ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
7 Ιουνίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/877 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων ( 1 )

226

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου ( 1 )

253

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ

296

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

7.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/876 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης που εκτυλίχθηκε το 2007-2008 η Ένωση υλοποίησε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Η μεταρρύθμιση αυτή βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε διεθνή πρότυπα που ενέκρινε το 2010 η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS), τα οποία είναι γνωστά με την ονομασία «πλαίσιο Βασιλεία ΙΙΙ». Μεταξύ των πολλών μέτρων, η δέσμη μεταρρύθμισης περιλάμβανε την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), που ενισχύουν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ιδρύματα).

(2)

Μολονότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει το οικονομικό σύστημα πιο σταθερό και ανθεκτικό έναντι πολλών τύπων πιθανών μελλοντικών κρίσεων, δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει πλήρως όλα τα διαπιστωμένα προβλήματα. Ένας σημαντικός λόγος γι' αυτό ήταν ότι οι διεθνείς φορείς καθορισμού προτύπων, όπως η BCBS και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ), δεν είχαν ακόμη ολοκληρώσει τις εργασίες τους σχετικά με τις διεθνώς συμφωνηθείσες λύσεις για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων. Τώρα που οι εν λόγω εργασίες για τις περαιτέρω σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν ολοκληρωθεί, τα εκκρεμή προβλήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.

(3)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Προς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης», της 24ης Νοεμβρίου 2015, αναγνώρισε την ανάγκη για περαιτέρω μείωση των κινδύνων και δεσμεύθηκε να υποβάλει μια νομοθετική πρόταση που θα βασίζεται στα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα. Η ανάγκη να ληφθούν περαιτέρω συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα για τη μείωση των κινδύνων στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει αναγνωριστεί από το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του, της 17ης Ιουνίου 2016, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του, της 10ης Μαρτίου 2016, με τίτλο «Τραπεζική Ένωση – Ετήσια έκθεση για το 2015» (6).

(4)

Τέτοια μέτρα περιορισμού των κινδύνων θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και την εμπιστοσύνη των αγορών σε αυτό, αλλά και να αποτελέσουν τη βάση για περαιτέρω πρόοδο στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει, επίσης, να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ευρύτερων προκλήσεων που επηρεάζουν την οικονομία της Ένωσης, ιδίως της ανάγκης προώθησης της ανάπτυξης και της απασχόλησης σε περιόδους με αβέβαιες οικονομικές προοπτικές. Στο εν λόγω πλαίσιο, έχουν δρομολογηθεί διάφορες σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη και η Ένωση Κεφαλαιαγορών, με σκοπό να ενισχυθεί η οικονομία της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό όλα τα μέτρα μείωσης του κινδύνου να αλληλεπιδρούν ομαλά με τις εν λόγω πρωτοβουλίες πολιτικής, καθώς και με τις ευρύτερες πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

(5)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι ισοδύναμες προς τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα και να διασφαλίζουν τη διαρκή ισοδυναμία της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με το πλαίσιο Βασιλεία ΙΙΙ. Οι στοχευμένες προσαρμογές, με στόχο να αποτυπώνονται οι ιδιαιτερότητες της Ένωσης και τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα, θα πρέπει να περιορίζονται ως προς το πεδίο εφαρμογής ή προς τον χρόνο, ώστε να μην επηρεάζεται η συνολική ευρωστία του πλαισίου προληπτικής εποπτείας.

(6)

Τα υφιστάμενα μέτρα περιορισμού των κινδύνων και, ιδίως, οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης θα πρέπει, επίσης, να βελτιωθούν, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να εφαρμόζονται με πιο αναλογικό τρόπο και ότι δεν δημιουργούν υπερβολικό φόρτο συμμόρφωσης, ιδίως για τα μικρότερα και λιγότερο πολύπλοκα ιδρύματα.

(7)

Για να επιτευχθούν στοχευμένες απλουστεύσεις των απαιτήσεων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας απαιτείται ακριβής ορισμός των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων. Ένα ενιαίο και απόλυτο όριο δεν λαμβάνει υπόψη, από μόνο του, τις ιδιαιτερότητες των εθνικών τραπεζικών αγορών. Συνεπώς, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να ευθυγραμμίσουν το όριο αυτό με τα εθνικά δεδομένα και να το προσαρμόσουν προς τα κάτω, κατά περίπτωση. Επειδή το μέγεθος ενός ιδρύματος δεν αποτελεί από μόνο του καθοριστικό παράγοντα για τα χαρακτηριστικά κινδύνου του, είναι επίσης απαραίτητη η εφαρμογή πρόσθετων ποιοτικών κριτηρίων για να διασφαλιστεί ότι ένα ίδρυμα θεωρείται μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα και μπορεί να επωφεληθεί από πιο αναλογικούς κανόνες εφόσον το ίδρυμα πληροί το σύνολο των σχετικών κριτηρίων.

(8)

Οι δείκτες μόχλευσης συμβάλλουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας έναντι των κεφαλαιακών απαιτήσεων με βάση τον κίνδυνο και περιορίζοντας τη συσσώρευση υπερβολικής μόχλευσης κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής ανάκαμψης. Η BCBS έχει αναθεωρήσει το διεθνές πρότυπο σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω ορισμένες πτυχές του σχεδιασμού του εν λόγω δείκτη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να εναρμονιστεί με το αναθεωρημένο πρότυπο, ώστε να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο για τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, αλλά λειτουργούν εκτός αυτής, και να διασφαλιστεί ότι ο εν λόγω δείκτης μόχλευσης εξακολουθεί να συνιστά αποτελεσματικό συμπλήρωμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστεί απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης, ώστε να συμπληρώνει το ισχύον σύστημα υποβολής αναφορών και τη δημοσιοποίηση του δείκτη μόχλευσης.

(9)

Προκειμένου να μην περιοριστεί χωρίς λόγο ο δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τα ιδρύματα και να αποτραπούν οι αδικαιολόγητες αρνητικές επιπτώσεις στη ρευστότητα της αγοράς, η απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης θα πρέπει να καθορίζεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να λειτουργεί ως αξιόπιστη ασπίδα προστασίας για τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, χωρίς να παρεμποδίζεται η οικονομική ανάπτυξη.

(10)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), στην έκθεσή της προς την Επιτροπή, της 3ης Αυγούστου 2016, σχετικά με την απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δείκτης μόχλευσης ως προς το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που βαθμονομείται σε 3 % για κάθε τύπο πιστωτικού ιδρύματος θα αποτελέσει αξιόπιστη λειτουργία προστασίας. Η απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης ύψους 3 % συμφωνήθηκε, επίσης, σε διεθνές επίπεδο από την BCBS. Η απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης θα πρέπει, ως εκ τούτου, να βαθμονομηθεί στο 3 %.

(11)

Η απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης ύψους 3 % αναμένεται να περιορίσει, ωστόσο, ορισμένα επιχειρηματικά μοντέλα και ορισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες περισσότερο από άλλες. Συγκεκριμένα, ο δημόσιος δανεισμός από δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και οι επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις θα επηρεαστούν δυσανάλογα. Ο δείκτης μόχλευσης, θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί για τα εν λόγω είδη ανοιγμάτων. Θα πρέπει, συνεπώς, να καθοριστούν σαφή κριτήρια που θα βοηθήσουν να αξιολογηθεί η δημόσια εντολή των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων και να καλυφθούν θέματα όπως η σύστασή τους, το είδος των δραστηριοτήτων τους, οι στόχοι τους, οι συμφωνίες εγγύησης από δημόσιους φορείς και οι περιορισμοί στις καταθετικές δραστηριότητες. Η μορφή και ο τρόπος εγκαταστάσεως αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να παραμένουν ωστόσο στη διακριτική ευχέρεια της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους, της περιφερειακής κυβέρνησης ή της τοπικής αρχής και μπορούν να συνίστανται στη δημιουργία νέου πιστωτικού ιδρύματος, την απόκτηση ή την εξαγορά, μεταξύ άλλων με παραχωρήσεις και στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης, της ήδη υφιστάμενης οντότητας από τις εν λόγω δημόσιες αρχές.

(12)

Ο δείκτης μόχλευσης δεν πρέπει, επίσης, να υπονομεύει την παροχή υπηρεσιών κεντρικής εκκαθάρισης από τα ιδρύματα σε πελάτες. Ως εκ τούτου, το αρχικό περιθώριο για κεντρικά εκκαθαριζόμενες συναλλαγές σε παράγωγα που λαμβάνουν τα ιδρύματα από τους πελάτες τους και που διαβιβάζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP) θα πρέπει να εξαιρεθούν από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος.

(13)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων έναντι κεντρικών τραπεζών από τον δείκτη μόχλευσης και προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των νομισματικών πολιτικών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν προσωρινά αυτά τα ανοίγματα από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος. Για τον σκοπό αυτόν, κατόπιν διαβούλευσης με την αντίστοιχη κεντρική τράπεζα, θα πρέπει να δημοσιοποιούν την ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων. Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης θα πρέπει να αναβαθμονομείται αναλόγως για να αντισταθμίζεται ο αντίκτυπος της εξαίρεσης. Με την αναβαθμονόμηση αυτή, θα πρέπει να διασφαλίζεται ο αποκλεισμός των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που επηρεάζουν τους αντίστοιχους τραπεζικούς τομείς και η διατήρηση της ανθεκτικότητας που παρέχεται από τον δείκτη μόχλευσης.

(14)

Ενδείκνυται η εφαρμογή απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII) σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ και με το πρότυπο της BCBS σχετικά με απόθεμα ασφαλείας του δείκτη μόχλευσης για παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες (G-SIB) που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2017. Το απόθεμα ασφαλείας του δείκτη μόχλευσης βαθμονομήθηκε από την BCBS ειδικά με σκοπό να μετριαστούν οι συγκριτικά μεγαλύτεροι κίνδυνοι που θέτουν οι G-SIB για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και, σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα G-SII σε αυτό το στάδιο. Ωστόσο, θα πρέπει να διενεργηθεί περαιτέρω ανάλυση προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ενδείκνυται η εφαρμογή της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης σε άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (O-SII), όπως ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, και εάν ναι, με ποιον τρόπο θα πρέπει να προσαρμοστεί η βαθμονόμηση στα ειδικά χαρακτηριστικά των εν λόγω ιδρυμάτων.

(15)

Στις 9 Νοεμβρίου 2015, το ΣΧΣ δημοσίευσε το έγγραφο με τους όρους λειτουργίας (Term Sheet) της συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC) («πρότυπο TLAC»), που εγκρίθηκε από την ομάδα G20 στη σύνοδο κορυφής η οποία διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2015 στην Τουρκία. Το πρότυπο TLAC απαιτεί οι G-SIB να διαθέτουν επαρκή αριθμό (διασώσιμων) υποχρεώσεων που διακρίνονται από υψηλό βαθμό απορρόφησης ζημιών, προκειμένου να διασφαλίζουν την ομαλή και ταχεία απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση σε περίπτωση εξυγίανσης. Το πρότυπο TLAC θα πρέπει να εφαρμοστεί στο δίκαιο της Ένωσης.

(16)

Η εφαρμογή του προτύπου TLAC στο δίκαιο της Ένωσης είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη την ισχύουσα ελάχιστη ειδική για ιδρύματα απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), που καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Δεδομένου ότι το πρότυπο MREL και οι MREL επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης των ζημιών, οι δύο απαιτήσεις θα πρέπει να αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ενός κοινού πλαισίου. Από λειτουργική άποψη, το εναρμονισμένο ελάχιστο πρότυπο TLAC θα πρέπει να θεσπιστεί στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μέσω νέας απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, ενώ η ειδική για ιδρύματα προσαύξηση για τα G-SII και η ειδική για ιδρύματα απαίτηση για τα ιδρύματα που δεν είναι G-SII θα πρέπει να θεσπιστούν με στοχευμένες τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Οι διατάξεις που θεσπίζουν το πρότυπο TLAC στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να εξετάζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις που θεσπίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και με την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(17)

Σύμφωνα με το πρότυπο TLAC που καλύπτει μόνο τις τράπεζες G-SIB, η ελάχιστη απαίτηση για επαρκές ποσό ιδίων κεφαλαίων και υποχρεώσεων υψηλής απορρόφησης ζημιών που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στα G-SII. Ωστόσο, οι κανόνες όσον αφορά τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ισχύουν για όλα τα ιδρύματα, σύμφωνα με τις συμπληρωματικές προσαρμογές και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(18)

Σύμφωνα με το πρότυπο TLAC, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες εξυγίανσης που είτε αποτελούν οι ίδιες G-SII ή αποτελούν μέρος ομίλου που προσδιορίζεται ως G-SII. Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων θα πρέπει να ισχύει σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα αν οι εν λόγω οντότητες εξυγίανσης συνιστούν ανεξάρτητα ιδρύματα χωρίς θυγατρικές ή μητρικές επιχειρήσεις.

(19)

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ επιτρέπει να χρησιμοποιηθούν εργαλεία εξυγίανσης όχι μόνο για τα ιδρύματα, αλλά και για τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα πρέπει επομένως να διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών όπως και τα μητρικά ιδρύματα.

(20)

Με σκοπό να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, είναι σημαντικό τα μέσα που κατέχονται για την τήρηση της απαίτησης αυτής να διαθέτουν υψηλή ικανότητα απορρόφησης των ζημιών. Οι υποχρεώσεις που εξαιρούνται από το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ δεν έχουν αυτή την ικανότητα, ούτε οι άλλες υποχρεώσεις που, αν και καταρχήν είναι χρησιμοποιήσιμες για διάσωση με ίδια μέσα, ενδέχεται να δημιουργούν δυσκολίες στην πράξη για διάσωση με ίδια μέσα. Οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν θα πρέπει επομένως να θεωρούνται επιλέξιμες για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Από την άλλη πλευρά, τα κεφαλαιακά μέσα, καθώς και οι υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, διαθέτουν υψηλή ικανότητα απορρόφησης των ζημιών. Επίσης, η δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών από υποχρεώσεις που έχουν την ίδια προτεραιότητα με ορισμένες εξαιρούμενες υποχρεώσεις θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως έναν ορισμένο βαθμό, σύμφωνα με το πρότυπο TLAC.

(21)

Με σκοπό την αποφυγή της διπλής καταμέτρησης των υποχρεώσεων για τους σκοπούς της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την αφαίρεση των συμμετοχών σε στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων που αντικατοπτρίζουν την αντίστοιχη προσέγγιση αφαίρεσης που αναπτύχθηκε ήδη στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τα κεφαλαιακά μέσα. Σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, οι συμμετοχές σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων θα πρέπει προηγουμένως να αφαιρούνται από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και, στον βαθμό που δεν υπάρχουν επαρκείς υποχρεώσεις, οι εν λόγω επιλέξιμες υποχρεώσεις θα πρέπει να αφαιρούνται από τα μέσα της κατηγορίας 2.

(22)

Το πρότυπο TLAC περιέχει ορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις υποχρεώσεις που είναι αυστηρότερα από τα ισχύοντα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα κεφαλαιακά μέσα. Με σκοπό τη διασφάλιση της συνοχής, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα κεφαλαιακά μέσα θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν ως προς τη μη επιλεξιμότητα των μέσων που εκδίδονται από τις οντότητες ειδικού σκοπού από την 1η Ιανουαρίου 2022.

(23)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί σαφής και διαφανής διαδικασία έγκρισης για μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της υψηλής ποιότητας των εν λόγω μέσων. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την ευθύνη της έγκρισης των μέσων αυτών πριν μπορέσουν τα ιδρύματα να τα κατατάξουν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Εντούτοις, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να οφείλουν να απαιτούν την προηγούμενη άδεια για μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα οποία εκδίδονται βάσει νομικής τεκμηρίωσης που έχει ήδη εγκριθεί από την αρμόδια αρχή και διέπεται από τις ίδιες, κατ' ουσίαν, διατάξεις με εκείνες που διέπουν τα κεφαλαιακά μέσα για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει προηγούμενη άδεια από την αρμόδια αρχή για την κατάταξή τους ως μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Στην περίπτωση αυτή, αντί να ζητούν προηγούμενη έγκριση, τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές τους την πρόθεσή τους να εκδώσουν τέτοια μέσα. Επιπλέον, η γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται αρκετά πριν από την κατάταξη των μέσων ως μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ώστε να υπάρχει χρόνος για την επανεξέταση των μέσων από τις αρμόδιες αρχές, αν χρειαστεί. Λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο της ΕΑΤ για την προώθηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών και τη βελτίωση της ποιότητας των μέσων ιδίων κεφαλαίων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμβουλεύονται την ΕΑΤ πριν από την έγκριση οποιασδήποτε νέας μορφής μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

(24)

Τα κεφαλαιακά μέσα είναι επιλέξιμα ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή ως μέσα της κατηγορίας 2 μόνο στο μέτρο που συμμορφώνονται με τα σχετικά κριτήρια επιλεξιμότητας. Τα κεφαλαιακά μέσα αυτού του είδους μπορούν να αποτελούνται από μετοχές ή υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που πληρούν τα εν λόγω κριτήρια.

(25)

Τα κεφαλαιακά μέσα ή τα μέρη κεφαλαιακών μέσων θα πρέπει να είναι επιλέξιμα να χαρακτηρίζονται ως μέσα ιδίων κεφαλαίων μόνο εφόσον έχουν καταβληθεί. Εάν μέρη ενός μέσου δεν έχουν καταβληθεί, τα μέρη αυτά δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμα να χαρακτηρίζονται ως μέσα ιδίων κεφαλαίων.

(26)

Τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητα απορρόφησης ζημιών κατά την εξυγίανση. Αυτό δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις θα πρέπει να περιέχουν ρήτρα που να ορίζει ρητώς ότι το μέσο δεν υπόκειται σε δικαιώματα αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού.

(27)

Λόγω της εξέλιξης του τραπεζικού τομέα σε ένα περιβάλλον με αυξημένο ψηφιακό χαρακτήρα, ενισχύεται η σημασία του λογισμικού ως είδους στοιχείου ενεργητικού. Τα στοιχεία του ενεργητικού στην κατηγορία του λογισμικού που αποτιμώνται κατά συνετό τρόπο, η αξία των οποίων δεν επηρεάζεται σημαντικά από την εξυγίανση, την αφερεγγυότητα ή τη ρευστοποίηση ενός ιδρύματος δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην αφαίρεση άυλων στοιχείων ενεργητικού από τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η διευκρίνιση αυτή είναι σημαντική, καθώς το λογισμικό συνιστά ευρεία έννοια που καλύπτει πολλούς διαφορετικούς τύπους στοιχείων του ενεργητικού, που δεν διατηρούν όλοι την αξία τους σε περίπτωση εκκαθάρισης. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στην αποτίμηση και την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού στην κατηγορία του λογισμικού και των πωλήσεων αυτών των στοιχείων ενεργητικού που έχουν πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, θα πρέπει να εξεταστούν οι διεθνείς εξελίξεις και διαφορές στην ρυθμιστική αντιμετώπιση των επενδύσεων σε λογισμικό, οι διαφορετικοί κανόνες προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα ιδρύματα και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και η ποικιλομορφία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων, όπως οι εταιρείες χρηματοπιστωτικής τεχνολογίας.

(28)

Προκειμένου να αποφευχθούν τα φαινόμενα κατακρήμνισης («cliff-edge effects»), είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ρήτρα κεκτημένων δικαιωμάτων για τα υφιστάμενα μέσα, σε σχέση με ορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας. Για τις υποχρεώσεις που έχουν εκδοθεί πριν από τις 27 Ιουνίου 2019, θα πρέπει να αρθούν ορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις. Η εν λόγω ρήτρα κεκτημένων δικαιωμάτων θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις που προσμετρώνται, κατά περίπτωση, στο τμήμα μειωμένης εξασφάλισης της TLAC και στο τμήμα μειωμένης εξασφάλισης της MREL, δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καθώς και σε υποχρεώσεις που προσμετρώνται, κατά περίπτωση, στο τμήμα μη μειωμένης εξασφάλισης της TLAC και στο τμήμα μη μειωμένης εξασφάλισης της MREL δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων, η ρήτρα κεκτημένων δικαιωμάτων θα πρέπει να λήγει στις 28 Ιουνίου 2025.

(29)

Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του έτους, μπορούν να εξοφληθούν μόνο κατόπιν προηγούμενης άδειας από την αρχή εξυγίανσης. Η εν λόγω προηγούμενη άδεια θα μπορούσε επίσης να συνιστά γενική προηγούμενη άδεια και στην περίπτωση αυτή η εξόφληση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός περιορισμένου χρονικού διαστήματος και για προκαθορισμένο ποσό που καλύπτεται από τη γενική προηγούμενη άδεια.

(30)

Από την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το διεθνές πρότυπο για την προληπτική μεταχείριση των ανοιγμάτων προς τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τροποποιήθηκε, ώστε να βελτιωθεί η μεταχείριση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων προς τους αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Στις σημαντικές αναθεωρήσεις του εν λόγω προτύπου περιλαμβάνονταν η χρήση ενιαίας μεθόδου για τον καθορισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα που οφείλονται σε εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, ρητό ανώτατο όριο για το σύνολο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλόμενων και πιο ευαίσθητη στους κινδύνους προσέγγιση για τον προσδιορισμό της αξίας των παραγώγων στον υπολογισμό των υποθετικών πόρων ενός αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ταυτόχρονα, η μεταχείριση των ανοιγμάτων έναντι μη αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων παρέμεινε αμετάβλητη. Δεδομένου ότι τα αναθεωρημένα διεθνή πρότυπα θέσπισαν μεταχείριση που είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον της κεντρικής εκκαθάρισης, το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να ενσωματωθούν τα εν λόγω πρότυπα.

(31)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα θα διαχειριστούν καταλλήλως τα ανοίγματά τους υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ), οι κανόνες που προσδιορίζουν την αντιμετώπιση των εν λόγω ανοιγμάτων θα πρέπει να είναι ευαίσθητοι στον κίνδυνο και θα πρέπει να προωθούν τη διαφάνεια όσον αφορά τα υποκείμενα ανοίγματα σε ΟΣΕ. Η BCBS εξέδωσε, ως εκ τούτου, αναθεωρημένο πρότυπο που καθορίζει σαφή ιεράρχηση των προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων για τα εν λόγω ανοίγματα. H εν λόγω ιεράρχηση αντικατοπτρίζει τον βαθμό της διαφάνειας ως προς τα υποκείμενα ανοίγματα. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να εναρμονιστεί με τους εν λόγω διεθνώς συμφωνηθέντες κανόνες.

(32)

Για ίδρυμα που παρέχει δέσμευση ελάχιστης τιμής προς τελικό όφελος των πελατών λιανικής για επένδυση σε μερίδιο ή μετοχή σε ΟΣΕ, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενου από το κράτος ιδιωτικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, δεν απαιτείται πληρωμή από το ίδρυμα ή την επιχείρηση που περιλαμβάνεται στο ίδιο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης, εκτός εάν η αξία των μετοχών ή μεριδίων του πελάτη στον ΟΣΕ είναι κατώτερη από το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση σε ένα ή περισσότερα χρονικά σημεία που καθορίζονται στη σύμβαση. Επομένως, η πιθανότητα να εφαρμοστεί η δέσμευση είναι μικρή στην πράξη. Όταν η δέσμευση ελάχιστης τιμής ενός ιδρύματος περιορίζεται σε ένα ποσοστό του ποσού που είχε αρχικά επενδύσει πελάτης σε μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ (δέσμευση ελάχιστης τιμής καθορισμένου ποσού) ή σε ποσό που εξαρτάται από τις επιδόσεις χρηματοοικονομικών δεικτών ή δεικτών της αγοράς έως ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, οποιαδήποτε επί του παρόντος θετική διαφορά μεταξύ της αξίας των μετοχών ή μεριδίων του πελάτη και της παρούσας αξίας του ποσού που καλύπτεται από την εγγύηση σε συγκεκριμένη ημερομηνία συνιστά απόθεμα ασφαλείας και μειώνει τον κίνδυνο να πρέπει το ίδρυμα να καταβάλει το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση. Όλοι αυτοί οι λόγοι δικαιολογούν μειωμένο συντελεστή μετατροπής.

(33)

Για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των συναλλαγών σε παράγωγα βάσει του πλαισίου του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 παρέχει επί του παρόντος στα ιδρύματα τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών διαφορετικών τυποποιημένων προσεγγίσεων: της τυποποιημένης μεθόδου (SM), της μεθόδου βάσει τρεχουσών τιμών αγοράς (MtMM) και της μεθόδου του αρχικού ανοίγματος (OEM).

(34)

Οι εν λόγω τυποποιημένες προσεγγίσεις, όμως, δεν αναγνωρίζουν επαρκώς τη φύση της εξασφάλισης που μειώνει τον κίνδυνο στα ανοίγματα. Οι βαθμονομήσεις τους είναι παρωχημένες και δεν αντικατοπτρίζουν το υψηλό επίπεδο μεταβλητότητας που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επιπλέον, δεν αναγνωρίζουν δεόντως τα οφέλη από συμψηφισμούς. Για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών η BCBS αποφάσισε να αντικαταστήσει την SM και την MtMM με μια νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των ανοιγμάτων σε παράγωγα, την αποκαλούμενη τυποποιημένη προσέγγιση για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (SA-CCR). Δεδομένου ότι τα αναθεωρημένα διεθνή πρότυπα θέσπισαν μια νέα τυποποιημένη προσέγγιση που είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον της κεντρικής εκκαθάρισης, το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να ενσωματωθούν τα εν λόγω πρότυπα.

(35)

Η SA-CCR είναι πιο ευαίσθητη σε θέματα κινδύνων σε σχέση με την SM και την MtMM και θα οδηγήσει, ως εκ τούτου, σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αντικατοπτρίζουν καλύτερα τους κινδύνους που σχετίζονται με τις συναλλαγές των ιδρυμάτων σε παράγωγα. Ταυτόχρονα, για ορισμένα από τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν επί του παρόντος την MtMM, η SA-CCR μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικά περίπλοκη και επαχθής ως προς την εφαρμογή. Για τα ιδρύματα που πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας και για τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος ομίλου που πληροί αυτά τα κριτήρια σε ενοποιημένη βάση πρέπει να θεσπιστεί μια απλοποιημένη έκδοση της SA-CCR («απλοποιημένη SA-CCR»). Δεδομένου ότι η απλοποιημένη έκδοση θα είναι λιγότερο ευαίσθητη σε θέματα κινδύνων σε σχέση με την SA-CCR, θα πρέπει να βαθμονομηθεί κατάλληλα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υποεκτιμά την αξία ανοίγματος των συναλλαγών σε παράγωγα.

(36)

Για τα ιδρύματα που έχουν περιορισμένα ανοίγματα σε παράγωγα και τα οποία χρησιμοποιούν επί του παρόντος την MtMM ή την OEM, τόσο η SA-CCR όσο και η απλοποιημένη SA-CCR ενδέχεται να είναι πολύ πολύπλοκες για να εφαρμοστούν. Η OEM θα πρέπει συνεπώς να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως εναλλακτική προσέγγιση από τα εν λόγω ιδρύματα που πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας και τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος ομίλου ο οποίος πληροί αυτά τα κριτήρια σε ενοποιημένη βάση, αλλά θα πρέπει να αναθεωρηθεί, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σοβαρές ελλείψεις της.

(37)

Με σκοπό την καθοδήγηση του ιδρύματος κατά την επιλογή των επιτρεπόμενων προσεγγίσεων θα πρέπει να θεσπιστούν σαφή κριτήρια. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να βασίζονται στο μέγεθος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα ενός ιδρύματος, που καταδεικνύει τον βαθμό πολυπλοκότητας, τον οποίο θα πρέπει ένα ίδρυμα να είναι σε θέση να τηρεί για να υπολογιστεί η αξία ανοίγματος.

(38)

Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι απώλειες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για ορισμένα εγκατεστημένα στην Ένωση ιδρύματα ήταν σημαντικές. Για ορισμένα από αυτά, το επίπεδο του απαιτούμενου για την κάλυψη των απωλειών κεφαλαίου αποδείχθηκε ανεπαρκές, με αποτέλεσμα τα εν λόγω ιδρύματα να ζητήσουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Οι εν λόγω παρατηρήσεις οδήγησαν την BCBS στην εξάλειψη ορισμένων αδυναμιών στην προληπτική εποπτεία των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, που συνίσταται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

(39)

Το 2009 ολοκληρώθηκε η πρώτη σειρά μεταρρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο και μεταφέρθηκε στο ενωσιακό δίκαιο με την οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Η μεταρρύθμιση του 2009 δεν αντιμετώπισε, ωστόσο, τις διαρθρωτικές αδυναμίες των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα πρότυπα κινδύνου αγοράς. Η έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ των βιβλίων εμπορικών και τραπεζικών συναλλαγών παρείχε τις δυνατότητες για την καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, ενώ η έλλειψη ευαισθησίας κινδύνου των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ως προς τον κίνδυνο αγοράς δεν επέτρεπε την κάλυψη του πλήρους φάσματος των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα ιδρύματα.

(40)

Η BCBS δρομολόγησε τη ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (FRTB) για να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα πρότυπα κινδύνου αγοράς. Οι εργασίες αυτές οδήγησαν στη δημοσίευση, τον Ιανουάριο του 2016, αναθεωρημένου πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς. Κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου 2017, η Ομάδα Διοικητών Κεντρικών Τραπεζών και Επικεφαλής Εποπτείας συμφώνησε να παραταθεί η ημερομηνία εφαρμογής του αναθεωρημένου πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς, προκειμένου να δοθεί στα ιδρύματα επιπλέον χρόνος για την κατάρτιση της απαραίτητης υποδομής συστημάτων και να μπορέσει η BCBS να αντιμετωπίσει ορισμένα ειδικά θέματα που συνδέονται με το πλαίσιο. Αυτό περιλαμβάνει επανεξέταση των βαθμονομήσεων των τυποποιημένων προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγματικών για να εξασφαλιστεί συνοχή με τις αρχικές προσδοκίες της BCBS. Μετά την ολοκλήρωση της επανεξέτασης αυτής, και προτού πραγματοποιηθεί εκτίμηση του αντικτύπου των αναθεωρήσεων που προκύπτουν για το πλαίσιο FRTB σχετικά με τα ιδρύματα στην Ένωση, όλα τα ιδρύματα που θα υπόκεινται στο πλαίσιο FRTB στην Ένωση θα πρέπει να αρχίσουν να υποβάλλουν αναφορές για τους υπολογισμούς που προκύπτουν από την αναθεωρημένη τυποποιημένη προσέγγιση. Για τον σκοπό αυτόν, προκειμένου να καταστούν πλήρως λειτουργικοί οι υπολογισμοί για τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδώσει πράξη σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει την εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Τα ιδρύματα θα πρέπει να αρχίσουν να υποβάλλουν αναφορές για τον υπολογισμό αυτό το αργότερο ένα έτος μετά την έκδοση της εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξης. Επιπλέον, τα ιδρύματα που λαμβάνουν έγκριση να χρησιμοποιούν την αναθεωρημένη προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων του πλαισίου FRTB για σκοπούς υποβολής αναφορών θα πρέπει επίσης να υποβάλλουν αναφορές για τον υπολογισμό στο πλαίσιο της προσέγγισης εσωτερικού υποδείγματος τρία έτη από την έναρξη πλήρους λειτουργίας της.

(41)

Η θέσπιση των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών για τις προσεγγίσεις FRTB θα πρέπει να θεωρείται ως πρώτο βήμα προς την πλήρη εφαρμογή του πλαισίου FRTB στην Ένωση. Λαμβανομένων υπόψη των τελικών αναθεωρήσεων του πλαισίου FRTB που πραγματοποίησε η BCBS, των αποτελεσμάτων των επιπτώσεων των αναθεωρήσεων αυτών επί των ιδρυμάτων στην Ένωση και των προσεγγίσεων FRTB που ορίζονται ήδη στον παρόντα κανονισμό για τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, όπου κρίνεται σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως τις 30 Ιουνίου 2020 σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εφαρμοστεί το πλαίσιο FRTB στην Ένωση για να καθιερωθούν οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

(42)

Μια ανάλογη μεταχείριση για τον κίνδυνο αγοράς θα πρέπει να εφαρμόζεται, επίσης, στα ιδρύματα με περιορισμένες δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών και να επιτρέπει την εφαρμογή του πλαισίου πιστωτικού κινδύνου για θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου σε περισσότερα ιδρύματα με μικρές δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, όπως ορίζεται στο αναθεωρημένο κείμενο της παρέκκλισης για τις επιχειρήσεις με μικρές δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Η αρχή της αναλογικότητας θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη όταν η Επιτροπή επανεξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα με μεσαίου μεγέθους δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών θα πρέπει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς. Συγκεκριμένα, η βαθμονόμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για τα ιδρύματα με μεσαίου μεγέθους δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών θα πρέπει να επανεξετάζεται υπό το πρίσμα των εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο. Εν τω μεταξύ, τα ιδρύματα με μεσαίου μεγέθους δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, καθώς και τα ιδρύματα με μικρές δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, θα πρέπει να απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών βάσει του FRTB.

(43)

Το πλαίσιο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων θα πρέπει να ενισχυθεί, προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητα των ιδρυμάτων να απορροφούν ζημίες και να συμμορφώνονται περισσότερο με τα διεθνή πρότυπα. Προς τον σκοπό αυτό, η βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως κεφαλαιακή βάση για τον υπολογισμό του ορίου για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τα ανοίγματα προς τα πιστωτικά παράγωγα θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με την SA-CCR. Επιπλέον, το όριο για τα ανοίγματα που τα G-SII μπορεί να διαθέτουν προς άλλα G-SII θα πρέπει να ελαττωθεί για τη μείωση των συστημικών κινδύνων που συνδέονται με τις διασυνδέσεις μεταξύ των μεγάλων ιδρυμάτων και για τη μείωση των επιπτώσεων που μπορεί να επιφέρει η αθέτηση υποχρεώσεων εκ μέρους αντισυμβαλλομένου G-SII στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(44)

Ενώ ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) διασφαλίζει ότι τα ιδρύματα θα μπορούν να δέχονται σοβαρές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμη βάση, δεν διασφαλίζει ότι τα εν λόγω ιδρύματα αυτά θα διαθέτουν μια σταθερή χρηματοδοτική δομή σε έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατέστη, συνεπώς, σαφές ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί σε επίπεδο Ένωσης λεπτομερής δεσμευτική απαίτηση σταθερής χρηματοδότησης, η οποία θα πρέπει πάντα να τηρείται με σκοπό να αποφευχθούν οι υπερβολικές αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και η υπερβολική εξάρτηση από βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση χονδρικής.

(45)

Σύμφωνα με το πρότυπο σταθερής χρηματοδότησης της BCBS, θα πρέπει, επομένως, να εγκριθούν κανόνες που να καθορίζουν την απαίτηση σταθερής χρηματοδότησης ως αναλογία του ποσού της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης, που διαθέτει ένα ίδρυμα, προς το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησής του σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Αυτή η δεσμευτική απαίτηση θα πρέπει να ονομάζεται «απαίτηση του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης» (NSFR). Το ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης θα πρέπει να υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό των υποχρεώσεων του ιδρύματος και των ιδίων κεφαλαίων επί τους κατάλληλους συντελεστές που αντικατοπτρίζουν τον βαθμό αξιοπιστίας τους στον ορίζοντα ενός έτους του NSFR. Το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης θα πρέπει να υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό των στοιχείων του ενεργητικού του ιδρύματος και των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων επί τους κατάλληλους συντελεστές που αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά ρευστότητας και τις εναπομένουσες ληκτότητες στον ορίζοντα ενός έτους του NSFR.

(46)

Ο NSFR θα πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό και να οριστεί τουλάχιστον στο επίπεδο του 100 %, γεγονός που καταδεικνύει ότι το ίδρυμα διατηρεί επαρκή σταθερή χρηματοδότηση για την κάλυψη των χρηματοδοτικών του αναγκών σε ορίζοντα ενός έτους τόσο σε κανονικές όσο και σε ακραίες συνθήκες. Εάν ο NSFR είναι κάτω από το επίπεδο του 100 %, το ίδρυμα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις ειδικές απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για την έγκαιρη επαναφορά του NSFR του στο ελάχιστο επίπεδο. Η εφαρμογή εποπτικών μέτρων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με την απαίτηση NSFR δεν θα πρέπει να γίνεται αυτόματα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει αντιθέτως να εκτιμούν τους λόγους για τη μη συμμόρφωση με την απαίτηση του NSFR πριν από τον καθορισμό πιθανών μέτρων εποπτείας.

(47)

Σύμφωνα με τις συστάσεις που έγιναν από την ΕΑΤ στην έκθεσή της, της 15ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με τις απαιτήσεις καθαρής σταθερής χρηματοδότησης βάσει του άρθρου 510 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κανόνες για τον υπολογισμό του NSFR θα πρέπει να είναι στενά ευθυγραμμισμένοι με τα πρότυπα της BCBS, συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων στα εν λόγω πρότυπα σε ό, τι αφορά τη μεταχείριση των συναλλαγών σε παράγωγα. Η αναγκαιότητα να ληφθούν υπόψη ορισμένες ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η απαίτηση NSFR δεν εμποδίζει τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής πραγματικής οικονομίας, δικαιολογεί, ωστόσο, την έγκριση ορισμένων προσαρμογών του NSFR που έχει αναπτύξει η BCBS για τον καθορισμό ευρωπαϊκής απαίτησης NSFR. Οι προσαρμογές αυτές που οφείλονται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συνιστώνται από την ΕΑΤ και αφορούν κυρίως ειδικές μεταχειρίσεις για: μοντέλα άμεσης επανεκχώρησης γενικά και έκδοση καλυμμένων ομολόγων ειδικότερα· χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες στον τομέα του διεθνούς εμπορίου· κεντρικές καταθέσεις ταμιευτηρίου· εγγυημένα δάνεια κατοικίας· πιστωτικές ενώσεις· κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) που δεν αναλαμβάνουν σημαντική μετατροπή ληκτότητας. Οι εν λόγω προτεινόμενες ειδικές μεταχειρίσεις αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ευνοϊκή μεταχείριση που χορηγείται σε αυτές τις δραστηριότητες ως προς τον ευρωπαϊκό LCR σε σύγκριση με τον LCR που έχει αναπτύξει η BCBS. Επειδή ο NSFR συμπληρώνει τον LCR, οι δύο αυτοί δείκτες θα πρέπει να είναι συνεπείς ως προς τον ορισμό και τη βαθμονόμησή τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των συντελεστών απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζονται στα υψηλής ποιότητας ρευστά στοιχεία ενεργητικού του LCR για τον υπολογισμό του NSFR που θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τους ορισμούς και τις περικοπές του ευρωπαϊκού LCR, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση με τις γενικές και λειτουργικές απαιτήσεις που ορίζονται για τον υπολογισμό του LCR οι οποίες δεν ενδείκνυνται για τον υπολογισμό του NSFR σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους.

(48)

Πέραν των ευρωπαϊκών ιδιαιτεροτήτων, η μεταχείριση των συναλλαγών σε παράγωγα στον NSFR που έχει αναπτύξει η BCBS θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητες σε παράγωγα των ιδρυμάτων και, κατά συνέπεια, στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πρόσβαση σε ορισμένες πράξεις για τους τελικούς χρήστες. Οι συναλλαγές σε παράγωγα και ορισμένες αλληλένδετες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εκκαθαριστικών δραστηριοτήτων, θα μπορούσαν να επηρεάζονται αδικαιολόγητα και δυσανάλογα από την εισαγωγή του NSFR που έχει αναπτύξει η BCBS χωρίς να έχουν υποβληθεί σε εκτεταμένες μελέτες ποσοτικών επιπτώσεων και σε δημόσια διαβούλευση. Η πρόσθετη απαίτηση να κατέχουν ποσοστό μεταξύ 5 % και 20 % της σταθερής χρηματοδότησης έναντι του ακαθάριστου ποσού υποχρεώσεων σε παράγωγα θεωρείται ευρύτατα ως κατά προσέγγιση μέτρο για την εκτίμηση των επιπλέον κινδύνων χρηματοδότησης που συνδέονται με την ενδεχόμενη αύξηση των υποχρεώσεων σε παράγωγα για χρονικό ορίζοντα ενός έτους και τελεί υπό επανεξέταση στο επίπεδο της BCBS. Η απαίτηση αυτή, που εισάγεται στο επίπεδο του 5 %, σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στις περιοχές δικαιοδοσίας από την BCBS να μειώσουν τον συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης για το ακαθάριστο ποσό υποχρεώσεων σε παράγωγα, θα μπορούσε στη συνέχεια να τροποποιηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στο επίπεδο της BCBS και να αποφευχθούν πιθανές ακούσιες συνέπειες, όπως η παρεμπόδιση της ορθής λειτουργίας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και της παροχής μέσων αντιστάθμισης κινδύνων σε ιδρύματα και τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοδότησή τους ως στόχος της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

(49)

Η ασύμμετρη μεταχείριση από την BCBS της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπως οι πράξεις επαναγοράς (η σταθερή χρηματοδότηση δεν αναγνωρίζεται), και των βραχυπρόθεσμων δανείων, όπως οι πράξεις επαναπώλησης (απαιτείται κάποια σταθερή χρηματοδότηση —10 % αν εξασφαλίζονται με υψηλής ποιότητας ρευστά διαθέσιμα (HQLA) επιπέδου 1, όπως ορίζονται στον LCR, και 15 % για τις άλλες συναλλαγές) με χρηματοπιστωτικούς πελάτες αποσκοπεί στην αποθάρρυνση των δεσμών της εκτεταμένης βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης μεταξύ χρηματοπιστωτικών πελατών, καθώς οι δεσμοί αυτοί αποτελούν πηγή διασύνδεσης και καθιστούν δυσκολότερη την εξυγίανση ενός συγκεκριμένου ιδρύματος, χωρίς μετάδοση του κινδύνου στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε περίπτωση πτώχευσης. Ωστόσο, η βαθμονόμηση της ασυμμετρίας είναι συντηρητική και ενδέχεται να επηρεάζει τη ρευστότητα των τίτλων που συνήθως χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, ιδίως τα κρατικά ομόλογα, καθώς τα ιδρύματα κατά πάσα πιθανότητα θα μειώσουν τον όγκο των δραστηριοτήτων τους στις αγορές συμφωνιών επαναγοράς. Θα μπορούσε επίσης να υπονομεύει τις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης, καθώς οι αγορές συμφωνιών επαναγοράς διευκολύνουν τη διαχείριση της αναγκαίας απογραφής, και συνεπώς θα ερχόταν σε αντίθεση προς τους στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Προκειμένου να δοθεί στα ιδρύματα επαρκής χρόνος για να προσαρμοστούν σταδιακά σε αυτήν την συντηρητική βαθμονόμηση, θα πρέπει να θεσπιστεί μεταβατική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης θα μειωθούν προσωρινά. Το μέγεθος της προσωρινής μείωσης των συντελεστών απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης θα πρέπει να εξαρτάται από τα είδη συναλλαγών και το είδος της εξασφάλισης που χρησιμοποιείται για αυτές.

(50)

Εκτός από την προσωρινή αναβαθμονόμηση του συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης της BCBS που ισχύει για βραχυπρόθεσμες πράξεις επαναπώλησης με χρηματοπιστωτικούς πελάτες που εξασφαλίζονται με κρατικά ομόλογα, ορισμένες άλλες προσαρμογές έχουν αποδειχθεί αναγκαίες, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η εισαγωγή της απαίτησης NSFR δεν εμποδίζει τη ρευστότητα των αγορών κρατικών ομολόγων. Το 5 % του συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης της BCBS που ισχύει για τα HQLA επιπέδου 1, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων, σημαίνει ότι τα ιδρύματα θα πρέπει να κατέχουν άμεσα διαθέσιμη μακροπρόθεσμη μη εξασφαλισμένη χρηματοδότηση στο εν λόγω ποσοστό ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναμένουν να κατέχουν κρατικά ομόλογα. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να παράσχει περαιτέρω κίνητρα στα ιδρύματα, προκειμένου να καταθέτουν μετρητά σε κεντρικές τράπεζες παρά να ενεργούν ως βασικοί διαπραγματευτές και να παρέχουν ρευστότητα στις αγορές κρατικών ομολόγων. Επιπλέον, δεν συνάδει με τον LCR που αναγνωρίζει την πλήρη ρευστότητα των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, ακόμη και σε καιρούς οξείας κρίσης ρευστότητας (ποσοστό περικοπής 0 %). Ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης των HQLA επιπέδου 1 όπως ορίζονται στον ευρωπαϊκό LCR, εξαιρουμένων των καλυμμένων ομολόγων εξαιρετικά υψηλής ποιότητας, θα πρέπει, επομένως, να μειωθεί από 5 % σε 0 %.

(51)

Επιπλέον, όλα τα HQLA επιπέδου 1 όπως ορίζονται στον ευρωπαϊκό LCR, εξαιρουμένων των καλυμμένων ομολόγων εξαιρετικά υψηλής ποιότητας, που ελήφθησαν ως περιθώρια μεταβλητότητας σε συμβάσεις παραγώγων θα πρέπει να αντισταθμίζουν τα στοιχεία ενεργητικού παραγώγων, ενώ o NSFR που ανέπτυξε η BCBS δέχεται μόνο μετρητά που πληρούν τους όρους του πλαισίου για την αντιστάθμιση μόχλευσης των στοιχείων ενεργητικού παραγώγων. Αυτή η ευρύτερη αναγνώριση των στοιχείων του ενεργητικού που λαμβάνονται ως περιθώρια μεταβλητότητας θα συμβάλει στη ρευστότητα των αγορών κρατικών ομολόγων και στην αποφυγή της πρόκλησης ζημιών στους τελικούς χρήστες που κατέχουν μεγάλα ποσά κρατικών ομολόγων, αλλά λίγα μετρητά (όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία), καθώς και στην αποφυγή επιπρόσθετων πιέσεων στην ζήτηση για μετρητά σε αγορές συμφωνιών επαναγοράς.

(52)

Η απαίτηση NSFR θα πρέπει να εφαρμόζεται στα ιδρύματα τόσο σε μεμονωμένη όσο και σε ενοποιημένη βάση, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές παράσχουν απαλλαγή από την εφαρμογή της απαίτησης NSFR σε μεμονωμένη βάση. Σε περίπτωση που η εφαρμογή της απαίτησης NSFR σε μεμονωμένη βάση δεν έχει αρθεί, οι συναλλαγές μεταξύ δύο ιδρυμάτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας θα πρέπει καταρχήν να λαμβάνει συμμετρικούς συντελεστές διαθέσιμης και απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης με σκοπό την αποφυγή απωλειών κεφαλαίων μέσα στην εσωτερική αγορά και με σκοπό να μην παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διαχείριση της ρευστότητας στους ευρωπαϊκούς ομίλους, όπου υπάρχει κεντρική διαχείριση της ρευστότητας. Οι εν λόγω προνομιακές συμμετρικές μέθοδοι θα πρέπει να χορηγούνται μόνο για τις συναλλαγές εντός του ομίλου, όπου ισχύουν όλες οι απαραίτητες διασφαλίσεις, βάσει συμπληρωματικών κριτηρίων για τις διασυνοριακές συναλλαγές, και μόνο με την προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν, δεδομένου ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων πληρωμής τους θα λαμβάνουν πάντα στήριξη χρηματοδότησης από άλλες επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας.

