεκριμένο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή κατάλογο έργων τα οποία υλοποιούνται στην επικράτειά του και τα οποία, κατά την άποψη του συγκεκριμένου κράτους μέλους, βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο εξέλιξης.

3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), το συγκεκριμένο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την απόφασή του να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες ΤΠΔ ή μέρη αυτών.

4.   Στις περιπτώσεις των στοιχείων α, γ), δ) και ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή την αίτηση μη εφαρμογής των ΤΠΔ ή μερών αυτής, συνοδευόμενη από φάκελο ο οποίος περιέχει την αιτιολόγηση της αίτησης, διευκρινίζοντας τις εναλλακτικές διατάξεις τις οποίες το εν λόγω κράτος μέλος προτίθεται να εφαρμόσει αντί των ΤΠΔ. Στην περίπτωση του στοιχείου ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή αναλύει την αίτηση και αποφασίζει αν την αποδέχεται ή όχι, ανάλογα με την πληρότητα και τη συνάφεια των στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο. Στις περιπτώσεις των στοιχείων γ) και δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της με εκτελεστικές πράξεις βάσει της ανάλυσης αυτής. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

Στις περιπτώσεις του άρθρου 21 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, ο αιτών υποβάλλει τον φάκελο στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές ασφάλειας και δίνει την τελική γνωμοδότησή του στην Επιτροπή.

5.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικής πράξης, καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στον φάκελο που αναφέρεται στην παράγραφο 4, την απαιτούμενη μορφή του εν λόγω φακέλου και τη μέθοδο διαβίβασής του. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

6.   Εν αναμονή της απόφασης της Επιτροπής, το κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει χωρίς καθυστέρηση τις εναλλακτικές διατάξεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4.

7.   Η Επιτροπή αποφασίζει εντός τετραμήνου από την υποβολή της αίτησης συνοδευόμενης από τον πλήρη φάκελο. Ελλείψει τέτοιας απόφασης, θεωρείται ότι η αίτηση έχει γίνει δεκτή.

8.   Τα κράτη μέλη ενημερώνονται για τα αποτελέσματα των αναλύσεων και για το αποτέλεσμα της διαδικασίας της παραγράφου 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 8

Όροι διάθεσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας στην αγορά

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα στοιχεία διαλειτουργικότητας:

α)

να διατίθενται στην αγορά, μόνο εφόσον επιτρέπουν την επίτευξη της διαλειτουργικότητας εντός του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, τηρουμένων ταυτόχρονα των βασικών απαιτήσεων·

β)

να χρησιμοποιούνται στον τομέα χρήσης τους σύμφωνα με τον σκοπό τους και να εγκαθίστανται και να συντηρούνται δεόντως.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω στοιχείων για άλλες εφαρμογές.

2.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν ούτε περιορίζουν ή εμποδίζουν, στο έδαφός τους και βάσει της παρούσας οδηγίας, τη διάθεση στην αγορά στοιχείων διαλειτουργικότητας προοριζομένων να χρησιμοποιηθούν στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, εφόσον τα στοιχεία αυτά πληρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Ειδικότερα, δεν απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ», όπως ορίζεται στο άρθρο 10.

Άρθρο 9

Συμμόρφωση ή καταλληλότητα χρήσης

1.   Τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός κρίνουν ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας πληροί τις βασικές απαιτήσεις, εφόσον είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αντίστοιχες ΤΠΔ ή στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που έχουν συνταχθεί για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω προϋποθέσεις. Η δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» βεβαιώνει ότι τα στοιχεία διαλειτουργικότητας έχουν υπαχθεί στις διαδικασίες που καθορίζονται στην αντίστοιχη ΤΠΔ για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης.

2.   Σε περίπτωση που το απαιτεί η ΤΠΔ, η δήλωση «ΕΚ» συνοδεύεται από:

α)

πιστοποιητικό, που εκδίδεται από έναν ή περισσότερους κοινοποιηθέντες οργανισμούς, όσον αφορά την εγγενή συμμόρφωση ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, εξεταζόμενου μεμονωμένα, προς τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληροί·

β)

πιστοποιητικό, που εκδίδεται από έναν ή περισσότερους κοινοποιηθέντες οργανισμούς, όσον αφορά την καταλληλότητα χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, εξεταζόμενου στο πλαίσιο της σιδηροδρομικής χρήσης, ιδίως σε περίπτωση οικείων λειτουργικών απαιτήσεων.

3.   Η δήλωση «ΕΚ» φέρει ημερομηνία και υπογραφή από τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, το υπόδειγμα της δήλωσης συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» των στοιχείων διαλειτουργικότητας και τον κατάλογο των συνοδευτικών εγγράφων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

5.   Ανταλλακτικά υποσυστημάτων που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία κατά την έναρξη ισχύος των αντίστοιχων ΤΠΔ επιτρέπεται να εγκαθίστανται στα εν λόγω υποσυστήματα χωρίς να υπόκεινται στην παράγραφο 1.

6.   Οι ΤΠΔ μπορούν να προβλέπουν μεταβατική περίοδο για τα προϊόντα σιδηροδρόμων τα οποία οι ΤΠΔ προσδιορίζουν ως στοιχεία διαλειτουργικότητας και έχουν ήδη διατεθεί στην αγορά όταν οι ΤΠΔ αρχίζουν να ισχύουν. Τα στοιχεία αυτά συμμορφώνονται με το άρθρο 8 παράγραφος 1.

Άρθρο 10

Διαδικασία για τη δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ»

1.   Για να συντάξει τη δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του εφαρμόζει τις διατάξεις που προβλέπονται από τις σχετικές ΤΠΔ.

2.   Όταν απαιτείται από την αντίστοιχη ΤΠΔ, η αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας διενεργείται από τον κοινοποιηθέντα οργανισμό στον οποίο έχει υποβάλει σχετική αίτηση ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του.

3.   Όταν τα στοιχεία διαλειτουργικότητας αποτελούν αντικείμενο άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που αφορούν άλλα θέματα, η δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» αναφέρει ότι τα στοιχεία διαλειτουργικότητας ανταποκρίνονται και στις απαιτήσεις αυτών των άλλων νομικών πράξεων.

4.   Εάν ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του τηρεί τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 3, οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν κάθε πρόσωπο που διαθέτει το στοιχείο διαλειτουργικότητας στην αγορά. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις ίδιες υποχρεώσεις υπέχει και κάθε πρόσωπο που συναρμολογεί στοιχεία διαλειτουργικότητας ή μέρη στοιχείων διαλειτουργικότητας, διάφορων προελεύσεων, ή κατασκευάζει στοιχεία διαλειτουργικότητας για προσωπική χρήση.

5.   Εάν κράτος μέλος διαπιστώσει ότι η δήλωση «ΕΚ» έχει καταρτισθεί παράτυπα, διασφαλίζει ότι το συγκεκριμένο στοιχείο διαλειτουργικότητας δεν διατίθεται στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του υποχρεούται να αποκαθιστά τη συμμόρφωση του στοιχείου διαλειτουργικότητας, υπό τους όρους που καθορίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Άρθρο 11

Μη συμμόρφωση των στοιχείων διαλειτουργικότητας προς τις βασικές απαιτήσεις

1.   Εφόσον κράτος μέλος διαπιστώσει ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, το οποίο καλύπτεται από τη δήλωση συμμόρφωσης ή καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» και έχει διατεθεί στην αγορά ενδέχεται, όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του, να μην ικανοποιεί τις βασικές απαιτήσεις, το εν λόγω κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του, να απαγορεύσει τη χρήση του, να το αποσύρει από την αγορά ή να το ανακαλέσει. Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή, τον Οργανισμό και τα υπόλοιπα κράτη μέλη για τα μέτρα που λαμβάνει και αναφέρει τους λόγους της απόφασής του, διευκρινίζοντας, ιδίως, αν η έλλειψη συμμόρφωσης προκύπτει από:

α)

μη τήρηση των βασικών απαιτήσεων·

β)

παράτυπη εφαρμογή των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, στην περίπτωση ισχυρισμού ότι εφαρμόζονται οι εν λόγω προδιαγραφές·

γ)

ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

2.   Ο Οργανισμός αρχίζει, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, τη διαδικασία διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη χωρίς καθυστέρηση και οπωσδήποτε εντός 20 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω εντολής. Εάν ο Οργανισμός διαπιστώσει, μετά τη διαβούλευση αυτή, ότι το μέτρο είναι αδικαιολόγητο, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή, το κράτος μέλος το οποίο έλαβε την πρωτοβουλία καθώς τα λοιπά κράτη μέλη και τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του. Εάν ο Οργανισμός διαπιστώσει ότι το μέτρο είναι δικαιολογημένο, ενημερώνει αμέσως τα κράτη μέλη.

3.   Εφόσον η απόφαση της παραγράφου 1 αιτιολογείται από την ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή ή ο Οργανισμός, κατά περίπτωση, εφαρμόζουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

μερική ή ολική απόσυρση της οικείας προδιαγραφής από τις δημοσιεύσεις που τις περιλαμβάνουν·

β)

εάν η προδιαγραφή είναι εναρμονισμένο πρότυπο, περιορισμός ή απόσυρση του εν λόγω προτύπου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

γ)

αναθεώρηση της ΤΠΔ σύμφωνα με το άρθρο 6.

4.   Όταν για στοιχείο διαλειτουργικότητας συνοδευόμενο από δήλωση συμμόρφωσης «ΕΚ» αποδειχθεί ότι η συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις δεν υφίσταται, το αρμόδιο κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι κάθε οντότητας που κατάρτισε τη δήλωση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Άρθρο 12

Ελεύθερη κυκλοφορία υποσυστημάτων

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου V, τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν ούτε περιορίζουν ή παρακωλύουν, στην επικράτειά τους και για λόγους που αφορούν την παρούσα οδηγία, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία και τη λειτουργία δομικών υποσυστημάτων τα οποία συνιστούν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και τα οποία πληρούν τις βασικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, δεν απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί:

α)

στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση της δήλωσης επαλήθευσης «ΕΚ», ή

β)

σε άλλα κράτη μέλη, πριν ή μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να επαληθεύσουν τη συμμόρφωση προς τις ίδιες απαιτήσεις σε ίδιες συνθήκες λειτουργίας.

Άρθρο 13

Συμμόρφωση προς τις ΤΠΔ και τους εθνικούς κανόνες

1.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας θεωρούν σύμφωνα προς τις βασικές απαιτήσεις τα δομικά υποσυστήματα τα οποία συνιστούν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και τα οποία καλύπτονται, κατά περίπτωση, από τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ», η οποία καταρτίζεται με παραπομπή στις ΤΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 15, ή από τη δήλωση επαλήθευσης που καταρτίζεται με παραπομπή στους εθνικούς κανόνες, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 8 ή από αμφότερες.

2.   Οι εθνικοί κανόνες εφαρμογής των βασικών απαιτήσεων και, κατά περίπτωση, τα αποδεκτά εθνικά μέσα συμμόρφωσης εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν οι ΤΠΔ δεν καλύπτουν ή δεν καλύπτουν πλήρως ορισμένες πτυχές που αντιστοιχούν στις βασικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ανοικτών σημείων του άρθρου 4 παράγραφος 6·

β)

όταν έχει κοινοποιηθεί μη εφαρμογή μιας ή περισσότερων ΤΠΔ ή μερών τους δυνάμει του άρθρου 7·

γ)

όταν λόγω ειδικής περίπτωσης απαιτείται η εφαρμογή τεχνικών κανόνων που δεν περιέχονται στη σχετική ΤΠΔ·

δ)

στην περίπτωση εθνικών κανόνων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό υφιστάμενων συστημάτων και περιορίζονται στον σκοπό της αξιολόγησης της τεχνικής συμβατότητας του οχήματος με το δίκτυο·

ε)

στην περίπτωση των δικτύων και οχημάτων που δεν καλύπτονται από ΤΠΔ·

στ)

ως επείγον προσωρινό προληπτικό μέτρο, ιδίως ύστερα από ατύχημα.

Άρθρο 14

Κοινοποίηση εθνικών κανόνων

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και τον Οργανισμό τους υπάρχοντες εθνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ο εθνικός κανόνας ή οι εθνικοί κανόνες δεν έχουν κοινοποιηθεί έως τις 15 Ιουνίου 2016. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιούνται έως τις 16 Δεκεμβρίου 2016·

β)

όποτε αλλάζουν οι κανόνες·

γ)

όταν έχει υποβληθεί νέα αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7 για τη μη εφαρμογή της ΤΠΔ·

δ)

όταν οι εθνικοί κανόνες καθίστανται άνευ αντικειμένου μετά τη δημοσίευση ή την αναθεώρηση της συναφούς ΤΠΔ.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν το πλήρες κείμενο των εθνικών κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιώντας το κατάλληλο σύστημα ΤΠ σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτουν τις διεπαφές μεταξύ οχημάτων και δικτύων, είναι ευπρόσιτοι, κοινής χρήσης και διατυπωμένοι με ορολογία κατανοητή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μπορεί να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω εθνικούς κανόνες.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν νέους εθνικούς κανόνες μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν μια ΤΠΔ δεν καλύπτει πλήρως τις βασικές απαιτήσεις·

β)

ως επείγον προληπτικό μέτρο, ιδίως ύστερα από ατύχημα.

5.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν, μέσω του κατάλληλου συστήματος ΤΠ σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, τα σχέδια νέων εθνικών κανόνων στον Οργανισμό και την Επιτροπή προς εξέταση πριν από την αναμενόμενη εισαγωγή του προτεινόμενου νέου κανόνα στην εθνική έννομη τάξη, εγκαίρως και εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, αιτιολογώντας την εισαγωγή του εν λόγω νέου εθνικού κανόνα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σχέδιο έχει αναπτυχθεί επαρκώς ώστε να επιτρέπει στον Οργανισμό να διενεργεί την εξέτασή του σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

6.   Κατά τη θέσπιση νέου εθνικού κανόνα, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τον Οργανισμό και την Επιτροπή χρησιμοποιώντας το κατάλληλο σύστημα ΤΠ, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

7.   Σε περίπτωση προληπτικών μέτρων έκτακτης ανάγκης, μπορούν τα κράτη μέλη να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν χωρίς καθυστέρηση νέο εθνικό κανόνα. Ο εν λόγω κανόνας κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, και υπόκειται στην αξιολόγηση του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 5 του εν λόγω κανονισμού.

8.   Κατά την κοινοποίηση εθνικού κανόνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή νέου εθνικού κανόνα, τα κράτη μέλη αιτιολογούν την αναγκαιότητα του εν λόγω κανόνα για την εκπλήρωση κάποιας απαίτησης που δεν καλύπτεται ήδη από τη συναφή ΤΠΔ.

9.   Τα σχέδια εθνικών κανόνων και οι εθνικοί κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εξετάζονται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

10.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, την ταξινόμηση των κοινοποιημένων εθνικών κανόνων σε διάφορες ομάδες με στόχο τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αποδοχής οχημάτων σε διάφορα κράτη μέλη και της διάθεσής τους στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της συμβατότητας μεταξύ σταθερού και κινητού εξοπλισμού. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις αξιοποιούν την πρόοδο που έχει σημειώσει ο Οργανισμός στον τομέα της αμοιβαίας αποδοχής και εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

Ο Οργανισμός ταξινομεί, σύμφωνα με τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τους εθνικούς κανόνες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

11.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην κοινοποιήσουν κανόνες και περιορισμούς αυστηρά τοπικού χαρακτήρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μνημονεύουν τους εν λόγω κανόνες και περιορισμούς στα μητρώα υποδομής του άρθρου 49.

12.   Οι εθνικοί κανόνες που κοινοποιούνται βάσει του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται στη διαδικασία κοινοποίησης βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

13.   Οι εθνικοί κανόνες που δεν κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Διαδικασία για τη σύνταξη της δήλωσης επαλήθευσης «ΕΚ»

1.   Για τη σύνταξη της δήλωσης επαλήθευσης «ΕΚ» που απαιτείται για τη διάθεση στην αγορά και τη θέση σε λειτουργία, σύμφωνα με το κεφάλαιο V, ο αιτών ζητεί από τον οργανισμό ή τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που επέλεξε για τον συγκεκριμένο σκοπό να εφαρμόσουν τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» που καθορίζεται στο παράρτημα IV.

2.   Ο αιτών συντάσσει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» ενός υποσυστήματος. Ο αιτών δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι το εν λόγω υποσύστημα έχει υπαχθεί στις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης και ότι πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού ενωσιακού δικαίου και τυχόν σχετικών εθνικών κανόνων. Η δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και τα συνοδευτικά έγγραφα φέρουν ημερομηνία και την υπογραφή του αιτούντος.

3.   Η αποστολή του κοινοποιηθέντος οργανισμού, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την επαλήθευση «ΕΚ» ενός υποσυστήματος, αρχίζει από το στάδιο του σχεδιασμού και καλύπτει ολόκληρη την περίοδο της κατασκευής μέχρι το στάδιο της αποδοχής πριν διατεθεί στην αγορά ή τεθεί σε λειτουργία το υποσύστημα. Επίσης, σύμφωνα με τη συναφή ΤΠΔ, καλύπτει την επαλήθευση των διεπαφών του υποσυστήματος αυτού με το σύστημα στο οποίο ενσωματώνεται.

4.   Ο αιτών είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση του τεχνικού φακέλου που πρέπει να συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ». Ο εν λόγω τεχνικός φάκελος περιέχει όλα τα αναγκαία έγγραφα σχετικά με τα χαρακτηριστικά του υποσυστήματος και, κατά περίπτωση, όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η συμμόρφωση των στοιχείων διαλειτουργικότητας. Επίσης περιέχει όλα τα στοιχεία που αφορούν τις προϋποθέσεις και τα όρια χρήσης και τις οδηγίες σχετικά με την εξυπηρέτηση, τη συνεχή ή περιοδική παρακολούθηση, τη ρύθμιση και τη συντήρηση.

5.   Σε περίπτωση ανακαίνισης ή αναβάθμισης υποσυστήματος που έχει ως αποτέλεσμα τροποποίηση του τεχνικού φακέλου και θίγει το κύρος των διαδικασιών επαλήθευσης που έχουν ήδη διενεργηθεί, ο αιτών αξιολογεί την ανάγκη νέας δήλωσης επαλήθευσης «ΕΚ».

6.   Ο κοινοποιηθείς οργανισμός μπορεί να εκδίδει προσωρινές δηλώσεις επαλήθευσης για την κάλυψη ορισμένων σταδίων της διαδικασίας επαλήθευσης ή ορισμένων μερών του υποσυστήματος.

7.   Εάν το επιτρέπουν οι σχετικές ΤΠΔ, ο κοινοποιηθείς οργανισμός μπορεί να εκδίδει πιστοποιητικά επαλήθευσης για ένα ή περισσότερα υποσυστήματα ή για ορισμένα μέρη των υποσυστημάτων αυτών.

8.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για τη διενέργεια της διαδικασίας επαλήθευσης όσον αφορά τους εθνικούς κανόνες. Εν προκειμένω, οι ορισθέντες οργανισμοί είναι υπεύθυνοι για τα σχετικά καθήκοντα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέγει έναν κοινοποιηθέντα οργανισμό ως ορισθέντα οργανισμό, περίπτωση κατά την οποία η όλη διαδικασία μπορεί να διενεργείται από έναν μόνο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων:

α)

τις λεπτομέρειες των διαδικασιών επαλήθευσης «ΕΚ» για τα υποσυστήματα, περιλαμβανομένης της διαδικασίας επαλήθευσης στην περίπτωση εθνικών κανόνων και των εγγράφων που υποβάλλονται από τον αιτούντα στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας·

β)

τα υποδείγματα της δήλωσης επαλήθευσης «ΕΚ», μεταξύ των οποίων, σε περίπτωση τροποποίησης του υποσυστήματος ή πρόσθετων επαληθεύσεων, την ενδιάμεση δήλωση επαλήθευσης, και τα υποδείγματα για έγγραφα του τεχνικού φακέλου που οφείλει να συνοδεύει τις δηλώσεις αυτές, καθώς και υποδείγματα για το πιστοποιητικό επαλήθευσης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

Άρθρο 16

Μη συμμόρφωση των υποσυστημάτων προς τις βασικές απαιτήσεις

1.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώσει ότι διαρθρωτικό υποσύστημα, το οποίο καλύπτεται από δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» που συνοδεύεται από τον τεχνικό φάκελο, δεν πληροί εξ ολοκλήρου τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και, ιδίως, τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να ζητεί τη διενέργεια συμπληρωματικών ελέγχων.

2.   Το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά με τους συμπληρωματικούς ελέγχους που ζήτησε, αναφέροντας τους λόγους που τους δικαιολογούν. Η Επιτροπή συμβουλεύεται τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.   Το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα αναφέρει αν η αδυναμία πλήρους συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία οφείλεται:

α)

σε μη τήρηση των βασικών απαιτήσεων ή μιας ΤΠΔ ή σε ελλιπή εφαρμογή μιας ΤΠΔ, οπότε η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε παράτυπα τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και ζητεί από το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα·

β)

σε ανεπάρκεια μιας ΤΠΔ, οπότε ισχύει η διαδικασία τροποποίησης της ΤΠΔ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6.

Άρθρο 17

Τεκμήριο συμμόρφωσης

Τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τα υποσυστήματα που είναι σύμφωνα με εναρμονισμένα πρότυπα ή με μέρη αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι είναι σύμφωνα με τις βασικές απαιτήσεις και καλύπτονται από τα εν λόγω πρότυπα ή τα μέρη τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 18

Έγκριση της θέσης σταθερών εγκαταστάσεων σε λειτουργία

1.   Τα υποσυστήματα παρατρόχιου ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, ενέργειας και υποδομής τίθενται σε λειτουργία μόνο εάν έχουν σχεδιασθεί, κατασκευασθεί και εγκατασταθεί κατά τρόπο που να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις και έχει ληφθεί η σχετική έγκριση σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4.

2.   Κάθε εθνική αρχή ασφάλειας εγκρίνει τη θέση σε λειτουργία των υποσυστημάτων ενέργειας, υποδομής και παρατρόχιου ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης που βρίσκονται ή λειτουργούν στο έδαφος του κράτους μέλους της.

3.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας παρέχουν λεπτομερή καθοδήγηση για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι εγκρίσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Στους αιτούντες παρέχεται δωρεάν έγγραφο κατευθυντηρίων γραμμών για τις αιτήσεις που περιγράφει και επεξηγεί τις απαιτήσεις για τις εν λόγω εγκρίσεις και απαριθμεί τα απαιτούμενα έγγραφα. Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται όσον αφορά τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών.

4.   Ο αιτών υποβάλλει στην εθνική αρχή ασφάλειας αίτηση για έγκριση της θέσης σταθερών εγκαταστάσεων σε λειτουργία. Η αίτηση συνοδεύεται από φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει αποδεικτικά έγγραφα για τα εξής:

α)

των δηλώσεων επαλήθευσης που αναφέρονται στο άρθρο 15·

β)

της τεχνικής συμβατότητας των υποσυστημάτων με το σύστημα στο οποίο ενσωματώνονται, η οποία αποδεικνύεται βάσει των σχετικών ΤΠΔ, εθνικών κανόνων και μητρώων·

γ)

της ασφαλούς ενσωμάτωσης των υποσυστημάτων, βάσει των σχετικών ΤΠΔ, των εθνικών κανόνων και των κοινών μεθόδων ασφάλειας («ΚΜΑ») που καθορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

δ)

στην περίπτωση των παρατρόχιων υποσυστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης που περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου Αμαξοστοιχιών (ETCS) και/ή το Παγκόσμιο Σύστημα Κινητών Επικοινωνιών Σιδηροδρόμων (GSM-R), τη θετική απόφαση του Οργανισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 της παρούσας οδηγίας και, σε περίπτωση αλλαγής στο σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων ή στην περιγραφή των προτεινόμενων τεχνικών λύσεων που προέκυψαν μετά τη θετική απόφαση, τη συμμόρφωση με το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

5.   Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος, η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες, ορίζοντας εύλογη προθεσμία για την παροχή τους.

Η εθνική αρχή ασφαλείας επαληθεύει την πληρότητα, τη συνάφεια και τη συνοχή του φακέλου και, σε περίπτωση παρατρόχιου εξοπλισμού ERTMS, τη συμμόρφωση με τη θετική απόφαση του Οργανισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, τη συμμόρφωση με το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Μετά την επαλήθευση αυτή, η εθνική αρχή ασφαλείας εκδίδει την έγκριση για τη θέση σε λειτουργία σταθερών εγκαταστάσεων ή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με την απορριπτική της απόφαση, εντός προκαθορισμένης, εύλογης προθεσμίας και, εν πάση περιπτώσει, εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή όλων των συναφών πληροφοριών.

6.   Σε περίπτωση ανακαίνισης ή αναβάθμισης των υφιστάμενων υποσυστημάτων, ο αιτών διαβιβάζει στην εθνική αρχή ασφάλειας φάκελο στον οποίο περιγράφεται το έργο. Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος, η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες, ορίζοντας εύλογη προθεσμία για την παροχή τους. Η εθνική αρχή ασφαλείας, σε στενή συνεργασία με τον Οργανισμό στην περίπτωση παρατρόχιων έργων ERTMS, εξετάζει τον φάκελο και αποφασίζει αν απαιτείται νέα έγκριση θέσης σε λειτουργία, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

το συνολικό επίπεδο ασφάλειας του σχετικού υποσυστήματος ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από τις προβλεπόμενες εργασίες·

β)

απαιτείται από τις σχετικές ΤΠΔ·

γ)

απαιτείται από τα εθνικά σχέδια εφαρμογής που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη, ή

δ)

μεταβάλλονται οι τιμές των παραμέτρων βάσει των οποίων έχει ήδη δοθεί η έγκριση.

Η εθνική αρχή ασφάλειας λαμβάνει την απόφασή της εντός προκαθορισμένης, εύλογης προθεσμίας και, εν πάση περιπτώσει, εντός τετραμήνου από την παραλαβή όλων των σχετικών πληροφοριών.

7.   Οποιαδήποτε απόφαση απορρίπτει την αίτηση έγκρισης για τη θέση των σταθερών εγκαταστάσεων σε λειτουργία αιτιολογείται δεόντως από την εθνική αρχή ασφάλειας. Ο αιτών μπορεί, εντός μηνός από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης, να υποβάλλει στην εθνική αρχή ασφάλειας αίτημα επανεξέτασης της απόφασής της. Το αίτημα συνοδεύεται από αιτιολόγηση. Η εθνική αρχή ασφάλειας διαθέτει προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος επανεξέτασης για να επιβεβαιώσει ή να ανακαλέσει την απόφασή της. Εάν επιβεβαιωθεί η απορριπτική απόφαση εθνικής αρχής ασφάλειας, ο αιτών δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για την προσφυγή αρχή βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 19

Εναρμονισμένη εφαρμογή του συστήματος ERTMS στην Ένωση

1.   Στην περίπτωση των παρατρόχιων υποσυστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, περιλαμβανομένων του ETCS και/ή του GSM-R, ο Οργανισμός διασφαλίζει την εναρμονισμένη εφαρμογή του συστήματος ERTMS στην Ένωση.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή του ERTMS και της διαλειτουργικότητας σε επίπεδο Ένωσης, πριν από κάθε πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS, ο Οργανισμός επαληθεύει ότι οι εξεταζόμενες τεχνικές λύσεις συμμορφώνονται πλήρως με τις σχετικές ΤΠΔ και, ως εκ τούτου, είναι πλήρως διαλειτουργικές.

3.   Ο αιτών υποβάλλει αίτηση έγκρισης στον Οργανισμό. Η αίτηση για επιμέρους έργα ERTMS ή για συνδυασμό έργων, γραμμή, δίκτυο ή ομάδα γραμμών συνοδεύεται από φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει:

α)

το σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων ή την περιγραφή των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων·

β)

αποδεικτικά έγγραφα ως προς τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την τεχνική και λειτουργική συμβατότητα του υποσυστήματος με τα οχήματα που προορίζονται να κυκλοφορούν στο σχετικό δίκτυο·

γ)

αποδεικτικά έγγραφα για τη συμμόρφωση των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων με τις σχετικές ΤΠΔ·

δ)

κάθε άλλο συναφές έγγραφο, όπως γνωμοδοτήσεις της εθνικής αρχής ασφάλειας, δηλώσεις επαλήθευσης ή πιστοποιητικά συμμόρφωσης.

Η εν λόγω αίτηση και οι πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις, τα στάδια των σχετικών διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας χρήσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Οι εθνικές αρχές ασφαλείας μπορούν να εκδίδουν γνωμοδότηση σχετικά με την αίτηση έγκρισης, είτε προς τον αιτούντα πριν από την υποβολή της αίτησης είτε προς τον οργανισμό μετά την υποβολή της.

4.   Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος, ο Οργανισμός ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες, ορίζοντας εύλογη προθεσμία για την παροχή τους.

Ο Οργανισμός εκδίδει θετική απόφαση ή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με ενδεχόμενες ελλείψεις, εντός προκαθορισμένης, εύλογης προθεσμίας και, εν πάση περιπτώσει, εντός δύο μηνών από την παραλαβή όλων των συναφών πληροφοριών. Ο Οργανισμός βασίζει τη γνώμη του στο φάκελο του αιτούντος καθώς και στις ενδεχόμενες γνωμοδοτήσεις των εθνικών αρχών ασφάλειας.

Εάν ο αιτών συμφωνεί με τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τον Οργανισμό, οφείλει να διορθώσει τον σχεδιασμό των έργων και να υποβάλει νέα αίτηση έγκρισης στον Οργανισμό.

Εάν ο αιτών δεν συμφωνεί με τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τον Οργανισμό, εφαρμόζεται η διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), ο αιτών δεν ζητεί νέα αξιολόγηση.

5.   Ο Οργανισμός αιτιολογεί δεόντως κάθε μη θετική απόφασή του. Ο αιτών μπορεί, εντός μηνός από την παραλαβή της απόφασης αυτής, να υποβάλει στον Οργανισμό αιτιολογημένο αίτημα αναθεώρησης της απόφασής του. Ο Οργανισμός επιβεβαιώνει ή ανακαλεί την απόφασή του εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος. Εάν ο Οργανισμός επιβεβαιώνει την αρχική απόφασή του, ο αιτών έχει δικαίωμα να προσφύγει στο τμήμα προσφυγών που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

6.   Σε περίπτωση αλλαγής στο σχέδιο της συγγραφής υποχρεώσεων ή στην περιγραφή των προτεινόμενων τεχνικών λύσεων που προέκυψαν μετά τη θετική απόφαση, ο αιτών, χωρίς καθυστέρηση, ενημερώνει τον Οργανισμό και την εθνική αρχή ασφάλειας μέσω της «υπηρεσίας μιας στάσης» που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται το άρθρο 30 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 20

Διάθεση κινητών υποσυστημάτων στην αγορά

1.   Τα κινητά υποσυστήματα διατίθενται στην αγορά από τον αιτούντα μόνο εάν έχουν σχεδιαστεί, κατασκευαστεί και εγκατασταθεί κατά τρόπο που να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις.

2.   Συγκεκριμένα, ο αιτών διασφαλίζει την υποβολή της σχετικής δήλωσης επαλήθευσης.

Άρθρο 21

Έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά

1.   Ο αιτών διαθέτει όχημα στην αγορά μόνο αφού λάβει έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά που εκδίδεται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 ή από την εθνική αρχή ασφάλειας, σύμφωνα με την παράγραφο 8.

2.   Στην αίτηση έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά, ο αιτών προσδιορίζει την περιοχή χρήσης του οχήματος. Η αίτηση περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία ότι έχει ελεγχθεί η τεχνική συμβατότητα μεταξύ του οχήματος και του δικτύου της περιοχής χρήσης.

3.   Η αίτηση έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά συνοδεύεται από φάκελο που αφορά το όχημα ή τον τύπο οχήματος και περιλαμβάνει αποδεικτικά έγγραφα για τα εξής:

α)

τη διάθεση στην αγορά των κινητών υποσυστημάτων από τα οποία αποτελείται το όχημα σύμφωνα με το άρθρο 20, με βάση τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ»·

β)

την τεχνική συμβατότητα των υποσυστημάτων του στοιχείου α) εντός του οχήματος, που αποδεικνύεται βάσει των σχετικών ΤΠΔ και, κατά περίπτωση, των εθνικών κανόνων·

γ)

την ασφαλή ενσωμάτωση εντός του οχήματος των υποσυστημάτων του στοιχείου α), που αποδεικνύεται βάσει των σχετικών ΤΠΔ και, κατά περίπτωση, των εθνικών κανόνων και των κοινών μεθόδων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798·

δ)

την τεχνική συμβατότητα του οχήματος με το δίκτυο στην περιοχή χρήσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, βάσει των σχετικών ΤΠΔ, και, κατά περίπτωση, των εθνικών κανόνων, των μητρώων υποδομής και των ΚΜΑ για την εκτίμηση κινδύνων που καθορίζονται στο άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Η εν λόγω αίτηση και οι πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις, τα στάδια των σχετικών διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας χρήσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Όταν απαιτούνται δοκιμές για τη λήψη αποδεικτικών εγγράφων της τεχνικής συμβατότητας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και δ), οι συμμετέχουσες εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να εκδίδουν προσωρινές εγκρίσεις στον αιτούντα για να χρησιμοποιεί το όχημα για τις πρακτικές επαληθεύσεις στο δίκτυο. Ο διαχειριστής υποδομής, σε συνεννόηση με τον αιτούντα, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει τη διενέργεια δοκιμών εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος. Εφόσον ενδείκνυται, η εθνική αρχή ασφάλειας λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της διενέργειας των δοκιμών.

4.   Ο Οργανισμός ή, στην περίπτωση της παραγράφου 8, η εθνική αρχή ασφαλείας εκδίδει έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά ή ενημερώνει τον αιτούντα για την απορριπτική απόφασή του εντός προκαθορισμένης, εύλογης προθεσμίας και, εν πάση περιπτώσει, εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή όλων των σχετικών πληροφοριών από τον αιτούντα. Ο Οργανισμός ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 8, η εθνική αρχή ασφάλειας εφαρμόζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαδικασία έγκρισης οι οποίες ορίζονται σε εκτελεστική πράξη, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 9. Οι εγκρίσεις αυτές επιτρέπουν στα οχήματα να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης.

5.   Ο Οργανισμός εκδίδει έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά όσον αφορά τα οχήματα με περιοχή χρήσης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Προκειμένου να εκδίδει τις εγκρίσεις αυτές, ο Οργανισμός:

α)

αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου που προβλέπονται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο στοιχεία β), γ) και δ), προκειμένου να εξακριβώνονται η πληρότητα, η συνάφεια και η συνέπεια του φακέλου όσον αφορά τις σχετικές ΤΠΔ, και

β)

παραπέμπει τον φάκελο του αιτούντος στις εθνικές αρχές ασφάλειας που είναι αρμόδιες για την προτιθέμενη περιοχή χρήσης, με σκοπό την αξιολόγηση του φακέλου, προκειμένου να εξακριβώνονται η πληρότητα, η συνάφεια και η συνέπειά του όσον αφορά την παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) και τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) σε σχέση με τους συναφείς εθνικούς κανόνες.

Στο πλαίσιο των αξιολογήσεων δυνάμει των στοιχείων α) και β) και στην περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, ο Οργανισμός ή οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να ζητούν τη διενέργεια δοκιμών στο δίκτυο. Προκειμένου να διευκολύνονται οι εν λόγω δοκιμές, οι συμμετέχουσες εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να εκδίδουν προσωρινές εγκρίσεις στον αιτούντα για να χρησιμοποιεί το όχημα για δοκιμές στο δίκτυο. Ο διαχειριστής υποδομής καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλίσει ότι οι εν λόγω δοκιμές διενεργούνται εντός τριών μηνών μετά την αίτηση του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφάλειας.

6.   Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος, ο Οργανισμός ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες, ορίζοντας εύλογη προθεσμία για την παροχή τους. Όσον αφορά την πληρότητα, τη συνάφεια και τη συνέπεια του φακέλου, ο Οργανισμός μπορεί να αξιολογεί επίσης τα στοιχεία της παραγράφου 3 στοιχείο δ).

Ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τις αξιολογήσεις της παραγράφου 5, πριν λάβει την απόφασή του σχετικά με την έκδοση της έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά. Ο Οργανισμός εκδίδει την έγκριση για διάθεση στην αγορά ή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με την απορριπτική του απόφαση, εντός προκαθορισμένης, εύλογης προθεσμίας και, εν πάση περιπτώσει, εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή όλων των συναφών πληροφοριών.

Σε περίπτωση μη εφαρμογής μιας ή περισσότερων ΤΠΔ ή μερών αυτών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, ο Οργανισμός εκδίδει την έγκριση οχήματος μόνο μετά την εφαρμογή της διαδικασίας του εν λόγω άρθρου.

Ο Οργανισμός αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για τις εγκρίσεις τις οποίες εκδίδει.

7.   Όταν ο Οργανισμός διαφωνεί με την αρνητική αξιολόγηση που έχει διενεργήσει μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β), ενημερώνει την εν λόγω αρχή ή αρχές, αιτιολογώντας τη διαφωνία του. Ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ή αρχές ασφάλειας συνεργάζονται με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί μιας αμοιβαίως αποδεκτής αξιολόγησης. Όταν απαιτείται και σύμφωνα με απόφαση του Οργανισμού και της εθνικής αρχής ή αρχών ασφάλειας, στη διαδικασία αυτή συμμετέχει και ο αιτών. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία για αμοιβαίως αποδεκτή αξιολόγηση εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο Οργανισμός γνωστοποιεί τη διαφωνία του στην εθνική ή στις εθνικές αρχές ασφάλειας, ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική του απόφαση, εκτός εάν η εθνική αρχή ή αρχές ασφάλειας παραπέμπουν το ζήτημα για διαιτησία στο τμήμα προσφυγών το οποίο έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Το τμήμα προσφυγών αποφασίζει αν θα επιβεβαιώσει το σχέδιο απόφασης του Οργανισμού εντός μηνός από την αίτηση της εθνικής αρχής ή αρχών ασφάλειας.

Όταν το τμήμα προσφυγών συμφωνεί με τον Οργανισμό, ο Οργανισμός λαμβάνει απόφαση χωρίς καθυστέρηση.

Όταν το τμήμα προσφυγών συμφωνεί με την αρνητική αξιολόγηση της εθνικής αρχής ασφάλειας, ο Οργανισμός εκδίδει έγκριση με περιοχή χρήσης εξαιρώντας τα τμήματα του δικτύου τα οποία αξιολογήθηκαν αρνητικά.

Όταν ο Οργανισμός διαφωνεί με τη θετική αξιολόγηση που έχει διενεργήσει μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β), ενημερώνει την εν λόγω αρχή ή αρχές, αιτιολογώντας τη διαφωνία του. Ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ή αρχές ασφάλειας συνεργάζονται με σκοπό τη συμφωνία επί μιας αμοιβαίως αποδεκτής αξιολόγησης. Όταν απαιτείται και σύμφωνα με απόφαση του Οργανισμού και της εθνικής αρχής ή αρχών ασφάλειας, στη διαδικασία αυτή συμμετέχει και ο αιτών. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία για αμοιβαίως αποδεκτή αξιολόγηση εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο Οργανισμός γνωστοποιεί τη διαφωνία του στην εθνική αρχή ή αρχές ασφάλειας, ο Οργανισμός λαμβάνει την τελική του απόφαση.

8.   Όταν η περιοχή χρήσης περιορίζεται σε δίκτυο ή δίκτυα μόνο σε ένα κράτος μέλος, η εθνική αρχή ασφάλειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους δύναται, ιδία ευθύνη και εφόσον το ζητεί ο αιτών, να εκδίδει την έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά. Για την έκδοση των εν λόγω εγκρίσεων, η εθνική αρχή ασφάλειας αξιολογεί τον φάκελο όσον αφορά τα στοιχεία που προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 και σύμφωνα με τις διαδικασίες που θα καθορισθούν στην εκτελεστική πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 9. Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί σχετικές συμπληρωματικές πληροφορίες. Η έγκριση ισχύει επίσης χωρίς επέκταση της περιοχής χρήσης για τα οχήματα τα οποία ταξιδεύουν σε σταθμούς γειτονικών κρατών μελών με παρεμφερή χαρακτηριστικά δικτύου, όταν οι εν λόγω σταθμοί βρίσκονται κοντά στα σύνορα, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας. Η διαβούλευση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται κατά περίπτωση ή να προβλέπεται σε διασυνοριακή συμφωνία μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας.

Εάν η περιοχή χρήσης περιορίζεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους και σε περίπτωση μη εφαρμογής μιας ή περισσότερων ΤΠΔ ή μερών αυτών όπως αναφέρονται στο άρθρο 7, η εθνική αρχή ασφάλειας εκδίδει την έγκριση οχήματος μόνο μετά την εφαρμογή της διαδικασίας του εν λόγω άρθρου.

Ο Οργανισμός αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για τις εγκρίσεις τις οποίες εκδίδει.

9.   Η Επιτροπή εγκρίνει έως τις 16 Ιουνίου 2018, μέσω εκτελεστικών πράξεων, πρακτικές ρυθμίσεις όπου προσδιορίζονται:

α)

ο τρόπος εκπλήρωσης των απαιτήσεων της έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά και της έγκρισης του τύπου οχήματος που καθορίζονται στο παρόν άρθρο από τον αιτούντα και ο κατάλογος των απαιτούμενων εγγράφων·

β)

οι λεπτομέρειες της διαδικασίας έγκρισης, όπως τα διαδικαστικά στάδια και οι προθεσμίες για κάθε στάδιο της διαδικασίας·

γ)

ο τρόπος εκπλήρωσης των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου από τον Οργανισμό και την εθνική αρχή ασφαλείας στα διάφορα στάδια της διαδικασίας υποβολής αίτησης και έγκρισης, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης των φακέλων των αιτούντων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3. Λαμβάνουν υπόψη την πείρα από την προετοιμασία των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του παρόντος άρθρου.