(53)

Θα πρέπει να δοθεί στα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα η δυνατότητα εφαρμογής μιας απλουστευμένης εκδοχής της απαίτησης NSFR. Μια απλουστευμένη, λιγότερο αναλυτική εκδοχή του NSFR θα πρέπει να περιλαμβάνει τη συλλογή περιορισμένου αριθμού σημείων δεδομένων, που θα μειώσει τον περίπλοκο χαρακτήρα των υπολογισμών για αυτά τα ιδρύματα σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα ιδρύματα αυτά εξακολουθούν να διαθέτουν επαρκή σταθερή χρηματοδότηση μέσω βαθμονόμησης η οποία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο συντηρητική όσο εκείνη της απαίτησης του πλήρους NSFR. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα να εφαρμόζουν την απαίτηση πλήρους NSFR αντί της απλουστευμένης εκδοχής του.

(54)

Η ενοποίηση των θυγατρικών σε τρίτες χώρες θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης που ισχύουν στις χώρες αυτές. Κατά συνέπεια, οι κανόνες ενοποίησης στην Ένωση δεν θα πρέπει να θεσπίζουν μια πιο ευνοϊκή μεταχείριση για τη διαθέσιμη και απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση σε θυγατρικές εταιρείες τρίτων χωρών από εκείνη που διατίθεται βάσει του εθνικού δικαίου των εν λόγω τρίτων χωρών.

(55)

Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές τους, στο νόμισμα αναφοράς, τους δεσμευτικούς λεπτομερείς NSFR για όλα τα στοιχεία μαζί και χωριστά για τα στοιχεία που είναι εκφρασμένα σε κάθε σημαντικό νόμισμα, προκείμενου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη παρακολούθηση των ενδεχόμενων αναντιστοιχιών στα νομίσματα. Η απαίτηση NSFR δεν θα πρέπει να υπόκειται σε απαιτήσεις διπλής υποβολής αναφορών ή σε απαιτήσεις υποβολής αναφορών που δεν συνάδουν με τους ισχύοντες κανόνες και τα ιδρύματα θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή χρόνο προετοιμασίας για τη θέση σε ισχύ των νέων απαιτήσεων υποβολής αναφορών.

(56)

Δεδομένου ότι η παροχή χρήσιμων και συγκρίσιμων πληροφοριών στην αγορά όσον αφορά τους κοινές βασικούς δείκτες μέτρησης κινδύνου των ιδρυμάτων αποτελεί θεμελιώδη αρχή για την ύπαρξη ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος, είναι απαραίτητο να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η ασύμμετρη πληροφόρηση και να διευκολυνθεί η συγκρισιμότητα των χαρακτηριστικών κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων εντός και μεταξύ των δικαιοδοσιών. Η BCBS δημοσίευσε τα αναθεωρημένα πρότυπα δημοσιοποίησης του πυλώνα 3, τον Ιανουάριο του 2015, για την ενίσχυση της συγκρισιμότητας, της ποιότητας και της συνεκτικότητας των ρυθμιστικών δημοσιοποιήσεων των ιδρυμάτων στην αγορά. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο να τροποποιηθούν οι ισχύουσες απαιτήσεις δημοσιοποίησης για την εφαρμογή αυτών των νέων διεθνών προτύπων.

(57)

Οι ερωτηθέντες στην πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θεώρησαν τις ισχύουσες απαιτήσεις δημοσιοποίησης δυσανάλογες και επαχθείς για τα μικρότερα ιδρύματα. Με την επιφύλαξη της στενότερης εναρμόνισης των δημοσιοποιήσεων με τα διεθνή πρότυπα, τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεώνονται να παρέχουν λιγότερο συχνές και λεπτομερείς πληροφορίες σε σχέση με τους μεγαλύτερους ομόλογούς τους, περιορίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον διοικητικό φόρτο στον οποίο υπόκεινται.

(58)

Θα πρέπει να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τις δημοσιοποιήσεις που αφορούν τις αποδοχές. Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης σχετικά με τις αποδοχές, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να είναι συμβατές με τους σκοπούς των κανόνων για τις αποδοχές, συγκεκριμένα όσον αφορά την κατάρτιση και διατήρηση, για κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου των ιδρυμάτων, πολιτικών και πρακτικών αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. Επιπλέον, τα ιδρύματα που επωφελούνται από την παρέκκλιση από ορισμένους κανόνες που αφορούν τις αποδοχές θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν στοιχεία σχετικά με την εν λόγω παρέκκλιση.

(59)

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) αποτελούν έναν από τους πυλώνες της οικονομίας της Ένωσης, καθώς διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη και την παροχή απασχόλησης. Δεδομένου ότι οι ΜΜΕ παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο από ό, τι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για ανοίγματα σε ΜΜΕ θα πρέπει να είναι χαμηλότερες από εκείνες των μεγάλων επιχειρήσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη τραπεζική χρηματοδότηση των ΜΜΕ. Επί του παρόντος, ανοίγματα ως προς τις ΜΜΕ ύψους 1,5 εκατομμυρίου EUR υπόκεινται σε μείωση κατά 23,81 % του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος. Δεδομένου ότι το ανώτατο όριο του 1,5 εκατομμυρίου EUR για το άνοιγμα σε μια ΜΜΕ δεν είναι ενδεικτικό της μεταβολής της επικινδυνότητας των ΜΜΕ, η μείωση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για ανοίγματα έως και 2,5 εκατομμύρια EUR σε ΜΜΕ και το τμήμα του ανοίγματος σε ΜΜΕ που υπερβαίνει τα 2,5 εκατομμύρια EUR θα πρέπει να υπόκειται σε μείωση κατά 15 % των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(60)

Οι επενδύσεις στον τομέα των υποδομών είναι θεμελιώδους σημασίας για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και την τόνωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η ανάκαμψη και η μελλοντική ανάπτυξη της ενωσιακής οικονομίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίου για τις στρατηγικές επενδύσεις ευρωπαϊκής σημασίας σε υποδομές, ιδίως στα ευρυζωνικά και ενεργειακά δίκτυα, καθώς και στις υποδομές των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών ηλεκτροκίνησης, ιδιαίτερα σε βιομηχανικά κέντρα· στην εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία· στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση. Το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη έχει ως στόχο την προώθηση της πρόσθετης χρηματοδότησης σε βιώσιμα έργα υποδομών μέσω, μεταξύ άλλων, της κινητοποίησης συμπληρωματικών ιδιωτικών πηγών χρηματοδότησης. Για ορισμένους πιθανούς επενδυτές το κύριο μέλημα είναι η παρατηρούμενη έλλειψη βιώσιμων έργων και η περιορισμένη ικανότητα ως προς τη δέουσα εκτίμηση των κινδύνων εξαιτίας της εγγενούς τους πολυπλοκότητας.

(61)

Προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής είναι σημαντικό να οριστεί ένα κανονιστικό περιβάλλον, το οποίο θα είναι σε θέση να προωθήσει υψηλής ποιότητας έργα υποδομής και να μειώσει τους κινδύνους για τους επενδυτές. Ειδικότερα, οι απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων για ανοίγματα σε έργα υποδομής θα πρέπει να μειωθούν υπό τον όρο ότι πληρούν ένα σύνολο κριτηρίων που είναι σε θέση να μειώσει τα χαρακτηριστικά κινδύνου τους και να αυξήσει την προβλεψιμότητα των ταμειακών ροών. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την παροχή υψηλής ποιότητας έργων υποδομής για να εκτιμήσει: τον αντίκτυπό της στον όγκο των επενδύσεων σε υποδομές από τα ιδρύματα και την ποιότητα των επενδύσεων, έχοντας υπόψη τους στόχους της Ένωσης για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή και την κυκλική οικονομία· και την επάρκεια από άποψη προληπτικής εποπτείας. Η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να εξετάσει κατά πόσον το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων πρέπει να επεκταθεί σε επενδύσεις σε υποδομές από εταιρείες.

(62)

Σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΑΤ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, λόγω του διακριτού επιχειρηματικού τους μοντέλου, θα πρέπει να εξαιρεθούν από την απαίτηση δείκτη μόχλευσης, διότι υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια τραπεζικού ιδρύματος απλώς για να τους χορηγείται πρόσβαση σε διευκολύνσεις μίας ημέρας των κεντρικών τραπεζών και να επιτελούν τους ρόλους τους ως κύριοι φορείς επίτευξης σημαντικών πολιτικών και κανονιστικών στόχων στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

(63)

Επιπλέον, τα ανοίγματα των ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια ως πιστωτικά ιδρύματα και τα ανοίγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), όπως υπόλοιπα διαθεσίμων που προκύπτουν από την παροχή λογαριασμών μετρητών σε, και την αποδοχή καταθέσεων από, συμμετέχοντες σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και κατόχους λογαριασμών αξιογράφων, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το μέτρο συνολικού ανοίγματος, καθώς δεν δημιουργούν κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, δεδομένου ότι αυτά τα υπόλοιπα διαθεσίμων χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον διακανονισμό συναλλαγών σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων.

(64)

Δεδομένου ότι η καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι ένας κεφαλαιακός στόχος που αντανακλά εποπτικές προσδοκίες, δεν θα πρέπει να υπόκειται ούτε σε υποχρεωτική δημοσιοποίηση ούτε σε απαγόρευση δημοσιοποίησης από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή της εν λόγω οδηγίας.

(65)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ο κατάλληλος ορισμός ορισμένων ειδικών τεχνικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες εξελίξεις σε πρότυπα σε διεθνές επίπεδο, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για την έκδοση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ: όσον αφορά την τροποποίηση του καταλόγου των προϊόντων ή των υπηρεσιών, των οποίων τα στοιχεία του ενεργητικού και οι υποχρεώσεις μπορούν να θεωρηθούν ως αλληλένδετα· όσον αφορά την τροποποίηση του καταλόγου των πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης· όσον αφορά την τροποποίηση των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς· και όσον αφορά τον προσδιορισμό των πρόσθετων απαιτήσεων ρευστότητας. Πριν από την έκδοση αυτών των πράξεων, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (13). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(66)

Τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συνεπή εναρμόνιση των απαιτήσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Δεδομένου ότι η ΕΑΤ είναι φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης, θα πρέπει να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα υποβάλλονται στην Επιτροπή. Θα πρέπει να εκπονηθούν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εποπτική ενοποίηση, τα ίδια κεφάλαια, την TLAC, τη μεταχείριση ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων, τις επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου σε αμοιβαία κεφάλαια, τον υπολογισμό των ζημιών λόγω αθέτησης δυνάμει της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων έναντι πιστωτικού κινδύνου, τον κίνδυνο αγοράς, τα μεγάλα ανοίγματα και τη ρευστότητα. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πρότυπα και οι απαιτήσεις μπορούν να εφαρμόζονται από το σύνολο των συναφών ιδρυμάτων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων αυτών και των δραστηριοτήτων τους.

(67)

Για να διευκολυνθεί η συγκρισιμότητα των δημοσιοποιήσεων, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΤ να εκπονήσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τυποποιημένα υποδείγματα δημοσιοποίησης τα οποία καλύπτουν όλες τις σημαντικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Κατά την εκπόνηση των εν λόγω προτύπων, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων, καθώς και τη φύση και το επίπεδο των κινδύνων των δραστηριοτήτων τους. Η ΕΑΤ θα πρέπει να υποβάλει έκθεση όσον αφορά τις περιπτώσεις όπου η αναλογικότητα της δέσμης υποβολής εποπτικών αναφορών της Ένωσης θα μπορούσε να βελτιωθεί όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής, το επίπεδο ανάλυσης ή τη συχνότητα και, τουλάχιστον, να παράσχει συγκεκριμένες συστάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το μέσο κόστος συμμόρφωσης για τα μικρά ιδρύματα μπορεί να μειωθεί ιδανικά κατά 20 % ή περισσότερο και τουλάχιστον κατά 10 %, με την κατάλληλη απλούστευση των απαιτήσεων. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκπονήσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που πρόκειται να συνοδεύουν αυτήν την έκθεση. Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(68)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τους κανόνες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, καθώς και με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές και τα υποδείγματα που θεσπίζονται για την εφαρμογή των κανόνων αυτών, η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει ένα εργαλείο πληροφορικής για την καθοδήγηση των ιδρυμάτων σε ό,τι αφορά τις σχετικές διατάξεις, τα πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές και τα υποδείγματα σε σχέση με το μέγεθός τους και το επιχειρηματικό τους μοντέλο.

(69)

Εκτός από την έκθεση για τις πιθανές μειώσεις του κόστους, έως τις 28 Ιουνίου 2020 η ΕΑΤ θα πρέπει, σε συνεργασία με όλες τις σχετικές αρχές, συγκεκριμένα τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία, την εξυγίανση και τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων και, ιδίως, με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), να καταρτίσει έκθεση σκοπιμότητας σχετικά με την ανάπτυξη ενιαίου και ολοκληρωμένου συστήματος συλλογής στατιστικών δεδομένων, δεδομένων για την εξυγίανση και δεδομένων για την προληπτική εποπτεία. Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες εργασίες του ΕΣΚΤ για τη συλλογή ολοκληρωμένων δεδομένων, η έκθεση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση του κόστους και των οφελών όσον αφορά τη δημιουργία κεντρικού σημείου συλλογής δεδομένων για ένα ολοκληρωμένο σύστημα αναφοράς δεδομένων για στατιστικά και ρυθμιστικά δεδομένα για όλα τα ιδρύματα που βρίσκονται στην Ένωση. Ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιεί ενιαίους ορισμούς και πρότυπα για τα δεδομένα προς συλλογή, και να εγγυάται την αξιόπιστη και διαρκή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την απόλυτη εμπιστευτικότητα των συλλεγόμενων δεδομένων, την αυστηρή επαλήθευση ταυτότητας και διαχείριση των δικαιωμάτων πρόσβασης στο σύστημα, καθώς και την κυβερνοασφάλεια. Στόχος της συγκέντρωσης και της εναρμόνισης της υποβολής αναφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο με αυτόν τον τρόπο είναι να προβλεφθούν τα πολλαπλά αιτήματα για παρόμοια ή πανομοιότυπα δεδομένα από διαφορετικές αρχές και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό η διοικητική και οικονομική επιβάρυνση, τόσο για τις αρμόδιες αρχές όσο και για τα ιδρύματα. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση σκοπιμότητας της ΕΑΤ, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(70)

Οι σχετικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν να αποφεύγουν κάθε μορφή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς χρήσης των μακροπροληπτικών εξουσιών που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Ειδικότερα, οι σχετικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν δεόντως εάν τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει του άρθρου 124, 164 ή 458 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι αλληλοεπικαλυπτόμενα ή ασυνεπή σε σχέση με άλλα υπάρχοντα ή επερχόμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(71)

Εν όψει των τροποποιήσεων στη μεταχείριση των ανοιγμάτων έναντι αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ειδικότερα στη μεταχείριση των εισφορών των ιδρυμάτων στα κεφάλαια εκκαθάρισης των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλόμενων, που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) που εισήχθησαν σε αυτόν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες διευκρινίζουν τον υπολογισμό του υποθετικού κεφαλαίου κεντρικών αντισυμβαλλομένων, που χρησιμοποιείται στη συνέχεια από τα ιδρύματα, ώστε να υπολογίζουν τις δικές τους απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως.

(72)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι να ενισχυθούν και να βελτιστοποιηθούν οι ήδη υφιστάμενες νομικές πράξεις της Ένωσης που εξασφαλίζουν ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(73)

Προκειμένου να επιτραπεί η τακτική απαλλαγή από ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου που δεν υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία, θα πρέπει να εφαρμοστεί τροποποιημένη έκδοση των μεταβατικών διατάξεων σχετικά με την εξαίρεση από αφαίρεση κεφαλαιακών τοποθετήσεων σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019.

(74)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

Τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις που τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εποπτεύονται δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πρέπει να τηρούν σε σχέση με τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου αγοράς, λειτουργικού κινδύνου, κινδύνου διακανονισμού και μόχλευσης,

β)

απαιτήσεις περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων,

γ)

απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας,

δ)

απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ),

ε)

απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις απαιτήσεις επιλέξιμων υποχρεώσεων, με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφώνονται οι οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII) ή μέρος των G-SII και οι σημαντικές θυγατρικές των G-SII εκτός ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός δεν διέπει τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας των ιδρυμάτων όπως ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 2

Εποπτικές εξουσίες

1.   Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον παρόντα κανονισμό.

2.   Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και στον παρόντα κανονισμό.

3.   Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που αφορούν ίδια κεφάλαια και τις απαιτήσεις που αφορούν επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται.

4.   Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, που ιδρύεται με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2), και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε ό,τι αφορά ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*3), διασφαλίζουν την τακτική και αξιόπιστη ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών.

(*1)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173, 12.6.2014, σ. 190)."

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1)."

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).»."

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το σημείο 7) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7)

ως “οργανισμός συλλογικών επενδύσεων” ή “ΟΣΕ” νοείται ένας ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4), ή ένας οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5)·

(*4)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32)."

(*5)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).»·"

ii)

το σημείο 20) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«20)

ως “χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών” νοείται ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, και το οποίο δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών· οι θυγατρικές ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος είναι κυρίως ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όταν τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι ίδρυμα και όταν πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων του ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη του χρηματοδοτικού ιδρύματος που θεωρείται συναφής από την αρμόδια αρχή, συνδέεται με θυγατρικές που είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα·»·

iii)

το σημείο 26) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«26)

ως “χρηματοδοτικό ίδρυμα” νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος και πλην αμιγώς βιομηχανικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 4) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6), και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(*6)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/EΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).»·"

iv)

το σημείο 28) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«28)

ως “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος” νοείται το ίδρυμα εντός κράτους μέλους το οποίο διαθέτει ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών ως θυγατρική ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,»·

v)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«29α)

ως “μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος” νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο είναι επιχείρηση επενδύσεων,

29β)

ως “μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ” νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο είναι επιχείρηση επενδύσεων,

29γ)

ως “μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος” νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα,

29δ)

ως “μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ” νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο είναι πιστωτικό ίδρυμα,»·

vi)

στο σημείο 39 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο στοιχείο α) ή β) λόγω του άμεσου ανοίγματός τους έναντι του ίδιου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για σκοπούς δραστηριοτήτων εκκαθάρισης δεν θεωρούνται ότι συνιστούν ομάδα συνδεδεμένων πελατών,»·

vii)

το σημείο 41) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«41)

ως “αρχή ενοποιημένης εποπτείας” νοείται η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,»·

viii)

στο σημείο 71) η εισαγωγική φράση στο στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

για τους σκοπούς του άρθρου 97, νοείται το σύνολο των κατωτέρω:»·

ix)

στο σημείο 72), το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

είναι ρυθμιζόμενες αγορές ή αγορές τρίτης χώρας που θεωρούνται ισοδύναμες με ρυθμιζόμενες αγορές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7),

(*7)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»·"

x)

το σημείο 86) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«86)

ως “χαρτοφυλάκιο συναλλαγών” νοείται το σύνολο των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται από ένα ίδρυμα είτε με σκοπό τη συναλλαγή, είτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση σύμφωνα με το άρθρο 104,»·

xi)

το σημείο 91) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«91)

ως “συναλλακτικό άνοιγμα” νοείται το τρέχον άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου μεταβλητότητας που οφείλεται στο εκκαθαριστικό μέλος αλλά δεν έχει ακόμα ληφθεί, και οποιοδήποτε δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη προς κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το οποίο προκύπτει από συμβάσεις και συναλλαγές που παρατίθενται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α), β και γ), καθώς και το αρχικό περιθώριο ασφάλειας,»·

xii)

το σημείο 96) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«96)

ως “εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου” νοείται η θέση η οποία αντισταθμίζει σημαντικά τις συνιστώσες στοιχείων κινδύνου μεταξύ μιας θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και μιας ή περισσότερων θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μεταξύ δύο μονάδων διαπραγμάτευσης,»·

xiii)

στο σημείο 127), το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 ή συνδέονται μόνιμα με δίκτυο σε κεντρικό οργανισμό,»·

xiv)

το σημείο 128) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«128)

ως “διανεμητέα στοιχεία” νοούνται το ποσό των κερδών του τελευταίου οικονομικού έτους, προσαυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό, προ των διανομών στους κατόχους των μέσων ιδίων κεφαλαίων, μειωμένα κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενες χρήσεις, κέρδη τα οποία δεν διανέμονται δυνάμει της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ή κανονισμών του ιδρύματος και ποσά που έχουν τοποθετηθεί σε αποθεματικά που δεν διανέμονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή το καταστατικό του ιδρύματος, σε κάθε περίπτωση σχετικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία μέσων ιδίων κεφαλαίων την οποία αφορούν η ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, οι εσωτερικοί κανονισμοί ή το καταστατικό· τα εν λόγω κέρδη, οι ζημίες και τα αποθεματικά προσδιορίζονται βάσει των ατομικών λογαριασμών του ιδρύματος και όχι βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών,»·

xv)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«130)

ως “αρχή εξυγίανσης” νοείται η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

131)

ως “οντότητα εξυγίανσης” νοείται η οντότητα εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

132)

ως “όμιλος εξυγίανσης” νοείται ο όμιλος εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

133)

ως “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή “G-SII” νοείται ένα G-SII που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

134)

ως “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ” ή “G-SII εκτός ΕΕ” νοείται ένας παγκόσμιος συστημικώς σημαντικός τραπεζικός όμιλος ή τράπεζα (G-SIB) που δεν είναι G-SII και που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των G-SIB, που δημοσιεύεται από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά,

135)

ως “σημαντική θυγατρική” νοείται η θυγατρική που σε ατομική ή ενοποιημένη βάση πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η θυγατρική κατέχει περισσότερο από το 5 % των ενοποιημένων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

β)

η θυγατρική αντιπροσωπεύει πάνω από το 5 % του συνόλου του εισοδήματος εκμετάλλευσης της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

γ)

το μέτρο του συνολικού ανοίγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, της θυγατρικής υπερβαίνει το 5 % του μέτρου του ενοποιημένου συνολικού ανοίγματος της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

για τον σκοπό του προσδιορισμού της σημαντικής θυγατρικής, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ λογίζονται ως μία θυγατρική βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους,

136)

ως “οντότητα G-SII” νοείται μια οντότητα με νομική προσωπικότητα που αποτελεί ίδρυμα G-SII ή αποτελεί μέρος ενός G-SII ή ενός G-SII εκτός ΕΕ,

137)

ως “εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα” νοείται εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 57) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

138)

ως “όμιλος”: νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον είναι ίδρυμα και αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, ή από επιχειρήσεις που σχετίζονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8),

139)

ως “συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων” νοείται μια συναλλαγή επαναγοράς, μια συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή μια πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

140)

ως “αρχικό περιθώριο” ή “IΜ” νοείται κάθε εξασφάλιση, εκτός από το περιθώριο μεταβλητότητας, που εισπράττεται ή παρέχεται σε μια οντότητα προκειμένου να καλύψει το τρέχον και το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα συναλλαγής ή χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο διάστημα που απαιτείται για τη ρευστοποίηση των εν λόγω συναλλαγών, ή για την εκ νέου αντιστάθμιση του κινδύνου αγοράς, λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλόμενου στη συναλλαγή ή στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

141)

ως “κίνδυνος αγοράς” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των τιμών των βασικών προϊόντων,

142)

ως “κίνδυνος συναλλάγματος” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών,

143)

ως “κίνδυνος βασικού εμπορεύματος” νοείται ο κίνδυνος ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών των βασικών προϊόντων,

144)

ως “μονάδα διαπραγμάτευσης” νοείται μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα διαπραγματευτών η οποία συγκροτείται από το ίδρυμα, προκειμένου να διαχειρίζονται από κοινού ένα χαρτοφυλάκιο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με μια σαφώς καθορισμένη και συνεκτική επιχειρηματική στρατηγική και η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο της ίδιας δομής διαχείρισης των κινδύνων,

145)

“μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα”: το ίδρυμα το οποίο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν πρόκειται για μεγάλο ίδρυμα,

β)

η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από το όριο των 5 δισεκατομμυρίων EUR στη διάρκεια της τετραετούς περιόδου αμέσως πριν από την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς. Τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν αυτό το όριο,

γ)

δεν υπόκειται σε οποιεσδήποτε υποχρεώσεις ούτε υπόκειται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις, όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

δ)

οι δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του χαρακτηρίζονται ως μικρής κλίμακας σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1,

ε)

η συνολική αξία των θέσεων παραγώγων τις οποίες κατέχει με σκοπό τη διαπραγμάτευση δεν υπερβαίνει το 2 % του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του εντός και εκτός ισολογισμού, και η συνολική αξία του συνόλου των θέσεων παραγώγων του δεν υπερβαίνει το 5 %, ο δε υπολογισμός αμφότερων των τιμών πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 273α παράγραφος 3,

στ)

πάνω από το 75 % των ενοποιημένων συνολικών στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών τους, εξαιρουμένων, και στις δύο περιπτώσεις, των εντός ομίλου ανοιγμάτων, αφορούν δραστηριότητες με αντισυμβαλλομένους που βρίσκονται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

ζ)

δεν χρησιμοποιεί εσωτερικά μοντέλα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εξαιρουμένων των θυγατρικών που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα τα οποία έχουν αναπτυχθεί στο επίπεδο του ομίλου, με την προϋπόθεση ότι ο όμιλος υπόκειται στις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 433α ή 433γ σε ενοποιημένη βάση,

η)

δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή ένσταση για τον χαρακτηρισμό του ως μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα,

θ)

η αρμόδια αρχή δεν έχει αποφασίσει ότι το ίδρυμα δεν πρέπει να θεωρείται μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα με βάση ανάλυση του μεγέθους, της διασυνδεσιμότητας, της πολυπλοκότητας ή των χαρακτηριστικών του κινδύνου του,

146)

“μεγάλο ίδρυμα”: το ίδρυμα το οποίο πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι “G-SII”),

β)

έχει προσδιοριστεί ως άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα (“O-SII”), σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

γ)

είναι, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, ένα από τα τρία μεγαλύτερα ιδρύματα ως προς τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού,

δ)

η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, με βάση την ενοποιημένη του κατάσταση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR τουλάχιστον,

147)

ως “μεγάλη θυγατρική” νοείται η θυγατρική η οποία θεωρείται μεγάλο ίδρυμα,

148)

ως “μη εισηγμένο ίδρυμα” νοείται το ίδρυμα το οποίο δεν έχει εκδώσει τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

149)

ως “οικονομική έκθεση” νοείται, για τους σκοπούς του όγδοου μέρους, οικονομική έκθεση κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9).

(*8)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19)."

(*9)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).»·"

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει σε ποιες περιπτώσεις πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 39).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

3)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο, έβδομο Α και όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ατομική βάση, με εξαίρεση το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μόνο τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης, που συνιστούν επίσης G-SII ή αποτελούν μέρος ενός G-SII και τα οποία δεν διαθέτουν θυγατρικές συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 92α, σε ατομική βάση.

Οι σημαντικές θυγατρικές ενός G-SII εκτός ΕΕ συμμορφώνονται με το άρθρο 92β σε ατομική βάση, εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν είναι οντότητες εξυγίανσης,

β)

δεν έχουν θυγατρικές,

γ)

δεν είναι θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ.»·

γ)

οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κανένα ίδρυμα που αποτελεί είτε μητρική είτε θυγατρική επιχείρηση, καθώς και κανένα ίδρυμα που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18, δεν απαιτείται να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο όγδοο μέρος, σε ατομική βάση.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου συμμορφώνονται με το άρθρο 437α και το άρθρο 447 στοιχείο η) σε ατομική βάση.

4.   Πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος και στο άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, σε ατομική βάση.

Τα ακόλουθα ιδρύματα δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με το άρθρο 413 παράγραφος 1 και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τη ρευστότητα που καθορίζονται στο έβδομο Α μέρος του παρόντος κανονισμού:

α)

τα ιδρύματα που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

β)

τα ιδρύματα που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 και το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10), με την προϋπόθεση ότι δεν πραγματοποιούν σημαντική μετατροπή ληκτότητας, και

γ)

τα ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, με την προϋπόθεση ότι:

i)

οι δραστηριότητές τους περιορίζονται στην παροχή υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα τμήμα Γ στοιχεία α) έως ε) του εν λόγω κανονισμού, σε κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, και

ii)

δεν πραγματοποιούν σημαντική μετατροπή ληκτότητας.

Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έκτο μέρος και στο άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και στο άρθρο 96 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, τα ιδρύματα ως προς τα οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν ασκήσει το δικαίωμα παρέκκλισης του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 3 του παρόντος κανονισμού και τα ιδρύματα που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έβδομο μέρος και με τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τον δείκτη μόχλευσης του έβδομου Α μέρους του παρόντος κανονισμού σε ατομική βάση.

(*10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257, 28.8.2014, σ. 1).»·"

4)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις ρευστότητας όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας, τα οποία υπόκεινται στην απαλλαγή, παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις χρηματοδότησης όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας τα οποία απαλλάσσονται από την απαίτηση του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) που ορίζεται στον τίτλο ΙV του έκτου μέρους και διασφαλίζει επαρκές επίπεδο ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης όταν έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την απαίτηση NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους, για όλα αυτά τα ιδρύματα,»·

β)

στην παράγραφο 3, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

την κατανομή των ποσών, την τοποθεσία και την ιδιοκτησία των απαιτούμενων ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχει η αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, όταν χορηγείται απαλλαγή από την εφαρμογή της απαίτησης του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR), όπως ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και την κατανομή των ποσών και την τοποθεσία της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης εντός της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, όταν χορηγείται απαλλαγή από την απαίτηση NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους,

γ)

τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών των ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία απαλλάσσονται από την εφαρμογή της απαίτησης του LCR, όπως αυτή ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία απαλλάσσονται από την εφαρμογή της απαίτησης NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους,»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Όταν, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μια αρμόδια αρχή απαλλάσσει, εν μέρει ή πλήρως, από την εφαρμογή του έκτου μέρους ένα ίδρυμα, μπορεί επίσης να απαλλάσσει το εν λόγω ίδρυμα από την εφαρμογή των σχετικών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων για τη ρευστότητα κατά το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ).».

5)

Στο άρθρο 10 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εν μέρει ή πλήρως, να απαλλάσσουν από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο δεύτερο έως όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:».

6)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και έβδομο Α μέρος, βάσει της ενοποιημένης τους κατάστασης, με εξαίρεση το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό διαμορφώνουν την κατάλληλη οργανωτική διάρθρωση και τους κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα απαιτούμενα στοιχεία ενοποίησης υποβάλλονται σε δέουσα επεξεργασία και διαβιβάζονται. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές για τις οποίες δεν ισχύει ο παρών κανονισμός εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κατάλληλη ενοποίηση.

2.   Για τη διασφάλιση της εφαρμογής των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, οι όροι “ίδρυμα”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ” και “μητρική επιχείρηση”, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρονται, επίσης:

α)

σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή σε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 21α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

β)

σε καθορισμένο ίδρυμα που ελέγχεται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όταν η εν λόγω μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε αδειοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

γ)

σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ίδρυμα που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6 στοιχείο δ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η ενοποιημένη κατάσταση επιχείρησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι η ενοποιημένη κατάσταση της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκειται σε αδειοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η ενοποιημένη κατάσταση επιχείρησης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι η ενοποιημένη κατάσταση της μητρικής της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.»·

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μόνο τα μητρικά ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν G-SII, μέρος G-SII ή μέρος G-SII εκτός ΕΕ συμμορφώνονται με το άρθρο 92α του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, στον βαθμό και κατά τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού.

Μόνο οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που αποτελούν σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ και δεν είναι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού. Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, κάθε μία από τις δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που προσδιορίζονται από κοινού ως σημαντική θυγατρική συμμορφώνεται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.»·

δ)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και εφόσον ο όμιλος αποτελείται μόνο από επιχειρήσεις επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάξουν τα μητρικά ιδρύματα της ΕΕ από τη συμμόρφωση με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων.

Σε περίπτωση που έχει χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφοι 1 έως 5, τα ιδρύματα και, κατά περίπτωση, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αποτελούν μέρος μιας αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σε ενοποιημένη βάση ή σε υποενοποιημένη βάση της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.

5.   Σε περίπτωση που το άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του δεύτερου έως όγδοου μέρους του παρόντος κανονισμού και του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του συνόλου όπως αυτό συντίθεται από τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα με αυτόν ιδρύματα.

6.   Παράλληλα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν ευλόγως απαιτείται, για εποπτικούς σκοπούς, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του κινδύνου ή της διάρθρωσης του κεφαλαίου ενός ιδρύματος ή όπου τα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνική νομοθεσία που απαιτεί τον δομικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων εντός τραπεζικού ομίλου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από ίδρυμα να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως το όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στον τίτλο VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε υποενοποιημένη βάση.

Η προσέγγιση που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται χωρίς να θίγει την αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση και δεν επιφέρει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, ούτε αποτελεί ή δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.».

7)

Το άρθρο 12 διαγράφεται.

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Ενοποιημένος υπολογισμός για τα G-SII με πολλαπλές οντότητες εξυγίανσης

Σε περίπτωση που τουλάχιστον δύο οντότητες G-SII που ανήκουν στο ίδιο G-SII συνιστούν οντότητες εξυγίανσης, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα του εν λόγω G-SII υπολογίζει το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού. Ο υπολογισμός πραγματοποιείται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης του G-SII.

Στην περίπτωση που το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου είναι μικρότερο από το άθροισμα των ποσών των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού όλων των οντοτήτων εξυγίανσης που ανήκουν στο εν λόγω G-SII, οι αρχές εξυγίανσης ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 3 και το άρθρο 45η παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Στην περίπτωση που το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των ποσών των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού όλων των οντοτήτων εξυγίανσης που ανήκουν στο εν λόγω G-SII, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 3 και το άρθρο 45η παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

9)

Τα άρθρα 13 και 14 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Εφαρμογή των απαιτήσεων δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση

1.   Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με το όγδοο μέρος βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.

Οι μεγάλες θυγατρικές των εγκατεστημένων στην ΕΕ μητρικών ιδρυμάτων δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 437, 438, 440, 442, 450, 451, 451α και 453 σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, σε υποενοποιημένη βάση.

2.   Τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν G-SII ή μέρος G-SII συμμορφώνονται με το άρθρο 437α και το άρθρο 447 στοιχείο η) βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου εξυγίανσης.

3.   Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα, σε εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, σε εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σε οντότητες εξυγίανσης εφόσον περιλαμβάνονται σε ισοδύναμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται στις θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι μεγάλες θυγατρικές.

4.   Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 10, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με το όγδοο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του κεντρικού οργανισμού. Το άρθρο 18 παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα ιδρύματα αντιμετωπίζονται ως θυγατρικές του κεντρικού οργανισμού.

Άρθρο 14

Εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ενοποιημένη βάση

1.   Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού απαιτείται να τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται δυνάμει των εν λόγω διατάξεων διέπονται από συνέπεια και συνοχή και ότι μπορούν να παραχθούν όλα τα σχετικά με την εποπτεία δεδομένα και στοιχεία. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές οι οποίες δεν υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με αυτές τις διατάξεις.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 270α του παρόντος κανονισμού κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση εάν οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 παραβιαστούν σε επίπεδο οντότητας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα η οποία συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού, εάν η παραβίαση είναι ουσιώδης σε σχέση με το γενικότερο προφίλ κινδύνου του ομίλου.».

10)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγεί απαλλαγή από την εφαρμογή του τρίτου μέρους, τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων στο έβδομο Α μέρος του παρόντος κανονισμού και του τίτλου VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, με εξαίρεση το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:».

11)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για τον δείκτη μόχλευσης σε ενοποιημένη βάση για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

Εάν όλες οι οντότητες ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένης της μητρικής, είναι επιχειρήσεις επενδύσεων απαλλαγμένες από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο έβδομο μέρος σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο έβδομο μέρος και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τον δείκτη μόχλευσης στο έβδομο Α μέρος σε ενοποιημένη βάση.».

12)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης

1.   Τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους. Οι παράγραφοι 3 έως 6 και η παράγραφος 9 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εφαρμόζονται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης ενός ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή βάσει της υποενοποιημένης κατάστασης της οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, όπως ορίζεται στα άρθρα 8 και 10.

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3α, τα ιδρύματα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α ή 92β σε ενοποιημένη βάση διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους στους συναφείς ομίλους εξυγίανσης.

2.   Οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις περιπτώσεις, και με τις ίδιες μεθόδους, που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

3.   Σε περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν πώς πρέπει να γίνει η ενοποίηση.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας απαιτεί την αναλογική ενοποίηση ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου σε συμμετοχές σε ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από μια επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, όταν η ευθύνη των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

5.   Εκτός των περιπτώσεων που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 4, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν, ειδικότερα, να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσης. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.

6.   Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και

β)

όταν δύο ή πλείονα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού τους.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 7, 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.

7.   Όταν ένα ίδρυμα διαθέτει θυγατρική που είναι επιχείρηση χωρίς να είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση, εφαρμόζεται στην εν λόγω θυγατρική ή συμμετοχή η μέθοδος της καθαρής θέσης. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα, ή να απαιτούν από αυτά, να εφαρμόζουν διαφορετική μέθοδο σε τέτοιες θυγατρικές ή συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου που απαιτείται βάσει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου, υπό τον όρο ότι:

α)

το ίδρυμα δεν εφαρμόζει ήδη τη μέθοδο της καθαρής θέσης κατά την 28η Δεκεμβρίου 2020,

β)

η εφαρμογή της μεθόδου της καθαρής θέσης θα επέφερε αδικαιολόγητη επιβάρυνση ή η μέθοδος της καθαρής θέσης δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς τους κινδύνους στους οποίους εκθέτει η επιχείρηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο το ίδρυμα και

γ)

η μέθοδος που εφαρμόζεται δεν έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ή αναλογική ενοποίηση της εν λόγω επιχείρησης.

8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πλήρη ή αναλογική ενοποίηση θυγατρικής ή επιχείρησης στην οποία ίδρυμα διαθέτει συμμετοχή, όταν η εν λόγω θυγατρική ή επιχείρηση δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή επιχείρηση που αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας,

β)

υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος το ίδρυμα να αποφασίσει να παρέχει χρηματοδοτική υποστήριξη στην εν λόγω επιχείρηση σε ακραίες συνθήκες, απουσία ή καθ' υπέρβαση τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων για την παροχή τέτοιας υποστήριξης.

9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να ορίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες διεξάγεται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 6 και στην παράγραφο 8.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

13)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

Υποενοποίηση σε περιπτώσεις οντοτήτων σε τρίτες χώρες

1.   Τα θυγατρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 89, 90 και 91 και στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος και στις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων του έβδομου Α μέρους βάσει της υποενοποιημένης κατάστασής τους, όταν τα εν λόγω ιδρύματα διαθέτουν ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική σε τρίτη χώρα ή διαθέτουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα θυγατρικά ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 89, 90 και 91 και στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος και στις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων του έβδομου Α μέρους βάσει της υποενοποιημένης κατάστασής τους, όταν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού των θυγατρικών τους και οι συμμετοχές σε τρίτες χώρες είναι μικρότερο από το 10 % του συνολικού ποσού των στοιχείων του ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού του θυγατρικού ιδρύματος.».

14)

ο τίτλος του δεύτερου μέρους αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ».

15)

Στο άρθρο 26, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι εκδόσεις των κεφαλαιακών μέσων πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29. Τα ιδρύματα ταξινομούν τις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο κατόπιν έγκρισης των αρμοδίων αρχών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να ταξινομούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μεταγενέστερες εκδόσεις ενός είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για το οποίο έχουν ήδη λάβει έγκριση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι διατάξεις που διέπουν αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις είναι κατ' ουσίαν οι ίδιες με τις διατάξεις που διέπουν τις εκδόσεις για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν ήδη λάβει έγκριση,

β)

τα ιδρύματα έχουν κοινοποιήσει αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις στις αρμόδιες αρχές πριν από την ταξινόμησή τους ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Οι αρμόδιες αρχές συμβουλεύονται την ΕΑΤ πριν από την έγκριση νέων ειδών κεφαλαιακών μέσων που πρόκειται να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη γνώμη της ΕΑΤ και, αν αποφασίσουν να αποκλίνουν από αυτήν, αποστέλλουν έγγραφο στην ΕΑΤ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της γνώμης της ΕΑΤ, στο οποίο εκθέτουν το σκεπτικό για την παρέκκλιση από τη σχετική γνώμη. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.

Βάσει πληροφοριών που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ μπορεί να συλλέγει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σχετικά με τα οποία κρίνει αναγκαίο να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού και για τον σκοπό της τήρησης και της ενημέρωσης του καταλόγου που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο.

Μετά από τη διαδικασία αξιολόγησης του άρθρου 80 και εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29, η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίσει να μην προσθέσει τα εν λόγω μέσα στον κατάλογο που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο ή να τα αποσύρει από αυτόν, ανάλογα με την περίπτωση. Η ΕΑΤ πραγματοποιεί σχετική ανακοίνωση, η οποία αναφέρεται επίσης στη θέση της σχετικής αρμόδιας αρχής επί του ζητήματος. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.».

16)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τα μέσα είναι καταβεβλημένα πλήρως και η κτήση της κυριότητας των εν λόγω μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.»·

β)

στην παράγραφο 3 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο η) σημείο v) θεωρείται ότι εκπληρώνεται ανεξάρτητα από το αν θυγατρική που υπόκειται σε συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης με τη μητρική της επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία η θυγατρική υποχρεούται να μεταφέρει, μετά την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών της, το ετήσιο αποτέλεσμά της στη μητρική επιχείρηση, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η μητρική επιχείρηση κατέχει το 90 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου και του κεφαλαίου της θυγατρικής,

β)

η μητρική επιχείρηση και η θυγατρική βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος,

γ)

η συμφωνία έχει συναφθεί για νόμιμους φορολογικούς σκοπούς,

δ)

κατά την κατάρτιση της ετήσιας οικονομικής κατάστασης, η θυγατρική διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να μειώσει το ποσό των διανομών καταλογίζοντας μέρος ή το σύνολο των κερδών της στα δικά της αποθεματικά ή κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους πριν πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πληρωμή προς τη μητρική της επιχείρηση,

ε)

η μητρική επιχείρηση υποχρεούται βάσει της συμφωνίας να αποζημιώσει πλήρως τη θυγατρική για το σύνολο των ζημιών που υφίσταται,

στ)

η συμφωνία υπόκειται σε περίοδο προειδοποίησης σύμφωνα με την οποία η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί μόνο έως το τέλος μιας λογιστικής χρήσης, ενώ η καταγγελία τίθεται σε ισχύ το νωρίτερο με την έναρξη της επόμενης λογιστικής χρήσης, χωρίς να μεταβάλλεται η υποχρέωση της μητρικής επιχείρησης να αποζημιώνει πλήρως την μητρική για το σύνολο των ζημιών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας λογιστικής χρήσης.

Όταν ένα ίδρυμα συνάπτει συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης, ειδοποιεί την αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση και της παρέχει αντίγραφο της συμφωνίας. Το ίδρυμα ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή για τυχόν αλλαγές στη συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης και την καταγγελία της. Ένα ίδρυμα δεν συνάπτει περισσότερες από μία συμφωνίες μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης.».

17)

Στο άρθρο 33 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

κέρδη και ζημίες εύλογης αξίας από υποχρεώσεις του ιδρύματος σε παράγωγα που προκύπτουν από αλλαγές στον πιστωτικό κίνδυνο του ίδιου του ιδρύματος.».

18)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

άυλα στοιχεία ενεργητικού με εξαίρεση τα στοιχεία του ενεργητικού στην κατηγορία του λογισμικού που αποτιμώνται κατά συνετό τρόπο, των οποίων η αξία δεν επηρεάζεται αρνητικά από την εξυγίανση, την αφερεγγυότητα ή τη ρευστοποίηση του ιδρύματος,»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιδ)

για τη δέσμευση ελάχιστης τιμής που αναφέρεται στο άρθρο 132γ παράγραφος 2, κάθε ποσό κατά το οποίο η τρέχουσα αγοραία αξία των μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ στις οποίες βασίζεται η δέσμευση ελάχιστης τιμής υστερεί ως προς την παρούσα αξία της δέσμευσης ελάχιστης τιμής και για το οποίο το ίδρυμα δεν έχει ήδη αναγνωρίσει μείωση των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει την εφαρμογή των αφαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένου του ουσιώδους χαρακτήρα των αρνητικών συνεπειών για την αξία που δεν εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά την προληπτική εποπτεία.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

19)

Στο άρθρο 37 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί είναι μειωμένο κατά το ποσό της λογιστικής αναπροσαρμογής των άυλων περιουσιακών στοιχείων των θυγατρικών που προήλθαν από την ενοποίηση θυγατρικών εταιριών, που αποδίδεται σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.».

20)

Στο άρθρο 39 παράγραφος 2, η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία περιορίζονται στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν πριν από τις 23 Νοεμβρίου 2016 και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:».

21)

Στο άρθρο 45, το στοιχείο α) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος·».

22)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με το πλαίσιο αφαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 72ε παράγραφος 4.»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο στοιχείο α) σημείο iv), η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο ενοποιημένος ισολογισμός ή ο διευρυμένος αθροιστικός υπολογισμός γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές με τη συχνότητα που ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 430 παράγραφος 7.».

ii)

στο στοιχείο α) σημείο v), η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«v)

τα ιδρύματα που υπάγονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας πληρούν από κοινού σε ενοποιημένη ή διευρυμένη αθροιστική βάση τις απαιτήσεις του άρθρου 92 και υποβάλλουν εκθέσεις για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 430.».

23)

Το άρθρο 52 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,»·

β)

η εισαγωγική πρόταση του στοιχείου β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:»·

γ)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,»·

δ)

το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,»·

ε)

το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ι)

οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν ή να επαναγοραστούν, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη.»·

στ)

το στοιχείο ιστ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιστ)

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,»·

ζ)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιζ)

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,

ιη)

τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.»·

η)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1.».

24)

Στο άρθρο 54 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

σε περίπτωση που τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 έχουν εκδοθεί από θυγατρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, το επίπεδο του 5,125 % ή το υψηλότερο επίπεδο για το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπολογίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας, ή τις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, έχει πεισθεί ότι οι διατάξεις αυτές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.».

25)

Στο άρθρο 59, το στοιχείο α) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,».

26)

Στο άρθρο 62, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 και στον βαθμό που ορίζει το άρθρο 64,».

27)

Το άρθρο 63 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα της κατηγορίας 2, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:»·

β)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,»·

γ)

στο στοιχείο β), η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:»·

δ)

τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

δ)

η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται κάτω από οποιαδήποτε απαίτηση από μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων,»·

ε)

στο στοιχείο ε), η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:»·

στ)

τα στοιχεία στ) έως ιδ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία ενισχύει άλλως την εξοφλητική προτεραιότητα της σχετικής απαίτησης δυνάμει των μέσων,

ζ)

τα μέσα έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον πέντε ετών,

η)

οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για πληρωμή ή εξόφληση του κεφαλαίου τους, αναλόγως, από το ίδρυμα πριν από τη λήξη τους,

θ)

σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,

ι)

η πρόωρη ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 78 παράγραφος 4,

ια)

οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη,

ιβ)

οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,

ιγ)

το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, αναλόγως, επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,

ιδ)

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,»·

ζ)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιε)

σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,

ιστ)

τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.»·

η)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο της κατηγορίας 2.».

28)

Το άρθρο 64 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 64

Απόσβεση μέσων της κατηγορίας 2

1.   Το πλήρες ποσό των μέσων της κατηγορίας 2 με εναπομένουσα ληκτότητα άνω των πέντε ετών είναι αποδεκτό ως στοιχεία της κατηγορίας 2.

2.   Η έκταση στην οποία τα μέσα της κατηγορίας 2 αναγνωρίζονται ως στοιχεία της κατηγορίας 2 κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών της ληκτότητας των μέσων υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:

α)

η λογιστική αξία των μέσων την πρώτη ημέρα της τελικής πενταετούς περιόδου της συμβατικής ληκτότητάς τους προς τον αριθμό των ημερών της εν λόγω περιόδου,

β)

ο αριθμός των εναπομενουσών ημερών συμβατικής ληκτότητας των μέσων.».

29)

Στο άρθρο 66, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72ε και το οποίο υπερβαίνει τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος.».

30)

Στο άρθρο 69, το στοιχείο α) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος·».

31)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο μετά το άρθρο 72:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5α

Επιλέξιμες υποχρεώσεις

Τμήμα 1

Στοιχεία και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

Άρθρο 72α

Στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων αποτελούνται από τα ακόλουθα στοιχεία, εκτός εάν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στον βαθμό που προσδιορίζεται στο άρθρο 72γ:

α)

μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,

β)

μέσα της κατηγορίας 2 με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 64.

2.   Οι ακόλουθες υποχρεώσεις εξαιρούνται από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:

α)

καλυμμένες καταθέσεις,

β)

καταθέσεις όψεως και βραχυπρόθεσμες καταθέσεις με αρχική ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους,

γ)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11),

δ)

οι καταθέσεις που θα ήταν επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων, πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εγκατεστημένων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση,

ε)

εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα εξασφαλισμένα στοιχεία ενεργητικού που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων δεν επηρεάζονται, παραμένουν διαχωρισμένα και διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση και εξαιρούμενου οποιοδήποτε μέρους μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυραστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των στοιχείων του ενεργητικού, του ενεχύρου, της υποθήκης ή της εξασφάλισης που παρέχεται ως ασφάλεια,

στ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών που κατέχονται για λογαριασμό οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας,

ζ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ της οντότητας εξυγίανσης ή οποιασδήποτε εκ των θυγατρικών της (ως καταπιστευματοδόχου) και άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας ή των διατάξεων του αστικού δικαίου,

η)

υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων σε οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών,

θ)

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών, έναντι:

i)

συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12),

ii)

συμμετεχόντων σε σύστημα που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ και που προκύπτουν από συμμετοχή σε τέτοιο σύστημα ή

iii)

κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

ι)

υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

i)

εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικές παροχές ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, και εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

ii)

εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, όταν η ευθύνη απορρέει από την παροχή στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση αγαθών ή υπηρεσιών απαραίτητων για την καθημερινή λειτουργία του ιδρύματος ή της μητρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής και κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,

iii)

φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο,

iv)

συστήματα εγγύησης καταθέσεων, όταν η ευθύνη απορρέει από τις εισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ,

ια)

υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα,

ιβ)

υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ιβ), χρεωστικοί τίτλοι που περιέχουν δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης που ασκούνται κατά τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη ή του κατόχου και χρεωστικοί τίτλοι με μεταβλητά επιτόκια που προκύπτουν από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, όπως το Euribor ή το Libor δεν θεωρούνται χρεώγραφα με ενσωματωμένα παράγωγα αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαρακτηριστικών αυτών.

Άρθρο 72β

Μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο και μόνον στον βαθμό που καθορίζεται στο παρόν άρθρο.

2.   Οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι υποχρεώσεις έχουν εκδοθεί ή ληφθεί, κατά περίπτωση, άμεσα από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,

β)

οι υποχρεώσεις δεν ανήκουν σε κανένα από τα εξής:

i)

το ίδρυμα ή την οντότητα που περιλαμβάνεται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,

ii)

την επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή υπό μορφή κυριότητας, άμεσης ή μέσω δεσμού ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εν λόγω επιχείρησης,

γ)

η κτήση της κυριότητας των υποχρεώσεων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα εξυγίανσης,

δ)

η απαίτηση για το κεφάλαιο των υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2· η εν λόγω απαίτηση χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας θεωρείται ότι πληρούται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις διευκρινίζουν ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

ii)

στο εφαρμοστέο δίκαιο διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

iii)

τα μέσα έχουν εκδοθεί από οντότητα εξυγίανσης η οποία δεν διαθέτει στον ισολογισμό της εξαιρούμενες υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,

ε)

οι υποχρεώσεις δεν είναι εξασφαλισμένες ούτε υπόκεινται σε εγγύηση ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

i)

το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

ii)

τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

iii)

οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii),

στ)

οι υποχρεώσεις δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες σε εξυγίανση,

ζ)

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο ώστε το ονομαστικό κεφάλαιό τους να ανακληθεί, εξοφληθεί ή επαναγοραστεί πριν από τη ληκτότητά του ή να αποπληρωθεί πρόωρα από το ίδρυμα, κατά περίπτωση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 3,

η)

οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να εξοφληθούν από τους κατόχους των μέσων πριν από τη ληκτότητά τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,

θ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 72γ παράγραφοι 3 και 4, όταν οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,

ι)

οι υποχρεώσεις μπορούν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 77 και 78α,

ια)

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να ανακληθούν, εξοφληθούν, αποπληρωθούν ή επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα εξυγίανσης πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,

ιβ)

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας εξυγίανσης,

ιγ)

το επίπεδο των πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, που οφείλονται επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας εξυγίανσης ή της μητρικής της επιχείρησης,

ιδ)

για τα μέσα που εκδίδονται μετά τις 28 Ιουνίου 2021 τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων και, όπου κρίνεται σκόπιμο, το ενημερωτικό δελτίο που αφορά την έκδοση αναφέρονται ρητά στην πιθανή άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο τα μέρη υποχρεώσεων που έχουν καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμα να χαρακτηριστούν ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, όταν ορισμένες από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, λόγω του ότι κατέχονται από πιστωτή ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με τον οφειλέτη, όντας ή έχοντας υπάρξει μέτοχος, σε σχέση ελέγχου ή ομίλου, μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε σχέση με οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα, η εξοφλητική προτεραιότητα αξιολογείται με αναφορά σε απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω εξαιρούμενες υποχρεώσεις.

3.   Επιπλέον των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει να είναι αποδεκτές υποχρεώσεις ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ως ένα συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, υπό τον όρο ότι:

α)

πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),

β)

οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και

γ)

η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 σημείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

4.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει υποχρεώσεις να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων πέραν των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

το ίδρυμα δεν επιτρέπεται να συμπεριλάβει στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

β)

πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),

γ)

οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια ή υψηλότερη προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

δ)

στον ισολογισμό του ιδρύματος, το ποσό των εν λόγω εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη προτεραιότητα από τις εν λόγω υποχρεώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος,

ε)

η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει σε ίδρυμα να συμπεριλάβει ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο υποχρεώσεις που αναφέρονται είτε στην παράγραφο 3 είτε στην παράγραφο 4.

6.   Η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή όταν εξετάζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των επιλέξιμων μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,

β)

τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης για τους σκοπούς της προϋπόθεσης που ορίζεται στο στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 72γ παράγραφος 3.

Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχείο α) και στο άρθρο 52 παράγραφος 2 στοιχείο α).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 72γ

Απόσβεση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους είναι πλήρως αποδεκτά ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει δικαίωμα εξόφλησης του κατόχου που μπορεί να ασκηθεί πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η συντομότερη δυνατή ημερομηνία κατά την οποία ο κάτοχος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα εξόφλησης και να ζητήσει εξόφληση ή αποπληρωμή του μέσου.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει κίνητρο για τον κάτοχο να ανακαλέσει, να εξοφλήσει, να αποπληρώσει ή να επαναγοράσει το μέσο πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η συντομότερη δυνατή ημερομηνία κατά την οποία ο εκδότης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και να ζητήσει εξόφληση ή αποπληρωμή του μέσου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης που ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, αλλά οι διατάξεις που διέπουν το μέσο δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για την ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά του μέσου πριν από τη ληκτότητά του και δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα εξόφλησης ή αποπληρωμής κατά τη διακριτική ευχέρεια των κατόχων, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα.

Άρθρο 72δ

Συνέπειες της διακοπής πλήρωσης των όρων επιλεξιμότητας

Στην περίπτωση που στο μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων παύουν να πληρούνται οι εφαρμοστέοι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 72β, οι υποχρεώσεις παύουν αμέσως να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 2 μπορούν να συνεχίσουν να θεωρούνται ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων εφόσον είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72β παράγραφος 3 ή 4.

Τμήμα 2

Αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

Άρθρο 72ε

Αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 92α αφαιρούν τα ακόλουθα από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:

α)

άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα ιδίων επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων υποχρεώσεων τις οποίες το εν λόγω ίδρυμα ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

β)

άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή, η οποία κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση της ικανότητας απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας εξυγίανσης,

γ)

το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 72θ, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

δ)

άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες ή λιγότερο.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, όλα τα μέσα που κατατάσσονται σε ίδια προτεραιότητα με τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων αντιμετωπίζονται ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, με εξαίρεση τα μέσα που κατατάσσονται σε ίδια προτεραιότητα με μέσα που έχουν αναγνωριστεί ως επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 72β παράγραφοι 3 και 4.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 ως εξής:

Formula

όπου:

h

=

το ύψος των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3,

i

=

ο δείκτης που δηλώνει το εκδίδον ίδρυμα,

Hi

=

το συνολικό ποσό των συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3,

li

=

το ποσό των υποχρεώσεων που περιλαμβάνεται στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων από το εκδίδον ίδρυμα i εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα και

Li

=

το συνολικό ποσό των εκκρεμών υποχρεώσεων του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα.

4.   Όταν ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο υπάγεται στο άρθρο 92α έχει άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες συμμετοχές σε μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων από μία ή περισσότερες θυγατρικές που δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με το μητρικό ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος, αφού εξετάσει δεόντως τη γνώμη των αρχών εξυγίανσης των τυχόν σχετικών θυγατρικών, μπορεί να επιτρέψει στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρέσει τις εν λόγω συμμετοχές αφαιρώντας χαμηλότερο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος. Το εν λόγω προσαρμοσμένο ποσό ισούται τουλάχιστον με το ποσό (m) που υπολογίζεται ως εξής:

 

mi = max{0; OPi + LPi – max{0; β · [Oi + Li – ri · aRWAi]}}

όπου:

i

=

ο δείκτης που δηλώνει τη θυγατρική,

OPi

=

το ποσό των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα,

LPi

=

το ποσό των στοιχείων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα,

β

=

ποσοστό των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των στοιχείων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από τη μητρική επιχείρηση,

Oi

=

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο,

Li

=

το ποσό των επιλέξιμων υποχρεώσεων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο,

ri

=

ο λόγος που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στο επίπεδο του οικείου ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και

aRWAi

=

το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας G-SII i που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, λαμβάνοντας υπόψη τις προσαρμογές που ορίζονται στο άρθρο 12α.

Όταν επιτρέπεται στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρεί το προσαρμοσμένο ποσό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η διαφορά μεταξύ του ποσού των συμμετοχών σε μέσα ιδίων κεφαλαίων και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και του εν λόγω προσαρμοσμένου ποσού αφαιρείται από τη θυγατρική.

Άρθρο 72στ

Αφαίρεση συμμετοχών σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις συμμετοχές τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

i)

οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

ii)

είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

β)

τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,

γ)

τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

i)

οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

ii)

είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Άρθρο 72ζ

Βάση αφαίρεσης για στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), τα ιδρύματα αφαιρούν τις μικτές θετικές τους θέσεις που υπόκεινται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 72η και 72θ.

Άρθρο 72η

Αφαίρεση συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις από άλλες οντότητες G-SII

Τα ιδρύματα που δεν κάνουν χρήση της εξαίρεσης που ορίζεται στο άρθρο 72ι πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

i)

η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,

ii)

είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

β)

προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.

Άρθρο 72θ

Αφαίρεση επιλέξιμων υποχρεώσεων στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε οντότητες G-SII

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον παράγοντα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

α)

το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

i)

των άρθρων 32 έως 35,

ii)

του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

iii)

των άρθρων 44 και 45,

β)

το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII στις περιπτώσεις που η οντότητα εξυγίανσης δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε κανένα από αυτά.

2.   Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ' ανώτατο όριο από τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και από τον υπολογισμό του παράγοντα σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

3.   Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων μιας οντότητας G-SII που κατέχει το ίδρυμα. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό κάθε μέσου επιλέξιμων υποχρεώσεων που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

α)

το ποσό των συμμετοχών που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1,

β)

η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων που κατέχει το ίδρυμα.

4.   Το ποσό των συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 72ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στα σημεία i), ii) και iii) του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δεν αφαιρείται και υπόκειται στους εφαρμοστέους συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό κάθε σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο μέσου επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει της παραγράφου 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό των συμμετοχών που πρέπει να σταθμιστούν ως προς τον κίνδυνο δυνάμει της παραγράφου 4 επί της αναλογίας που προκύπτει από τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

Άρθρο 72ι

Εξαίρεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών από τις αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να αποφασίσουν να μην αφαιρέσουν καθορισμένο μέρος των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, το οποίο συνολικά και υπολογιζόμενο σε ακαθάριστη θετική βάση είναι ίσο ή μικρότερο του 5 % των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των άρθρων 32 έως 36, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συμμετοχές είναι στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

β)

τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων τηρούνται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 30 εργάσιμες ημέρες.

2.   Τα ποσά των στοιχείων που δεν αφαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 1 υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

3.   Όταν, σε περίπτωση συμμετοχών που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο παύουν να πληρούνται, οι συμμετοχές αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 72ζ χωρίς να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 72η και 72θ.

Τμήμα 3

Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

Άρθρο 72ια

Επιλέξιμες υποχρεώσεις

Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε.

Άρθρο 72ιβ

Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

Τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων του και των επιλέξιμων υποχρεώσεών του.

(*11)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(*12)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).»."

32)

Στο δεύτερο μέρος τίτλος Ι, η επικεφαλίδα του κεφαλαίου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Γενικές απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ».

33)

Το άρθρο 73 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Διανομές επί μέσων»·

β)

οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κεφαλαιακά μέσα και οι υποχρεώσεις για τα οποία ένα ίδρυμα αποφασίζει κατά την αποκλειστική κρίση του να πραγματοποιήσει διανομές με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσα ιδίων κεφαλαίων δεν είναι επιλέξιμα για να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εκτός εάν το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνο εφόσον κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ικανότητα του ιδρύματος να ακυρώνει τις πληρωμές δυνάμει του μέσου δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

β)

η ικανότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης να απορροφά τις ζημίες δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

γ)

η ποιότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης δεν θα μειωνόταν κατ' άλλον τρόπο από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές.

Η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης όσον αφορά την τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων από το ίδρυμα πριν από τη χορήγηση της προηγούμενης άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κεφαλαιακά μέσα και οι υποχρεώσεις για τα οποία ένα νομικό πρόσωπο διαφορετικό από το ίδρυμα που τα εκδίδει έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ή να απαιτεί την πληρωμή των διανομών επί των εν λόγω μέσων ή υποχρεώσεων με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσα ιδίων κεφαλαίων δεν είναι επιλέξιμα να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

4.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ευρύ δείκτη αγοράς ως μία από τις βάσεις καθορισμού του ύψους των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, μέσων της κατηγορίας 2 και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα ιδρύματα αναφέρουν και κοινοποιούν τους ευρείς δείκτες αγοράς στους οποίους βασίζονται τα κεφαλαιακά μέσα και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεών τους.».

34)

Στο άρθρο 75, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι απαιτήσεις ληκτότητας για αρνητικές θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45 στοιχείο α), το άρθρο 59 στοιχείο α), το άρθρο 69 στοιχείο α) και το άρθρο 72η στοιχείο α) θεωρείται ότι πληρούνται όσον αφορά τις θέσεις που κατέχονται, εφόσον πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:».

35)

Στο άρθρο 76, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 42 στοιχείο α), του άρθρου 45 στοιχείο α), του άρθρου 57 στοιχείο α), του άρθρου 59 στοιχείο α), του άρθρου 67 στοιχείο α), του άρθρου 69 στοιχείο α) και του άρθρου 72η στοιχείο α), τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν το ποσό θετικής θέσης σε κεφαλαιακό μέσο κατά το τμήμα ενός δείκτη που αποτελείται από το ίδιο υποκείμενο άνοιγμα που αντισταθμίζεται, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:

α)

είτε αμφότερες η θετική θέση που αντισταθμίζεται και η αρνητική θέση σε δείκτη που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση αυτής της θετικής θέσης περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

β)

οι θέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους στον ισολογισμό του ιδρύματος,

γ)

η αρνητική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α) αναγνωρίζεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση στο πλαίσιο των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος,

δ)

οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την καταλληλότητα των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στο στοιχείο γ) τουλάχιστον σε ετήσια βάση και κρίνουν ότι εξακολουθεί να πληρούται ο όρος αυτός.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή έχει δώσει την προηγούμενη άδειά της, ένα ίδρυμα μπορεί να εκτιμά συντηρητικά το υποκείμενο άνοιγμα του ιδρύματος σε μέσα που περιλαμβάνονται στους δείκτες, ως εναλλακτική λύση στον υπολογισμό του ανοίγματος του ιδρύματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,

β)

μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,

γ)

μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μόνο εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς ότι η παρακολούθηση εκ μέρους του ιδρύματος του υποκείμενου ανοίγματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της παραγράφου 2, αναλόγως, θα ήταν λειτουργικά δύσκολη.».

36)

Το άρθρο 77 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 77

Προϋποθέσεις μείωσης των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Το ίδρυμα λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής προκειμένου να προβεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω ενέργειες:

α)

μείωση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα με τρόπο που επιτρέπεται δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

β)

μείωση, διανομή ή ανακατάταξη ως άλλου στοιχείου ιδίων κεφαλαίων της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά μέσα ιδίων κεφαλαίων,

γ)

εξάσκηση της ανάκλησης, εξόφλησης, αποπληρωμής ή επαναγοράς πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.

2.   Το ίδρυμα λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της αρχής εξυγίανσης προκειμένου να εξασκήσει την ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.».

37)

Το άρθρο 78 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 78

Εποπτική άδεια για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων

1.   Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα για τη μείωση, ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά, των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή των μέσων της κατηγορίας 2, ή τη μείωση, διανομή ή ανακατάταξη της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,

β)

το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή.

Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν τα ποσά που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει γενική προηγούμενη άδεια στο εν λόγω ίδρυμα να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για προκαθορισμένο ποσό που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 3 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού κατά το οποίο το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπερβαίνει το άθροισμα των απαιτήσεων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 10 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 3 % του συνολικού ποσού ανεξόφλητων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση.

Οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, όταν εκτιμούν τη βιωσιμότητα των μέσων αντικατάστασης για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), λαμβάνουν υπόψη τους τον βαθμό στον οποίο αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αντικατάστασης θα ήταν δαπανηρότερα για το ίδρυμα από εκείνα τα κεφαλαιακά μέσα ή τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αντικαθιστούν.

3.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα προβεί σε κάποια ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 στοιχείο α) και η άρνηση εξόφλησης των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 27 απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον απαιτεί από το ίδρυμα να περιορίσει την εξόφληση των εν λόγω μέσων σε κατάλληλη βάση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να ανακαλούν, να εξοφλούν, να αποπληρώνουν ή να επαναγοράζουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής τους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη των εν λόγω μέσων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό τους από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή τους σε ίδια κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η αρμόδια αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη μια τέτοια αλλαγή,

ii)

το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη των μέσων αυτών δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,

β)

υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση των εν λόγω μέσων για την οποία το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,

γ)

για τα μέσα και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο έχει γίνει αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 494β,

δ)

πριν από ή ταυτόχρονα με την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, και η αρμόδια αρχή έχει επιτρέψει την εν λόγω ενέργεια με βάση τη διαπίστωση ότι θα είναι επωφελής από την άποψη της προληπτικής εποπτείας και δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις,

ε)

τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή τα μέσα της κατηγορίας 2 επαναγοράζονται για σκοπούς ειδικής διαπραγμάτευσης.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

την έννοια της “βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος”,

β)

τις κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

γ)

τη διαδικασία που περιλαμβάνει τα όρια και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της έγκρισης μιας ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές και τις απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα προς την αρμόδια αρχή ώστε αυτή να επιτρέψει τη διεξαγωγή ενέργειας που παρατίθεται στο εν λόγω άρθρο, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας που εφαρμόζεται στην περίπτωση εξόφλησης εκδιδόμενων μεριδίων σε μέλη συνεταιριστικών εταιρειών, και της χρονικής περιόδου για την επεξεργασία της αίτησης αυτής.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

38)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 78α

Άδεια για τη μείωση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα να ανακαλεί, να εξοφλεί, να αποπληρώνει ή να επαναγοράζει τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,

β)

το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, από την αρχή εξυγίανσης,

γ)

το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι η μερική ή πλήρης αντικατάσταση των επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ για τη διατήρηση της ισχύος της άδειας λειτουργίας.

Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το ποσό των απαιτήσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, μπορεί να χορηγήσει στο εν λόγω ίδρυμα γενική προηγούμενη άδεια, ώστε να προβεί σε ανακλήσεις, εξοφλήσεις, αποπληρωμές ή επαναγορές μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι η οποιαδήποτε τέτοια μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται για προκαθορισμένο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τυχόν γενικές προηγούμενες άδειες που έχουν χορηγηθεί.

Η αρχή εξυγίανσης ανακαλεί τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης, όταν εκτιμούν τη βιωσιμότητα των μέσων αντικατάστασης για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α), λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα αντικατάστασης και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις αντικατάστασης θα ήταν δαπανηρότερα για το ίδρυμα από εκείνα που αντικαθιστούν.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τη διαδικασία για τη συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης,

β)

τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο,

γ)

τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της γενικής προηγούμενης άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο,

δ)

την έννοια “βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος”.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 78.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

39)

Το άρθρο 79 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα ίδρυμα κατέχει προσωρινά κεφαλαιακά μέσα ή υποχρεώσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως μέσα ιδίων κεφαλαίων σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ένα ίδρυμα και η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι εν λόγω συμμετοχές έχουν σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για την ανασυγκρότηση και αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εν λόγω οντότητας ή του εν λόγω ιδρύματος, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναστείλει προσωρινά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την αφαίρεση, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν στα εν λόγω μέσα.».

40)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 79α

Εκτίμηση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

Τα ιδρύματα κρίνουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των μέσων και όχι μόνον τη νομική τους μορφή προκειμένου να εκτιμήσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο δεύτερο μέρος. Κατά την εκτίμηση των ουσιωδών χαρακτηριστικών ενός μέσου λαμβάνονται υπόψη όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τα μέσα, ακόμη και όταν αυτές δεν αναφέρονται ρητά στους όρους και τις προϋποθέσεις των ίδιων των μέσων, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον τα συνδυασμένα οικονομικά αποτελέσματα των ρυθμίσεων αυτών είναι συμβατά με τον σκοπό των σχετικών διατάξεων.».

41)

Το άρθρο 80 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συνεχής αξιολόγηση της ποιότητας των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή εάν υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι τα μέσα αυτά δεν πληρούν τα αντίστοιχα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί στην ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες που η ΕΑΤ θεωρεί αναγκαίες σχετικά με νέα κεφαλαιακά μέσα ή νέα είδη υποχρεώσεων που εκδίδονται, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση.»·

γ)

στην παράγραφο 3, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με τυχόν σημαντικές αλλαγές οι οποίες θεωρεί ότι απαιτούνται για τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα:».

42)

Στο άρθρο 81, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα δικαιώματα μειοψηφίας απαρτίζονται από το άθροισμα των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η θυγατρική είναι ένας από τους κατωτέρω φορείς:

i)

ίδρυμα,

ii)

επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

iii)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας, εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4, ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,

β)

η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

γ)

τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας παραγράφου, ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.».

43)

Το άρθρο 82 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 82

Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και αποδεκτά ίδια κεφάλαια

Το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν το δικαίωμα μειοψηφίας, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή το κεφάλαιο της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, προσαυξημένο κατά τα σχετικά κέρδη εις νέον και τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η θυγατρική είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

ίδρυμα,

ii)

επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

iii)

ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας, εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4, ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,

β)

η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

γ)

τα εν λόγω μέσα ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.».

44)

Στο άρθρο 83 παράγραφος 1, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή στα αποδεκτά ίδια κεφάλαια, αναλόγως, μόνον εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:».

45)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 88α

Αποδεκτά μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

Υποχρεώσεις που εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην Ένωση η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης είναι αποδεκτές για υπαγωγή στα μέσα ενοποιημένων επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδρύματος που υπόκειται στο άρθρο 92α, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

β)

έχουν αγοραστεί από υφιστάμενο μέτοχο που δεν είναι μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,

γ)

δεν υπερβαίνουν το ποσό που καθορίζεται με την αφαίρεση του ποσού του σημείου i) από το ποσό του σημείου ii):

i)

το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

ii)

το ποσό που απαιτείται κατά το άρθρο 45στ παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

46)

Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

δείκτη μόχλευσης 3 %,»

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Επιπλέον της απαίτησης που προβλέπεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ένα G-SII τηρεί απόθεμα ασφαλείας του δείκτη μόχλευσης που ισοδυναμεί με το συνολικό μέτρο ανοίγματος του G-SII που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού πολλαπλασιασμένο επί το 50 % του συντελεστή αποθέματος ασφαλείας G-SII που εφαρμόζεται στο G-SII σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το G-SII τηρεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης με κεφάλαιο της κατηγορίας 1 μόνο. Το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιείται για την τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης δεν χρησιμοποιείται για την τήρηση καμίας από τις απαιτήσεις με βάση τη μόχλευση που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, εκτός αν ρητά προβλέπεται άλλως στις εν λόγω πράξεις.

Όταν ένα G-SII δεν τηρεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, υπόκειται στην απαίτηση διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 141β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Όταν ένα G-SII δεν τηρεί ταυτόχρονα την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, υπόκειται στην υψηλότερη από τις απαιτήσεις διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με τα άρθρα 141 και 141β της εν λόγω οδηγίας.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ενός ιδρύματος, για τα εξής:

i)

κίνδυνο αγοράς, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τον τίτλο IV του παρόντος μέρους, με εξαίρεση τις προσεγγίσεις που ορίζονται στα κεφάλαια 1α και 1β του εν λόγω τίτλου,

ii)

μεγάλα ανοίγματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται στα άρθρα 395 έως 401, στον βαθμό που επιτρέπεται σε ένα ίδρυμα να υπερβεί τα εν λόγω όρια, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με το τέταρτο μέρος,

γ)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς, όπως προσδιορίζεται στον τίτλο IV του παρόντος μέρους, με εξαίρεση τις προσεγγίσεις που ορίζονται στα κεφάλαια 1α και 1β του εν λόγω τίτλου, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων,»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με τον τίτλο V του παρόντος μέρους, με εξαίρεση το άρθρο 379 για τον κίνδυνο διακανονισμού.».

47)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 92α

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για G-SII

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 93 και 94 και των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης και αποτελούν G-SII ή αποτελούν μέρος ενός G-SII πληρούν ανά πάσα στιγμή τις κατωτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων:

α)

δείκτη βάσει επικινδυνότητας 18 %, που αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4,

β)

δείκτη 6,75 % ο οποίος δεν βασίζεται στην επικινδυνότητα και αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4.

2.   Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 δεν ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εντός των τριών ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος του οποίου αποτελεί μέρος το ίδρυμα προσδιορίστηκε ως G-SII,

β)

εντός των δύο ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή εξυγίανσης έθεσε σε εφαρμογή το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ,

γ)

εντός των δύο ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης εφάρμοσε εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δυνάμει του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης χωρίς την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης.

3.   Όταν το άθροισμα το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή της απαίτησης που καθορίζεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σε κάθε οντότητα εξυγίανσης του ίδιου G-SII υπερβαίνει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 12α του παρόντος κανονισμού, η αρχή εξυγίανσης του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος μπορεί, αφού διαβουλευθεί με τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης, να ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 4 ή το άρθρο 45η παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 92β

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για G-SII εκτός ΕΕ

1.   Τα ιδρύματα που είναι σημαντικές θυγατρικές G-SII εκτός ΕΕ και δεν είναι οντότητες εξυγίανσης πληρούν ανά πάσα στιγμή απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ίσες με το 90 % των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92α.

2.   Για τον σκοπό της συμμόρφωσης με την παράγραφο 1, τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον τα μέσα αυτά κατέχει η τελική μητρική επιχείρηση των G-SII εκτός ΕΕ και έχουν εκδοθεί άμεσα ή έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι εν λόγω οντότητες είναι εγκατεστημένες στην ίδια τρίτη χώρα με την τελική μητρική επιχείρηση ή σε κράτος μέλος.

3.   Ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων λαμβάνεται υπόψη μόνο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με την παράγραφο 1 εφόσον πληροί όλες τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

α)

σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση που απορρέει από την υποχρέωση κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από υποχρεώσεις οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και που δεν είναι αποδεκτές ως ίδια κεφάλαια,

β)

υπόκειται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

48)

Το άρθρο 94 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 94

Παρέκκλιση για μικρές δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β), τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι ο όγκος των δραστηριοτήτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού του ιδρύματος είναι ίσος ή μικρότερος και από τα δύο ακόλουθα κατώτατα όρια, βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:

α)

5 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος·

β)

50 εκατομμύρια EUR.

2.   Όταν πληρούνται και οι δυο προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ως εξής:

α)

για τις συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ σημείο 1, τις συμβάσεις που αφορούν μετοχές οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 3 του εν λόγω παραρτήματος και τα πιστωτικά παράγωγα, τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν τις εν λόγω θέσεις από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β),

β)

για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εκτός εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα δύνανται να αντικαθιστούν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) με την απαίτηση που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α).

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον όγκο των δραστηριοτήτων εντός και εκτός ισολογισμού του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους με βάση τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όλες οι θέσεις που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 104 περιλαμβάνονται στον υπολογισμό, εκτός από τις ακόλουθες:

i)

θέσεις που αφορούν συνάλλαγμα και βασικά εμπορεύματα,

ii)

θέσεις σε πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου για την κάλυψη ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή ανοιγμάτων κινδύνου αντισυμβαλλομένου και συναλλαγές πιστωτικών παραγώγων που αντισταθμίζουν απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των εσωτερικών αντισταθμίσεων κινδύνου κατά το άρθρο 106 παράγραφος 3,

β)

όλες οι θέσεις που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό σύμφωνα με το στοιχείο α) αποτιμώνται με βάση την αγοραία αξία τους για τη συγκεκριμένη ημερομηνία· σε περίπτωση που η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους μια εύλογη αξία της θέσης κατά την ημερομηνία αυτή· σε περίπτωση που η αγοραία αξία και η εύλογη αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμες σε συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την πλέον πρόσφατη αγοραία αξία ή εύλογη αξία για τη συγκεκριμένη θέση,

γ)

η απόλυτη τιμή των θετικών θέσεων αθροίζεται με την απόλυτη τιμή των αρνητικών θέσεων.

4.   Όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 74 και 83 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 102 παράγραφοι 3 και 4 και τα άρθρα 103 και 104β του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα ιδρύματα ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές όταν υπολογίζουν ή παύουν να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σύμφωνα με την παράγραφο 2.

6.   Ένα ίδρυμα που δεν πληροί πλέον έναν ή περισσότερους από τους όρους που προβλέπει η παράγραφος 1 ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια αρχή.

7.   Ένα ίδρυμα παύει να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός τριών μηνών από την πραγματοποίηση ενός από τα ακόλουθα:

α)

το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) ή β) για τρεις διαδοχικούς μήνες,

β)

το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) ή β) για περισσότερους από 6 μήνες κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο.

8.   Σε περίπτωση που ίδρυμα έχει παύσει να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του σύμφωνα με το παρόν άρθρο, του επιτρέπεται μόνον να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφόσον αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 έχουν τηρηθεί αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.

9.   Τα ιδρύματα δεν συνομολογούν ούτε αγοράζουν ούτε πωλούν θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μόνο για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 κατά τη μηνιαία εκτίμηση.».

49)

Στο τρίτο μέρος τίτλος Ι, το κεφάλαιο 2 διαγράφεται.

50)

Το άρθρο 102 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο σκοπός διαπραγμάτευσης αποδεικνύεται με βάση στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες τις οποίες το εκάστοτε ίδρυμα θεσπίζει με σκοπό τη διαχείριση της θέσης ή του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με τα άρθρα 103, 104 και 104α.

3.   Τα ιδρύματα δημιουργούν και διατηρούν συστήματα και ελέγχους για να διαχειρίζονται το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σύμφωνα με το άρθρο 103.

4.   Για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 430β παράγραφος 3, οι θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών αποδίδονται σε μονάδες διαπραγμάτευσης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 104β.»·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Οι θέσεις στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπόκεινται στις απαιτήσεις συνετής αποτίμησης που ορίζονται στο άρθρο 105.

6.   Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 106.».

51)

Το άρθρο 103 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 103

Διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

1.   Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τη γενική διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες πραγματεύονται τουλάχιστον:

α)

τις δραστηριότητες που το ίδρυμα θεωρεί δραστηριότητες διαπραγμάτευσης και μέρος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για λόγους απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

β)

τον βαθμό στον οποίο μια θέση μπορεί να αποτιμάται στην τρέχουσα τιμή της αγοράς στο πλαίσιο μιας ενεργού και ρευστής αγοράς διπλής κατεύθυνσης,

γ)

για τις θέσεις που αποτιμώνται βάσει υποδείγματος, τον βαθμό στον οποίο μπορεί το ίδρυμα:

i)

να εντοπίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης,

ii)

να αντισταθμίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης με μέσα ως προς τα οποία υπάρχει ενεργός και ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης,

iii)

να πραγματοποιεί αξιόπιστες εκτιμήσεις για τα βασικά συμπεράσματα και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα,

δ)

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί και υποχρεούται να πραγματοποιεί αποτιμήσεις για τις θέσεις, οι οποίες αποτιμήσεις μπορούν να επικυρώνονται εξωτερικά με συνεπή τρόπο,

ε)

τον βαθμό στον οποίο οι νομικοί περιορισμοί ή άλλες λειτουργικές απαιτήσεις θα παρεμπόδιζαν τη δυνατότητα του ιδρύματος να επιτύχει τη ρευστοποίηση ή αντιστάθμιση της θέσης σε βραχυπρόθεσμη βάση,

στ)

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να διαχειρίζεται ενεργά τους κινδύνους της θέσης στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσής του,

ζ)

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να ανακατατάξει κινδύνους ή θέσεις μεταξύ του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και εκτός του, καθώς και τις απαιτήσεις για τις ανακατατάξεις αυτές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 104α.

2.   Κατά τη διαχείριση των θέσεων ή των χαρτοφυλακίων των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το ίδρυμα συμμορφώνεται με όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

α)

το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς τεκμηριωμένη έγγραφη στρατηγική διαπραγμάτευσης για τη θέση ή τα χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, η οποία θα πρέπει να έχει εγκριθεί από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και να περιλαμβάνει την αναμενόμενη περίοδο διακράτησης,

β)

το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την ενεργό διαχείριση των θέσεων ή των χαρτοφυλακίων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών· οι ως άνω πολιτικές και διαδικασίες περιλαμβάνουν τα εξής:

i)

ποιες θέσεις ή χαρτοφυλάκια θέσεων μπορούν να συνομολογηθούν από κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, από εντεταλμένους διαπραγματευτές,

ii)

καθορισμό ορίων θέσης και έλεγχο της καταλληλότητάς τους,

iii)

εξασφάλιση ότι οι διαπραγματευτές διαθέτουν αυτονομία για τη συνομολόγηση και τη διαχείριση των θέσεων εντός συμφωνημένων ορίων και βάσει της εγκριθείσας στρατηγικής,

iv)

εξασφάλιση ότι οι θέσεις γνωστοποιούνται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη ως αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος,

v)

εξασφάλιση ότι οι θέσεις αποτελούν αντικείμενο ενεργού παρακολούθησης σε συσχετισμό με πηγές πληροφόρησης για την αγορά και γίνεται εκτίμηση της εμπορευσιμότητας ή της ικανότητας αντιστάθμισης της θέσης ή των κινδύνων που τη συνιστούν, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της ποιότητας και της διαθεσιμότητας δεδομένων της αγοράς στη διαδικασία αποτίμησης, του ύψους των αριθμών συναλλαγών της αγοράς και του όγκου των θέσεων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στην αγορά,

vi)

ενεργές διαδικασίες και ελέγχους για την καταπολέμηση της απάτης,

γ)

το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των θέσεων σε συνάρτηση με τη στρατηγική διαπραγμάτευσης του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης του όγκου και των θέσεων έναντι των οποίων διαπιστώνεται υπέρβαση της αρχικά σκοπούμενης περιόδου διακράτησης.».

52)

Στο άρθρο 104, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

53)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 104α

Ανακατάταξη θέσης

1.   Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές για την αναγνώριση των εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες δικαιολογούν την ανακατάταξη θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ως θέσης εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή, αντιθέτως, την ανακατάταξη μιας θέσης εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ως θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, για τους σκοπούς του προσδιορισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές. Τα ιδρύματα επανεξετάζουν τις πολιτικές αυτές τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των εποπτικών πρακτικών και δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 έως τις 28 Ιουνίου 2024 σχετικά με την έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Έως ότου δημοσιεύσει η ΕΑΤ αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ και αιτιολογούν τις αποφάσεις τους σχετικά με το αν επιτρέπουν ίδρυμα να ανακατατάξει μια θέση ή όχι όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια ανακατάταξης μιας θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών ως θέσης εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή, αντιθέτως, μιας θέσης εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ως θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών με σκοπό τον προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων μόνον εάν το ίδρυμα έχει παράσχει στις αρμόδιες αρχές γραπτές αποδείξεις ότι η απόφασή του να ανακατατάξει τη θέση αυτή απορρέει από εξαιρετική περίσταση η οποία είναι σύμφωνη με τις πολιτικές που διαθέτει το ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Για τον σκοπό αυτό, το ίδρυμα παρέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση δεν πληροί πλέον την προϋπόθεση να καταταχθεί ως θέση χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή ως θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 104.

Η απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο.

3.   Εάν η αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια για ανακατάταξη θέσης σύμφωνα με την παράγραφο 2, το ίδρυμα που έλαβε την άδεια:

α)

δημοσιοποιεί, χωρίς καθυστέρηση,

i)

τα πληροφοριακά στοιχεία ότι η θέση του έχει ανακαταταχθεί και

ii)

σε περίπτωση που η εν λόγω ανακατάταξη έχει ως αποτέλεσμα μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, το μέγεθος αυτής της μείωσης και

β)

σε περίπτωση που η εν λόγω ανακατάταξη έχει ως αποτέλεσμα μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, τότε δεν αναγνωρίζει το αποτέλεσμα έως ότου η θέση καταστεί ληξιπρόθεσμη, εκτός εάν η αρμόδια αρχή του ιδρύματος του επιτρέψει να αναγνωρίσει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα σε προγενέστερη ημερομηνία.

4.   Το ίδρυμα υπολογίζει την καθαρή μεταβολή στο ύψος των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του που προκύπτουν από την ανακατάταξη της θέσης ως τη διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων αμέσως μετά την ανακατάταξη και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων αμέσως πριν από την ανακατάταξη, αμφότερες υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 92. Ο υπολογισμός δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις άλλων παραγόντων εκτός της ανακατάταξης.

5.   Η ανακατάταξη μιας θέσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι αμετάκλητη.

Άρθρο 104β

Απαιτήσεις για τη μονάδα διαπραγμάτευσης

1.   Για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 430β παράγραφος 3, τα ιδρύματα συγκροτούν μονάδες διαπραγμάτευσης και αποδίδουν καθεμία από τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σε μία από τις εν λόγω μονάδες διαπραγμάτευσης. Οι θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών πρέπει να αποδίδονται στην ίδια μονάδα διαπραγμάτευσης μόνον όταν τηρούν τη συμφωνηθείσα επιχειρηματική στρατηγική για τη μονάδα διαπραγμάτευσης και αποτελούν αντικείμενο συνεπούς διαχείρισης και παρακολούθησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι μονάδες διαπραγμάτευσης των ιδρυμάτων πληρούν ανά πάσα στιγμή όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:

α)

κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης διαθέτει σαφή και ιδιαίτερη επιχειρηματική στρατηγική και δομή διαχείρισης κινδύνου κατάλληλη για την επιχειρηματική της στρατηγική,

β)

κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης έχει σαφή οργανωτική δομή· η διαχείριση των θέσεων σε μια δεδομένη μονάδα διαπραγμάτευσης γίνεται από εντεταλμένους διαπραγματευτές εντός του ιδρύματος· κάθε διαπραγματευτής έχει ειδικά καθήκοντα στη μονάδα διαπραγμάτευσης· κάθε διαπραγματευτής εντάσσεται σε μία μόνο μονάδα διαπραγμάτευσης,

γ)

τα όρια της θέσης καθορίζονται από κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την επιχειρηματική στρατηγική της μονάδας διαπραγμάτευσης,

δ)

οι αναφορές για τις δραστηριότητες, την κερδοφορία, τη διαχείριση κινδύνου και τις ρυθμιστικές απαιτήσεις σε επίπεδο μονάδας διαπραγμάτευσης πρέπει να συντάσσονται τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση και να κοινοποιούνται στο διοικητικό όργανο σε τακτική βάση,

ε)

κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης διαθέτει σαφές ετήσιο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει σαφώς καθορισμένη πολιτική αποδοχών βάσει ασφαλών κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων,

στ)

οι αναφορές για τις θέσεις ληκτότητας, τις εντός ημέρας παραβιάσεις των ορίων συναλλαγών, τις ημερήσιες παραβιάσεις των ορίων συναλλαγών και τις δράσεις που αναλαμβάνει το ίδρυμα για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων αυτών, καθώς και τις εκτιμήσεις της ρευστότητας της αγοράς, καταρτίζονται για κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης σε μηνιαία βάση και διατίθενται στις αρμόδιες αρχές.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο β), ένα ίδρυμα μπορεί να διορίσει διαπραγματευτή σε περισσότερες από μία μονάδες διαπραγμάτευσης, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα αποδείξει ικανοποιητικά για την αρμόδια αρχή του ότι ο διορισμός έγινε μεν για επιχειρηματικούς λόγους ή εξεύρεση πόρων, διατηρεί δε τις λοιπές ποιοτικές απαιτήσεις που ορίζει το παρόν άρθρο οι οποίες ισχύουν για τους αντιπροσώπους και τις μονάδες διαπραγμάτευσης.

4.   Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές τον τρόπο με τον οποίο συμμορφώνονται με την παράγραφο 2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από ίδρυμα να τροποποιήσει τη δομή ή την οργάνωση των μονάδων διαπραγμάτευσης που διαθέτει, προκειμένου να συμμορφωθούν με το παρόν άρθρο.».

54)

Το άρθρο 105 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αποτιμώνται σε εύλογη αξία υπόκειται στα πρότυπα συνετής αποτίμησης που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Συγκεκριμένα, τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η συνετή αποτίμηση των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους επιτυγχάνει ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας με γνώμονα τον δυναμικό χαρακτήρα των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών οι οποίες αποτιμώνται σε εύλογη αξία, τις απαιτήσεις της συνετής αποτίμησης και τον τρόπο εφαρμογής και τον σκοπό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών οι οποίες αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους.»·

β)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα ιδρύματα ανατιμούν τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους σε εύλογη αξία τουλάχιστον σε καθημερινή βάση. Μεταβολές στην αξία των θέσεων αυτών αναφέρονται στον λογαριασμό κερδών και ζημιών του ιδρύματος.

4.   Τα ιδρύματα αποτιμούν τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους με τιμές της αγοράς όποτε είναι δυνατόν, ακόμα και όταν εφαρμόζεται η κεφαλαιακή αντιμετώπιση σε αυτές τις θέσεις.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν δεν είναι δυνατή η αποτίμηση με τιμές της αγοράς, τα ιδρύματα αποτιμούν συντηρητικά βάσει υποδείγματος τις θέσεις και τα χαρτοφυλάκιά τους, ακόμα και όταν υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για θέσεις στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αποτιμώνται σε εύλογη αξία.»·

δ)

στην παράγραφο 7, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), το υπόδειγμα αναπτύσσεται ή εγκρίνεται χωρίς την ανάμειξη των μονάδων διαπραγμάτευσης και η ορθότητά του ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επικύρωση των μαθηματικών υπολογισμών, των παραδοχών και του χρησιμοποιούμενου λογισμικού.»·

ε)

στην παράγραφο 11, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το πρόσθετο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση πέραν των οριζόντων ρευστότητας που ισχύουν για τους παράγοντες κινδύνου της θέσης σύμφωνα με άρθρο 325νστ,».

55)

Το άρθρο 106 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ισχύουν για την αντισταθμισμένη θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση.

3.   Όταν ένα ίδρυμα αντισταθμίζει άνοιγμα σε πιστωτικό κίνδυνο εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου με ένα πιστωτικό παράγωγο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του με εσωτερική αντιστάθμιση, το πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται ως εσωτερική αντιστάθμιση του ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου για τους σκοπούς του υπολογισμού των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), στις περιπτώσεις που το ίδρυμα προβαίνει σε άλλη συναλλαγή πιστωτικού παραγώγου με επιλέξιμο τρίτο πάροχο προστασίας, ο οποίος ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και αντισταθμίζει πλήρως τον κίνδυνο αγοράς της εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου.

Τόσο η εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όσο και το πιστωτικό παράγωγο που έχει συνομολογηθεί με τον τρίτο περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.»·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Όταν ένα ίδρυμα αντισταθμίζει άνοιγμα σε κίνδυνο μετοχών εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με παράγωγο επί μετοχών που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του, η εν λόγω θέση του παραγώγου επί μετοχών αναγνωρίζεται ως εσωτερική αντιστάθμιση του ανοίγματος σε κίνδυνο μετοχών εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), στις περιπτώσεις που το ίδρυμα προβαίνει σε άλλη συναλλαγή παραγώγου επί μετοχών με επιλέξιμο τρίτο πάροχο προστασίας ο οποίος ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις για μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και αντισταθμίζει πλήρως τον κίνδυνο αγοράς της εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου.