10.   Οι εγκρίσεις οχημάτων για διάθεση στην αγορά αναφέρουν:

α)

την περιοχή ή τις περιοχές χρήσης·

β)

τις τιμές των παραμέτρων των ΤΠΔ και, κατά περίπτωση, των εθνικών κανόνων για τον έλεγχο της τεχνικής συμβατότητας μεταξύ του οχήματος και της περιοχής χρήσης·

γ)

τη συμμόρφωση του οχήματος προς τις σχετικές ΤΠΔ και τις ομάδες εθνικών κανόνων, όσον αφορά τις παραμέτρους του στοιχείου β)·

δ)

τους όρους χρήσης των οχημάτων και άλλους περιορισμούς.

11.   Κάθε απόφαση για την απόρριψη της έγκρισης οχήματος για διάθεση στην αγορά ή για την εξαίρεση τμήματος του δικτύου λόγω αρνητικής αξιολόγησης κατά την παράγραφο 7 είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο αιτών δύναται, εντός μηνός από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης, να ζητεί από τον Οργανισμό ή την εθνική αρχή ασφάλειας, κατά περίπτωση, να αναθεωρήσει την απόφαση. Ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας διαθέτει προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος αναθεώρησης για την επιβεβαίωση ή την ανάκληση της απόφασής του.

Εάν επιβεβαιωθεί η απορριπτική απόφαση του Οργανισμού, ο αιτών δύναται να προσφύγει στο τμήμα προσφυγών που έχει ορισθεί βάσει του άρθρου 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Εάν επιβεβαιωθεί η απορριπτική απόφαση εθνικής αρχής ασφάλειας, ο αιτών δύναται να προσφύγει ενώπιον οργάνου προσφυγών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν τον ρυθμιστικό φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ για τον σκοπό της διαδικασίας προσφυγής. Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζεται το άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

12.   Σε περίπτωση ανακαίνισης ή αναβάθμισης υφιστάμενων οχημάτων τα οποία ήδη διαθέτουν έγκριση για διάθεση στην αγορά, απαιτείται νέα έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά, εάν:

α)

μεταβληθούν οι τιμές των παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 10 στοιχείο β) οι οποίες είναι εκτός του εύρους των αποδεκτών παραμέτρων όπως ορίζεται στις ΤΠΔ·

β)

το συνολικό επίπεδο ασφάλειας του σχετικού οχήματος ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από τις προβλεπόμενες εργασίες, ή

γ)

απαιτείται από τις σχετικές ΤΠΔ.

13.   Όταν ο αιτών επιθυμεί να επεκτείνει την περιοχή χρήσης οχήματος που έχει ήδη λάβει έγκριση, συμπληρώνει τον φάκελο με τα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σχετικά με την πρόσθετη περιοχή χρήσης. Ο αιτών υποβάλλει τον φάκελο στον Οργανισμό, ο οποίος, αφού ακολουθήσει τις διαδικασίες των παραγράφων 4 έως 7, εκδίδει ενημερωμένη έγκριση που καλύπτει την εκτεταμένη περιοχή χρήσης.

Εάν ο αιτών έχει λάβει έγκριση οχήματος σύμφωνα με την παράγραφο 8 και επιθυμεί να επεκτείνει την περιοχή χρήσης εντός του εν λόγω κράτους μέλους, συμπληρώνει τον φάκελο με τα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 όσον αφορά την πρόσθετη περιοχή χρήσης. Υποβάλλει τον φάκελο στην εθνική αρχή ασφάλειας, η οποία, αφού ακολουθήσει τις διαδικασίες της παραγράφου 8, εκδίδει ενημερωμένη έγκριση που καλύπτει την εκτεταμένη περιοχή χρήσης.

14.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τις εθνικές αρχές ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι δυνατόν να είναι ειδικές ή συμφωνίες πλαίσιο και είναι δυνατόν να αφορούν μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας. Περιγράφουν λεπτομερώς τα καθήκοντα και τους όρους για τα παραδοτέα, τις προθεσμίες παράδοσής τους και τον επιμερισμό των τελών που οφείλει να καταβάλει ο αιτών. Επίσης, μπορούν να περιλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις συνεργασίας όταν τα δίκτυα απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη για γεωγραφικούς ή ιστορικούς λόγους, με σκοπό τη μείωση του διοικητικού φόρτου και του κόστους για τον αιτούντα. Στην περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης, αυτές οι ειδικές ρυθμίσεις συνεργασίας είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις σχετικές αρχές εθνικής ασφάλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων για την έγκριση. Οι εν λόγω συμφωνίες τίθενται σε εφαρμογή πριν αναλάβει ο Οργανισμός τα καθήκοντα έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας.

15.   Στην περίπτωση των εν λόγω κρατών μελών τα σιδηροδρομικά δίκτυα των οποίων έχουν εύρος σιδηροτροχιάς που είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης και έχουν πανομοιότυπες τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις με τις γειτονικές τρίτες χώρες, εκτός από τις συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 14, όλες οι ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ασφάλειας στα εν λόγω κράτη μέλη αυτά συνάπτουν με τον Οργανισμό πολυμερή συμφωνία με σκοπό να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η έγκριση οχήματος που εκδίδεται σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη ισχύει επίσης στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

16.   Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για τα φορτηγά οχήματα ή τις επιβατάμαξες κοινής χρήσης με τρίτες χώρες, των οποίων το εύρος τροχιάς διαφέρει από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης και τα οποία έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με διαφορετική διαδικασία έγκρισης οχήματος. Οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία έγκρισης τέτοιων οχημάτων δημοσιεύονται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Η συμμόρφωση των οχημάτων αυτών με τις βασικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας διασφαλίζεται από την οικεία σιδηροδρομική επιχείρηση στο πλαίσιο του συστήματός της για τη διαχείριση της ασφάλειας. Η Επιτροπή, με βάση την έκθεση του Οργανισμού, μπορεί να γνωμοδοτήσει σχετικά με το κατά πόσον αυτοί οι κανόνες συνάδουν με τους στόχους της παρούσας οδηγίας. Εάν οι εν λόγω κανόνες δεν συνάδουν, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και η Επιτροπή μπορούν να συνεργαστούν προκειμένου να καθοριστούν τα κατάλληλα ληπτέα μέτρα, με τη συμμετοχή σχετικών διεθνών οργανισμών, εφόσον είναι αναγκαίο.

17.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει το παρόν άρθρο στις σιδηροδρομικές μηχανές ή τις αυτοκινούμενες αμαξοστοιχίες που φτάνουν από τρίτες χώρες και προορίζονται να διανύσουν τη διαδρομή έως σταθμό που βρίσκεται κοντά στα σύνορα στην επικράτειά του και ο οποίος έχει οριστεί για τις διασυνοριακές υπηρεσίες. Η συμμόρφωση των οχημάτων αυτών με τις βασικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας διασφαλίζεται από τη συγκεκριμένη σιδηροδρομική επιχείρηση στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας που εφαρμόζει και, εφόσον ενδείκνυται, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798.

Άρθρο 22

Καταχώριση οχημάτων τα οποία έχουν λάβει έγκριση για διάθεση στην αγορά

1.   Πριν από την πρώτη χρήση του οχήματος και μετά την έγκριση διάθεσης στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 21, το όχημα καταχωρίζεται σε μητρώο οχημάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 47, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου.

2.   Όταν η περιοχή χρήσης του οχήματος περιορίζεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, το όχημα καταχωρίζεται στο εν λόγω κράτος μέλος.

3.   Όταν η περιοχή χρήσης του οχήματος καλύπτει το έδαφος περισσότερων του ενός κρατών μελών, το όχημα καταχωρίζεται σε ένα εκ των σχετικών κρατών μελών.

Άρθρο 23

Έλεγχοι πριν από τη χρήση εγκριθέντων οχημάτων

1.   Πριν χρησιμοποιήσει όχημα στην περιοχή χρήσης που ορίζεται στην έγκριση για διάθεση στην αγορά, η σιδηροδρομική επιχείρηση ελέγχει:

α)

ότι το όχημα έχει λάβει έγκριση για διάθεση στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 21 και έχει καταχωρισθεί δεόντως·

β)

ότι το όχημα είναι συμβατό με τη διαδρομή βάσει του μητρώου υποδομής, των σχετικών ΤΠΔ ή οποιωνδήποτε συναφών πληροφοριών που παρέχει δωρεάν και εντός εύλογης προθεσμίας ο διαχειριστής υποδομής, όταν το συγκεκριμένο μητρώο δεν υπάρχει ή είναι ελλιπές, και

γ)

ότι το όχημα έχει ενταχθεί με ορθό τρόπο στη σύνθεση του συρμού στον οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, λαμβάνοντας υπόψη το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798 και την ΤΠΔ για τη λειτουργία και τη διαχείριση της κυκλοφορίας.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η σιδηροδρομική επιχείρηση δύναται να διενεργεί δοκιμές σε συνεργασία με τον διαχειριστή υποδομής.

Ο διαχειριστής υποδομής, σε συνεννόηση με τον αιτούντα, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει τη διενέργεια δοκιμών εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης του αιτούντος.

Άρθρο 24

Έγκριση τύπου οχημάτων

1.   Ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας μπορεί, κατά περίπτωση, να χορηγεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, εγκρίσεις τύπου οχήματος. Η αίτηση για έγκριση τύπου οχήματος και πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις, τα στάδια των διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας χρήσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

2.   Εάν ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας εκδίδει έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά, ταυτόχρονα με την αίτηση του αιτούντος εκδίδει την έγκριση τύπου οχήματος, η οποία αφορά την ίδια περιοχή χρήσης του οχήματος.

3.   Σε περίπτωση αλλαγών οποιωνδήποτε συναφών διατάξεων των ΤΠΔ ή των εθνικών κανόνων, βάσει των οποίων χορηγήθηκε έγκριση τύπου οχήματος, η ΤΠΔ ή ο εθνικός κανόνας προσδιορίζει αν η ήδη χορηγηθείσα έγκριση τύπου οχήματος παραμένει σε ισχύ ή χρειάζεται ανανέωση. Εάν η εν λόγω έγκριση χρειάζεται ανανέωση, οι έλεγχοι του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφάλειας δύνανται να αφορούν μόνο τους κανόνες που υπέστησαν αλλαγή.

4.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, το υπόδειγμα δήλωσης συμμόρφωσης προς τον τύπο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

5.   Η δήλωση συμμόρφωσης προς τον τύπο συντάσσεται:

α)

σύμφωνα με τις διαδικασίες επαλήθευσης των σχετικών ΤΠΔ, ή

β)

όταν δεν ισχύουν ΤΠΔ, σύμφωνα με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που ορίζονται στις ενότητες Β+Δ, Β+ΣΤ και Η1 της απόφασης αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

6.   Όταν απαιτείται, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να θεσπίσει κατά περίπτωση ενότητες για αξιολόγηση συμμόρφωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

7.   Οι εγκρίσεις τύπου οχήματος καταχωρίζονται στο ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχήματος του άρθρου 48.

Άρθρο 25

Συμμόρφωση των οχημάτων με εγκεκριμένο τύπο οχήματος

1.   Ένα όχημα ή μια σειρά οχημάτων που συμμορφώνεται με εγκεκριμένο τύπο οχήματος λαμβάνει, χωρίς περαιτέρω ελέγχους, έγκριση οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 21 βάσει δήλωσης συμμόρφωσης προς τον εν λόγω τύπο οχήματος την οποία υποβάλλει ο αιτών.

2.   Η ανανέωση της έγκρισης τύπου οχήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, δεν επηρεάζει τις εγκρίσεις για διάθεση στην αγορά που έχουν ήδη εκδοθεί βάσει της προηγούμενης έγκρισης διάθεσης του εν λόγω τύπου οχήματος στην αγορά.

Άρθρο 26

Μη συμμόρφωση οχημάτων ή τύπων οχημάτων με βασικές απαιτήσεις

1.   Όταν σιδηροδρομική επιχείρηση διαπιστώνει, κατά τη λειτουργία, ότι ένα όχημα που χρησιμοποιεί δεν πληροί μια από τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις, λαμβάνει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα για τη συμμόρφωση του οχήματος προς τις απαιτήσεις αυτές. Επιπλέον, μπορεί να ενημερώσει τον Οργανισμό και τυχόν οικείες εθνικές αρχές ασφάλειας για τα μέτρα που έλαβε. Εάν η σιδηροδρομική επιχείρηση διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η μη συμμόρφωση υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά, ενημερώνει τον Οργανισμό και τυχόν άλλες οικείες εθνικές αρχές ασφάλειας.

2.   Όταν περιέρχεται στη γνώση εθνικής αρχής ασφάλειας, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798, ότι, όταν χρησιμοποιείται όπως προβλέπεται, ένα όχημα ή ένας τύπος οχήματος στο οποίο έχει χορηγηθεί έγκριση για διάθεση στην αγορά είτε από τον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 ή το άρθρο 24, είτε από την εθνική αρχή ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 8 ή το άρθρο 24, δεν πληροί μια από τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις, ενημερώνει τη σιδηροδρομική επιχείρηση που χρησιμοποιεί το όχημα ή τον τύπο οχήματος και της ζητά να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για τη συμμόρφωση του οχήματος ή των οχημάτων με τις απαιτήσεις αυτές. Η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον Οργανισμό και τυχόν άλλες οικείες εθνικές αρχές ασφάλειας, περιλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται σε έδαφος όπου εκκρεμεί αίτηση για την έγκριση διάθεσης οχήματος του ίδιου τύπου στην αγορά.

3.   Όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου, τα διορθωτικά μέτρα που εφαρμόζονται από τη σιδηροδρομική επιχείρηση δεν διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες βασικές απαιτήσεις και η μη συμμόρφωση οδηγεί σε σοβαρό κίνδυνο ασφάλειας, η οικεία εθνική αρχή ασφάλειας μπορεί να εφαρμόζει προσωρινά μέτρα ασφάλειας στο πλαίσιο των εποπτικών της καθηκόντων, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Η εθνική αρχή ασφάλειας ή ο Οργανισμός μπορεί παράλληλα να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα ασφάλειας υπό τη μορφή αναστολής της έγκρισης τύπου του οχήματος, τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και στη διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 7.

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας που έχει εκδώσει την έγκριση, κατόπιν εξέτασης της αποτελεσματικότητας οποιωνδήποτε μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του σοβαρού κινδύνου ασφάλειας, μπορεί να αποφασίσει την ανάκληση ή την τροποποίηση της έγκρισης, εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο της έγκρισης δεν τηρούταν κάποια από τις βασικές απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτό, κοινοποιούν την απόφασή τους στον κάτοχο της έγκρισης για διάθεση στην αγορά ή της έγκρισης του τύπου οχήματος, αιτιολογώντας την απόφασή τους. Ο κάτοχος δύναται, εντός μηνός από την παραλαβή της απόφασης του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφάλειας, να τους ζητήσει να επανεξετάσουν την απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση αναστέλλεται προσωρινώς. Ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας έχει προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης επανεξέτασης για να επιβεβαιώσει ή να ανακαλέσει την απόφασή του.

Όπου αρμόζει, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και της εθνικής αρχής ασφάλειας σχετικά με την ανάγκη περιορισμού ή ανάκλησης της έγκρισης, εφαρμόζεται η διαδικασία διαιτησίας που ορίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 7. Εάν από την εν λόγω διαδικασία προκύψει ότι η έγκριση του οχήματος δεν πρέπει ούτε να περιοριστεί ούτε να ανακληθεί, αναστέλλονται τα προσωρινά μέτρα ασφάλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Εάν επιβεβαιωθεί η απόφαση του Οργανισμού, ο κάτοχος της έγκρισης του οχήματος δύναται να προσφύγει στο τμήμα προσφυγών που έχει ορισθεί βάσει του άρθρου 55 του κανονισμού (EE) 2016/796 εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού. Εάν επιβεβαιωθεί η απόφαση της εθνικής αρχής ασφάλειας, ο κάτοχος της έγκρισης του οχήματος δύναται να προσφύγει, εντός διμήνου από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης, δυνάμει του εθνικού συστήματος ένδικων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν τον ρυθμιστικό φορέα που προβλέπεται στο άρθρο 56 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ για τον σκοπό αυτής της διαδικασίας προσφυγής.

6.   Όταν ο Οργανισμός αποφασίζει την ανάκληση ή την τροποποίηση έγκρισης για διάθεση στην αγορά που έχει χορηγήσει ο ίδιος, ενημερώνει άμεσα όλες τις εθνικές αρχές ασφάλειας, αιτιολογώντας την απόφασή του.

Όταν μια εθνική αρχή ασφάλειας αποφασίζει την ανάκληση έγκρισης για διάθεση στην αγορά που έχει χορηγήσει η ίδια, ενημερώνει αμέσως τον Οργανισμό, αιτιολογώντας την απόφασή της. Ο Οργανισμός ενημερώνει ακολούθως τις υπόλοιπες εθνικές αρχές ασφάλειας.

7.   Η απόφαση του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφαλείας για την ανάκληση της έγκρισης καταχωρίζεται στο κατάλληλο μητρώο οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 22 ή, σε περίπτωση έγκρισης τύπου οχημάτων, στο ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7. Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας μεριμνούν για τη δέουσα ενημέρωση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν οχήματα του ίδιου τύπου με το όχημα ή τον τύπο που ανακλήθηκε. Οι εν λόγω σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ελέγχουν κατ' αρχάς αν συντρέχει το ίδιο πρόβλημα μη συμμόρφωσης. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

8.   Σε περίπτωση ανάκλησης έγκρισης για διάθεση στην αγορά, το σχετικό όχημα παύει να χρησιμοποιείται πλέον και η περιοχή χρήσης του δεν επεκτείνεται. Σε περίπτωση ανάκλησης έγκρισης τύπου οχήματος, τα οχήματα που έχουν κατασκευαστεί βάσει αυτής δεν διατίθενται στην αγορά ή, εάν έχουν ήδη διατεθεί στην αγορά, αποσύρονται. Μπορεί να ζητηθεί νέα έγκριση βάσει της διαδικασίας του άρθρου 21 για μεμονωμένα οχήματα ή του άρθρου 24 για τύπο οχήματος.

9.   Όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 ή 2, η μη συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις περιορίζεται σε τμήμα της περιοχής χρήσης του σχετικού οχήματος και η εν λόγω μη συμμόρφωση υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης της έγκρισης για διάθεση στην αγορά, η έγκριση αυτή τροποποιείται ώστε να εξαιρεθούν τα σχετικά τμήματα της περιοχής χρήσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 27

Κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν κοινοποιούσες αρχές, υπεύθυνες για τον καθορισμό και τη διεξαγωγή των αναγκαίων διαδικασιών αξιολόγησης, κοινοποίησης και παρακολούθησης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με το άρθρο 34.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την κοινοποίηση από τις εν λόγω αρχές προς την Επιτροπή και τους οργανισμούς των λοιπών κρατών μελών που έχουν λάβει έγκριση για την εκτέλεση καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ως τρίτοι, όπως προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1. Μεριμνούν επίσης ώστε οι αρχές να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη τους ορισθέντες οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 8.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 διεξάγονται από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και σύμφωνα με αυτόν.

4.   Εφόσον η κοινοποιούσα αρχή εκχωρήσει ή αναθέσει με άλλο τρόπο την αξιολόγηση, την κοινοποίηση ή την παρακολούθηση κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε οργανισμό που δεν είναι κρατική υπηρεσία, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να είναι νομικό πρόσωπο και να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 28. Ο εν λόγω οργανισμός θεσπίζει ρυθμίσεις για την κάλυψη των ευθυνών που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του.

5.   Η κοινοποιούσα αρχή αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελεί ο οργανισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 28

Απαιτήσεις σχετικά με τις κοινοποιούσες αρχές

Η κοινοποιούσα αρχή:

α)

συστήνεται κατά τρόπο που να αποφεύγεται σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

οργανώνεται και λειτουργεί ούτως ώστε να διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των δραστηριοτήτων της·

γ)

οργανώνεται κατά τρόπον ώστε κάθε απόφαση που αφορά την κοινοποίηση του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από αρμόδια πρόσωπα, διαφορετικά από τα πρόσωπα που διενήργησαν την αξιολόγηση·

δ)

δεν προσφέρει και δεν παρέχει δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εμπορική ή ανταγωνιστική βάση·

ε)

διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει·

στ)

διαθέτει επαρκές και ικανό προσωπικό για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της.

Άρθρο 29

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών από τις κοινοποιούσες αρχές

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά τις διαδικασίες τους για την αξιολόγηση, την κοινοποίηση και την παρακολούθηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τυχόν σχετικές αλλαγές στις εν λόγω διαδικασίες.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 30

Οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 7 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 31 και 32.

2.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συγκροτούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και διαθέτουν νομική προσωπικότητα.

3.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι σε θέση να εκτελούν όλα τα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί βάσει των συναφών ΤΠΔ οι οποίες τους έχουν κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από τους ίδιους τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης είτε εξ ονόματός αυτών και υπ' ευθύνη τους.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για κάθε είδος ή κατηγορία προϊόντων τα οποία τους έχουν κοινοποιηθεί, οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης έχουν στη διάθεσή τους:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις σχετικές περιγραφές των διαδικασιών, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης, διασφαλίζοντας τη διαφάνεια και τη δυνατότητα εφαρμογής αυτών των διαδικασιών. Διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τον διαχωρισμό των καθηκόντων που εκτελούν ως κοινοποιηθέντες οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα·

γ)

τις αναγκαίες διαδικασίες για να ασκούν τις δραστηριότητές τους, που λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μέγεθος επιχείρησης, τον τομέα δραστηριοποίησής της, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του σχετικού προϊόντος και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

Διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για να εκτελούν σωστά τα τεχνικά και διοικητικά καθήκοντα που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και έχουν πρόσβαση σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις.

4.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτουν ασφάλεια αστικής ευθύνης, εκτός εάν η ευθύνη αυτή καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου ή εάν η αξιολόγηση της συμμόρφωσης πραγματοποιείται υπό την άμεση ευθύνη του κράτους μέλους.

5.   Το προσωπικό των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που λαμβάνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με τη συναφή ΤΠΔ ή οποιαδήποτε διάταξη του εθνικού δικαίου που την εφαρμόζει, πλην όσον αφορά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητές τους. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

6.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συμμετέχουν στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιηθέντων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του σχετικού ενωσιακού δικαίου, ή διασφαλίζουν ότι το προσωπικό αξιολόγησης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές, και εφαρμόζουν ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που συνιστούν το αποτέλεσμα των εργασιών της εν λόγω ομάδας.

7.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης, στους οποίους κοινοποιούνται τα παρατρόχια και/ή εποχούμενα υποσυστήματα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ομάδας για το ERTMS που αναφέρεται στο άρθρο 29 του κανονισμού (EE) 2016/796 ή διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους αξιολόγησης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές. Τηρούν τις κατευθυντήριες οδηγίες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των εργασιών της εν λόγω ομάδας. Εάν θεωρήσουν ότι η εφαρμογή τους είναι ακατάλληλη ή αδύνατη, οι σχετικοί οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους προς συζήτηση στην ομάδα εργασίας για το ERTMS με στόχο τη συνεχή βελτίωση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

Άρθρο 31

Αμεροληψία των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποτελούν τρίτο μέρος ανεξάρτητο από τον οργανισμό ή τον κατασκευαστή του προϊόντος που αξιολογεί.

Ένας οργανισμός ο οποίος ανήκει σε ένωση επιχειρήσεων ή επαγγελματική ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την παροχή, τη συναρμολόγηση, τη χρήση ή τη συντήρηση των προϊόντων που αξιολογεί, μπορεί να θεωρείται οργανισμός αξιολόγησης, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αποδεδειγμένες η ανεξαρτησία του και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων.

2.   Εξασφαλίζεται η αμεροληψία των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, των διευθυντικών στελεχών τους και του προσωπικού αξιολόγησης.

3.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά τους στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν είναι ο σχεδιαστής, ο κατασκευαστής, ο προμηθευτής, ο εγκαταστάτης, ο αγοραστής, ο ιδιοκτήτης, ο χρήστης ή ο συντηρητής των προϊόντων που αξιολογούν, ούτε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος των ανωτέρω. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση αξιολογημένων προϊόντων που είναι αναγκαία για τις λειτουργίες του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή τη χρήση των προϊόντων για προσωπικούς σκοπούς.

4.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά τους στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμμετέχουν άμεσα στο σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση των εν λόγω προϊόντων, ούτε εκπροσωπούν μέρη που συμμετέχουν στις δραστηριότητες αυτές. Δεν αναλαμβάνουν καμιά δραστηριότητα που μπορεί να θίξει την ανεξάρτητη κρίση και την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί. Η απαγόρευση αυτή ισχύει ιδίως για συμβουλευτικές υπηρεσίες.

5.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες των θυγατρικών ή των υπεργολάβων δεν επηρεάζουν την εμπιστευτικότητα, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των οικείων δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

6.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το προσωπικό τους εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στον συγκεκριμένο τομέα και είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομική, που θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ιδίως από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Άρθρο 32

Προσωπικό των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει τα ακόλουθα προσόντα:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που διενεργεί και επαρκές κύρος για την εκτέλεση των εν λόγω αξιολογήσεων·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των βασικών απαιτήσεων, των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων και των σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου·

δ)

την ικανότητα να καταρτίζει τα πιστοποιητικά, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

2.   Η αμοιβή των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εξαρτάται από τον αριθμό των διεξαγόμενων αξιολογήσεων ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

Άρθρο 33

Τεκμήριο συμμόρφωσης οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

Εάν οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδείξουν ότι πληρούν τα κριτήρια συμμόρφωσης που ορίζονται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε μέρη αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32, εφόσον τα εφαρμοστέα εναρμονισμένα πρότυπα καλύπτουν τις εν λόγω απαιτήσεις.

Άρθρο 34

Θυγατρικές και υπεργολάβοι κοινοποιηθέντων οργανισμών

1.   Όταν οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης αναθέτουν υπεργολαβικά συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή προσφεύγουν σε θυγατρική, διασφαλίζουν ότι ο υπεργολάβος ή η θυγατρική πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32 και ενημερώνει σχετικά την κοινοποιούσα αρχή.

2.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελούν οι υπεργολάβοι ή οι θυγατρικές, όπου κι αν είναι εγκατεστημένοι.

3.   Οι δραστηριότητες κοινοποιηθέντων οργανισμών μπορούν να ανατίθενται σε υπεργολάβο ή να διεξάγονται από θυγατρική μόνο αφού συμφωνήσει ο πελάτης.

4.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί θέτουν στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής τα σχετικά έγγραφα που αφορούν την αξιολόγηση των προσόντων του υπεργολάβου ή της θυγατρικής και τις εργασίες που διεξήγαγε ο υπεργολάβος ή η θυγατρική δυνάμει της συναφούς ΤΠΔ.

Άρθρο 35

Διαπιστευμένα εσωτερικά όργανα

1.   Οι αιτούντες μπορούν να χρησιμοποιούν διαπιστευμένο εσωτερικό όργανο για την εκτέλεση δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης με στόχο την εφαρμογή των διαδικασιών που καθορίζονται στις ενότητες Α1, Α2, Γ1 ή Γ2 που ορίζονται στο παράρτημα II της απόφασης αριθ. 768/2008/ΕΚ και στις ενότητες CA1 και CA2 που ορίζονται στο παράρτημα I της απόφασης 2010/713/ΕΕ. Το όργανο αυτό αποτελεί χωριστό και διακριτό μέρος του σχετικού αιτούντος και δεν συμμετέχει στον σχεδιασμό, την παραγωγή, τον εφοδιασμό, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση των προϊόντων που αξιολογεί.

2.   Τα διαπιστευμένα εσωτερικά όργανα πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι διαπιστευμένα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

β)

τα όργανα και το προσωπικό τους, εντός της επιχείρησης στην οποία ανήκουν, έχουν αναγνωρίσιμη οργανωτική δομή και μεθόδους αναφοράς οι οποίες διασφαλίζουν την αμεροληψία τους και την αποδεικνύουν στον αρμόδιο εθνικό οργανισμό διαπίστευσης·

γ)

ούτε τα όργανα ούτε το προσωπικό τους ευθύνονται για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την προμήθεια, την εγκατάσταση, τη λειτουργία ή τη συντήρηση των προϊόντων που αξιολογούν, ούτε εκτελούν δραστηριότητες που ενδέχεται να θίξουν την αμερόληπτη κρίση ή την ακεραιότητά τους όσον αφορά τις δραστηριότητές τους αξιολόγησης·

δ)

τα όργανα παρέχουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά στην επιχείρηση στην οποία ανήκει.

3.   Τα διαπιστευμένα εσωτερικά όργανα δεν κοινοποιούνται στα κράτη μέλη ή την Επιτροπή, αλλά οι πληροφορίες για τη διαπίστευσή τους παρέχονται από την επιχείρηση της οποίας αποτελούν τμήμα ή από το εθνικό όργανο διαπίστευσης στην κοινοποιούσα αρχή, κατόπιν αιτήματος της εν λόγω αρχής.

Άρθρο 36

Αίτηση για κοινοποίηση

1.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλουν αίτηση κοινοποίησης στην κοινοποιούσα αρχή του κράτος μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι.

2.   Η εν λόγω αίτηση συνοδεύεται από περιγραφή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της ενότητας ή των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης και του προϊόντος ή των προϊόντων για τα οποία ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι είναι αρμόδιος, καθώς και από πιστοποιητικό διαπίστευσης, όταν αυτό υπάρχει, το οποίο έχει εκδοθεί από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, διά του οποίου πιστοποιείται ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32.

3.   Εάν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν μπορεί να προσκομίσει πιστοποιητικό διαπίστευσης, τότε παρέχει στην κοινοποιούσα αρχή όλα τα αποδεικτικά έγγραφα που είναι αναγκαία για την επαλήθευση, αναγνώριση και τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσής του με τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32.

Άρθρο 37

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Οι κοινοποιούσες αρχές κοινοποιούν μόνο τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32.

2.   Οι κοινοποιούσες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη τους οργανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μέσω του ηλεκτρονικού μέσου κοινοποίησης που έχει δημιουργήσει και διαχειρίζεται η Επιτροπή.

3.   Στην κοινοποίηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ενότητα ή τις ενότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το σχετικό προϊόν ή προϊόντα και το σχετικό πιστοποιητικό διαπίστευσης ή άλλη βεβαίωση επάρκειας που προβλέπεται στην παράγραφο 4.

4.   Όταν η κοινοποίηση δεν βασίζεται στο πιστοποιητικό διαπίστευσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 2, η κοινοποιούσα αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη αποδεικτικά έγγραφα που πιστοποιούν την επάρκεια του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο οργανισμός ελέγχεται τακτικά και εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32.

5.   Ο οικείος οργανισμός μπορεί να εκτελεί τις δραστηριότητες κοινοποιηθέντος οργανισμού μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από την Επιτροπή ή τα λοιπά κράτη μέλη εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση, όταν χρησιμοποιείται πιστοποιητικό διαπίστευσης, ή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, όταν δεν χρησιμοποιείται διαπίστευση.

6.   Η Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη ενημερώνονται για κάθε μεταγενέστερη σχετική τροποποίηση της κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Αναγνωριστικοί αριθμοί και κατάλογοι κοινοποιηθέντων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή χορηγεί αριθμό αναγνώρισης σε κάθε κοινοποιηθέντα οργανισμό.

Ο κοινοποιηθείς οργανισμός λαμβάνει ένα μόνο αριθμό αναγνώρισης, ακόμη και στην περίπτωση που έχει κοινοποιηθεί βάσει διάφορων νομικών πράξεων της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών αναγνώρισης που τους έχουν χορηγηθεί και των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί.

Η Επιτροπή μεριμνά για την ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου.

Άρθρο 39

Αλλαγές κοινοποιήσεων

1.   Όταν η κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι ο κοινοποιηθείς οργανισμός δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις των άρθρων 30 έως 32 ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή αποσύρει την κοινοποίηση, κατά περίπτωση, αναλόγως της σοβαρότητας της μη τήρησης των εν λόγω απαιτήσεων ή εκπλήρωσης των εν λόγω υποχρεώσεων. Ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά.

2.   Στην περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή απόσυρσης της κοινοποίησης ή όταν ο κοινοποιηθείς οργανισμός παύσει τη δραστηριότητά του, το κοινοποιούν κράτος μέλος προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να διασφαλίσει ότι τα αρχεία του οργανισμού αυτού τα χειρίζεται άλλος κοινοποιηθείς οργανισμός ή τα καθιστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κοινοποίησης και εποπτείας της αγοράς, εφόσον το ζητήσουν.

Άρθρο 40

Αμφισβητήσεις της επάρκειας των κοινοποιηθέντων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή ερευνά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει οποιεσδήποτε αμφιβολίες ή περιέρχονται σε γνώση της αμφιβολίες για την επάρκεια κοινοποιηθέντος οργανισμού ή για την ικανότητα αδιάλειπτης εκπλήρωσης από κοινοποιηθέντα οργανισμό των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που υπέχει.

2.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγηση της κοινοποίησης ή της διατήρησης επάρκειας του οικείου οργανισμού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ευαίσθητων πληροφοριών που λαμβάνει στο πλαίσιο των εν λόγω ερευνών.

4.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κοινοποιηθείς οργανισμός δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησής του, ενημερώνει το κοινοποιούν κράτος μέλος σχετικά και ζητεί από το τελευταίο να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης της κοινοποίησης, εφόσον είναι αναγκαίο.

Άρθρο 41

Λειτουργικές υποχρεώσεις των κοινοποιηθέντων οργανισμών

1.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί διενεργούν αξιολογήσεις της συμμόρφωσης σύμφωνα με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται στη συναφή ΤΠΔ.

2.   Οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται οι περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί, όταν ασκούν τις δραστηριότητές τους, λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, την πολυπλοκότητα της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τα σχετικά προϊόντα και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής.

Ωστόσο, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους λειτουργούν με στόχο της αξιολόγηση της συμμόρφωσης του προϊόντος με την παρούσα οδηγία.

3.   Όταν κοινοποιηθείς οργανισμός διαπιστώσει ότι οι απαιτήσεις της σχετικής ΤΠΔ ή των αντίστοιχων εναρμονισμένων προτύπων ή των τεχνικών προδιαγραφών δεν πληρούνται από τον κατασκευαστή, του ζητεί να λάβει τα ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα και δεν εκδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης.

4.   Όταν, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης μετά την έκδοση του πιστοποιητικού, κοινοποιηθείς οργανισμός διαπιστώσει ότι κάποιο προϊόν δεν είναι πλέον σύμφωνο με τη σχετική ΤΠΔ ή τα αντίστοιχα εναρμονισμένα πρότυπα ή τεχνικές προδιαγραφές, απαιτεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα και αναστέλλει ή αποσύρει τη βεβαίωση, εφόσον απαιτείται.

5.   Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα ή αυτά δεν έχουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ο κοινοποιηθείς οργανισμός περιορίζει, αναστέλλει ή αποσύρει το πιστοποιητικό, κατά περίπτωση.

Άρθρο 42

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών από τους κοινοποιηθέντες οργανισμούς

1.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί ενημερώνουν την κοινοποιούσα αρχή για τα ακόλουθα:

α)

τυχόν άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή απόσυρση πιστοποιητικού·

β)

καταστάσεις που επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής και τους όρους της κοινοποίησης·

γ)

κάθε αίτημα για ενημέρωση το οποίο έλαβαν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς σχετικά με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

δ)

κατόπιν αιτήματος, τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκτελούν στο πλαίσιο της κοινοποίησής τους και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα διενεργήθηκε, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας ενημερώνονται επίσης για οποιαδήποτε άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή απόσυρση πιστοποιητικού του στοιχείου α).

2.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί παρέχουν στους άλλους κοινοποιηθέντες δυνάμει της παρούσας οδηγίας οργανισμούς που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καλύπτουν τα ίδια προϊόντα τις σχετικές πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν αρνητικά και, εάν τους ζητηθεί, θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

3.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί παρέχουν στον Οργανισμό τα πιστοποιητικά ελέγχου των υποσυστημάτων «ΕΚ», τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας «ΕΚ» και τα πιστοποιητικά καταλληλότητας χρήσης «ΕΚ» για τα στοιχεία διαλειτουργικότητας.

Άρθρο 43

Ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών

Η Επιτροπή μεριμνά για τις ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πολιτική κοινοποίησης.

Άρθρο 44

Συντονισμός των κοινοποιηθέντων οργανισμών

Η Επιτροπή διασφαλίζει κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας με τη θέσπιση τομεακής ομάδας κοινοποιηθέντων οργανισμών. Ο Οργανισμός υποστηρίζει τις δραστηριότητες των κοινοποιηθέντων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (EE) 2016/796.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί τους οποίους έχουν κοινοποιήσει συμμετέχουν στις εργασίες της εν λόγω ομάδας, απευθείας ή μέσω ορισθέντων αντιπροσώπων.

Άρθρο 45

Ορισθέντες οργανισμοί

1.   Οι απαιτήσεις σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται στα άρθρα 30 έως 34 ισχύουν και για τους οργανισμούς που ορίζονται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 8, εκτός από:

α)

την περίπτωση δεξιοτήτων που απαιτούνται από το προσωπικό βάσει του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ), όπου ο ορισθείς οργανισμός οφείλει να διαθέτει την κατάλληλη γνώση και κατανόηση του εθνικού δικαίου·

β)

την περίπτωση εγγράφων τα οποία πρέπει να τίθενται στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 4, όπου ο ορισθείς οργανισμός οφείλει να περιλαμβάνει έγγραφα που αφορούν τις εργασίες που πρέπει να διεξαχθούν από θυγατρικές ή υπεργολάβους δυνάμει των συναφών εθνικών κανόνων.

2.   Οι λειτουργικές υποχρεώσεις του άρθρου 41 ισχύουν και για τους οργανισμούς που ορίζονται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 8, με εξαίρεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις αφορούν εθνικούς κανόνες και όχι ΤΠΔ.

3.   Η υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 42 παράγραφος 1 ισχύει και για τους ορισθέντες οργανισμούς, οι οποίοι ενημερώνουν σχετικά τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΗΤΡΩΑ

Άρθρο 46

Σύστημα αρίθμησης οχημάτων

1.   Κατά την καταχώριση, σύμφωνα με το άρθρο 22, κάθε όχημα λαμβάνει ευρωπαϊκό αριθμό οχήματος (ΕΑΟ) από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος καταχώρισης. Κάθε όχημα επισημαίνεται με ατομικό ΕΑΟ.

2.   Οι προδιαγραφές του ΕΑΟ καθορίζονται στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη σχετική ΤΠΔ.

3.   Σε κάθε όχημα δίνεται ΕΑΟ άπαξ, εκτός εάν προβλέπουν διαφορετικά τα μέτρα του άρθρου 47 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη σχετική ΤΠΔ.

4.   Παρά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, όσον αφορά τα οχήματα που κυκλοφορούν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν από ή προς τρίτες χώρες των οποίων το εύρος τροχιάς διαφέρει από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης, τα κράτη μέλη δύνανται να αποδεχθούν οχήματα σαφώς προσδιορισμένα σύμφωνα με διαφορετικό σύστημα κωδικοποίησης.

Άρθρο 47

Μητρώα οχημάτων

1.   Έως ότου λειτουργήσει το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 5, κάθε κράτος μέλος τηρεί εθνικό μητρώο οχημάτων. Το μητρώο αυτό:

α)

τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

β)

ενημερώνεται από οργανισμό ανεξάρτητο από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση·

γ)

είναι προσβάσιμο από τις εθνικές αρχές ασφάλειας και τους φορείς διερεύνησης στους οποίους αναφέρονται τα άρθρα 16 και 22 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/798· επίσης σε αυτό έχουν πρόσβαση, κατόπιν νόμιμου αιτήματος, τα ρυθμιστικά όργανα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ και ο Οργανισμός, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής, καθώς και τα πρόσωπα ή οι οργανισμοί που καταχωρίζουν οχήματα ή που περιλαμβάνονται στο μητρώο.

2.   Η Επιτροπή εγκρίνει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, κοινές προδιαγραφές για τα εθνικά μητρώα οχημάτων όσον αφορά το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική διάρθρωση, τον τρόπο λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων για την ανταλλαγή των δεδομένων, και τους κανόνες για την εισαγωγή στοιχείων και τη διερεύνηση.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

3.   Το εθνικό μητρώο οχημάτων περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον ΕΑΟ·

β)

παραπομπές στη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και στον φορέα που την εξέδωσε·

γ)

παραπομπές στο ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχημάτων του άρθρου 48·

δ)

στοιχεία ταυτότητας του ιδιοκτήτη του οχήματος και του κατόχου του·

ε)

τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση του οχήματος·

στ)

αναφορές στον φορέα που είναι αρμόδιος για τη συντήρηση.

4.   Εφόσον τα εθνικά μητρώα οχημάτων των κρατών μελών δεν είναι συνδεδεμένα σύμφωνα με την προδιαγραφή της παραγράφου 2, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει το μητρώο του, όσον αφορά τα δεδομένα που το αφορούν, με τις τροποποιήσεις που επιφέρει άλλο κράτος μέλος στο οικείο μητρώο.

5.   Προκειμένου να αποφευχθούν ο διοικητικός φόρτος και το περιττό κόστος για τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους φορείς, η Επιτροπή, έως τις 16 Ιουνίου 2018, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα εκτίμησης κόστους-οφέλους, εγκρίνει μέσω εκτελεστικών πράξεων τις τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές για το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων, το οποίο προβλέπεται να ενσωματώσει τα εθνικά μητρώα οχημάτων, με σκοπό την παροχή εναρμονισμένης διεπαφής για όλους τους χρήστες για την καταχώριση οχημάτων και τη διαχείριση δεδομένων. Εφαρμόζονται η παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και η παράγραφος 3. Η προδιαγραφή αυτή ορίζει το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική διάρθρωση, τον τρόπο λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή των δεδομένων, και τους κανόνες για την εισαγωγή στοιχείων και τη διερεύνηση, καθώς και τα βήματα μετάβασης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3 και βάσει σύστασης του Οργανισμού.

Το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων καταρτίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις εφαρμογές πληροφορικής και τα μητρώα που έχουν ήδη καταρτιστεί από τον Οργανισμό και τα κράτη μέλη, όπως το ευρωπαϊκό συγκεντρωμένο εικονικό μητρώο οχημάτων που συνδέεται με τα εθνικά μητρώα οχημάτων. Το ευρωπαϊκό μητρώο οχημάτων καθίσταται λειτουργικό έως τις 16 Ιουνίου 2021.

6.   Ο κάτοχος δηλώνει αμέσως οποιαδήποτε τροποποίηση των δεδομένων που είναι καταχωρισμένα στα μητρώα οχημάτων, την καταστροφή οχήματος ή την απόφασή του να μην καταχωρίζει πλέον ένα όχημα, στο κράτος μέλος στο οποίο έχει καταχωρισθεί το όχημα.

7.   Στην περίπτωση οχημάτων τα οποία λαμβάνουν έγκριση για πρώτη φορά σε τρίτη χώρα και στη συνέχεια χρησιμοποιούνται σε κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα δεδομένα του οχήματος, συμπεριλαμβανομένων, τουλάχιστον, των δεδομένων που αφορούν τον κάτοχο του οικείου οχήματος, την υπεύθυνη για τη συντήρησή του οντότητα και τους περιορισμούς χρήσης του οχήματος, μπορούν να ανακτώνται μέσω μητρώου οχημάτων ή ότι τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα με άλλον τρόπο σε ευκόλως αναγνώσιμη μορφή και χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με τις ίδιες αρχές περί μη διακρίσεων που εφαρμόζονται στα αντίστοιχα δεδομένα που βρίσκονται σε μητρώο οχημάτων.

Άρθρο 48

Ευρωπαϊκό μητρώο εγκεκριμένων τύπων οχήματος

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και τηρεί μητρώο των εγκρίσεων διάθεσης τύπων οχήματος στην αγορά που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 24. Το μητρώο αυτό:

α)

είναι δημόσιο και προσιτό στο κοινό διά της ηλεκτρονικής οδού·

β)

τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

γ)

συνδέεται με τα σχετικά μητρώα οχημάτων

2.   Η Επιτροπή εγκρίνει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, κοινές προδιαγραφές για το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική διάρθρωση, τον τρόπο λειτουργίας και τους κανόνες για την εισαγωγή στοιχείων και τη διερεύνηση. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

3.   Το μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία για κάθε τύπο οχήματος:

α)

τεχνικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρίες και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, του τύπου οχήματος κατά τα οριζόμενα στις σχετικές ΤΠΔ·

β)

την επωνυμία του κατασκευαστή·

γ)

τα στοιχεία των εγκρίσεων που σχετίζονται με την περιοχή χρήσης για τον τύπο οχήματος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περιορισμών ή αποσύρσεων.

Άρθρο 49

Μητρώο υποδομής

1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά για τη δημοσίευση μητρώου υποδομής που περιέχει τις τιμές των παραμέτρων του δικτύου για κάθε συναφές υποσύστημα ή μέρος υποσυστήματος, όπως ορίζεται στη σχετική ΤΠΔ.

2.   Οι τιμές των παραμέτρων που καταγράφονται στο μητρώο υποδομής χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τις τιμές των παραμέτρων που καταγράφονται στην έγκριση οχήματος για τη διάθεση στην αγορά, προκειμένου να ελεγχθεί η τεχνική συμβατότητα μεταξύ οχήματος και δικτύου.

3.   Το μητρώο υποδομής μπορεί να αναφέρει προϋποθέσεις για τη χρήση σταθερών εγκαταστάσεων και άλλους περιορισμούς.

4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι το μητρώο υποδομής είναι επικαιροποιημένο σύμφωνα με την παράγραφο 5.

5.   Η Επιτροπή εγκρίνει κοινές προδιαγραφές για το μητρώο υποδομής, όσον αφορά το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική διάρθρωση, τον τρόπο λειτουργίας και τους κανόνες για την εισαγωγή στοιχείων και τη διερεύνηση, μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 51 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 50

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 15 Ιουνίου 2016. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να ακολουθεί τη συνήθη πρακτική της και, πριν από την έκδοση αυτών των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, να διενεργεί διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών.

4.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 5 παράγραφος 1 εξουσιοδότηση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της. Η ανάκληση δεν επηρεάζει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

5.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, προτού λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 51

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου (16). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 52

Αιτιολόγηση

Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και αφορούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή της καταλληλότητας χρήσης στοιχείων διαλειτουργικότητας ή την επαλήθευση υποσυστημάτων που απαρτίζουν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα ή όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 7, 12 και 17 αιτιολογούνται επακριβώς. Κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο το συντομότερο δυνατόν με μνεία των ένδικων μέσων που προβλέπει το ισχύον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δίκαιο και των προθεσμιών για την άσκηση των εν λόγω ένδικων μέσων.

Άρθρο 53

Εκθέσεις και ενημέρωση

1.   Έως τις 16 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την πρόοδο προετοιμασίας του ενισχυμένου ρόλου του Οργανισμού βάσει της παρούσας οδηγίας. Επίσης, ανά τριετία και για πρώτη φορά τρία έτη μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 54, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και τη λειτουργία του Οργανισμού εν προκειμένω. Στην εν λόγω έκθεση περιλαμβάνονται επίσης αξιολόγηση της εφαρμογής και χρήσης των μητρώων βάσει του κεφαλαίου VΙΙ και ανάλυση των περιπτώσεων του άρθρου 7 και της εφαρμογής του Κεφαλαίου V και, συγκεκριμένα, αξιολόγηση της λειτουργίας των συμφωνιών συνεργασίας που έχουν συναφθεί μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας. Για τους σκοπούς της πρώτης έκθεσης, μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου η Επιτροπή διενεργεί εκτεταμένες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς και θεσπίζει πρόγραμμα για την αξιολόγηση της προόδου. Εφόσον ενδείκνυται υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, η Επιτροπή προτείνει νομοθετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τον μελλοντικό ρόλο του Οργανισμού στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας.

2.   Ο Οργανισμός διαμορφώνει και αναπροσαρμόζει ανά τακτά διαστήματα εργαλείο ικανό να παρέχει, εφόσον το ζητήσει κράτος μέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Επιτροπή, επισκόπηση του επιπέδου διαλειτουργικότητας του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης. Το εργαλείο αυτό χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα μητρώα που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII.

Άρθρο 54

Μεταβατικό καθεστώς για τη χρήση οχημάτων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα οχήματα που χρειάζεται να λάβουν έγκριση μεταξύ 15 Ιουνίου 2016 και 16 Ιουνίου 2019 υπόκεινται στις διατάξεις του κεφαλαίου V της οδηγίας 2008/57/ΕΚ.

2.   Οι εγκρίσεις θέσης οχημάτων σε λειτουργία οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει της παραγράφου 1 και όλες οι άλλες εγκρίσεις που χορηγήθηκαν πριν από τις 15 Ιουνίου 2016, συμπεριλαμβανομένων όσων χορηγήθηκαν δυνάμει διεθνών συμφωνιών, ιδίως των RIC (Regolamento Internazionale Carrozze) και RIV (Regolamento Internazionale Veicoli), παραμένουν σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους με τους οποίους χορηγήθηκαν οι εγκρίσεις.

3.   Οχήματα με έγκριση θέσης σε λειτουργία σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 λαμβάνουν νέα έγκριση οχήματος για διάθεση στην αγορά προκειμένου να λειτουργούν σε ένα ή περισσότερα δίκτυα που δεν καλύπτονται ακόμη από την έγκρισή τους. Η διάθεση στην αγορά στα εν λόγω επιπλέον δίκτυα υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 21.

4.   Το αργότερο από τις 16 Ιουνίου 2019, ο Οργανισμός αναλαμβάνει τα καθήκοντα έγκρισης σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 24 και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 19 όσον αφορά τις περιοχές χρήσης στα κράτη μέλη που δεν έχουν ενημερώσει τον Οργανισμό και την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 21 και 24, οι εθνικές αρχές ασφάλειας των κρατών μελών τα οποία έχουν ενημερώσει τον Οργανισμό και την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2 μπορούν να συνεχίσουν να χορηγούν εγκρίσεις σύμφωνα με την οδηγία 2008/57/ΕΚ έως 16 Ιουνίου 2020.

Άρθρο 55

Άλλες μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα παραρτήματα IV, V, VII και IX της οδηγίας 2008/57/ΕΚ ισχύουν μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής των αντίστοιχων εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 4, το άρθρο 14 παράγραφος 10 και το άρθρο 15 παράγραφος 9 της παρούσας οδηγίας.

2.   Η οδηγία 2008/57/ΕΚ εξακολουθεί να ισχύει για έργα σχετικά με τον παρατρόχιο εξοπλισμό ERTMS τα οποία πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία κατά την περίοδο μεταξύ 15 Ιουνίου 2016 και 16 Ιουνίου 2019.

3.   Έργα στα οποία έχει ολοκληρωθεί το στάδιο διαγωνισμού ή ανάθεσης συμβάσεων πριν από 16 Ιουνίου 2019 δεν υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση από τον Οργανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 19.

4.   Έως τις 16 Ιουνίου 2031, τα δικαιώματα προαίρεσης που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν από τις 15 Ιουνίου 2016 δεν υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση από τον Οργανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 19, ακόμη και αν ασκούνται μετά τις 15 Ιουνίου 2016.

5.   Πριν από την έγκριση της θέσης σε λειτουργία παρατρόχιου εξοπλισμού ERTMS που δεν υποβλήθηκε στην προηγούμενη έγκριση του Οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 19, οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται με τον Οργανισμό, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τεχνικές λύσεις είναι πλήρως διαλειτουργικές, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 και το άρθρο 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Άρθρο 56

Συστάσεις και γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού

Ο Οργανισμός παρέχει συστάσεις και γνωμοδοτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 για τον σκοπό της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Όπου ενδείκνυται, οι εν λόγω συστάσεις και γνωμοδοτήσεις λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση εκτελεστικών πράξεων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 57

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 1 και 2, το άρθρο 7 παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφος 6, το άρθρο 8, το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 10 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφοι 1, 3 και 4, τα άρθρα 12, 13 και 14, το άρθρο 15 παράγραφοι 1 έως 8, το άρθρο 16, το άρθρο 18, το άρθρο 19 παράγραφος 3, τα άρθρα 21 έως 39, το άρθρο 40 παράγραφος 2, τα άρθρα 41, 42, 44, 45 και 46, το άρθρο 47 παράγραφοι 1, 3, 4 και 7, το άρθρο 49 παράγραφοι 1 έως 4, το άρθρο 54 και τα παραρτήματα I, II, III και IV έως τις 16 Ιουνίου 2019. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έως ένα έτος. Για το σκοπό, αυτό έως τις 16 Δεκεμβρίου 2018, τα κράτη μέλη που δεν θα θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις εντός της περιόδου για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνουν σχετικά τον Οργανισμό και την Επιτροπή και παρέχουν αιτιολόγηση για την εν λόγω παράταση.

3.   Όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, τα εν λόγω μέτρα παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση σύμφωνα με την οποία οι παραπομπές σε ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, που περιλαμβάνονται στις οδηγίες που καταργούνται με την παρούσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η παραπομπή αυτή και τον τρόπο διατύπωσης της εν λόγω δήλωσης.

4.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

5.   Οι υποχρεώσεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή του άρθρου 13, του άρθρου 14 παράγραφοι 1 έως 8, του άρθρου 14 παράγραφοι 11 και 12, του άρθρου 15 παράγραφοι 1 έως 9, του άρθρου 16 παράγραφος 1, των άρθρων 19 έως 26, των άρθρων 45, 46 και 47, του άρθρου 49 παράγραφοι 1 έως 4 και του άρθρου 54 της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα ενόσω δεν έχει εγκατασταθεί σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους.

Όταν, όμως, δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας υποβάλλει επίσημη αίτηση για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής προς εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την εφαρμογή των άρθρων που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο εντός δύο ετών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 58

Κατάργηση

Η οδηγία 2008/57/ΕΚ όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος A καταργείται από 16 Ιουνίου 2020, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που ορίζονται στο παράρτημα V μέρος B.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

Άρθρο 59

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 60

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 10ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ C 57 της 12.2.2016, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος (ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/796 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 (βλ. σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(7)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/798 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων (βλ. σελίδα 102 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(12)  Απόφαση 2010/713/ΕΕ της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τις ενότητες των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, καταλληλότητας χρήσης και ελέγχου «ΕΚ» που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας που έχουν εγκριθεί δυνάμει της οδηγίας 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 319 της 4.12.2010, σ. 1).

(13)  Απόφαση 98/500/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 1998, για σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27).

(14)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(15)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(16)  Οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας (ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Στοιχεία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος

1.   Δίκτυο

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το δίκτυο της Ένωσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ειδικά κατασκευασμένες γραμμές υψηλών ταχυτήτων με τεχνικό εξοπλισμό για ταχύτητες κατά κανόνα ίσες ή μεγαλύτερες των 250 km/h·

β)

γραμμές που έχουν ειδικά αναβαθμισθεί για υψηλές ταχύτητες και είναι εξοπλισμένες για ταχύτητες της τάξης των 200 km/h·

γ)

γραμμές που έχουν διευθετηθεί ειδικά για υψηλή ταχύτητα ειδικού τύπου λόγω δυσκολιών σχετιζομένων με την τοπογραφία, τη μορφολογία του εδάφους ή το αστικό περιβάλλον, των οποίων η ταχύτητα πρέπει να προσαρμόζεται κατά περίπτωση. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης γραμμές διασύνδεσης μεταξύ δικτύων υψηλών ταχυτήτων και συμβατικών δικτύων, γραμμές διέλευσης σταθμών, γραμμές πρόσβασης στους τερματικούς σταθμούς, στα αμαξοστάσια κ.λπ., στις οποίες το τροχαίο υλικό «υψηλών ταχυτήτων» κινείται με συμβατική ταχύτητα·

δ)

συμβατικές γραμμές προβλεπόμενες για τη μεταφορά επιβατών·

ε)

συμβατικές γραμμές προβλεπόμενες για μεικτή μεταφορά (επιβατών και εμπορευμάτων)·

στ)

συμβατικές γραμμές προοριζόμενες για την κυκλοφορία εμπορευμάτων·

ζ)

επιβατικούς κόμβους·

η)

εμπορευματικούς κόμβους, συμπεριλαμβανομένων των τερματικών σταθμών συνδυασμένων μεταφορών·

θ)

γραμμές σύνδεσης των ανωτέρω στοιχείων.

Το εν λόγω δίκτυο περιλαμβάνει τα συστήματα διαχείρισης της κυκλοφορίας, εντοπισμού και πλοήγησης και τις τεχνικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων και τηλεπικοινωνιών που προβλέπονται για τη μεταφορά επιβατών σε μεγάλες αποστάσεις και τη μεταφορά εμπορευμάτων στο εν λόγω δίκτυο, ώστε να επιτυγχάνονται η ασφαλής και αρμονική επιχειρησιακή λειτουργία του δικτύου και η αποτελεσματική διαχείριση της κυκλοφορίας.

2.   Οχήματα

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα οχήματα της Ένωσης περιλαμβάνουν όλα τα οχήματα που μπορούν να κυκλοφορούν στο σύνολο ή σε τμήμα του σιδηροδρομικού δικτύου της Ένωσης:

μηχανές έλξης και τροχαίο υλικό επιβατικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των θερμικών ή ηλεκτροκίνητων μηχανών έλξης, των θερμικών ή ηλεκτροκίνητων αυτοκινούμενων αμαξοστοιχιών και των επιβαταμαξών,

φορτάμαξες, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών οχημάτων που προορίζονται για το σύνολο του δικτύου και των οχημάτων που προορίζονται για τη μεταφορά φορτηγών αυτοκινήτων,

ειδικά οχήματα, όπως επιτρόχια μηχανήματα.

Σε αυτόν τον κατάλογο οχημάτων περιλαμβάνονται τα οχήματα που έχουν ειδικά σχεδιασθεί ώστε να λειτουργούν στα διάφορα είδη γραμμών υψηλών ταχυτήτων που περιγράφονται στο σημείο 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1.   Κατάλογος υποσυστημάτων

Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, το σύστημα που συνθέτει το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα υποδιαιρείται στα ακόλουθα υποσυστήματα, που είναι είτε:

α)

τομείς δομικής φύσεως:

υποδομή,

ενέργεια,

παρατρόχιος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση,

εποχούμενος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση,

τροχαίο υλικό, είτε

β)

λειτουργικοί τομείς:

διεξαγωγή και διαχείριση της κυκλοφορίας,

συντήρηση,

τηλεπληροφορικές εφαρμογές για επιβατικές και για εμπορευματικές μεταφορές.

2.   Περιγραφή των υποσυστημάτων

Για κάθε υποσύστημα ή μέρος υποσυστήματος, ο κατάλογος στοιχείων και παραμέτρων σχετιζόμενων με τη διαλειτουργικότητα προτείνεται από τον Οργανισμό όταν καταρτίζεται το αντίστοιχο σχέδιο ΤΠΔ. Χωρίς να προδικάζονται η επιλογή παραμέτρων και στοιχείων σχετιζόμενων με τη διαλειτουργικότητα ή η σειρά με την οποία οι εν λόγω παράμετροι και στοιχεία θα διέπονται από ΤΠΔ, στα υποσυστήματα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

2.1.   Υποδομές

Η τροχιά, οι αλλαγές τροχιάς, οι ισόπεδες διαβάσεις, τα τεχνικά έργα (γέφυρες, σήραγγες κ.λπ.), η σχετική υποδομή σταθμού (συγκαταλέγονται είσοδοι, κρηπιδώματα, ζώνες πρόσβασης, προσβάσεις εξυπηρέτησης, αποχωρητήρια και συστήματα πληροφοριών καθώς και χαρακτηριστικά πρόσβασης ατόμων με αναπηρίες και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα) και o εξοπλισμός ασφάλειας και προστασίας.

2.2.   Ενέργεια

Το σύστημα ηλεκτροκίνησης, όπου περιλαμβάνονται οι εναέριες γραμμές και το παρατρόχιο σύστημα μέτρησης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και χρέωσης.

2.3.   Παρατρόχιος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

Το σύνολο του παρατρόχιου τεχνικού εξοπλισμού που είναι αναγκαίος για την ασφάλεια και για τον χειρισμό και τον έλεγχο των κινήσεων αμαξοστοιχιών που επιτρέπεται να εκτελούν διαδρομές στο δίκτυο.

2.4.   Εποχούμενος έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

Το σύνολο του εποχούμενου τεχνικού εξοπλισμού που είναι αναγκαίος για την ασφάλεια και για τον χειρισμό και τον έλεγχο των κινήσεων αμαξοστοιχιών που επιτρέπεται να εκτελούν διαδρομές στο δίκτυο.

2.5.   Διεξαγωγή και διαχείριση της κυκλοφορίας

Οι διαδικασίες και ο σχετικός τεχνικός εξοπλισμός που επιτρέπουν τη συνεκτική λειτουργία των διάφορων δομικών υποσυστημάτων, τόσο κατά την κανονική λειτουργία όσο και κατά την υποβαθμισμένη λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων, της σύστασης και της οδήγησης αμαξοστοιχιών, του προγραμματισμού και της διαχείρισης της κυκλοφορίας.

Τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την παροχή σιδηροδρομικών μεταφορών κάθε είδους.

2.6.   Τηλεματικές εφαρμογές

Σύμφωνα με το παράρτημα I, το υποσύστημα αυτό περιλαμβάνει δύο στοιχεία:

α)

τις εφαρμογές για επιβατικές μεταφορές, όπου περιλαμβάνονται τα συστήματα τα οποία παρέχουν πληροφορίες στους επιβάτες πριν από το ταξίδι και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τα συστήματα κράτησης και πληρωμής, η διαχείριση αποσκευών και η διαχείριση των ανταποκρίσεων μεταξύ αμαξοστοιχιών και με άλλα μέσα μεταφοράς·

β)

τις εφαρμογές για τη μεταφορά εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων ενημέρωσης (παρακολούθηση εμπορευμάτων και αμαξοστοιχιών σε πραγματικό χρόνο), των συστημάτων διαλογής και διάθεσης, των συστημάτων κράτησης, πληρωμής και τιμολόγησης, της διαχείρισης των ανταποκρίσεων με άλλα μέσα μεταφοράς και της έκδοσης ηλεκτρονικών συνοδευτικών εγγράφων.

2.7.   Τροχαίο υλικό

Η δομή, το σύστημα χειρισμού και ελέγχου για το σύνολο του τεχνικού εξοπλισμού αμαξοστοιχιών, οι συσκευές λήψης ηλεκτρικού ρεύματος, οι μονάδες έλξης και ενεργειακής μετατροπής, ο εποχούμενος τεχνικός εξοπλισμός για τη μέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρέωση, τα όργανα πέδησης, ζεύξης και κύλισης (φορεία, άξονες κ.λπ.) και η ανάρτηση, οι θύρες, οι διεπαφές ανθρώπου/μηχανής (μηχανοδηγός, εποχούμενο προσωπικό και επιβάτες, συμπεριλαμβανομένων χαρακτηριστικών πρόσβασης ατόμων με αναπηρίες και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα), οι συσκευές ενεργητικής ή παθητικής ασφάλειας και τα απαραίτητα για την υγεία των επιβατών και του εποχούμενου προσωπικού.

2.8.   Συντήρηση

Οι διαδικασίες, ο συναφής τεχνικός εξοπλισμός, τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης για εργασίες συντήρησης και τα αποθέματα για την κάλυψη των αναγκών της επισκευαστικής και της προληπτικής συντήρησης, ώστε να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και να είναι εγγυημένες οι απαιτούμενες επιδόσεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

1.   Γενικές διατάξεις

1.1.   Ασφάλεια

1.1.1.   Ο σχεδιασμός, η κατασκευή ή συναρμογή, η συντήρηση και η επιτήρηση των καίριων για την ασφάλεια στοιχείων και, ειδικότερα, των στοιχείων που αφορούν την κίνηση των αμαξοστοιχιών πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια στο επίπεδο που αντιστοιχεί προς τους στόχους που έχουν καθορισθεί για το δίκτυο, ακόμα και υπό τις καθορισμένες αντίξοες συνθήκες.

1.1.2.   Οι παράμετροι που υπεισέρχονται στην επαφή τροχού-τροχιάς πρέπει να πληρούν τα κριτήρια σταθερότητας που είναι αναγκαία για την εγγύηση της ασφαλούς κυκλοφορία με τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα. Οι παράμετροι του εξοπλισμού πέδησης πρέπει να εγγυώνται τη δυνατότητα ακινητοποίησης σε συγκεκριμένη απόσταση με τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα.

1.1.3.   Τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία πρέπει να ανθίστανται στις συνήθεις ή εξαιρετικές καταπονήσεις που έχουν καθορισθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Οι τυχαίες βλάβες τους πρέπει, με τη χρήση ενδεδειγμένων μέσων, να έχουν περιορισμένες συνέπειες στην ασφάλεια.

1.1.4.   Ο σχεδιασμός των σταθερών εγκαταστάσεων και του τροχαίου υλικού, καθώς και η επιλογή των χρησιμοποιουμένων υλικών, πρέπει να γίνονται ούτως ώστε να περιορίζονται η εκδήλωση, η διάδοση και τα αποτελέσματα της φωτιάς και του καπνού σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.1.5.   Τα συστήματα με προορισμό τον χειρισμό από τους χρήστες πρέπει να είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται η ασφαλής λειτουργία των συστημάτων ή η υγεία και η ασφάλεια των χρηστών σε περίπτωση προβλέψιμων χρήσεων που δεν είναι σύμφωνες προς τις αναγραφόμενες οδηγίες.

1.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Η επιτήρηση και η συντήρηση των σταθερών ή των κινητών στοιχείων που υπεισέρχονται στην κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών πρέπει να οργανώνονται, να διενεργούνται και να εκτιμώνται ποσοτικά κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η λειτουργία τους υπό τις προβλεπόμενες συνθήκες.

1.3.   Υγεία

1.3.1.   Τα υλικά που ενδέχεται, με τον τρόπο χρησιμοποίησής τους, να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στη σιδηροδρομική υποδομή.

1.3.2.   Η επιλογή, οι εφαρμογές και η χρησιμοποίηση των υλικών αυτών πρέπει να έχουν ως στόχο να περιορίζονται οι εκπομπές επιβλαβών και επικινδύνων καπνών ή αερίων, ειδικότερα σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.4.   Προστασία του περιβάλλοντος

1.4.1.   Κατά τη μελέτη του συστήματος πρέπει να εκτιμώνται και να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο οι επιπτώσεις της εγκατάστασης και της λειτουργίας του σιδηροδρομικού συστήματος στο περιβάλλον.

1.4.2.   Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις αμαξοστοιχίες και στην υποδομή πρέπει να αποτρέπουν την εκπομπή επιβλαβών και επικίνδυνων για το περιβάλλον καπνών ή αερίων, ιδίως σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.4.3.   Το τροχαίο υλικό και τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης πρέπει να είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κατά τρόπον ώστε να είναι ηλεκτρομαγνητικώς συμβατά με τις εγκαταστάσεις, τον τεχνικό εξοπλισμό και τα δημόσια ή ιδιωτικά δίκτυα με τα οποία ενδέχεται να υπάρξει παρεμβολή.

1.4.4.   Ο σχεδιασμός και η λειτουργία του σιδηροδρομικού συστήματος δεν πρέπει να οδηγούν στη δημιουργία απαράδεκτης στάθμης ηχορρύπανσης:

σε περιοχές κοντά σε σιδηροδρομική υποδομή, όπως ορίζει το άρθρο 3 σημείο 3) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ, και

στον θάλαμο του μηχανοδηγού.

1.4.5.   Η λειτουργία του σιδηροδρομικού συστήματος δεν πρέπει να προκαλεί, στο έδαφος, επίπεδο δονήσεων απαράδεκτο για τις δραστηριότητες και τον χώρο διέλευσης πλησίον της υποδομής και υπό κανονική κατάσταση συντήρησης.

1.5.   Τεχνική συμβατότητα

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της υποδομής και των σταθερών εγκαταστάσεων πρέπει να είναι συμβατά και μεταξύ τους και με τα χαρακτηριστικά των αμαξοστοιχιών που πρόκειται να κυκλοφορήσουν στο σιδηροδρομικό σύστημα. Η απαίτηση αυτή περιλαμβάνει την ασφαλή ενσωμάτωση του υποσυστήματος του οχήματος στην υποδομή.

Όταν είναι δύσκολο να τηρηθούν τα χαρακτηριστικά αυτά σε ορισμένα τμήματα του δικτύου, μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή προσωρινές λύσεις που εγγυώνται τη συμβατότητα στο μέλλον.

1.6.   Δυνατότητα πρόσβασης

1.6.1.   Τα υποσυστήματα «υποδομής» και «τροχαίου υλικού» πρέπει να είναι προσιτά σε άτομα με αναπηρίες και άτομα με μειωμένη κινητικότητα, ούτως ώστε να τους εξασφαλίζεται πρόσβαση υπό τους ίδιους όρους με τους υπόλοιπους χρήστες, με την πρόληψη ή την άρση εμποδίων και με άλλα κατάλληλα μέσα. Συμπεριλαμβάνονται ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η ανακαίνιση, η αναβάθμιση, η συντήρηση και η λειτουργία των σχετικών μερών των υποσυστημάτων στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό.

1.6.2.   Τα υποσυστήματα «λειτουργιών» και «τηλεματικών εφαρμογών για τους επιβάτες» πρέπει να προβλέπουν τη λειτουργικότητα που απαιτείται για τη διευκόλυνση της πρόσβασης ατόμων με αναπηρίες και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα υπό τους ίδιους όρους με τους υπόλοιπους χρήστες, με την πρόληψη ή την άρση εμποδίων και με άλλα κατάλληλα μέσα.

2.   Ειδικές απαιτήσεις για κάθε υποσύστημα

2.1.   Υποδομές

2.1.1.   Ασφάλεια

Πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή πρόσβασης ή ανεπιθύμητης παρείσφρησης στις εγκαταστάσεις.

Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορίζονται οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα άτομα, ιδίως κατά τη διέλευση των αμαξοστοιχιών από τους σταθμούς.

Η υποδομή στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό πρέπει να είναι σχεδιασμένη και κατασκευασμένη κατά τρόπο ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι για την ασφάλεια των προσώπων (σταθερότητα, πυρκαγιά, πρόσβαση, εκκένωση, κρηπίδωμα κ.λπ.).

Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλες διατάξεις για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις ασφάλειας εντός των σηράγγων και γεφυρών μεγάλου μήκους.

2.1.2.   Δυνατότητα πρόσβασης

Τα υποσυστήματα υποδομής στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό πρέπει να είναι προσιτά στα άτομα με αναπηρίες και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, σύμφωνα με το σημείο 1.6.

2.2.   Ενέργεια

2.2.1.   Ασφάλεια

Η λειτουργία των εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ούτε των αμαξοστοιχιών ούτε των προσώπων (χρηστών, επιχειρησιακού προσωπικού, περιοίκων και τρίτων).

2.2.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Η λειτουργία των εγκαταστάσεων τροφοδότησης με ηλεκτρική ή θερμική ενέργεια δεν πρέπει να διαταράσσει το περιβάλλον πέραν των προδιαγραφομένων ορίων.

2.2.3.   Τεχνική συμβατότητα

Τα χρησιμοποιούμενα συστήματα τροφοδότησης με ηλεκτρική/θερμική ενέργεια πρέπει:

να επιτρέπουν στις αμαξοστοιχίες να επιτυγχάνουν τις καθορισμένες επιδόσεις,

στην περίπτωση συστήματος τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια, να είναι συμβατά με τα συστήματα λήψης ρεύματος που είναι εγκατεστημένα στις αμαξοστοιχίες.

2.3.   Έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

2.3.1.   Ασφάλεια

Οι εγκαταστάσεις ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται πρέπει να επιτρέπουν κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών σε επίπεδο ασφάλειας αντίστοιχο προς τους στόχους που έχουν καθορισθεί για το δίκτυο. Τα συστήματα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης πρέπει να εξακολουθούν να καθιστούν δυνατή την κυκλοφορία αμαξοστοιχιών οι οποίες επιτρέπεται να κυκλοφορούν υπό αντίξοες συνθήκες.

2.3.2.   Τεχνική συμβατότητα

Κάθε νέα υποδομή και κάθε νέο τροχαίο υλικό που κατασκευάζεται ή αναπτύσσεται μετά την επιλογή συμβατών συστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης πρέπει να προσαρμόζεται στη χρήση των εν λόγω συστημάτων.

Ο τεχνικός εξοπλισμός ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης που είναι εγκατεστημένος στο θάλαμο οδήγησης αμαξοστοιχίας πρέπει να επιτρέπει την ομαλή λειτουργία, υπό προδιαγεγραμμένες συνθήκες, στο σιδηροδρομικό σύστημα.

2.4.   Τροχαίο υλικό

2.4.1.   Ασφάλεια

Τα φέροντα στοιχεία του τροχαίου υλικού και των ζεύξεων μεταξύ των οχημάτων πρέπει να έχουν σχεδιασθεί κατά τρόπο ώστε να προστατεύονται οι χώροι των επιβατών και οδήγησης σε περίπτωση σύγκρουσης ή εκτροχιασμού.

Το ηλεκτρολογικό υλικό δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

Οι τεχνικές πέδησης καθώς και οι επιβαλλόμενες καταπονήσεις πρέπει να είναι συμβατές με την κατασκευή των γραμμών, των τεχνικών έργων και των συστημάτων σηματοδότησης.

Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα όσον αφορά την πρόσβαση στα στοιχεία υπό τάση ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των προσώπων.

Σε περίπτωση κινδύνου, πρέπει κάποια συστήματα να παρέχουν στους επιβάτες τη δυνατότητα να ειδοποιούν τον μηχανοδηγό και στο προσωπικό συνοδείας να έρχεται σε επαφή μαζί τους.

Πρέπει να διασφαλίζεται η ασφάλεια των επιβατών κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση από αμαξοστοιχίες. Οι θύρες πρόσβασης πρέπει να είναι εφοδιασμένες με σύστημα ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο να εγγυάται την ασφάλεια των επιβατών.

Πρέπει να προβλέπονται και να επισημαίνονται έξοδοι κινδύνου.

Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα συστήματα για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις ασφάλειας εντός των σηράγγων μεγάλου μήκους.

Είναι υποχρεωτική η εγκατάσταση επί των αμαξοστοιχιών συστήματος φωτισμού ασφάλειας επαρκούς έντασης και αυτονομίας.

Οι αμαξοστοιχίες πρέπει να διαθέτουν μεγαφωνικό σύστημα που να επιτρέπει τη διαβίβαση μηνυμάτων προς τους επιβάτες από το προσωπικό της αμαξοστοιχίας.

Οι επιβάτες πρέπει να πληροφορούνται με ευνόητο και ολοκληρωμένο τρόπο σχετικά με τους κανόνες που τους αφορούν τόσο στους σιδηροδρομικούς σταθμούς όσο και στις αμαξοστοιχίες.

2.4.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Ο σχεδιασμός του τεχνικού εξοπλισμού ζωτικής σημασίας και του τεχνικού εξοπλισμού κύλισης, έλξης και πέδησης, καθώς και του συστήματος ελέγχου-χειρισμού, πρέπει να επιτρέπει, υπό καθορισμένες έκρυθμες συνθήκες, τη συνέχιση της πορείας της αμαξοστοιχίας χωρίς αρνητικές συνέπειες στον τεχνικό εξοπλισμό που παραμένει σε λειτουργία.

2.4.3.   Τεχνική συμβατότητα

Το ηλεκτρολογικό υλικό πρέπει να είναι συμβατό με τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

Στην περίπτωση ηλεκτροκίνησης, τα χαρακτηριστικά των συστημάτων λήψης ρεύματος πρέπει να επιτρέπουν την κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών με τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης του σιδηροδρομικού συστήματος.

Το τροχαίο υλικό πρέπει να έχει χαρακτηριστικά που να του επιτρέπουν να κυκλοφορεί σε όλες τις γραμμές στις οποίες προβλέπεται η λειτουργία του, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών κλιματικών συνθηκών.

2.4.4.   Έλεγχοι

Οι αμαξοστοιχίες πρέπει να είναι εφοδιασμένες με συσκευή καταγραφής. Τα δεδομένα που συλλέγει αυτή η συσκευή και η επεξεργασία των πληροφοριών πρέπει να εναρμονίζονται.

2.4.5.   Δυνατότητα πρόσβασης

Τα υποσυστήματα τροχαίου υλικού στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό πρέπει να είναι προσιτά στα άτομα με αναπηρίες και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, σύμφωνα με το σημείο 1.6.

2.5.   Συντήρηση

2.5.1.   Ασφάλεια και υγεία

Οι τεχνικές εγκαταστάσεις και οι εφαρμοζόμενες διαδικασίες στα κέντρα συντήρησης πρέπει να εγγυώνται την ασφαλή λειτουργία του υποσυστήματος και να μη συνιστούν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια.

2.5.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Οι τεχνικές εγκαταστάσεις και οι εφαρμοζόμενες διαδικασίες στα κέντρα συντήρησης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα οχλήσεων που είναι αποδεκτά για τον περιβάλλοντα χώρο.

2.5.3.   Τεχνική συμβατότητα

Οι εγκαταστάσεις συντήρησης του τροχαίου υλικού πρέπει να καθιστούν δυνατή την εκτέλεση των εργασιών ασφάλειας, υγιεινής και άνεσης σε όλο το υλικό για το οποίο έχουν κατασκευαστεί.

2.6.   Διεξαγωγή και διαχείριση της κυκλοφορίας

2.6.1.   Ασφάλεια

Η σύγκλιση των κανόνων λειτουργίας των δικτύων, καθώς και τα προσόντα των μηχανοδηγών και του εποχούμενου προσωπικού και του προσωπικού των κέντρων ελέγχου, πρέπει να εγγυώνται ασφαλή λειτουργία, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών απαιτήσεων των διασυνοριακών και των εσωτερικών μεταφορών.

Οι διαδικασίες και η συχνότητα συντήρησης, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού συντήρησης και των κέντρων ελέγχου, καθώς και το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας που εφαρμόζεται από τους σχετικούς φορείς εκμετάλλευσης στα κέντρα ελέγχου και συντήρησης, πρέπει να εγγυώνται υψηλό επίπεδο ασφάλειας.

2.6.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Οι διαδικασίες και η συχνότητα συντήρησης, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού συντήρησης και των κέντρων ελέγχου, καθώς και το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας που εφαρμόζεται από τους σχετικούς φορείς εκμετάλλευσης στα κέντρα ελέγχου και συντήρησης, πρέπει να εγγυώνται υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας του συστήματος.

2.6.3.   Τεχνική συμβατότητα

Η σύγκλιση των κανόνων λειτουργίας των δικτύων, καθώς και τα προσόντα των μηχανοδηγών, του εποχούμενου προσωπικού και του προσωπικού διαχείρισης της κυκλοφορίας, πρέπει να εγγυώνται την αποτελεσματική λειτουργία του σιδηροδρομικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών απαιτήσεων των διασυνοριακών και των εσωτερικών μεταφορών.

2.6.4.   Δυνατότητα πρόσβασης

Πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι κανόνες λειτουργίες παρέχουν τη λειτουργικότητα που απαιτείται για την εγγύηση της δυνατότητας πρόσβασης των ατόμων με αναπηρίες και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα.

2.7.   Τηλεματικές εφαρμογές στις επιβατικές και στις εμπορευματικές μεταφορές

2.7.1.   Τεχνική συμβατότητα

Οι βασικές απαιτήσεις στον τομέα των τηλεματικών εφαρμογών εγγυώνται ελάχιστη ποιότητα εξυπηρέτησης των επιβατών και των μεταφορέων εμπορευμάτων, ιδίως όσον αφορά την τεχνική συμβατότητα.

Πρέπει να λαμβάνοντα μέτρα ώστε:

οι βάσεις δεδομένων, τα λογισμικά και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας δεδομένων να αναπτύσσονται ούτως ώστε να εγγυώνται μέγιστες δυνατότητες ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ διαφόρων εφαρμογών και φορέων εκμετάλλευσης, με εξαίρεση τα απόρρητα εμπορικά δεδομένα,

οι χρήστες να έχουν εύκολη πρόσβαση στις πληροφορίες.

2.7.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Οι τρόποι χρήσης, διαχείρισης, ενημέρωσης και συντήρησης αυτών των βάσεων δεδομένων, λογισμικών και πρωτοκόλλων επικοινωνίας δεδομένων πρέπει να εγγυώνται την αποδοτικότητα των ανωτέρω συστημάτων και την ποιότητα εξυπηρέτησης.

2.7.3.   Υγεία

Στις διεπαφές των συστημάτων αυτών με τους χρήστες πρέπει να τηρείται το ελάχιστο επίπεδο κανόνων εργονομίας και προστασίας της υγείας.

2.7.4.   Ασφάλεια

Για την αποθήκευση ή τη μετάδοση πληροφοριών που σχετίζονται με την ασφάλεια πρέπει να εξασφαλίζονται επαρκή επίπεδα ακεραιότητας και αξιοπιστίας.

2.7.5.   Δυνατότητα πρόσβασης

Πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τηλεματικές εφαρμογές για τα υποσυστήματα επιβατών παρέχουν τη λειτουργικότητα που απαιτείται για την εγγύηση της δυνατότητας πρόσβασης των ατόμων με αναπηρίες και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ «ΕΚ» ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Ως «επαλήθευση “ΕΚ”» νοείται η διαδικασία που διενεργεί ο αιτών κατά την έννοια του άρθρου 15 για να αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι σχετικές με υποσύστημα απαιτήσεις του σχετικού ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών εθνικών κανόνων, και ότι μπορεί να εγκριθεί η θέση του υποσυστήματος σε λειτουργία.

2.   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΝΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ

2.1.   Εισαγωγή

Για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, η επαλήθευση κατ' αναφορά προς τις ΤΠΔ είναι η διαδικασία με την οποία κοινοποιηθείς οργανισμός ελέγχει και πιστοποιεί ότι το υποσύστημα είναι σύμφωνο προς τις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ).

Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων του αιτούντος να συμμορφώνεται με τις άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης που εφαρμόζονται και με τυχόν επαληθεύσεις που διενεργούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης σύμφωνα με τους άλλους κανόνες.