Τόσο η εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όσο και το παράγωγο επί μετοχών που έχει συνομολογηθεί με τον επιλέξιμο τρίτο πάροχο προστασίας περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

5.   Εάν το ίδρυμα αντισταθμίζει τα ανοίγματα στον κίνδυνο επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με μια θέση κινδύνου επιτοκίου που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του, η εν λόγω θέση κινδύνου επιτοκίου θεωρείται εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου για τον σκοπό της εκτίμησης του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η θέση έχει αποδοθεί σε χαρτοφυλάκιο χωριστό από την άλλη θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, η επιχειρηματική στρατηγική της οποίας είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη διαχείριση και την άμβλυνση του κινδύνου αγοράς στις εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου των ανοιγμάτων σε κίνδυνο επιτοκίου· για τον σκοπό αυτό, το ίδρυμα μπορεί να αποδώσει στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο άλλες θέσεις κινδύνου επιτοκίου που έχουν συνομολογηθεί με τρίτους, ή το δικό του χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα αντισταθμίζει απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των θέσεων κινδύνου επιτοκίου που έχει συνάψει με το δικό του χαρτοφυλάκιο συναλλαγών συνομολογώντας αντίθετες θέσεις κινδύνου επιτοκίου με τρίτους,

β)

για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που αναφέρονται στο άρθρο 430β παράγραφος 3, η θέση έχει αποδοθεί σε μονάδα διαπραγμάτευσης που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 104β, η επιχειρηματική στρατηγική της οποίας είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη διαχείριση και την άμβλυνση του κινδύνου αγοράς στις εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου των ανοιγμάτων σε κίνδυνο επιτοκίου· για τον σκοπό αυτό, η μονάδα διαπραγμάτευσης μπορεί να συνομολογεί άλλες θέσεις κινδύνου επιτοκίου με τρίτους ή άλλες μονάδες διαπραγμάτευσης του ιδρύματος, εφόσον οι εν λόγω άλλες μονάδες διαπραγμάτευσης αντισταθμίζουν απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των άλλων θέσεων κινδύνου επιτοκίου συνομολογώντας αντίθετες θέσεις κινδύνου επιτοκίου με τρίτους,

γ)

το ίδρυμα έχει πλήρως τεκμηριώσει πώς η θέση μετριάζει τον κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για τους σκοπούς των απαιτήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

6.   Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς όλων των θέσεων που έχουν αποδοθεί σε χωριστό χαρτοφυλάκιο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α) υπολογίζονται σε αυτόνομη βάση και είναι συμπληρωματικές προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

7.   Για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 430β, ο υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς όλων των θέσεων που έχουν αποδοθεί στο επιμέρους χαρτοφυλάκιο όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου ή στη μονάδα διαπραγμάτευσης ή τις οποίες έχει συνομολογήσει η μονάδα διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση, γίνεται σε αυτόνομη βάση ως χωριστό χαρτοφυλάκιο και είναι συμπληρωματικός προς τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τις άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.».

56)

Στο άρθρο 107, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών, τα ανοίγματα έναντι πιστωτικού ιδρύματος τρίτης χώρας και τα ανοίγματα έναντι χρηματιστηρίου τρίτης χώρας αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος μόνο όταν η τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές και εποπτικές απαιτήσεις στην εν λόγω οντότητα, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις ισχύουσες στην Ένωση.».

57)

Στο άρθρο 117, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιε)

ο Διεθνής Οργανισμός Ανάπτυξης,

ιστ)

η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών.»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιεί τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462 που τροποποιούν με τα διεθνή πρότυπα τον κατάλογο πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης στην παρούσα παράγραφο.».

58)

Στο άρθρο 118, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,».

59)

Στο άρθρο 123 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τα ανοίγματα που οφείλονται σε δάνεια χορηγούμενα από πιστωτικό ίδρυμα σε συνταξιούχους ή εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου με αντάλλαγμα την άνευ αιρέσεων μεταβίβαση μέρους της σύνταξης ή των αποδοχών του δανειολήπτη στο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 %, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο, ο δανειολήπτης επιτρέπει ανεπιφύλακτα στο συνταξιοδοτικό ταμείο ή στον εργοδότη να προβεί σε άμεσες πληρωμές στο πιστωτικό ίδρυμα αφαιρώντας τις μηνιαίες δόσεις του δανείου από τη μηνιαία σύνταξη ή τις μηνιαίες αποδοχές του οφειλέτη,

β)

οι κίνδυνοι θανάτου, ανικανότητας προς εργασία ή ανεργίας ή μείωσης της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη καλύπτονται καταλλήλως μέσω ασφάλισης που αποδέχεται ο δανειολήπτης προς όφελος του πιστωτικού ιδρύματος,

γ)

οι μηνιαίες πληρωμές που πρέπει να καταβάλει ο δανειολήπτης για όλα τα δάνεια που πληρούν τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) δεν υπερβαίνουν συνολικά το 20 % της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη,

δ)

η μέγιστη αρχική διάρκεια του δανείου είναι ίση ή μικρότερη των δέκα ετών.».

60)

Το άρθρο 124 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 124

Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας

1.   Σε ένα άνοιγμα ή σε οποιοδήποτε τμήμα του που εξασφαλίζεται πλήρως με υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 125 ή 126, με εξαίρεση οποιοδήποτε τμήμα του ανοίγματος που κατατάσσεται σε άλλη κατηγορία. Στο τμήμα του ανοίγματος που υπερβαίνει την αξία υποθήκης του ακινήτου εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα του εμπλεκόμενου αντισυμβαλλομένου.

Το τμήμα ενός ανοίγματος που αντιμετωπίζεται ως πλήρως εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, την αξία του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου.

1α.   Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της παραγράφου 2. Η εν λόγω αρχή είναι η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή.

Σε περίπτωση που η αρχή η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή διασφαλίζει ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που έχουν μακροπροληπτική εντολή είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου, και συμμετέχουν καταλλήλως στην εκτίμηση των ανησυχιών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Όταν η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζονται κατάλληλος συντονισμός και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής για την ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ειδικότερα, απαιτείται από τις αρχές να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλονται στην εντεταλμένη αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου. Αυτή η συνεργασία αποσκοπεί στην αποφυγή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς δράσης κάθε μορφής μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής, καθώς και στη διασφάλιση ότι η αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, ιδίως μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 458 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

2.   Με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 430α και τυχόν άλλους σχετικούς δείκτες, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου εκτιμά περιοδικά, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, αν ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 % για τα ανοίγματα σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία σύμφωνα με το άρθρο 125, τα οποία βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής και ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 126, τα οποία βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής είναι κατάλληλοι με βάση τα εξής:

α)

ιστορικότητα ζημιών των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα,

β)

μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ακινήτων.

Όταν, βάσει της εκτίμησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 126 παράγραφος 2 δεν αντανακλούν επαρκώς τους πραγματικούς κινδύνους, που συνδέονται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ή σε εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής, και αν κρίνει ότι η ανεπάρκεια των συντελεστών στάθμισης κινδύνου θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα του κράτους μέλους της, μπορεί να αυξάνει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζονται σε αυτά τα ανοίγματα εντός των ορίων που καθορίζονται στο τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή να επιβάλλει κριτήρια αυστηρότερα από εκείνα που καθορίζονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 126 παράγραφος 2.

Η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ οποιεσδήποτε προσαρμογές των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και των κριτηρίων που εφαρμόζονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ παρέχουν τη γνώμη τους στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ δημοσιεύουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126 και στο άρθρο 199 παράγραφος 1 στοιχείο α) όπως εφαρμόζονται από τη σχετική αρχή.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α μπορεί να ορίζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου εντός των ακόλουθων ορίων:

α)

35 % έως 150 % για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία,

β)

50 % έως 150 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.

3.   Όταν η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α ορίζει υψηλότερους συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή αυστηρότερα κριτήρια σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα έχουν στη διάθεσή τους μεταβατική περίοδο έξι μηνών για να τα εφαρμόσουν.

4.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα είδη των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Το ΕΣΣΚ μπορεί, μέσω συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, και σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, να παρέχει καθοδήγηση στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τους παράγοντες που θα μπορούσαν να “επηρεάσουν αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα” όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο και

β)

ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς τους οποίους η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό υψηλότερων συντελεστών στάθμισης κινδύνου.

6.   Τα ιδρύματα κράτους μέλους εφαρμόζουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 2 σε όλα τα αντίστοιχα ανοίγματά τους που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων τα οποία προορίζονται για κατοικία ή για εμπορική χρήση που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του συγκεκριμένου κράτους μέλους.».

61)

Στο άρθρο 128, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 % στα ανοίγματα που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω ανοίγματα ως ανοίγματα που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους:

α)

επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών, πλην των επενδύσεων που υπάγονται στο άρθρο 132,

β)

επενδύσεις σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, πλην των επενδύσεων που υπάγονται στο άρθρο 132,

γ)

κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας.».

62)

Το άρθρο 132 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 132

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για τα ανοίγματά τους υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ πολλαπλασιάζοντας το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο, με το ποσοστό των μεριδίων ή των μετοχών που κατέχουν τα εν λόγω ιδρύματα.

2.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν την προσέγγιση εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 132α παράγραφος 1 ή την προσέγγιση βάσει εντολής σύμφωνα με το άρθρο 132α παράγραφος 2.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 132β παράγραφος 2, τα ιδρύματα τα οποία δεν εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης ή την προσέγγιση βάσει εντολής εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % (“εφεδρική προσέγγιση”) για τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ.

Τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ με χρήση συνδυασμού των προσεγγίσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χρήση των εν λόγω προσεγγίσεων.

3.   Τα ιδρύματα δύνανται να προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων του ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 132α, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο ΟΣΕ είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), που διέπεται από την οδηγία 2009/65/ΕΚ,

ii)

ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

iii)

ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

iv)

ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

v)

ΟΕΕ εκτός ΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ και διατίθεται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 42 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

vi)

ΟΕΕ εκτός ΕΕ που δεν διατίθεται στην αγορά της Ένωσης και τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα που καλύπτεται από κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

β)

το ενημερωτικό δελτίο του ΟΣΕ ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο περιλαμβάνει:

i)

τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ,

ii)

εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους,

γ)

η υποβολή αναφορών από τον ΟΣΕ ή την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ στο ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:

i)

τα ανοίγματα του ΟΣΕ αποτελούν αντικείμενο αναφορών τουλάχιστον με την ίδια συχνότητα με αυτά του ιδρύματος,

ii)

το επίπεδο λεπτομέρειας των δημοσιονομικών στοιχείων είναι επαρκές για να επιτρέψει στο ίδρυμα να υπολογίσει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος του ΟΣΕ, σύμφωνα με την προσέγγιση που επελέγη από το ίδρυμα,

iii)

όταν το ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση εξέτασης, οι πληροφορίες σχετικά με τα υποκείμενα ανοίγματα επαληθεύονται από ανεξάρτητο τρίτο.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι πολυμερείς και διμερείς τράπεζες ανάπτυξης και τα λοιπά ιδρύματα που επενδύουν από κοινού σε ΟΣΕ με πολυμερείς ή διμερείς τράπεζες ανάπτυξης δύνανται να προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων του συγκεκριμένου ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του άρθρου 132α, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και υπό τον όρο ότι η επενδυτική εντολή του ΟΣΕ περιορίζει τα είδη των περιουσιακών στοιχείων στα οποία μπορεί να επενδύσει ο ΟΣΕ μόνο στα στοιχεία που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές τους τον ΟΣΕ έναντι του οποίου έχουν τη μεταχείριση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο γ) σημείο i) του πρώτου εδαφίου, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα προσδιορίζει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων ενός ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει εντολής, η υποβολή αναφορών από τον ΟΣΕ ή την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ προς το ίδρυμα μπορεί να περιορίζεται στην επενδυτική εντολή του ΟΣΕ και σε τυχόν τροποποιήσεις αυτής και μπορεί να πραγματοποιείται μόνον όταν το ίδρυμα επιβαρύνεται με το άνοιγμα στον ΟΣΕ για πρώτη φορά και σε περίπτωση τροποποίησης στην επενδυτική εντολή του ΟΣΕ.

4.   Τα ιδρύματα που δεν έχουν επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες για να υπολογίσουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 132α μπορούν να βασίζονται στους υπολογισμούς τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

ii)

για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το σημείο i) του παρόντος στοιχείου, η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εταιρεία πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α),

β)

ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 132α παράγραφος 1, 2 ή 3, ανάλογα με την περίπτωση,

γ)

εξωτερικός ελεγκτής έχει επιβεβαιώσει την ορθότητα του υπολογισμού του τρίτου.

Τα ιδρύματα που στηρίζονται σε υπολογισμούς τρίτων πολλαπλασιάζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων του ΟΣΕ που προκύπτουν από τους εν λόγω υπολογισμούς με συντελεστή 1,2.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, εάν το ίδρυμα έχει απεριόριστη πρόσβαση στους λεπτομερείς υπολογισμούς που εκτελέστηκαν από τον τρίτο, δεν εφαρμόζεται ο συντελεστής 1,2. Το ίδρυμα παρέχει τους υπολογισμούς αυτούς, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή.

5.   Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 132α, για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων του ΟΣΕ (“επίπεδο 1 του ΟΣΕ”), και οποιοδήποτε από τα υποκείμενα ανοίγματα επιπέδου 1 του ΟΣΕ είναι άνοιγμα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε άλλον ΟΣΕ (“επίπεδο 2 του ΟΣΕ”), το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ στο επίπεδο 2 μπορεί να υπολογιστεί με χρήση οποιασδήποτε από τις τρεις προσεγγίσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την προσέγγιση εξέτασης για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων των ΟΣΕ στο επίπεδο 3 και οποιοδήποτε επόμενο επίπεδο, μόνον εφόσον χρησιμοποίησε την εν λόγω προσέγγιση για τον υπολογισμό κατά το προηγούμενο επίπεδο. Σε οποιοδήποτε άλλο σενάριο χρησιμοποιεί την εφεδρική προσέγγιση.

6.   Το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ που υπολογίζεται σύμφωνα με την προσέγγιση εξέτασης και την προσέγγιση βάσει εντολής που καθορίζεται στο άρθρο 132α παράγραφοι 1 και 2 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του εν λόγω ΟΣΕ που υπολογίζεται σύμφωνα με την εφεδρική προσέγγιση.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 132α παράγραφος 1 μπορούν να υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για τα ανοίγματά τους υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ, πολλαπλασιάζοντας τις αξίες των ανοιγμάτων αυτών, που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 111, με τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου (Formula) που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 132γ, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

τα ιδρύματα μετρούν την αξία των συμμετοχών τους σε μερίδια ή μετοχές σε έναν ΟΣΕ στο ιστορικό κόστος, ενώ θα μετρούσαν την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕ σε εύλογη αξία σε περίπτωση εφαρμογής της προσέγγισης εξέτασης,

β)

η αλλαγή της αγοραίας αξίας των μεριδίων ή μετοχών για τα οποία τα ιδρύματα μετρούν την αξία σε ιστορικό κόστος δεν μεταβάλλει ούτε το ύψος των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων αυτών, ούτε την αξία ανοίγματος που συνδέεται με τις εν λόγω συμμετοχές.».

63)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 132α

Προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων των ΟΣΕ

1.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3, τα ιδρύματα που διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ εξετάζουν ενδελεχώς τα εν λόγω ανοίγματα για να υπολογίσουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό του ΟΣΕ, μέσω της στάθμισης όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ σαν να κατέχονταν άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα.

2.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3, τα ιδρύματα που δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την προσέγγιση εξέτασης μπορούν να υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των εν λόγω ανοιγμάτων σύμφωνα με τα όρια που ορίζονται στον σκοπό του ΟΣΕ και το συναφές δίκαιο.

Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο βάσει της παραδοχής ότι ο ΟΣΕ αναλαμβάνει πρώτα ανοίγματα στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται σύμφωνα με τον σκοπό του ή το συναφές δίκαιο για τα οποία προβλέπεται η υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και στη συνέχεια ανοίγματα με φθίνουσα σειρά έως το ανώτατο συνολικό όριο των ανοιγμάτων και ότι ο ΟΣΕ εφαρμόζει μόχλευση στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται σύμφωνα με τον σκοπό του ή το συναφές δίκαιο, κατά περίπτωση.

Τα ιδρύματα εκτελούν τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, στο κεφάλαιο 5 του παρόντος τίτλου και στα τμήματα 3, 4 ή 5 του κεφαλαίου 6 του παρόντος τίτλου.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο δ), τα ιδρύματα που υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου μπορούν να υπολογίσουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των ανοιγμάτων σε παράγωγα του εν λόγω ΟΣΕ ως ποσό ίσο με το 50 % της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω ανοιγμάτων σε παράγωγα που υπολογίζονται σύμφωνα με τα τμήματα 3, 4 ή 5 του κεφαλαίου 6 του παρόντος τίτλου, ανάλογα με την περίπτωση.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται να αποκλείσει από τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης τα ανοίγματα σε παράγωγα ως προς τα οποία δεν θα ίσχυε η εν λόγω υποχρέωση εάν τα ανοίγματα αυτά αναλαμβάνονταν άμεσα από το ίδρυμα.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει πώς υπολογίζουν τα ιδρύματα το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση που μία ή περισσότερες από τις εισροές που απαιτούνται για τον υπολογισμό αυτό δεν είναι διαθέσιμες.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 132β

Εξαιρέσεις από τις προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων των ΟΣΕ

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 132 τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, τα μέσα της κατηγορίας 2 και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που ανήκουν σε ΟΣΕ και τα οποία τα ιδρύματα αφαιρούν σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 και τα άρθρα 56, 66 και 72ε, αντιστοίχως.

2.   Τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 132 τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ που αναφέρονται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η) και, αντί αυτών, να εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται για τα εν λόγω ανοίγματα στο άρθρο 133.

Άρθρο 132γ

Αντιμετώπιση των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε ΟΣΕ

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία τους με δυνατότητα μετατροπής σε ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ πολλαπλασιάζοντας τις αξίες των ανοιγμάτων αυτών, που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 111, με τον ακόλουθο συντελεστή στάθμισης κινδύνου:

α)

για όλα τα ανοίγματα για τα οποία τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μία από τις προσεγγίσεις που καθορίζονται στο άρθρο 132α:

Formula

όπου:

Formula

=

ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου,

i

=

ο δείκτης που δηλώνει τον ΟΣΕ,

RWAEi

=

το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 132α για τον δείκτη του ΟΣΕ (CIUi),

Formula

=

η αξία ανοίγματος για τα ανοίγματα του CIUi,

Ai

=

η λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού του CIUi και

EQi

=

η λογιστική αξία των μετοχών της CIUi,

β)

για όλα τα άλλα ανοίγματα,

Formula

.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος μιας υποχρέωσης ελάχιστης τιμής που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ως την προεξοφλημένη παρούσα αξία του ποσού που καλύπτεται από την εγγύηση χρησιμοποιώντας συντελεστή προεξόφλησης χωρίς κίνδυνο. Τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν την αξία ανοίγματος της υποχρέωσης ελάχιστης τιμής με τις ενδεχόμενες ζημίες που αναγνωρίζονται σε σχέση με τη δέσμευση ελάχιστης τιμής στο πλαίσιο του ισχύοντος λογιστικού προτύπου.

Τα ιδρύματα υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα που προκύπτουν από δεσμεύσεις ελάχιστης τιμής που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, με πολλαπλασιασμό της αξίας ανοίγματος των εν λόγω ανοιγμάτων με συντελεστή μετατροπής 20 % και τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από το άρθρο 132 ή 152.

3.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα που προκύπτουν από δεσμεύσεις ελάχιστης τιμής σύμφωνα με την παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το εκτός ισολογισμού άνοιγμα του ιδρύματος είναι δέσμευση ελάχιστης τιμής για επένδυση σε μερίδια ή μετοχές ενός ή περισσοτέρων ΟΣΕ, στο πλαίσιο της οποίας το ίδρυμα υποχρεούται μόνο να καταβάλει πληρωμές βάσει της δέσμευσης ελάχιστης τιμής εφόσον η αγοραία αξία των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ δεν υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο σε μία ή περισσότερες χρονικές στιγμές, όπως ορίζεται στη σύμβαση,

β)

ο ΟΣΕ είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, ή

ii)

ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, που επενδύει αποκλειστικά σε κινητές αξίες ή σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, εφόσον η εντολή του ΟΕΕ δεν επιτρέπει μόχλευση υψηλότερη από την επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

γ)

η τρέχουσα αγοραία αξία των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, στην οποία βασίζεται η υποχρέωση ελάχιστης τιμής χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση των εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων ελάχιστης τιμής, καλύπτει ή υπερβαίνει την παρούσα αξία του κατώτατου ορίου που ορίζεται στην υποχρέωση ελάχιστης τιμής,

δ)

όταν μειώνεται η υπέρβαση της αγοραίας αξίας των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ έναντι της παρούσας αξίας της δέσμευσης ελάχιστης τιμής, το ίδρυμα ή άλλη επιχείρηση καθόσον καλύπτεται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται το ίδιο το ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2002/87/ΕΚ, μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ ή να περιορίσει τις δυνατότητες περαιτέρω μείωσης της υπέρβασης με άλλους τρόπους,

ε)

ο τελικός άμεσος ή έμμεσος δικαιούχος της υποχρέωσης ελάχιστης τιμής είναι συνήθως ιδιώτης πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.».

64)

Στο άρθρο 144 παράγραφος 1, το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

το ίδρυμα έχει υπολογίσει βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τις εκτιμήσεις του για τις παραμέτρους κινδύνου και είναι σε θέση να υποβάλει την έκθεση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 430,».

65)

Το άρθρο 152 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 152

Αντιμετώπιση ανοιγμάτων υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για τα ανοίγματά τους υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ με πολλαπλασιασμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού του ΟΣΕ, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5, με το ποσοστό των μεριδίων ή των μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή του εν λόγω ιδρύματος.

2.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3, τα ιδρύματα που διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ εξετάζουν ενδελεχώς τα εν λόγω ανοίγματα για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού του ΟΣΕ, μέσω της στάθμισης όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ σαν να κατέχονταν άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο δ), τα ιδρύματα που υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος του ΟΣΕ σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου μπορούν να υπολογίσουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των ανοιγμάτων σε παράγωγα του εν λόγω ΟΣΕ ως ποσό ίσο με το 50 % της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τα εν λόγω ανοίγματα σε παράγωγα που υπολογίζεται σύμφωνα με το τμήμα 3, 4 ή 5 του κεφαλαίου 6 του παρόντος τίτλου, ανάλογα με την περίπτωση.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται να αποκλείει από τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης τα ανοίγματα σε παράγωγα ως προς τα οποία δεν θα ίσχυε η εν λόγω υποχρέωση εάν τα ανοίγματα αυτά αναλαμβάνονταν άμεσα από το ίδρυμα.

4.   Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και πληρούν τις προϋποθέσεις για μόνιμη μερική χρήση, σύμφωνα με το άρθρο 150, ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο ή μία ή περισσότερες από τις μεθόδους που ορίζονται στο κεφάλαιο 5 για το σύνολο ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και τα ποσά των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

για τα ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων σε μετοχές που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την προσέγγιση της απλής στάθμισης κινδύνου που ορίζεται στο άρθρο 155 παράγραφος 2,

β)

για τα ανοίγματα των στοιχείων που αντιστοιχούν στην κατηγορία των θέσεων τιτλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο στ), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 254 σαν τα εν λόγω ανοίγματα να κατέχονταν άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα,

γ)

για όλα τα άλλα υποκείμενα ανοίγματα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη μέθοδο που ορίζεται στο κεφάλαιο 2 του παρόντος τίτλου.

Όταν, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ των ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, αντιμετωπίζει τα σχετικά ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές.

5.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3, τα ιδρύματα που δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ μπορούν να υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για τα εν λόγω ανοίγματα σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει εντολής που ορίζεται στο άρθρο 132α παράγραφος 2. Ωστόσο, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις προσεγγίσεις που καθορίζονται εκεί.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 132β παράγραφος 2, τα ιδρύματα τα οποία δεν εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή την προσέγγιση βάσει εντολής σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζουν την εφεδρική προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 132 παράγραφος 2.

7.   Τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ, με χρήση συνδυασμού των προσεγγίσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χρήση των εν λόγω προσεγγίσεων.

8.   Τα ιδρύματα που δεν έχουν επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού του ΟΣΕ σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 μπορούν να βασίζονται στους υπολογισμούς τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

ii)

για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το σημείο i) του παρόντος στοιχείου, η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο α),

β)

για τα ανοίγματα εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου, ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με την προσέγγιση εξέτασης που ορίζεται στο άρθρο 132α παράγραφος 1,

γ)

για τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ),ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται εκεί,

δ)

εξωτερικός ελεγκτής έχει επιβεβαιώσει την ορθότητα του υπολογισμού του τρίτου.

Τα ιδρύματα που στηρίζονται σε υπολογισμούς τρίτων πολλαπλασιάζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων του ΟΣΕ που προκύπτουν από τους εν λόγω υπολογισμούς με συντελεστή 1,2.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, εάν το ίδρυμα έχει απεριόριστη πρόσβαση στους λεπτομερείς υπολογισμούς που εκτελέστηκαν από τον τρίτο, δεν εφαρμόζεται ο συντελεστής 1,2. Το ίδρυμα παρέχει τους υπολογισμούς αυτούς, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή.

9.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται το άρθρο 132 παράγραφοι 5 και 6 και το άρθρο 132β. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 132γ, με χρήση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παρόντος τίτλου.».

66)

Στο άρθρο 158 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9α.   Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για δέσμευση ελάχιστης τιμής που πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 132γ παράγραφος 3 είναι μηδενικά.».

67)

Το άρθρο 164 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 164

Ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD)

1.   Τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του τμήματος 6 του παρόντος κεφαλαίου και της άδειας των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 143. Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων εφαρμόζεται LGD 75 %. Σε περίπτωση που το ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εκτιμήσεις της EL για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εσωτερική εκτίμηση για την LGD.

2.   Η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη με προσαρμογή των εκτιμήσεων PD ή LGD, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 183 παράγραφοι 1, 2 και 3 και της άδειας των αρμόδιων αρχών, για την κάλυψη μεμονωμένου ανοίγματος ή ομάδας ανοιγμάτων. Το ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένη PD ή LGD τέτοια ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης κινδύνου να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 154 παράγραφος 2, η τιμή της LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3 ισούται με την τιμή της LGD που αντιστοιχεί είτε σε μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του εγγυητή είτε σε μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του πιστούχου, ανάλογα με το εάν από τις διαθέσιμες πληροφορίες και από τη διάρθρωση της εγγύησης προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθέτησης τόσο του εγγυητή όσο και του πιστούχου κατά τη διάρκεια της αντισταθμισμένης συναλλαγής, το ανακτώμενο ποσό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση του εγγυητή ή του πιστούχου, αντίστοιχα.

4.   Το μέσο σταθμισμένο ύψος της LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 10 %.

Το μέσο σταθμισμένο ύψος της LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 15 %.

5.   Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της παραγράφου 6. Η εν λόγω αρχή είναι η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή.

Σε περίπτωση που η αρχή η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή διασφαλίζει ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που έχουν μακροπροληπτική εντολή είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου, και συμμετέχουν καταλλήλως στην εκτίμηση των ανησυχιών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Όταν η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζονται κατάλληλος συντονισμός και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής για την ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ειδικότερα, απαιτείται από τις αρχές να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλονται στην εντεταλμένη αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου. Αυτή η συνεργασία αποσκοπεί στην αποφυγή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς δράσης κάθε μορφής μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της εντεταλμένης αρχής, καθώς και στη διασφάλιση ότι η αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, ιδίως μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 458 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

6.   Με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 430α και οποιουσδήποτε άλλους σχετικούς δείκτες και λαμβανομένων υπόψη των μελλοντικών εξελίξεων της αγοράς ακινήτων, η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου εκτιμά περιοδικά, και τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, αν οι ελάχιστες τιμές LGD που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου είναι κατάλληλες για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία ή με εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Όταν, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 συμπεραίνει ότι οι ελάχιστες τιμές LGD που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν είναι επαρκείς, και αν κρίνει ότι η ανεπάρκεια των τιμών LGD θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος, μπορεί να καθορίσει υψηλότερες ελάχιστες τιμές LGD για εκείνα τα ανοίγματα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα της επικράτειας του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής. Αυτές οι υψηλότερες ελάχιστες τιμές μπορούν επίσης να εφαρμόζονται στο επίπεδο μίας ή περισσοτέρων κατηγοριών ακινήτων των εν λόγω ανοιγμάτων.

Η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 παρέχει γνωστοποίηση στην ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ προτού λάβει την απόφαση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ παρέχουν τη γνώμη τους στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ δημοσιοποιούν τις εν λόγω τιμές LGD.

7.   Όταν η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 καθορίζει υψηλότερες ελάχιστες τιμές LGD σύμφωνα με την παράγραφο 6, τα ιδρύματα έχουν στη διάθεσή τους μεταβατική περίοδο έξι μηνών για να τις εφαρμόσουν.

8.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τους όρους τους οποίους λαμβάνει υπόψη της η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 για την εκτίμηση της καταλληλότητας των τιμών LGD στο πλαίσιο της εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Το ΕΣΣΚ μπορεί, μέσω συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, και σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, να παρέχει καθοδήγηση στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τους παράγοντες που θα μπορούσαν να “επηρεάσουν αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα” όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 και

β)

ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς τους οποίους η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό υψηλότερων ελάχιστων τιμών LGD.

10.   Τα ιδρύματα κάθε κράτους μέλους εφαρμόζουν τις υψηλότερες ελάχιστες τιμές LGD που έχουν καθοριστεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 6 σε όλα τα αντίστοιχα ανοίγματά τους που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα της επικράτειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.».

68)

Στο άρθρο 201 παράγραφος 1, το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.».

69)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 204α

Επιλέξιμα είδη παραγώγων επί μετοχών

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν παράγωγα επί μετοχών που είναι συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης ή έχουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα, ως αποδεκτή πιστωτική προστασία μόνο για τον σκοπό της διεξαγωγής εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου.

Εάν το ίδρυμα αγοράζει πιστωτική προστασία με συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρίζει τα καθαρά ποσά που λαμβάνει από τη συμφωνία ανταλλαγής ως καθαρό εισόδημα χωρίς αντίστοιχη μείωση της αξίας του προστατευόμενου στοιχείου ενεργητικού (είτε με μείωση της εύλογης αξίας είτε με αύξηση αποθεματικών), η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται ως αποδεκτή.

2.   Εάν το ίδρυμα πραγματοποιεί εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου με τη χρήση ενός παραγώγου επί μετοχών, προκειμένου η εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου να αναγνωρίζεται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ο μεταφερόμενος στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κίνδυνος αναλαμβάνεται από τρίτον ή τρίτους.

Εάν έχει πραγματοποιηθεί εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κανόνες που προβλέπονται στα τμήματα 4 έως 6 του παρόντος κεφαλαίου για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.».

70)

Το άρθρο 223 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC), τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 6 υπολογίζουν την EVA ως εξής:

 

EVA = E.»·

β)

στην παράγραφο 5 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση των συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις μεθόδους που προβλέπονται στο κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5 λαμβάνουν υπόψη την επίδραση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5, ανάλογα με την περίπτωση.».

71)

Το άρθρο 272 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 6) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)   “αντισταθμιστικό σύνολο”: ομάδα συναλλαγών εντός ενός ενιαίου συνόλου συμψηφισμού, για το οποίο επιτρέπεται η πλήρης ή μερική αντιστάθμιση για τον προσδιορισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος βάσει των μεθόδων που ορίζονται στο τμήμα 3 ή 4 του παρόντος κεφαλαίου,»·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«7α)   “συμφωνία περιθωρίου μιας κατεύθυνσης”: η συμφωνία περιθωρίου βάσει της οποίας ένα ίδρυμα υποχρεούται να προσφέρει περιθώρια διαφορών αποτίμησης σε αντισυμβαλλόμενο, αλλά δεν δικαιούται να λάβει περιθώριο διαφορών αποτίμησης από τον αντισυμβαλλόμενο ή αντίστροφα,»·

γ)

το σημείο 12) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12)   “τρέχουσα αγοραία αξία” ή “CMV”: η καθαρή αγοραία αξία όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, μη λαμβανομένων υπόψη των τυχόν εξασφαλίσεων που τηρούνται ή παρέχονται σε περίπτωση που οι θετικές και αρνητικές αγοραίες αξίες συμψηφίζονται κατά τον υπολογισμό της CMV,»·

δ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«12α)   “καθαρό ανεξάρτητο ποσό εξασφαλίσεων” ή “NICA”: το σύνολο της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας των καθαρών εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, ανάλογα με την περίπτωση, στο συμψηφιστικό σύνολο εκτός του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης».

72)

Το άρθρο 273 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ με βάση μία από τις μεθόδους που καθορίζονται στα τμήματα 3 έως 6 σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Ίδρυμα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 4. Ίδρυμα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 2 δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 5.

Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου. Μεμονωμένο ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 σε μόνιμη βάση.»·

β)

οι παράγραφοι 6, 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στα τμήματα 3 έως 6, η αξία ανοίγματος για έναν αντισυμβαλλόμενο ισούται με το άθροισμα των αξιών ανοίγματος σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν μία συμφωνία περιθωρίου ισχύει για πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα με αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο και το ίδρυμα χρησιμοποιεί μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για αυτά τα συμψηφιστικά σύνολα, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με το σχετικό τμήμα.

Για έναν δεδομένο αντισυμβαλλόμενο, η αξία ανοίγματος για ένα δεδομένο συμψηφιστικό σύνολο εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο ισούται με τη μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και της διαφοράς μεταξύ του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων όλων των συμψηφιστικών συνόλων με τον αντισυμβαλλόμενο και του αθροίσματος των προσαρμογών πιστωτικής αποτίμησης για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο που αναγνωρίζεται από το ίδρυμα ως πραγματοποιηθείσα απομείωση. Οι προσαρμογές πιστωτικής αποτίμησης υπολογίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντισταθμιστική προσαρμογή της χρεωστικής αξίας που αποδίδεται στον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο της επιχείρησης που έχει ήδη εξαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

7.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος βάσει των μεθόδων που ορίζονται στα τμήματα 3, 4 και 5, τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τις δύο συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που περιλαμβάνονται στην ίδια συμφωνία συμψηφισμού και είναι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους σαν να ήταν μία και η αυτή σύμβαση με ονομαστικό ποσό που ισούται με μηδέν.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι δύο συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι θέσεις κινδύνου τους είναι αντίθετες,

β)

τα χαρακτηριστικά τους, με εξαίρεση την ημερομηνία συναλλαγής, είναι ίδια,

γ)

οι ταμειακές ροές τους αντισταθμίζονται πλήρως.

8.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τα ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού με οποιαδήποτε από τις μεθόδους που ορίζονται στα τμήματα 3 έως 6 του παρόντος κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που έχει επιλέξει το ίδρυμα για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και τις πράξεις επαναγοράς, τις συναλλαγές δανειοδότησης και δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και τις πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης. Κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, κάθε ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση που περιγράφεται στο κεφάλαιο 3 μπορεί να αναθέσει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την προσέγγιση του κεφαλαίου 2 σε μόνιμη βάση και ανεξάρτητα από τη σημαντικότητα των θέσεων αυτών.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Για τις μεθόδους που εκτίθενται στα τμήματα 3 έως 6 του παρόντος κεφαλαίου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις συναλλαγές στις οποίες έχει εντοπιστεί συγκεκριμένος κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφοι 2, 4, 5 και 6.».

73)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 273α

Προϋποθέσεις για τη χρήση απλουστευμένων μεθόδων υπολογισμού της αξίας ανοίγματος

1.   Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την αξία ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 4, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων σε παράγωγα είναι ίσος ή μικρότερος από αμφότερα τα ακόλουθα κατώτατα όρια βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση, με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:

α)

10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος,

β)

300 εκατομμύρια EUR.

2.   Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την αξία ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 5, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων σε παράγωγα είναι ίσος ή μικρότερος από αμφότερα τα ακόλουθα κατώτατα όρια βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση, με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:

α)

5 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος,

β)

100 εκατομμύρια EUR.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον όγκο των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων τους σε παράγωγα με βάση τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι θέσεις παραγώγων αποτιμώνται με βάση τις αγοραίες αξίες κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σε περίπτωση που η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους μια εύλογη αξία της θέσης κατά την ημερομηνία αυτή· σε περίπτωση που η αγοραία αξία και η εύλογη αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμες σε συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την πλέον πρόσφατη από την αγοραία αξία ή την εύλογη αξία για τη συγκεκριμένη θέση,

β)

η απόλυτη τιμή των θετικών θέσεων παραγώγων αθροίζεται με την απόλυτη τιμή των αρνητικών θέσεων παραγώγων,

γ)

συμπεριλαμβάνονται όλες οι θέσεις παραγώγων εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου έναντι των ανοιγμάτων σε πιστωτικό κίνδυνο εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 ή 2, κατά περίπτωση, όταν οι δραστηριότητες σε παράγωγα σε ενοποιημένη βάση δεν υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2, κατά περίπτωση, ένα ίδρυμα το οποίο περιλαμβάνεται στην ενοποίηση και το οποίο θα πρέπει να εφαρμόσει τη μέθοδο που ορίζεται στο τμήμα 3 ή 4 δεδομένου ότι υπερβαίνει τα εν λόγω κατώτατα όρια σε ατομική βάση, μπορεί, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, να επιλέξει αντί αυτής να εφαρμόσει τη μέθοδο που θα εφαρμόζεται σε ενοποιημένη βάση.

5.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις μεθόδους που αναφέρονται στο τμήμα 4 ή 5 τις οποίες χρησιμοποιούν ή παύουν να χρησιμοποιούν, κατά περίπτωση, προκειμένου να υπολογίζουν την αξία ανοίγματος για τις θέσεις παραγώγων τους.

6.   Τα ιδρύματα δεν προβαίνουν σε συναλλαγή σε παράγωγα ούτε σε αγορά ή πώληση παράγωγου μέσου με μοναδικό σκοπό τη συμμόρφωση προς οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 κατά τη μηνιαία εκτίμηση.

Άρθρο 273β

Μη συμμόρφωση με τους όρους για τη χρησιμοποίηση απλουστευμένων μεθόδων για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των παραγώγων

1.   Ένα ίδρυμα που δεν πληροί πλέον έναν ή περισσότερους από τους όρους του άρθρου 273α παράγραφος 1 ή 2 ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια αρχή.

2.   Ένα ίδρυμα παύει να υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με το τμήμα 4 ή 5, κατά περίπτωση, εντός τριών μηνών αφότου συμβεί ένα από τα εξής:

α)

το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο α), ανάλογα με την περίπτωση, ή τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο β), ανάλογα με την περίπτωση, για τρεις διαδοχικούς μήνες,

β)

το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο α), ανάλογα με την περίπτωση, ή τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο β), ανάλογα με την περίπτωση, για περισσότερους από έξι μήνες κατά τους προηγούμενους 12 μήνες.

3.   Σε περίπτωση που ίδρυμα έχει παύσει να υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με το τμήμα 4 ή 5, κατά περίπτωση, του επιτρέπεται μόνον να ξαναρχίσει να υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του όπως ορίζεται στο τμήμα 4 ή 5 εφόσον αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι εκπλήρωσε όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 ή 2 για αδιάλειπτη περίοδο ενός έτους.».

74)

Στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6, τα τμήματα 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τμήμα 3

Τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου

Άρθρο 274

Αξία ανοίγματος

1.   Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει μία και μόνη αξία ανοίγματος σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου για όλες τις συναλλαγές που καλύπτονται από συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συμφωνία συμψηφισμού ανήκει σε ένα από τα είδη συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 295,

β)

η συμφωνία συμψηφισμού έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 296,

γ)

το ίδρυμα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 297 όσον αφορά τη συμφωνία συμψηφισμού.

Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα αντιμετωπίζει κάθε συναλλαγή σαν να ήταν το δικό του συμψηφιστικό σύνολο.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου ως εξής:

 

Αξία ανοίγματος = α · (RC + PFE)

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 275 και

PFE

=

το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 278,

α

=

1,4.

3.   Η αξία ανοίγματος ενός συμψηφιστικού συνόλου που υπόκειται σε συμφωνία συμβατικού περιθωρίου δεν υπερβαίνει την αξία ανοίγματος του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου που δεν υπόκειται σε καμία μορφή συμφωνίας περιθωρίου.

4.   Εάν πολλαπλές συμφωνίες περιθωρίου ισχύουν για το ίδιο συμψηφιστικό σύνολο, τα ιδρύματα κατανέμουν κάθε συμφωνία περιθωρίου στην ομάδα των συναλλαγών του συμψηφιστικού συνόλου στην οποία συμβατικά εφαρμόζεται η συμφωνία περιθωρίου και υπολογίζουν την αξία ανοίγματος χωριστά για καθεμία από τις εν λόγω ομαδοποιημένες συναλλαγές.

5.   Τα ιδρύματα μπορούν να ορίσουν την αξία ανοίγματος στο μηδέν για το συμψηφιστικό σύνολο που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το συμψηφιστικό σύνολο αποτελείται μόνο από πωληθέντα δικαιώματα προαίρεσης,

β)

η τρέχουσα αγοραία αξία του συμψηφιστικού συνόλου είναι ανά πάσα στιγμή αρνητική,

γ)

το τίμημα για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο έχει ληφθεί εκ των προτέρων από το ίδρυμα προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση των συμβάσεων,

δ)

το συμψηφιστικό σύνολο δεν υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου.

6.   Σε ένα συμψηφιστικό σύνολο, τα ιδρύματα αντικαθιστούν τη συναλλαγή η οποία αποτελεί πεπερασμένο γραμμικό συνδυασμό των αγορασθέντων ή πωληθέντων δικαιωμάτων προαίρεσης αγοράς ή πώλησης με όλα τα επιμέρους δικαιώματα προαίρεσης που αποτελούν τον εν λόγω γραμμικό συνδυασμό, θεωρούμενο ως μεμονωμένη συναλλαγή, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Κάθε τέτοιος συνδυασμός δικαιωμάτων προαίρεσης έχει μεταχείριση μεμονωμένης συναλλαγής στο συμψηφιστικό σύνολο στο οποίο περιλαμβάνεται ο συνδυασμός για τον σκοπό του υπολογισμού της αξίας ανοίγματος.

7.   Η αξία ανοίγματος μιας συναλλαγής πιστωτικού παραγώγου που παρουσιάζει θετική θέση στο υποκείμενο μέσο μπορεί να περιορισθεί στο ποσό των εκκρεμών προσαυξήσεων που δεν έχουν καταβληθεί, υπό τον όρο ότι αντιμετωπίζεται ως δικό της συμψηφιστικό σύνολο που δεν υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου.

Άρθρο 275

Κόστος αντικατάστασης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης RC για τα συμψηφιστικά σύνολα που δεν υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

 

RC = max{CMV – NICA,0}

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης για τα μοναδικά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

 

RC = max{CMV – VM – NICA, TH + MTA – NICA, 0}

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης,

VM

=

η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του καθαρού περιθωρίου διαφοράς αποτίμησης που έχει ληφθεί ή παρασχεθεί, κατά περίπτωση, στο συμψηφιστικό σύνολο σε τακτική βάση για τον μετριασμό των αλλαγών στην τρέχουσα αγοραία αξία (CMV) του συμψηφιστικού συνόλου,

TH

=

το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων, και

MTA

=

το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης για τα πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται στην ίδια συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης,

i

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τα συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται στην ενιαία συμφωνία περιθωρίου,

CMVi

=

η CMV του συμψηφιστικού συνόλου i,

VMMA

=

το άθροισμα των προσαρμοσμένων για μεταβλητότητα αξιών των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, κατά περίπτωση, σε πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα σε τακτική βάση για τον μετριασμό των αλλαγών στη CMV τους και

NICAMA

=

το άθροισμα των προσαρμοσμένων για μεταβλητότητα αξιών των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, κατά περίπτωση, σε πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα εκτός των VMMA.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το NICAMA μπορεί να υπολογιστεί σε επίπεδο συναλλαγών, σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου ή στο επίπεδο όλων των συμψηφιστικών συνόλων για τα οποία ισχύει η συμφωνία περιθωρίου, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο εφαρμόζεται η συμφωνία περιθωρίου.

Άρθρο 276

Αναγνώριση και μεταχείριση των εξασφαλίσεων

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ποσά των εξασφαλίσεων των VM, VMMA, NICA και NICAMA μέσω της εφαρμογής όλων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α)

σε περίπτωση που το σύνολο των συναλλαγών που περιλαμβάνεται στο συμψηφιστικό σύνολο ανήκει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αναγνωρίζονται μόνο εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές δυνάμει των άρθρων 197 και 299,

β)

σε περίπτωση που στο συμψηφιστικό σύνολο περιλαμβάνεται τουλάχιστον μία συναλλαγή που δεν ανήκει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αναγνωρίζονται μόνο εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές δυνάμει του άρθρου 197,

γ)

εξασφαλίσεις που λαμβάνονται από αντισυμβαλλόμενο αναγνωρίζονται με θετικό πρόσημο, ενώ εξασφαλίσεις που παρέχονται σε αντισυμβαλλόμενο αναγνωρίζονται με αρνητικό πρόσημο,

δ)

η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία κάθε είδους εξασφάλισης που λαμβάνεται ή παρέχεται υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 223· για τον σκοπό αυτού του υπολογισμού, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 225,

ε)

η ίδια θέση εξασφάλισης δεν συμπεριλαμβάνεται σε αμφότερα τα VM και NICA κατά την ίδια χρονική περίοδο,

στ)

η ίδια θέση εξασφάλισης δεν συμπεριλαμβάνεται σε αμφότερα τα VMMA και NICAMA κατά την ίδια χρονική περίοδο,

ζ)

κάθε εξασφάλιση που παρέχεται στον αντισυμβαλλόμενο, η οποία είναι διαχωρισμένη από τα στοιχεία του ενεργητικού του εν λόγω αντισυμβαλλομένου και, ως αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού, είναι απομακρυσμένη από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του εν λόγω αντισυμβαλλομένου, δεν αναγνωρίζεται στον υπολογισμό του NICA και NICAMA.

2.   Για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα αντικαθιστούν τον τύπο που αναφέρεται στο άρθρο 223 παράγραφος 2 με τον ακόλουθο τύπο:

 

CVA = C · (1 + HC + Hfx)

όπου:

 

CVA = η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων και

 

C = η εξασφάλιση,

 

τα Hc και Hfx καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 2.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ), τα ιδρύματα ορίζουν την περίοδο ρευστοποίησης όσον αφορά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας τυχόν εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται σύμφωνα με έναν από τους ακόλουθους χρονικούς ορίζοντες:

α)

ένα έτος για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1,

β)

η περίοδος κινδύνου περιθωρίου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279γ παράγραφος 1 στοιχείο β) για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 277

Κατάταξη των συναλλαγών σε κατηγορίες κινδύνου

1.   Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε συναλλαγή ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες κινδύνου για τον προσδιορισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου που αναφέρεται στο άρθρο 278:

α)

τον κίνδυνο επιτοκίου,

β)

τον κίνδυνο συναλλάγματος,

γ)

τον πιστωτικό κίνδυνο,

δ)

τον κίνδυνο μετοχών,

ε)

τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων,

στ)

άλλους κινδύνους.

2.   Τα ιδρύματα προβαίνουν στην κατάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση τον κύριο παράγοντα κινδύνου μιας συναλλαγής παραγώγων. Ο κύριος παράγοντας κινδύνου συνιστά τον μόνο παράγοντα σημαντικού κινδύνου μιας συναλλαγής παραγώγων.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές σε παράγωγα που έχουν περισσότερους του ενός παράγοντες σημαντικού κινδύνου σε περισσότερες από μία κατηγορίες κινδύνου. Σε περίπτωση που όλοι οι παράγοντες σημαντικού κινδύνου μιας από τις εν λόγω συναλλαγές ανήκουν στην ίδια κατηγορία κινδύνου, τα ιδρύματα υποχρεούνται μόνο να κατατάσσουν την εν λόγω συναλλαγή άπαξ σε αυτή την κατηγορία κινδύνου με βάση τον πιο σημαντικό παράγοντα από τους εν λόγω παράγοντες κινδύνου. Αν οι παράγοντες σημαντικού κινδύνου μιας από τις εν λόγω συναλλαγές ανήκει σε διαφορετικές κατηγορίες κινδύνου, τα ιδρύματα κατατάσσουν τη συναλλαγή αυτή άπαξ σε κάθε κατηγορία κινδύνου για την οποία η συναλλαγή διαθέτει τουλάχιστον έναν παράγοντα σημαντικού κινδύνου, με βάση τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου στην εν λόγω κατηγορία κινδύνου.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, κατά την κατάταξη των συναλλαγών στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω απαιτήσεις:

α)

όταν ο κύριος παράγοντας κινδύνου της συναλλαγής ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου σε δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αποτελεί μια μεταβλητή πληθωρισμού, τα ιδρύματα κατατάσσουν τη συναλλαγή στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου,

β)

όταν ο κύριος παράγοντας κινδύνου της συναλλαγής ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου σε δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αποτελεί μια μεταβλητή κλιματικών συνθηκών, τα ιδρύματα κατατάσσουν τη συναλλαγή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τη μέθοδο για τον προσδιορισμό των συναλλαγών με έναν μόνο παράγοντα σημαντικού κινδύνου,

β)

τη μέθοδο για τον προσδιορισμό των συναλλαγών με περισσότερους του ενός παράγοντες σημαντικού κινδύνου και για τον προσδιορισμό του σημαντικότερου από τους εν λόγω παράγοντες κινδύνου για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 277α

Αντισταθμιστικά σύνολα

1.   Τα ιδρύματα καθορίζουν τα αντίστοιχα αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία κινδύνου ενός συμψηφιστικού συνόλου και κατατάσσουν κάθε συναλλαγή στα εν λόγω αντισταθμιστικά σύνολα ως εξής:

α)

οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο νόμισμα,

β)

οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο ζεύγος νομισμάτων,

γ)

όλες οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο,

δ)

όλες οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο,

ε)

οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων κατατάσσονται σε ένα από τα ακόλουθα αντισταθμιστικά σύνολα με βάση τη φύση του κύριου παράγοντα κινδύνου τους ή του παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3:

i)

ενέργεια,

ii)

μέταλλα,

iii)

γεωργικά προϊόντα,

iv)

άλλα βασικά εμπορεύματα,

v)

κλιματικές συνθήκες,

στ)

οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία άλλων κινδύνων κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι ταυτόσημος.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου και έχουν τη μεταβλητή πληθωρισμού ως τον κύριο παράγοντα κινδύνου κατατάσσονται σε αντισταθμιστικά σύνολα διαφορετικά από τα αντισταθμιστικά σύνολα που έχουν καθοριστεί για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου και δεν έχουν τη μεταβλητή πληθωρισμού ως τον κύριο παράγοντα κινδύνου. Οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο νόμισμα.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα καθορίζουν χωριστά επιμέρους αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία κινδύνου για τις ακόλουθες συναλλαγές:

α)

τις συναλλαγές για τις οποίες o κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι είτε η τεκμαρτή μεταβλητότητα της αγοράς είτε η πραγματοποιηθείσα μεταβλητότητα ενός παράγοντα κινδύνου ή η συσχέτιση μεταξύ δύο παραγόντων κινδύνου,

β)

τις συναλλαγές για τις οποίες ο κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 συνίσταται στη διαφορά μεταξύ δύο παραγόντων κινδύνου που κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία κινδύνου ή τις συναλλαγές που αποτελούνται από δύο σκέλη πληρωμών που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και για τις οποίες ένας παράγοντας κινδύνου από την ίδια κατηγορία κινδύνου με τον κύριο παράγοντα κινδύνου περιλαμβάνεται στο άλλο σκέλος πληρωμής από εκείνο που περιέχει τον κύριο παράγοντα κινδύνου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο της συναφούς κατηγορίας κινδύνου μόνο εφόσον ο κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι ταυτόσημος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο της συναφούς κατηγορίας κινδύνου μόνο όταν το ζεύγος των παραγόντων κινδύνου στις εν λόγω συναλλαγές, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), είναι ταυτόσημο και οι δύο παράγοντες κινδύνου που περιέχονται σε αυτό το ζεύγος συσχετίζονται θετικά. Σε αντίθετη περίπτωση, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σε ένα από τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, βάσει ενός μόνο από τους δύο παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β).

3.   Τα ιδρύματα καθιστούν διαθέσιμο, κατόπιν αίτησης των αρμοδίων αρχών, τον αριθμό των αντισταθμιστικών συνόλων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για κάθε κατηγορία κινδύνου, μαζί με τον κύριο παράγοντα κινδύνου ή τον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 ή το ζεύγος παραγόντων κινδύνου καθενός από αυτά τα αντισταθμιστικά σύνολα και με τον αριθμό των συναλλαγών για κάθε ένα από αυτά τα αντισταθμιστικά σύνολα.

Άρθρο 278

Ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα ενός συμψηφιστικού συνόλου ως εξής:

Formula

όπου:

PFE

=

το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα,

a

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τις κατηγορίες κινδύνου που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου·

AddOn(a)

=

η προσαύξηση για κατηγορία κινδύνου “a”, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 280α έως 280στ, ανάλογα με την περίπτωση, και

πολλαπλασιαστής

=

ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν την προσαύξηση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνου στον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου, όταν τουλάχιστον μία συναλλαγή του συμψηφιστικού συνόλου έχει καταταχθεί στην εν λόγω κατηγορία κινδύνου.

2.   Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα (PFE) των πολλαπλών συμψηφιστικών συνόλων που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 275 παράγραφος 3, υπολογίζεται ως το άθροισμα των ενδεχόμενων μελλοντικών ανοιγμάτων όλων των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων σαν να μην υπάγονταν σε οποιαδήποτε μορφή συμφωνίας περιθωρίου.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο πολλαπλασιαστής υπολογίζεται ως εξής:

πολλαπλασιαστής =

 

1 if z ≥ 0

Formula

if

Formula

όπου:

 

Floorm = 5 %

 

y = 2 · (1 – Floorm) · ΣaAddOn(a)

z =

 

CMV – NICA για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1

CMV –VM – NICA για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 2

CMVi – NICAi για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 3)

NICAi

=

το καθαρό ανεξάρτητο ποσό εξασφαλίσεων το οποίο υπολογίζεται μόνο για συναλλαγές που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο i. Το NICAi υπολογίζεται σε επίπεδο συναλλαγών ή σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου ανάλογα με τη συμφωνία περιθωρίου.

Άρθρο 279

Υπολογισμός των θέσεων κινδύνου

Για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων της κατηγορίας κινδύνου που αναφέρονται στα άρθρα 280α έως 280στ, τα ιδρύματα υπολογίζουν τη θέση κινδύνου κάθε συναλλαγής του συμψηφιστικού συνόλου, ως εξής:

 

ΘέσηΚινδύνου = δ · AdjNot · MF

όπου:

δ

=

ο εποπτικός συντελεστής δέλτα της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 279α,

AdjNot

=

το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β και

MF

=

ο παράγοντας ληκτότητας της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 279γ.

Άρθρο 279α

Εποπτικός συντελεστής δέλτα

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό συντελεστή δέλτα ως εξής:

α)

για δικαιώματα προαίρεσης αγοράς και πώλησης που επιτρέπουν στον αγοραστή του δικαιώματος προαίρεσης να αγοράζει ή να πωλεί το υποκείμενο μέσο σε θετική τιμή σε μία και μόνη ή σε πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες, εκτός αν τα εν λόγω δικαιώματα κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

δ

=

ο εποπτικός συντελεστής δέλτα,

sign

=

– 1 αν η συναλλαγή είναι πωληθέν δικαίωμα προαίρεσης αγοράς ή αγορασθέν δικαίωμα προαίρεσης πώλησης,

sign

=

+ 1 αν η συναλλαγή είναι αγορασθέν δικαίωμα προαίρεσης αγοράς ή πωληθέν δικαίωμα προαίρεσης πώλησης,

type

=

– 1 αν η συναλλαγή είναι δικαίωμα προαίρεσης πώλησης,

type

=

+ 1 αν η συναλλαγή είναι δικαίωμα προαίρεσης αγοράς,

N(x)

=

η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x,

P

=

η τρέχουσα ή προθεσμιακή τιμή του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης· για τα δικαιώματα προαίρεσης των οποίων οι ταμειακές ροές εξαρτώνται από τη μέση αξία της τιμής του υποκείμενου μέσου, η P ισούται με τη μέση αξία κατά την ημερομηνία υπολογισμού,

K

=

η τιμή άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης,

Τ

=

η ημερομηνία λήξεως του δικαιώματος προαίρεσης· για τα δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν σε μία και μόνη μελλοντική ημερομηνία, ημερομηνία λήξεως είναι η συγκεκριμένη ημερομηνία· για τα δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν σε πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες, ημερομηνία λήξεως είναι η τελευταία από αυτές τις ημερομηνίες· η ημερομηνία λήξης εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας και

σ

=

η εποπτική μεταβλητότητα του δικαιώματος προαίρεσης που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τον πίνακα 1, με βάση την κατηγορία κινδύνου της συναλλαγής και το είδος του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης.

Πίνακας 1

Κατηγορία κινδύνου

Υποκείμενο μέσο

Εποπτική μεταβλητότητα

Συνάλλαγμα

Όλα

15 %

Πίστωση

Μέσο μεμονωμένου πιστούχου

100 %

Μέσο πολλαπλών πιστούχων

80 %

Μετοχές

Μέσο μεμονωμένου πιστούχου

120 %

Μέσο πολλαπλών πιστούχων

75 %

Βασικό εμπόρευμα

Ηλεκτρική ενέργεια

150 %

Άλλα βασικά εμπορεύματα (εκτός της ηλεκτρικής ενέργειας)

70 %

Άλλα

Όλα

150 %

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προθεσμιακή τιμή του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης εξασφαλίζουν ότι:

i)

η προθεσμιακή τιμή είναι σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος προαίρεσης,

ii)

η προθεσμιακή τιμή υπολογίζεται με βάση το αντίστοιχο επιτόκιο που ίσχυε κατά την ημερομηνία αναφοράς,

iii)

η προθεσμιακή τιμή ενσωματώνει τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του υποκείμενου μέσου πριν τη λήξη του δικαιώματος προαίρεσης,

β)

για τα τμήματα της σύνθετης τιτλοποίησης και τα πιστωτικά παράγωγα νιοστού βαθμού αθέτησης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

sign =

 

+ 1 όταν η πιστωτική προστασία έχει αποκτηθεί μέσω της συναλλαγής

– 1 όταν η πιστωτική προστασία έχει παρασχεθεί μέσω της συναλλαγής)

Α

=

το σημείο σύνδεσης του τμήματος τιτλοποίησης· για συναλλαγή πιστωτικού παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης βάσει οντοτήτων αναφοράς k, A = (n – 1)/k και

D

=

το σημείο αποσύνδεσης του τμήματος τιτλοποίησης· για συναλλαγή πιστωτικού παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης βάσει οντοτήτων αναφοράς k, D = n/k,

γ)

για συναλλαγές που δεν αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους εποπτικούς συντελεστές δέλτα:

δ =

 

+ 1 αν η συναλλαγή είναι θετική θέση σε κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου

– 1 αν η συναλλαγή είναι αρνητική θέση σε κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, θετική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 σημαίνει ότι η αγοραία αξία της συναλλαγής αυξάνεται όταν αυξάνεται η αξία του εν λόγω παράγοντα κινδύνου και αρνητική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 σημαίνει ότι η αγοραία αξία της συναλλαγής μειώνεται όταν αυξάνεται η αξία του εν λόγω παράγοντα κινδύνου.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

σύμφωνα με τις διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις, τον μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό του εποπτικού συντελεστή δέλτα ως προς τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς και πώλησης που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου που είναι συμβατή με τις συνθήκες της αγοράς, στο πλαίσιο των οποίων τα επιτόκια μπορεί να είναι αρνητικά, καθώς και την εποπτική μεταβλητότητα που είναι κατάλληλη για τον εν λόγω τύπο,

β)

τη μέθοδο με την οποία προσδιορίζεται εάν συναλλαγή αποτελεί θετική ή αρνητική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 279β

Προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως εξής:

α)

για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου ή στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως το προϊόν του ονομαστικού ποσού της σύμβασης παραγώγων και του παράγοντα εποπτικής διάρκειας, που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

R

=

ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης· R = 5 % και

S

=

το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της συναλλαγής και την ημερομηνία αναφοράς, που εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας, και

E

=

το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της συναλλαγής και της ημερομηνίας αναφοράς που εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας.

Η ημερομηνία έναρξης μιας συναλλαγής είναι η πρώτη ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται ή ανταλλάσσεται τουλάχιστον μία συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο συναλλαγής, προς ή από το ίδρυμα, εκτός από τις πληρωμές που αφορούν την ανταλλαγή εξασφάλισης σε συμφωνία περιθωρίου. Σε περίπτωση που η συναλλαγή έχει ήδη καθορίσει ή πραγματοποιήσει πληρωμές κατά την ημερομηνία αναφοράς, η ημερομηνία έναρξης της συναλλαγής ισούται με 0.

Όταν μια συναλλαγή αφορά μία ή περισσότερες μελλοντικές συμβατικές ημερομηνίες κατά τις οποίες το ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να καθορίσει τη λήξη της συναλλαγής πριν από τη συμβατική ημερομηνία λήξης, η ημερομηνία έναρξης της συναλλαγής είναι η νωρίτερη από τις ακόλουθες:

i)

η ημερομηνία ή η νωρίτερη από τις πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες στις οποίες το ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να καθορίσει τη λήξη συναλλαγής πριν από τη συμβατική ημερομηνία ληκτότητάς της,

ii)

η ημερομηνία κατά την οποία σε μια συναλλαγή αρχίζει ο καθορισμός ή η πραγματοποίηση πληρωμών, εκτός από τις πληρωμές που αφορούν την ανταλλαγή εξασφάλισης σε συμφωνία περιθωρίου.

Όταν μια συναλλαγή έχει χρηματοοικονομικό μέσο ως το υποκείμενο μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε επιπρόσθετες συμβατικές υποχρεώσεις σε σχέση με εκείνες της συναλλαγής, η ημερομηνία έναρξης συναλλαγής προσδιορίζεται με βάση την νωρίτερη ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο μέσο αρχίζει τον καθορισμό ή την πραγματοποίηση πληρωμών.

Η ημερομηνία λήξης συναλλαγής είναι η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία ανταλλάσσεται ή μπορεί να ανταλλαχθεί μια συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο της συναλλαγής, προς ή από το ίδρυμα.

Όταν μια συναλλαγή έχει ένα χρηματοοικονομικό μέσο ως υποκείμενο μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε συμβατικές υποχρεώσεις επιπλέον εκείνων της συναλλαγής, η ημερομηνία έναρξης συναλλαγής προσδιορίζεται με βάση την τελευταία πληρωμή του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής.

Όταν μια συναλλαγή έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται εκκρεμή ανοίγματα μετά από καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής και όπου οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία αξία της συναλλαγής είναι μηδενική στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες, ο διακανονισμός του εκκρεμούς ανοίγματος στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες θεωρείται συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο της ίδιας συναλλαγής,

β)

για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως εξής:

i)

όταν η συναλλαγή αποτελείται από ένα σκέλος πληρωμής, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό θα είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης παραγώγων,

ii)

όταν η συναλλαγή αποτελείται από δύο σκέλη πληρωμής και το ονομαστικό ποσό του ενός σκέλους πληρωμής είναι εκφρασμένο στο νόμισμα αναφοράς του ιδρύματος, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό είναι το ονομαστικό ποσό του άλλου σκέλους πληρωμής,

iii)

όταν η συναλλαγή αποτελείται από δύο σκέλη πληρωμής και το ονομαστικό ποσό κάθε σκέλους πληρωμής είναι εκφρασμένο σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών του ιδρύματος, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό είναι το μεγαλύτερο από τα ονομαστικά ποσά των δύο σκελών πληρωμής, αφού τα ποσά αυτά μετατραπούν στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών του ιδρύματος βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας,

γ)

για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών ή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως το προϊόν της αγοραίας τιμής μιας μονάδας του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής και του αριθμού των μονάδων του υποκείμενου μέσου που συνδέεται με τη συναλλαγή·

όταν μια συναλλαγή που κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών ή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται συμβατικά ως ονομαστικό ποσό, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν ως προσαρμοσμένο ονομαστικό το ονομαστικό ποσό της συναλλαγής και όχι τον αριθμό των μονάδων του υποκείμενου μέσου,

δ)

για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία άλλων κινδύνων, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό με βάση την πλέον κατάλληλη μεταξύ των μεθόδων που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ), ανάλογα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής.

2.   Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ονομαστικό ποσό ή τον αριθμό μονάδων του υποκείμενου μέσου για τον υπολογισμό του προσαρμοσμένου ονομαστικού ποσού μιας συναλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ως εξής:

α)

σε περίπτωση που το ονομαστικό ποσό ή ο αριθμός μονάδων του υποκείμενου μέσου σε μια συναλλαγή δεν καθορίζεται έως τη συμβατική ημερομηνία ληκτότητάς της:

i)

για προσδιοριστικά ονομαστικά ποσά και αριθμούς μονάδων του υποκείμενου μέσου, το ονομαστικό ποσό είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος όλων των προσδιοριστικών τιμών των ονομαστικών ποσών ή των αριθμών μονάδων του υποκείμενου μέσου, ανάλογα με την περίπτωση, έως τη συμβατική ληκτότητα της συναλλαγής, όταν οι σταθμίσεις είναι η αναλογία της χρονικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται κάθε τιμή του ονομαστικού ποσού,

ii)

για τα στοχαστικά ονομαστικά ποσά και τον αριθμό μονάδων του υποκείμενου μέσου, το ονομαστικό ποσό είναι το ποσό που καθορίζεται μέσω του καθορισμού των τρεχουσών αγοραίων αξιών εντός του μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό των μελλοντικών αγοραίων αξιών,

β)

για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές του ονομαστικού ποσού, το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις συμβάσεις,

γ)

για τις συμβάσεις που προβλέπουν πολλαπλασιασμό των ταμειακών εκροών ή πολλαπλασιασμό του υποκείμενου μέσου της σύμβασης παραγώγων, το ονομαστικό ποσό αναπροσαρμόζεται από το ίδρυμα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των πολλαπλασιασμένων αυτών ροών επί των κινδύνων των εν λόγω συμβάσεων.

3.   Τα ιδρύματα μετατρέπουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό της συναλλαγής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών, στην επικρατούσα τρέχουσα συναλλαγματική τους ισοτιμία, όταν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό υπολογίζεται βάσει του παρόντος άρθρου από συμβατικό ονομαστικό ποσό ή αγοραία τιμή του αριθμού μονάδων του υποκείμενου μέσου που εκφράζεται σε άλλο νόμισμα.

Άρθρο 279γ

Παράγοντας ληκτότητας

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον παράγοντα ληκτότητας ως εξής:

α)

για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

MF

=

ο παράγοντας ληκτότητας,

Μ

=

η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής, η οποία είναι ίση με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήξη όλων των συμβατικών υποχρεώσεων της συναλλαγής· για τον σκοπό αυτόν, οποιοδήποτε δικαίωμα προαίρεσης μιας σύμβασης παραγώγων πρέπει να θεωρείται συμβατική υποχρέωση· η εναπομένουσα ληκτότητα εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας·

σε περίπτωση που η συναλλαγή έχει άλλη σύμβαση παραγώγων ως υποκείμενο μέσο που μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετες συμβατικές υποχρεώσεις πέραν των συμβατικών υποχρεώσεων της συναλλαγής, η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής ισούται με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήξη όλων των συμβατικών υποχρεώσεων του υποκείμενου μέσου·

όταν μια συναλλαγή έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται εκκρεμή ανοίγματα μετά από καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής και όπου οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία αξία της συναλλαγής να είναι μηδενική στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες, η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει έως την ημερομηνία του επόμενου επανακαθορισμού, και

ΈναΕργάσιμοΈτος

=

ένα έτος εκπεφρασμένο σε εργάσιμες ημέρες με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας,

β)

για συναλλαγές που συμπεριλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3, ο παράγοντας ληκτότητας ορίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

MF

=

ο παράγοντας ληκτότητας,

MPOR

=

η περίοδος κινδύνου περιθωρίου του συμψηφιστικού συνόλου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 285 παράγραφοι 2 έως 5 και

ΈναΕργάσιμοΈτος

=

ένα έτος εκπεφρασμένο σε εργάσιμες ημέρες με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας.

Κατά τον καθορισμό της περιόδου κινδύνου περιθωρίου για συναλλαγές μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους, ένα ίδρυμα που ενεργεί είτε ως πελάτης ή ως το εκκαθαριστικό μέλος αντικαθιστά την ελάχιστη περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 285 παράγραφος 2 στοιχείο β) με πέντε εργάσιμες ημέρες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η εναπομένουσα ληκτότητα είναι ίση με το χρονικό διάστημα έως την ημερομηνία του επόμενου επανακαθορισμού για συναλλαγές που είναι διαρθρωμένες ώστε να διακανονίζονται εκκρεμή ανοίγματα σε καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται ώστε η αγοραία αξία της σύμβασης να είναι μηδενική στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής.

Άρθρο 280

Συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου

Για τον σκοπό του υπολογισμού της προσαύξησης του αντισταθμιστικού συνόλου που αναφέρεται στα άρθρα 280α έως 280στ, ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου “є” είναι ο εξής:

є =

 

1 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1

5 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 2 στοιχείο α)

0,5 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 2 στοιχείο β))

Άρθρο 280α

Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnIR

=

η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου επιτοκίου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου ως εξής:

Formula

όπου:

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που προσδιορίζεται σύμφωνα με την ισχύουσα τιμή που ορίζεται στο άρθρο 280,

SFIR

=

ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία κινδύνου επιτοκίου με τιμή ίση με 0,5 % και

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Για τον υπολογισμό του πραγματικού ονομαστικού ποσού του αντισταθμιστικού συνόλου j, τα ιδρύματα κατατάσσουν πρώτα κάθε συναλλαγή του αντισταθμιστικού συνόλου στο κατάλληλο κλιμάκιο του πίνακα 2. Πραγματοποιούν την εν λόγω κατανομή με βάση την ημερομηνία λήξης κάθε συναλλαγής που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχείο α):

Πίνακας 2

Κλιμάκιο

Ημερομηνία λήξης

(σε έτη)

1

> 0 και <= 1

2

> 1 και <= 5

3

> 5

Τα ιδρύματα υπολογίζουν στη συνέχεια το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j και

Dj,k

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του κλιμακίου k του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου.

Άρθρο 280β

Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnFX

=

η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου συναλλάγματος που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος ως εξής:

Formula

όπου:

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280,

SFFX

=

ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος που λαμβάνει τιμή ίση με 4 %,

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου.

Άρθρο 280γ

Προσαύξηση κατηγορίας πιστωτικών κινδύνων

1.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα ιδρύματα καθορίζουν τις συναφείς πιστωτικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

υπάρχει μία πιστωτική οντότητα αναφοράς για κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς ο οποίος είναι υποκείμενος σε μια συναλλαγή μεμονωμένου πιστούχου, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου· οι συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν ο υποκείμενος χρεωστικός τίτλος αναφοράς των εν λόγω συναλλαγών έχει εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη,

β)

υπάρχει μία πιστωτική οντότητα αναφοράς για κάθε ομάδα χρεωστικών μέσων αναφοράς ή πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου που είναι υποκείμενα σε μια συναλλαγή πολλαπλών πιστούχων, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου· οι συναλλαγές πολλαπλών πιστούχων κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν η ομάδα των υποκείμενων χρεωστικών μέσων αναφοράς ή πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου των εν λόγω συναλλαγών διαθέτουν τις ίδιες συνιστώσες.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnCredit

=

προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα πιστωτικού κινδύνου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου επί αντισταθμιστικού συνόλου j ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου επί αντισταθμιστικού συνόλου j,

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280,

k

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τις πιστωτικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1,

Formula

=

ο παράγοντας συσχέτισης της πιστωτικής οντότητας αναφοράς k· όταν η πιστωτική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότεFormula· όταν η πιστωτική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), τότεFormula, και

AddOn(Entityk)

=

η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό της πιστωτικής οντότητας αναφοράς k που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου και

Formula

=

ο εποπτικός παράγοντας που εφαρμόζεται για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό παράγοντα που εφαρμόζεται στην πιστωτική οντότητα αναφοράς k ως εξής:

α)

για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), ο

Formula

κατατάσσεται σε έναν από τους έξι εποπτικούς παράγοντες που καθορίζονται στον πίνακα 3 της παρούσας παραγράφου βάσει εξωτερικής πιστοληπτικής αξιολόγησης από καθορισμένο ΕΟΠΑ του αντίστοιχου μεμονωμένου εκδότη· για μεμονωμένο εκδότη για τον οποίο δεν υφίσταται πιστοληπτική αξιολόγηση από τον καθορισμένο EΟΠΑ:

i)

ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3 κατατάσσει την εσωτερική διαβάθμιση του μεμονωμένου εκδότη σε μία από τις εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις,

ii)

ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 εφαρμόζει τον

Formula

στην εν λόγω πιστωτική οντότητα αναφοράς· ωστόσο, εάν ένα ίδρυμα εφαρμόζει το άρθρο 128 για να σταθμίζει ως προς τον κίνδυνο τα ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου έναντι του εν λόγω μεμονωμένου εκδότη, εφαρμόζεται ο

Formula

στην εν λόγω πιστωτική οντότητα αναφοράς,

β)

για πιστωτική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β):

i)

εάν μια θέση κινδύνου l της πιστωτικής οντότητας αναφοράς k αποτελεί πιστωτικό δείκτη εισηγμένο σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, ο

Formula

κατατάσσεται σε έναν από τους δύο εποπτικούς παράγοντες που καθορίζονται στον πίνακα 4 της παρούσας παραγράφου με βάση την πιστωτική ποιότητα του μεγαλύτερου μέρους των μεμονωμένων συνιστωσών της,

ii)

εάν μια θέση κινδύνου l πιστωτικής οντότητας αναφοράς k δεν αναφέρεται στο σημείο i) του παρόντος στοιχείου, ο

Formula

είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των εποπτικών παραγόντων που κατατάσσονται σε κάθε συνιστώσα σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται στο στοιχείο α), όπου οι συντελεστές στάθμισης καθορίζονται από την αναλογία του ονομαστικού ποσού των συνιστωσών στην εν λόγω θέση.

Πίνακας 3

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

Εποπτικός παράγοντας για συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου

1

0,38 %

2

0,42 %

3

0,54 %

4

1,06 %

5

1,6 %

6

6,0 %

Πίνακας 4

Δεσπόζουσα πιστωτική ποιότητα

Εποπτικός παράγοντας για εισηγμένους δείκτες

Επενδυτική διαβάθμιση

0,38 %

Μη επενδυτική διαβάθμιση

1,06 %

Άρθρο 280δ

Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου μετοχών

1.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα ιδρύματα καθορίζουν τις συναφείς μετοχικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

υπάρχει μία μετοχική οντότητα αναφοράς για κάθε εκδότη μετοχικού τίτλου αναφοράς που είναι υποκείμενος σε συναλλαγή μεμονωμένου πιστούχου, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών· οι συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου κατατάσσονται στην ίδια μετοχική οντότητα αναφοράς μόνο όταν το υποκείμενο μετοχικό μέσο αναφοράς των εν λόγω συναλλαγών έχει εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη,

β)

υπάρχει μία μετοχική οντότητα αναφοράς για κάθε ομάδα μετοχικών μέσων αναφοράς ή μετοχικών παραγώγων μεμονωμένου ονόματος που είναι υποκείμενα σε συναλλαγή διαφορετικών πιστούχων που κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών· οι συναλλαγές πολλαπλών πιστούχων κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν η ομάδα των υποκείμενων μετοχικών μέσων αναφοράς ή μετοχικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου των εν λόγω συναλλαγών, κατά περίπτωση, διαθέτει τις ίδιες συνιστώσες.

2.   Για τον σκοπό του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnEquity

=

η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου μετοχών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση επί αντισταθμιστικού συνόλου j της κατηγορίας κινδύνου μετοχών που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για το αντισταθμιστικό σύνολο j,

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280,

k

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τις μετοχικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1,

Formula

=

ο παράγοντας συσχέτισης της μετοχικής οντότητας αναφοράς k· όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότε Formula όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), τότε Formula, και

AddOn(Entityk)

=

η προσαύξηση για τη μετοχική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση επί της μετοχικής οντότητας αναφοράς k ως εξής:

Formula

όπου:

AddOn(Entityk )

=

η προσαύξηση επί της μετοχικής οντότητας αναφοράς k,

Formula

=

ο εποπτικός παράγοντας που εφαρμόζεται στη μετοχική οντότητα αναφοράς k· όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότε Formula όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), τότε Formula, και

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό της μετοχικής οντότητας αναφοράς k που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου.

Άρθρο 280ε

Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnCom

=

η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τα αντισταθμιστικά σύνολα βασικών εμπορευμάτων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

2.   Για τον σκοπό του υπολογισμού της προσαύξησης για αντισταθμιστικό σύνολο βασικών εμπορευμάτων ενός δεδομένου συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με την παράγραφο 4, τα ιδρύματα καθορίζουν τα συναφή είδη αναφοράς βασικών εμπορευμάτων κάθε αντισταθμιστικού συνόλου. Οι συναλλαγές σε παράγωγα βασικών εμπορευμάτων κατατάσσονται στον ίδιο τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος μόνον εφόσον το υποκείμενο μέσο βασικού εμπορεύματος των εν λόγω συναλλαγών έχει την ίδια φύση, ανεξαρτήτως του τόπου παράδοσης και της ποιότητας του μέσου βασικού εμπορεύματος.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από ένα ίδρυμα, το οποίο είναι σημαντικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο βάσης διαφορετικών θέσεων που έχουν κοινή φύση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, να καθορίζει τα είδη αναφοράς βασικών εμπορευμάτων για τις θέσεις αυτές χρησιμοποιώντας και άλλα χαρακτηριστικά πέραν της φύσης του υποκείμενου μέσου βασικού εμπορεύματος. Σε τέτοια περίπτωση, οι συναλλαγές σε παράγωγα βασικών εμπορευμάτων κατατάσσονται στον ίδιο τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος μόνον όταν τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι κοινά για τις συναλλαγές αυτές.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για το αντισταθμιστικό σύνολο j,

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280,

ρCom

=

ο συντελεστής συσχέτισης της κατηγορίας κινδύνου βασικού εμπορεύματος του οποίου η τιμή ισούται με 40 %,

k

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τα είδη αναφοράς βασικών εμπορευμάτων του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και

Formula

=

η προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος k που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικών εμπορευμάτων k ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικών εμπορευμάτων k,

Formula

=

ο εποπτικός παράγοντας που εφαρμόζεται στον τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος k· εάν ο τύπος αναφοράς βασικού εμπορεύματος k αντιστοιχεί σε συναλλαγές που κατατάσσονται στο αντισταθμιστικό σύνολο που αναφέρεται στο άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο ε) σημείο i), με εξαίρεση τις συναλλαγές που αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια, τότε Formula για συναλλαγές που αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια, τότε Formula, και

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του τύπου αναφοράς βασικού εμπορεύματος k που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου.

Άρθρο 280στ

Προσαύξηση κατηγορίας άλλων κινδύνων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:

Formula

όπου:

AddOnOther

=

η προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων,

j

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τα αντισταθμιστικά σύνολα άλλων κινδύνων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο στ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και

Formula

=

η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j,

єj

=

ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280 και

SFOther

=

ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία άλλων κινδύνων με τιμή ίση με 8 %,

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

l

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου.

Τμήμα 4

Απλοποιημένη τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 281

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν μία και μόνο αξία ανοίγματος σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με το τμήμα 3, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η αξία ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τα ιδρύματα δεν εφαρμόζουν τη μεταχείριση που αναφέρεται στο άρθρο 274 παράγραφος 6,

β)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 1, για τα συμψηφιστικά σύνολα που δεν αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 2, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

RC = max{CMV, 0}

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης και

CMV

=

η τρέχουσα αγοραία αξία.

γ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, για τα συμψηφιστικά σύνολα συναλλαγών οι οποίες: αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο· εκκαθαρίζονται σε κεντρικό επίπεδο από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού· ή για τις οποίες η εξασφάλιση ανταλλάσσεται διμερώς με τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης σύμφωνα με τον παρακάτω τύπο:

RC = TH + MTA

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης,

TH

=

το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων, και

MTA

=

το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου,

δ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 3, για τα πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης ως το άθροισμα του κόστους αντικατάστασης κάθε συμψηφιστικού συνόλου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, σαν να μην καλύπτονταν από περιθώριο ασφαλείας,

ε)

όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1,

στ)

τα ιδρύματα ορίζουν τον πολλαπλασιαστή στο 1 στον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος στο άρθρο 278 παράγραφος 1, ως εξής:

Formula

όπου:

PFE

=

το μελλοντικό δυνητικό άνοιγμα και

AddOn(a)

=

η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου a,

ζ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 279α παράγραφος 1, για όλες τις συναλλαγές, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό συντελεστή δέλτα ως εξής:

δ =

 

+ 1 αν η συναλλαγή είναι θετική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου

– 1 αν η συναλλαγή είναι αρνητική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου

όπου:

δ

=

ο εποπτικός συντελεστής δέλτα,

η)

ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχείο α) και χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του παράγοντα εποπτικής διάρκειας έχει ως εξής:

παράγοντας εποπτικής διάρκειας = E – S

όπου:

E

=

το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της συναλλαγής και της ημερομηνίας αναφοράς και

S

=

το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της συναλλαγής και την ημερομηνία αναφοράς,

θ)

ο παράγοντας ληκτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 279γ παράγραφος 1 υπολογίζεται ως εξής:

i)

για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1, MF = 1,

ii)

για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3, MF = 0,42,

ι)

ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280α παράγραφος 3 και χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j και

Dj,k,

=

το πραγματικό ονομαστικό ποσό του κλιμακίου k του αντισταθμιστικού συνόλου j,

ια)

ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280γ παράγραφος 3 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία πιστωτικού κινδύνου του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση για την κατηγορία πιστωτικού κινδύνου του αντισταθμιστικού συνόλου j και

AddOn(Entityk)

=

η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k,

ιβ)

ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280δ παράγραφος 3 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου μετοχών του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου μετοχών του αντισταθμιστικού συνόλου j και

AddOn(Entityk)

=

η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k,

ιγ)

ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280ε παράγραφος 4 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου βασικού εμπορεύματος του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου βασικού εμπορεύματος του αντισταθμιστικού συνόλου j και

Formula

=

η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k.

Τμήμα 5

Μέθοδος αρχικού ανοίγματος

Άρθρο 282

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

1.   Τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν μία και μόνο αξία μεμονωμένου ανοίγματος για όλες τις συναλλαγές εντός μιας συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 274 παράγραφος 1. Διαφορετικά, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος ξεχωριστά για κάθε συναλλαγή, αντιμετωπίζοντάς την ως αυτοτελές συμψηφιστικό σύνολο.

2.   Η αξία ανοίγματος ενός συμψηφιστικού συνόλου ή συναλλαγής είναι το γινόμενο του 1,4 επί το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης και του δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος.

3.   Το τρέχον κόστος αντικατάστασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 υπολογίζεται ως εξής:

α)

για τα συμψηφιστικά σύνολα συναλλαγών οι οποίες: αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο· εκκαθαρίζονται σε κεντρικό επίπεδο από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού· ή για τις οποίες η εξασφάλιση ανταλλάσσεται διμερώς με τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον παρακάτω τύπο:

RC = TH + MTA

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης,

TH

=

το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων και

MTA

=

το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου,

β)

για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα ή τις μεμονωμένες συναλλαγές, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον παρακάτω τύπο:

RC = max{CMV, 0}

όπου:

RC

=

το κόστος αντικατάστασης και

CMV

=

η τρέχουσα αγοραία αξία.

Για τον υπολογισμό του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης, τα ιδρύματα επικαιροποιούν τις τρέχουσες αγοραίες αξίες τουλάχιστον σε μηνιαία βάση.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ως εξής:

α)

το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα ενός συμψηφιστικού συνόλου είναι το άθροισμα του δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το στοιχείο β),

β)

το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα μιας μεμονωμένης συναλλαγής είναι το ονομαστικό της ποσό πολλαπλασιαζόμενο επί:

i)

το γινόμενο του 0,5 % και της εναπομένουσας ληκτότητας της συναλλαγής εκπεφρασμένης σε έτη για συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων,

ii)

το γινόμενο του 6 % και της εναπομένουσας ληκτότητας της συναλλαγής εκπεφρασμένης σε έτη για συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων,

iii)

4 % για παράγωγα επί συναλλαγματικών ισοτιμιών,

iv)

18 % για παράγωγα επί χρυσού και βασικών εμπορευμάτων πλην των παραγώγων επί ηλεκτρικής ενέργειας,

v)

40 % για παράγωγα επί ηλεκτρικής ενέργειας,

vi)

32 % για παράγωγα επί μετοχών,

γ)

το ονομαστικό ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφοι 2 και 3 για όλα τα παράγωγα που απαριθμούνται στο εν λόγω στοιχείο· επιπλέον, το ονομαστικό ποσό των παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία iii) έως vi) του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ),

δ)

το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα για συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) πολλαπλασιάζεται με 0,42.

Για τον υπολογισμό του δυνητικού ανοίγματος των παραγώγων επί επιτοκίων και των πιστωτικών παραγώγων σύμφωνα με το στοιχείο β) σημεία i) και ii), το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει την αρχική ληκτότητα αντί της εναπομένουσας ληκτότητας των συμβάσεων.».

75)

Στο άρθρο 283, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για όλες τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και για τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού για τις οποίες ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ δυνάμει της παραγράφου 1, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τις μεθόδους που ορίζονται στο τμήμα 3. Οι εν λόγω μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου.».

76)

Το άρθρο 298 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 298

Αποτελέσματα της αναγνώρισης του συμψηφισμού ως στοιχείου μείωσης του κινδύνου

Ο συμψηφισμός για τους σκοπούς των τμημάτων 3 έως 6 αναγνωρίζεται με τον τρόπο που προβλέπεται σε αυτά τα τμήματα.».

77)

Στο άρθρο 299 παράγραφος 2, διαγράφεται το στοιχείο α).

78)

Το άρθρο 300 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος και του έβδομου μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:»·

β)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«5)   “συναλλαγή σε μετρητά”: συναλλαγή σε μετρητά, χρεωστικούς τίτλους ή μετοχές, πράξη συναλλάγματος ή συναλλαγή βασικών εμπορευμάτων με άμεση παράδοση (“spot”)· ωστόσο, οι πράξεις επαναγοράς, οι συναλλαγές δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και οι συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων δεν είναι συναλλαγές σε μετρητά,

6)   “ρύθμιση έμμεσης εκκαθάρισης”: η ρύθμιση που πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

7)   “πελάτης υψηλότερου επιπέδου”: οντότητα που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πελάτη χαμηλότερου επιπέδου,

8)   “πελάτης χαμηλότερου επιπέδου”: οντότητα που διαθέτει πρόσβαση στις υπηρεσίες κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω πελάτη υψηλότερου επιπέδου,

9)   “πολυεπίπεδη διάρθρωση πελατών”: ρύθμιση έμμεσης εκκαθάρισης βάσει της οποίας παρέχονται υπηρεσίες εκκαθάρισης σε ένα ίδρυμα από μια οντότητα που δεν είναι εκκαθαριστικό μέλος, αλλά είναι πελάτης ενός εκκαθαριστικού μέλους ή ενός πελάτη υψηλότερου επιπέδου,

10)   “μη προκαταβεβλημένη συνεισφορά σε κεφάλαιο εκκαθάρισης”: συνεισφορά που ένα ίδρυμα το οποίο ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος έχει δεσμευτεί συμβατικώς να παράσχει σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αφότου αυτός έχει εξαντλήσει το κεφάλαιο εκκαθάρισής του για την κάλυψη ζημιών που υφίσταται λόγω αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών του,,

11)   “πλήρως εγγυημένη συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας καταθέσεων”: πλήρως εξασφαλισμένη συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας στη χρηματαγορά στην οποία δύο αντισυμβαλλόμενοι ανταλλάσσουν καταθέσεις και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρεμβάλλεται μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων πληρωμών των εν λόγω αντισυμβαλλομένων.».

79)

Το άρθρο 301 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 301

Πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις και συναλλαγές για όσο διάστημα εκκρεμούν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:

α)

συμβάσεις παραγώγων του παραρτήματος ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,

β)

συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων και πλήρως εγγυημένες συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας καταθέσεων και

γ)

συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού·

Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα που προκύπτουν από τον διακανονισμό των συναλλαγών σε μετρητά. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται στον τίτλο V για τα συναλλακτικά ανοίγματα που προκύπτουν από τις ανωτέρω συναλλαγές και συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που καλύπτουν μόνο τις εν λόγω συναλλαγές. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται στο άρθρο 307 για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που καλύπτουν οποιαδήποτε από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου επιπλέον των συναλλαγών σε μετρητά.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

το αρχικό περιθώριο δεν περιλαμβάνει συνεισφορές σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για ρυθμίσεις αμοιβαιοποιημένου επιμερισμού των ζημιών,

β)

το αρχικό περιθώριο περιλαμβάνει εξασφαλίσεις που έχουν κατατεθεί από ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος ή από πελάτη καθ' υπέρβαση του ελάχιστου ποσού που απαιτείται αντίστοιχα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή από το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορούν, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να μην επιτρέπουν την απόσυρση της υπερβάλλουσας εξασφάλισης από το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος ή από τον πελάτη,

γ)

Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί αρχικό περιθώριο για την αμοιβαιοποίηση των ζημιών μεταξύ των εκκαθαριστικών μελών του, τα ιδρύματα που ενεργούν ως εκκαθαριστικά μέλη θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το εν λόγω αρχικό περιθώριο ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.».

80)

Στο άρθρο 302, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα ιδρύματα αξιολογούν, μέσω κατάλληλων αναλύσεων σεναρίων και προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, αν το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που τηρούνται για ανοίγματα έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων δυνητικών μελλοντικών ή ενδεχομένων πιστωτικών ανοιγμάτων, ανοιγμάτων από συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και, όταν το ίδρυμα ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, ανοιγμάτων που προκύπτουν από συμβατικές ρυθμίσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 304, ανταποκρίνεται επαρκώς στους εγγενείς κινδύνους των εν λόγω ανοιγμάτων.».

81)

Το άρθρο 303 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 303

Μεταχείριση των ανοιγμάτων των εκκαθαριστικών μελών έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως εξής:

α)

εφαρμόζει την προσδιοριζόμενη στο άρθρο 306 μεταχείριση στα συναλλακτικά του ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

β)

εφαρμόζει την προσδιοριζόμενη στο άρθρο 307 μεταχείριση στις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος για τα ανοίγματά του έναντι αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου λόγω συναλλακτικών ανοιγμάτων και συνεισφορών σε κεφάλαιο εκκαθάρισης υπόκειται σε ανώτατο όριο ίσο προς το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που θα εφαρμοζόταν για τα ίδια ανοίγματα εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.».

82)

Το άρθρο 304 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος και, υπό αυτή την ιδιότητα, ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με τον εν λόγω πελάτη σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου, με το τμήμα 4 του κεφαλαίου 4 του παρόντος τίτλου και με τον τίτλο VI, κατά περίπτωση.»·

β)

οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στο τμήμα 3 ή 6 του παρόντος κεφαλαίου για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 285 παράγραφος 2, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί περίοδο κινδύνου περιθωρίου διάρκειας πέντε τουλάχιστον εργάσιμων ημερών για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη,

β)

το ίδρυμα εφαρμόζει περίοδο κινδύνου περιθωρίου τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών για τα ανοίγματά του έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

γ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 285 παράγραφος 3, όταν ένα συμψηφιστικό σύνολο που περιλαμβάνεται στον υπολογισμό πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου, το ίδρυμα δύναται να μην εφαρμόσει το όριο που καθορίζεται στο εν λόγω στοιχείο, υπό τον όρο ότι το συμψηφιστικό σύνολο δεν πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου και δεν περιέχει αμφισβητούμενες συναλλαγές ή εξωτικά δικαιώματα προαίρεσης,

δ)

σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί περιθώριο μεταβλητότητας έναντι μιας συναλλαγής και οι εξασφαλίσεις του ιδρύματος δεν προστατεύονται έναντι της αφερεγγυότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα εφαρμόζει περίοδο κινδύνου περιθωρίου διάρκειας ενός έτους ή ίσης με την εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής, όποια από τις δύο είναι μικρότερη, με κατώτατο όριο τις 10 εργάσιμες ημέρες.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 281 παράγραφος 2 στοιχείο θ), όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 4 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί παράγοντα ληκτότητας 0,21 για τον υπολογισμό του.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 282 παράγραφος 4 στοιχείο δ), όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 5 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη, το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί παράγοντα ληκτότητας 0,21 για τον υπολογισμό του.»·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.   Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να χρησιμοποιεί το μειωμένο άνοιγμα σε περίπτωση αθέτησης, που προκύπτει από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5, για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με τον τίτλο VI.

7.   Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος και το οποίο λαμβάνει εξασφαλίσεις από πελάτη για συναλλαγή που σχετίζεται με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και μεταβιβάζει την εξασφάλιση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μπορεί να αναγνωρίσει την εν λόγω εξασφάλιση προκειμένου να μειωθεί το άνοιγμά του έναντι του πελάτη για τη συγκεκριμένη σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή.