2.2.   Προσωρινή Δήλωση Επαλήθευσης (ΠΔΕ)

2.2.1.   Αρχές

Εφόσον ζητηθεί από τον αιτούντα, οι επαληθεύσεις είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν για μέρη υποσυστήματος ή να περιοριστούν σε ορισμένες φάσεις της διαδικασίας επαλήθευσης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα αποτελέσματα της επαλήθευσης μπορούν να τεκμηριωθούν σε «ενδιάμεση δήλωση επαλήθευσης» (ΕΔΕ) η οποία εκδίδεται από τον κοινοποιηθέντα οργανισμό που έχει επιλέξει ο αιτών. Η ΕΔΕ πρέπει να περιέχει παραπομπή στις ΤΠΔ με τις οποίες έχει αξιολογηθεί η συμμόρφωση.

2.2.2.   Μέρη του υποσυστήματος

Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση ΕΔΕ για οποιοδήποτε μέρος στο οποίο αποφασίζει να χωρίσει το υποσύστημα. Κάθε μέρος ελέγχεται σε κάθε στάδιο όπως καθορίζεται στο σημείο 2.2.3.

2.2.3.   Φάσεις της διαδικασίας επαλήθευσης

Το υποσύστημα, ή ορισμένα μέρη του υποσυστήματος, ελέγχονται σε όλα τα ακόλουθα στάδια:

α)

συνολική μελέτη·

β)

παραγωγή: κατασκευή, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των εργασιών πολιτικού μηχανικού, της κατασκευής, της συναρμολόγησης των στοιχείων και της ρύθμισης του συνόλου·

γ)

τελική δοκιμή.

Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση για ΕΔΕ σχετικά με το στάδιο της μελέτης (συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών τύπου) και σχετικά με το στάδιο παραγωγής για ολόκληρο το υποσύστημα ή για οποιοδήποτε μέρος στο οποίο ο αιτών αποφάσισε να το χωρίσει (βλέπε σημείο 2.2.2).

2.3.   Πιστοποιητικό επαλήθευσης

2.3.1.   Οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για την επαλήθευση αξιολογούν τη μελέτη, την παραγωγή και την τελική δοκιμή του υποσυστήματος και συντάσσουν το πιστοποιητικό επαλήθευσης που προορίζεται για τον αιτούντα, ο οποίος στη συνέχεια συντάσσει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ». Το πιστοποιητικό επαλήθευσης πρέπει να περιέχει παραπομπή στις ΤΠΔ με τις οποίες έχει αξιολογηθεί η συμμόρφωση.

Όταν ένα υποσύστημα δεν έχει αξιολογηθεί για τη συμμόρφωσή του με όλες τις σχετικές ΤΠΔ (π.χ. στην περίπτωση παρέκκλισης, μερικής εφαρμογής ΤΠΔ για αναβάθμιση ή ανακαίνιση, μεταβατικής περιόδου σε ΤΠΔ ή σε ειδική περίπτωση), το πιστοποιητικό επαλήθευσης παρέχει την ακριβή παραπομπή στην (στις) ΤΠΔ ή σε μέρη της (τους) με τα οποία δεν έχει εξεταστεί η συμμόρφωση από τον κοινοποιηθέντα οργανισμό κατά τη διαδικασία επαλήθευσης.

2.3.2.   Σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί ΕΔΕ, ο αρμόδιος για την επαλήθευση του υποσυστήματος κοινοποιηθείς οργανισμός λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω ΕΔΕ και, πριν εκδώσει το πιστοποιητικό επαλήθευσης:

α)

ελέγχει ότι οι ΕΔΕ καλύπτουν σωστά τις σχετικές απαιτήσεις της (των) ΤΠΔ·

β)

ελέγχει όλες τις παραμέτρους που δεν καλύπτονται από το τις ΕΔΕ, και

γ)

ελέγχει την τελική δοκιμή του υποσυστήματος ως συνόλου.

2.3.3.   Σε περίπτωση τροποποίησης υποσυστήματος που καλύπτεται ήδη από πιστοποιητικό επαλήθευσης, ο κοινοποιηθείς οργανισμός διενεργεί μόνο τις εξετάσεις και δοκιμές που είναι συναφείς και απαραίτητες, δηλαδή η αξιολόγηση αφορά μόνο τα μέρη του υποσυστήματος που μεταβάλλονται και τις διεπαφές τους με τα αμετάβλητα μέρη του υποσυστήματος.

2.3.4.   Κάθε κοινοποιηθείς οργανισμός που συμμετέχει στην επαλήθευση υποσυστήματος συντάσσει φάκελο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 που καλύπτει το πεδίο των δραστηριοτήτων του.

2.4.   Τεχνικός φάκελος που συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ»

Ο τεχνικός φάκελος που συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» καταρτίζεται από τον αιτούντα και πρέπει να περιέχει τα εξής:

α)

τα τεχνικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τη μελέτη, στα οποία περιλαμβάνονται γενικά και λεπτομερή σχέδια όσον αφορά την εκτέλεση, ηλεκτρικά και υδραυλικά διαγράμματα, διαγράμματα του κυκλώματος ελέγχου, περιγραφή των συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων και αυτοματισμού επαρκώς λεπτομερή για την τεκμηρίωση της διενεργηθείσας επαλήθευσης της συμμόρφωσης, τεκμηρίωση όσον αφορά τη λειτουργία και τη συντήρηση κ.λπ., για το σχετικό υποσύστημα·

β)

κατάλογο των στοιχείων διαλειτουργικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο δ), τα οποία είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα·

γ)

τους φακέλους που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 4, τους οποίους καταρτίζει κάθε κοινοποιηθείς οργανισμός που εμπλέκεται στην επαλήθευση του υποσυστήματος και οι οποίοι περιλαμβάνουν:

αντίγραφα των δηλώσεων επαλήθευσης «ΕΚ» και, κατά περίπτωση, των δηλώσεων καταλληλότητας για χρήση «ΕΚ» που έχουν συνταχθεί για τα στοιχεία διαλειτουργικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο δ), συνοδευόμενα, εάν συντρέχει λόγος, από τα αντίστοιχα φύλλα υπολογισμού και από αντίγραφο των πρακτικών των δοκιμών και εξετάσεων που έχουν διεξαγάγει οι κοινοποιηθέντες οργανισμοί βάσει των κοινών τεχνικών προδιαγραφών,

εφόσον είναι διαθέσιμες, τις ΕΔΕ που συνοδεύουν το πιστοποιητικό επαλήθευσης, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος της επαλήθευσης στην οποία προέβη ο κοινοποιηθείς οργανισμός για την εγκυρότητα της ΕΔΕ,

το πιστοποιητικό επαλήθευσης, συνοδευόμενο από τα αντίστοιχα φύλλα υπολογισμού και με υπογραφή του αρμόδιου για την επαλήθευση κοινοποιηθέντος οργανισμού, στο οποίο αναφέρεται ότι το υποσύστημα πληροί τις απαιτήσεις της (των) σχετικής(-ών) ΤΠΔ και γίνεται μνεία κάθε επιφύλαξης που καταγράφηκε κατά την εκτέλεση των εργασιών και δεν ανακλήθηκε· το πιστοποιητικό επαλήθευσης πρέπει να συνοδεύεται και από τις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου, οι οποίες συντάχθηκαν από τον ίδιο οργανισμό για την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως εξειδικεύεται στα σημεία 2.5.2 και 2.5.3·

δ)

πιστοποιητικά επαλήθευσης που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης·

ε)

όταν απαιτείται επαλήθευση της ασφαλούς ενσωμάτωσης σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 στοιχείο γ) και το άρθρο 21 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ο σχετικός τεχνικός φάκελος περιλαμβάνει την έκθεση ή τις εκθέσεις του αξιολογητή όσον αφορά τις ΚΜΑ για την εκτίμηση επικινδυνότητας, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ (1).

2.5.   Επιτήρηση από τους κοινοποιηθέντες οργανισμούς

2.5.1.   Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της παραγωγής κοινοποιηθείς οργανισμός πρέπει να έχει συνεχώς πρόσβαση στα εργοτάξια, στα εργοστάσια, στους χώρους αποθήκευσης και, ανάλογα με την περίπτωση, στις εγκαταστάσεις προκατασκευής ή δοκιμής και, γενικότερα, σε όλους τους χώρους στους οποίους μπορεί να κρίνει αναγκαία την πρόσβασή του για την εκτέλεση της αποστολής του. Ο κοινοποιηθείς οργανισμός πρέπει να λάβει από τον αιτούντα όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό και, ειδικότερα, τα σχέδια εφαρμογής και την τεχνική τεκμηρίωση σχετικά με το υποσύστημα.

2.5.2.   Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της εφαρμογής κοινοποιηθείς οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους προκειμένου να επιβεβαιώνεται η συμμόρφωση με τη σχετική ή τις σχετικές ΤΠΔ. Υποβάλλει έκθεση ελέγχου στους υπεύθυνους για την εφαρμογή. Η παρουσία του μπορεί να είναι απαραίτητη σε ορισμένες φάσεις των εργασιών κατασκευής.

2.5.3.   Εξάλλου, ο κοινοποιηθείς οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στο εργοτάξιο ή στα εργοστάσια. Κατά τις επισκέψεις αυτές ο κοινοποιηθείς οργανισμός μπορεί να διενεργεί πλήρεις ή μερικούς ελέγχους. Στους υπευθύνους για την εφαρμογή παρέχει έκθεση επιθεώρησης και, ενδεχομένως, έκθεση ελέγχου.

2.5.4.   Ο κοινοποιηθείς οργανισμός έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί υποσύστημα στο οποίο έχει τοποθετηθεί στοιχείο διαλειτουργικότητας, προκειμένου να αξιολογεί, στις περιπτώσεις που το απαιτεί η αντίστοιχη ΤΠΔ, την καταλληλότητά του για χρήση στο σιδηροδρομικό περιβάλλον για το οποίο προορίζεται.

2.6.   Υποβολή

Ο αιτών τηρεί αντίγραφο του τεχνικού φακέλου που συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του υποσυστήματος. Ο φάκελος πρέπει να αποστέλλεται σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή στον Οργανισμό, εφόσον το ζητήσει.

Τα έγγραφα της αίτησης έγκρισης για τη θέση σε λειτουργία υποβάλλονται στην αρχή από την οποία ζητείται η έγκριση. Η εθνική αρχή ασφάλειας ή ο Οργανισμός μπορεί να ζητήσει τη μετάφραση στη γλώσσα του μέρους ή μερών των εγγράφων που υποβάλλονται μαζί με την έγκριση.

2.7.   Δημοσίευση

Κάθε κοινοποιηθείς οργανισμός πρέπει να δημοσιεύει περιοδικά πληροφορίες σχετικά με:

α)

τις αιτήσεις επαλήθευσης και έκδοσης ΕΔΕ που έλαβε·

β)

τις αιτήσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καταλληλότητας για χρήση των ΣΔ·

γ)

τις ΕΔΕ που εκδόθηκαν ή απορρίφθηκαν·

δ)

τα πιστοποιητικά επαλήθευσης και τα πιστοποιητικά καταλληλότητας για χρήση «ΕΚ» που εκδόθηκαν ή απορρίφθηκαν·

ε)

τα πιστοποιητικά επαλήθευσης που εκδόθηκαν ή απορρίφθηκαν.

2.8.   Γλώσσα

Οι φάκελοι και η αλληλογραφία που αφορούν τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» πρέπει να συντάσσονται σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αιτών ή σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης αποδεκτή από τον αιτούντα.

3.   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΟΡΙΣΘΕΝΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ

3.1.   Εισαγωγή

Όταν ισχύουν εθνικοί κανόνες, η επαλήθευση περιλαμβάνει διαδικασία κατά την οποία ο οργανισμός που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 8 (ορισθείς οργανισμός) ελέγχει και πιστοποιεί ότι το υποσύστημα είναι σύμφωνο προς τους εθνικούς κανόνες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 για κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να εγκριθεί η θέση του υποσυστήματος σε λειτουργία.

3.2.   Πιστοποιητικό επαλήθευσης

Ο ορισθείς οργανισμός συντάσσει το πιστοποιητικό επαλήθευσης το οποίο προορίζεται για τον αιτούντα.

Το πιστοποιητικό περιέχει ακριβή παραπομπή στον ή στους εθνικούς κανόνες προς τους οποίους έχει εξεταστεί η συμμόρφωση από τον οργανισμό που έχει ορισθεί στη διαδικασία επαλήθευσης.

Στην περίπτωση εθνικών κανόνων σχετικών με τα υποσυστήματα που συνθέτουν όχημα, ο ορισθείς οργανισμός χωρίζει το πιστοποιητικό σε δύο μέρη: το ένα περιλαμβάνει τις παραπομπές στους εθνικούς κανόνες που σχετίζονται αυστηρά με την τεχνική συμβατότητα μεταξύ του οχήματος και του σχετικού δικτύου, ενώ το άλλο μέρος αφορά όλους τους άλλους εθνικούς κανόνες.

3.3.   Φάκελος

Ο φάκελος που καταρτίζεται από τον ορισθέντα οργανισμό και συνοδεύει το πιστοποιητικό επαλήθευσης στην περίπτωση εθνικών κανόνων πρέπει να περιλαμβάνεται στον τεχνικό φάκελο που συνοδεύει τη δήλωση επαλήθευσης «ΕΚ» και αναφέρεται στο σημείο 2.4 και να περιέχει τα τεχνικά δεδομένα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του υποσυστήματος με τους εν λόγω εθνικούς κανόνες.

3.4.   Γλώσσα

Οι φάκελοι και η αλληλογραφία που αφορούν τη διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» πρέπει να συντάσσονται σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αιτών ή σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης αποδεκτή από τον αιτούντα.

4.   ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΜΕΡΩΝ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Άρθρο 15 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εάν πρέπει να εκδοθεί πιστοποιητικό επαλήθευσης για ορισμένα μέρη υποσυστήματος, για τα μέρη αυτά εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.


(1)  Οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενες οδηγίες με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών τους

(κατά το άρθρο 58)

Οδηγία 2008/57/ΕΚ

(ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1)

Οδηγία 2009/131/ΕΚ

(ΕΕ L 273 της 17.10.2009, σ. 12)

Οδηγία 2011/18/ΕΕ

(ΕΕ L 57 της 2.3.2011, σ. 21)

ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(κατά το άρθρο 57)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

2008/57/ΕΚ

19 Ιουλίου 2010

2009/131/ΕΚ

19 Ιουλίου 2010

2011/18/ΕΕ

31 Δεκεμβρίου 2011


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 2008/57/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 στοιχεία α) έως κστ)

Άρθρο 2 σημεία 1) έως 5), σημεία 7) έως 17) και σημεία 19) έως 28)

-

Άρθρο 2 σημεία 6) και 18) και σημεία 29) έως 45)

Άρθρο 3

-

Άρθρο 4

Άρθρο 3

Άρθρο 5 παράγραφος 1 έως 3 στοιχείο ζ)

Άρθρο 4 παράγραφος 1 έως 3 στοιχείο ζ)

-

Άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχεία η) και θ)

Άρθρο 5 παράγραφοι 4 έως 8

Άρθρο 4 παράγραφοι 4 έως 8

Άρθρο 6

Άρθρο 5

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 8

-

Άρθρο 9

Άρθρο 7

Άρθρο 10

Άρθρο 8

Άρθρο 11

Άρθρο 9

Άρθρο 12

-

Άρθρο 13

Άρθρο 10

Άρθρο 14

Άρθρο 11

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφοι 2 και 3

-

Άρθρο 16

Άρθρο 12

Άρθρο 17

Άρθρα 13 και 14

Άρθρο 18

Άρθρο 15

Άρθρο 19

Άρθρο 16

-

Άρθρο 17

-

Άρθρο 18, εκτός από την παράγραφο 3

-

Άρθρα 19, 20, 21, 22 και 23

Άρθρο 20

-

Άρθρο 21

-

Άρθρα 22 έως 25

-

Άρθρο 26

Άρθρο 24

Άρθρο 27

Άρθρο 14 παράγραφος 10

-

Άρθρο 26

Άρθρο 28 και παράρτημα VIII

Άρθρα 27 έως 44

-

Άρθρο 45

Άρθρο 29

Άρθρο 51

Άρθρα 30 και 31

-

Άρθρο 32

Άρθρο 46

Άρθρο 33

Άρθρο 47 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7

-

Άρθρο 47 παράγραφοι 1, 2 και 5

Άρθρο 34

Άρθρο 48

Άρθρο 35

Άρθρο 49

Άρθρο 36

-

-

Άρθρο 50

Άρθρο 37

Άρθρο 52

Άρθρο 38

Άρθρο 57

Άρθρο 39

Άρθρο 53

-

Άρθρα 54 και 55

-

Άρθρο 56

Άρθρο 40

Άρθρο 58

Άρθρο 41

Άρθρο 59

Άρθρο 42

Άρθρο 60

Παραρτήματα I έως III

Παραρτήματα I έως III

Παράρτημα IV

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Παράρτημα V

Άρθρο 15 παράγραφος 9

Παράρτημα VI

Παράρτημα IV

Παράρτημα VII

Άρθρο 14 παράγραφος 10

Παράρτημα VIII

Άρθρα 30, 31 και 32

Παράρτημα IX

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Παράρτημα X

Παράρτημα V

Παράρτημα XI

Παράρτημα VI


Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνώρισαν, στην κοινή πολιτική δήλωσή τους της 27ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με επεξηγηματικά έγγραφα, ότι η ενημέρωση της Επιτροπής στην οποία προβαίνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο «πρέπει να είναι σαφής και ακριβής», ούτως ώστε η Επιτροπή να διευκολύνεται στην εκτέλεση του καθήκοντός της να επιβλέπει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, επεξηγηματικά έγγραφα θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για τον σκοπό αυτόν. Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι το τελικό κείμενο δεν περιέχει διατάξεις για τον σκοπό αυτόν.


26.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 138/102


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/798 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Μαΐου 2016

για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έχει τροποποιηθεί σημαντικά. Επειδή πρόκειται να εισαχθούν και άλλες τροποποιήσεις, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

(2)

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ καθόρισε κοινό κανονιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, με εναρμόνιση του περιεχομένου των κανόνων ασφάλειας, της πιστοποίησης της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των καθηκόντων και του ρόλου των εθνικών αρχών ασφάλειας και της διερεύνησης ατυχημάτων. Ωστόσο, για να συνεχιστούν οι προσπάθειες προς την περαιτέρω ανάπτυξη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, η οδηγία 2004/49/ΕΚ είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί σημαντικά.

(3)

Σε πολλά κράτη μέλη τα μετρό, τα τραμ και άλλα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα υπόκεινται σε τοπικές τεχνικές απαιτήσεις και έχουν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Προς διευκόλυνση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, αμφότερες οι οδηγίες θα πρέπει να έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής. Συνεπώς, αυτά τα τοπικά συστήματα θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(4)

Καθόσον ορισμένες έννοιες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία μπορούν να εφαρμοστούν επωφελώς για το μετρό και τα άλλα τοπικά συστήματα, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, να εφαρμόσουν ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας που θεωρούν κατάλληλες. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην τηρούν υποχρεώσεις όπως είναι η κοινοποίηση των εθνικών κανόνων και η υποβολή εκθέσεων.

(5)

Τα επίπεδα ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος είναι κατά κανόνα υψηλά, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις οδικές μεταφορές. Η ασφάλεια των σιδηροδρόμων θα πρέπει σε γενικές γραμμές να διατηρείται και, εφόσον είναι εφικτό, να βελτιώνεται συνεχώς, λαμβανομένης υπόψη της τεχνικής και επιστημονικής προόδου και της ανάπτυξης του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου. Θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην πρόληψη των ατυχημάτων. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος ανθρώπινων παραγόντων.

(6)

Εάν κράτος μέλος καθιερώνει υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο κανόνας που εγκρίνει δεν δημιουργεί εμπόδιο στη διαλειτουργικότητα ή δεν καταλήγει στη δημιουργία διακρίσεων.

(7)

Οι κύριοι παράγοντες στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να φέρουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την ασφάλεια του συστήματος, ο καθένας στο τμήμα που του αναλογεί. Όπου αρμόζει, θα πρέπει να συνεργάζονται για την υλοποίηση μέτρων ελέγχου των κινδύνων.

(8)

Με την επιφύλαξη των ευθυνών των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη και βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, οι άλλοι παράγοντες, όπως φορείς που έχουν επιφορτιστεί με τη συντήρηση, κατασκευαστές, μεταφορείς, αποστολείς, παραλήπτες, υπεύθυνοι πλήρωσης, υπεύθυνοι κένωσης, φορτωτές, εκφορτωτές, εταιρείες συντήρησης, κάτοχοι οχημάτων, πάροχοι υπηρεσιών και αναθέτοντες φορείς, δεν θα πρέπει να απαλλάσσονται από τις ευθύνες τους για τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τις διαδικασίες τους. Κάθε παράγοντας στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα θα πρέπει να είναι υπεύθυνος, έναντι των υπόλοιπων παραγόντων, για την πλήρη και ειλικρινή κοινοποίηση όλων των σχετικών πληροφοριών, ώστε να ελέγχεται εάν τα οχήματα είναι σε κατάσταση λειτουργίας. Τούτο αφορά, ιδίως, πληροφορίες για την κατάσταση και το ιστορικό ορισμένου οχήματος, τα αρχεία συντήρησης, την ιχνηλασιμότητα των εργασιών φόρτωσης και τα έγγραφα μεταφοράς.

(9)

Κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστής υποδομής και αρμόδιος για τη συντήρηση φορέας θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι εργολάβοι του και άλλα μέρη εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου των κινδύνων. Προς τον σκοπό αυτό, κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστής υποδομής και αρμόδιος για τη συντήρηση φορέας θα πρέπει να εφαρμόζει τις μεθόδους παρακολούθησης που καθορίζονται στις κοινές μεθόδους ασφάλειας (ΚΜΑ). Οι εργολάβοι τους θα πρέπει να εφαρμόζουν την εν λόγω διαδικασία μέσω συμβατικών ρυθμίσεων. Εν όψει του γεγονότος ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικό μέρος του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις συμβατικές ρυθμίσεις τους, εφόσον το ζητήσουν ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός») που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/796 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ή η εθνική αρχή ασφάλειας στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων.

(10)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν μια νοοτροπία αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καλής πίστης και μάθησης, στην οποία το προσωπικό των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομών θα παροτρύνεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ασφάλειας, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα.

(11)

Έχουν καθιερωθεί βαθμιαία κοινοί στόχοι ασφάλειας («ΚΣΑ») και ΚΜΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το επίπεδο ασφάλειας διατηρείται υψηλό και ότι βελτιώνεται όταν και όπου είναι αναγκαίο και εύλογα εφικτό. Θα πρέπει να παρέχουν εργαλεία αξιολόγησης του επιπέδου ασφάλειας και των επιδόσεων των φορέων εκμετάλλευσης στην Ένωση, καθώς και στα κράτη μέλη. Έχουν καθιερωθεί κοινοί δείκτες ασφάλειας («ΚΔΑ») για να αξιολογείται εάν τα συστήματα ανταποκρίνονται στους ΚΣΑ και για να διευκολύνεται η παρακολούθηση των επιδόσεων ασφάλειας των σιδηροδρόμων.

(12)

Εθνικοί κανόνες, οι οποίοι συχνά βασίζονται σε εθνικά τεχνικά πρότυπα, αντικαθίστανται βαθμιαία από κανόνες βασισμένους σε κοινά πρότυπα, τα οποία καθορίστηκαν με ΚΣΑ, ΚΜΑ και τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας («ΤΠΔ»). Για να αρθούν τα εμπόδια στη διαλειτουργικότητα, θα πρέπει να μειωθεί ο όγκος των εθνικών κανόνων, μεταξύ άλλων των κανόνων λειτουργίας, ως συνέπεια της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των ΤΠΔ σε ολόκληρο το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και της κάλυψης των ανοικτών σημείων των ΤΠΔ. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν επικαιροποιημένο το οικείο σύστημα εθνικών κανόνων, να καταργούν παρωχημένους κανόνες και να ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και τον Οργανισμό χωρίς καθυστέρηση.

(13)

Οι εθνικοί κανόνες θα πρέπει να συντάσσονται και να δημοσιεύονται κατά τρόπον ώστε κάθε δυνητικός χρήστης ενός εθνικού δικτύου να μπορεί να τους κατανοήσει. Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες συχνά παραπέμπουν σε άλλα έγγραφα όπως είναι τα εθνικά πρότυπα, τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τα διεθνή πρότυπα ή άλλες τεχνικές προδιαγραφές που ενδέχεται να προστατεύονται εν μέρει ή πλήρως από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Ενδείκνυται, επομένως, η υποχρέωση δημοσίευσης να μην ισχύει για οποιαδήποτε έγγραφα στα οποία παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα ο εθνικός κανόνας.

(14)

Οι εθνικοί κανόνες περιέχουν συχνά απαιτήσεις που είναι εν μέρει σημαντικές τόσο για σκοπούς διαλειτουργικότητας όσο και για σκοπούς ασφάλειας. Καθώς η ασφάλεια είναι ουσιώδης απαίτηση της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, ένας εθνικός κανόνας μπορεί να είναι σημαντικός για την οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και για την παρούσα οδηγία. Η διάκριση μεταξύ των όρων «εθνικοί κανόνες ασφάλειας» και «εθνικοί τεχνικοί κανόνες» όπως αυτοί ορίζονται αντιστοίχως στην οδηγία 2004/49/ΕΚ και στην οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει επομένως να αρθεί και αυτοί να αντικατασταθούν από την έννοια των «εθνικών κανόνων» που πρέπει να κοινοποιούνται βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και/ή της παρούσας οδηγίας. Οι εθνικοί κανόνες πρέπει να κοινοποιούνται βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 κυρίως αν αφορούν τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία δομικών υποσυστημάτων. Θα πρέπει να κοινοποιούνται βάσει της παρούσας οδηγίας, αν αφορούν τη λειτουργία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος ή τα ειδικά θέματα της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των παραγόντων του σιδηροδρομικού συστήματος, της πιστοποίησης ασφάλειας, της έγκρισης ασφάλειας και της διερεύνησης των ατυχημάτων.

(15)

Λαμβανόμενης υπόψη της βαθμιαίας προσέγγισης για την εξάλειψη των εμποδίων στη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και επομένως του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση όλων των ΤΠΔ, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε τα κράτη μέλη να αποφεύγουν τη θέσπιση νέων εθνικών κανόνων και τη δρομολόγηση έργων που επιτείνουν τη διαφοροποίηση του υφιστάμενου συστήματος, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας είναι το αναγνωρισμένο εργαλείο ελέγχου των κινδύνων, ενώ οι διαχειριστές υποδομών και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις είναι υπεύθυνα να λαμβάνουν άμεσα διορθωτικά μέτρα για να προλαμβάνουν την επανάληψη των ατυχημάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν τη θέσπιση νέων εθνικών κανόνων αμέσως μετά από ατύχημα, εκτός αν αυτοί οι νέοι κανόνες απαιτούνται ως επείγον προληπτικό μέτρο.

(16)

Τα συστήματα ελέγχου και σηματοδότησης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Προς τούτο, η ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Διαχείρισης Κυκλοφορίας Σιδηροδρόμων (ERTMS) στο σιδηροδρομικό δίκτυο της Ένωσης αποτελεί σημαντική συνεισφορά στη βελτίωση των επιπέδων ασφάλειας.

(17)

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο να πληροί τις απαιτήσεις της Ένωσης και να περιέχει κοινά στοιχεία. Οι πληροφορίες για την ασφάλεια και την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να υποβάλλονται στον Οργανισμό και στην εθνική αρχή ασφάλειας του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

(18)

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να διασφαλίζει, με τις διαδικασίες του, ότι οι ανθρώπινες ικανότητες και όρια και οι παράγοντες που επηρεάζουν τις ανθρώπινες επιδόσεις αντιμετωπίζονται με εφαρμογή γνώσεων των ανθρώπινων παραγόντων και με χρήση αναγνωρισμένων μεθόδων.

(19)

Οι σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει διάκριση μεταξύ του στόχου της παρούσας οδηγίας, που είναι η διατήρηση, και, ει δυνατόν, η βελτίωση της ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, και του στόχου της οδηγίας 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), η οποία κυρίως πρέπει να ρυθμίζει την κατάταξη των ουσιών και τα χαρακτηριστικά των συσκευασιών τους, περιλαμβανομένης της ασφαλούς φόρτωσης, εκφόρτωσης και χρήσης των συσκευασιών στο πλαίσιο του υπάρχοντος σιδηροδρομικού συστήματος. Συνεπώς, με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/68/ΕΚ, το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής θα πρέπει να συνεκτιμά δεόντως ενδεχόμενους πρόσθετους κινδύνους που εγκυμονεί η μεταφορά συσκευασμένων επικίνδυνων εμπορευμάτων.

(20)

Προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο σιδηροδρομικής ασφάλειας και ισότιμοι όροι για όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, αυτές θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις ασφάλειας. Προϋπόθεση για να επιτρέπεται σε μια σιδηροδρομική επιχείρηση η πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή θα πρέπει να είναι η κατοχή πιστοποιητικού ασφάλειας. Το πιστοποιητικό ασφάλειας θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση διαθέτει σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς τα σχετικά πρότυπα και κανόνες ασφάλειας για το συγκεκριμένο πεδίο παροχής υπηρεσιών. Όταν ο Οργανισμός εκδίδει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας σε σιδηροδρομική επιχείρηση που έχει πεδίο λειτουργίας σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, θα πρέπει να είναι η μόνη αρχή που θα αξιολογεί κατά πόσον η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει εγκαταστήσει ορθά το σύστημά της για τη διαχείριση της ασφάλειας. Οι εθνικές αρχές ασφάλειας που ασχολούνται με το προβλεπόμενο πεδίο παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να συμμετέχουν στην αξιολόγηση των απαιτήσεων που ισχύουν βάσει των σχετικών εθνικών κανόνων.

(21)

Έχουν καθιερωθεί εναρμονισμένες μέθοδοι με βάση την οδηγία 2004/49/ΕΚ, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται από τους παράγοντες του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και τις εθνικές αρχές ασφάλειας, όσον αφορά την παρακολούθηση, την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, την εποπτεία και την αξιολόγηση και εκτίμηση των κινδύνων. Αυτό το κανονιστικό πλαίσιο είναι αρκετά ώριμο για την προοδευτική μετάβαση σε «ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας» που θα ισχύει στο πεδίο παροχής υπηρεσιών της οικείας σιδηροδρομικής επιχείρησης.

(22)

Για να γίνουν αποτελεσματικότερες και συνεκτικότερες οι διαδικασίες έκδοσης ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας για σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, είναι αναγκαίο να ανατεθεί στον Οργανισμό κεντρικός ρόλος κατά την έκδοση τέτοιων πιστοποιητικών. Αν το πεδίο παροχής υπηρεσιών περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, ο αιτών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποβάλει την αίτησή του για ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/796, στην εθνική αρχή ασφάλειας αυτού του κράτους μέλους ή στον Οργανισμό. Η επιλογή που κάνει ο αιτών θα πρέπει να είναι δεσμευτική μέχρις ότου συμπληρωθεί ή ολοκληρωθεί η διαδικασία αίτησης. Αυτό το νέο καθεστώς αναμένεται ότι θα καταστήσει το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα αποτελεσματικότερο και αποδοτικότερο μειώνοντας το διοικητικό φόρτο για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις.

(23)

Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να συνεργάζονται και να κατανέμουν κατά περίπτωση αρμοδιότητες για την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας. Θα πρέπει να θεσπιστούν σαφείς διαδικαστικές διατάξεις και διατάξεις διαιτησίας προς αντιμετώπιση καταστάσεων όπου προκύπτει διαφωνία μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας για αξιολογήσεις που έγιναν σε σχέση με την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας.

(24)

Η νέα κατανομή αρμοδιοτήτων και καθηκόντων μεταξύ των εθνικών αρχών ασφάλειας και του Οργανισμού όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών ασφάλειας θα πρέπει να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας.

(25)

Ειδικότερα, απαιτούνται συμφωνίες συνεργασίας για να συνεκτιμηθούν οι ειδικές γεωγραφικές και ιστορικές συνθήκες ορισμένων κρατών μελών, ενώ θα διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όταν η δραστηριότητα περιορίζεται σε δίκτυα που απαιτούν ειδική εμπειρογνωμοσύνη για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους και τα δίκτυα αυτά είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, θα πρέπει ο αιτών να έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώνει τις αναγκαίες διατυπώσεις σε τοπικό επίπεδο μέσω επαφής με τις σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας. Προς τον σκοπό αυτό, για τη μείωση του διοικητικού φόρτου και των εξόδων, οι συμφωνίες συνεργασίας που θα συναφθούν μεταξύ Οργανισμού και των οικείων εθνικών αρχών ασφάλειας θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν την πρόσφορη κατανομή καθηκόντων, με την επιφύλαξη της τελικής ευθύνης του Οργανισμού για την έκδοση του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας.

(26)

Τα σιδηροδρομικά δίκτυα που βρίσκονται στις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) έχουν εύρος τροχιάς 1 520 mm, που είναι το ίδιο με εκείνο σε γειτονικές τρίτες χώρες, αλλά διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης. Τα εν λόγω δίκτυα της Βαλτικής έχουν κληρονομήσει κοινές τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις, οι οποίες παρέχουν, εκ των πραγμάτων, τη διαλειτουργικότητα μεταξύ τους, και, στο πλαίσιο αυτό, το πιστοποιητικό ασφάλειας που έχει εκδοθεί σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη θα μπορούσε να επεκταθεί και στο υπόλοιπο αυτών των δικτύων. Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων για την πιστοποίηση της ασφάλειας και να μειωθεί η οικονομική και διοικητική επιβάρυνση για τον αιτούντα σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ειδικές συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ του Οργανισμού και των αρμόδιων εθνικών αρχών ασφάλειας θα πρέπει να περιλαμβάνουν, εφόσον είναι αναγκαίο, τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις εν λόγω εθνικές αρχές ασφάλειας.

(27)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε μειωμένο επίπεδο ασφάλειας και δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αύξηση των εξόδων στον σιδηροδρομικό τομέα της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας τα οποία εκδίδουν, αναλαμβάνοντας ιδίως τη σχετική συμβατική και εξωσυμβατική ευθύνη. Σε περίπτωση δικαστικής έρευνας στην οποία εμπλέκεται ο Οργανισμός ή το προσωπικό του, ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται πλήρως με τις αρμόδιες αρχές του ή των οικείων κρατών μελών.

(28)

Θα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ, αφενός, της άμεσης ευθύνης του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας η οποία απορρέει από την έκδοση των πιστοποιητικών ασφάλειας και των αδειών ασφάλειας και, αφετέρου, του καθήκοντος των εθνικών αρχών ασφάλειας να παρέχουν εθνικό κανονιστικό πλαίσιο και να εποπτεύουν τις επιδόσεις όλων των ενδιαφερομένων μερών σε διαρκή βάση. Κάθε εθνική αρχή ασφάλειας θα πρέπει να επιβλέπει τη συνεχή συμμόρφωση μιας σιδηροδρομικής επιχείρησης ή ενός διαχειριστή υποδομής με την εκ του νόμου υποχρέωσή τους να εγκαταστήσουν σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας. Για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση αυτή ενδέχεται να απαιτούνται όχι μόνο επιτόπιες επιθεωρήσεις στην οικεία σιδηροδρομική επιχείρηση ή στον οικείο διαχειριστή υποδομών, αλλά και καθήκοντα εποπτείας εκ μέρους των εθνικών αρχών ασφάλειας για να αξιολογούν εάν η σιδηροδρομική επιχείρηση ή ο διαχειριστής υποδομών εφαρμόζουν δεόντως το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειάς τους μετά την απόκτηση πιστοποιητικού ασφάλειας ή άδειας ασφάλειας. Οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητες εποπτείας τους σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη και θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και, κατά περίπτωση, με τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει συνδρομή στις εθνικές αρχές ασφάλειας κατά τη συνεργασία τους. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προβλεφθούν αναγκαίες ρυθμίσεις από τον Οργανισμό και τις εθνικές αρχές ασφάλειας, ώστε να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους.

(29)

Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να συνεργάζονται εκ του σύνεγγυς στις περιπτώσεις όπου μια εθνική αρχή ασφάλειας συμπεραίνει ότι ένας κάτοχος ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας που εκδόθηκε από τον Οργανισμό δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις πιστοποίησης. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να καλεί τον Οργανισμό να περιορίσει ή να ανακαλέσει το εν λόγω πιστοποιητικό. Θα πρέπει να καθιερωθεί διαδικασία διαιτησίας για τις περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και της εθνικής αρχής ασφάλειας. Σε περίπτωση που εθνική αρχή ασφάλειας διαπιστώνει σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια κατά τη διάρκεια εποπτείας, θα πρέπει να ενημερώνει τον Οργανισμό και κάθε άλλη ενδιαφερόμενη εθνική αρχή ασφάλειας όπου δραστηριοποιείται η σιδηροδρομική επιχείρηση. Οι ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν προσωρινά μέτρα ασφάλειας, μεταξύ άλλων να περιορίζουν ή να αναστέλλουν αμέσως τις σχετικές δραστηριότητες. Ως σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια θα πρέπει να νοείται, εν προκειμένω, η σοβαρή παράλειψη συμμόρφωσης με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις ή τις απαιτήσεις ασφάλειας, η οποία μπορεί από μόνη της ή στο πλαίσιο σειράς συνεπακόλουθων γεγονότων να προκαλέσει ένα ατύχημα ή σοβαρό ατύχημα.

(30)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει ένα εργαλείο το οποίο θα διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των σχετικών φορέων που εντοπίζουν ή έχουν ενημερωθεί σχετικά με κίνδυνο ασφάλειας ο οποίος αφορά ελαττώματα και κατασκευαστικές παρατυπίες ή δυσλειτουργίες του τεχνικού εξοπλισμού.

(31)

Το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται βάσει αποδεικτικών στοιχείων ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει καθιερώσει δικό της σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

(32)

Οι διαχειριστές υποδομής θα πρέπει να έχουν την κύρια ευθύνη για τον ασφαλή σχεδιασμό, συντήρηση και λειτουργία του οικείου σιδηροδρομικού δικτύου. Οι διαχειριστές υποδομής θα πρέπει να υπόκεινται σε έγκριση ασφάλειας από την εθνική αρχή ασφάλειας όσον αφορά το οικείο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και σε άλλες διατάξεις, ώστε να πληρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας.

(33)

Η πιστοποίηση του προσωπικού αμαξοστοιχιών ενδέχεται να δημιουργήσει δυσκολίες στις νεοεισερχόμενες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι παρέχονται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που προτίθενται να δραστηριοποιηθούν στο αντίστοιχο δίκτυο οι διευκολύνσεις για την εκπαίδευση και πιστοποίηση του προσωπικού αμαξοστοιχιών, ώστε να μπορεί αυτό να πληροί τις απαιτήσεις βάσει των εθνικών κανόνων.

(34)

Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας θα πρέπει να πιστοποιείται για τις εμπορευματικές φορτάμαξες. Εφόσον ο αρμόδιος για τη συντήρηση φορέας είναι διαχειριστής υποδομής, η πιστοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαδικασία έγκρισης της ασφάλειας. Το πιστοποιητικό που εκδίδεται για τον εν λόγω φορέα θα πρέπει να εγγυάται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τη συντήρηση κάθε φορτάμαξας για την οποία είναι υπεύθυνος. Το εν λόγω πιστοποιητικό θα πρέπει να ισχύει σε όλη την Ένωση και να εκδίδεται από οργανισμό ο οποίος μπορεί να ελέγχει το σύστημα συντήρησης που έχει διαμορφώσει ο φορέας. Επειδή οι εμπορευματικές φορτάμαξες χρησιμοποιούνται συχνά σε διεθνείς μεταφορές και ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας επιθυμεί ενδεχομένως να χρησιμοποιεί συνεργεία εγκατεστημένα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ο οργανισμός πιστοποίησης θα πρέπει να μπορεί να ασκεί τους ελέγχους του σε όλη την Ένωση. Ο Οργανισμός θα πρέπει να αξιολογεί το σύστημα πιστοποίησης του φορέα που είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών και, κατά περίπτωση, θα πρέπει να συνιστά την επέκταση του συστήματος σε όλα τα σιδηροδρομικά οχήματα.

(35)

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας θα πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητες ως προς την οργάνωσή τους, τη νομική δομή τους και τη λήψη αποφάσεων από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστή υποδομής, αιτούντα και αναθέτοντα φορέα ή οιονδήποτε φορέα που αναθέτει δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών. Θα πρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους με ανοικτό τρόπο και χωρίς διακρίσεις και να συνεργάζονται με τον Οργανισμό για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου και να συντονίζουν τα κριτήρια για τη λήψη αποφάσεων. Αν είναι αναγκαίο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν να υπαγάγουν την οικεία εθνική αρχή ασφάλειας στο αρμόδιο εθνικό Υπουργείο για θέματα μεταφορών, υπό τον όρο ότι η γίνεται σεβαστή η ανεξαρτησία της εθνικής αρχής ασφάλειας. Προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους, οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη εσωτερική και εξωτερική οργανωτική ικανότητα όσον αφορά τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους.

(36)

Οι εθνικοί φορείς διερεύνησης έχουν τον κύριο λόγο στη διαδικασία διερεύνησης ασφάλειας. Το έργο τους είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό των αιτίων ενός ατυχήματος ή συμβάντος. Είναι, ως εκ τούτου, σημαντικό να διαθέτουν τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για τη διεξαγωγή αποδοτικών και αποτελεσματικών ερευνών. Οι εθνικοί φορείς διερεύνησης θα πρέπει να συνεργάζονται με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Θα πρέπει να θεσπίσουν πρόγραμμα αξιολογήσεων από ομοτίμους για να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ερευνών τους. Οι εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους θα πρέπει να διαβιβάζονται στον Οργανισμό, προκειμένου να μπορεί αυτός να παρακολουθεί τις συνολικές επιδόσεις ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος της Ένωσης.