Σε περίπτωση πολυεπίπεδης διάρθρωσης πελατών η μεταχείριση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε επίπεδο της εν λόγω διάρθρωσης.».

83)

Το άρθρο 305 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ίδρυμα που είναι πελάτης υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου, με τμήμα 4 του κεφαλαίου 4 του παρόντος τίτλου και με τον τίτλο VI, κατά περίπτωση.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ο πελάτης έχει προβεί σε επαρκώς εμπεριστατωμένη νομική εξέταση, την οποία διατηρεί επικαιροποιημένη, με την οποία τεκμηριώνεται ότι οι ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι πληρούται η προϋπόθεση που προβλέπεται στο στοιχείο β), είναι νομικά έγκυρες, ισχύουσες, δεσμευτικές και εκτελεστές σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της συναφούς δικαιοδοσίας ή δικαιοδοσιών,»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν το ίδρυμα αξιολογεί τη συμμόρφωσή του με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ένα ίδρυμα δύναται να λαμβάνει υπόψη τυχόν σαφείς προηγούμενες μεταφορές των θέσεων πελατών και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, καθώς και οποιοδήποτε πρόθεση του κλάδου να συνεχιστεί η πρακτική αυτή.»·

γ)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, όταν ένα ίδρυμα που είναι πελάτης δεν πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου, διότι το εν λόγω ίδρυμα δεν προστατεύεται από ζημίες σε περίπτωση ταυτόχρονης αθέτησης εκ μέρους του εκκαθαριστικού μέλους και άλλου πελάτη του εκκαθαριστικού μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως δ) της εν λόγω παραγράφου, το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα συναλλακτικά ανοίγματα που αφορούν τις σχετιζόμενες με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με το άρθρο 306, υπό την προϋπόθεση ότι αντικαθιστά τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου 2 % που αναφέρεται στο άρθρο 306 παράγραφος 1 στοιχείο α) με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 4 %.

4.   Στην περίπτωση πολυεπίπεδης διάρθρωσης πελατών, ένα ίδρυμα που είναι πελάτης χαμηλότερου επιπέδου με πρόσβαση στις υπηρεσίες κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω ενός πελάτη υψηλότερου επιπέδου μπορεί να εφαρμόζει τη μεταχείριση που καθορίζεται στην παράγραφο 2 ή 3 μόνο εάν οι προϋποθέσεις των παραγράφων αυτών πληρούνται σε κάθε επίπεδο της εν λόγω διάρθρωσης.».

84)

Το άρθρο 306 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

όταν το ίδρυμα ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι όροι της σχετιζόμενης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγής ορίζουν ότι το ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη για ζημίες που υφίσταται λόγω μεταβολών της αξίας της συναλλαγής σε περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το εν λόγω ίδρυμα δύναται να ορίζει ως ίση με μηδέν την αξία ανοίγματος του συναλλακτικού ανοίγματος έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αντιστοιχεί στην εν λόγω σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή,»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

όταν ένα ίδρυμα ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι όροι της σχετιζόμενης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγής ορίζουν ότι το ίδρυμα υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη για ζημίες που υφίσταται λόγω μεταβολών της αξίας της συναλλαγής σε περίπτωση αθέτησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το εν λόγω ίδρυμα εφαρμόζει τη μεταχείριση του στοιχείου α) ή του στοιχείου β), ανάλογα με την περίπτωση, στο συναλλακτικό άνοιγμα με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν τα στοιχεία ενεργητικού που παρέχονται ως εξασφάλιση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε εκκαθαριστικό μέλος είναι απομακρυσμένα από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εκκαθαριστικό μέλος ή ένας ή περισσότεροι από τους άλλους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους καταστούν αφερέγγυοι, το ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει μηδενική αξία ανοίγματος στα ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου για τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού.

3.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των συναλλακτικών ανοιγμάτων στα οποία προβαίνει με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τα τμήματα 1 έως 8 του παρόντος κεφαλαίου και με το κεφάλαιο 4 τμήμα 4, κατά περίπτωση.».

85)

Το άρθρο 307 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 307

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος εφαρμόζει την ακόλουθη μεταχείριση στα ανοίγματά του που προκύπτουν από τις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

α)

υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 308,

β)

υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες και μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 309,

γ)

υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μεταχείριση που ορίζεται στο άρθρο 310.».

86)

Το άρθρο 308 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του ανοίγματος που προκύπτει από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του ως εξής:

Formula

όπου:

Ki

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,

i

=

ο δείκτης που υποδηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

KCCP

=

το υποθετικό κεφάλαιο του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

DFi

=

η προκαταβεβλημένη συνεισφορά,

DFCCP

=

οι προκαταβεβλημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οι οποίοι γνωστοποιούνται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και

DFCM

=

το άθροισμα των προκαταβεβλημένων συνεισφορών όλων των εκκαθαριστικών μελών του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

3.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα που προκύπτουν από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του ιδρύματος στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 πολλαπλασιάζοντας την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, επί 12,5.»·

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 διαγράφονται.

87)

Τα άρθρα 309, 310 και 311 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 309

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές σε κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και για μη καταβεβλημένες συνεισφορές σε μη αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1.   Το ίδρυμα εφαρμόζει τον ακόλουθο τύπο για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα που προκύπτουν από τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από τις μη καταβεβλημένες εισφορές του σε τέτοιου είδους κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:

 

K = DF + UC

όπου:

K

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,

DF

=

οι προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και

UC

=

οι μη καταβεβλημένες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Το ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα που προκύπτουν από τη συνεισφορά του ιδρύματος στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 πολλαπλασιάζοντας την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επί 12,5.”.

Άρθρο 310

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Το ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % στις μη καταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου.

Άρθρο 311

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων που παύουν να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις

1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται στο παρόν άρθρο όταν λαμβάνουν γνώση, κατόπιν δημόσιας ανακοίνωσης ή γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που χρησιμοποιούν τα εν λόγω ιδρύματα ή από τον ίδιο τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή αναγνώρισης, κατά περίπτωση.

2.   Όταν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1, τα ιδρύματα, εντός τριών μηνών από τη στιγμή που υποπίπτει στην αντίληψή τους η κατάσταση που περιγράφεται στην εν λόγω παράγραφο ή νωρίτερα εάν απαιτηθεί από τις αρμόδιες αρχές του ιδρύματος, πράττουν τα ακόλουθα σε σχέση με τα ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

α)

εφαρμόζουν στα συναλλακτικά ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 306 παράγραφος 1 στοιχείο β),

β)

εφαρμόζουν τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 309 στις προκαταβεβλημένες συνεισφορές τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στις μη καταβεβλημένες συνεισφορές του στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

γ)

αντιμετωπίζουν τα ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός από τα ανοίγματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στο κεφάλαιο 2.».

88)

Στο άρθρο 316 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα δύνανται να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τους λογαριασμούς της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις για τον σκοπό του υπολογισμού του σχετικού δείκτη, και αντί αυτού:

α)

να συμπεριλάβουν τα έσοδα από τόκους από χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις και τα κέρδη από μισθωμένα στοιχεία ενεργητικού στη λογιστική κατηγορία που αναφέρεται στο σημείο 1 του πίνακα 1,

β)

να συμπεριλάβουν τα έξοδα από τόκους από χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις, τις ζημίες, αποσβέσεις και απομειώσεις για τα μισθωμένα λειτουργικά στοιχεία ενεργητικού στη λογιστική κατηγορία που αναφέρεται στο σημείο 2 του πίνακα 1.».

89)

Στο τρίτο μέρος τίτλος IV, το κεφάλαιο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 325

Προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς

1.   Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς όλων των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

την τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2,

β)

την απλοποιημένη μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος που ορίζεται στο κεφάλαιο 5 του παρόντος τίτλου για τις κατηγορίες κινδύνου για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια στο ίδρυμα να εφαρμόσει τη μέθοδο σύμφωνα με το άρθρο 363.

2.   Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς που υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), νοούνται ως το άθροισμα των ακόλουθων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2,

β)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο συναλλάγματος που αναφέρονται στο κεφάλαιο 3,

γ)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος που αναφέρονται στο κεφάλαιο 4.

3.   Ένα ίδρυμα που δεν απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 430β σύμφωνα με το άρθρο 325α υποβάλλει αναφορά για τον υπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 430β, για το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 1α,

β)

την εναλλακτική μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος που ορίζεται στο κεφάλαιο 1β.

4.   Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 363.

5.   Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) για τα μέσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους που είναι θέσεις τιτλοποίησης ή θέσεις που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης εναλλακτικών συσχετίσεων (ACTP), όπως ορίζεται στις παραγράφους 6, 7 και 8.

6.   Οι θέσεις τιτλοποίησης και τα πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης που πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια περιλαμβάνονται στο ACTP:

α)

οι θέσεις δεν είναι ούτε θέσεις επανατιτλοποίησης ούτε δικαιώματα προαίρεσης επί τμήματος τιτλοποίησης ούτε άλλα παράγωγα μέσα επί ανοιγμάτων τιτλοποίησης, τα οποία δεν παρέχουν κατ' αναλογία μερίδιο στα έσοδα τμήματος τιτλοποίησης,

β)

όλα τα υποκείμενα μέσα τους είναι:

i)

μέσα μεμονωμένου πιστούχου, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου, για τα οποία υπάρχουν επαρκείς συνθήκες ρευστότητας στην αγορά,

ii)

ευρέως διαπραγματεύσιμοι δείκτες που βασίζονται στα μέσα που αναφέρονται στο σημείο i).

Ως επαρκείς συνθήκες ρευστότητας στην αγορά θεωρούνται οι συνθήκες στις οποίες υπάρχουν καλή τη πίστει ανεξάρτητες προσφορές αγοράς και πώλησης, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός μιας τιμής ευλόγως συσχετιζόμενης με την τελευταία τιμή πώλησης ή με τις τρέχουσες καλή τη πίστει ανταγωνιστικές τιμές για αγορά και πώληση εντός μιας ημέρας και ο διακανονισμός στην εν λόγω τιμή σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική.

7.   Θέσεις με οποιαδήποτε από τα ακόλουθα υποκείμενα μέσα δεν περιλαμβάνονται στο ACTP:

α)

τα υποκείμενα μέσα που κατατάσσονται στα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 112 στοιχείο η) ή θ),

β)

απαίτηση έναντι οντότητας ειδικού σκοπού, εξασφαλισμένη, άμεσα ή έμμεσα, από θέση η οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 6, δεν θα πληρούσε η ίδια τα κριτήρια για συμπερίληψη στο ACTP.

8.   Τα ιδρύματα μπορούν να συμπεριλάβουν στο ACTP θέσεις οι οποίες δεν είναι ούτε θέσεις τιτλοποίησης ούτε πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης, αλλά αντισταθμίζουν άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκείς συνθήκες ρευστότητας, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 6 δεύτερο εδάφιο, για το χρηματοοικονομικό μέσο ή τις υποκείμενες αξίες του.

9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ως προς τον κίνδυνο αγοράς για θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325α

Απαλλαγές από τις ειδικές απαιτήσεις υποβολής αναφορών για τον κίνδυνο αγοράς

1.   Το ίδρυμα απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής αναφορών που καθορίζεται στο άρθρο 430β, υπό τον όρο ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων του ιδρύματος που υπόκεινται σε κίνδυνο αγοράς είναι ίσος προς ή μικρότερος από κάθε ένα από τα ακόλουθα όρια με βάση αξιολόγηση που διενεργείται σε μηνιαία βάση χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας του μήνα:

α)

10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος,

β)

500 εκατομμύρια EUR.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το μέγεθος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων τους που υπόκεινται σε κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συμπεριλαμβάνονται όλες οι θέσεις που αποδίδονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου έναντι ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τις συναλλαγές σε πιστωτικά παράγωγα που αντισταθμίζουν απολύτως τον κίνδυνο αγοράς των εσωτερικών αντισταθμίσεων κινδύνου όπως αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 3,

β)

συμπεριλαμβάνονται όλες οι θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος,

γ)

όλες οι θέσεις αποτιμώνται με βάση τις αγοραίες αξίες τους αυτή τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εκτός από τις θέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β)· σε περίπτωση που η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την εύλογη αξία της θέσης κατά την ημερομηνία αυτή· σε περίπτωση που η εύλογη αξία και η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμες για μια συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την πλέον πρόσφατη αγοραία ή εύλογη αξία για τη συγκεκριμένη θέση,

δ)

όλες οι θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος θεωρούνται ως συνολική καθαρή θέση συναλλάγματος και αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 352,

ε)

όλες οι θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο βασικού εμπορεύματος αποτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 357 και 358,

στ)

η απόλυτη τιμή των θετικών (“long”) θέσεων προστίθεται στην απόλυτη τιμή των αρνητικών (“short”) θέσεων.

3.   Τα ιδρύματα ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές, όταν υπολογίζουν ή παύουν να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Ένα ίδρυμα που δεν πληροί πλέον έναν ή περισσότερους από τους όρους της παραγράφου 1 ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια αρχή.

5.   Η απαλλαγή από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 430β παύει να ισχύει εντός τριών μηνών σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το ίδρυμα δεν πληροί την προϋπόθεση που τίθεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β) για τρεις διαδοχικούς μήνες ή

β)

το ίδρυμα δεν πληροί την προϋπόθεση που τίθεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β) για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών κατά τους 12 τελευταίους μήνες.

6.   Εάν ένα ίδρυμα αρχίσει να υπόκειται στις απαιτήσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 430β σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, το ίδρυμα εξαιρείται από τις εν λόγω απαιτήσεις υποβολής αναφορών μόνο εφόσον αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχουν τηρηθεί για αδιάλειπτη πλήρη ετήσια περίοδο.

7.   Τα ιδρύματα δεν συνομολογούν, δεν αγοράζουν και δεν πωλούν θέση με μοναδικό σκοπό τη συμμόρφωση προς οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 κατά τη μηνιαία αξιολόγηση.

8.   Ένα ίδρυμα που είναι επιλέξιμο για τη μεταχείριση που ορίζεται στο άρθρο 94, απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής αναφορών που προβλέπεται στο άρθρο 430β.

Άρθρο 325β

Άδεια ενοποιημένων απαιτήσεων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και αποκλειστικά για τον σκοπό υπολογισμού των καθαρών θέσεων και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο σε ενοποιημένη βάση, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν θέσεις σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση για τον συμψηφισμό θέσεων σε άλλο ίδρυμα ή επιχείρηση.

2.   Τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν την παράγραφο 1 μόνο με την άδεια των αρμόδιων αρχών, η οποία χορηγείται εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

υπάρχει ικανοποιητική κατανομή ιδίων κεφαλαίων εντός του ομίλου,

β)

το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα εγγυάται την αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου.

3.   Εάν υπάρχουν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις επιπροσθέτως των προϋποθέσεων της παραγράφου 2:

α)

οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος είτε είναι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,

β)

σε ατομική βάση, οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμορφώνονται με απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού,

γ)

δεν υπάρχουν στις οικείες τρίτες χώρες κανονιστικές ρυθμίσεις που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων εντός του ομίλου.».

90)

Στο τρίτο μέρος τίτλος IV, προστίθενται τα ακόλουθα κεφάλαια:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Α

Εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 325γ

Πεδίο εφαρμογής και διάρθρωση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης

1.   Η εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση όπως περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιείται μόνο για τους σκοπούς της απαίτησης υποβολής αναφορών που προβλέπεται στο άρθρο 430β παράγραφος 1.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση για ένα σύνολο θέσεων εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή σε κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ως το άθροισμα των ακόλουθων τριών στοιχείων:

α)

της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τη μέθοδο βάσει ευαισθησιών που ορίζεται στο τμήμα 2,

β)

της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης που ορίζεται στο τμήμα 5, η οποία ισχύει μόνο για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο εν λόγω τμήμα,

γ)

της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τους υπολειπόμενους κινδύνους που ορίζονται στο τμήμα 4, η οποία ισχύει μόνο για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο εν λόγω τμήμα.

Τμήμα 2

Μέθοδος βάσει ευαισθησιών για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 325δ

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   “κατηγορία κινδύνου”: μία από τις επτά ακόλουθες κατηγορίες:

i)

γενικός κίνδυνος επιτοκίου,

ii)

κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου (CSR) για μη τιτλοποιήσεις,

iii)

κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις εκτός χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης εναλλακτικών συσχετίσεων (CSR εκτός ACTP),

iv)

κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις εντός χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης εναλλακτικών συσχετίσεων (CSR εντός ACTP),

v)

κίνδυνος μετοχών,

vi)

κίνδυνος βασικών εμπορευμάτων,

vii)

κίνδυνος συναλλάγματος,

2)   “ευαισθησία”: η σχετική μεταβολή στην αξία μιας θέσης, ως αποτέλεσμα της μεταβολής της αξίας ενός από τους συναφείς παράγοντες κινδύνου της θέσης, που υπολογίζεται με το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος σύμφωνα με το τμήμα 3 ενότητα 2,

3)   “κλιμάκιο”: η υποκατηγορία των θέσεων εντός μίας κατηγορίας κινδύνου με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου όπως ορίζεται στο τμήμα 3 ενότητα 1.

Άρθρο 325ε

Συνιστώσες της μεθόδου βάσει ευαισθησιών

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με τη μέθοδο βάσει ευαισθησιών συναθροίζοντας τις ακόλουθες τρεις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους σύμφωνα με το άρθρο 325η:

α)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο δέλτα που καλύπτουν τον κίνδυνο μεταβολών της αξίας ενός μέσου λόγω μεταβολών στους σχετιζόμενους με τη μη μεταβλητότητα παράγοντες κινδύνου,

β)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο βέγκα που καλύπτουν τον κίνδυνο μεταβολών της αξίας ενός μέσου λόγω μεταβολών στους σχετιζόμενους με τη μεταβλητότητα παράγοντες κινδύνου,

γ)

απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο καμπυλότητας που καλύπτουν τον κίνδυνο μεταβολών της αξίας ενός μέσου λόγω μεταβολών στους κύριους σχετιζόμενους με τη μη μεταβλητότητα παράγοντες κινδύνου που δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο συντελεστή δέλτα.

2.   Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

α)

όλες οι θέσεις των μέσων με δικαιώματα προαίρεσης υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ),

β)

όλες οι θέσεις των μέσων χωρίς δικαιώματα προαίρεσης υπόκεινται μόνο στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, τα μέσα με δικαιώματα προαίρεσης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, δικαιώματα προαίρεσης για αγορά, πώληση, ανώτατα όρια, κατώτατα όρια, σύναψη σύμβασης ανταλλαγής καθώς επίσης δικαιώματα προαίρεσης με φράγμα και εξωτικά δικαιώματα προαίρεσης. Ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης, όπως η προπληρωμή ή τα συμπεριφορικά δικαιώματα προαίρεσης, θεωρούνται μεμονωμένες θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους αγοράς.

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, τα μέσα των οποίων οι ταμειακές ροές μπορούν να εγγραφούν ως γραμμική συνάρτηση του ονομαστικού ποσού του υποκείμενου στοιχείου θεωρούνται ότι είναι μέσα χωρίς δικαιώματα προαίρεσης.

Άρθρο 325στ

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα και βέγκα

1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους συντελεστές κινδύνου δέλτα και βέγκα που περιγράφονται στο τμήμα 3 ενότητα 1 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους δέλτα και βέγκα.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 3 έως 8 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους δέλτα και βέγκα.

3.   Για κάθε κατηγορία κινδύνου, η ευαισθησία όλων των μέσων που εμπίπτουν στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα και βέγκα σε καθένα από τους εφαρμόσιμους παράγοντες κινδύνου δέλτα και βέγκα που συμπεριλαμβάνονται στην εκάστοτε κατηγορία κινδύνου υπολογίζεται με τη χρήση των αντίστοιχων μαθηματικών τύπων στο τμήμα 3 ενότητα 2. Εάν η αξία ενός μέσου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες κινδύνου, η ευαισθησία προσδιορίζεται ξεχωριστά για κάθε παράγοντα κινδύνου.

4.   Οι ευαισθησίες κατατάσσονται σε ένα από τα κλιμάκια “b” σε κάθε κατηγορία κινδύνου.

5.   Εντός κάθε κλιμακίου “b”, συμψηφίζονται οι θετικές και αρνητικές ευαισθησίες στον ίδιο παράγοντα κινδύνου, καταλήγοντας σε καθαρές ευαισθησίες (sk) σε κάθε παράγοντα κινδύνου k εντός ενός κλιμακίου.

6.   Οι καθαρές ευαισθησίες σε κάθε παράγοντα κινδύνου εντός κάθε κλιμακίου πολλαπλασιάζονται επί τους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που καθορίζονται στο τμήμα 6, ώστε να προκύψουν σταθμισμένες ευαισθησίες σε κάθε παράγοντα κινδύνου εντός του εν λόγω κλιμακίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

 

WSk = RWk · sk

όπου:

WSk

=

οι σταθμισμένες ευαισθησίες,

RWk

=

οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου και

sk

=

ο παράγοντας κινδύνου.

7.   Οι σταθμισμένες ευαισθησίες στους διάφορους παράγοντες κινδύνου εντός κάθε κλιμακίου συναθροίζονται σύμφωνα με τον τύπο που ακολουθεί, όπου η ποσότητα εντός της τετραγωνικής ρίζας δεν μπορεί να πέσει κάτω από το μηδέν, ώστε να προκύψει η σχετιζόμενη με το συγκεκριμένο κλιμάκιο ευαισθησία. Χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχες σταθμισμένες συσχετίσεις για ευαισθησίες εντός του ίδιου κλιμακίου (ρkl), που καθορίζονται στο τμήμα 6.

 

Formula

όπου:

Kb

=

η σχετιζόμενη με το συγκεκριμένο κλιμάκιο ευαισθησία και

WS

=

οι σταθμισμένες ευαισθησίες.

8.   Η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία υπολογίζεται για κάθε κλιμάκιο εντός μιας κατηγορίας κινδύνου σύμφωνα με τις παραγράφους 5, 6 και 7. Μόλις υπολογιστεί η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία για όλα τα κλιμάκια, οι σταθμισμένες ευαισθησίες σε όλους τους παράγοντες κινδύνου στα κλιμάκια συναθροίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο, μέσω της χρήσης των αντίστοιχων συσχετίσεων γbc για σταθμισμένες ευαισθησίες σε διαφορετικά κλιμάκια όπως καθορίζονται στο τμήμα 6, με αποτέλεσμα να προκύπτει η σχετιζόμενη με την κατηγορία κινδύνου απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο δέλτα ή βέγκα:

Formula

όπου:

Sb

=

Σk WSk για όλους τους παράγοντες κινδύνου στο κλιμάκιο b, και Sc = Σk WSk στο κλιμάκιο c· όπου οι εν λόγω τιμές για Sb και Sc παράγουν αρνητικό αριθμό για το συνολικό άθροισμαFormula, το ίδρυμα υπολογίζει τις σχετιζόμενες με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο δέλτα ή βέγκα με τη χρήση μιας εναλλακτικής προδιαγραφής σύμφωνα με την οποία

Sb

=

max [min (Σk WSk, Kb), – Kb] για όλους τους παράγοντες κινδύνου στο κλιμάκιο b και

Sc

=

max [min (Σk WSk, Kc ), – Kc]για όλους τους παράγοντες κινδύνου στο κλιμάκιο c.

Οι σχετιζόμενες με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο δέλτα ή βέγκα υπολογίζονται για κάθε κατηγορία κινδύνου σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 8.

Άρθρο 325ζ

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο καμπυλότητας

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο καμπυλότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

Άρθρο 325η

Συνάθροιση των σχετιζόμενων με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα, βέγκα και καμπυλότητας

1.   Τα ιδρύματα συναθροίζουν τις σχετιζόμενες με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους δέλτα, βέγκα και καμπυλότητας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.   H διαδικασία για τον υπολογισμό των σχετιζόμενων με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα, βέγκα και καμπυλότητας που περιγράφεται στα άρθρα 325στ και 325ζ διενεργείται τρεις φορές ανά κατηγορία κινδύνου, με τη χρήση κάθε φορά διαφορετικού συνόλου παραμέτρων συσχέτισης ρkl (συσχέτιση μεταξύ παραγόντων κινδύνου εντός ενός κλιμακίου) και γbc (συσχέτιση μεταξύ κλιμακίων εντός μιας κατηγορίας κινδύνου). Καθένα από τα εν λόγω τρία σύνολα αντιστοιχούν σε ένα διαφορετικό σενάριο, ως εξής:

α)

το σενάριο “μεσαίων συσχετίσεων”, σύμφωνα με το οποίο οι παράμετροι συσχέτισης ρkl και γbc παραμένουν αμετάβλητες σε σχέση με εκείνες που αναφέρονται στο τμήμα 6,

β)

το σενάριο “υψηλών συσχετίσεων” σύμφωνα με το οποίο οι παράμετροι συσχέτισης ρkl και γbc που προσδιορίζονται στο τμήμα 6, πολλαπλασιάζονται ομοιόμορφα επί 1,25, και τα ρkl και γbc υπόκεινται σε ανώτατο όριο 100 %,

γ)

το σενάριο “χαμηλών συσχετίσεων” καθορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το άθροισμα των σχετιζόμενων με την κατηγορία κινδύνου δέλτα, βέγκα και καμπυλότητας απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κάθε σενάριο, ώστε να προσδιοριστούν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τρία διαφορετικά σενάρια.

4.   Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων της μεθόδου βάσει ευαισθησιών είναι η υψηλότερηαπό τις τρεις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με διαφορετικό σενάριο και αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 325θ

Μεταχείριση μέσων επί δεικτών και δικαιωμάτων προαίρεσης πολλαπλών υποκείμενων τίτλων

Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τη τα μέσα επί δεικτών και τα δικαιώματα προαίρεσης πολλαπλών υποκείμενων τίτλων σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

Άρθρο 325ι

Μεταχείριση οργανισμών συλλογικών επενδύσεων

Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

Άρθρο 325ια

Θέσεις αναδοχής

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη διαδικασία που ορίζεται στο παρόν άρθρο για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς των θέσεων αναδοχής χρεωστικών ή μετοχικών μέσων.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν έναν από τους κατάλληλους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές που παρατίθενται στον πίνακα 1 στις καθαρές ευαισθησίες όλων των θέσεων αναδοχής σε κάθε μεμονωμένο εκδότη, με εξαίρεση τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει επίσημης συμφωνίας, και υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο βάσει των αναπροσαρμοσμένων καθαρών ευαισθησιών.

Πίνακας 1

Εργάσιμη ημέρα 0

0 %

Εργάσιμη ημέρα 1

10 %

Εργάσιμες ημέρες 2 και 3

25 %

Εργάσιμη ημέρα 4

50 %

Εργάσιμη ημέρα 5

75 %

Μετά την εργάσιμη ημέρα 5

100 %

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “εργάσιμη ημέρα 0” νοείται η πρώτη εργάσιμη ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα αναλαμβάνει την αμετάκλητη δέσμευση να δεχθεί μια δεδομένη ποσότητα τίτλων σε προσυμφωνημένη τιμή.

3.   Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές την εφαρμογή της διαδικασίας που ορίζεται στο παρόν άρθρο.

Τμήμα 3

Παράγοντας κινδύνου και ορισμοί ευαισθησίας

Ενότητα 1

Ορισμοί παράγοντα κινδύνου

Άρθρο 325ιβ

Παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου

1.   Για όλους τους παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου πληθωρισμού και του κινδύνου βάσει διαφορετικών νομισμάτων, υπάρχει ένα κλιμάκιο ανά νόμισμα, το οποίο περιλαμβάνει διαφορετικούς τύπους παράγοντα κινδύνου.

Οι παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου δέλτα που εφαρμόζονται σε μέσα ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου συνίστανται στα συναφή επιτόκια μηδενικού κινδύνου ανά νόμισμα και για καθεμία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 0,25 έτη, 0,5 έτη, 1 έτος, 2 έτη, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη, 15 έτη, 20 έτη, 30 έτη. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν παράγοντες κινδύνου στις καθορισμένες κορυφές με γραμμική παρεμβολή ή με τη χρήση μεθόδου που είναι περισσότερο σύμφωνη προς τις συναρτήσεις τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται από την ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνου του ιδρύματος για την κατάρτιση αναφορών σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς ή τα κέρδη και τις ζημιές στα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

2.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου ανά νόμισμα από τα μέσα της χρηματαγοράς που τηρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος και έχουν τον χαμηλότερο πιστωτικό κίνδυνο, όπως οι συμβάσεις ανταλλαγής δείκτη διάρκειας μίας ημέρας (“overnight index swaps”).

3.   Σε περίπτωση που τα ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμόζουν την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου βασίζονται σε μία ή περισσότερες τεκμαιρόμενες από την αγορά καμπύλες συμβάσεων ανταλλαγών που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για να αποτιμήσει τις θέσεις του σε τρέχουσες τιμές της αγοράς, όπως οι καμπύλες διατραπεζικού προσφερόμενου επιτοκίου ανταλλαγής.

Εάν τα δεδομένα για τις τεκμαιρόμενες από την αγορά καμπύλες συμβάσεων ανταλλαγών που περιγράφονται στην παράγραφο 2 και στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν επαρκούν, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου μπορούν να ληφθούν από την πλέον κατάλληλη καμπύλη κρατικών ομολόγων για ένα συγκεκριμένο νόμισμα.

Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τους παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου που προκύπτουν σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου για κρατικά χρεόγραφα, το κρατικό χρεόγραφο δεν απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου από τη συνιστώσα του πιστωτικού περιθωρίου, η ευαισθησία στον παράγοντα κινδύνου κατατάσσεται τόσο στην κατηγορία γενικού κινδύνου επιτοκίου όσο και στις κατηγορίες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου.

4.   Στην περίπτωση των παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου, κάθε νόμισμα αποτελεί χωριστό κλιμάκιο. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στους παράγοντες κινδύνου εντός του ίδιου κλιμακίου, αλλά με διαφορετικές ληκτότητες, διαφορετικό συντελεστή στάθμισης κινδύνου, σύμφωνα με το τμήμα 6.

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για τον κίνδυνο πληθωρισμού σε χρεωστικούς τίτλους των οποίων οι ταμειακές ροές είναι λειτουργικά εξαρτώμενες από τα ποσοστά του πληθωρισμού. Οι εν λόγω πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου αποτελούνται από ένα διάνυσμα τεκμαιρόμενων από την αγορά ποσοστών πληθωρισμού με διαφορετικές ληκτότητες ανά νόμισμα. Για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσα και τα ποσοστά πληθωρισμού που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο.

5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία του μέσου όσον αφορά τον πρόσθετο παράγοντα κινδύνου για τον κίνδυνο πληθωρισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ως τη μεταβολή της αξίας του μέσου, σύμφωνα με το υπόδειγμα τιμολόγησης, ως αποτέλεσμα της μετατόπισης κατά μία μονάδα βάσης κάθε μιας από τις συνιστώσες του διανύσματος. Κάθε νόμισμα αποτελεί χωριστό κλιμάκιο. Σε κάθε κλιμάκιο, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό ως ενιαίο παράγοντα κινδύνου, ανεξαρτήτως του αριθμού των συνιστωσών του κάθε διανύσματος. Τα ιδρύματα αντισταθμίζουν όλες τις ευαισθησίες ως προς τον πληθωρισμό εντός ενός κλιμακίου, που υπολογίζονται όπως περιγράφεται στην παρούσα παράγραφο, προκειμένου να προκύψει μια ενιαία καθαρή ευαισθησία ανά κλιμάκιο.

6.   Οι χρεωστικοί τίτλοι που συνεπάγονται πληρωμές σε διαφορετικά νομίσματα υπόκεινται, επίσης, στον κίνδυνο βάσης διαφορετικών νομισμάτων μεταξύ των εν λόγω νομισμάτων. Για τους σκοπούς της μεθόδου βάσει ευαισθησιών, οι παράγοντες κινδύνου που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα συνίστανται στον κίνδυνο βάσης διαφορετικών νομισμάτων για κάθε νόμισμα σε σχέση είτε με το δολάριο ΗΠΑ είτε με το ευρώ. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις βάσεις διαφορετικών νομισμάτων οι οποίες δεν σχετίζονται ούτε με βάση έναντι δολαρίου ΗΠΑ ούτε με βάση έναντι ευρώ είτε ως “βάση έναντι δολαρίου ΗΠΑ” είτε ως “βάση έναντι ευρώ”.

Κάθε παράγοντας κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων αποτελείται από ένα διάνυσμα διαφορετικών νομισμάτων με διαφορετικές ληκτότητες για κάθε νόμισμα. Για κάθε χρεωστικό τίτλο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες και οι βάσεις διαφορετικών νομισμάτων που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο. Κάθε νόμισμα αποτελεί χωριστό κλιμάκιο.

Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία του μέσου όσον αφορά τον παράγοντα κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων ως τη μεταβολή της αξίας του μέσου, σύμφωνα με το υπόδειγμα τιμολόγησης, ως αποτέλεσμα της μετατόπισης κατά μία μονάδα βάσης κάθε μιας από τις συνιστώσες του διανύσματος. Κάθε νόμισμα αποτελεί χωριστό κλιμάκιο. Σε κάθε κλιμάκιο υπάρχουν δύο πιθανοί διακριτοί παράγοντες κινδύνου: βάση έναντι ευρώ και βάση έναντι δολαρίου ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνιστωσών που υπάρχουν σε κάθε διάνυσμα βάσης διαφορετικών νομισμάτων. Ο μέγιστος αριθμός των καθαρών ευαισθησιών ανά κλιμάκιο είναι δύο.

7.   Οι παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου βέγκα που εφαρμόζονται σε δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα στο γενικό επιτόκιο είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των σχετικών επιτοκίων μηδενικού κινδύνου, όπως περιγράφεται στις παραγράφους 2 και 3, που αποδίδονται σε κλιμάκια ανάλογα με το νόμισμα και κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες εντός κάθε κλιμακίου: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη. Υπάρχει ένα κλιμάκιο ανά νόμισμα.

Για τους σκοπούς συμψηφισμού, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις τεκμαρτές μεταβλητότητες που συνδέονται με τα ίδια επιτόκια μηδενικού κινδύνου και κατατάσσονται στις ίδιες ληκτότητες ώστε να προκύψει ο ίδιος παράγοντας κινδύνου.

Όταν τα ιδρύματα κατατάσσουν τις τεκμαρτές μεταβλητότητες στις ληκτότητες όπως αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όπου η ληκτότητα του δικαιώματος προαίρεσης ευθυγραμμίζεται με τη ληκτότητα της υποκείμενης αξίας, λαμβάνεται υπόψη ένας ενιαίος παράγοντας κινδύνου, ο οποίος κατατάσσεται σύμφωνα στην εν λόγω ληκτότητα,

β)

όταν η ληκτότητα του δικαιώματος προαίρεσης είναι μικρότερη από τη ληκτότητα του υποκείμενου μέσου, οι ακόλουθοι παράγοντες κινδύνου λαμβάνονται υπόψη ως εξής:

i)

ο πρώτος παράγοντας κινδύνου κατατάσσεται στη ληκτότητα του δικαιώματος προαίρεσης,

ii)

ο δεύτερος παράγοντας κινδύνου κατατάσσεται στην εναπομένουσα ληκτότητα του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης κατά την ημερομηνία λήξης του δικαιώματος προαίρεσης.

8.   Οι παράγοντες γενικού κινδύνου επιτοκίου καμπυλότητας που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα αποτελούνται από ένα διάνυσμα επιτοκίων μηδενικού κινδύνου, που αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη καμπύλη απόδοσης μηδενικού κινδύνου, ανά νόμισμα. Κάθε νόμισμα αποτελεί χωριστό κλιμάκιο. Για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες οι διαφορετικές ληκτότητες των επιτοκίων μηδενικού κινδύνου που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο.

9.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία του μέσου σε κάθε παράγοντα κινδύνου που χρησιμοποιείται στον τύπο κινδύνου καμπυλότητας σύμφωνα με το άρθρο 325ζ. Για τους σκοπούς του κινδύνου καμπυλότητας, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα διανύσματα που αντιστοιχούν στις διάφορες καμπύλες απόδοσης και με διαφορετικό αριθμό συνιστωσών ως τον ίδιο παράγοντα κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διανύσματα αντιστοιχούν στο ίδιο νόμισμα. Τα ιδρύματα αντισταθμίζουν τις ευαισθησίες στον ίδιο παράγοντα κινδύνου. Υπάρχει μόνο μία καθαρή ευαισθησία ανά κλιμάκιο.

Δεν υπάρχουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων λόγω κινδύνου καμπυλότητας για τους κινδύνους πληθωρισμού και βάσει διαφορετικών νομισμάτων.

Άρθρο 325ιγ

Παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για μέσα που δεν αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης (“μη τιτλοποιήσεις”)

1.   Οι παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε μέσα που δεν αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης και είναι ευαίσθητα στο πιστωτικό περιθώριο είναι τα ποσοστά πιστωτικών περιθωρίων του εκδότη των εν λόγω μέσων, όπως τεκμαίρονται από τους συναφείς χρεωστικούς τίτλους και τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, και κατατάσσονται σε κάθε μία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν έναν παράγοντα κινδύνου ανά εκδότη και ανά ληκτότητα, ανεξάρτητα από το κατά πόσον τα εν λόγω ποσοστά πιστωτικών περιθωρίων του εκδότη τεκμαίρονται από χρεωστικούς τίτλους ή συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης. Τα κλιμάκια είναι τομεακά κλιμάκια, όπως αναφέρεται στο τμήμα 6, και κάθε κλιμάκιο περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες κινδύνου που διατίθενται στον συναφή τομέα.

2.   Οι παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου βέγκα που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα σε δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που δεν αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης και είναι ευαίσθητα σε πιστωτικό περιθώριο είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων του εκδότη των υποκείμενων στοιχείων που προκύπτουν όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, οι οποίες κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τη ληκτότητα του δικαιώματος προαίρεσης που υπόκειται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη. Χρησιμοποιούνται τα ίδια κλιμάκια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου δέλτα για θέσεις μη τιτλοποίησης.

3.   Οι παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου καμπυλότητας που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα για μέσα που δεν αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης συνίστανται σε διάνυσμα των ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων, που αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη για τον εκδότη καμπύλη πιστωτικού περιθωρίου. Για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες οι διαφορετικές ληκτότητες των ποσοστών πιστωτικού περιθωρίου που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές στο υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο. Χρησιμοποιούνται τα ίδια κλιμάκια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου δέλτα για θέσεις μη τιτλοποίησης.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία του μέσου σε κάθε παράγοντα κινδύνου που χρησιμοποιείται στον τύπο κινδύνου καμπυλότητας σύμφωνα με το άρθρο 325ζ. Για τους σκοπούς του κινδύνου καμπυλότητας, τα ιδρύματα θεωρούν τα διανύσματα που τεκμαίρονται είτε από τους συναφείς χρεωστικούς τίτλους είτε από τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης και με διαφορετικό αριθμό συνιστωσών ως τον ίδιο παράγοντα κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διανύσματα αντιστοιχούν στον ίδιο εκδότη.

Άρθρο 325ιδ

Παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για μέσα που αποτελούν θέσεις τιτλοποίησης

1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σε θέσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνονται στο ACTP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφοι 6, 7 και 8.

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 5 σε θέσεις τιτλοποίησης που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφοι 6, 7 και 8.

2.   Τα κλιμάκια που ισχύουν για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP είναι τα ίδια με αυτά που ισχύουν για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για μη τιτλοποιήσεις, όπως αναφέρεται στο τμήμα 6.

Τα κλιμάκια που ισχύουν για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP αναφέρονται ειδικά στην εν λόγω κατηγορία κινδύνου, όπως αναφέρεται στο τμήμα 6.

3.   Οι παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα για θέσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνονται στο ACTP είναι οι εξής:

α)

οι παράγοντες κινδύνου δέλτα είναι όλα τα συναφή ποσοστά πιστωτικού περιθωρίου των εκδοτών των υποκείμενων ανοιγμάτων της θέσης τιτλοποίησης, όπως τεκμαίρεται από τους συναφείς χρεωστικούς τίτλους και τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, και για κάθε μία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη,

β)

οι παράγοντες κινδύνου βέγκα που εφαρμόζονται σε δικαιώματα προαίρεσης με θέσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνονται στο ACTP ως υποκείμενους τίτλους είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των πιστωτικών περιθωρίων των εκδοτών των υποκείμενων ανοιγμάτων της θέσης τιτλοποίησης, που τεκμαίρονται, όπως περιγράφεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, οι οποίοι κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τη ληκτότητα του αντίστοιχου δικαιώματος προαίρεσης που υπόκειται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη,

γ)

οι παράγοντες κινδύνου καμπυλότητας είναι οι σχετικές καμπύλες απόδοσης πιστωτικού περιθωρίου των εκδοτών των υποκείμενων ανοιγμάτων της θέσης τιτλοποίησης ως το διάνυσμα των ποσοστών πιστωτικού περιθωρίου για διαφορετικές ληκτότητες, που τεκμαίρονται όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου · για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες και οι διαφορετικές ληκτότητες των ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία της θέσης τιτλοποίησης σε κάθε παράγοντα κινδύνου που χρησιμοποιείται στον τύπο κινδύνου καμπυλότητας σύμφωνα με το άρθρο 325ζ. Για τους σκοπούς του κινδύνου καμπυλότητας, τα ιδρύματα θεωρούν τα διανύσματα που τεκμαίρονται είτε από τους συναφείς χρεωστικούς τίτλους είτε από τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης και με διαφορετικό αριθμό συνιστωσών ως τον ίδιο παράγοντα κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διανύσματα αντιστοιχούν στον ίδιο εκδότη.

5.   Οι παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για θέσεις τιτλοποίησης που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP αναφέρονται στο περιθώριο του τμήματος τιτλοποίησης και όχι στο περιθώριο των υποκείμενων μέσων και είναι οι εξής:

α)

οι παράγοντες κινδύνου δέλτα είναι τα σχετικά ποσοστά πιστωτικού περιθωρίου του τμήματος τιτλοποίησης, που κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τη ληκτότητα του τμήματος: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη,

β)

οι παράγοντες κινδύνου βέγκα που εφαρμόζονται σε δικαιώματα προαίρεσης με θέσεις τιτλοποίησης που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP ως υποκείμενους τίτλους είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των πιστωτικών περιθωρίων των τμημάτων τιτλοποίησης, καθένας εκ των οποίων κατατάσσεται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τη ληκτότητα του δικαιώματος προαίρεσης που υπόκειται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη,

γ)

οι παράγοντες κινδύνου καμπυλότητας είναι οι ίδιοι με αυτούς που περιγράφονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου· σε όλους τους εν λόγω παράγοντες κινδύνου εφαρμόζεται κοινός συντελεστής στάθμισης κινδύνου, όπως αναφέρεται στο τμήμα 6.

Άρθρο 325ιε

Παράγοντες κινδύνου μετοχών

1.   Τα κλιμάκια για όλους τους παράγοντες κινδύνου μετοχών είναι τα τομεακά κλιμάκια που αναφέρονται στο τμήμα 6.

2.   Οι παράγοντες κινδύνου μετοχών δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα είναι όλες οι τρέχουσες (“spot”) τιμές μετοχών και όλα τα επιτόκια επαναγοράς (“repos”) μετοχών.

Για τους σκοπούς του κινδύνου μετοχών, μια συγκεκριμένη καμπύλη επαναγοράς μετοχών αποτελεί μεμονωμένο παράγοντα κινδύνου, ο οποίος εκφράζεται ως το διάνυσμα επιτοκίων επαναγοράς για διαφορετικές ληκτότητες. Για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες και οι διαφορετικές ληκτότητες των επιτοκίων επαναγοράς που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο.

Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία ενός μέσου σε παράγοντα κινδύνου μετοχών ως τη μεταβολή της αξίας του μέσου, σύμφωνα με το υπόδειγμα τιμολόγησης, ως αποτέλεσμα της μετατόπισης κατά μία μονάδα βάσης κάθε μιας από τις συνιστώσες του διανύσματος. Τα ιδρύματα αντισταθμίζουν τις ευαισθησίες στον παράγοντα κινδύνου επιτοκίου επαναγοράς του ίδιου μετοχικού τίτλου, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνιστωσών του κάθε διανύσματος.

3.   Οι παράγοντες κινδύνου μετοχών βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε μετοχές είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των τρεχουσών τιμών μετοχών, που κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τις ληκτότητες των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη. Δεν υπάρχουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο βέγκα όσον αφορά τα επιτόκια επαναγοράς μετοχών.

4.   Οι παράγοντες κινδύνου καμπυλότητας που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε μετοχές είναι όλες οι τρέχουσες τιμές μετοχών, ανεξάρτητα από τη ληκτότητα των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης. Δεν υπάρχουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο καμπυλότητας όσον αφορά τα επιτόκια επαναγοράς μετοχών.

Άρθρο 325ιστ

Παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων

1.   Τα κλιμάκια για όλους τους παράγοντες κινδύνου μετοχών είναι τα τομεακά κλιμάκια που αναφέρονται στο τμήμα 6.

2.   Οι παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για μέσα που είναι ευαίσθητα στον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων είναι όλες οι τρέχουσες τιμές βασικών εμπορευμάτων ανά είδος βασικού εμπορεύματος και για κάθε μία από τις εξής ληκτότητες: 0,25 έτος, 0,5 έτος, 1 έτος, 2 έτη, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη, 15 έτη, 20 έτη, 30 έτη. Τα ιδρύματα θεωρούν ότι δύο τιμές βασικών εμπορευμάτων για τον ίδιο τύπο βασικού εμπορεύματος, και με την ίδια ληκτότητα συνιστούν τον ίδιο παράγοντα κινδύνου μόνον όταν το σύνολο των νομικών όρων όσον αφορά την τοποθεσία παράδοσης είναι πανομοιότυπο.

3.   Οι παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε βασικά εμπορεύματα, είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των τρεχουσών τιμών των βασικών εμπορευμάτων ανά είδος βασικού εμπορεύματος, που κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τις ληκτότητες των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη. Τα ιδρύματα θεωρούν τις ευαισθησίες για το ίδιο είδος εμπορεύματος που έχουν κατανεμηθεί στην ίδια ληκτότητα ως έναν ενιαίο παράγοντα κινδύνου, τον οποίο τα ιδρύματα ακολούθως αντισταθμίζουν.

4.   Οι παράγοντες κινδύνου καμπυλότητας βασικών εμπορευμάτων που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε βασικό εμπόρευμα συνίστανται σε ένα σύνολο τιμών βασικών εμπορευμάτων με διαφορετικές ληκτότητες ανά είδος βασικού εμπορεύματος, εκφραζόμενο ως διάνυσμα. Για κάθε μέσο, το διάνυσμα περιέχει τόσες συνιστώσες όσες και οι τιμές του εν λόγω εμπορεύματος που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές από το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος για το εν λόγω μέσο. Τα ιδρύματα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των τιμών των βασικών εμπορευμάτων ανά τόπο παράδοσης.

Η ευαισθησία του μέσου σε κάθε παράγοντα κινδύνου που χρησιμοποιείται στον τύπο κινδύνου καμπυλότητας υπολογίζεται όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 325ζ. Για τους σκοπούς του κινδύνου καμπυλότητας, τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα διανύσματα που διαθέτουν διαφορετικό αριθμό συνιστωσών συνιστούν τον ίδιο παράγοντα κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω διανύσματα αντιστοιχούν στο ίδιο είδος βασικού εμπορεύματος.

Άρθρο 325ιζ

Παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος

1.   Οι παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για τα μέσα που είναι ευαίσθητα σε συνάλλαγμα είναι όλες τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ του νομίσματος στο οποίο είναι εκπεφρασμένο ένα μέσο και του νομίσματος υποβολής αναφορών του ιδρύματος. Υπάρχει ένα κλιμάκιο ανά ζεύγος νομισμάτων, με έναν ενιαίο παράγοντα κινδύνου και μια ενιαία καθαρή ευαισθησία.

2.   Οι παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε συνάλλαγμα είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των ζευγών νομισμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω τεκμαρτές μεταβλητότητες των συναλλαγματικών ισοτιμιών κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τις ληκτότητες των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη.

3.   Οι παράγοντες κινδύνου καμπυλότητας συναλλάγματος που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε συνάλλαγμα είναι οι ίδιες με εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Τα ιδρύματα δεν υποχρεούνται να διακρίνουν μεταξύ των εσωχώριων και των εξωχώριων παραλλαγών ενός νομίσματος για όλους τους παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος δέλτα, βέγκα και καμπυλότητας.

Ενότητα 2

Ορισμοί ευαισθησίας

Άρθρο 325ιη

Ευαισθησίες κινδύνου δέλτα

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα για γενικό κίνδυνο επιτοκίου (GIRR) ως εξής:

α)

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από επιτόκια μηδενικού κινδύνου υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από επιτόκια μηδενικού κινδύνου,

rkt

=

επιτόκιο καμπύλης μηδενικού κινδύνου k με ληκτότητα t,

Vi (.)

=

η συνάρτηση τιμολόγησης του μέσου i και

x,y

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από rkt στη συνάρτηση τιμολόγησης Vi,

β)

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από κίνδυνο πληθωρισμού και βάση διαφορετικών νομισμάτων υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από κίνδυνο πληθωρισμού και βάση διαφορετικών νομισμάτων,

Formula

=

το διάνυσμα των συνιστωσών m που αντιπροσωπεύει την τεκμαρτή καμπύλη του πληθωρισμού ή την καμπύλη της βάσης διαφορετικών νομισμάτων για ένα συγκεκριμένο νόμισμα j και το m ισούται με το πλήθος των μεταβλητών που αφορούν τον πληθωρισμό ή τις σχετιζόμενες με τα διαφορετικά νομίσματα μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα τιμολόγησης του μέσου i,

Formula

=

η μοναδιαία μήτρα της διάστασης (1 x m),

Vi (.)

=

η συνάρτηση τιμολόγησης του μέσου i και

y, z

=

άλλες μεταβλητές στο υπόδειγμα τιμολόγησης.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων για όλες τις θέσεις τιτλοποίησης και τις θέσεις μη τιτλοποίησης ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

οι ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων για όλες τις θέσεις τιτλοποίησης και τις θέσεις μη τιτλοποίησης,

cskt

=

η τιμή του επιτοκίου πιστωτικού περιθωρίου ενός εκδότη j με ληκτότητα t,

Vi (.)

=

η συνάρτηση τιμολόγησης του μέσου i και

x,y

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από cskt στη συνάρτηση τιμολόγησης Vi.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα για τον κίνδυνο μετοχών ως εξής:

α)

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από τις τρέχουσες τιμές των μετοχών υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου:

sk

=

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από τις τρέχουσες τιμές των μετοχών,

k

=

ένας συγκεκριμένος μετοχικός τίτλος,

EQk

=

η τρέχουσα τιμή (“spot price”) του εν λόγω μετοχικού τίτλου,

Vi (.)

=

η συνάρτηση τιμολόγησης του μέσου i και

x,y

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από EQk στη συνάρτηση τιμολόγησης Vi,

β)

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από επιτόκια επαναγοράς (“repos”) μετοχών υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου:

Formula

=

οι ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από επιτόκια επαναγοράς μετοχών,

k

=

ο δείκτης που υποδηλώνει το μετοχικό κεφάλαιο,

Formula

=

διάνυσμα συνιστωσών m που αντιπροσωπεύει τη διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων επαναγοράς (“repos”) για συγκεκριμένη μετοχή k όπου το m ισούται με τον αριθμό των επιτοκίων επαναγοράς που αντιστοιχούν σε διαφορετικές ληκτότητες όπως χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα τιμολόγησης του μέσου i,

Formula

=

η μοναδιαία μήτρα της διάστασης (1 · m),

Vi (.)

=

η συνάρτηση τιμολόγησης του μέσου i και

y,z

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από Formula στη συνάρτηση τιμολόγησης Vi.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για κάθε παράγοντα κινδύνου k ως εξής:

Formula

όπου:

sk

=

οι ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου βασικών εμπορευμάτων,

k

=

ένας συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων,

CTYk

=

η τιμή του παράγοντα κινδύνου k,

Vi (.)

=

η αγοραία αξία του μέσου i ως συνάρτηση του παράγοντα κινδύνου k και

y, z

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από το CTYk στο υπόδειγμα τιμολόγησης του μέσου i.

5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου συναλλάγματος για κάθε παράγοντα κινδύνου συναλλάγματος k ως εξής:

Formula

όπου:

sk

=

οι ευαισθησίες δέλτα του κινδύνου συναλλάγματος,

k

=

ένας συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου συναλλάγματος,

FXk

=

η τιμή του παράγοντα κινδύνου,

Vi (.)

=

η αγοραία αξία του μέσου i ως συνάρτηση του παράγοντα κινδύνου k και

y, z

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από το FXk στο υπόδειγμα τιμολόγησης του μέσου i.

Άρθρο 325ιθ

Ευαισθησίες κινδύνου βέγκα

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ευαισθησία κινδύνου βέγκα ενός δικαιώματος προαίρεσης για συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου k ως εξής:

Formula

όπου:

sk

=

η ευαισθησία κινδύνου βέγκα ενός δικαιώματος προαίρεσης,

k

=

ένας συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου βέγκα, που αποτελείται από μια τεκμαρτή μεταβλητότητα,

volk

=

η τιμή του εν λόγω παράγοντα κινδύνου, η οποία πρέπει να εκφράζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό, και

x,y

=

άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός από volk στη συνάρτηση τιμολόγησης Vi.

2.   Στην περίπτωση των κατηγοριών κινδύνου όπου οι παράγοντες κινδύνου βέγκα έχουν διάσταση ληκτότητας, αλλά όπου οι κανόνες για την κατάταξη των παραγόντων κινδύνου δεν εφαρμόζονται γιατί τα δικαιώματα προαίρεσης δεν έχουν ληκτότητα, τα ιδρύματα κατατάσσουν τους εν λόγω παράγοντες κινδύνου στη μεγαλύτερη προσδιορισμένη ληκτότητα. Τα εν λόγω δικαιώματα προαίρεσης υπόκεινται στην προσαύξηση υπολειπόμενων κινδύνων.

3.   Στην περίπτωση των δικαιωμάτων προαίρεσης χωρίς άσκηση του δικαιώματος ή φράγμα και των δικαιωμάτων προαίρεσης που έχουν πολλαπλές ασκήσεις του δικαιώματος ή φράγματα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την κατάταξη σε ασκήσεις του δικαιώματος και ληκτότητα που χρησιμοποιούνται εσωτερικά από το ίδρυμα για την τιμολόγηση του δικαιώματος προαίρεσης. Τα εν λόγω δικαιώματα προαίρεσης υπόκεινται στην προσαύξηση υπολειπόμενων κινδύνων.

4.   Τα ιδρύματα δεν υπολογίζουν τον κίνδυνο βέγκα για τα τμήματα τιτλοποίησης που περιλαμβάνονται στο ACTP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφοι 6, 7 και 8, τα οποία δεν διαθέτουν τεκμαρτή μεταβλητότητα. Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο δέλτα και τον κίνδυνο καμπυλότητας υπολογίζονται για τα εν λόγω τμήματα τιτλοποίησης.

Άρθρο 325κ

Απαιτήσεις για τους υπολογισμούς των ευαισθησιών

1.   Τα ιδρύματα εξάγουν τις ευαισθησίες από τα υποδείγματα τιμολόγησης του ιδρύματος τα οποία αποτελούν τη βάση για την κατάρτιση της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλεται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, με χρήση των τύπων που περιλαμβάνονται στην παρούσα ενότητα.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από ίδρυμα στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια να χρησιμοποιεί την εναλλακτική μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος του κεφαλαίου 1β να χρησιμοποιεί τις συναρτήσεις τιμολόγησης του συστήματος μέτρησης κινδύνου της δικής του μεθόδου εσωτερικού υποδείγματος κατά τον υπολογισμό των ευαισθησιών δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου για τον υπολογισμό και την αναφορά των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 430β παράγραφος 3.

2.   Κατά τον υπολογισμό των ευαισθησιών κινδύνου δέλτα των μέσων με δικαιώματα προαίρεσης όπως αναφέρονται στο άρθρο 325ε παράγραφος 2 στοιχείο α), τα ιδρύματα μπορούν να θεωρούν ως δεδομένο ότι οι παράγοντες κινδύνου τεκμαρτής μεταβλητότητας παραμένουν σταθεροί.

3.   Κατά τον υπολογισμό των ευαισθησιών κινδύνου βέγκα των μέσων με δικαιώματα προαίρεσης όπως αναφέρονται στο άρθρο 325ε παράγραφος 2 στοιχείο β), ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

για τον γενικό κίνδυνο επιτοκίου και τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου, τα ιδρύματα θεωρούν ότι, για κάθε νόμισμα, τα υποκείμενα μέσα των παραγόντων κινδύνου μεταβλητότητας για τους οποίους υπολογίζεται ο κίνδυνος βέγκα ακολουθούν είτε τη λογαριθμοκανονική είτε την κανονική κατανομή στα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τα μέσα,

β)

για τον κίνδυνο μετοχών, τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων και τον κίνδυνο συναλλάγματος, τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα υποκείμενα μέσα των παραγόντων κινδύνου μεταβλητότητας για τους οποίους υπολογίζεται ο κίνδυνος βέγκα ακολουθούν τη λογαριθμοκανονική κατανομή στα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τα εν λόγω μέσα.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν όλες τις ευαισθησίες με εξαίρεση τις ευαισθησίες σε προσαρμογές πιστωτικής αποτίμησης.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κατόπιν άδειας από τις αρμόδιες αρχές, το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί εναλλακτικούς ορισμούς των ευαισθησιών κινδύνου δέλτα κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων μιας θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται για λόγους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και για την κατάρτιση καταστάσεων αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνου εντός του ιδρύματος,

β)

το ίδρυμα αποδεικνύει ότι οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί είναι καταλληλότεροι για την αποτύπωση των ευαισθησιών για τη θέση σε σύγκριση με τους τύπους που περιλαμβάνονται στην παρούσα ενότητα και ότι οι ευαισθησίες που προκύπτουν δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τους εν λόγω τύπους.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κατόπιν άδειας από τις αρμόδιες αρχές, το ίδρυμα δύναται να υπολογίζει τις ευαισθησίες βέγκα με βάση γραμμικό μετασχηματισμό των εναλλακτικών ορισμών των ευαισθησιών κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων μιας θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται για λόγους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και για την κατάρτιση καταστάσεων αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνου εντός του ιδρύματος,

β)

το ίδρυμα αποδεικνύει ότι οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί είναι καταλληλότεροι για την αποτύπωση των ευαισθησιών για τη θέση σε σύγκριση με τους τύπους που περιλαμβάνονται στην παρούσα ενότητα και ότι ο γραμμικός μετασχηματισμός που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αντικατοπτρίζει μια ευαισθησία κινδύνου βέγκα.

Τμήμα 4

H προσαύξηση υπολειπόμενου κινδύνου

Άρθρο 325κα

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους υπολειπόμενους κινδύνους

1.   Επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που ορίζονται στο τμήμα 2, τα ιδρύματα εφαρμόζουν πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε μέσα που είναι εκτεθειμένα σε υπολειπόμενους κινδύνους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Τα μέσα θεωρείται ότι εκτίθενται σε υπολειπόμενους κινδύνους, εφόσον πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μέσο διαθέτει ως αναφορά ένα εξωτικό υποκείμενο άνοιγμα, το οποίο, για τους σκοπούς το παρόντος κεφαλαίου, σημαίνει ένα μέσο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που διαθέτει ως αναφορά υποκείμενο άνοιγμα που δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των μεταχειρίσεων του κινδύνου δέλτα, βέγκα ή καμπυλότητας σύμφωνα με τη μέθοδο βάσει ευαισθησιών που προβλέπεται στο τμήμα 2 ή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του κινδύνου αθέτησης που προβλέπονται στο τμήμα 5,

β)

το μέσο είναι μέσο που φέρει άλλους υπολειπόμενους κινδύνους, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:

i)

μέσα που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους βέγκα και καμπυλότητας σύμφωνα με τη μέθοδο βάσει ευαισθησιών που καθορίζεται στο τμήμα 2 και παράγουν αποπληρωμές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν με πεπερασμένο γραμμικό συνδυασμό απλών (“plain-vanilla”) δικαιωμάτων προαίρεσης με μία μόνο υποκείμενη τιμή μετοχής, τιμή βασικού προϊόντος, συναλλαγματική ισοτιμία, τιμή ομολόγου, τιμή σύμβασης αντιστάθμισης κινδύνου ή συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίων,

ii)

μέσα που αποτελούν θέσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο ACTP όπως αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 6· τυχόν αντισταθμίσεις που περιλαμβάνονται στο εν λόγω ACTP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 8, δεν λαμβάνονται υπόψη.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ως το άθροισμα των ακαθάριστων ονομαστικών ποσών των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πολλαπλασιαζόμενο με τους ακόλουθους συντελεστές στάθμισης:

α)

1,0 % για τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α),

β)

0,1 % για τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το ίδρυμα δεν εφαρμόζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τους υπολειπόμενους κινδύνους σε μέσο που πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μέσο είναι εισηγμένο σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,

β)

το μέσο είναι επιλέξιμο για κεντρική εκκαθάριση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

γ)

το μέσο αντισταθμίζει απολύτως τον κίνδυνο αγοράς άλλης θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οπότε οι δύο απολύτως αντιστοιχιζόμενες θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εξαιρούνται από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τους υπολειπόμενους κινδύνους.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου προσδιορίζει τι συνιστά εξωτικό υποκείμενο άνοιγμα και ποια μέσα εκλαμβάνονται ως μέσα που φέρουν υπολειπόμενους κινδύνους για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΤ εξετάζει εάν ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο καιρός, οι φυσικές καταστροφές και η μελλοντική πραγματοποιηθείσα μεταβλητότητα θα πρέπει να θεωρούνται εξωτικά υποκείμενα ανοίγματα.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 5

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης

Άρθρο 325κβ

Ορισμοί και γενικές διατάξεις

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)   “αρνητικό (short) άνοιγμα”: όταν η αθέτηση υποχρεώσεων από εκδότη ή ομάδα εκδοτών συνεπάγεται κέρδος για το ίδρυμα, ανεξάρτητα από το είδος του μέσου ή τη συναλλαγή που δημιουργεί το άνοιγμα,

β)   “θετικό (long) άνοιγμα”: όταν η αθέτηση υποχρεώσεων από εκδότη ή ομάδα εκδοτών συνεπάγεται ζημία για το ίδρυμα, ανεξάρτητα από το είδος του μέσου ή τη συναλλαγή που δημιουργεί το άνοιγμα,

γ)   “ακαθάριστο ποσό αιφνίδιας αθέτησης (jump-to-default)” ή “ακαθάριστο ποσό JTD”: το εκτιμώμενο μέγεθος των ζημιών ή κερδών που θα δημιουργούσε η αθέτηση των υποχρεώσεων του οφειλέτη για συγκεκριμένο άνοιγμα,

δ)   “καθαρό ποσό αιφνίδιας αθέτησης (jump-to-default)” ή “καθαρό ποσό JTD”: το εκτιμώμενο μέγεθος των ζημιών ή κερδών που θα δημιουργούσε σε συγκεκριμένο ίδρυμα η αθέτηση των υποχρεώσεων ενός οφειλέτη, μετά τον συμψηφισμό των ακαθάριστων ποσών JTD,

ε)   “ζημία σε περίπτωση αθέτησης” ή “LGD”: η ζημία σε περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του οφειλέτη επί μέσου που έχει εκδοθεί από αυτόν τον οφειλέτη η οποία εκφράζεται ως ποσοστό του ονομαστικού ποσού του μέσου,

στ)   “συντελεστής στάθμισης κινδύνου αθέτησης”: ποσοστό που αντιπροσωπεύει την εκτιμώμενη πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης κάθε οφειλέτη, ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα του εν λόγω οφειλέτη.

2.   Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης εφαρμόζονται σε χρεωστικούς τίτλους και μετοχές, σε παράγωγα μέσα που έχουν τα εν λόγω μέσα ως υποκείμενα στοιχεία και σε παράγωγα των οποίων οι αποπληρωμές ή οι εύλογες αξίες επηρεάζονται από αθέτηση υποχρεώσεων εκ μέρους οφειλέτη, διαφορετικού από τον αντισυμβαλλόμενο στο ίδιο το παράγωγο μέσο. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις κινδύνου αθέτησης χωριστά για κάθε ένα από τα ακόλουθα είδη μέσων: μη τιτλοποιήσεις, τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP και τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ΑCTP. Οι τελικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα είναι το άθροισμα των τριών αυτών συνιστωσών.

Ενότητα 1

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του κινδύνου αθέτησης για μη τιτλοποιήσεις

Άρθρο 325κγ

Ακαθάριστα ποσά αιφνίδιας αθέτησης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ακαθάριστα ποσά JTD για κάθε θετικό άνοιγμα σε χρεωστικούς τίτλους, ως εξής:

 

JTDlong = max{LGD Vnotional + P&Llong + Adjustmentlong; 0}

όπου:

JTDlong

=

το ακαθάριστο ποσό JTD για το θετικό άνοιγμα,

Vnotional

=

το ονομαστικό ποσό του μέσου,

P&Llong

=

όρος που προσαρμόζει για κέρδη ή ζημίες που έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από το ίδρυμα και που οφείλονται σε μεταβολές στην εύλογη αξία του μέσου που δημιουργεί το θετικό άνοιγμα· τα κέρδη εισάγονται στον τύπο με θετικό πρόσημο και οι ζημίες με αρνητικό και

Adjustmentlong

=

το ποσό κατά το οποίο, λόγω της διάρθρωσης του παράγωγου μέσου, η ζημία του ιδρύματος σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων θα είναι αυξημένη ή μειωμένη σε σχέση με την πλήρη ζημία στο υποκείμενο μέσο· οι αυξήσεις εισάγονται στον όρο Adjustmentlong με θετικό πρόσημο και οι μειώσεις με αρνητικό πρόσημο.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ακαθάριστα ποσά JTD για κάθε αρνητικό άνοιγμα σε χρεωστικούς τίτλους, ως εξής:

 

JTDshort = min{LGD Vnotional + P&Lshort + Adjustmentshort; 0}

όπου:

JTDshort

=

το ακαθάριστο ποσό JTD για το αρνητικό άνοιγμα,

Vnotional

=

το ονομαστικό ποσό του μέσου που εισάγεται στον τύπο με αρνητικό πρόσημο,

P&Lshort

=

πρόκειται για όρο που προσαρμόζει για κέρδη ή ζημίες που έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από το ίδρυμα και οφείλονται σε μεταβολές στην εύλογη αξία του μέσου που δημιουργεί το αρνητικό άνοιγμα· τα κέρδη εισάγονται στον τύπο με θετικό πρόσημο και οι ζημίες εισάγονται στον τύπο με αρνητικό πρόσημο και

Adjustmentshort

=

το ποσό κατά το οποίο, λόγω της διάρθρωσης του παράγωγου μέσου, το κέρδος του ιδρύματος σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων θα είναι αυξημένο ή μειωμένο σε σχέση με την πλήρη ζημία στο υποκείμενο μέσο· οι μειώσεις εισάγονται στον όρο Adjustmentshort με θετικό πρόσημο και οι αυξήσεις εισάγονται στον όρο Adjustmentshort με αρνητικό πρόσημο.

3.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού που περιγράφεται στις παραγράφους 1 και 2, τα ποσοστά LGD για χρεωστικούς τίτλους που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα είναι τα ακόλουθα:

α)

στα ανοίγματα σε χρεωστικούς τίτλους χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα εφαρμόζεται LGD 100 %,

β)

στα ανοίγματα σε χρεωστικούς τίτλους με εξοφλητική προτεραιότητα εφαρμόζεται LGD 75 %,

γ)

στα ανοίγματα σε καλυμμένα ομόλογα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 129, εφαρμόζεται LGD 25 %.

4.   Για τους σκοπούς των υπολογισμών των παραγράφων 1 και 2, τα ονομαστικά ποσά καθορίζονται ως εξής:

α)

στην περίπτωση των χρεωστικών τίτλων, το ονομαστικό ποσό είναι η ονομαστική αξία του χρεωστικού τίτλου,

β)

στην περίπτωση παράγωγων μέσων με χρεωστικούς τίτλους ως υποκείμενα στοιχεία, το ονομαστικό ποσό είναι το ονομαστικό ποσό του παραγώγου μέσου.

5.   Για τα ανοίγματα σε μετοχικούς τίτλους, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ακαθάριστα ποσά JTD ως εξής, αντί να χρησιμοποιήσουν τους τύπους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

 

JTDlong = max {LGD · V + P&Llong + Adjustmentlong; 0}

 

JTDshort = min {LGD · V + P&Lshort + Adjustmentshort; 0}

όπου:

JTDlong

=

το ακαθάριστο ποσό JTD για το θετικό άνοιγμα,

JTDshort

=

το ακαθάριστο ποσό JTD για το αρνητικό άνοιγμα και

V

=

η εύλογη αξία των μετοχών ή, στην περίπτωση παράγωγων μέσων με μετοχικούς τίτλους ως υποκείμενα στοιχεία, η εύλογη αξία του υποκείμενου μετοχικού τίτλου.

6.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν LGD 100 % σε μέσα μετοχών για τους σκοπούς του υπολογισμού που ορίζεται στην παράγραφο 5.

7.   Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε κίνδυνο αθέτησης που προκύπτει από παράγωγα μέσα των οποίων οι αποπληρωμές σε περίπτωση αθέτησης του οφειλέτη δεν συνδέεται με το ονομαστικό ποσό ενός συγκεκριμένου μέσου που έχει εκδοθεί από τον οφειλέτη ή με την LGD του οφειλέτη ή μέσου που έχει εκδοθεί από τον οφειλέτη, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους για την εκτίμηση των ακαθάριστων ποσών JTD.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν τα ποσά JTD για διαφορετικά είδη μέσων σύμφωνα με το παρόν άρθρο,

β)

ποιες εναλλακτικές μεθόδους πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για την εκτίμηση των ακαθάριστων ποσών JTD που αναφέρονται στην παράγραφο 7,

γ)

τα ονομαστικά ποσά των μέσων πέραν των αναφερόμενων στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325κδ

Καθαρά ποσά αιφνίδιας αθέτησης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα καθαρά ποσά JDY με συμψηφισμό των ακαθάριστων ποσών JTD για αρνητικά (short) και θετικά (long) ανοίγματα. Ο συμψηφισμός είναι δυνατός μόνο μεταξύ ανοιγμάτων έναντι του ιδίου οφειλέτη όταν τα αρνητικά ανοίγματα έχουν την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τα θετικά ανοίγματα.

2.   Ο συμψηφισμός είναι είτε πλήρης είτε μερικός ανάλογα με τη ληκτότητα των συμψηφιζόμενων ανοιγμάτων:

α)

ο συμψηφισμός είναι πλήρης εάν όλα τα συμψηφιζόμενα ανοίγματα έχουν ληκτότητα ενός έτους ή μεγαλύτερη,

β)

ο συμψηφισμός είναι μερικός όταν τουλάχιστον ένα εκ των συμψηφιζόμενων ανοιγμάτων έχει ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους, και στην περίπτωση αυτή, το μέγεθος του ποσού JTD κάθε ανοίγματος με ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους πολλαπλασιάζεται με τον λόγο της ληκτότητας του ανοίγματος προς ένα έτος.

3.   Στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατός ο συμψηφισμός τα ακαθάριστα ποσά JTD ισούνται προς τα καθαρά ποσά JTD σε περιπτώσεις ανοιγμάτων με ληκτότητα ενός έτους ή μεγαλύτερη. Τα ακαθάριστα ποσά JTD με ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους πολλαπλασιάζονται με τον λόγο της ληκτότητας του ανοίγματος προς ένα έτος, με κατώτατο όριο τους τρεις μήνες, για τον υπολογισμό των καθαρών ποσών JTD.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, λαμβάνονται υπόψη οι ληκτότητες των συμβάσεων παραγώγων, και όχι εκείνες των υποκείμενων στοιχείων τους. Στα μετοχικά ανοίγματα σε μετρητά εφαρμόζεται ληκτότητα ενός έτους ή τριών μηνών, κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος.

Άρθρο 325κε

Υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης

1.   Τα καθαρά ποσά JTD, ανεξάρτητα από το είδος του αντισυμβαλλόμενου, πολλαπλασιάζονται επί τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχούν στην πιστωτική τους ποιότητα, όπως ορίζεται στον πίνακα 2:

Πίνακας 2

Κατηγορία πιστωτικής ποιότητας

Συντελεστής στάθμισης κινδύνου αθέτησης

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1

0,5 %

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2

3 %

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3

6 %

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4

15 %

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 5

30 %

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 6

50 %

Χωρίς διαβάθμιση

15 %

Σε αθέτηση

100 %

2.   Τα ανοίγματα που θα λάμβαναν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου αθέτησης 0 % για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης.

3.   Τα σταθμισμένα καθαρά ποσά JTD κατανέμονται στα ακόλουθα κλιμάκια: εταιρείες, κράτη, και τοπικές κυβερνήσεις /δήμοι.

4.   Τα σταθμισμένα καθαρά ποσά JTD συναθροίζονται εντός κάθε κλιμακίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

 

DRCb = max {(Σi ∈ long RWi · net JTDi) WtS · (Σi ∈ short RWi |net JTDi|); 0}

όπου:

DRCb

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το κλιμάκιο b,

i

=

ο δείκτης που δηλώνει ένα μέσο που ανήκει στο κλιμάκιο b,

RWi

=

ο κίνδυνος αθέτησης και

WtS

=

ο λόγος που αναγνωρίζει ένα όφελος για τις σχέσεις αντιστάθμισης εντός κλιμακίου, που υπολογίζεται ως εξής:

Formula

Για τους σκοπούς του υπολογισμού του DRCb και του WtS, οι θετικές θέσεις και οι αρνητικές θέσεις συναθροίζονται για όλες τις θέσεις εντός ενός κλιμακίου, ανεξάρτητα από τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατανέμονται οι εν λόγω θέσεις, ώστε να προκύψουν οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το συγκεκριμένο κλιμάκιο για τον κίνδυνο αθέτησης.

5.   Η τελική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για μη τιτλοποιήσεις υπολογίζεται ως το απλό άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του κλιμακίου.

Ενότητα 2

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP

Άρθρο 325κστ

Ποσά αιφνίδιας αθέτησης

1.   Τα ακαθάριστα ποσά αιφνίδιας αθέτησης για τα ανοίγματα τιτλοποίησης ισούνται με την αγοραία αξία τους ή, εάν δεν είναι διαθέσιμη η αγοραία αξία τους, με την εύλογη αξία τους σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

2.   Τα καθαρά ποσά αιφνίδιας αθέτησης προσδιορίζονται με τον συμψηφισμό των θετικών ακαθάριστων ποσών αιφνίδιας αθέτησης και των αρνητικών ακαθάριστων ποσών αιφνίδιας αθέτησης. Ο συμψηφισμός είναι δυνατός μόνο μεταξύ ανοιγμάτων τιτλοποίησης που διαθέτουν την ίδια υποκείμενη ομάδα στοιχείων ενεργητικού και τα οποία ανήκουν στο ίδιο τμήμα τιτλοποίησης. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ ανοιγμάτων τιτλοποίησης με διαφορετικές υποκείμενες ομάδες στοιχείων του ενεργητικού, ακόμη και όταν τα σημεία σύνδεσης και αποσύνδεσης είναι τα ίδια.

3.   Σε περίπτωση που, με τη διάσπαση ή τον συνδυασμό υφιστάμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης, μπορούν να αναπαραχθούν απολύτως άλλα υφιστάμενα ανοίγματα τιτλοποίησης, με εξαίρεση τη διάσταση της ληκτότητας, τα ανοίγματα που προκύπτουν από τη διάσπαση ή τον συνδυασμό μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί των υφιστάμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης για τους σκοπούς του συμψηφισμού.

4.   Σε περίπτωση που, με τη διάσπαση ή τον συνδυασμό υφιστάμενων ανοιγμάτων σε υποκείμενα ονόματα, μπορεί να αναπαραχθεί απολύτως ολόκληρη η διάρθρωση τμημάτων ενός υφιστάμενου ανοίγματος τιτλοποίησης, τα ανοίγματα που προκύπτουν από την εν λόγω διάσπαση ή συνδυασμό μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί των υφιστάμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης για τους σκοπούς του συμψηφισμού. Όταν χρησιμοποιούνται κατ' αυτόν τον τρόπο υποκείμενα ονόματα, αυτά αφαιρούνται από τη μεταχείριση του κινδύνου αθέτησης για μη τιτλοποιήσεις.

5.   Το άρθρο 325κδ εφαρμόζεται σε αμφότερα τα ανοίγματα τιτλοποίησης και σε ανοίγματα τιτλοποίησης που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 του παρόντος άρθρου. Οι σχετικές ληκτότητες είναι εκείνες των τμημάτων τιτλοποίησης.

Άρθρο 325κζ

Υπολογισμός της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις

1.   Τα καθαρά ποσά JTD των ανοιγμάτων τιτλοποίησης πολλαπλασιάζονται με 8 % του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στο σχετικό άνοιγμα τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων STS, εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με την ιεράρχηση των μεθόδων που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 5 τμήμα 3, και ανεξάρτητα από το είδος του αντισυμβαλλομένου.

2.   Η ληκτότητα ενός έτους εφαρμόζεται για όλα τα τμήματα τιτλοποίησης, όταν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση SEC-IRBA και SEC-ERBA.

3.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά JTD για τα μεμονωμένα ταμειακά ανοίγματα τιτλοποίησης ισούνται κατ' ανώτατο όριο με την εύλογη αξία της θέσης.

4.   Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο καθαρά ποσά JTD κατατάσσονται στα ακόλουθα κλιμάκια:

α)

ένα κοινό κλιμάκιο για όλες τις εταιρείες, ανεξαρτήτως της περιφέρειας,

β)

44 διαφορετικά κλιμάκια που αντιστοιχούν σε ένα κλιμάκιο ανά περιφέρεια για καθεμιά από τις 11 κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι 11 κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού είναι ABCP, δάνεια για αγορά αυτοκινήτου/χρηματοδοτικές μισθώσεις, RMBS (τιτλοποιημένα στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια), πιστωτικές κάρτες, CMBS (τιτλοποιημένα εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια), εγγυημένα δανειακά ομόλογα (CLO), τίτλοι “CDO-squared”, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), φοιτητικά δάνεια, λοιπές λιανικής, λοιπές χονδρικής. Οι τέσσερις περιφέρειες είναι: Ασία, Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και υπόλοιπος κόσμος.

5.   Προκειμένου να κατατάσσουν ένα άνοιγμα τιτλοποίησης σε κλιμάκιο, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε άνοιγμα τιτλοποίησης μόνο σε ένα από τα κλιμάκια που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Κάθε άνοιγμα τιτλοποίησης που το ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε συγκεκριμένο κλιμάκιο για κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ή περιφέρεια, κατατάσσεται στην κατηγορία “λοιπές λιανικής” ή “λοιπές χονδρικής” ή στην περιφέρεια “υπόλοιπος κόσμος” αντίστοιχα.

6.   Τα σταθμισμένα καθαρά ποσά JTD συναθροίζονται εντός κάθε κλιμακίου όπως συμβαίνει για τον κίνδυνο αθέτησης των ανοιγμάτων μη τιτλοποίησης, με χρήση του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 325κε παράγραφος 4, ώστε να προκύψει η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για κάθε κλιμάκιο.

7.   Η τελική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP υπολογίζεται ως το απλό άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο του κλιμακίου.

Ενότητα 3

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP

Άρθρο 325κη

Πεδίο εφαρμογής

1.   Για το ACTP, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνουν τον κίνδυνο αθέτησης για ανοίγματα τιτλοποίησης και για αντισταθμίσεις μη τιτλοποίησης. Οι εν λόγω αντισταθμίσεις αφαιρούνται από τους υπολογισμούς του κινδύνου αθέτησης για μη τιτλοποιήσεις. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για μη τιτλοποιήσεις, των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP.

2.   Για τα πιστωτικά παράγωγα και παράγωγα επί μετοχών μη τιτλοποίησης που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, τα ποσά JTD ανά επιμέρους συνιστώσα προσδιορίζονται με την εφαρμογή της προσέγγισης εξέτασης.

Άρθρο 325κθ

Ποσά αιφνίδιας αθέτησης για το ACTP

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α)   “διάσπαση με υπόδειγμα αποτίμησης”: μία συνιστώσα μεμονωμένου ονόματος μιας τιτλοποίησης αποτιμάται ως η διαφορά μεταξύ της άνευ όρων αξίας της τιτλοποίησης και της υπό όρους αξίας της τιτλοποίησης με την παραδοχή ότι η αθέτηση εκ μέρους του μεμονωμένου ονόματος έχει LGD 100 %,

β)   “αναπαραγωγή”: ο συνδυασμός των επιμέρους τμημάτων δείκτη τιτλοποίησης συνδυάζονται για την αναπαραγωγή άλλου τμήματος της ίδιας σειράς δεικτών, ή για την αναπαραγωγή μη κατατμημένης θέσης στη σειρά δεικτών,

γ)   “διάσπαση”: η αναπαραγωγή ενός δείκτη από τιτλοποίηση της οποίας τα υποκείμενα ανοίγματα στην ομάδα είναι ταυτόσημα με τα ανοίγματα μεμονωμένου ονόματος που συνθέτουν τον δείκτη.

2.   Τα ακαθάριστα ποσά JTD για τα ανοίγματα τιτλοποίησης και τα ανοίγματα μη τιτλοποίησης στο ACTP ισούνται με την αγοραία αξία τους ή, εάν δεν είναι διαθέσιμη η αγοραία αξία τους, με την εύλογη αξία τους σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

3.   Τα προϊόντα νιοστής αθέτησης αντιμετωπίζονται ως κατατμημένα προϊόντα με τα ακόλουθα σημεία σύνδεσης και αποσύνδεσης:

α)

σημείο σύνδεσης = (N – 1) / Σύνολο ονομάτων,

β)

σημείο σύνδεσης = N / Σύνολο ονομάτων,

όπου “Σύνολο ονομάτων” είναι ο συνολικός αριθμός των ονομάτων στο υποκείμενο καλάθι ή ομάδα.

4.   Τα καθαρά ποσά αιφνίδιας αθέτησης (JTD) προσδιορίζονται με τον συμψηφισμό των θετικών (long) ακαθάριστων ποσών JTD και των αρνητικών (short) ακαθάριστων ποσών JTD. Ο συμψηφισμός είναι δυνατός μόνο μεταξύ των ανοιγμάτων που είναι κατά τα λοιπά ταυτόσημα με εξαίρεση τη ληκτότητα. Ο συμψηφισμός είναι εφικτός μόνο ως εξής:

α)

για τους δείκτες, τα τμήματα δεικτών και τα επί παραγγελίαν τμήματα, ο συμψηφισμός είναι εφικτός στις ληκτότητες εντός της ίδιας οικογένειας, σειράς και τμήματος δείκτη, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τα ανοίγματα κάτω του ενός έτους που ορίζονται στο άρθρο 325κδ· τα θετικά και τα αρνητικά ακαθάριστα ποσά JTD που αναπαράγουν απολύτως τα μεν τα δε μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω διάσπασης σε ισοδύναμα ανοίγματα μεμονωμένου ονόματος με τη χρήση υποδείγματος αποτίμησης· στην περίπτωση αυτή, το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών JTD των ισοδύναμων ανοιγμάτων μεμονωμένου ονόματος που προκύπτουν μέσω διάσπασης ισούται με το ακαθάριστο ποσό JTD του μη διασπασμένου ανοίγματος,

β)

ο συμψηφισμός μέσω διάσπασης όπως ορίζεται στο στοιχείο α) δεν επιτρέπεται για τις πράξεις επανατιτλοποίησης ή τα παράγωγα μέσα επί τιτλοποιήσεων,

γ)

για τους δείκτες και τα τμήματα δεικτών, ο συμψηφισμός είναι εφικτός στις ληκτότητες εντός της ίδιας οικογένειας, σειράς και τμήματος δείκτη με αναπαραγωγή ή με διάσπαση· όταν τα θετικά ανοίγματα και τα αρνητικά ανοίγματα είναι κατά τα άλλα ισοδύναμα εκτός μίας εναπομένουσας συνιστώσας, επιτρέπεται ο συμψηφισμός, και το καθαρό ποσό JTD αντιστοιχεί στο εναπομένον άνοιγμα,

δ)

δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται διαφορετικά τμήματα της ίδιας σειράς δεικτών, διαφορετικές σειρές του ίδιου δείκτη και διαφορετικές οικογένειες δεικτών με σκοπό τον μεταξύ τους συμψηφισμό.

Άρθρο 325λ

Υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το ACTP

1.   Τα καθαρά ποσά JTD πολλαπλασιάζονται:

α)

για κατατμημένα προϊόντα, με τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχούν στην πιστωτική τους ποιότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 325κε παράγραφοι 1 και 2,

β)

για μη κατατμημένα προϊόντα, με τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου αθέτησης που αναφέρονται στο άρθρο 325κζ παράγραφος 1.

2.   Τα καθαρά σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά JTD κατατάσσονται σε κλιμάκια που αντιστοιχούν σε δείκτη.

3.   Τα σταθμισμένα καθαρά ποσά JTD συναθροίζονται εντός κάθε κλιμακίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

 

DRCb = max {(Σi ∈ long RWi · net JTDi) – WtSACTP · (Σi ∈ short RWi · |net JTDi|); 0}

όπου:

DRCb

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το κλιμάκιο b,

i

=

μέσον που ανήκει στο κλιμάκιο b και

WtSACTP

=

ο λόγος που αναγνωρίζει το όφελος από τις σχέσεις αντιστάθμισης εντός κλιμακίου, που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο WtS ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 325κε παράγραφος 4, αλλά με τη χρήση θετικών θέσεων και αρνητικών θέσεων σε ολόκληρο το ACTP και όχι μόνο των θέσεων στο συγκεκριμένο κλιμάκιο.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το ACTP με χρήση του ακόλουθου τύπου:

Formula

όπου:

DRCACTP

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το ACTP και

DRCb

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης για το κλιμάκιο b.

Τμήμα 6

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου και συσχετίσεις

Ενότητα 1

Συντελεστές στάθμισης και συσχετίσεις κινδύνου δέλτα

Άρθρο 325λα

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για γενικό κίνδυνο επιτοκίου

1.   Για νομίσματα που δεν περιλαμβάνονται στην υποκατηγορία πλέον ρευστού νομίσματος που αναφέρεται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7 στοιχείο β), συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου για κάθε κλιμάκιο του πίνακα 3 προσδιορίζονται σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

Πίνακας 3

Κλιμάκιο

Ληκτότητα

1

0,25 έτη

2

0,5 έτη

3

1 έτος

4

2 έτη

5

3 έτη

6

5 έτη

7

10 έτη

8

15 έτη

9

20 έτη

10

30 έτη

2.   Προσδιορίζεται κοινός συντελεστής στάθμισης κινδύνου για όλες τις ευαισθησίες στον πληθωρισμό και στους παράγοντες κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

3.   Για τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στην υποκατηγορία των πιο ρευστών νομισμάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7 στοιχείο β) και το εγχώριο νόμισμα του ιδρύματος, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους παράγοντες κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου είναι οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στον πίνακα 3 διαιρούμενοι διά√2.

Άρθρο 325λβ

Συσχετίσεις εντός του ίδιου κλιμακίου για γενικό κίνδυνο επιτοκίου

1.   Μεταξύ δύο σταθμισμένων ευαισθησιών παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου WSk και WSl εντός του ίδιου κλιμακίου, και με την ίδια αποδιδόμενη ληκτότητα αλλά που αντιστοιχούν σε διαφορετικές καμπύλες, η συσχέτιση ρkl ορίζεται σε 99,90 %.

2.   Μεταξύ δύο σταθμισμένων ευαισθησιών παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου WSk και WSl εντός του ίδιου κλιμακίου, που αντιστοιχούν στην ίδια καμπύλη, αλλά διαθέτουν διαφορετικές ληκτότητες, η συσχέτιση καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

Tk (αντιστοίχωςTl)

=

η ληκτότητα που σχετίζεται με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου,

θ

=

3 %.

3.   Μεταξύ δύο σταθμισμένων ευαισθησιών παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου WSk και WSl εντός του ίδιου κλιμακίου, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές καμπύλες και έχουν διαφορετικές ληκτότητες, η συσχέτιση ρkl είναι ίση με την παράμετρο συσχέτισης που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2, πολλαπλασιασμένη επί 99,90 %.

4.   Μεταξύ κάθε δεδομένης σταθμισμένης ευαισθησίας παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου WSk και κάθε δεδομένης σταθμισμένης ευαισθησίας παραγόντων κινδύνου πληθωρισμού WSl, η συσχέτιση ορίζεται σε 40 %.

5.   Μεταξύ κάθε δεδομένης σταθμισμένης ευαισθησίας παραγόντων κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων WSk και κάθε δεδομένης σταθμισμένης ευαισθησίας παραγόντων γενικού κινδύνου επιτοκίου WSl, συμπεριλαμβανομένου ενός άλλου παράγοντα κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων, η συσχέτιση ορίζεται σε 0 %.

Άρθρο 325λγ

Συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για γενικό κίνδυνο επιτοκίου

1.   Η παράμετρος γbc = 50 % χρησιμοποιείται για τη συνάθροιση των παραγόντων κινδύνων που ανήκουν σε διαφορετικά κλιμάκια.

2.   Η παράμετρος γbc = 80 % χρησιμοποιείται για τη συνάθροιση ενός παράγοντα κινδύνου επιτοκίου βάσει νομίσματος που αναφέρεται στο άρθρο 325μη παράγραφος 3 και ενός παράγοντα κινδύνου επιτοκίου βάσει του ευρώ.

Άρθρο 325λδ

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για μη τιτλοποιήσεις

1.   Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου (μη τιτλοποιήσεις) είναι οι ίδιοι για όλες τις ληκτότητες (0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη) εντός κάθε κλιμακίου στον πίνακα 4:

Πίνακας 4

Αριθμός κλιμακίου

Πιστωτική ποιότητα

Κλάδος

Στάθμιση κινδύνου

(εκατοστιαίες μονάδες)

1

Όλες

Κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών

0,50 %

2

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και διεθνείς οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 118

0,5 %

3

Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

1,0 %

4

Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακούς δανειστές

5,0 %

5

Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

3,0 %

6

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

3,0 %

7

Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

2,0 %

8

Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

1,5 %

9

Καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα στα κράτη μέλη

1,0 %

11

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6

Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 118

 

12

Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

4,0 %

13

Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και εκδότες προνομιακών δανείων

12,0 %

14

Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

7,0 %

15

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

8,5 %

16

Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

5,5 %

17

Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

5,0 %

18

Άλλος κλάδος

12,0 %

2.   Για την κατάταξη ενός ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά τομέα. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε εκδότη σε ένα μόνο από τα κλιμάκια των τομέων του πίνακα 4. Τα ανοίγματα κινδύνου από οιονδήποτε εκδότη τα οποία ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε τομέα με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται στο κλιμάκιο 18 στον πίνακα 4.

Άρθρο 325λε

Συσχετίσεις εντός κλιμακίου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για μη τιτλοποιήσεις

1.   Μεταξύ δύο ευαισθησιών WS“k” και WS“l” εντός του ίδιου κλιμακίου, η παράμετρος συσχέτισης ρkl ορίζεται ως εξής:

 

ρkl = ρkl (name) · ρkl (tenor) · ρkl (basis)

όπου:

 

ρkl (name) ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και με 35 % σε διαφορετική περίπτωση,

 

ρkl (tenor) ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 65 % σε διαφορετική περίπτωση και

 

ρkl (basis) ισούται με 1, όταν οι δύο ευαισθησίες σχετίζονται με τις ίδιες καμπύλες, και με 99,90 % σε διαφορετική περίπτωση.

2.   Οι παράμετροι συσχέτισης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για το κλιμάκιο 18 στον πίνακα 4 του άρθρου 325λδ παράγραφος 1. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον τύπο της συνάθροισης του κινδύνου δέλτα εντός του κλιμακίου 18 ισούται με το άθροισμα των απόλυτων τιμών των καθαρών σταθμισμένων ευαισθησιών που κατατάσσονται στο εν λόγω κλιμάκιο:

Formula

Άρθρο 325λστ

Συσχετίσεις μεταξύ των κλιμακίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για μη τιτλοποιήσεις

Η παράμετρος συσχέτισης γbc που ισχύει για τη συνάθροιση ευαισθησιών μεταξύ διαφορετικών κλιμακίων ορίζεται ως εξής:

 

γbc = γbc (rating) · γbc (sector)

όπου:

 

γbc (rating) ισούται με 1, όταν τα δύο κλιμάκια διαθέτουν την ίδια κατηγορία πιστωτικής ποιότητας (είτε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3 είτε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6), και με 50 % σε διαφορετική περίπτωση· για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, το κλιμάκιο 1 θεωρείται ότι ανήκει στην ίδια κατηγορία πιστωτικής ποιότητας με τα κλιμάκια που διαθέτουν βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3 και

 

γbc (sector) ισούται με 1 όταν τα δύο κλιμάκια ανήκουν στον ίδιο τομέα, και με το αντίστοιχο ποσοστό ως έχει στον πίνακα 5 σε διαφορετική περίπτωση:

Πίνακας 5

Κλιμάκιο

1, 2 και 11

3 και 12

4 και 13

5 και 14

6 και 15

7 και 16

8 και 17

9

1, 2 και 11

 

75 %

10 %

20 %

25 %

20 %

15 %

10 %

3 και 12

 

 

5 %

15 %

20 %

15 %

10 %

10 %

4 και 13

 

 

 

5 %

15 %

20 %

5 %

20 %

5 και 14

 

 

 

 

20 %

25 %

5 %

5 %

6 και 15

 

 

 

 

 

25 %

5 %

15 %

7 και 16

 

 

 

 

 

 

5 %

20 %

8 και 17

 

 

 

 

 

 

 

5 %

9

 

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 325λζ

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP

Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP είναι οι ίδιοι για όλες τις ληκτότητες (0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη) εντός κάθε κλιμακίου και προσδιορίζονται για κάθε κλιμάκιο του πίνακα 6 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α:

Πίνακας 6

Αριθμός κλιμακίου

Πιστωτική ποιότητα

Τομέας

1

Όλες

Κεντρική κυβέρνηση κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών

2

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 118

3

Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

4

Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

5

Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

6

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

7

Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

8

Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

9

Καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα στα κράτη μέλη

10

Καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες

11

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6

Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 118

12

Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

13

Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

14

Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

15

 

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

16

Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

17

Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

18

Άλλος τομέας

Άρθρο 325λη

Συσχετίσεις για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο ACTP

1.   Η συσχέτιση ρkl του κινδύνου δέλτα πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 325λε. Ωστόσο, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η ρkl (basis) ισούται με 1 όταν οι δύο ευαισθησίες σχετίζονται με τις ίδιες καμπύλες, και με 99,00 % σε διαφορετική περίπτωση.