(37)

Τα σοβαρά σιδηροδρομικά ατυχήματα είναι σπάνια. Μπορούν, εντούτοις, να έχουν καταστρεπτικές συνέπειες και να προκαλέσουν ανησυχία στην κοινή γνώμη για τις επιδόσεις ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος. Κατά συνέπεια, όλα αυτά τα ατυχήματα θα πρέπει να διερευνώνται ως προς την ασφάλεια, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψή τους, και τα αποτελέσματα των ερευνών να δημοσιοποιούνται. Άλλα ατυχήματα και συμβάντα θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε διερεύνηση ασφάλειας, όταν ενδέχεται να αφορούν σημαντικούς προδρόμους για σοβαρά ατυχήματα.

(38)

Η διερεύνηση ασφάλειας θα πρέπει να διαχωρίζεται από οποιαδήποτε δικαστική έρευνα για το ίδιο συμβάν και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση όσων τη διεξάγουν σε στοιχεία και μαρτυρίες. Θα πρέπει να διενεργείται από μόνιμο φορέα, ανεξάρτητο από τους διάφορους παράγοντες στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα. Ο φορέας θα πρέπει να λειτουργεί ούτως ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων και οποιαδήποτε δυνατή σχέση με τα αίτια των περιστατικών που διερευνώνται. Ειδικότερα, η λειτουργική του ανεξαρτησία δεν θα πρέπει να θίγεται εάν συνδέεται στενά, για λόγους που αφορούν την οργάνωση και τη νομική διάρθρωση, με την εθνική αρχή ασφάλειας, τον Οργανισμό ή τον ρυθμιστικό φορέα για σιδηρόδρομους. Οι έρευνές του θα πρέπει να διεξάγονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια. Για κάθε περιστατικό, ο φορέας διερεύνησης θα πρέπει να συγκροτεί τη σχετική ομάδα έρευνας, η οποία θα διαθέτει την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για την εξεύρεση των άμεσων καθώς και των βαθύτερων αιτίων του συμβάντος.

(39)

Η διερεύνηση μετά από σοβαρό ατύχημα θα πρέπει να διενεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να εκφράζουν τις απόψεις τους και να λαμβάνουν γνώση των αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, κατά την έρευνα, ο φορέας διερεύνησης θα πρέπει να ενημερώνει τα μέρη τα οποία θεωρεί ότι έχουν ευθύνες ασφάλειας, όσον αφορά την πρόοδο των ερευνών, και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις γνώμες τους. Αυτό θα επιτρέψει στον φορέα διερεύνησης να λαμβάνει κάθε επιπλέον σχετικό πληροφοριακό στοιχείο και να έχει επίγνωση των διάφορων απόψεων για τις εργασίες του, προκειμένου να ολοκληρώνει με τον πλέον προσήκοντα τρόπο την έρευνά του. Η εν λόγω διαβούλευση δεν θα πρέπει επ· ουδενί να οδηγεί σε απόδοση υπαιτιότητας ή ευθυνών, αλλά μάλλον στη συλλογή πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και την αποκόμιση διδαγμάτων προς μελλοντική βελτίωση της ασφάλειας. Ο φορέας διερεύνησης θα πρέπει, ωστόσο, να διαθέτει την ελευθερία επιλογής των πληροφοριακών στοιχείων που προτίθεται να μοιράζεται με τα μέρη αυτά, προκειμένου να αποφεύγεται οποιαδήποτε αδικαιολόγητη πίεση, εκτός εάν αυτό απαιτείται από όσους διεξάγουν τη δικαστική διαδικασία. Ο φορέας διερεύνησης θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις εύλογες ανάγκες ενημέρωσης των τυχόν θυμάτων και των συγγενών τους.

(40)

Για να βελτιωθεί η απόδοση των δραστηριοτήτων τους και να βοηθηθούν στην άσκηση των καθηκόντων τους, οι φορείς διερεύνησης θα πρέπει να έχουν έγκαιρη πρόσβαση στον τόπο του ατυχήματος, όπου χρειάζεται σε αρμονική συνεργασία με οποιεσδήποτε δικαστικές αρχές ενέχονται στο ζήτημα. Οι εκθέσεις για τις διερευνήσεις και οποιαδήποτε πορίσματα και συστάσεις παρέχουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες για την περαιτέρω βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται σε όλη την Ένωση. Οι αποδέκτες των συστάσεων ασφάλειας θα πρέπει να προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ο φορέας διερεύνησης να λαμβάνει γνώση αυτών των ενεργειών.

(41)

Σε περίπτωση που η άμεση αιτία ενός ατυχήματος ή συμβάντος φαίνεται να είναι συνυφασμένη με ανθρώπινες ενέργειες, θα πρέπει να δίνεται προσοχή στις ιδιαίτερες περιστάσεις και στον τρόπο με τον οποίο εκτελούνται δραστηριότητες ρουτίνας από το προσωπικό κατά την κανονική λειτουργία, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού της διεπαφής ανθρώπου-μηχανήματος, της καταλληλότητας των διαδικασιών, των περιπτώσεων σύγκρουσης στόχων, του φόρτου εργασίας και τυχόν άλλων καταστάσεων που ενδέχεται να επηρεάζουν το περιστατικό, συμπεριλαμβανομένου του άγχους που συνδέεται με τη σωματική κατάσταση και την εργασία, της κόπωσης ή της ψυχολογικής καταλληλότητας.

(42)

Θα πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να διασφαλίζεται ότι προσφέρεται υψηλό επίπεδο κατάρτισης και υψηλή εξειδίκευση σε ολόκληρη την Ένωση.

(43)

Για τη συμπλήρωση και την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιαστικών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, είναι σκόπιμο να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με ΚΜΑ και ΚΣΑ και με την αναθεώρησή τους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(44)

Θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, για να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας σχετικά με την εξουσιοδότηση προς τον Οργανισμό να συντάσσει ΚΜΑ και ΚΣΑ και τις τροποποιήσεις τους και να υποβάλει τις σχετικές εισηγήσεις προς την Επιτροπή, σχετικά με πρακτικές ρυθμίσεις για τον σκοπό της πιστοποίησης ασφάλειας, σχετικά με λεπτομερείς διατάξεις που καθορίζουν ποιες από τις απαιτήσεις του παραρτήματος III πρέπει να εφαρμόζονται προς τον σκοπό των καθηκόντων συντήρησης που έχουν αναληφθεί από συνεργεία συντήρησης, μεταξύ άλλων λεπτομερείς διατάξεις που διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή της πιστοποίησης των συνεργείων συντήρησης σε συμμόρφωση με τις συναφείς ΚΜΑ και ΤΠΔ, σχετικά με λεπτομερείς διατάξεις που καθορίζουν ποιες από τις απαιτήσεις του παραρτήματος III εφαρμόζονται προς τον σκοπό της πιστοποίησης φορέων που έχουν αναλάβει τη συντήρηση των οχημάτων εκτός από τις φορτάμαξες, βάσει τεχνικών χαρακτηριστικών αυτών των οχημάτων, μεταξύ άλλων λεπτομερείς διατάξεις που διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των όρων πιστοποίησης για τον φορέα που έχει αναλάβει τη συντήρηση οχημάτων εκτός από τις φορτάμαξες, σε συμμόρφωση με τις συναφείς ΚΜΑ και ΤΠΔ και σχετικά με τη δομή κατάρτισης της έκθεσης διερεύνησης ατυχημάτων και συμβάντων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(45)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που υιοθετούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και να διασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(46)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή ο συντονισμός των δραστηριοτήτων στα κράτη μέλη για τη ρύθμιση και την εποπτεία της ασφάλειας, η διερεύνηση ατυχημάτων και ο καθορισμός ΚΣΑ, ΚΜΑ, ΚΔΑ και κοινών απαιτήσεων για τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(47)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις εκείνες που αντιπροσωπεύουν ουσιαστική τροποποίηση σε σύγκριση με την οδηγία 2004/49/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από την εν λόγω οδηγία.

(48)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την υποχρέωση των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που καθορίζονται στο παράρτημα IV μέρος B,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διατάξεις για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, καθώς και για τη βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά παροχής σιδηροδρομικών υπηρεσιών, με:

α)

την εναρμόνιση της δομής του κανονιστικού συστήματος στα κράτη μέλη·

β)

τον προσδιορισμό των ευθυνών μεταξύ των παραγόντων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος·

γ)

την ανάπτυξη κοινών στόχων ασφάλειας («ΚΣΑ») και κοινών μεθόδων ασφάλειας («ΚΜΑ») προκειμένου να εξαλειφθεί βαθμιαία η ανάγκη για εθνικούς κανόνες·

δ)

τη θέσπιση αρχών για την έκδοση, την ανανέωση, την τροποποίηση και τον περιορισμό ή την ανάκληση πιστοποιητικών και εγκρίσεων ασφάλειας·

ε)

την απαίτηση για τη συγκρότηση, για κάθε κράτος μέλος, αρχής ασφάλειας και φορέα διερεύνησης ατυχημάτων και συμβάντων· και

στ)

τον καθορισμό κοινών αρχών διαχείρισης, ρύθμισης και εποπτείας της ασφάλειας των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στο σιδηροδρομικό σύστημα των κρατών μελών, το οποίο ενδέχεται να υποδιαιρείται σε υποσυστήματα σχετικά με τομείς διαρθρωτικής και λειτουργικής φύσεως. Καλύπτει τις απαιτήσεις ασφάλειας ολόκληρου του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της ασφαλούς διαχείρισης της υποδομής, της διεξαγωγής της κυκλοφορίας και της αλληλεπίδρασης σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, διαχειριστών υποδομής και άλλων παραγόντων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)

στα μετρό·

β)

στα τραμ και τα ελαφρά σιδηροδρομικά οχήματα, καθώς και στις υποδομές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τα οχήματα αυτά· ή

γ)

στα δίκτυα που είναι λειτουργικώς αποκομμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα και προορίζονται μόνο για τη λειτουργία τοπικών, αστικών ή προαστιακών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, καθώς και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στα εν λόγω δίκτυα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τα μέτρα που λαμβάνουν στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

α)

τη σιδηροδρομική υποδομή που ανήκει σε ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των παρακαμπτήριων οδών, και χρησιμοποιείται από τον κύριο ή από τον φορέα εκμετάλλευσης της υποδομής για τις αντίστοιχες μεταφορές φορτίου τους ή για τη μεταφορά προσώπων για μη εμπορικούς σκοπούς, καθώς και τα οχήματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στην υποδομή αυτή·

β)

τις υποδομές και τα οχήματα που προορίζονται αποκλειστικά και μόνον για τοπική, ιστορική ή τουριστική χρήση·

γ)

τις ελαφριές σιδηροδρομικές υποδομές που χρησιμοποιούνται περιστασιακά από βαρέα σιδηροδρομικά οχήματα υπό τους όρους λειτουργίας των ελαφρών σιδηροδρομικών συστημάτων, εφόσον απαιτείται για τους σκοπούς συγκοινωνιακής σύνδεσης αποκλειστικά για τα οχήματα αυτά· και

δ)

τα οχήματα που χρησιμοποιούνται κυρίως σε ελαφριές σιδηροδρομικές υποδομές αλλά είναι εξοπλισμένα με ορισμένα στοιχεία βαρέων σιδηροδρομικών οχημάτων τα οποία είναι απαραίτητα για να επιτρέπουν τη διέλευση σε περιορισμένο τμήμα βαριάς σιδηροδρομικής υποδομής μόνο για σκοπούς συγκοινωνιακής σύνδεσης.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή, κατά περίπτωση, των διατάξεων της παρούσας οδηγίας στα μετρό και στα άλλα τοπικά συστήματα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα»: το σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

2)   «διαχειριστής υποδομής»: διαχειριστής υποδομής όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 2) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

3)   «σιδηροδρομική επιχείρηση»: σιδηροδρομική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ και κάθε άλλη δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας είναι η παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων και/ή επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση αυτή πρέπει να εξασφαλίζει υποχρεωτικά και την έλξη, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που παρέχουν μόνο έλξη·

4)   «τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας» (ΤΠΔ): προδιαγραφή που υιοθετείται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/797 και ισχύει για κάθε καλυπτόμενο υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος προκειμένου αυτό να ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις και να διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος·

5)   «κοινοί στόχοι ασφάλειας» (ΚΣΑ): τα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας που πρέπει να επιτυγχάνονται σε ολόκληρο το σύστημα, και όπου είναι εφικτό, στα διάφορα τμήματα του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος (όπως το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα, το σιδηροδρομικό σύστημα υψηλής ταχύτητας, οι μακρές σιδηροδρομικές σήραγγες ή οι γραμμές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις μεταφορές εμπορευμάτων)·

6)   «κοινές μέθοδοι ασφάλειας» (ΚΜΑ): οι μέθοδοι με τις οποίες περιγράφεται η αξιολόγηση των επιπέδων ασφάλειας, η επίτευξη των στόχων ασφάλειας και η συμμόρφωση με άλλες απαιτήσεις ασφάλειας·

7)   «εθνική αρχή ασφάλειας»: ο εθνικός φορέας ο οποίος αναλαμβάνει τα καθήκοντα που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή κάθε οργανισμός στον οποίο πολλά κράτη μέλη έχουν αναθέσει τα καθήκοντα αυτά ώστε να εξασφαλίζεται ενιαίο καθεστώς ασφάλειας·

8)   «εθνικοί κανόνες»: όλοι οι δεσμευτικοί κανόνες που θεσπίζονται σε ένα κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του φορέα έκδοσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν απαιτήσεις σιδηροδρομικής ασφάλειας ή απαιτήσεις τεχνικής φύσεως, εκτός από αυτές που έχουν θεσπιστεί από την Ένωση ή διεθνείς κανόνες, και οι οποίοι ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, διαχειριστές υποδομών ή τρίτα μέρη·

9)   «σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας»: η οργάνωση, οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες που θεσπίζονται από διαχειριστή υποδομής ή σιδηροδρομική επιχείρηση προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφαλής διαχείριση των εκτελούμενων λειτουργιών·

10)   «υπεύθυνος έρευνας»: πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για την οργάνωση, τη διεξαγωγή και τον έλεγχο έρευνας·

11)   «ατύχημα»: κάθε ακούσιο ή ανεπιθύμητο και αιφνίδιο περιστατικό ή ειδική αλληλουχία τέτοιων περιστατικών με επιζήμιες συνέπειες· τα ατυχήματα διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: συγκρούσεις, εκτροχιασμοί, ατυχήματα σε ισόπεδες διαβάσεις, ατυχήματα που προκαλούνται σε άτομα από κινούμενο τροχαίο υλικό, πυρκαγιές και άλλα·

12)   «σοβαρό ατύχημα»: κάθε σύγκρουση ή εκτροχιασμός αμαξοστοιχιών, με τουλάχιστον ένα νεκρό ή πέντε ή περισσότερους σοβαρά τραυματισμένους, ή εκτεταμένες ζημίες στο τροχαίο υλικό, τις υποδομές ή το περιβάλλον, καθώς και κάθε άλλο ατύχημα με τις ίδιες συνέπειες και με προφανείς επιπτώσεις στη ρύθμιση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων ή τη διαχείριση της ασφάλειας· ως «εκτεταμένες ζημίες» νοούνται οι ζημίες οι οποίες μπορούν να εκτιμηθούν αμέσως από τον φορέα διερεύνησης ότι κοστίζουν συνολικά τουλάχιστον 2 εκατ. EUR·

13)   «συμβάν»: κάθε περιστατικό, πλην ατυχήματος ή σοβαρού ατυχήματος, το οποίο επηρεάζει την ασφαλή λειτουργία των σιδηροδρόμων·

14)   «έρευνα» ή «διερεύνηση»: διαδικασία που διεξάγεται με σκοπό την πρόληψη ατυχημάτων και συμβάντων και περιλαμβάνει τη συγκέντρωση και την ανάλυση πληροφοριών, την εξαγωγή συμπερασμάτων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των αιτίων, και, οσάκις κρίνεται ενδεδειγμένο, τη διατύπωση συστάσεων ασφάλειας·

15)   «αίτια»: ενέργειες, παραλείψεις, γεγονότα ή συνθήκες ή συνδυασμός αυτών, που οδήγησαν σε ατύχημα ή συμβάν·

16)   «ελαφρός σιδηρόδρομος»: αστικό και/ή προαστιακό σιδηροδρομικό σύστημα μεταφορών με αντοχή σε σύγκρουση C-III ή C-IV (σύμφωνα με το EN 15227:2011) και μέγιστη αντοχή οχήματος 800kN (διαμήκης θλιπτική δύναμη σε περιοχή ζεύξης)· τα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα ενδέχεται να έχουν δικό τους αποκλειστικό διάδρομο ή κοινό διάδρομο με την οδική κυκλοφορία και κατά κανόνα τα οχήματά τους δεν εναλλάσσονται με οχήματα της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας επιβατών ή εμπορευμάτων μεγάλων αποστάσεων·

17)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: φορέας που έχει κοινοποιηθεί ή οριστεί ως υπεύθυνος να εκτελεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων της βαθμονόμησης, των δοκιμών, της πιστοποίησης και της επιθεώρησης· ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης χαρακτηρίζεται «κοινοποιηθείς οργανισμός» μετά την κοινοποίηση από το κράτος μέλος· ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης χαρακτηρίζεται «ορισθείς οργανισμός» μετά τον ορισμό από το κράτος μέλος·

18)   «στοιχεία διαλειτουργικότητας»: τα στοιχεία διαλειτουργικότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

19)   «κάτοχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, είτε ως ιδιοκτήτης οχήματος είτε ως ο έχων το δικαίωμα χρήσης αυτού, εκμεταλλεύεται το όχημα ως μέσο μεταφοράς και είναι καταχωρισμένο με την ιδιότητα αυτή σε μητρώο οχημάτων που αναφέρεται στο άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

20)   «υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας» («ΥΣΦ»): ο υπεύθυνος για τη συντήρηση του οχήματος φορέας που έχει καταχωριστεί με την ιδιότητα αυτή στο εθνικό μητρώο οχημάτων που προβλέπεται στο άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

21)   «όχημα»: σιδηροδρομικό όχημα δυνάμενο να κινηθεί με τροχούς επί σιδηροδρομικών γραμμών, με ή χωρίς έλξη· το όχημα αποτελείται από ένα ή περισσότερα δομικά και λειτουργικά υποσυστήματα·

22)   «κατασκευαστής»: ο κατασκευαστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 36) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

23)   «αποστολέας»: επιχείρηση που αποστέλλει εμπορεύματα είτε επ' ονόματί της είτε για λογαριασμό τρίτων·

24)   «παραλήπτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραλαμβάνει τα προϊόντα βάσει συμβάσεως μεταφοράς· αν η μεταφορά λαμβάνει χώρα χωρίς σύμβαση μεταφοράς, παραλήπτης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει τα εμπορεύματα κατά την άφιξη·

25)   «φορτωτής»: επιχείρηση η οποία φορτώνει συσκευασμένα εμπορεύματα, μικρά εμπορευματοκιβώτια ή φορητές δεξαμενές εντός ή επί οχήματος ή εμπορευματοκιβωτίου ή φορτώνει εμπορευματοκιβώτιο, εμπορευματοκιβώτιο φορτίου χύδην, εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών στοιχείων, εμπορευματοκιβώτιο-βυτιοδέκτη ή φορητή δεξαμενή επί οχήματος·

26)   «εκφορτωτής»: επιχείρηση η οποία αφαιρεί εμπορευματοκιβώτιο, εμπορευματοκιβώτιο φορτίου χύδην, εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών στοιχείων, εμπορευματοκιβώτιο-δεξαμενή ή φορητή δεξαμενή από φορτάμαξα, ή επιχείρηση η οποία εκφορτώνει συσκευασμένα εμπορεύματα, μικρά εμπορευματοκιβώτια ή φορητές δεξαμενές μέσα από ή από φορτάμαξα ή εμπορευματοκιβώτιο, ή επιχείρηση η οποία εκφορτώνει εμπορεύματα από δεξαμενή (βυτιοφόρος φορτάμαξα, φορτάμαξα με αποσπώμενη δεξαμενή, φορητή δεξαμενή ή εμπορευματοκιβώτιο-δεξαμενή) ή από φορτάμαξα συστοιχίας δοχείων ή εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών στοιχείων ή από φορτάμαξα, μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο ή μικρό εμπορευματοκιβώτιο για τη μεταφορά φορτίων χύδην ή από εμπορευματοκιβώτιο φορτίου χύδην·

27)   «υπεύθυνος πλήρωσης»: επιχείρηση που φορτώνει εμπορεύματα σε δεξαμενή (συμπεριλαμβανομένης βυτιοφόρου φορτάμαξας, φορτάμαξας με αποσπώμενη δεξαμενή, φορητής δεξαμενής ή εμπορευματοκιβωτίου-δεξαμενής), σε φορτάμαξα, μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο ή μικρό εμπορευματοκιβώτιο για τη μεταφορά φορτίων χύδην ή σε φορτάμαξα συστοιχίας δοχείων ή σε εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών στοιχείων,

28)   «υπεύθυνος κένωσης»: επιχείρηση που αφαιρεί εμπορεύματα από δεξαμενή (συμπεριλαμβανομένης βυτιοφόρου φορτάμαξας, φορτάμαξας με αποσπώμενη δεξαμενή, φορητής δεξαμενής ή εμπορευματοκιβωτίου- δεξαμενής), από φορτάμαξα, μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο ή μικρό εμπορευματοκιβώτιο για τη μεταφορά φορτίων χύδην ή από φορτάμαξα συστοιχίας δοχείων ή εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών στοιχείων·

29)   «μεταφορέας»: επιχείρηση που εκτελεί τη μεταφορά βάσει συμβάσεως μεταφοράς·

30)   «αναθέτων φορέας»: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας ο οποίος εντέλλει τον σχεδιασμό και/ή την κατασκευή ή την ανακαίνιση ή την αναβάθμιση ενός υποσυστήματος·

31)   «είδος της υπηρεσίας»: είδος χαρακτηριζόμενο από τη μεταφορά επιβατών, είτε συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες υψηλής ταχύτητας είτε όχι, από τη μεταφορά φορτίου, είτε συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες επικίνδυνων εμπορευμάτων είτε όχι, ή αποκλειστικά από υπηρεσίες εκτροπής σιδηροδρόμων·

32)   «έκταση της υπηρεσίας»: έκταση χαρακτηριζόμενη από τον αριθμό των επιβατών και/ή όγκο των εμπορευμάτων και από το εκτιμώμενο μέγεθος μιας σιδηροδρομικής επιχείρησης ως προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί στον τομέα των σιδηροδρόμων (όπως πολύ μικρή, μικρή, μεσαίου μεγέθους ή μεγάλη επιχείρηση)·

33)   «τόπος παροχής της υπηρεσίας»: δίκτυο ή δίκτυα εντός ενός ή περισσότερων κρατών μελών στα οποία μια σιδηροδρομική επιχείρηση προτίθεται να δραστηριοποιηθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ

Άρθρο 4

Ρόλος των παραγόντων του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος στην ανάπτυξη και τη βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων

1.   Με σκοπό την ανάπτυξη και βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, τα κράτη μέλη, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους:

α)

διασφαλίζουν τη συνολική διατήρηση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και, στο μέτρο του δυνατού, τη συνεχή βελτίωσή της, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και των διεθνών κανόνων, καθώς και την τεχνική και επιστημονική πρόοδο, και δίδοντας προτεραιότητα στην πρόληψη των ατυχημάτων·

β)

διασφαλίζουν την επιβολή όλων των εφαρμοστέων διατάξεων με ανοικτό και αμερόληπτο τρόπο, για την προαγωγή της ανάπτυξης ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος σιδηροδρομικών μεταφορών·

γ)

διασφαλίζουν ότι τα μέτρα ανάπτυξης και βελτίωσης της σιδηροδρομικής ασφάλειας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη συστηματικής προσέγγισης·

δ)

διασφαλίζουν ότι την ευθύνη για την ασφαλή λειτουργία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος και τον έλεγχο των σχετικών κινδύνων αναλαμβάνουν οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, καθένας για το τμήμα του συστήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, επιβάλλοντάς τους την υποχρέωση:

i)

να εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τον έλεγχο των κινδύνων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α), κατά περίπτωση σε συνεργασία μεταξύ τους·

ii)

να εφαρμόζουν τους ενωσιακούς και τους εθνικούς κανόνες·

iii)

να καταρτίζουν συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

ε)

με επιφύλαξη της αστικής ευθύνης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου των κρατών μελών, διασφαλίζουν ότι κάθε διαχειριστής υποδομής και κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση αναλαμβάνει την ευθύνη για το τμήμα του συστήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του και για την ασφαλή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων της προμήθειας υλικού και της ανάθεσης υπηρεσιών έναντι των χρηστών, των πελατών, των οικείων εργαζομένων και άλλων παραγόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

στ)

καταρτίζουν και δημοσιεύουν ετήσια σχέδια ασφάλειας στα οποία περιγράφονται τα προβλεπόμενα μέτρα για την επίτευξη των ΚΣΑ· και

ζ)

υποστηρίζουν, όπου απαιτείται, το έργο του Οργανισμού όσον αφορά την παρακολούθηση της ανάπτυξης της ασφάλειας των σιδηροδρόμων σε ενωσιακό επίπεδο.

2.   Ο Οργανισμός εξασφαλίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, τη συνολική διατήρηση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και, εφόσον είναι εφικτό, τη συνεχή βελτίωσή της, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου, καθώς και την τεχνική και επιστημονική πρόοδο, και δίδοντας προτεραιότητα στην πρόληψη των σοβαρών ατυχημάτων.

3.   Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής:

α)

εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τον έλεγχο των κινδύνων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α), κατά περίπτωση σε συνεργασία μεταξύ τους και με άλλους παράγοντες·

β)

λαμβάνουν υπόψη στα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας τους κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητες άλλων παραγόντων και τρίτων·

γ)

όπου απαιτείται, υποχρεώνουν μέσω σύμβασης τους άλλους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 4, των οποίων η δράση ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην ασφαλή λειτουργία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, να εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου των κινδύνων· και

δ)

διασφαλίζουν ότι οι εργολάβοι τους εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου των κινδύνων με την εφαρμογή των ΚΜΑ για την παρακολούθηση διαδικασιών σύμφωνα με τη σχετική ΚΜΑ που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ότι αυτό προβλέπεται ρητά σε συμβατικές ρυθμίσεις που θα δημοσιοποιούνται κατόπιν αιτήματος του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφάλειας.

4.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης που φέρουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής κατά την παράγραφο 3, οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση φορείς και κάθε άλλος παράγοντας με πιθανό αντίκτυπο στην ασφαλή λειτουργία του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευαστών, εταιρειών συντήρησης, κατόχων οχημάτων, παρόχων υπηρεσιών, αναθετόντων φορέων, μεταφορέων, αποστολέων, παραληπτών, φορτωτών, εκφορτωτών, υπεύθυνων πλήρωσης και κένωσης:

α)

εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα ελέγχου των κινδύνων, όπου απαιτείται σε συνεργασία με άλλους παράγοντες·

β)

διασφαλίζουν ότι τα υποσυστήματα, το λοιπό υλικό, ο εξοπλισμός και οι υπηρεσίες που παρέχουν πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις και όρους χρήσης, προκειμένου να είναι δυνατή η ασφαλής χρήση τους από τις οικείες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και/ή τον οικείο διαχειριστή υποδομής.

5.   Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι διαχειριστές υποδομής και κάθε παράγοντας που αναφέρεται στην παράγραφο 4 και εντοπίζει ή ενημερώνεται σχετικά με κίνδυνο ασφάλειας οφειλόμενο σε ελάττωμα και κατασκευαστικές παρατυπίες ή δυσλειτουργίες τεχνικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων των δομικών υποσυστημάτων, οφείλουν, στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους:

α)

να λαμβάνουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος κινδύνου ασφάλειας·

β)

να αναφέρουν τους εν λόγω κινδύνους στα οικεία ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου αυτά να λάβουν τυχόν απαιτούμενα περαιτέρω διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη επίτευξη των επιδόσεων ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος. Ο Οργανισμός δύναται να δημιουργήσει ένα εργαλείο που θα διευκολύνει αυτήν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων παραγόντων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιωτική ζωή των χρηστών, τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης κόστους/αποτελεσματικότητας, καθώς και τις εφαρμογές πληροφορικής και τα μητρώα που έχουν ήδη συσταθεί από τον Οργανισμό.

6.   Σε περίπτωση ανταλλαγής οχημάτων μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, όλοι οι συμμετέχοντες παράγοντες ανταλλάσσουν όλες τις σχετικές με την ασφαλή λειτουργία πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την κατάσταση και το ιστορικό του οικείου οχήματος, στοιχεία από τα αρχεία συντήρησης για σκοπούς ιχνηλασιμότητας, την ιχνηλασιμότητα των εργασιών φόρτωσης και τα δελτία αποστολής.

Άρθρο 5

Κοινοί δείκτες ασφάλειας («ΚΔΑ»)

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της επίτευξης των ΚΣΑ και να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση της γενικής εξέλιξης της σιδηροδρομικής ασφάλειας, τα κράτη μέλη συγκεντρώνουν πληροφορίες για τους ΚΔΑ μέσω των ετήσιων εκθέσεων των εθνικών αρχών ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 19.

2.   Οι ΚΔΑ περιγράφονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 6

Κοινές μέθοδοι ασφάλειας («ΚΜΑ»)

1.   Οι ΚΜΑ περιγράφουν τον τρόπο αξιολόγησης των επιπέδων ασφάλειας, της επίτευξης των στόχων ασφάλειας και της συμμόρφωσης προς άλλες απαιτήσεις ασφάλειας, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, μέσω ανεξάρτητου οργανισμού αξιολόγησης, με την εκπόνηση και τον καθορισμό:

α)

των μεθόδων αξιολόγησης και εκτίμησης των κινδύνων·

β)

των μεθόδων αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των πιστοποιητικών ασφάλειας και των εγκρίσεων ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 12·

γ)

των μεθόδων εποπτείας που πρέπει να εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές ασφάλειας και των μεθόδων παρακολούθησης που πρέπει να εφαρμόζουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι διαχειριστές υποδομής και οι αρμόδιοι για τη συντήρηση φορείς·

δ)

των μεθόδων αξιολόγησης του επιπέδου και των επιδόσεων ασφάλειας των φορέων λειτουργίας των σιδηροδρόμων σε εθνικό επίπεδο και σε ενωσιακό επίπεδο·

ε)

των μεθόδων αξιολόγησης της επίτευξης των στόχων ασφάλειας σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης· και

στ)

κάθε άλλης μεθόδου η οποία αφορά διαδικασία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας που χρειάζεται να εναρμονιστεί σε επίπεδο Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, εξουσιοδοτεί τον Οργανισμό να διατυπώνει και να τροποποιεί ΚΜΑ και να υποβάλλει τις σχετικές συστάσεις στην Επιτροπή, με σαφή αιτιολόγηση της ανάγκης να θεσπιστούν νέες ΚΜΑ ή να τροποποιηθούν ήδη υπάρχουσες και περιγραφή των επιπτώσεών τους στους ισχύοντες κανόνες και στο επίπεδο ασφάλειας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3. Εάν η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 28 («επιτροπή») δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Κατά τη διατύπωση, έγκριση και αναθεώρηση των ΚΜΑ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των χρηστών, των εθνικών αρχών ασφάλειας και των ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων, όπου κρίνεται σκόπιμο. Στις συστάσεις περιλαμβάνεται έκθεση με τα αποτελέσματα της εν λόγω διαβούλευσης και έκθεση εκτίμησης των επιπτώσεων των νέων ή τροποποιημένων προς έγκριση ΚΜΑ.

3.   Κατά την άσκηση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η επιτροπή ενημερώνεται συστηματικά και τακτικά από τον Οργανισμό ή από την Επιτροπή για τις εργασίες προπαρασκευής των ΚΜΑ. Στη διάρκεια των εργασιών αυτών, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στον Οργανισμό τυχόν χρήσιμες συστάσεις όσον αφορά τις ΚΜΑ και μια ανάλυση κόστους/αποτελεσματικότητας. Ιδίως, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί να εξετάζονται από τον Οργανισμό εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που επισυνάπτεται στο σχέδιο ΚΜΑ η εκτίμηση κόστους και οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή σε ό,τι αφορά τα καθήκοντα που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Η Επιτροπή εξετάζει τη σύσταση που εκδίδει ο Οργανισμός προκειμένου να επαληθεύσει την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Όταν η εντολή δεν εκπληρώνεται, η Επιτροπή ζητά από τον Οργανισμό να επανεξετάσει τη σύστασή του σημειώνοντας τα σημεία της εντολής που δεν εκπληρώθηκαν. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει με βάσιμη αιτιολόγηση να τροποποιήσει την εντολή που δίνεται στον Οργανισμό σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία περιγράφεται στην παράγραφο 2.

Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή σε ό,τι αφορά τα καθήκοντα που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο.

5.   Οι ΚΜΑ αναθεωρούνται τακτικά, με βάση την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή τους και με βάση τη συνολική εξέλιξη της ασφάλειας των σιδηροδρόμων και με σκοπό την εν γένει διατήρηση και, εφόσον είναι εύλογα εφικτό, τη συνεχή βελτίωσή της.

6.   Με βάση τη σύσταση που εκδίδει ο Οργανισμός και μετά την εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 27 όσον αφορά το περιεχόμενο των ΚΜΑ και τυχόν τροποποιήσεών τους.

7.   Τα κράτη μέλη επιφέρουν αμελλητί όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις στους εθνικούς τους κανόνες στο πλαίσιο της θέσπισης των ΚΜΑ και των τροποποιήσεών τους.

Άρθρο 7

Κοινοί στόχοι ασφάλειας («ΚΣΑ»)

1.   Οι ΚΣΑ καθορίζουν τα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας που πρέπει να επιτυγχάνονται σε ολόκληρο το σύστημα και, όταν είναι εφικτό, στα διάφορα τμήματα του σιδηροδρομικού συστήματος σε κάθε κράτος μέλος και στην Ένωση. Οι ΚΣΑ μπορούν να συνίστανται σε κριτήρια αποδοχής κινδύνων ή στοχευόμενα επίπεδα ασφάλειας και λαμβάνουν υπόψη, συγκεκριμένα:

α)

μεμονωμένους κινδύνους που αφορούν τους επιβάτες, εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού ή των εργολάβων, τους χρήστες των ισόπεδων διαβάσεων και άλλους και, υπό την επιφύλαξη των υφιστάμενων εθνικών και διεθνών κανόνων περί ευθύνης, μεμονωμένους κινδύνους που αφορούν άτομα μη εξουσιοδοτημένα να βρίσκονται σε σιδηροδρομικούς χώρους·

β)

κινδύνους για την κοινωνία.

2.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, εξουσιοδοτεί τον Οργανισμό να διατυπώνει ΚΣΑ και να τους τροποποιεί και να υποβάλλει τις σχετικές συστάσεις στην Επιτροπή, με σαφή αιτιολόγηση της ανάγκης να θεσπιστούν νέοι ΚΣΑ ή να τροποποιηθούν ήδη υπάρχοντες και περιγραφή των επιπτώσεών τους στους ισχύοντες κανόνες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Κατά την εκτέλεση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η επιτροπή ενημερώνεται συστηματικά και τακτικά από τον Οργανισμό ή από την Επιτροπή για τις εργασίες προπαρασκευής των ΚΣΑ. Στη διάρκεια των εργασιών αυτών, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στον Οργανισμό τυχόν χρήσιμες συστάσεις όσον αφορά τους ΚΣΑ και μια ανάλυση κόστους/αποτελεσματικότητας. Ιδίως, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί να εξετάζονται από τον Οργανισμό εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που επισυνάπτεται στο σχέδιο ΚΣΑ η εκτίμηση κόστους και οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή σε ό,τι αφορά τα καθήκοντα που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Η Επιτροπή εξετάζει τη σύσταση που εκδίδει ο Οργανισμός προκειμένου να επαληθεύσει την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Όταν η εντολή δεν εκπληρώνεται, η Επιτροπή ζητά από τον Οργανισμό να επανεξετάσει τη σύστασή του σημειώνοντας τα σημεία της εντολής που δεν εκπληρώθηκαν. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει με βάσιμη αιτιολόγηση να τροποποιήσει την εντολή που δίνεται στον Οργανισμό σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία περιγράφεται στην παράγραφο 2.

Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή σε ό,τι αφορά τα καθήκοντα που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο.

5.   Οι ΚΣΑ αναθεωρούνται τακτικά, με βάση τη συνολική εξέλιξη της ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Οι αναθεωρημένοι ΚΣΑ ανταποκρίνονται σε τομείς προτεραιότητας στους οποίους η ασφάλεια επιβάλλεται να βελτιωθεί.

6.   Με βάση τη σύσταση που εκδίδει ο Οργανισμός και μετά την εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 27 όσον αφορά το περιεχόμενο των ΚΣΑ και τυχόν τροποποιήσεών τους.

7.   Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε αναγκαία τροποποίηση των κανόνων ασφάλειας ώστε να επιτευχθούν τουλάχιστον οι ΚΣΑ, και τυχόν αναθεωρημένοι ΚΣΑ, σύμφωνα με τα προσαρτημένα σε αυτούς χρονοδιαγράμματα υλοποίησης. Οι τροποποιήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη στα ετήσια σχέδια ασφάλειας που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ). Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτούς τους κανόνες στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8.

Άρθρο 8

Εθνικοί κανόνες στον τομέα της ασφάλειας

1.   Οι εθνικοί κανόνες που κοινοποιούνται έως τις 15 Ιουνίου 2016 σύμφωνα με την οδηγία 2004/49/ΕΚ θα ισχύουν εφόσον:

α)

ανήκουν σε μία από τις κατηγορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα II· και

β)

συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως με τις ΤΠΔ, τους ΚΣΑ και τις ΚΜΑ· και

γ)

δεν οδηγούν σε αυθαίρετες διακρίσεις ή σε συγκεκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών.

2.   Έως τις 16 Ιουνίου 2018, τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τους εθνικούς κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και καταργούν:

α)

τυχόν εθνικούς κανόνες που δεν κοινοποιήθηκαν ή δεν πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1·

β)

τυχόν εθνικούς κανόνες που έχουν καταστεί περιττοί λόγω του δικαίου της Ένωσης και ιδίως των ΤΠΔ, ΚΣΑ και ΚΜΑ.

Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν το μέσο διαχείρισης κανόνων που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 και να ζητούν από τον Οργανισμό να εξετάσει συγκεκριμένους κανόνες με βάση τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν νέους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον οι κανόνες αφορούν υπάρχουσες μεθόδους ασφάλειας που δεν καλύπτονται από ΚΜΑ·

β)

όταν οι κανόνες λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου δεν καλύπτονται ακόμη από ΤΠΔ·

γ)

ως επείγον προληπτικό μέτρο, ιδίως κατόπιν ατυχήματος ή συμβάντος·

δ)

εφόσον απαιτείται αναθεώρηση ήδη κοινοποιηθέντος κανόνα·

ε)

όταν οι κανόνες για τις απαιτήσεις όσον αφορά το προσωπικό το οποίο εκτελεί κρίσιμα καθήκοντα στον τομέα της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων επιλογής, καλής φυσικής και ψυχολογικής κατάστασης και επαγγελματικής κατάρτισης, δεν καλύπτονται ακόμη από ΤΠΔ ή από την οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν προς εξέταση τα σχέδια νέων εθνικών κανόνων στον Οργανισμό και την Επιτροπή εγκαίρως και εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, πριν από την αναμενόμενη καθιέρωση του προτεινόμενου νέου κανόνα στο εθνικό νομικό σύστημα, αιτιολογώντας την καθιέρωσή του, μέσω κατάλληλου συστήματος πληροφορικής σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το σχέδιο να είναι επαρκώς επεξεργασμένο, ώστε να μπορεί ο Οργανισμός να προβεί στην εξέτασή του σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

5.   Στην περίπτωση επειγόντων προληπτικών μέτρων, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν και να εφαρμόζουν νέο κανόνα αμέσως. Ο εν λόγω κανόνας κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 και με την επιφύλαξη της αξιολόγησης του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

6.   Εάν ο Οργανισμός λάβει γνώση για κοινοποιημένο ή μη εθνικό κανόνα, είτε έχει καταστεί περιττός είτε όχι, ο οποίος είναι σε σύγκρουση με τις ΚΜΑ ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του δικαίου της Ένωσης που εκδόθηκε μετά την εφαρμογή του σχετικού εθνικού κανόνα, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

7.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Οργανισμό και στην Επιτροπή τους εθνικούς κανόνες που υιοθετούν. Χρησιμοποιούν το κατάλληλο σύστημα πληροφορικής σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ισχύοντες εθνικοί κανόνες να είναι εύκολα προσβάσιμοι, κοινής χρήσης και διατυπωμένοι με όρους κατανοητούς από όλους τους ενδιαφερομένους. Μπορεί να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους εθνικούς τους κανόνες.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην κοινοποιήσουν κανόνες και περιορισμούς αυστηρά τοπικού χαρακτήρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη αναφέρουν τους εν λόγω κανόνες και περιορισμούς στα μητρώα υποδομής που αναφέρονται στο άρθρο 49 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 ή υποδεικνύουν στη δήλωση δικτύου που αναφέρεται στο άρθρο 27 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ πού δημοσιεύονται οι εν λόγω κανόνες και περιορισμοί.

9.   Οι εθνικοί κανόνες που κοινοποιούνται βάσει του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται στη διαδικασία κοινοποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

10.   Τα σχέδια εθνικών κανόνων και οι ισχύοντες εθνικοί κανόνες εξετάζονται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

11.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, οι εθνικοί κανόνες που δεν έχουν κοινοποιηθεί βάσει του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 9

Συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας

1.   Οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θεσπίζουν τα αντίστοιχα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα μπορεί να επιτύχει τουλάχιστον τους ΚΣΑ, ότι συνάδει με τις απαιτήσεις ασφάλειας που θεσπίζονται στο πλαίσιο των ΤΠΔ και ότι εφαρμόζονται τα σχετικά μέρη των ΚΜΑ και οι κοινοποιούμενοι σύμφωνα με το άρθρο 8 εθνικοί κανόνες.

2.   Παρέχεται τεκμηρίωση για όλα τα τμήματα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, η οποία περιγράφει κυρίως την κατανομή των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της οργάνωσης του διαχειριστή υποδομής ή της σιδηροδρομικής επιχείρησης. Υποδεικνύει επιπλέον πώς διασφαλίζεται από τη διαχείριση ο έλεγχος στα διάφορα επίπεδα, πώς συμμετέχει το προσωπικό και οι εκπρόσωποί του σε όλα τα επίπεδα και πώς διασφαλίζεται η συνεχής βελτίωση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας. Εξασφαλίζεται η σαφής δέσμευση στη συνεκτική εφαρμογή γνώσεων και μεθόδων των ανθρώπινων παραγόντων. Μέσω του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις προωθούν μια νοοτροπία αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καλής πίστης και μάθησης, όπου το προσωπικό παροτρύνεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ασφάλειας, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα.

3.   Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας περιέχει τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:

α)

πολιτική ασφάλειας εγκεκριμένη από τον διευθύνοντα σύμβουλο του οργανισμού και κοινοποιημένη σε όλο το προσωπικό·

β)

ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους του οργανισμού για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ασφάλειας, καθώς και σχέδια και διαδικασίες επίτευξης των στόχων·

γ)

διαδικασίες για τη συμμόρφωση προς τα υφιστάμενα, νέα και τροποποιημένα τεχνικά και λειτουργικά πρότυπα ή άλλες προϋποθέσεις σχετικές με προδιαγραφές που θεσπίζονται βάσει των ΤΠΔ, των εθνικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 8 και στο παράρτημα II, άλλων σχετικών κανόνων ή αποφάσεων των αρχών·

δ)

διαδικασίες με στόχο την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα πρότυπα και άλλες προϋποθέσεις σχετικές με προδιαγραφές καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του εξοπλισμού και των λειτουργιών·

ε)

διαδικασίες και μεθόδους προσδιορισμού των κινδύνων, αξιολόγησης των κινδύνων και εφαρμογής μέτρων ελέγχου των κινδύνων κάθε φορά που, λόγω μεταβολής των όρων εκμετάλλευσης ή της εισαγωγής νέου υλικού, δημιουργούνται νέοι κίνδυνοι για την υποδομή ή τη διασύνδεση ανθρώπου-μηχανής-οργανισμού·

στ)

εξασφάλιση προγραμμάτων κατάρτισης του προσωπικού και συστημάτων τα οποία διασφαλίζουν ότι διατηρείται η επάρκεια προσόντων του προσωπικού και εκτελούνται αναλόγως τα σχετικά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων σχετικά με την καλή φυσική και ψυχολογική κατάσταση·

ζ)

ρυθμίσεις για την παροχή επαρκούς πληροφόρησης στο πλαίσιο του οργανισμού και, όπου απαιτείται, μεταξύ οργανισμών του σιδηροδρομικού συστήματος·

η)

διαδικασίες και μορφότυπους για την τεκμηρίωση των πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και καθορισμό διαδικασίας ελέγχου της μορφής των ζωτικής σημασίας πληροφοριών ασφάλειας·

θ)

διαδικασίες για την εξασφάλιση της αναφοράς, διερεύνησης και ανάλυσης ατυχημάτων, συμβάντων, στοιχείων αποσοβηθέντων ατυχημάτων και άλλων επικίνδυνων περιστατικών, καθώς και της λήψης των απαραίτητων προληπτικών μέτρων·

ι)

εξασφάλιση σχεδίων δράσης, προειδοποίησης, καθώς και πληροφόρησης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, τα οποία έχουν συμφωνηθεί με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές· και

ια)

διατάξεις για περιοδικούς εσωτερικούς ελέγχους του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

Οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο στοιχείο είναι απαραίτητο για να καλυφθούν οι κίνδυνοι ασφάλειας, σύμφωνα με την αξιολόγηση κινδύνων που απορρέουν από τη δραστηριότητά τους.

4.   Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας είναι προσαρμοσμένο στο είδος, την έκταση, τον τόπο παροχής της υπηρεσίας και άλλες συνθήκες της επιδιωκόμενης δραστηριότητας. Διασφαλίζει τον έλεγχο όλων των κινδύνων που συνδέονται με τη δραστηριότητα του διαχειριστή υποδομής ή της σιδηροδρομικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων της παροχής συντήρησης, με την επιφύλαξη του άρθρου 14, και υλικού και της χρησιμοποίησης εργολάβων. Με την επιφύλαξη των ισχυόντων εθνικών και διεθνών κανόνων περί ευθύνης, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας λαμβάνει επίσης υπόψη, οσάκις ενδείκνυται και είναι εύλογο, τους κινδύνους που προκύπτουν από τις δραστηριότητες άλλων παραγόντων αναφερομένων στο άρθρο 4.

5.   Στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας κάθε διαχειριστή υποδομής λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες της εκμετάλλευσης του δικτύου από διάφορες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και προβλέπεται ότι όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ΤΠΔ και τους εθνικούς κανόνες, καθώς και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο πιστοποιητικό ασφάλειας που έχουν λάβει.

Τα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας αναπτύσσονται με στόχο τον συντονισμό των διαδικασιών έκτακτης ανάγκης του διαχειριστή υποδομής με όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στην υποδομή του και με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, ώστε να διευκολύνεται η ταχεία παρέμβαση των σωστικών συνεργείων, καθώς και με οποιοδήποτε άλλο μέρος εμπλέκεται σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Όσον αφορά τις διασυνοριακές υποδομές, η συνεργασία ανάμεσα στους σχετικούς διαχειριστές υποδομής διευκολύνει τον απαραίτητο συντονισμό και την ετοιμότητα των αρμόδιων υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης και στις δύο πλευρές των συνόρων.

Ύστερα από σοβαρό ατύχημα, η σιδηροδρομική επιχείρηση παρέχει βοήθεια στα θύματα βοηθώντας τα σε διαδικασίες καταγγελίας δυνάμει ενωσιακού δικαίου, ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων άλλων μερών. Η βοήθεια αυτή χρησιμοποιεί διαύλους επικοινωνίας με τις οικογένειες των θυμάτων και περιλαμβάνει ψυχολογική υποστήριξη για τα θύματα ατυχημάτων και τις οικογένειές τους.

6.   Πριν από τις 31 Μαΐου κάθε έτους, όλοι οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην εθνική αρχή ασφάλειας ετήσια έκθεση ασφάλειας για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες για την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης στον τομέα της ασφάλειας και για τα αποτελέσματα των προγραμμάτων ασφάλειας·

β)

αναφορά για την κατάρτιση των εθνικών δεικτών ασφάλειας και των ΚΔΑ που αναφέρονται στο άρθρο 5, εφόσον είναι συναφείς με την επιχείρηση που υποβάλλει την έκθεση·

γ)

τα αποτελέσματα του εσωτερικού ελέγχου ασφάλειας·

δ)

παρατηρήσεις για ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και της διαχείρισης της υποδομής που ενδέχεται να ενδιαφέρουν την εθνική αρχή ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης σύνοψης των πληροφοριών που παρέχονται από τους σχετικούς παράγοντες σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)· και

ε)

έκθεση για την εφαρμογή των σχετικών ΚΜΑ.

7.   Με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν οι εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19, ο Οργανισμός μπορεί να απευθύνει σύσταση στην Επιτροπή για την υιοθέτηση ΚΜΑ η οποία θα καλύπτει στοιχεία του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας που είναι ανάγκη να εναρμονιστούν σε ενωσιακό επίπεδο, επίσης μέσω εναρμονισμένων προτύπων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ). Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 10

Ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9, η πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή επιτρέπεται μόνο σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας εκδοθέν από τον Οργανισμό σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 ή από εθνική αρχή ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 8.

Με το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας αποδεικνύεται ότι η οικεία σιδηροδρομική επιχείρηση έχει θεσπίσει σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και ότι είναι σε θέση να λειτουργεί με ασφάλεια στον τόπο στον οποίο σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες της.

2.   Στην αίτησή της για έκδοση ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας, η σιδηροδρομική επιχείρηση προσδιορίζει το είδος και την έκταση των καλυπτόμενων σιδηροδρομικών μεταφορών και τον προβλεπόμενο τόπο παροχής της υπηρεσίας.

3.   Η αίτηση για έκδοση ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας συνοδεύεται από φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει έγγραφα που αποδεικνύουν ότι:

α)

η σιδηροδρομική επιχείρηση εφαρμόζει σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 9 και ότι πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις ΤΠΔ, τις ΚΜΑ και τους ΚΣΑ και σε άλλες σχετικές νομοθετικές διατάξεις, ώστε να ελέγχει τους κινδύνους και να παρέχει ασφαλείς μεταφορές στο δίκτυο· και

β)

όταν συντρέχει περίπτωση, η σιδηροδρομική επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις των οικείων εθνικών κανόνων που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8.

Η εν λόγω αίτηση και οι πληροφορίες σχετικά με όλες τις αιτήσεις, τα στάδια των σχετικών διαδικασιών και το αποτέλεσμά τους, καθώς και, κατά περίπτωση, τα αιτήματα και τις αποφάσεις του τμήματος προσφυγών, υποβάλλονται μέσω της υπηρεσίας μιας χρήσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

4.   Ο Οργανισμός ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 8, η εθνική αρχή ασφάλειας εκδίδει το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας ή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με την απορριπτική του απόφαση εντός προκαθορισμένου και εύλογου χρονικού διαστήματος και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και τυχόν συμπληρωματικών πληροφοριών που έχουν ζητηθεί. Ο Οργανισμός ή, στις περιπτώσεις της παραγράφου 8, η εθνική αρχή ασφάλειας εφαρμόζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαδικασία πιστοποίησης οι οποίοι ορίζονται σε εκτελεστική πράξη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 10.

5.   Ο Οργανισμός εκδίδει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις με τόπο παροχής της υπηρεσίας σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Για την έκδοση του πιστοποιητικού αυτού, ο Οργανισμός:

α)

αξιολογεί τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α)· και

β)

παραπέμπει άμεσα τον φάκελο της σιδηροδρομικής επιχείρησης στο σύνολό του στις εθνικές αρχές ασφάλειας στην αρμοδιότητα των οποίων εμπίπτει ο προβλεπόμενος τόπος παροχής της υπηρεσίας, προς αξιολόγηση των στοιχείων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

Στο πλαίσιο της ανωτέρω αξιολόγησης, ο Οργανισμός ή οι εθνικές αρχές ασφάλειας εξουσιοδοτούνται να επισκέπτονται και να επιθεωρούν τους χώρους της σιδηροδρομικής επιχείρησης και να διενεργούν ελέγχους, ενώ επίσης μπορούν να ζητούν σχετικές συμπληρωματικές πληροφορίες. Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας συντονίζουν την οργάνωση των εν λόγω επισκέψεων, ελέγχων και επιθεωρήσεων.

6.   Εντός ενός μηνός από την παραλαβή αίτησης για ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, ο Οργανισμός ενημερώνει τη σιδηροδρομική επιχείρηση ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί την παροχή σχετικών συμπληρωματικών πληροφοριών εντός εύλογης προθεσμίας. Όσον αφορά την πληρότητα, τη συνάφεια και τη συνοχή του φακέλου, ο Οργανισμός μπορεί επίσης να αξιολογεί τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

Ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δυνάμει της παραγράφου 5 αξιολογήσεις προτού λάβει την απόφασή του σχετικά με την έκδοση του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας.

Ο Οργανισμός αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τυχόν ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας τα οποία εκδίδει.

7.   Όταν ο Οργανισμός διαφωνεί με αρνητική αξιολόγηση διεξαχθείσα από μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β), ενημερώνει την εν λόγω αρχή ή αρχές, αιτιολογώντας τη διαφωνία του. Ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ή εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται με σκοπό να συμφωνήσουν σε αμοιβαία αποδεκτή αξιολόγηση. Εφόσον απαιτείται, ο Οργανισμός και η εθνική ή εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να αποφασίσουν στη διαδικασία αυτή να συμμετέχει και η σιδηροδρομική επιχείρηση. Αν δεν επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή αξιολόγηση εντός ενός μηνός αφότου ο Οργανισμός ενημέρωσε την εθνική αρχή ή τις εθνικές αρχές ασφάλειας σχετικά με τη διαφωνία του, ο Οργανισμός λαμβάνει την οριστική του απόφαση εκτός αν η εθνική αρχή ή οι εθνικές αρχές ασφάλειας έχουν παραπέμψει το ζήτημα προς διαιτησία στην Επιτροπή Προσφυγών, η οποία συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Η Επιτροπή Προσφυγών αποφασίζει αν θα επιβεβαιώσει το σχέδιο απόφασης του Οργανισμού εντός ενός μηνός από την υποβολή του αιτήματος της ή των εθνικών αρχών ασφάλειας.

Αν η Επιτροπή Προσφυγών συμφωνεί με τον Οργανισμό, ο Οργανισμός λαμβάνει αμελλητί την απόφασή του.

Αν η Επιτροπή Προσφυγών συμφωνεί με την αρνητική αξιολόγηση της εθνικής αρχής ασφάλειας, ο Οργανισμός χορηγεί ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας με τόπο παροχής υπηρεσίας από τον οποίο εξαιρούνται τα τμήματα του δικτύου τα οποία έλαβαν αρνητική αξιολόγηση.

Όταν ο Οργανισμός διαφωνεί με θετική αξιολόγηση διεξαχθείσα από μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β), ενημερώνει τη σχετική αρχή ή τις αρχές, αιτιολογώντας τη διαφωνία του. Ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ή εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται με σκοπό να συμφωνήσουν σε αμοιβαία αποδεκτή αξιολόγηση. Εφόσον απαιτείται, ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ή οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να αποφασίσουν στη διαδικασία αυτή να συμμετέχει και ο αιτών. Αν δεν συμφωνείται αμοιβαία αποδεκτή αξιολόγηση εντός ενός μηνός αφότου ο Οργανισμός ενημέρωσε την εθνική αρχή ή τις εθνικές αρχές ασφάλειας σχετικά με τη διαφωνία του, ο Οργανισμός λαμβάνει την οριστική του απόφαση.

8.   Όταν ο τόπος παροχής των υπηρεσιών περιορίζεται σε ένα κράτος μέλος, η εθνική αρχή ασφάλειας του εν λόγω κράτους μέλους μπορεί, υπ ' ευθύνη της και κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, να εκδώσει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας. Για την έκδοση των πιστοποιητικών αυτών, η εθνική αρχή ασφάλειας αξιολογεί τον φάκελο σε σχέση με όλα τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 3 και εφαρμόζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις που θα οριστούν στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 10. Στο πλαίσιο της ανωτέρω αξιολόγησης, η εθνική αρχή ασφάλειας εξουσιοδοτείται να επισκέπτεται και να επιθεωρεί τους χώρους της σιδηροδρομικής επιχείρησης και να διενεργεί ελέγχους. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον αιτούντα ότι ο φάκελος είναι πλήρης ή ζητεί σχετικές συμπληρωματικές πληροφορίες. Το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας ισχύει επίσης χωρίς επέκταση του τόπου παροχής των υπηρεσιών για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εκτελούν δρομολόγια στους σταθμούς γειτονικών κρατών μελών με παρόμοια χαρακτηριστικά δικτύου και παρόμοιους κανόνες λειτουργίας, όταν οι σταθμοί αυτοί βρίσκονται κοντά στα σύνορα, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας. Η διαβούλευση αυτή μπορεί να διενεργείται κατά περίπτωση ή να προβλέπεται σε διασυνοριακή συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών ή των εθνικών αρχών ασφάλειας.

Η εθνική αρχή ασφάλειας αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τυχόν ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας τα οποία εκδίδει.

9.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει σε φορείς τρίτης χώρας να αφικνούνται σε σταθμό της επικράτειάς του ο οποίος προορίζεται για τις διασυνοριακές υπηρεσίες και βρίσκεται κοντά στα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους χωρίς να απαιτείται ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας μέσω:

α)

διασυνοριακής συμφωνίας μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της γειτονικής τρίτης χώρας· ή

β)

συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ του φορέα της τρίτης χώρας και της σιδηροδρομικής επιχείρησης ή του διαχειριστή υποδομής που κατέχει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας ή έγκριση ασφάλειας προκειμένου να εκμεταλλεύεται το σχετικό δίκτυο, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράμετροι ασφάλειας των εν λόγω ρυθμίσεων αποτυπώνονται δεόντως στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

10.   Έως τις 16 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, πρακτικές ρυθμίσεις που προσδιορίζουν:

α)

τον τρόπο τήρησης από τον αιτούντα των προϋποθέσεων έκδοσης του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας που ορίζονται στο παρόν άρθρο, καθώς και απαρίθμηση των απαιτούμενων εγγράφων·

β)

τις λεπτομέρειες της διαδικασίας πιστοποίησης, όπως τα στάδια της διαδικασίας και οι προθεσμίες για κάθε στάδιο της διαδικασίας·

γ)

τον τρόπο τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται στο παρόν άρθρο από τον Οργανισμό και την εθνική αρχή ασφάλειας κατά τα διάφορα στάδια της αίτησης και της διαδικασίας πιστοποίησης, μεταξύ άλλων και κατά την αξιολόγηση των φακέλων των αιτούντων· και

δ)

την περίοδο ισχύος των ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδει ο Οργανισμός ή οι εθνικές αρχές ασφάλειας, ιδίως στην περίπτωση αναπροσαρμογής τυχόν ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας λόγω αλλαγών στο είδος, την έκταση και τον τόπο παροχής των υπηρεσιών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3. Λαμβάνουν υπόψη την εμπειρία από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007 της Επιτροπής (14) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1158/2010 της Επιτροπής (15) και την εμπειρία από την προπαρασκευή των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

11.   Τα ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας προσδιορίζουν το είδος και την έκταση των καλυπτόμενων σιδηροδρομικών υπηρεσιών και τον τόπο παροχής τους. Μπορούν επίσης να καλύπτουν παρακαμπτήριες γραμμές που ανήκουν στη σιδηροδρομική επιχείρηση, εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στο σύστημα διαχείρισης ασφάλειας της επιχείρησης.

12.   Κάθε απόφαση για την απόρριψη αίτησης έκδοσης ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας ή για την εξαίρεση τμήματος του δικτύου λόγω αρνητικής αξιολόγησης κατά την παράγραφο 7 είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο αιτών μπορεί, εντός ενός μηνός από την παραλαβή της απόφασης, να ζητήσει από τον Οργανισμό ή την εθνική αρχή ασφάλειας, ανάλογα με την περίπτωση, να αναθεωρήσει την απόφαση. Ο Οργανισμός ή η εθνική αρχή ασφάλειας διαθέτει δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος αναθεώρησης για να επιβεβαιώσει ή να ανακαλέσει την απόφαση.

Αν επιβεβαιωθεί η απορριπτική απόφαση του Οργανισμού, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών που ορίζεται στο άρθρο 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Αν επιβεβαιωθεί η απορριπτική απόφαση εθνικής αρχής ασφάλειας, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του φορέα προσφυγών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν τον ρυθμιστικό φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 56 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας προσφυγής. Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζεται το άρθρο 18 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

13.   Το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας που εκδόθηκε είτε από τον Οργανισμό είτε από εθνική αρχή ασφάλειας δυνάμει του παρόντος άρθρου ανανεώνεται κατόπιν αίτησης της σιδηροδρομικής επιχείρησης ανά διαστήματα τα οποία δεν υπερβαίνουν την πενταετία. Αναπροσαρμόζεται εν όλω ή εν μέρει σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής του είδους ή της έκτασης της υπηρεσίας.

14.   Αν αιτών κατέχει ήδη ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας εκδοθέν σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 και επιθυμεί να επεκτείνει τον τόπο παροχής των υπηρεσιών του ή αν κατέχει ήδη ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας εκδοθέν σύμφωνα με την παράγραφο 8 και επιθυμεί να επεκτείνει τον τόπο παροχής των υπηρεσιών του σε άλλο κράτος μέλος, συμπληρώνει τον φάκελο με τα σχετικά έγγραφα της παραγράφου 3 αναφορικά με τον νέο τόπο παροχής της υπηρεσίας. Η σιδηροδρομική επιχείρηση υποβάλλει τον φάκελο στον Οργανισμό ο οποίος, αφού ακολουθήσει τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 4 έως 7 διαδικασίες, εκδίδει αναπροσαρμοσμένο ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, το οποίο καλύπτει το διευρυμένο πεδίο παροχής της υπηρεσίας. Σε αυτήν την περίπτωση, λαμβάνει χώρα διαβούλευση μόνο με τις εθνικές αρχές ασφάλειας τις οποίες αφορά η επέκταση της υπηρεσίας για τον σκοπό της αξιολόγησης του φακέλου όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

Αν η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει λάβει ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας εκδοθέν σύμφωνα με την παράγραφο 8 και επιθυμεί την επέκταση του τόπου παροχής της υπηρεσίας εντός του ίδιου κράτους μέλους, συμπληρώνει τον φάκελο με τα σχετικά έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 όσον αφορά τον νέο τόπο παροχής της υπηρεσίας. Υποβάλει τον φάκελο, μέσω της υπηρεσίας μιας στάσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, στην εθνική αρχή ασφάλειας η οποία, αφού ακολουθήσει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 8 διαδικασίες, εκδίδει αναπροσαρμοσμένο ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, το οποίο καλύπτει το διευρυμένο πεδίο παροχής της υπηρεσίας.

15.   Ο Οργανισμός και οι αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας ενδέχεται να απαιτήσουν την αναθεώρηση των ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που έχουν εκδώσει σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών στο ρυθμιστικό πλαίσιο ασφάλειας.

16.   Ο Οργανισμός ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας και οπωσδήποτε εντός δυο εβδομάδων από την έκδοση του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας. Ο Οργανισμός ενημερώνει πάραυτα τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας σε περίπτωση ανανέωσης, τροποποίησης ή ανάκλησης ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας. Δηλώνει την επωνυμία και τη διεύθυνση της σιδηροδρομικής επιχείρησης, την ημερομηνία έκδοσης, το είδος, την έκταση, τη διάρκεια ισχύος και τον τόπο παροχής της υπηρεσίας του ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας και, σε περίπτωση ανάκλησης, τους λόγους της απόφασής του. Όταν πρόκειται για ενιαία πιστοποιητικά ασφάλειας που έχουν εκδοθεί από εθνικές αρχές ασφάλειας, τα αυτά στοιχεία παρέχονται από την αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας ή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας στον Οργανισμό εντός της αυτής προθεσμίας.

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών ασφάλειας για την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας

1.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 10 της παρούσας οδηγίας, ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796. Οι συμφωνίες συνεργασίας είναι ειδικές συμφωνίες ή συμφωνίες-πλαίσια και περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες εθνικές αρχές ασφάλειας. Οι συμφωνίες συνεργασίας περιέχουν λεπτομερειακή περιγραφή καθηκόντων και τους όρους των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, τις προθεσμίες επίτευξής τους και τον επιμερισμό των τελών που οφείλει να καταβάλει ο αιτών.

2.   Οι συμφωνίες συνεργασίας μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν ειδικές συμφωνίες συνεργασίας στην περίπτωση δικτύων που απαιτούν συγκεκριμένη εμπειρογνωμοσύνη λόγω γεωγραφικών ή ιστορικών λόγων, με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους για τον αιτούντα. Στην περίπτωση δικτύων που είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα, αυτές οι ειδικές συμφωνίες συνεργασίας είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων στις οικείες αρχές εθνικής ασφάλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και αναλογική κατανομή των πόρων για την πιστοποίηση. Οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται ήδη πριν ο Οργανισμός αναλάβει καθήκοντα πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 3.

3.   Στην περίπτωση των εν λόγω κρατών μελών τα σιδηροδρομικά δίκτυα των οποίων έχουν εύρος σιδηροτροχιάς που είναι διαφορετικό από εκείνο του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου εντός της Ένωσης και έχουν πανομοιότυπες τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις με τις γειτονικές τρίτες χώρες, εκτός από τις συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όλες οι σχετικές εθνικές αρχές ασφάλειας στα εν λόγω κράτη μέλη συνάπτουν με τον Οργανισμό πολυμερή συμφωνία η οποία περιλαμβάνει τους όρους για τη διευκόλυνση της διεύρυνσης του πεδίου παροχής της υπηρεσίας των πιστοποιητικών ασφάλειας στα οικεία κράτη μέλη, κατά περίπτωση.

Άρθρο 12

Έγκριση ασφάλειας των διαχειριστών υποδομής

1.   Για να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται μια σιδηροδρομική υποδομή, ο διαχειριστής υποδομής λαμβάνει έγκριση ασφάλειας από την εθνική αρχή ασφάλειας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η σιδηροδρομική υποδομή.

Η έγκριση ασφάλειας περιλαμβάνει άδεια που επιβεβαιώνει την αποδοχή των μέτρων που έχουν ληφθεί με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας του διαχειριστή υποδομής, όπως ορίζεται στο άρθρο 9, και περιλαμβάνει τις διαδικασίες και τις διατάξεις που πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές απαραίτητες για τον ασφαλή σχεδιασμό, συντήρηση και λειτουργία της σιδηροδρομικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της συντήρησης και λειτουργίας του συστήματος ελέγχου της κυκλοφορίας και της σηματοδότησης.

Η εθνική αρχή ασφάλειας επεξηγεί τις απαιτήσεις για τις εγκρίσεις ασφάλειας και τα απαιτούμενα έγγραφα, όταν κρίνεται σκόπιμο με τη μορφή εγγράφου οδηγιών για την υποβολή αιτήσεων.

2.   Η έγκριση ασφάλειας ισχύει για πέντε έτη και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήσεως του διαχειριστή της υποδομής. Οσάκις πραγματοποιούνται ουσιώδεις μεταβολές στα υποσυστήματα υποδομής, σηματοδότησης ή ενέργειας ή στις αρχές της λειτουργίας και συντήρησής τους, η εν λόγω έγκριση αναθεωρείται, εν μέρει ή στο σύνολό της. Ο διαχειριστής της υποδομής ενημερώνει αμελλητί την εθνική αρχή ασφάλειας για τις μεταβολές αυτές.

Η εθνική αρχή ασφάλειας μπορεί να απαιτήσει την αναθεώρηση της έγκρισης ασφάλειας μετά από ουσιαστικές μεταβολές του ρυθμιστικού πλαισίου ασφάλειας.

3.   Η εθνική αρχή ασφάλειας λαμβάνει απόφαση σχετικά με αίτηση χορήγησης έγκρισης ασφάλειας αμελλητί και το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και τυχόν συμπληρωματικών πληροφοριών από τον αιτούντα.

4.   Η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τον Οργανισμό αμελλητί και το αργότερο εντός δύο εβδομάδων για τις εγκρίσεις ασφάλειας που έχουν εκδοθεί, ανανεωθεί, τροποποιηθεί ή ανακληθεί. Γνωστοποιεί το όνομα και τη διεύθυνση του διαχειριστή υποδομής, την ημερομηνία έκδοσης, το πεδίο και την περίοδο ισχύος της έγκρισης ασφάλειας και, σε περίπτωση ανάκλησης, τους λόγους της απόφασής της.

5.   Στην περίπτωση διασυνοριακής υποδομής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται για την έκδοση των εγκρίσεων ασφάλειας.

Άρθρο 13

Πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κατάρτισης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής καθώς και το προσωπικό τους που επιτελεί βασικά καθήκοντα ασφάλειας κρίσιμης σημασίας έχουν δίκαιη και άνευ διακρίσεων πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κατάρτισης των οδηγών και του προσωπικού των αμαξοστοιχιών, εφόσον η κατάρτιση αυτή είναι απαραίτητη για την εκτέλεση δρομολογίων στο δίκτυό τους.

Οι υπηρεσίες κατάρτισης περιλαμβάνουν εκπαίδευση για τις απαραίτητες γνώσεις, κανόνες και διαδικασίες λειτουργίας, τη σηματοδότηση και το σύστημα ελέγχου-χειρισμού, καθώς και τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης που ισχύουν για τα εκτελούμενα δρομολόγια.

Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες κατάρτισης δεν περιλαμβάνουν εξέταση και χορήγηση πιστοποιητικών, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την πρόσβαση του προσωπικού των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής στα εν λόγω πιστοποιητικά.

Η εθνική αρχή ασφάλειας διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες κατάρτισης πληρούν αντιστοίχως τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/59/ΕΚ, των ΤΠΔ ή των εθνικών κανόνων, που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) της παρούσας οδηγίας.

2.   Εάν οι εγκαταστάσεις κατάρτισης διατίθενται μόνο μέσω μιας και μόνον σιδηροδρομικής επιχείρησης ή του διαχειριστή της υποδομής, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τίθενται στη διάθεση και των άλλων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων με κόστος λογικό και το οποίο δεν εισάγει διακρίσεις, το οποίο σχετίζεται με το κόστος και το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει ένα περιθώριο κέρδους.

3.   Κατά την πρόσληψη νέων οδηγών αμαξοστοιχιών, προσωπικού επί των αμαξοστοιχιών και προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με βασικά καθήκοντα ασφάλειας κρίσιμης σημασίας, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τυχόν κατάρτιση, προσόντα και εμπειρία που έχουν αποκτηθεί στο παρελθόν από άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, τα εν λόγω μέλη του προσωπικού δικαιούνται πρόσβασης, λήψης αντιγράφων και γνωστοποίησης αναφορικά με όλα τα έγγραφα που πιστοποιούν την κατάρτιση, τα προσόντα και την εμπειρία τους.

4.   Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής ευθύνονται για το επίπεδο της κατάρτισης και των προσόντων του προσωπικού τους που επιτελεί βασική εργασία ασφάλειας.

Άρθρο 14

Συντήρηση οχημάτων

1.   Για κάθε όχημα, πριν χρησιμοποιηθεί στο δίκτυο, υπάρχει φορέας υπεύθυνος για τη συντήρησή του και ο φορέας αυτός καταχωρίζεται στο μητρώο οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797.

2.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής για την ασφαλή λειτουργία των αμαξοστοιχιών κατά το άρθρο 4, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας εξασφαλίζει ότι τα οχήματα για τη συντήρηση των οποίων είναι υπεύθυνος βρίσκονται σε ασφαλή κατάσταση κυκλοφορίας. Για τον σκοπό αυτό, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας θεσπίζει σύστημα συντήρησης για τα εν λόγω οχήματα και μέσω του συστήματος αυτού:

α)

διασφαλίζει ότι τα οχήματα συντηρούνται σύμφωνα με το βιβλίο συντήρησης εκάστου οχήματος και τις ισχύουσες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων συντήρησης και των σχετικών διατάξεων ΤΠΔ·

β)

εφαρμόζει τις απαραίτητες μεθόδους αξιολόγησης και εκτίμησης των κινδύνων που καθορίζονται στις ΚΜΑ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α), κατά περίπτωση σε συνεργασία με άλλους παράγοντες·

γ)

διασφαλίζει ότι οι εργολάβοι τους εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου των κινδύνων με την εφαρμογή της ΚΜΑ για την παρακολούθηση διαδικασιών που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ότι αυτό προβλέπεται ρητά σε συμβατικές ρυθμίσεις που θα δημοσιοποιούνται κατόπιν αιτήματος του Οργανισμού ή της εθνικής αρχής ασφάλειας· και

δ)

διασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα των δραστηριοτήτων συντήρησης.

3.   Το σύστημα συντήρησης συνίσταται στις ακόλουθες λειτουργίες:

α)

λειτουργία διαχείρισης για την εποπτεία και τον συντονισμό των λειτουργιών συντήρησης που αναφέρονται στα στοιχεία β) έως δ) και για τη διασφάλιση της κατάστασης ασφαλούς λειτουργίας του οχήματος στο σιδηροδρομικό σύστημα·

β)

λειτουργία ανάπτυξης σε θέματα συντήρησης, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η διαχείριση της τεκμηρίωσης που αφορά τη συντήρηση, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της διάταξης, με βάση τον σχεδιασμό και τα λειτουργικά δεδομένα, καθώς και με βάση τις επιδόσεις και την αποκτώμενη εμπειρία·

γ)

λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης του στόλου για τη διαχείριση της απόσυρσης οχήματος για συντήρηση και της επαναφοράς του σε λειτουργία μετά τη συντήρηση·

δ)

λειτουργία πραγματοποίησης της συντήρησης για την πραγματοποίηση της απαιτούμενης τεχνικής συντήρησης οχήματος ή τμημάτων αυτού, συμπεριλαμβανομένης της τεκμηρίωσης για τη διάθεση σε λειτουργία.

Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας ασκεί ο ίδιος τη λειτουργία διαχείρισης, μπορεί όμως να αναθέσει τις λειτουργίες συντήρησης που αναφέρονται στα στοιχεία β) έως δ) ή τμήματα αυτών σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη όπως συνεργεία συντήρησης.

Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας διασφαλίζει ότι όλες οι λειτουργίες όπως καθορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που παρατίθενται στο παράρτημα III.

Τα συνεργεία συντήρησης εφαρμόζουν τα σχετικά τμήματα του παραρτήματος III όπως προσδιορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με την παράγραφο 8 στοιχείο α), που αντιστοιχούν στις λειτουργίες και τις δραστηριότητες που πρέπει να πιστοποιηθούν.

4.   Όσον αφορά τις φορτάμαξες και, όσον αφορά άλλα οχήματα, μετά την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 8 στοιχείο β), κάθε υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας πιστοποιείται και λαμβάνει πιστοποιητικό υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα (πιστοποιητικό ΥΣΦ) από διαπιστευμένο ή αναγνωρισμένο οργανισμό ή από εθνική αρχή ασφάλειας σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

α)

οι διαδικασίες διαπίστευσης και αναγνώρισης βασίζονται σε κριτήρια ανεξαρτησίας, επάρκειας και αμεροληψίας·

β)

το σύστημα πιστοποίησης παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας έχει καθιερώσει σύστημα συντήρησης ώστε να εγγυάται την ασφαλή κατάσταση κυκλοφορίας όλων των οχημάτων για τη συντήρηση των οποίων είναι υπεύθυνος·

γ)

η πιστοποίηση ΥΣΦ βασίζεται σε αξιολόγηση της ικανότητας του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα να πληροί τις σχετικές απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που ορίζονται στο παράρτημα III και να τα εφαρμόζει με συνέπεια. Περιλαμβάνει σύστημα επιτήρησης για τη διασφάλιση διαρκούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις αυτές και κριτήρια αξιολόγησης μετά τη χορήγηση του πιστοποιητικού ΥΣΦ·

δ)

η πιστοποίηση των συνεργείων συντήρησης βασίζεται στη συμμόρφωση με τα σχετικά τμήματα του παραρτήματος III που εφαρμόζονται στις αντίστοιχες λειτουργίες και δραστηριότητες που θα λάβουν πιστοποίηση.

Εφόσον ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας είναι σιδηροδρομική επιχείρηση ή διαχειριστής υποδομής, η συμμόρφωση με τους κοινούς όρους που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ελέγχεται από την αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας στο πλαίσιο των διαδικασιών του άρθρου 10 ή 12 και να επιβεβαιώνεται με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται σύμφωνα με τις εν λόγω διαδικασίες.

5.   Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση.

6.   Βάσει της σύστασης του Οργανισμού, η Επιτροπή ορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τους όρους πιστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο για τον υπεύθυνο για τη συντήρηση των φορταμαξών φορέα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που καθορίζονται στο παράρτημα III, σύμφωνα με τις σχετικές ΚΜΑ και ΤΠΔ, και τροποποιεί αυτές τις διατάξεις όταν κρίνεται απαραίτητο.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3.

Το σύστημα πιστοποίησης που ισχύει για εμπορευματικές φορτάμαξες και έχει εγκριθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 445/2011 της Επιτροπής (16) εξακολουθεί να εφαρμόζεται μέχρι να εφαρμοστεί η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

7.   Μέχρι τις 16 Ιουνίου 2018, ο Οργανισμός αξιολογεί το σύστημα πιστοποίησης του υπεύθυνου φορέα συντήρησης εμπορευματικών φορταμαξών, εξετάζει τη σκοπιμότητα επέκτασης του συστήματος σε όλα τα οχήματα και την υποχρεωτική πιστοποίηση των συνεργείων συντήρησης και υποβάλλει στην Επιτροπή την έκθεσή του.

8.   Με βάση την εκτίμηση που διενεργεί ο Οργανισμός δυνάμει της παραγράφου 7, η Επιτροπή εγκρίνει με εκτελεστικές πράξεις, εάν ενδείκνυται, και, όταν χρειάζεται, εν συνεχεία τροποποιεί λεπτομερείς διατάξεις που ορίζουν ποιες από τις απαιτήσεις του παραρτήματος III εφαρμόζονται για τους σκοπούς:

α)

των έργων συντήρησης που εκτελούν συνεργεία συντήρησης, μεταξύ δε αυτών λεπτομερείς διατάξεις που να διασφαλίζουν ομοιόμορφη εφαρμογή της πιστοποίησης των συνεργείων συντήρησης, σε συμμόρφωση με τους συναφείς ΚΜΑ και ΤΠΔ·

β)

της πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση οχημάτων εκτός από τις φορτάμαξες, βάσει των τεχνικών χαρακτηριστικών αυτών των οχημάτων, μεταξύ δε αυτών λεπτομερείς διατάξεις που να διασφαλίζουν ομοιόμορφη εφαρμογή των όρων πιστοποίησης από τον φορέα τον υπεύθυνο για τη συντήρηση οχημάτων εκτός από τις φορτάμαξες, σε συμμόρφωση με τους συναφείς ΚΜΑ και ΤΠΔ.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3.

Άρθρο 15

Παρεκκλίσεις από το σύστημα πιστοποίησης υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις καθορισμού του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα με εναλλακτικά μέτρα ως προς το σύστημα συντήρησης που προβλέπεται στο άρθρο 14, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οχημάτων τα οποία είναι καταχωρισμένα σε τρίτη χώρα και συντηρούνται σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας αυτής·

β)

οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται σε δίκτυα ή γραμμές των οποίων το εύρος σιδηροτροχιών είναι διαφορετικό από το εύρος του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου της Ένωσης και για τα οποία η τήρηση των απαιτήσεων κατά το άρθρο 14 παράγραφος 2 διασφαλίζεται από διεθνείς συμφωνίες με τρίτες χώρες·

γ)

εμπορευματικών φορταμαξών και επιβαταμαξών που χρησιμοποιούνται από κοινού με τρίτες χώρες και έχουν εύρος σιδηροτροχιών διαφορετικό από το εύρος του κύριου σιδηροδρομικού δικτύου της Ένωσης·

δ)

οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται στα δίκτυα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, καθώς και οχημάτων για τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού και για ειδικές υπηρεσίες μεταφορών για τις οποίες απαιτείται ειδική άδεια της εθνικής αρχής ασφάλειας που χορηγείται πριν από την έναρξη χρήσεώς τους. Στην περίπτωση αυτή, χορηγούνται παρεκκλίσεις για χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη.

2.   Τα εναλλακτικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται μέσω παρεκκλίσεων που χορηγεί η αρμόδια εθνική αρχή ασφάλειας ή ο Οργανισμός:

α)

κατά την καταχώριση οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, όσον αφορά τον καθορισμό του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα·

β)

κατά τη χορήγηση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας και εγκρίσεων ασφάλειας σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και διαχειριστές υποδομής σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 12 της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τον καθορισμό ή την πιστοποίηση του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα.

3.   Οι παρεκκλίσεις προσδιορίζονται και αιτιολογούνται στην ετήσια έκθεση του άρθρου 19. Εάν προκύπτει ότι έχουν αναληφθεί αδικαιολόγητοι κίνδυνοι ασφάλειας στο σιδηροδρομικό σύστημα της Ένωσης, ο Οργανισμός ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή επικοινωνεί με τα ενδιαφερόμενα μέρη και, κατά περίπτωση, ζητεί από το οικείο κράτος μέλος να αποσύρει την απόφασή του για χορήγηση παρέκκλισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 16

Καθήκοντα

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει εθνική αρχή ασφάλειας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική αρχή ασφάλειας διαθέτει την απαραίτητη εσωτερική και εξωτερική οργανωτική ικανότητα από άποψη ανθρώπινων και υλικών πόρων. Η εν λόγω αρχή είναι ανεξάρτητη ως προς την οργάνωση, τη νομική μορφή και τη λήψη αποφάσεων από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστή υποδομής, αιτούντα ή αναθέτοντα φορέα και από οποιονδήποτε φορέα αναθέτοντα δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών. Εφόσον εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία αυτή, η εν λόγω αρχή μπορεί να είναι υπηρεσία του εθνικού Υπουργείου που είναι αρμόδιο για θέματα μεταφορών.