2.   Η συσχέτιση γbc πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 325λστ.

Άρθρο 325λθ

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP

1.   Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP είναι οι ίδιοι για όλες τις ληκτότητες (0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη) εντός κάθε κλιμακίου στον πίνακα 7 και προσδιορίζονται για κάθε κλιμάκιο του πίνακα 7 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α:

Πίνακας 7

Αριθμός κλιμακίου

Πιστωτική ποιότητα

Τομέας

1

Εξοφλητικής προτεραιότητας και βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (RMBS) - Υψηλής φερεγγυότητας

2

RMBS - Μεσαίας φερεγγυότητας

3

RMBS - Υψηλού κινδύνου

4

Τιτλοποιημένα εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια (CMBS)

5

Χρεόγραφα καλυπτόμενα από στοιχεία ενεργητικού (ABS) - Φοιτητικά δάνεια

6

ABS - Πιστωτικές κάρτες

7

ABS - Δάνεια αγοράς αυτοκινήτου

8

Εγγυημένα δανειακά ομόλογα (CLO) εκτός ACTP

9

Μη εξοφλητικής προτεραιότητας και βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (RMBS) - Υψηλής φερεγγυότητας

10

RMBS - Μεσαίας φερεγγυότητας

11

RMBS - Υψηλού κινδύνου

12

 

Τιτλοποιημένα εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια (CMBS)

13

Χρεόγραφα καλυπτόμενα από στοιχεία ενεργητικού (ABS) - Φοιτητικά δάνεια

14

ABS - Πιστωτικές κάρτες

15

ABS - Δάνεια αγοράς αυτοκινήτου

16

CLO εκτός ACTP

17

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6

Ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (RMBS) - Υψηλής φερεγγυότητας

18

RMBS - Μεσαίας φερεγγυότητας

19

RMBS - Υψηλού κινδύνου

20

Τιτλοποιημένα εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια (CMBS)

21

Χρεόγραφα καλυπτόμενα από στοιχεία ενεργητικού (ABS) - Φοιτητικά δάνεια

22

ABS - Πιστωτικές κάρτες

23

ABS - Δάνεια αγοράς αυτοκινήτου

24

CLO εκτός ACTP

25

Άλλος τομέας

2.   Για την κατάταξη ενός ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά τομέα. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε τμήμα σε ένα από τα κλιμάκια των τομέων στον πίνακα 7. Τα ανοίγματα κινδύνου από οποιοδήποτε τμήμα που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε τομέα με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται στο κλιμάκιο 25.

Άρθρο 325μ

Συσχετίσεις εντός κλιμακίου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP

1.   Μεταξύ δύο ευαισθησιών WS“k” και WS“l” εντός του ίδιου κλιμακίου, η παράμετρος συσχέτισης ρkl ορίζεται ως εξής:

 

ρkl = ρkl (tranche) · ρkl (tenor) · ρkl (basis)

όπου:

 

ρkl (thranche) ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι εντός του ίδιου κλιμακίου και σχετίζονται με το ίδιο τμήμα τιτλοποίησης (άνω του 80 % επικάλυψη σε ονομαστικούς όρους), και με 40 % σε διαφορετική περίπτωση,

 

ρkl (tenor) ισούται με 1 όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 80 % σε διαφορετική περίπτωση και

 

ρkl (basis) ισούται με 1 όταν οι δύο ευαισθησίες σχετίζονται με τις ίδιες καμπύλες, και με 99,90 % σε διαφορετική περίπτωση.

2.   Οι παράμετροι συσχέτισης της παραγράφου 1 δεν ισχύουν για το κλιμάκιο 25 στον πίνακα 7 του άρθρου 325λθ παράγραφος 1. Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον τύπο συνάθροισης κινδύνου δέλτα εντός του κλιμακίου 25 ισούται με το άθροισμα των απόλυτων τιμών των καθαρών σταθμισμένων ευαισθησιών που έχουν κατανεμηθεί στο εν λόγω κλιμάκιο:

Formula

Άρθρο 325μα

Συσχετισμοί μεταξύ κλιμακίων για κίνδυνο πιστωτικών περιθωρίων για τιτλοποιήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο ACTP

1.   Η παράμετρος συσχέτισης γbc ισχύει για τη συνάθροιση ευαισθησιών μεταξύ διαφορετικών κλιμακίων και ορίζεται στο 0 %.

2.   Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για το κλιμάκιο 25 προστίθεται στο συνολικό κεφάλαιο επιπέδου κατηγορίας κινδύνου, χωρίς διαφοροποίηση ή αντισταθμιστικά αποτελέσματα που αναγνωρίζονται με οποιοδήποτε άλλο κλιμάκιο.

Άρθρο 325μβ

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο μετοχών

1.   Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου μετοχών και επιτοκίων επαναγοράς μετοχών καθορίζονται για κάθε κλιμάκιο του πίνακα 8 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α:

Πίνακας 8

Αριθμός κλιμακίου

Κεφαλαιοποίηση αγοράς

Οικονομία

Κλάδος

1

Μεγάλη

Αναδυόμενη οικονομία αγοράς

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών, υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας

2

Τηλεπικοινωνίες, βιομηχανία

3

Βασικά υλικά, ενέργεια, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

4

Οικονομικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων των βασιζόμενων στον δημόσιο τομέα οικονομικών υπηρεσιών, διαχείριση ακίνητης περιουσίας, τεχνολογία

5

Προηγμένη οικονομία

Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών, υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας

6

Τηλεπικοινωνίες, βιομηχανία

7

Βασικά υλικά, ενέργεια, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

8

Οικονομικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων των βασιζόμενων στον δημόσιο τομέα οικονομικών υπηρεσιών, διαχείριση ακίνητης περιουσίας, τεχνολογία

9

Μικρή

Αναδυόμενη οικονομία αγοράς

Όλοι οι τομείς που περιγράφονται στα κλιμάκια με αριθμούς 1, 2, 3 και 4

10

Προηγμένη οικονομία

Όλοι οι τομείς που περιγράφονται στα κλιμάκια με αριθμούς 5, 6, 7 και 8

11

Άλλος κλάδος

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο προσδιορισμός της μικρής και της μεγάλης κεφαλαιοποίησης αγοράς περιέχεται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τι συνιστά αναδυόμενη αγορά και τι συνιστά προηγμένη οικονομία.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.   Κατά την απόδοση ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά τομέα. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε εκδότη σε ένα από τα κλιμάκια τομέων του πίνακα 8 και κατατάσσουν όλους τους εκδότες της ίδιου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον ίδιο τομέα. Τα ανοίγματα κινδύνου από οιονδήποτε εκδότη τα οποία ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε κλάδο με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται στο κλιμάκιο 11 στον πίνακα 8. Οι εκδότες μετοχών πολυεθνικών ή πολυτομεακών μετοχών κατατάσσονται σε συγκεκριμένο κλιμάκιο με βάση την πλέον σημαντική περιφέρεια και τον πλέον σημαντικό τομέα όπου δραστηριοποιείται ο εκδότης μετοχών.

Άρθρο 325μγ

Συσχετίσεις εντός του ίδιου κλιμακίου για τον κίνδυνο μετοχών

1.   Η παράμετρος συσχέτισης του κινδύνου δέλτα ρkl ορίζεται σε 99,90 % μεταξύ δύο ευαισθησιών WS“k” και WS“l” εντός του ίδιου κλιμακίου, όταν η μία είναι η ευαισθησία σε τρέχουσα τιμή (spot price) μετοχών και η άλλη η ευαισθησία σε επιτόκιο επαναγοράς μετοχών, εφόσον και οι δύο αφορούν το ίδιο όνομα εκδότη μετοχών.

2.   Σε περιπτώσεις διαφορετικές από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η παράμετρος συσχέτισης ρkl μεταξύ δύο ευαισθησιών WS“k” και WS“l” σε τρέχουσα τιμή μετοχών εντός του ίδιου κλιμακίου ορίζεται ως εξής:

α)

15 % μεταξύ δύο ευαισθησιών εντός του ίδιου κλιμακίου οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία μεγάλη κεφαλαιοποίηση αγοράς, αναδυόμενη οικονομία αγοράς (αριθμός κλιμακίου 1, 2, 3 ή 4),

β)

25 % μεταξύ δύο ευαισθησιών εντός του ίδιου κλιμακίου οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία μεγάλη κεφαλαιοποίηση αγοράς, προηγμένη οικονομία (αριθμός κλιμακίου 5, 6, 7 ή 8),

γ)

7,5 % μεταξύ δύο ευαισθησιών εντός του ίδιου κλιμακίου οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία μικρή κεφαλαιοποίηση αγοράς, αναδυόμενη οικονομία αγοράς (αριθμός κλιμακίου 9),

δ)

12,5 % μεταξύ δύο ευαισθησιών εντός του ίδιου κλιμακίου οι οποίες εμπίπτουν στην κατηγορία μικρή κεφαλαιοποίηση αγοράς, προηγμένη οικονομία (αριθμός κλιμακίου 10).

3.   Η παράμετρος συσχέτισης ρkl μεταξύ δύο ευαισθησιών WSk και &#x1d44a;Sl σε επιτόκιο επαναγοράς μετοχών εντός του ίδιου κλιμακίου καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Μεταξύ δύο ευαισθησιών WS“k” και WS“l” εντός του ίδιου κλιμακίου, όταν η μία είναι η ευαισθησία σε τρέχουσα τιμή μετοχών και η άλλη η ευαισθησία σε επιτόκιο επαναγοράς μετοχών, και οι δύο ευαισθησίες αφορούν διαφορετικό όνομα εκδότη μετοχών, η παράμετρος συσχέτισης ρkl ορίζεται στις παραμέτρους συσχέτισης που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2, πολλαπλασιαζόμενες επί 99,90 %.

5.   Οι παράμετροι συσχέτισης που προσδιορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4 δεν ισχύουν για το κλιμάκιο 11. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον τύπο συνυπολογισμού κινδύνου δέλτα εντός του κλιμακίου 11 ισούται με το άθροισμα των απόλυτων τιμών των καθαρών σταθμισμένων ευαισθησιών που έχουν κατανεμηθεί στο εν λόγω κλιμάκιο:

Formula

Άρθρο 325μδ

Συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο μετοχών

Η παράμετρος συσχέτισης γbc ισχύει για τη συνάθροιση ευαισθησιών μεταξύ διαφορετικών κλιμακίων. Ορίζεται στο 15 % όταν τα δύο κλιμάκια εμπίπτουν στα κλιμάκια 1 έως 10.

Άρθρο 325με

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος

Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου εμπορευμάτων καθορίζονται για κάθε κλιμάκιο στον πίνακα 9 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α:

Πίνακας 9

Αριθμός κλιμακίου

Ονομασία κλιμακίου

1

Ενέργεια - στερεά καύσιμα

2

Ενέργεια - υγρά καύσιμα

3

Ενέργεια -ηλεκτρική ενέργεια και εμπορία άνθρακα

4

Εμπορεύματα

5

Μέταλλα - μη πολύτιμα

6

Αέρια καύσιμα

7

Πολύτιμα μέταλλα (συμπεριλαμβανομένου του χρυσού)

8

Σπόροι και ελαιοκράμβη

9

Ζωικό κεφάλαιο και γαλακτοκομικά

10

Αγροτικά χρηματιστηριακά εμπορεύματα (“softs”) και άλλα αγροτικά εμπορεύματα

11

Άλλα βασικά εμπορεύματα

Άρθρο 325μστ

Συσχετίσεις εντός του ίδιου κλιμακίου για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο οποιαδήποτε προϊόντα θεωρούνται διακριτά προϊόντα, όταν υπάρχουν στην αγορά δύο συμβάσεις που διαφέρουν μόνο ως προς το υποκείμενο εμπόρευμα που θα παρασχεθεί σύμφωνα με κάθε σύμβαση.

2.   Η παράμετρος συσχέτισης ρkl μεταξύ δύο ευαισθησιών WSk και WSl εντός του ίδιου κλιμακίου ορίζεται ως εξής:

 

ρkl = ρkl (commodity) · ρkl (tenor) · ρkl (basis)

όπου:

 

ρkl (commodity) ισούται με 1 όταν τα δύο βασικά εμπορεύματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και με τις συσχετίσεις εντός κλιμακίου του πίνακα 10 σε διαφορετική περίπτωση,

 

ρkl (tenor) ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 99 % σε διαφορετική περίπτωση και

 

ρkl (basis) ισούται με 1 όταν οι δύο ευαισθησίες είναι ταυτόσημες στον τόπο παράδοσης ενός βασικού εμπορεύματος, και με 99,90 % σε διαφορετική περίπτωση.

3.   Οι συσχετίσεις εντός του ίδιου κλιμακίου ρkl (commodity) είναι:

Πίνακας 10

Αριθμός κλιμακίου

Ονομασία κλιμακίου

Συσχέτιση

ρkl (commodity)

1

Ενέργεια — Στερεά καύσιμα

55 %

2

Ενέργεια — Υγρά καύσιμα

95 %

3

Ενέργεια — Ηλεκτρική ενέργεια και εμπορία άνθρακα

40 %

4

Εμπορεύματα

80 %

5

Μέταλλα — Μη πολύτιμα

60 %

6

Αέρια καύσιμα

65 %

7

Πολύτιμα μέταλλα (συμπεριλαμβανομένου του χρυσού)

55 %

8

Σπόροι και ελαιοκράμβη

45 %

9

Ζωικό κεφάλαιο και γαλακτοκομικά

15 %

10

Γεωργικά προϊόντα (“softs”) και άλλα γεωργικά προϊόντα

40 %

11

Άλλα βασικά εμπορεύματα

15 %

4.   Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

δύο παράγοντες κινδύνου που κατανέμονται στο κλιμάκιο 3 στον πίνακα 10 και αφορούν ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται σε διαφορετικές περιφέρειες ή παραδίδεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους κατά τη συμβατική συμφωνία θεωρούνται διακριτοί παράγοντες κινδύνου βασικού εμπορεύματος,

β)

δύο παράγοντες κινδύνου που κατανέμονται στο κλιμάκιο 4 στον πίνακα 10 και αφορούν φορτία εμπορευμάτων των οποίων η εμπορευματική διαδρομή ή η εβδομάδα παράδοσης διαφέρουν θεωρούνται διακριτοί παράγοντες κινδύνου βασικού εμπορεύματος.

Άρθρο 325μζ

Συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος

Η παράμετρος συσχέτισης γbc που ισχύει για τη συνάθροιση ευαισθησιών μεταξύ διαφορετικών κλιμακίων ορίζεται στο:

α)

20 % όταν τα δύο κλιμάκια εμπίπτουν στα κλιμάκια με αριθμούς από 1 έως 10,

β)

0 % όταν οποιοδήποτε από τα δύο κλιμάκια είναι το κλιμάκιο με αριθμό 11.

Άρθρο 325μη

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο συναλλάγματος

1.   Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για όλες τις ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος καθορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 461α.

2.   Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των παραγόντων κινδύνου συναλλάγματος όσον αφορά τα ζεύγη νομισμάτων που απαρτίζονται από το ευρώ και από το νόμισμα κράτους μέλους που συμμετέχει στη δεύτερη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΜΣΙ ΙΙ) είναι ένα εκ των ακολούθων:

α)

ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαιρούμενος διά του 3,

β)

η μέγιστη διακύμανση εντός των περιθωρίων διακύμανσης που έχουν εγκριθεί επισήμως από το κράτος μέλος και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εφόσον τα εν λόγω περιθώρια διακύμανσης είναι μικρότερα από τα περιθώρια διακύμανσης βάσει του ΜΣΙ ΙI.

3.   Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των παραγόντων κινδύνου συναλλάγματος για τα νομίσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τα οποία συμμετέχουν στον ΜΣΙ II με επισήμως εγκεκριμένα περιθώρια διακύμανσης μικρότερα από τα συνήθη περιθώρια του συν ή πλην 15 % ισούται με τη μέγιστη ποσοστιαία διακύμανση στο εσωτερικού αυτών των μικρότερων περιθωρίων.

4.   Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των παραγόντων κινδύνου συναλλάγματος που περιλαμβάνονται στην υποκατηγορία των πλέον ρευστών ζευγών νομισμάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7 στοιχείο γ), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διαιρούμενος διά√2.

5.   Στην περίπτωση που τα ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα προηγούμενα τρία έτη δείχνουν ότι ένα ζεύγος νομισμάτων αποτελούμενο από ευρώ και από νόμισμα κράτους μέλους πλην του ευρώ είναι σταθερό και ότι το ίδρυμα μπορεί πάντα να αντιμετωπίζει μηδενικό περιθώριο μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής ζήτησης στις αντίστοιχες συναλλαγές που σχετίζονται με αυτό το ζεύγος νομισμάτων, το ίδρυμα δύναται να εφαρμόζει τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διά του 2, υπό την προϋπόθεση ότι έχει τη σχετική ρητή άδεια από την αρμόδια αρχή του.

Άρθρο 325μθ

Συσχετίσεις για κίνδυνο συναλλάγματος

Μια ενιαία παράμετρος συσχέτισης γbc ίση με 60 % εφαρμόζεται στη συνάθροιση των ευαισθησιών σε παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος.

Ενότητα 2

Συντελεστέςς στάθμισης κινδύνου και συσχετίσεις βέγκα και καμπυλότητας

Άρθρο 325ν

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου βέγκα και καμπυλότητας

1.   Οι παράγοντες κινδύνου βέγκα χρησιμοποιούν τα κλιμάκια δέλτα που αναφέρονται στην ενότητα 1.

2.   Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για έναν συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου βέγκα k (RWk) καθορίζεται ως ποσοστό της τρέχουσας αξίας του συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου k, που αντιπροσωπεύει την τεκμαρτή μεταβλητότητα υποκείμενου στοιχείου, όπως περιγράφεται στο τμήμα 3.

3.   Το ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εξαρτάται από την υποτιθέμενη ρευστότητα κάθε είδους παράγοντα κινδύνου σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

 

RWk = ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για δεδομένο παράγοντα κινδύνου βέγκα k,

 

RWσ ορίζεται σε 55 % και

 

LHrisk class είναι ο κανονιστικός ορίζοντας ρευστότητας που θα καθοριστεί κατά τον προσδιορισμό κάθε παράγοντα κινδύνου βέγκα k. LHrisk class, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 11

Κατηγορία κινδύνου

LHrisk class

GIRR

60

CSR εκτός τιτλοποιήσεων

120

Τιτλοποιήσεις CSR (ACTP)

120

Τιτλοποιήσεις CSR (εκτός ACTP)

120

Μετοχικό κεφάλαιο (υψηλή κεφαλαιοποίηση)

20

Μετοχικό κεφάλαιο (χαμηλή κεφαλαιοποίηση)

60

Βασικό εμπόρευμα

120

Συνάλλαγμα

40

4.   Τα κλιμάκια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του κινδύνου δέλτα στην ενότητα 1 χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο κινδύνου καμπυλότητας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.

5.   Όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος και καμπυλότητας μετοχών, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου καμπυλότητας είναι σχετικές μετατοπίσεις που ισούνται με τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δέλτα που αναφέρονται στην ενότητα 1.

6.   Για τους παράγοντες καμπυλότητας γενικού κινδύνου επιτοκίου, πιστωτικού περιθωρίου και βασικών εμπορευμάτων, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου καμπυλότητας είναι η παράλληλη μετατόπιση όλων των κορυφών για κάθε καμπύλη με βάση τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου δέλτα που αναφέρεται στην ενότητα 1 για τη σχετική κατηγορία κινδύνου.

Άρθρο 325να

Συσχετίσεις κινδύνου βέγκα και καμπυλότητας

1.   Μεταξύ των ευαισθησιών κινδύνου βέγκα εντός του ίδιου κλιμακίου της κατηγορίας γενικού κινδύνου επιτοκίου (GIRR), η παράμετρος συσχέτισης rkl ορίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

 

Formula ισούται με Formula όπου α ορίζεται σε 1 %, Tk και Tl ισούται με τις ληκτότητες των δικαιωμάτων προαίρεσης για τα οποία προκύπτουν οι ευαισθησίες βέγκα, εκφραζόμενες σε αριθμό ετών και

 

Formula ισούται με Formula, όπου α ορίζεται σε 1 %, Formula και Formula ισούται με τις ληκτότητες των υποκείμενων στοιχείων των δικαιωμάτων προαίρεσης για τα οποία προκύπτουν οι ευαισθησίες βέγκα, μείον τις ληκτότητες των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης, εκφραζόμενες σε αριθμό ετών και στις δύο περιπτώσεις.

2.   Μεταξύ των ευαισθησιών κινδύνου βέγκα εντός του ίδιου κλιμακίου των άλλων κατηγοριών κινδύνου, η παράμετρος συσχέτισης ρkl ορίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

 

Formula ισούται με τη συσχέτιση εντός του ίδιου κλιμακίου δέλτα που αντιστοιχεί στο κλιμάκιο στο οποίο θα εντάσσονταν οι παράγοντες κινδύνου βέγκα k και l και

 

Formula ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όσον αφορά τις ευαισθησίες κινδύνου βέγκα μεταξύ κλιμακίων εντός μιας κατηγορίας κινδύνου (GIRR και μη GIRR), οι ίδιες παράμετροι συσχέτισης για γbc,, όπως ορίζονται για συσχετίσεις δέλτα για κάθε κατηγορία κινδύνου στο τμήμα 4, χρησιμοποιούνται για το πλαίσιο κινδύνου βέγκα.

4.   Δεν υπάρχει διαφοροποίηση ή αντισταθμιστικό όφελος που να αναγνωρίζεται στην τυποποιημένη προσέγγιση μεταξύ παραγόντων κινδύνου βέγκα και παραγόντων κινδύνου δέλτα. Οι επιβαρύνσεις κινδύνου βέγκα και οι επιβαρύνσεις κινδύνου δέλτα συναθροίζονται με απλή άθροιση.

5.   Οι συσχετίσεις κινδύνου καμπυλότητας είναι η τετραγωνική ρίζα των αντίστοιχων συσχετίσεων κινδύνου συντελεστή δέλτα ρkl και γbc που αναφέρονται στην ενότητα 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Β

Προσέγγιση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων

Τμήμα 1

Άδεια και απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 325νβ

Προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων και άδεια χρήσης εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων

1.   Η προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων όπως περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιείται μόνο για τους σκοπούς της απαίτησης υποβολής αναφορών που προβλέπεται στο άρθρο 430β παράγραφος 3.

2.   Αφού εξακριβωθεί η συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 325ξ, 325ξα και 325ξβ, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων που αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης χρησιμοποιώντας τα εναλλακτικά εσωτερικά υποδείγματά τους σύμφωνα με το άρθρο 325νγ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι μονάδες διαπραγμάτευσης συγκροτήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 104β,

β)

το ίδρυμα έχει παράσχει στην αρμόδια αρχή το σκεπτικό για τη συμπερίληψη των μονάδων διαπραγμάτευσης στο πεδίο εφαρμογής της προσέγγισης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων,

γ)

οι μονάδες διαπραγμάτευσης έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 325νη παράγραφος 3 για το προηγούμενο έτος,

δ)

το ίδρυμα έχει αναφέρει στις αρμόδιες αρχές του τα αποτελέσματα της απαίτησης καταλογισμού κερδών και ζημιών για τις μονάδες διαπραγμάτευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 325νθ,

ε)

οι μονάδες διαπραγμάτευσης που έχουν λάβει τουλάχιστον μία από τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 325ξδ, οι μονάδες διαπραγμάτευσης πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 325ξε για το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης,

στ)

Οι μονάδες διαπραγμάτευσης δεν έχουν λάβει θέσεις τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η μη συμπερίληψη μονάδας διαπραγμάτευσης στο πεδίο εφαρμογής της προσέγγισης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων δεν αιτιολογείται με το γεγονός ότι η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζεται βάσει της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που ορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 3 στοιχείο α) θα ήταν χαμηλότερη από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζεται βάσει της προσέγγισης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων.

3.   Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν την προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων υποβάλλουν αναφορές στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 430β παράγραφος 3.

4.   Ίδρυμα στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ειδοποιεί αμέσως τις αρμόδιες αρχές ότι μία από τις μονάδες διαπραγμάτευσης που διαθέτει παύει να πληροί τουλάχιστον μία από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο. Το εν λόγω ίδρυμα δεν επιτρέπεται πλέον να εφαρμόζει το παρόν κεφάλαιο σε οποιαδήποτε από τις θέσεις που αποδίδονται στην εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης και υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 1α για όλες τις θέσεις που αποδίδονται στην εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης από την ενωρίτερη ημερομηνία υποβολής αναφοράς και μέχρις ότου το ίδρυμα αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η μονάδα διαπραγμάτευσης πληροί και πάλι όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, σε έκτακτες περιστάσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ίδρυμα να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα εναλλακτικά εσωτερικά του υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μιας μονάδας διαπραγμάτευσης που δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) ή γ). Όταν οι αρμόδιες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής, ενημερώνουν την ΕΑΤ και τεκμηριώνουν την απόφασή τους.

6.   Για τις θέσεις που αποδίδονται σε μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς υπολογίζονται από το εν λόγω ίδρυμα σύμφωνα το κεφάλαιο 1α του παρόντος τίτλου. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, όλες οι εν λόγω θέσεις λαμβάνονται υπόψη σε αυτόνομη βάση ως ξεχωριστό χαρτοφυλάκιο.

7.   Για ουσιώδεις αλλαγές στη χρήση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια χρήσης, η επέκταση της χρήσης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια χρήσης και για ουσιώδεις αλλαγές στην επιλογή από το ίδρυμα του υποσυνόλου των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 325νε παράγραφος 2 απαιτείται χωριστή άδεια από τις αρμόδιες αρχές.

Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις άλλες επεκτάσεις και μεταβολές της χρήσης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια χρήσης.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει:

α)

τους όρους για την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των επεκτάσεων και μεταβολών της χρήσης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων και των αλλαγών στο υποσύνολο υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 325νε,

β)

τη μέθοδο αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 325ξ, 325ξα, 325ξστ, 325ξζ και 325ξη.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2024.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις έκτακτες περιστάσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα:

α)

να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα εναλλακτικά εσωτερικά του υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μιας μονάδας διαπραγμάτευσης που δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 325νθ παράγραφος 1,

β)

να περιορίζει την προσαύξηση σε αυτήν που προκύπτει από υπερβάσεις δυνάμει δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου υποθετικών μεταβολών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2024.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325νγ

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων κατά τη χρήση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων

1.   Ίδρυμα που χρησιμοποιεί εναλλακτικό εσωτερικό υπόδειγμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων που αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες το ίδρυμα έχει λάβει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 2 ως το μεγαλύτερο εκ των κατωτέρω:

α)

του αθροίσματος των κατωτέρω τιμών:

i)

του μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας του ιδρύματος της προηγούμενης ημέρας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 325νδ (ESt-1), και

ii)

του μέτρου του κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων του ιδρύματος της προηγούμενης ημέρας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τμήμα 5 (SSt-1), ή

β)

του αθροίσματος των κατωτέρω τιμών:

i)

του μέσου όρου του ημερήσιου μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας του ιδρύματος, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 365νδ για καθεμία από τις προηγούμενες εξήντα εργάσιμες ημέρες (ESavg), πολλαπλασιαζόμενου επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (mc), και

ii)

του μέσου όρου του καθημερινού μέτρου του κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων του ιδρύματος υπολογιζόμενου σύμφωνα με το τμήμα 5 για καθεμία από τις προηγούμενες εξήντα εργάσιμες ημέρες (SSavg).

2.   Ιδρύματα που κατέχουν θέσεις σε χρεωστικούς τίτλους και μετοχές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του εσωτερικού υποδείγματος κινδύνου αθέτησης και αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πληρούν συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων η οποία εκφράζεται ως το υψηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

α)

την πιο πρόσφατη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τμήμα 3,

β)

τον μέσο όρο του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) τις προηγούμενες 12 εβδομάδες.

Τμήμα 2

Γενικές απαιτήσεις

Άρθρο 325νδ

Μέτρο κινδύνου αναμενομένης ζημίας

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το μέτρο κινδύνου αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο α) για οποιαδήποτε δεδομένη ημερομηνία “t” και για οποιοδήποτε δεδομένο χαρτοφυλάκιο θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ως εξής:

Formula

όπου:

ESt

=

το μέτρο κινδύνου αναμενόμενης ζημίας,

i

=

ο δείκτης που δηλώνει τις πέντε ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου που περιλαμβάνονται στην πρώτη στήλη του πίνακα 2 του άρθρου 325νστ,

UESt

=

το χωρίς περιορισμούς μέτρο αναμενόμενης ζημίας υπολογιζόμενο ως εξής:

Formula

Formula

=

το χωρίς περιορισμούς μέτρο αναμενόμενης ζημίας για την ευρεία κατηγορία i παράγοντα κινδύνου υπολογιζόμενο ως εξής:

Formula

ρ

=

ο εποπτικός συντελεστής συσχέτισης στις ευρείες κατηγορίες κινδύνων·ρ = 50 %,

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 2,

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 3,

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 4,

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας για την κατηγορία ευρέος κινδύνου i που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 2,

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας για την κατηγορία ευρέος κινδύνου i που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 3 και

Formula

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας για την κατηγορία ευρέος κινδύνου i που υπολογίζεται για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 4.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών μόνο στο συγκεκριμένο σύνολο υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου που ισχύουν για το μέτρο κάθε μερικής αναμενόμενης ζημίας όπως ορίζεται στο άρθρο 325νε κατά τον καθορισμό του μέτρου κάθε μερικής αναμενόμενης ζημίας, για τον υπολογισμό του μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όταν τουλάχιστον μία πράξη του χαρτοφυλακίου έχει τουλάχιστον έναν υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου που έχει καταταχθεί στην ευρεία κατηγορία i παράγοντα κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 325νστ, τα ιδρύματα υπολογίζουν το χωρίς περιορισμούς μέτρο αναμενόμενης ζημίας για την ευρεία κατηγορία i παράγοντα κινδύνου και το συμπεριλαμβάνουν στον τύπο του μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ένα ίδρυμα δύναται να μειώσει τη συχνότητα υπολογισμού των χωρίς περιορισμούς μέτρων της αναμενόμενης ζημίας Formula των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημίας Formula, Formula και Formula για όλες τις κατηγορίες ευρέος παράγοντα κινδύνου i από ημερήσια σε εβδομαδιαία, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα δύναται να αποδείξει στην αρμόδια αρχή του ότι ο υπολογισμός του χωρίς περιορισμούς μέτρου της αναμενόμενης ζημίας

Formula

δεν υποτιμά τον κίνδυνο αγοράς των σχετικών θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

β)

Το ίδρυμα δύναται να αυξήσει τη συχνότητα υπολογισμού των

Formula

,

Formula

,

Formula

και

Formula

από εβδομαδιαία σε ημερήσια όποτε αυτό απαιτηθεί από την αρμόδια αρχή του.

Άρθρο 325νε

Υπολογισμοί μερικής αναμενόμενης ζημίας

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν όλα τα μέτρα των μερικών αναμενόμενων ζημιών που αναφέρονται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1 ως εξής:

α)

ημερήσιοι υπολογισμοί των μέτρων των μερικών αναμενόμενων ζημιών,

β)

μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 97,5 %,

γ)

για δεδομένο χαρτοφυλάκιο θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το ίδρυμα υπολογίζει το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας τη χρονική στιγμή “t” σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

PESt

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας τη χρονική στιγμή t,

j

=

ο δείκτης που δηλώνει τους πέντε ορίζοντες ρευστότητας που περιλαμβάνονται στην πρώτη στήλη του πίνακα 1,

LHj

=

το μήκος των οριζόντων ρευστότητας j εκπεφρασμένο σε ημέρες στον πίνακα 1,

T

=

ο βασικός χρονικός ορίζοντας, όπου T = 10 ημέρες,

PESt(T)

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας που καθορίζεται με την εφαρμογή σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών με χρονικό ορίζοντα 10 ημερών μόνο για το συγκεκριμένο σύνολο υποδειγματοποιημένων παραγόντων κινδύνου των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 για κάθε μέτρο μερικής αναμενόμενης ζημίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1 και

PESt(T, j)

=

το μέτρο της μερικής αναμενόμενης ζημίας που καθορίζεται με την εφαρμογή σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών με χρονικό ορίζοντα 10 ημερών μόνο για το συγκεκριμένο σύνολο υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 για κάθε μέτρο μερικής αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1 και του οποίου ο πραγματικός ορίζοντας ρευστότητας, όπως καθορίζεται σύμφωνα με άρθρο 325νστ παράγραφος 2, ισούται με ή υπερβαίνει το LHj.

Πίνακας 1

Ορίζοντας ρευστότητας j

Διάρκεια ορίζοντα ρευστότητας j

(σε ημέρες)

1

10

2

20

3

40

4

60

5

120

2.   Για τον υπολογισμό των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημίας Formula και Formula που αναφέρονται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, τα ιδρύματα, επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών μόνο σε ένα υποσύνολο υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου που έχει επιλεγεί από το ίδρυμα, κατά τρόπο που ικανοποιεί τις αρμόδιες αρχές, ώστε να πληρούται η ακόλουθη προϋπόθεση με λήψη του αθροίσματος από τις προηγούμενες 60 εργάσιμες ημέρες:Formula

Ένα ίδρυμα που δεν πληροί πλέον την απαίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές και επικαιροποιεί το υποσύνολο των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου εντός δύο εβδομάδων ώστε να τηρήσει την εν λόγω υποχρέωση· όταν, μετά από δύο εβδομάδες, το ίδρυμα δεν έχει κατορθώσει να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, επιστρέφει στη μέθοδο που ορίζεται στο κεφάλαιο 1α για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για ορισμένες μονάδες διαπραγμάτευσης, μέχρις ότου το εν λόγω ίδρυμα να μπορεί να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι πληροί την απαίτηση που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου,

β)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών μόνο στο υποσύνολο των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου που έχει επιλέξει το ίδρυμα για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου και που έχουν καταταχθεί στην κατηγορία ευρέος παράγοντα κινδύνου i σύμφωνα με το άρθρο 325νστ,

γ)

τα εισαγόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) βαθμονομούνται με βάση ιστορικά δεδομένα από συνεχή δωδεκάμηνη περίοδο οικονομικών ακραίων συνθηκών που προσδιορίζεται από το ίδρυμα προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η τιμή

Formula

. Για τον προσδιορισμό της εν λόγω περιόδου ακραίων συνθηκών, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μια περίοδο παρατήρησης, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2007 τουλάχιστον, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές, και

δ)

τα εισαγόμενα δεδομένα

Formula

βαθμονομούνται με βάση δωδεκάμηνη περίοδο ακραίων συνθηκών που έχει προσδιοριστεί από το ίδρυμα για τους σκοπούς του στοιχείου γ).

3.   Για τον υπολογισμό των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημιάς Formula και Formula που αναφέρονται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, τα ιδρύματα, επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών μόνο στο υποσύνολο των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α),

β)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών μόνο στο υποσύνολο των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β),

γ)

τα εισαγόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου βαθμονομούνται με βάση τα ιστορικά δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ). Τα εν λόγω δεδομένα επικαιροποιούνται τουλάχιστον μηνιαίως.

4.   Για τον υπολογισμό των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημίας Formula και Formula που αναφέρονται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, τα ιδρύματα, επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών σε όλους τους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου,

β)

κατά τον υπολογισμό του

Formula

, τα ιδρύματα εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών σε όλους τους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου των θέσεων του χαρτοφυλακίου που έχουν καταταχθεί στην κατηγορία ευρέος παράγοντα κινδύνου i σύμφωνα με το άρθρο 325νστ,

γ)

τα εισαγόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) βαθμονομούνται με βάση ιστορικά δεδομένα από την προηγούμενη δωδεκάμηνη περίοδο· σε περίπτωση σημαντικής αύξησης της μεταβλητότητας της τιμής ενός ουσιώδους αριθμού υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου του χαρτοφυλακίου ενός ιδρύματος που δεν ανήκουν στο υποσύνολο των παραγόντων κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν από ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί ιστορικά δεδομένα από περίοδο μικρότερη των δώδεκα μηνών που προηγούνται, αλλά μια τέτοιου είδους βραχύτερη περίοδος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την προηγούμενη εξάμηνη περίοδο· οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ οποιαδήποτε απόφαση να υποχρεωθεί το ίδρυμα να χρησιμοποιεί ιστορικά δεδομένα από περίοδο μικρότερη των δώδεκα μηνών και τεκμηριώνουν την εν λόγω απόφαση.

5.   Κατά τον υπολογισμό ενός δεδομένου μέτρου μερικής αναμενόμενης ζημίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, τα ιδρύματα διατηρούν τις τιμές των υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου για τους οποίους δεν υποχρεούντο να εφαρμόζουν σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών για το εν λόγω μέτρο μερικής αναμενόμενης ζημίας δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 325νστ

Ορίζοντες ρευστότητας

1.   Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε παράγοντα κινδύνου των θέσεων που αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες έχουν λάβει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 2 ή βρίσκονται στο στάδιο της λήψης της εν λόγω άδειας σε μία από τις ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου που απαριθμούνται στον πίνακα 2, καθώς και σε μία από τις ευρείες υποκατηγορίες παραγόντων κινδύνου που απαριθμούνται στον εν λόγω πίνακα.

2.   Ο ορίζοντας ρευστότητας ενός παράγοντα κινδύνου των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ο ορίζοντας ρευστότητας της αντίστοιχης ευρείας υποκατηγορίας παραγόντων κινδύνου στην οποία έχει καταταχθεί.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για μία δεδομένη μονάδα διαπραγμάτευσης, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει τον ορίζοντα ρευστότητας μιας ευρείας υποκατηγορίας παραγόντων κινδύνου του πίνακα 2 του παρόντος άρθρου με έναν από τους μακρύτερους ορίζοντες ρευστότητας που παρατίθενται στον πίνακα 1 του άρθρου 325νε. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, ο μακρύτερος ορίζοντας ρευστότητας εφαρμόζεται σε όλους τους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου των θέσεων που αποδίδονται σε αυτή τη μονάδα διαπραγμάτευσης και οι οποίες κατατάσσονται στην εν λόγω ευρεία υποκατηγορία παραγόντων κινδύνου για τον υπολογισμό των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις μονάδες διαπραγμάτευσης και τις ευρείες υποκατηγορίες κινδύνου για τις οποίες αποφασίζουν να εφαρμόζουν τη μεταχείριση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Για τον υπολογισμό των μέτρων μερικής αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 1 στοιχείο γ), ο πραγματικός ορίζοντας ρευστότητας ενός δεδομένου υποδειγματοποιήσιμου παράγοντα κινδύνου μιας δεδομένης θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών υπολογίζεται ως εξής:

EffectiveLH =

 

SubCatLH if Mat > LH5

min (SubCatLH, minj{LHj/LHj ≥ Mat}) if LH1 ≤ Mat ≤ LH5

LH1 if Mat < LH1

όπου:

EffectiveLH

=

ο πραγματικός ορίζοντας ρευστότητας,

Mat

=

η ληκτότητα της θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

SubCatLH

=

το μήκος του ορίζοντα ρευστότητας του υποδειγματοποιήσιμου παράγοντα κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και

minj {LHj/LHj ≥ Mat}

=

το μήκος ενός από τους ορίζοντες ρευστότητας που απαριθμούνται στον πίνακα 1 του άρθρου 325νε ο οποίος είναι ο πλησιέστερος προς τα πάνω ορίζοντας ρευστότητας στη ληκτότητα της θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

5.   Τα ζεύγη νομισμάτων που απαρτίζονται από το ευρώ και από το νόμισμα κράτους μέλους που συμμετέχει στον ΜΣΙ II περιλαμβάνονται στην υποκατηγορία των πλέον ρευστών ζευγών νομισμάτων εντός της ευρείας κατηγορίας παράγοντα κινδύνου συναλλάγματος του πίνακα 2.

6.   Το ίδρυμα επαληθεύει την καταλληλότητα της κατάταξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τουλάχιστον μηνιαίως.

7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει:

α)

τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα πρέπει να κατατάσσουν τους παράγοντες κινδύνου των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου και σε ευρείες υποκατηγορίες παραγόντων κινδύνου για τους σκοπούς της παραγράφου 1,

β)

τα νομίσματα που αποτελούν την υποκατηγορία των πλέον ρευστών νομισμάτων στην ευρεία κατηγορία παράγοντα κινδύνου επιτοκίου του πίνακα 2,

γ)

τα νομίσματα που αποτελούν την υποκατηγορία των ζευγών πλέον ρευστών νομισμάτων στην ευρεία κατηγορία παράγοντα κινδύνου συναλλάγματος του πίνακα 2,

δ)

τους ορισμούς της μικρής κεφαλαιοποίησης και της μεγάλης κεφαλαιοποίησης για την υποκατηγορία που αφορά την τιμή των μετοχών και τη μεταβλητότητα των μετοχών της ευρείας κατηγορίας παράγοντα κινδύνου μετοχών του πίνακα 2,

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Πίνακας 2

Ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου

Ευρείες υποκατηγορίες παραγόντων κινδύνου

Ορίζοντας ρευστότητας

Διάρκεια του ορίζοντα ρευστότητας (σε ημέρες)

Επιτόκιο

Τα πλέον ρευστά νομίσματα και εγχώριο νόμισμα

1

10

Άλλα νομίσματα (εξαιρουμένων των πλέον ρευστών νομισμάτων)

2

20

Μεταβλητότητα

4

60

Άλλοι τύποι

4

60

Πιστωτικό περιθώριο

Κεντρική κυβέρνηση κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών

2

20

Καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα σε κράτη μέλη (επενδυτικής διαβάθμισης)

2

20

Κρατικό (επενδυτικής διαβάθμισης)

2

20

Κρατικό (υψηλής απόδοσης)

3

40

Εταιρικό (επενδυτικής διαβάθμισης)

3

40

Εταιρικό (υψηλή απόδοση)

4

60

Μεταβλητότητα

5

120

Άλλοι τύποι

5

120

Μετοχές

Τιμή μετοχών (μεγάλη κεφαλαιοποίηση)

1

10

Τιμή μετοχών (μεγάλη κεφαλαιοποίηση)

2

20

Μεταβλητότητα (μεγάλη κεφαλαιοποίηση)

2

20

Μεταβλητότητα (μεγάλη κεφαλαιοποίηση)

4

60

Άλλοι τύποι

4

60

Συνάλλαγμα

Τα πλέον ρευστά ζεύγη νομισμάτων

1

10

Άλλα ζεύγη νομισμάτων (με εξαίρεση τα πλέον ρευστά ζεύγη νομισμάτων)

2

20

Μεταβλητότητα

3

40

Άλλοι τύποι

3

40

Βασικό εμπόρευμα

Τιμή ενέργειας και τιμή εκπομπών άνθρακα

2

20

Τιμή πολύτιμων μετάλλων και τιμή μη σιδηρούχων μετάλλων

2

20

Άλλες τιμές βασικών εμπορευμάτων (εκτός της τιμής ενέργειας, της τιμής εκπομπών του άνθρακα, της τιμής πολύτιμων μετάλλων και της τιμής μη σιδηρούχων μετάλλων)

4

60

Μεταβλητότητα ενέργειας και μεταβλητότητα των εκπομπών άνθρακα

4

60

Μεταβλητότητα πολύτιμων μετάλλων και μεταβλητότητα μη σιδηρούχων μετάλλων

4

60

Άλλες μεταβλητότητες βασικών εμπορευμάτων (εκτός της τιμής ενέργειας, της τιμής εκπομπών του άνθρακα, της τιμής πολύτιμων μετάλλων και της τιμής μη σιδηρούχων μετάλλων)

5

120

Άλλοι τύποι

5

120

Άρθρο 325νζ

Εκτίμηση της υποδειγματοποιησιμότητας των παραγόντων κινδύνου

1.   Τα ιδρύματα αξιολογούν την υποδειγματοποιησιμότητα όλων των παραγόντων κινδύνου των θέσεων που αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες τους έχει χορηγηθεί άδεια όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 2 ή βρίσκονται στο στάδιο της λήψης της εν λόγω άδειας.

2.   Στο πλαίσιο της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 325ξγ για τους μη υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια για την εκτίμηση της υποδειγματοποιησιμότητας των παραγόντων κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 1 και να προσδιορίσει τη συχνότητα της εν λόγω εκτίμησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325νη

Ρυθμιστικές απαιτήσεις δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων και πολλαπλασιαστικοί συντελεστές

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “υπέρβαση” νοείται η εντός μίας ημέρας μεταβολή της αξίας ενός χαρτοφυλακίου αποτελούμενου από όλες τις θέσεις που αποδίδονται στη μονάδα διαπραγμάτευσης, η οποία υπερβαίνει την τιμή της σχετιζόμενης δυνητικής ζημίας, όπως υπολογίζεται με το βάση το εναλλακτικό εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας υπόκειται σε περίοδο διακράτησης μίας ημέρας,

β)

τα σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών ισχύουν για τους παράγοντες κινδύνου των θέσεων της μονάδας διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 325νθ παράγραφος 3 και που θεωρούνται υποδειγματοποιήσιμα σύμφωνα με το άρθρο 325νζ,

γ)

τα εισαγόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου βαθμονομούνται με βάση τα ιστορικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 325νε παράγραφος 4 στοιχείο γ),

δ)

εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, το εσωτερικό εναλλακτικό υπόδειγμα του ιδρύματος βασίζεται στις ίδιες παραδοχές υποδειγμάτων με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο α).

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις καθημερινές υπερβάσεις βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί υποθετικών και πραγματικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου που αποτελείται από όλες τις θέσεις που αποδίδονται στη μονάδα διαπραγμάτευσης.

3.   Η μονάδα διαπραγμάτευσης ενός ιδρύματος τεκμαίρεται ότι πληροί τις απαιτήσεις δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων εφόσον ο αριθμός των υπερβάσεων για τη συγκεκριμένη μονάδα διαπραγμάτευσης που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες 250 εργάσιμες ημέρες δεν υπερβαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

12 υπερβάσεις της τιμής της δυνητικής ζημίας, που υπολογίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου,

β)

12 υπερβάσεις της τιμής της δυνητικής ζημίας, που υπολογίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου των πραγματικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου,

γ)

30 υπερβάσεις της τιμής της δυνητικής ζημίας, που υπολογίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 97,5 % βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου,

δ)

30 υπερβάσεις της τιμής της δυνητικής ζημίας, που υπολογίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 97,5 % βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου των πραγματικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου,

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις καθημερινές υπερβάσεις σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου βασίζεται σε σύγκριση της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, με την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες,

β)

ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των πραγματικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου βασίζεται σε σύγκριση της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της πραγματικής αξίας του κατά το πέρας της επομένης, εξαιρουμένων των αμοιβών και των προμηθειών,

γ