2.   Η αρχή ασφάλειας αναλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

έγκριση θέσης σε λειτουργία των υποσυστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, ενέργειας και υποδομής που αποτελούν το ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

β)

έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση αδειών για τη θέση οχημάτων στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

γ)

υποστήριξη του Οργανισμού κατά την έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση αδειών για τη θέση οχημάτων στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797 και εγκρίσεων τύπου οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

δ)

εποπτεία, στο έδαφός της, της συμμόρφωσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας με τις βασικές απαιτήσεις όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797·

ε)

διασφάλιση ότι έχει αποδοθεί αριθμός οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 46 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

στ)

υποστήριξη του Οργανισμού κατά την έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5·

ζ)

έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 8·

η)

έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση εγκρίσεων ασφάλειας που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 12·

θ)

παρακολούθηση, προώθηση και, όπου απαιτείται, επιβολή και επικαιροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος εθνικών κανόνων·

ι)

εποπτεία των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής σύμφωνα με το άρθρο 17·

ια)

εφόσον έχει σημασία και κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου, έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση αδειών οδήγησης αμαξοστοιχιών σύμφωνα με την οδηγία 2007/59/ΕΚ·

ιβ)

εφόσον έχει σημασία και κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου, έκδοση, ανανέωση, τροποποίηση και ανάκληση πιστοποιητικών που χορηγήθηκαν σε φορείς υπεύθυνους για τη συντήρηση.

3.   Τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 δεν δύνανται να μεταβιβάζονται ούτε να ανατίθενται βάσει υπεργολαβίας σε οποιονδήποτε διαχειριστή υποδομής, σιδηροδρομική επιχείρηση ή αναθέτοντα φορέα.

Άρθρο 17

Εποπτεία

1.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας επιβλέπουν τη συνεχή συμμόρφωση με την εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές υποδομής να χρησιμοποιούν σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας όπως αναφέρεται στο άρθρο 9.

Προς τούτο, οι εθνικές αρχές ασφάλειας εφαρμόζουν τις αρχές που ορίζονται στις σχετικές ΚΜΑ για την εποπτεία όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ), μεριμνώντας ώστε στις δραστηριότητες εποπτείας να περιλαμβάνεται ιδίως η εξακρίβωση ότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής εφαρμόζουν:

α)

το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας προς παρακολούθηση της αποδοτικότητάς του·

β)

τα ατομικά ή μερικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων, της παροχής συντήρησης και υλικού και της χρήσης εργολάβων, προς παρακολούθηση της αποδοτικότητάς τους· και

γ)

τις σχετικές ΚΜΑ που αναφέρονται στο άρθρο 6. Οι σχετικές με το παρόν στοιχείο δραστηριότητες εποπτείας εφαρμόζονται και στους υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς, κατά περίπτωση.

2.   Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τις οικείες εθνικές αρχές ασφάλειας τουλάχιστον δύο μήνες πριν αρχίσουν κάποια νέα υπηρεσία μεταφοράς, ώστε οι τελευταίες να μπορούν να σχεδιάσουν τις δραστηριότητες εποπτείας. Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις παρέχουν επίσης κατανομή των κατηγοριών προσωπικού και των τύπων οχημάτων.

3.   Ο κάτοχος ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες ασφάλειας χωρίς καθυστέρηση για τυχόν μείζονες τροποποιήσεις των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4   Την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανόνες περί του χρόνου εργασίας, οδήγησης και ανάπαυσης για τους οδηγούς τρένων αναλαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη. Όταν την παρακολούθηση της συμμόρφωσης δεν την επιτελούν οι εθνικές αρχές ασφάλειας, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές ασφάλειας με σκοπό να επιτρέψουν στις εθνικές αρχές ασφάλειας να εκπληρώσουν τον ρόλο τους να εποπτεύουν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

5.   Εάν εθνική αρχή ασφάλειας κρίνει ότι κάτοχος ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας δεν πληροί πλέον τους όρους πιστοποίησης, ζητεί από τον Οργανισμό να περιορίσει ή να ανακαλέσει το εν λόγω πιστοποιητικό. Ο Οργανισμός ενημερώνει πάραυτα όλες τις αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας. Εάν ο Οργανισμός αποφασίσει να περιορίσει ή να ανακαλέσει το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας, αιτιολογεί την απόφασή του.

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και της εθνικής αρχής ασφάλειας, εφαρμόζεται η διαδικασία διαιτησίας που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 7. Εάν από την εν λόγω διαδικασία διαιτησίας προκύψει ότι το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας δεν πρέπει ούτε να περιοριστεί ούτε να ανακληθεί, αναστέλλονται τα προσωρινά μέτρα ασφάλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Όταν η εθνική αρχή ασφάλειας έχει εκδώσει η ίδια το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 8, μπορεί να περιορίζει ή να ανακαλεί το πιστοποιητικό με αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει σχετικά τον Οργανισμό.

Ο κάτοχος ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας του οποίου το πιστοποιητικό περιορίστηκε ή ανακλήθηκε, είτε από τον Οργανισμό είτε από την εθνική αρχή ασφάλειας, έχει σχετικό δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 12.

6.   Εάν, κατά τη διενέργεια της εποπτείας, εθνική αρχή ασφάλειας εντοπίσει σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια, δύναται ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα ασφάλειας, μεταξύ άλλων άμεσο περιορισμό ή αναστολή των σχετικών δραστηριοτήτων. Εάν το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας έχει εκδοθεί από τον Οργανισμό, η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει πάραυτα περί τούτου τον Οργανισμό και παρέχει στοιχεία που τεκμηριώνουν την απόφασή της.

Εάν ο Οργανισμός κρίνει ότι ο κάτοχος ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας δεν πληροί πλέον τους όρους πιστοποίησης, περιορίζει ή ανακαλεί πάραυτα το εν λόγω πιστοποιητικό.

Αν ο Οργανισμός κρίνει δυσανάλογα τα μέτρα που εφαρμόζει η εθνική αρχή ασφάλειας, δύναται να ζητήσει από την εθνική αρχή ασφάλειας να άρει ή να προσαρμόσει τα μέτρα αυτά. Ο Οργανισμός και η εθνική αρχή ασφάλειας συνεργάζονται με σκοπό να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση. Εφόσον είναι απαραίτητο, στη διαδικασία θα αναμιχθεί και η σιδηροδρομική επιχείρηση. Εάν δεν τελεσφορήσει η δεύτερη αυτή διαδικασία, παραμένει σε ισχύ η απόφαση της εθνικής αρχής ασφάλειας να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα.

Η απόφαση της εθνικής αρχής ασφάλειας που σχετίζεται με προσωρινά μέτρα ασφάλειας υπόκειται σε εθνικό δικαστικό έλεγχο όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3. Εν τοιαύτη περιπτώσει, τα προσωρινά μέτρα ασφάλειας μπορούν να ισχύσουν έως το πέρας του δικαστικού ελέγχου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5.

Εάν η διάρκεια προσωρινού μέτρου υπερβαίνει τους τρεις μήνες, η εθνική αρχή ασφάλειας ζητεί από τον Οργανισμό να περιορίσει ή να ανακαλέσει το ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας και εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5.

7.   Η εθνική αρχή ασφάλειας ελέγχει τα παρατρόχια υποσυστήματα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, ενέργειας και υποδομής και διασφαλίζει ότι πληρούν τις κύριες απαιτήσεις. Σε περίπτωση διασυνοριακών υποδομών, ασκεί τις εποπτικές της δραστηριότητες σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας. Εάν η εθνική αρχή ασφάλειας διαπιστώσει ότι διαχειριστής υποδομής δεν πληροί πλέον τους όρους της οικείας έγκρισης ασφάλειας, περιορίζει ή ανακαλεί την εν λόγω έγκριση αιτιολογώντας την απόφασή της.

8.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας, όταν ελέγχουν την αποδοτικότητα των συστημάτων διαχείρισης της ασφάλειας των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις επιδόσεις ασφάλειας των παραγόντων όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των κέντρων κατάρτισης που αναφέρονται στην οδηγία 2007/59/ΕΚ, στον βαθμό που οι δραστηριότητές τους επηρεάζουν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Η παρούσα παράγραφος ισχύει με την επιφύλαξη της ευθύνης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

9.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας των κρατών μελών όπου δραστηριοποιείται σιδηροδρομική επιχείρηση συνεργάζονται συντονίζοντας τις εποπτικές δραστηριότητές τους όσον αφορά την εν λόγω σιδηροδρομική επιχείρηση, ώστε να διασφαλίζεται η ανταλλαγή οποιασδήποτε βασικής πληροφορίας σχετικά με τη συγκεκριμένη σιδηροδρομική επιχείρηση, ιδίως ως προς γνωστούς κινδύνους και τις επιδόσεις ασφάλειας. Η εθνική αρχή ασφάλειας ανταλλάσσει επίσης πληροφορίες με άλλες εθνικές αρχές ασφάλειας και τον Οργανισμό, εφόσον κρίνει ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ελέγχου των κινδύνων.

Με την εν λόγω συνεργασία διασφαλίζεται ότι η εποπτεία έχει επαρκή κάλυψη και ότι αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις επιθεωρήσεων και λογιστικών ελέγχων. Οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να διαμορφώνουν κοινό πρόγραμμα εποπτείας ώστε να διασφαλίζεται η τακτική διεξαγωγή λογιστικών ελέγχων και επιθεωρήσεων, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της έκτασης των μεταφορών σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος.

Ο Οργανισμός επικουρεί αυτές τις δραστηριότητες συντονισμού με την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών.

10.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να απευθύνουν προειδοποιήσεις προς τους διαχειριστές υποδομής και τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις κατά την παράγραφο 1 υποχρεώσεις τους.

11.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώνει ο Οργανισμός κατά την εκτίμηση του φακέλου του άρθρου 10 παράγραφος 5 στοιχείο α) για σκοπούς εποπτείας της σιδηροδρομικής επιχείρησης μετά την έκδοση του οικείου ενιαίου πιστοποιητικού ασφάλειας. Χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατά τη διαδικασία της έγκρισης ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 12 για σκοπούς εποπτείας του διαχειριστή υποδομής.

12.   Προς τον σκοπό της ανανέωσης των ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας, ο Οργανισμός ή οι αρμόδιες εθνικές αρχές ασφάλειας, στην περίπτωση πιστοποιητικού ασφάλειας που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 8, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατά τις εποπτικές δραστηριότητες. Προς τον σκοπό της ανανέωσης των εγκρίσεων ασφάλειας, η εθνική αρχή ασφάλειας χρησιμοποιεί επίσης τις πληροφορίες που συγκεντρώνει κατά τις εποπτικές της δραστηριότητες.

13.   Ο Οργανισμός και οι εθνικές αρχές ασφάλειας προβαίνουν στις απαραίτητες ρυθμίσεις ώστε να συντονίζουν και να διασφαλίζουν την πλήρη ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 10, 11 και 12.

Άρθρο 18

Αρχές για τη λήψη αποφάσεων

1.   Ο Οργανισμός, όταν επιλαμβάνεται αιτήσεων για ενιαίο πιστοποιητικό ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, και οι εθνικές αρχές ασφάλειας εκτελούν τα καθήκοντά τους με ανοικτό και αμερόληπτο τρόπο και με διαφάνεια. Ειδικότερα, δίνουν τη δυνατότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφράζουν τις απόψεις τους και να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

Απαντούν αμέσως στα αιτήματα και τις υποβαλλόμενες αιτήσεις και διαβιβάζουν τα αιτήματά τους για ενημέρωση αμελλητί και εκδίδουν όλες τις αποφάσεις τους εντός τεσσάρων μηνών από τότε που ο αιτών υπέβαλε όλες τις σχετικές πληροφορίες. Δύνανται ανά πάσα στιγμή να ζητούν την τεχνική συνδρομή των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ή άλλων ειδικευμένων οργάνων όταν εκτελούν τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 16.

Κατά την κατάρτιση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου, οι εθνικές αρχές ασφάλειας διαβουλεύονται με όλους τους συμμετέχοντες παράγοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων διαχειριστές υποδομής, σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, κατασκευαστές και φορείς συντήρησης και εκπροσώπους των χρηστών και του προσωπικού.

2.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας έχουν το δικαίωμα να διενεργούν όλες τις επιθεωρήσεις, τους ελέγχους και τις έρευνες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και έχουν πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα, καθώς και στους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, καθώς και, εφόσον απαιτείται, οποιουδήποτε παράγοντα που αναφέρεται στο άρθρο 4. Ο Οργανισμός έχει τα ίδια δικαιώματα σε σχέση με τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις όταν εκτελεί τα καθήκοντά του στον τομέα της πιστοποίησης της ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις των εθνικών αρχών ασφάλειας υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

4.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας συμμετέχουν ενεργά στην ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών, ιδίως στο πλαίσιο του δικτύου που έχει δημιουργήσει ο Οργανισμός, για να εναρμονίζουν τα κριτήρια λήψης των αποφάσεών τους στην Ένωση.

Άρθρο 19

Ετήσιες εκθέσεις

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας δημοσιεύουν ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητές τους του προηγούμενου έτους και την αποστέλλουν στον Οργανισμό ως την 30ή Σεπτεμβρίου. Η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για:

α)

την εξέλιξη της σιδηροδρομικής ασφάλειας, περιλαμβανομένης συγκεντρωτικής κατάστασης σε επίπεδο κράτους μέλους για τους ΚΔΑ σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1·

β)

σημαντικές μεταβολές στις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις όσον αφορά την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

γ)

τις εξελίξεις ως προς την πιστοποίηση της ασφάλειας και την έγκριση της ασφάλειας·

δ)

τα αποτελέσματα και εμπειρίες από την εποπτεία διαχειριστών υποδομής και σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένου του αριθμού και της έκβασης των επιθεωρήσεων και λογιστικών ελέγχων·

ε)

τις παρεκκλίσεις που αποφασίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15 και

στ)

την πείρα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής όσον αφορά την εφαρμογή των σχετικών ΚΜΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

Άρθρο 20

Υποχρέωση διερεύνησης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή έρευνας από τον φορέα διερεύνησης που προβλέπει το άρθρο 22 μετά από κάθε σοβαρό ατύχημα στο ενωσιακό σιδηροδρομικό σύστημα. Στόχος της έρευνας είναι, όποτε είναι δυνατόν, η βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και η πρόληψη ατυχημάτων.

2.   Ο φορέας διερεύνησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 μπορεί επίσης να διερευνά τα ατυχήματα και τα συμβάντα που, υπό κάπως διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε σοβαρά ατυχήματα, μεταξύ των οποίων τεχνικές βλάβες στα διαρθρωτικά υποσυστήματα ή στα στοιχεία διαλειτουργικότητας του ενωσιακού σιδηροδρομικού συστήματος.

Ο φορέας διερεύνησης μπορεί να αποφασίζει κατά πόσον πρέπει να διερευνηθεί ή όχι ένα τέτοιο ατύχημα ή συμβάν. Στην απόφασή του, λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α)

η σοβαρότητα του ατυχήματος ή του συμβάντος·

β)

εάν αυτό εντάσσεται σε μια σειρά ατυχημάτων ή συμβάντων σημαντικών σε επίπεδο συστήματος, ως σύνολο·

γ)

ο αντίκτυπός του στην ασφάλεια των σιδηροδρόμων· και

δ)

τα αιτήματα διαχειριστών υποδομής, σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, της εθνικής αρχής ασφάλειας ή των κρατών μελών.

3.   Η έκταση των ερευνών και η διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τη διεξαγωγή τους καθορίζονται από τον φορέα διερεύνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 21 και 23, καθώς και σε συνάρτηση με τα διδάγματα που αναμένεται να συναχθούν για τη βελτίωση της ασφάλειας από το ατύχημα ή το συμβάν.

4.   Η έρευνα δεν αφορά επ' ουδενί την απόδοση υπαιτιότητας ή ευθύνης.

Άρθρο 21

Καθεστώς έρευνας

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εσωτερικών τους νομικών συστημάτων, ένα νομικό καθεστώς έρευνας που επιτρέπει στους υπευθύνους διερεύνησης να εκτελούν το έργο τους κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και το συντομότερο δυνατόν.

2.   Σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν πλήρη συντονισμό με τις αρχές που είναι αρμόδιες για οποιαδήποτε δικαστική έρευνα και μεριμνούν ώστε να παρέχεται το συντομότερο δυνατόν στους υπευθύνους διερεύνησης πρόσβαση στις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την έρευνα. Συγκεκριμένα, τους παρέχονται:

α)

άμεση πρόσβαση στον τόπο του ατυχήματος ή του συμβάντος, καθώς και στο σχετικό τροχαίο υλικό και τις εγκαταστάσεις υποδομής και τις εγκαταστάσεις ελέγχου και σηματοδότησης της κυκλοφορίας·

β)

το δικαίωμα άμεσης καταγραφής των αποδεικτικών στοιχείων και ελεγχόμενης απομάκρυνσης των συντριμμιών, των εγκαταστάσεων ή στοιχείων υποδομής για εξέταση ή ανάλυση·

γ)

απεριόριστη πρόσβαση και δικαίωμα χρήσης των στοιχείων των συσκευών καταγραφής επί των αμαξοστοιχιών, καθώς και του εξοπλισμού εγγραφής φωνητικών μηνυμάτων και δεδομένων για τη λειτουργία του συστήματος σηματοδότησης και ελέγχου της κυκλοφορίας·

δ)

πρόσβαση στα αποτελέσματα της νεκροψίας των θυμάτων·

ε)

πρόσβαση στα αποτελέσματα της εξέτασης του προσωπικού του τρένου και του λοιπού σιδηροδρομικού προσωπικού που εμπλέκεται στο ατύχημα ή συμβάν·

στ)

δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων του εμπλεκόμενου στο ατύχημα ή συμβάν σιδηροδρομικού προσωπικού και λοιπών μαρτύρων· και

ζ)

πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες και αρχεία που τηρούν ο διαχειριστής της υποδομής, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση φορείς και η εθνική αρχή ασφάλειας.

3.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται με τον φορέα διερεύνησης όταν η έρευνα αφορά οχήματα εγκεκριμένα από τον Οργανισμό ή σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πιστοποιημένες από τον Οργανισμό. Υποβάλλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία ή αρχεία του φορέα διερεύνησης και παρέχει εξηγήσεις, εφόσον ζητηθούν.

4.   Η έρευνα πραγματοποιείται ανεξαρτήτως οποιασδήποτε δικαστικής έρευνας.

Άρθρο 22

Φορέας διερεύνησης

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα ατυχήματα και τα συμβάντα που αναφέρονται στο άρθρο 20 διερευνώνται από μόνιμο φορέα, ο οποίος περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον άτομο ικανό να επιτελεί τα καθήκοντα του υπεύθυνου διερεύνησης σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος. Ο εν λόγω φορέας είναι ανεξάρτητος ως προς την οργάνωση, τη νομική μορφή και τη λήψη αποφάσεων από οποιονδήποτε διαχειριστή υποδομής, σιδηροδρομική επιχείρηση, φορέα χρέωσης, φορέα κατανομής και κοινοποιημένο οργανισμό και από οποιονδήποτε τρίτο με συμφέροντα αντικρουόμενα με τα καθήκοντα που ανατίθενται στον φορέα διερεύνησης. Επιπλέον, είναι λειτουργικά ανεξάρτητος από την εθνική αρχή ασφάλειας, από τον Οργανισμό και από οποιονδήποτε ρυθμιστικό φορέα για σιδηρόδρομους.

2.   Ο φορέας διερεύνησης ασκεί τα εκτελεστικά του καθήκοντα ανεξαρτήτως των άλλων φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και, για το σκοπό αυτό, μπορεί να διαθέτει επαρκείς πόρους. Το καθεστώς των προσώπων που εκτελούν τις διερευνήσεις εξασφαλίζει την απαραίτητη ανεξαρτησία τους.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι διαχειριστές υποδομής και, όποτε ενδείκνυται, η εθνική αρχή ασφάλειας να υποχρεούνται να κοινοποιούν αμέσως στον φορέα διερεύνησης τα ατυχήματα και τα συμβάντα που αναφέρονται στο άρθρο 20 και να παρέχουν κάθε διαθέσιμη πληροφόρηση. Όποτε ενδείκνυται, η κοινοποίηση αυτή επικαιροποιείται μόλις καθίστανται διαθέσιμες τυχόν ελλείπουσες πληροφορίες.

Ο φορέας διερεύνησης αποφασίζει, χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο δύο μήνες από την παραλαβή της κοινοποίησης του ατυχήματος ή του συμβάντος, περί του αν θα αρχίσει ή όχι η έρευνα.

4.   Ο φορέας διερεύνησης μπορεί να συνδυάζει τα καθήκοντα που αναλαμβάνει βάσει της παρούσας οδηγίας με τα καθήκοντα διερεύνησης άλλων περιστατικών πέραν των σιδηροδρομικών ατυχημάτων και συμβάντων, ενόσω οι άλλες έρευνες αυτές δεν θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

5.   Εφόσον απαιτείται, και εφόσον δεν υπονομεύεται η ανεξαρτησία του φορέα διερεύνησης όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, ο φορέας διερεύνησης μπορεί να ζητά τη βοήθεια φορέων διερεύνησης άλλων κρατών μελών ή του Οργανισμού για την παροχή εμπειρογνωμοσύνης ή τη διενέργεια τεχνικών επιθεωρήσεων, αναλύσεων ή αξιολογήσεων.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στον φορέα διερεύνησης τη διεξαγωγή ερευνών για άλλα σιδηροδρομικά ατυχήματα και συμβάντα πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 20.

7.   Οι φορείς διερεύνησης συμμετέχουν ενεργά στην ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών με στόχο την κατάρτιση κοινών μεθόδων διερεύνησης και κοινών αρχών παρακολούθησης της συνέχειας που δίδεται στις συστάσεις για την ασφάλεια, καθώς και την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο Οργανισμός επικουρεί τους φορείς διερεύνησης κατά την επιτέλεση του έργου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796.

Οι φορείς διερεύνησης, με την υποστήριξη του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, καταρτίζουν πρόγραμμα αξιολόγησης από ομοτίμους, στο οποίο όλοι οι φορείς διερεύνησης ενθαρρύνονται να μετάσχουν για να παρακολουθηθεί η αποτελεσματικότητα και η ανεξαρτησία τους. Οι φορείς διερεύνησης, με την υποστήριξη της Γραμματείας που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796, δημοσιεύουν:

α)

το κοινό πρόγραμμα αξιολόγησης από ομοτίμους και τα κριτήρια αξιολόγησης· και

β)

ετήσια έκθεση επί του προγράμματος, που να αναδεικνύει πλεονεκτήματα και προτάσεις για βελτιώσεις.

Οι εκθέσεις της αξιολόγησης από ομοτίμους διαβιβάζονται σε όλους τους φορείς διερεύνησης και στον Οργανισμό. Οι εν λόγω εκθέσεις δημοσιεύονται σε εθελοντική βάση.

Άρθρο 23

Διαδικασία διερεύνησης

1.   Η διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος που αναφέρεται στο άρθρο 20 διενεργείται από τον φορέα διερεύνησης του κράτους μέλους στο οποίο συνέβη. Εάν δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί σε ποιο κράτος μέλος συνέβη ή εάν συνέβη σε συνοριακή εγκατάσταση μεταξύ δύο κρατών μελών ή πλησίον αυτής, οι αρμόδιοι φορείς διερεύνησης συμφωνούν ποιος από τους δύο πρέπει να αναλάβει τη διεξαγωγή της διερεύνησης ή συμφωνούν να συνεργαστούν για την πραγματοποίησή της. Στην πρώτη περίπτωση, ο άλλος φορέας διερεύνησης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διερεύνηση και να λαμβάνει πλήρη γνώση των αποτελεσμάτων της.

Φορείς διερεύνησης από άλλα κράτη μέλη καλούνται, εφόσον απαιτείται, να συμμετέχουν σε έρευνες όποτε:

α)

στο ατύχημα ή το συμβάν ενέχεται σιδηροδρομική επιχείρηση εγκατεστημένη σε ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη και εγκεκριμένη από αυτό· ή

β)

όχημα καταχωρισμένο ή συντηρούμενο σε ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη ενέχεται στο ατύχημα ή το συμβάν.

Οι φορείς διερεύνησης από προσκεκλημένα κράτη μέλη διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες προκειμένου να μπορούν, εφόσον τους ζητηθεί, να παρέχουν συνδρομή στη συλλογή αποδείξεων για φορέα διερεύνησης άλλου κράτους μέλους.

Οι φορείς διερεύνησης από προσκεκλημένα κράτη μέλη διαθέτουν πρόσβαση στα πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να μπορούν να συμμετέχουν ουσιαστικά στην έρευνα με τον δέοντα σεβασμό προς το εθνικό δίκαιο που διέπει τη δικαστική διαδικασία.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να συμφωνούν ότι οι σχετικοί φορείς διεξάγουν διερευνήσεις σε συνεργασία μεταξύ τους υπό άλλες συνθήκες.

2.   Για κάθε ατύχημα ή συμβάν ο αρμόδιος για την έρευνα φορέας εξασφαλίζει τα ενδεδειγμένα μέσα, μεταξύ των οποίων την απαραίτητη για την εκτέλεση της διερεύνησης πραγματογνωμοσύνη σε λειτουργικά και τεχνικά θέματα. Η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται από τον φορέα διερεύνησης ή από εξωτερικό φορέα ανάλογα με τον χαρακτήρα του προς διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος.

3.   Η διερεύνηση διενεργείται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και εξασφαλίζει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη εκφράζουν τις απόψεις τους και λαμβάνουν γνώση των αποτελεσμάτων. Ο σχετικός διαχειριστής υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, η εθνική αρχή ασφάλειας, ο Οργανισμός, τα θύματα και οι συγγενείς τους, οι ιδιοκτήτες των περιουσιακών στοιχείων που υπέστησαν ζημίες, οι κατασκευαστές, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και οι εκπρόσωποι του προσωπικού και των χρηστών έχουν την ευκαιρία να παρέχουν σχετικές τεχνικές πληροφορίες προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της έκθεσης διερεύνησης. Ο φορέας διερεύνησης λαμβάνει επίσης υπόψη του τις εύλογες ανάγκες των θυμάτων και των συγγενών τους και τους παρέχει ενημέρωση όσον αφορά την πρόοδο της διερεύνησης.

4.   Ο φορέας διερεύνησης ολοκληρώνει τις εξετάσεις του τόπου του ατυχήματος, το ταχύτερο δυνατό, προκειμένου ο διαχειριστής της υποδομής να είναι σε θέση να αποκαταστήσει την υποδομή και να την ανοίξει για τις σιδηροδρομικές μεταφορές όσο το δυνατόν συντομότερα.

Άρθρο 24

Εκθέσεις

1.   Για τη διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος που αναφέρεται στο άρθρο 20 συντάσσονται εκθέσεις σε μορφή ανάλογη με το είδος και τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του συμβάντος και τη σημασία των πορισμάτων. Στις εκθέσεις δηλώνονται οι στόχοι των διερευνήσεων όπως αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και περιλαμβάνονται, όπου απαιτείται, συστάσεις για την ασφάλεια.

2.   Ο φορέας διερεύνησης δημοσιεύει την τελική έκθεση το συντομότερο δυνατόν, και κατά κανόνα το αργότερο εντός 12 μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία σημειώθηκε το περιστατικό. Εάν η τελική έκθεση δεν είναι δυνατόν να δημοσιοποιηθεί εντός 12 μηνών, ο φορέας διερεύνησης δίδει στη δημοσιότητα προσωρινή δήλωση το αργότερο σε κάθε επέτειο του ατυχήματος, όπου αναφέρονται λεπτομερώς η πρόοδος που σημειώνεται στη διερεύνηση και τυχόν θέματα ασφάλειας που προέκυψαν. Η έκθεση, μαζί με τις συστάσεις ασφάλειας, κοινοποιείται στα εμπλεκόμενα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 3 καθώς και στους ενδιαφερόμενους φορείς και μέρη άλλων κρατών μελών.

Λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτάται από τους φορείς διερεύνησης, η Επιτροπή ορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τη δομή που πρέπει να ακολουθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια οι εκθέσεις διερεύνησης ατυχημάτων και συμβάντων. Η δομή των εκθέσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

περιγραφή του περιστατικού και το ιστορικό του·

β)

καταγραφή των ερευνών και ανακρίσεων, περιλαμβανομένων όσων αφορούν το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας, των κανόνων και κανονισμών που εφαρμόζονται, της λειτουργίας τροχαίου υλικού και τεχνικών εγκαταστάσεων, της οργάνωσης ανθρώπινου δυναμικού, της τεκμηρίωσης για το λειτουργικό σύστημα και προηγούμενων περιστατικών παρόμοιου χαρακτήρα·

γ)

ανάλυση και συμπεράσματα σχετικά με τα αίτια του περιστατικού και τους παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτό και σχετίζονται με:

i)

τις ενέργειες των εμπλεκομένων·

ii)

την κατάσταση του τροχαίου υλικού ή των τεχνικών εγκαταστάσεων·

iii)

τις ικανότητες του προσωπικού, τις διαδικασίες και τη συντήρηση·

iv)

τις συνθήκες του ρυθμιστικού πλαισίου· και

v)

την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3.

3.   Έως την 30ή Σεπτεμβρίου κάθε έτους ο φορέας διερεύνησης δημοσιεύει ετήσια έκθεση απολογισμού για όλες τις διερευνήσεις που διενεργήθηκαν το προηγούμενο έτος, τις συστάσεις ασφάλειας που εκδόθηκαν και τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με τις προεκδοθείσες συστάσεις.

Άρθρο 25

Πληροφορίες προς διαβίβαση στον Οργανισμό

1.   Εντός επτά ημερών από τη λήψη της απόφασης να αρχίσει η διεξαγωγή διερεύνησης, ο φορέας διερεύνησης ενημερώνει σχετικά τον Οργανισμό. Παρέχονται πληροφορίες για την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο του περιστατικού, καθώς και για το είδος και τις συνέπειές του όσον αφορά την απώλεια ζώων, τραυματισμών και υλικών ζημιών.

2.   Ο φορέας διερεύνησης διαβιβάζει στον Οργανισμό αντίγραφο των τελικών εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2 καθώς και της ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 3.

Άρθρο 26

Συστάσεις ασφάλειας

1.   Σύσταση ασφάλειας που εκδίδεται από φορέα διερεύνησης δεν δημιουργεί σε καμία περίπτωση τεκμήριο υπαιτιότητας ή ευθύνης για ατύχημα ή συμβάν.

2.   Οι συστάσεις απευθύνονται στην εθνική αρχή ασφάλειας και, όπου απαιτείται λόγω του χαρακτήρα της σύστασης, στον Οργανισμό, σε άλλους φορείς ή αρχές του οικείου κράτους μέλους ή άλλων κρατών μελών. Τα κράτη μέλη, οι εθνικές τους αρχές ασφάλειας και ο Οργανισμός, εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις για την ασφάλεια που εκδίδονται από τους φορείς διερεύνησης λαμβάνονται δεόντως υπόψη και, οσάκις ενδείκνυται, ακολουθούνται από τις δέουσες ενέργειες.

3.   Ο Οργανισμός, η εθνική αρχή ασφάλειας, καθώς και άλλες αρχές ή φορείς ή, εφόσον ενδείκνυται, άλλα κράτη μέλη αποδέκτες των συστάσεων ενημερώνουν ανά τακτά διαστήματα τον φορέα διερεύνησης για τα μέτρα που λαμβάνονται ή προγραμματίζονται ώστε να δοθεί συνέχεια σε ορισμένη σύσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 27

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 6 και στο άρθρο 7 παράγραφος 6 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 15 Ιουνίου 2016. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να ακολουθεί τη συνήθη της πρακτική και να διενεργεί διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, μεταξύ αυτών με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, πριν εκδώσει αυτές τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

4.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 και στο άρθρο 7 παράγραφος 6 είναι δυνατόν να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η ανάκληση δεν επηρεάζει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 και το άρθρο 7 παράγραφος 6 τίθενται σε ισχύ μόνο εάν δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν ενστάσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 28

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 51 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/797. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 29

Έκθεση και περαιτέρω δράση της Ένωσης

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 16 Ιουνίου 2021 και στη συνέχεια ανά πενταετία έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως ώστε να παρακολουθείται η αποδοτικότητα των μέτρων για την έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών ασφάλειας.

Η έκθεση συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από προτάσεις για περαιτέρω δράση της Ένωσης.

2.   Ο Οργανισμός αξιολογεί την εξέλιξη της κουλτούρας ασφάλειας, στην οποία περιλαμβάνεται η αναφορά περιστατικών. Έως τις 16 Ιουνίου 2024, υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση η οποία, όπου ενδείκνυται, περιέχει συστάσεις για βελτιώσεις στο σύστημα. Η Επιτροπή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα με βάση τις συστάσεις αυτές και, αν απαιτείται, προτείνει τροποποιήσεις στην παρούσα οδηγία.

3.   Έως τις 16 Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τις δράσεις που αναλήφθηκαν με σκοπό να επιτευχθούν οι εξής στόχοι:

α)

η υποχρέωση των κατασκευαστών να επισημαίνουν με κωδικό αναγνώρισης τα στοιχεία που κυκλοφορούν στα ευρωπαϊκά σιδηροδρομικά δίκτυα και έχουν ουσιώδη σημασία για την ασφάλεια, διασφαλίζοντας ότι ο κωδικός αναγνώρισης αναφέρει με σαφήνεια το συστατικό, το όνομα του κατασκευαστή και τα κρίσιμα δεδομένα παραγωγής·

β)

η πλήρης ανιχνευσιμότητα των κρίσιμων για την ασφάλεια συστατικών, η ανιχνευσιμότητα των δραστηριοτήτων συντήρησής τους και ο προσδιορισμός του λειτουργικού τους βίου· και

γ)

ο καθορισμός κοινών δεσμευτικών αρχών για τη συντήρηση των εν λόγω στοιχείων.

Άρθρο 30

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων που εγκρίνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εφαρμόζονται. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές, αμερόληπτες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες αυτούς στην Επιτροπή έως την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 και κοινοποιούν αμελλητί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση η οποία τους επηρεάζει.

Άρθρο 31

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Το παράρτημα V της οδηγίας 2004/49/ΕΚ εφαρμόζεται έως την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που χρειάζονται πιστοποίηση μεταξύ 15 Ιουνίου 2016 και 16 Ιουνίου 2019 υπάγονται στην οδηγία 2004/49/ΕΚ. Τα εν λόγω πιστοποιητικά ασφάλειας ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους.

3.   Το αργότερο από τις 16 Ιουνίου 2019, o Οργανισμός εκτελεί τα καθήκοντα πιστοποίησης δυνάμει του άρθρου 10 όσον αφορά τις περιοχές λειτουργίας στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ενημερώσει τον Οργανισμό ή την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10, οι εθνικές αρχές ασφάλειας των κρατών μελών τα οποία έχουν ενημερώσει τον Οργανισμό και την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 μπορούν να συνεχίσουν να εκδίδουν πιστοποιητικά σύμφωνα με την οδηγία 2004/49/ΕΚ, έως τις 16 Ιουνίου 2020.

Άρθρο 32

Συστάσεις και γνωμοδοτήσεις του Οργανισμού

Ο Οργανισμός προβαίνει σε συστάσεις και γνωμοδοτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/796 με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι εν λόγω συστάσεις και γνωμοδοτήσεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οσάκις η Ένωση εκδίδει νομικές πράξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 33

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να συμμορφωθούν με τα άρθρα 2, 3 και 4, τα άρθρα 8 έως 11, το άρθρο 12 παράγραφος 5, το άρθρο 15 παράγραφος 3, τα άρθρα 16 έως 19, το άρθρο 21 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 3 και 7, το άρθρο 24 παράγραφος 2, το άρθρο 26 παράγραφος 3 και τα παραρτήματα II και IΙΙ μέχρι τις 16 Ιουνίου 2019. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την περίοδο μεταφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για ένα έτος. Για τον σκοπό αυτόν, έως τις 16 Δεκεμβρίου 2018, τα κράτη μέλη που δεν έχουν θέσει σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις εντός της προθεσμίας μεταφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνουν σχετικά τον Οργανισμό και την Επιτροπή και παρέχουν αιτιολόγηση για την εν λόγω παράταση.

3.   Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτήν κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση ότι οι παραπομπές στις κείμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις της οδηγίας που καταργείται με την παρούσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο της παραπομπής και τον τρόπο διατύπωσης της δήλωσης.

4.   Οι υποχρεώσεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν για την Κύπρο και τη Μάλτα ενόσω δεν υπάρχει σιδηροδρομικό δίκτυο στο έδαφός τους.

Μόλις, όμως, δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας υποβάλει επίσημη αίτηση για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής προς εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας εντός δύο ετών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 34

Κατάργηση

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ, όπως τροποποιείται από τις οδηγίες που παρατίθενται στο παράρτημα IV μέρος Α, καταργείται από τις 16 Ιουνίου 2020, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα IV μέρος Β.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα V.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 11 Μαΐου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Μ. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J. A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα), και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, της 10ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ C 57 της 12.2.2016, σ. 64). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44).

(5)  Οδηγία (EE) 2016/797 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλέπε σ. 44 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/796 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 (βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Οδηγία 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος (ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(11)  Οδηγία 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 653/2007 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη χρήση κοινού ευρωπαϊκού εντύπου για τα πιστοποιητικά ασφάλειας και για τα έγγραφα της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και σχετικά με την εγκυρότητα των πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 153 της 14.6.2007, σ. 9).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1158/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης πιστοποιητικών σιδηροδρομικής ασφάλειας (ΕΕ L 326 της 10.12.2010, σ. 11).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 445/2011 της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, για σύστημα πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007 (ΕΕ L 122 της 11.5.2011, σ. 22).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΟΙΝΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Οι κοινοί δείκτες ασφάλειας (ΚΔΑ) αναφέρονται ετησίως από τις εθνικές αρχές ασφάλειας.

Εάν διαπιστωθούν νέα περιστατικά ή σφάλματα μετά την υποβολή της έκθεσης, οι δείκτες συγκεκριμένου έτους τροποποιούνται ή διορθώνονται από την εθνική αρχή ασφάλειας με την πρώτη ευκαιρία και, το αργότερο, στην επόμενη ετήσια έκθεση.

Στο προσάρτημα προβλέπονται κοινοί ορισμοί των ΚΔΑ και κοινές μέθοδοι υπολογισμού των οικονομικών συνεπειών των ατυχημάτων.

1.   Δείκτες σχετικοί με ατυχήματα

1.1.   Συνολικό και σχετικό (σε συρμοχιλιόμετρα) πλήθος σοβαρών ατυχημάτων και κατανομή τους ανά είδος ατυχήματος βάσει των ακόλουθων κατηγοριών:

σύγκρουση αμαξοστοιχίας με σιδηροδρομικό όχημα,

σύγκρουση αμαξοστοιχιών, με εμπόδιο εντός του διάκενου του εύρους των σιδηροτροχιών,

εκτροχιασμός αμαξοστοιχιών,

ατύχημα σε ισόπεδη διάβαση, καθώς και ατύχημα με πεζούς σε ισόπεδη διάβαση, και νέα κατανομή για τους πέντε τύπους ισόπεδων διαβάσεων που ορίζονται στο σημείο 6.2,

ατύχημα που προκαλείται σε άτομα από κινούμενο τροχαίο υλικό, με εξαίρεση τις αυτοκτονίες και τις απόπειρες αυτοκτονίας,

πυρκαγιές σε τροχαίο υλικό,

άλλο.

Κάθε σοβαρό ατύχημα αναφέρεται με τον τύπο του πρωτογενούς ατυχήματος, ακόμη και όταν οι συνέπειες του δευτερογενούς ατυχήματος είναι σοβαρότερες (π.χ. πυρκαγιά λόγω εκτροχιασμού).

1.2.   Συνολικό και σχετικό (σε συρμοχιλιόμετρα) πλήθος σοβαρά τραυματισμένων και νεκρών ανά είδος ατυχήματος, με κατανομή τους βάσει των ακόλουθων κατηγοριών:

επιβάτης (και ως προς το σύνολο επιβατοχιλιομέτρων και επιβατοσυρμοχιλιομέτρων),

υπάλληλος ή εργολήπτης,

χρήστης ισόπεδης διάβασης,

άτομο μη εξουσιοδοτημένο να βρίσκεται σε σιδηροδρομικούς χώρους,

άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε αποβάθρα,

άλλο πρόσωπο που δεν βρίσκεται σε αποβάθρα.

2.   Δείκτες σχετικοί με επικίνδυνα εμπορεύματα

Συνολικό και σχετικό (σε συρμοχιλιόμετρα) πλήθος ατυχημάτων που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, με κατανομή τους βάσει των ακόλουθων κατηγοριών:

ατύχημα στο οποίο ενέχεται τουλάχιστον ένα σιδηροδρομικό όχημα που μεταφέρει επικίνδυνα εμπορεύματα, όπως ορίζονται στο προσάρτημα,

πλήθος τέτοιων ατυχημάτων, κατά τα οποία ελευθερώνονται επικίνδυνα εμπορεύματα.

3.   Δείκτες σχετικοί με αυτοκτονίες

Συνολικό και σχετικό (σε συρμοχιλιόμετρα) πλήθος αυτοκτονιών και αποπειρών αυτοκτονίας.

4.   Δείκτες σχετικοί με πρόδρομους παράγοντες ατυχημάτων

Συνολικό και σχετικό (σε συρμοχιλιόμετρα) πλήθος πρόδρομων παραγόντων ατυχημάτων και κατανομή τους ανά είδος πρόδρομου παράγοντα ατυχήματος, ως εξής:

σιδηροτροχιές που έχουν υποστεί ρήξη,

παραμόρφωση και άλλη απευθυγράμμιση τροχιάς,

αστοχίες σηματοδότησης λόγω τοποθέτησης σε λάθος πλευρά,

παραβίαση σηματοδότη κατά τη διέλευση από επικίνδυνο σημείο,

παραβίαση σηματοδότη χωρίς διέλευση από επικίνδυνο σημείο,

τροχός χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού που έχει υποστεί ρήξη,

άξονας σε τροχαίο υλικό σε λειτουργία που έχει υποστεί ρήξη.

Όλοι οι πρόδρομοι παράγοντες πρέπει να αναφέρονται, ασχέτως αν οδήγησαν σε ατύχημα. (Ένας πρόδρομος παράγοντας που οδήγησε σε σοβαρό ατύχημα αναφέρεται επίσης στους δείκτες για τους πρόδρομους παράγοντες· ένας πρόδρομος παράγοντας που δεν οδήγησε σε σοβαρό ατύχημα αναφέρεται μόνο στους δείκτες για τους πρόδρομους παράγοντες).

5.   Δείκτες για τον υπολογισμό των οικονομικών επιπτώσεων των ατυχημάτων

Συνολικό κόστος σε ευρώ και σχετικό κόστος (σε συρμοχιλιόμετρα):

πλήθος θανάτων και σοβαρών τραυματισμών επί την τιμή πρόληψης απώλειας (ΤΠΑ) (Value of Preventing a Casualty (VPC)),

κόστος της ζημίας στο περιβάλλον,

κόστος υλικών ζημιών στο τροχαίο υλικό ή στην υποδομή,

κόστος των καθυστερήσεων συνεπεία ατυχημάτων.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας υποβάλλουν αναφορά για τις οικονομικές επιπτώσεις των σοβαρών ατυχημάτων.

Η ΤΠΑ είναι η τιμή που αποδίδει η κοινωνία στην πρόληψη μιας απώλειας και ως τέτοια δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για την αποζημίωση των μερών που ενέχονται σε ατυχήματα.

6.   Δείκτες σχετικοί με την τεχνική ασφάλεια της υποδομής και την εφαρμογή της

6.1.   Ποσοστό των τροχιών με συστήματα προστασίας αμαξοστοιχίας (TPS) σε λειτουργία και ποσοστό συρμοχιλιομέτρων με συστήματα TPS επί της αμαξοστοιχίας, εφόσον τα συστήματα αυτά παρέχουν:

ειδοποίηση,

ειδοποίηση και αυτόματη στάση,

ειδοποίηση και αυτόματη στάση καθώς και ασυνεχή επιτήρηση της ταχύτητας,

ειδοποίηση και αυτόματη στάση καθώς και συνεχή επιτήρηση της ταχύτητας.

6.2.   Πλήθος ισόπεδων διαβάσεων (συνολικά, ανά χιλιόμετρο γραμμής και ανά χιλιόμετρο τροχιάς) με βάση τους παρακάτω πέντε τύπους:

α)

παθητική ισόπεδη διάβαση

β)

ενεργή ισόπεδη διάβαση:

i)

χειροκίνητη·

ii)

αυτόματη με ειδοποίηση στην πλευρά του χρήστη·

iii)

αυτόματη με προστασία στην πλευρά του χρήστη·

iv)

με προστασία στην πλευρά του συρμού.

Προσαρτημα

Κοινοί ορισμοί των ΚΔΑ και μέθοδοι υπολογισμού των οικονομικών συνεπειών των ατυχημάτων

1.   Δείκτες σχετικοί με ατυχήματα

1.1.   Ως «σοβαρό ατύχημα» νοείται κάθε ατύχημα στο οποίο ενέχεται τουλάχιστον ένα εν κινήσει σιδηροδρομικό όχημα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τουλάχιστον ένα νεκρό ή σοβαρά τραυματισμένο άτομο ή σημαντικές ζημίες σε τροχαίο υλικό, στις τροχιές, σε άλλες εγκαταστάσεις ή στο περιβάλλον ή εκτεταμένη διαταραχή της κυκλοφορίας. Εξαιρούνται τα ατυχήματα σε συνεργεία, αποθήκες και αμαξοστάσια·

1.2.   ως «σημαντική ζημία σε τροχαίο υλικό, τροχιές, σε άλλες εγκαταστάσεις ή στο περιβάλλον» νοείται ζημία ίση προς ή μεγαλύτερη από 150 000 EUR·

1.3.   ως «εκτεταμένη διαταραχή της κυκλοφορίας» νοείται η αναστολή σιδηροδρομικών δρομολογίων σε κύρια σιδηροδρομική γραμμή επί έξι ώρες ή περισσότερο·

1.4.   ως «αμαξοστοιχία» νοούνται ένα ή περισσότερα σιδηροδρομικά οχήματα που έλκονται από μία ή περισσότερες μηχανές ή αυτοκινητάμαξες, ή μία αυτοκινητάμαξα που κυκλοφορεί μόνη της, με καθορισμένο αριθμό ή συγκεκριμένη ονομασία από ένα σταθερό σημείο αφετηρίας σε ένα σταθερό σημείο τέρματος· ελαφρά μηχανή, δηλαδή μηχανή που κυκλοφορεί μόνη της, θεωρείται αμαξοστοιχία·

1.5.   ως «σύγκρουση αμαξοστοιχίας με σιδηροδρομικό όχημα» νοείται μετωπική σύγκρουση ή σύγκρουση εμπρόσθιου άκρου αμαξοστοιχίας με οπίσθιο άκρο άλλης αμαξοστοιχίας ή πλευρική σύγκρουση μέρους αμαξοστοιχίας και άλλης αμαξοστοιχίας ή σιδηροδρομικού οχήματος, ή τροχαίου υλικού σε ελιγμό·

1.6.   ως «σύγκρουση αμαξοστοιχίας με εμπόδια εντός της ελεύθερης διατομής των τροχιών» νοείται σύγκρουση μέρους αμαξοστοιχίας με αντικείμενα σταθερά ή προσωρινά υπάρχοντα στη τροχιά ή κοντά σε αυτήν (εξαιρουμένων των ισόπεδων διαβάσεων, εφόσον τα αντικείμενα αυτά έχουν απολεσθεί από διερχόμενο όχημα ή χρήστη). Συμπεριλαμβάνεται η σύγκρουση με εναέριες γραμμές επαφής·

1.7.   ως «εκτροχιασμός αμαξοστοιχίας» νοείται κάθε περίπτωση κατά την οποία τουλάχιστον ένας τροχός αμαξοστοιχίας εκτρέπεται από τροχιά·

1.8.   ως «ατύχημα σε ισόπεδη διάβαση» νοείται ατύχημα σε ισόπεδη διάβαση στο οποίο ενέχονται τουλάχιστον ένα σιδηροδρομικό όχημα και ένα ή περισσότερα διερχόμενα οχήματα, άλλοι διερχόμενοι χρήστες όπως πεζοί ή άλλα αντικείμενα προσωρινά υπάρχοντα επί της τροχιάς ή κοντά σε αυτήν, εφόσον έχουν απολεσθεί από διερχόμενο όχημα ή χρήστη·

1.9.   ως «ατύχημα που προκαλείται σε άτομα από τροχαίο υλικό εν κινήσει» νοείται ατύχημα που προκαλείται σε ένα ή περισσότερα άτομα, τα οποία είτε χτυπήθηκαν από σιδηροδρομικό όχημα είτε από αντικείμενο προσαρτημένο στο όχημα ή που αποσπάστηκε από αυτό. Συμπεριλαμβάνονται άτομα που πέφτουν από σιδηροδρομικά οχήματα και άτομα επιβιβασμένα σε οχήματα που πέφτουν ή χτυπούν από ανεξέλεγκτα αντικείμενα·

1.10.   ως «πυρκαγιά σε τροχαίο υλικό» νοείται πυρκαγιά ή έκρηξη που σημειώνεται σε σιδηροδρομικό όχημα (και στο φορτίο του) κατά την κυκλοφορία του μεταξύ του σταθμού αναχώρησης και του σταθμού προορισμού, κατά τη στάση του στον σταθμό αναχώρησης ή προορισμού ή σε ενδιάμεσες στάσεις, καθώς και κατά τις κινήσεις του σε σταθμούς διαλογής·

1.11.   ως «άλλοι τύποι (ατυχήματος)» νοούνται όλα τα ατυχήματα εκτός από τη σύγκρουση αμαξοστοιχίας με σιδηροδρομικό όχημα, τη σύγκρουση αμαξοστοιχίας με εμπόδιο εντός της ελεύθερης διατομής των σιδηροτροχιών, τον εκτροχιασμό αμαξοστοιχίας, το ατύχημα σε ισόπεδη διάβαση, το ατύχημα που προκαλείται σε άτομα από τροχαίο υλικό εν κινήσει και την πυρκαγιά σε τροχαίο υλικό·

1.12.   ως «επιβάτης» νοείται κάθε άτομο, εκτός από τα μέλη του πληρώματος, που ταξιδεύει με σιδηροδρομικό όχημα. Αποκλειστικά στις στατιστικές ατυχημάτων συμπεριλαμβάνονται οι επιβάτες που επιχειρούν να επιβιβαστούν/αποβιβαστούν σε/από τρένο εν κινήσει·

1.13.   ως «υπάλληλος ή εργολήπτης» νοείται κάθε πρόσωπο του οποίου η απασχόληση συνδέεται με σιδηρόδρομο και το οποίο είναι σε ώρα εργασίας κατά τη στιγμή του ατυχήματος. Συμπεριλαμβάνονται το προσωπικό των εργολάβων και οι αυτοαπασχολούμενοι εργολάβοι, το πλήρωμα της αμαξοστοιχίας και τα πρόσωπα που χειρίζονται τροχαίο υλικό και εγκαταστάσεις υποδομής·

1.14.   ως «χρήστης ισόπεδης διάβασης» νοείται κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιεί ισόπεδη διάβαση για να διασχίσει σιδηροδρομική γραμμή με οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς ή πεζή·

1.15.   ως «άτομο μη εξουσιοδοτημένο να βρίσκεται σε σιδηροδρομικούς χώρους» νοείται κάθε πρόσωπο του οποίου η παρουσία απαγορεύεται σε σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, εξαιρουμένων των χρηστών ισόπεδων διαβάσεων·

1.16.   ως «άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε αποβάθρα» νοείται κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε αποβάθρα και δεν ορίζεται ως «επιβάτης», «υπάλληλος ή εργολήπτης», «χρήστης ισόπεδης διάβασης», «άλλο πρόσωπο που δεν βρίσκεται σε αποβάθρα» ή «άτομο μη εξουσιοδοτημένο να βρίσκεται σε σιδηροδρομικούς χώρους»·

1.17.   ως «άλλο πρόσωπο που δεν βρίσκεται σε αποβάθρα» νοείται κάθε πρόσωπο που δεν βρίσκεται σε αποβάθρα και δεν ορίζεται ως «επιβάτης», «υπάλληλος ή εργολήπτης», «χρήστης ισόπεδης διάβασης», «άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε αποβάθρα» ή «άτομο μη εξουσιοδοτημένο να βρίσκεται σε σιδηροδρομικούς χώρους»·

1.18.   ως «νεκρός» νοείται κάθε άτομο που σκοτώνεται ακαριαία ή πεθαίνει εντός 30 ημερών λόγω ατυχήματος, εξαιρουμένων των αυτοκτονιών·

1.19.   ως «σοβαρά τραυματισμένος» νοείται κάθε τραυματίας ο οποίος νοσηλεύεται σε νοσοκομείο για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών λόγω ατυχήματος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων απόπειρας αυτοκτονίας.

2.   Δείκτες σχετικοί με επικίνδυνα εμπορεύματα

2.1.   Ως «ατύχημα στο οποίο ενέχεται η μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων» νοείται ατύχημα ή περιστατικό που πρέπει να αναφερθεί σύμφωνα με το άρθρο 1.8.5 των κανονισμών RID (1)/ADR·

2.2.   ως «επικίνδυνα εμπορεύματα» νοούνται ουσίες και είδη των οποίων η μεταφορά απαγορεύεται από τους κανονισμούς RID ή επιτρέπεται μόνον υπό τους όρους που προβλέπονται σε αυτούς.

3.   Δείκτες σχετικοί με αυτοκτονίες

3.1.   Ως «αυτοκτονία» νοείται ενέργεια σκόπιμου αυτοτραυματισμού που καταλήγει σε θάνατο, όπως καταχωρίζεται και ταξινομείται από την αρμόδια εθνική αρχή·

3.2.   ως «απόπειρα αυτοκτονίας» νοείται ενέργεια σκόπιμου αυτοτραυματισμού που καταλήγει σε σοβαρό τραυματισμό.

4.   Δείκτες σχετικοί με πρόδρομους παράγοντες ατυχημάτων

4.1.   Ως «σιδηροτροχιά που έχει υποστεί ρήξη» νοείται κάθε σιδηροτροχιά που έχει διαχωριστεί σε δύο ή περισσότερα κομμάτια ή κάθε σιδηροτροχιά από την οποία αποσπάται μεταλλικό κομμάτι, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κενού μήκους άνω των 50 mm και βάθους άνω των 10 mm στην επιφάνεια κύλισης·

4.2.   ως «παραμόρφωση ή άλλη απευθυγράμμιση τροχιάς» νοείται κάθε ελάττωμα συνδεόμενο με τη συνέχεια και τη γεωμετρία τροχιάς το οποίο απαιτεί τη θέση της τροχιάς εκτός λειτουργίας ή την άμεση μείωση της επιτρεπόμενης ταχύτητας·

4.3.   ως «αστοχία σηματοδότησης λόγω τοποθέτησης σε λάθος πλευρά» νοείται κάθε τεχνική αστοχία του συστήματος σηματοδότησης (είτε στην υποδομή είτε στο τροχαίο υλικό), η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σηματοδότηση πληροφοριών λιγότερο περιοριστικών από τα απαιτούμενα·

4.4.   ως «παραβίαση σηματοδότη κατά τη διέλευση από επικίνδυνο σημείο» νοείται κάθε περίπτωση που οποιοδήποτε μέρος αμαξοστοιχίας υπερβαίνει εγκεκριμένη κίνησή της και κινείται πέρα από το επικίνδυνο σημείο·

4.5.   ως «παραβίαση σηματοδότη χωρίς διέλευση από επικίνδυνο σημείο» νοείται κάθε περίπτωση που οποιοδήποτε μέρος αμαξοστοιχίας υπερβαίνει εγκεκριμένη κίνησή της αλλά δεν κινείται πέρα από το επικίνδυνο σημείο.

Ως μη εγκεκριμένη κίνηση, όπως αναφέρεται στα σημεία 4.4 και 4.5 ανωτέρω, νοείται:

η παραβίαση παρατρόχιου έγχρωμου σήματος ή απαγορευτικού σήματος σημαφόρου, ή εντολής STOP, σε γραμμές στις οποίες δεν λειτουργεί σύστημα προστασίας αμαξοστοιχίας (TPS),

η παραβίαση της λήξης έγκρισης κίνησης σχετικής με την ασφάλεια από το σύστημα TPS,

η παραβίαση σημείου που κοινοποιήθηκε με προφορική ή γραπτή έγκριση, όπως ορίζεται στους κανονισμούς,

η παραβίαση πινακίδων στάσης (δεν περιλαμβάνονται οι προστατευτικοί προσκρουστήρες) ή σημάτων διά χειρών και βραχιόνων.

Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οχήματα μη συνδεδεμένα με μονάδες έλξης ή αμαξοστοιχίες χωρίς επιτήρηση τίθενται σε κίνηση και παραβιάζουν απαγορευτικό σήμα, δεν περιλαμβάνονται. Δεν περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, για οποιοδήποτε λόγο, το σήμα δεν μετατρέπεται έγκαιρα σε απαγορευτικό ώστε να είναι σε θέση ο μηχανοδηγός να σταματήσει την αμαξοστοιχία πριν τον σηματοδότη.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας μπορούν να υποβάλλουν χωριστά αναφορά για τους τέσσερις δείκτες της μη εγκεκριμένης κίνησης που απαριθμούνται στις περιπτώσεις του παρόντος σημείου και πρέπει να υποβάλλουν τουλάχιστον μια συγκεντρωτική αναφορά η οποία περιλαμβάνει στοιχεία και για τους τέσσερις δείκτες·

4.6.   ως «τροχός χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού, ο οποίος έχει υποστεί ρήξη» νοείται ρήξη σε τροχό η οποία δημιουργεί κίνδυνο ατυχήματος (εκτροχιασμό ή σύγκρουση)·

4.7.   ως «άξονας χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού, ο οποίος έχει υποστεί ρήξη» νοείται ρήξη σε άξονα η οποία δημιουργεί κίνδυνο ατυχήματος (εκτροχιασμό ή σύγκρουση).

5.   Κοινές μέθοδοι υπολογισμού των οικονομικών επιπτώσεων των ατυχημάτων

5.1.   Η τιμή πρόληψης απώλειας (ΤΠΑ) συνίσταται στα εξής:

1)

Αυτήν καθ' εαυτήν την αξία της ασφάλειας: τιμές βούλησης πληρωμής [ΤΒΠ —Willingness to Pay (WTP) values], βασιζόμενες σε μελέτες δεδηλωμένης προτίμησης που έχουν πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος όπου εφαρμόζονται.

2)

Άμεσο και έμμεσο οικονομικό κόστος: τιμές του κόστους βάσει εκτίμησης στο κράτος μέλος, οι οποίες συνίστανται στα εξής:

το κόστος περίθαλψης και αποκατάστασης,

τα δικαστικά έξοδα, το κόστος της αστυνομίας, το κόστος των ιδιωτικών ερευνών για τη σύγκρουση, το κόστος των υπηρεσιών άμεσης βοήθειας και το διοικητικό κόστος της ασφάλισης,

τις απώλειες παραγωγής: την αξία που αντιπροσωπεύουν για την κοινωνία τα εμπορεύματα και οι υπηρεσίες που θα μπορούσαν να είχαν παραχθεί από το οικείο πρόσωπο, εάν δεν είχε συμβεί το ατύχημα.

Κατά τον υπολογισμό του κόστους των απωλειών, οι θάνατοι και οι σοβαροί τραυματισμοί υπολογίζονται ξεχωριστά (διαφορετικές ΤΠΑ για απώλεια ζωής και σοβαρό τραυματισμό).

5.2.   Κοινές αρχές για την εκτίμηση της αξίας της ασφάλειας αυτής καθ' εαυτή και του άμεσου και/ή έμμεσου οικονομικού κόστους:

Για την αξία της ασφάλειας αυτής καθ' εαυτή, η αξιολόγηση κατά πόσον είναι ορθές οι διαθέσιμες εκτιμήσεις βασίζεται στα εξής:

οι εκτιμήσεις συνδέονται με σύστημα αποτίμησης της μείωσης του κινδύνου θνησιμότητας στις μεταφορές και να ακολουθούν προσέγγιση ΤΒΠ σύμφωνα με μεθόδους δεδηλωμένης προτίμησης,

το δείγμα των ερωτηθέντων που χρησιμοποιείται για τις τιμές είναι αντιπροσωπευτικό του αντίστοιχου πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, το δείγμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό της ηλικίας/κατανομής εισοδήματος, καθώς και άλλων σχετικών κοινωνικοοικονομικών και/ή δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού,

μέθοδο συναγωγής τιμών ΤΒΠ: η έρευνα σχεδιάζεται κατά τρόπο ώστε οι ερωτήσεις να είναι σαφείς/να έχουν νόημα για τους ερωτώμενους.

Το άμεσο και έμμεσο οικονομικό κόστος εκτιμάται με βάση το πραγματικό κόστος που αναλαμβάνει η κοινωνία.

5.3.   Ορισμοί

5.3.1.   Ως «κόστος της ζημίας στο περιβάλλον» νοείται το κόστος που αναλαμβάνουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές υποδομής, το οποίο εκτιμούν με βάση την πείρα τους, με σκοπό την επαναφορά της περιοχής που υπέστη τη ζημία στην προ του σιδηροδρομικού ατυχήματος κατάσταση·

5.3.2.   ως «κόστος υλικών ζημιών στο τροχαίο υλικό ή την υποδομή» νοείται το κόστος της προμήθειας νέου τροχαίου υλικού ή υποδομής, με τις ίδιες λειτουργικές δυνατότητες και τεχνικές παραμέτρους που είχε πριν υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, και το κόστος αποκατάστασης του τροχαίου υλικού ή της υποδομής που μπορεί να επισκευαστεί και να επανέλθει στην προ του ατυχήματος κατάσταση. Το ανώτερο κόστος εκτιμάται από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές υποδομής με βάση την πείρα τους. Συμπεριλαμβάνεται το κόστος χρονομίσθωσης τροχαίου υλικού, λόγω έλλειψης τροχαίου υλικού συνεπεία της ζημίας που υπέστησαν τα οχήματα·

5.3.3.   ως «κόστος των καθυστερήσεων συνεπεία ατυχημάτων» νοείται η χρηματική αξία των καθυστερήσεων που υφίστανται οι χρήστες των σιδηροδρομικών μεταφορών (επιβάτες και πελάτες των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών) λόγω ατυχήματος, η οποία υπολογίζεται με τον κάτωθι μαθηματικό τύπο:

 

VT = χρηματική αξία της εξοικονόμησης χρόνου μετακίνησης

 

Τιμή του χρόνου για έναν επιβάτη αμαξοστοιχίας (ανά ώρα)

 

VTP = [VT επιβατών που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς σκοπούς] * [μέσο ποσοστό μετακινούμενων εργαζομένων ανά έτος] [VT των μετακινούμενων μη εργαζομένων] * [μέσο ποσοστό μετακινούμενων μη εργαζομένων ανά έτος]

 

VTP μετρούμενη σε ευρώ ανά επιβάτη ανά ώρα

 

ως «επιβάτης που ταξιδεύει για επαγγελματικούς σκοπούς» νοείται ο επιβάτης που ταξιδεύει σε σχέση με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, εξαιρουμένων των μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και εργασίας.

 

Τιμή του χρόνου για μια εμπορική αμαξοστοιχία (μία ώρα)

 

VTF = [VT εμπορευματικών αμαξοστοιχιών] * [(τονοχιλιόμετρα)/(συρμοχιλιόμετρα)]

 

Η VTF μετράται σε ευρώ ανά τόνο φορτίου ανά ώρα

 

Μέσος όρος τόνων φορτίου που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς μέσα σε ένα έτος = (τονοχιλιόμετρα)/(συρμοχιλιόμετρα)

 

CM = κόστος 1 λεπτού καθυστέρησης μιας αμαξοστοιχίας

 

Επιβατικές αμαξοστοιχίες

 

CMP = K1 * (VT P /60) * [(επιβατοχιλιόμετρα)/(συρμοχιλιόμετρα)]

 

Μέσος αριθμός επιβατών που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς μέσα σε ένα έτος = (επιβατοχιλιόμετρα)/(συρμοχιλιόμετρα)

 

Εμπορευματικές αμαξοστοιχίες

 

CMF = K 2 * (VT F /60)

 

Οι συντελεστές K1 και K2 υπεισέρχονται μεταξύ της τιμής του χρόνου και της τιμής της καθυστέρησης, σύμφωνα με τις μελέτες δεδηλωμένης προτίμησης, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ότι η απώλεια χρόνου λόγω των καθυστερήσεων εκλαμβάνεται πολύ πιο αρνητικά από τον συνήθη χρόνο μετακίνησης.

 

Κόστος των καθυστερήσεων εξαιτίας ατυχήματος = CMP * (σε πρώτα λεπτά για καθυστέρηση επιβατικών αμαξοστοιχιών) CMF * (σε πρώτα λεπτά για καθυστέρηση εμπορευματικών αμαξοστοιχιών)

 

Πεδίο εφαρμογής του μοντέλου

 

Το κόστος των καθυστερήσεων υπολογίζεται για τα σοβαρά ατυχήματα ως εξής:

πραγματικός χρόνος καθυστέρησης στις σιδηροδρομικές γραμμές όπου συνέβη το ατύχημα, όπως αυτή μετράται στον τερματικό σταθμό,

πραγματικός χρόνος καθυστέρησης ή, εφόσον δεν είναι δυνατόν, εκτιμώμενος χρόνος καθυστέρησης σε άλλες θιγόμενες γραμμές.

6.   Δείκτες σχετικοί με την τεχνική ασφάλεια της υποδομής και την εφαρμογή της

6.1.   Ως «σύστημα προστασίας αμαξοστοιχίας (TPS)» νοείται σύστημα που βοηθά την ενίσχυση της υπακοής στα σήματα και στους περιορισμούς ταχύτητας·

6.2.   ως «συστήματα επί του οχήματος» νοούνται συστήματα που παρέχουν βοήθεια στον μηχανοδηγό ώστε να παρατηρεί την παρατρόχια σηματοδότηση και τη σηματοδότηση θαλάμου οδήγησης και, κατά συνέπεια, εξασφαλίζουν προστασία σε επικίνδυνα σημεία και την επιβολή ορίων ταχύτητας. Τα συστήματα TPS επί της αμαξοστοιχίας περιγράφονται ως εξής:

α)

Ειδοποίηση, με αυτόματη ειδοποίηση του μηχανοδηγού.

β)

Ειδοποίηση και αυτόματη στάση, με αυτόματη ειδοποίηση του μηχανοδηγού και αυτόματη ακινητοποίηση κατά τη διέλευση από απαγορευτικό σήμα.

γ)

Ειδοποίηση και αυτόματη στάση καθώς και ασυνεχής επιτήρηση της ταχύτητας, με παροχή προστασίας σε επικίνδυνα σημεία· ως «ασυνεχής επιτήρηση της ταχύτητας» νοείται επιτήρηση της ταχύτητας σε ορισμένες θέσεις (ενέδρες ταχύτητας) κατά την προσέγγιση ενός σήματος.

δ)

Ειδοποίηση και αυτόματη στάση καθώς και συνεχής επιτήρηση της ταχύτητας, με παροχή προστασίας σε επικίνδυνα σημεία και συνεχή επιτήρηση των ορίων ταχύτητας της σιδηροδρομικής γραμμής· ως «συνεχής επιτήρηση της ταχύτητας» νοείται συνεχής ένδειξη και επιβολή της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας-στόχου για όλα τα τμήματα της γραμμής.

Ο τύπος δ) θεωρείται σύστημα αυτόματης προστασίας αμαξοστοιχιών (ΑΠΑ),

6.3.   ως «ισόπεδη διάβαση» νοείται κάθε ισόπεδη διασταύρωση οδού ή οδού διέλευσης και σιδηροδρομικής γραμμής, αναγνωρισμένη από τον διαχειριστή υποδομής και ανοικτή στο κοινό ή σε ιδιώτες χρήστες. Οι οδοί διέλευσης που συνδέουν αποβάθρες σε σιδηροδρομικούς σταθμούς εξαιρούνται, καθώς και οι διαβάσεις άνωθεν τροχιών για την αποκλειστική διέλευση των εργαζομένων·

6.4.   ως «οδός» νοείται, για τους σκοπούς των στατιστικών στοιχείων που αφορούν τα σιδηροδρομικά ατυχήματα, κάθε δημόσια ή ιδιωτική οδός ή εθνική οδός, συμπεριλαμβανομένων των πεζοδρόμων και παρακείμενων ποδηλατολωρίδων·

6.5.   ως «δίοδος» νοείται κάθε δρόμος, πλην της οδού, για τη διέλευση ανθρώπων, ζώων, οχημάτων ή μηχανημάτων·

6.6.   ως «παθητική ισόπεδη διάβαση» νοείται ισόπεδη διάβαση στην οποία δεν προβλέπεται η ενεργοποίηση κάποιου συστήματος ειδοποίησης ή προστασίας όταν δεν είναι ασφαλής η διάβαση για τον χρήστη·

6.7.   ως «ενεργή ισόπεδη διάβαση» νοείται ισόπεδη διασταύρωση στην οποία οι διερχόμενοι χρήστες προστατεύονται ή ειδοποιούνται, κατά την προσέγγιση αμαξοστοιχίας, με μέσα τα οποία ενεργοποιούνται όταν δεν είναι ασφαλής η διάβαση για τον χρήστη.

Προστασία του χρήστη με φυσικά μέσα, κυρίως:

μισά ή πλήρη δρύφακτα,

θύρες.

Προειδοποίηση με τη χρήση σταθερού εξοπλισμού σε ισόπεδες διαβάσεις:

ορατά μέσα: φώτα,

ακουστικά μέσα: κώδωνες, σειρήνες, κλάξον κ.λπ.

Οι ενεργές ισόπεδες διαβάσεις κατατάσσονται ως εξής:

α)

Χειροκίνητη: ισόπεδη διάβαση, στην οποία η προστασία στην πλευρά του χρήστη ή η ειδοποίηση ενεργοποιείται χειροκίνητα από σιδηροδρομικό υπάλληλο.

β)

Αυτόματη με ειδοποίηση στην πλευρά του χρήστη: ισόπεδη διάβαση, στην οποία η ειδοποίηση στην πλευρά του χρήστη ενεργοποιείται από την αμαξοστοιχία που προσεγγίζει.

γ)

Αυτόματη με προστασία στην πλευρά του χρήστη: ισόπεδη διάβαση, στην οποία η προστασία στην πλευρά του χρήστη ενεργοποιείται από την αμαξοστοιχία που προσεγγίζει. Περιλαμβάνεται ισόπεδη διάβαση η οποία έχει συγχρόνως προστασία και ειδοποίηση στην πλευρά του χρήστη.

δ)

Με προστασία στην πλευρά του συρμού: ισόπεδη διάβαση, στην οποία ένα σήμα ή άλλο σύστημα προστασίας αμαξοστοιχίας επιτρέπει τη διέλευση αμαξοστοιχίας μόνον εφόσον η ισόπεδη διάβαση είναι πλήρως προστατευμένη στην πλευρά του χρήστη και εφόσον δεν υπάρχει παρείσφρηση.

7.   Ορισμοί των μονάδων μέτρησης

7.1.   Ως «συρμοχιλιόμετρο» νοείται μονάδα μέτρησης που αντιπροσωπεύει τη μετακίνηση αμαξοστοιχίας σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Η απόσταση που χρησιμοποιείται είναι, ει δυνατόν, η πραγματικά διανυθείσα απόσταση, ειδάλλως χρησιμοποιείται η κανονική απόσταση δικτύου μεταξύ των τόπων αναχώρησης και προορισμού. Λαμβάνεται υπόψη μόνο η απόσταση που διανύεται στην εθνική επικράτεια του δηλούντος κράτους·

7.2.   ως «επιβατοχιλιόμετρο» νοείται μονάδα μέτρησης που αντιπροσωπεύει τη σιδηροδρομική μεταφορά ενός επιβάτη σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Λαμβάνεται υπόψη μόνο η απόσταση που διανύεται στην εθνική επικράτεια του δηλούντος κράτους·

7.3.   ως «γραμμοχιλιόμετρο» νοείται το μήκος, σε χιλιόμετρα, του σιδηροδρομικού δικτύου στα κράτη μέλη, του οποίου η έκταση καθορίζεται στο άρθρο 2. Για σιδηροδρομικές γραμμές πολλαπλής τροχιάς, λαμβάνεται υπόψη μόνον η απόσταση μεταξύ των τόπων αναχώρησης και προορισμού·

7.4.   ως «τροχιοχιλιόμετρο» νοείται το μήκος, σε χιλιόμετρα, του σιδηροδρομικού δικτύου στα κράτη μέλη, του οποίου η έκταση καθορίζεται στο άρθρο 2. Λαμβάνεται υπόψη κάθε τροχιά των σιδηροδρομικών γραμμών πολλαπλής τροχιάς.


(1)  RID, Κανονισμοί για τη διεθνή σιδηροδρομική μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων, όπως έχουν εγκριθεί σύμφωνα με την οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Οι εθνικοί κανόνες ασφάλειας που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) περιλαμβάνουν:

1.

κανόνες που αφορούν τους υφιστάμενους εθνικούς στόχους ασφάλειας και τις μεθόδους ασφάλειας·

2.

κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις για τα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας και την πιστοποίηση ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων·

3.

κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού δικτύου που δεν καλύπτονται ακόμα από ΤΠΔ, μεταξύ των οποίων κανόνες που αφορούν το σύστημα σηματοδότησης και διαχείρισης της κυκλοφορίας·

4.

κανόνες στο πλαίσιο των οποίων θεσπίζονται οι απαιτήσεις για τις πρόσθετες εσωτερικές ρυθμίσεις λειτουργίας (εταιρικούς κανόνες) που πρέπει να καθοριστούν από τους διαχειριστές υποδομής και τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις·

5.

κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις για το προσωπικό που εκτελεί κρίσιμα καθήκοντα ασφάλειας, μεταξύ των οποίων κριτήρια επιλογής, καλή ιατρική κατάσταση και επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και πιστοποίηση, εφόσον δεν καλύπτονται από ΤΠΔ·

6.

κανόνες σχετικά με τη διερεύνηση των ατυχημάτων και συμβάντων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΥΣΦ Ή ΑΙΤΗΣΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΕ ΤΡΙΤΟΥΣ ΑΠΟ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΦΟΡΕΑ

Πρέπει να τεκμηριώνονται όλες οι οικείες πτυχές της διαχείρισης του οργανισμού και να περιγράφεται κυρίως η κατανομή των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του οργανισμού και όταν συμμετέχουν υπεργολάβοι. Καταδεικνύεται πώς διασφαλίζεται από τη διαχείριση ο έλεγχος στα διάφορα επίπεδα, πώς συμμετέχουν το προσωπικό και οι εκπρόσωποί του σε όλα τα επίπεδα και πώς εξασφαλίζεται συνεχής βελτίωση.

Οι ακόλουθες βασικές απαιτήσεις ισχύουν για τις τέσσερις λειτουργίες ενός υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα (ΥΣΦ) που πρέπει να καλύπτονται από τον ίδιο τον οργανισμό ή με υπεργολαβική ανάθεση:

1.   Ηγετικός ρόλος— δέσμευση για την ανάπτυξη και εφαρμογή του συστήματος συντήρησης του οργανισμού και για τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του.

2.   Εκτίμηση κινδύνων— δομημένη προσέγγιση για την εκτίμηση των κινδύνων που συνδέονται με τη συντήρηση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που απορρέουν απευθείας από επιχειρησιακές διαδικασίες και δραστηριότητες άλλων οργανισμών ή προσώπων, και για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων ελέγχου των κινδύνων.

3.   Παρακολούθηση— δομημένη προσέγγιση για να εξασφαλίζεται ότι έχουν προβλεφθεί μέτρα ελέγχου των κινδύνων, τα οποία λειτουργούν σωστά και επιτυγχάνουν τους στόχους του οργανισμού.

4.   Συνεχής βελτίωση— δομημένη προσέγγιση για την ανάλυση των πληροφοριών που συλλέγονται μέσω της τακτικής παρακολούθησης, του ελέγχου ή άλλων συναφών πηγών και για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων για την άντληση διδαγμάτων και τη λήψη προληπτικών ή διορθωτικών μέτρων με σκοπό τη διατήρηση ή βελτίωση του επιπέδου ασφάλειας.

5.   Δομή και ευθύνη— δομημένη προσέγγιση για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των προσώπων και ομάδων με σκοπό την ασφαλή υλοποίηση των στόχων του οργανισμού στον τομέα της ασφάλειας.

6.   Διαχείριση της επάρκειας— δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι έχουν την απαιτούμενη επάρκεια για την επίτευξη των στόχων του οργανισμού με ασφάλεια, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα σε όλες τις περιστάσεις.

7.   Πληροφόρηση— δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει ότι οι σημαντικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των προσώπων που καλούνται να κρίνουν και να λάβουν αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού και που εξασφαλίζει την πληρότητα και ορθότητα των πληροφοριών.

8.   Τεκμηρίωση— δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα όλων των σχετικών πληροφοριών.

9.   Ανάθεση δραστηριοτήτων— δομημένη προσέγγιση για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη διαχείριση των δραστηριοτήτων που ανατίθενται υπεργολαβικά, ούτως ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι του οργανισμού και να καλύπτονται όλες οι ικανότητες και απαιτήσεις.

10.   Δραστηριότητες συντήρησης— δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει:

τον προσδιορισμό και την ορθή διαχείριση όλων των δραστηριοτήτων συντήρησης που επηρεάζουν την ασφάλεια και κρίσιμα για την ασφάλεια δομικά στοιχεία και τον προσδιορισμό όλων των αναγκαίων τροποποιήσεων των δραστηριοτήτων συντήρησης που επηρεάζουν την ασφάλεια, την ορθή τους διαχείριση βάσει της αποκτηθείσας πείρας και της εφαρμογής των κοινών μεθόδων ασφάλειας για την εκτίμηση κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) και την ορθή τους τεκμηρίωση,

τη συμμόρφωση προς τις βασικές απαιτήσεις διαλειτουργικότητας,

την υλοποίηση και τον έλεγχο των ειδικών εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και εργαλείων συντήρησης των οποίων η ανάπτυξη απαιτείται για τη διεκπεραίωση της συντήρησης,

την ανάλυση της αρχικής τεκμηρίωσης σχετικά με το όχημα για τη δημιουργία του πρώτου φακέλου συντήρησης και την ορθή εφαρμογή του φακέλου μέσω της εκπόνησης εντολών όσον αφορά τη συντήρηση,

ότι τα κατασκευαστικά στοιχεία (καθώς και τα ανταλλακτικά) χρησιμοποιούνται όπως ορίζεται στις εντολές συντήρησης και στα έγγραφα τεκμηρίωσης του προμηθευτή· η αποθήκευση, ο χειρισμός και η μεταφορά τους διενεργούνται καταλλήλως όπως ορίζεται στις εντολές συντήρησης και στα έγγραφα τεκμηρίωσης του προμηθευτή και συνάδουν προς τους οικείους εθνικούς και διεθνείς κανόνες καθώς και προς τις απαιτήσεις των σχετικών εντολών συντήρησης,

ότι προβλέπονται, προσδιορίζονται, παρέχονται, καταγράφονται και διατίθενται κατάλληλες και επαρκείς εγκαταστάσεις, εξοπλισμός και εργαλεία προκειμένου να επιτρέπεται η παροχή των υπηρεσιών συντήρησης σύμφωνα με τις οικείες εντολές και άλλες εφαρμοστέες προδιαγραφές, εξασφαλίζοντας την ασφαλή διεκπεραίωση της συντήρησης, την τήρηση των αρχών της εργονομίας και την προστασία της υγείας,

ότι ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός μέτρησης, όλες οι εγκαταστάσεις, ο εξοπλισμός και τα εργαλεία του χρησιμοποιούνται, βαθμονομούνται, φυλάσσονται και συντηρούνται ορθά σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες.

11.   Δραστηριότητες ελέγχου— δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει:

την απόσυρση των οχημάτων από τη λειτουργία για προγραμματισμένη συντήρηση, συντήρηση βάσει της κατάστασης ή διορθωτική συντήρηση σε εύθετο χρόνο ή οσάκις διαπιστώνονται ελαττώματα ή άλλες ανάγκες,

τα αναγκαία μέτρα ελέγχου της ποιότητας,

την εκτέλεση των καθηκόντων συντήρησης σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης και την έκδοση της ειδοποίησης επαναφοράς σε λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει ενδεχομένως περιορισμούς χρήσης,

ότι τυχόν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης κατά την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ατυχήματα, περιστατικά, αποσοβηθέντα ατυχήματα ή άλλα επικίνδυνα περιστατικά αναφέρονται, διερευνώνται και αναλύονται και ότι λαμβάνονται τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα σύμφωνα με την κοινή μέθοδο ασφάλειας για την παρακολούθηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ),

περιοδική διαδικασία εσωτερικού ελέγχου και παρακολούθησης σύμφωνα με την κοινή μέθοδο ασφάλειας για την παρακολούθηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της

(κατά το άρθρο 34)

Οδηγία 2004/49/ΕΚ

(ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44)

Οδηγία 2008/57/ΕΚ

(ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1)

Οδηγία 2008/110/ΕΚ

(ΕΕ L 345 της 23.12.2008, σ. 62)

Οδηγία 2009/149/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 313 της 28.11.2009, σ. 65)

Διορθωτικό 2004/49/ΕΚ

(ΕΕ L 220 της 21.6.2004, σ. 16)

Οδηγία 2014/88/ΕΕ της Επιτροπής

(ΕΕ L 201 της 10.7.2014, σ. 9)

ΜΕΡΟΣ B

Ημερομηνίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(κατά το άρθρο 34)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

2004/49/ΕΚ

30 Απριλίου 2006

2008/57/ΕΚ

19 Ιουλίου 2010

2008/110/ΕΚ

24 Δεκεμβρίου 2010

Οδηγία 2009/149/ΕΚτης Επιτροπής

18 Ιουνίου 2010

Οδηγία 2014/88/ΕΕ της Επιτροπής

30 Ιουλίου 2015


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 2004/49/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 13

Άρθρο 14α παράγραφοι 1 έως 7

Άρθρο 14

Άρθρο 14α παράγραφος 8

Άρθρο 15

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 21

Άρθρο 22

Άρθρο 22

Άρθρο 23

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 26

Άρθρο 27

Άρθρο 27

Άρθρο 28

Άρθρο 28

Άρθρο 29

Άρθρο 30

Άρθρο 31

Άρθρο 29

Άρθρο 32

Άρθρο 30

Άρθρο 31

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 33

Άρθρο 34

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 35

Άρθρο 36

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα V

Παράρτημα III


Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνώρισαν, στην κοινή πολιτική δήλωσή τους της 27ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με επεξηγηματικά έγγραφα, ότι η ενημέρωση της Επιτροπής στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο «πρέπει να είναι σαφής και ακριβής», ούτως ώστε η Επιτροπή να διευκολύνεται στην εκτέλεση του καθήκοντός της να επιβλέπει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, θα μπορούσαν να ήταν χρήσιμα επεξηγηματικά έγγραφα για τον σκοπό αυτό. Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της ότι το τελικό κείμενο δεν περιέχει διατάξεις για τον σκοπό αυτό.


  翻译: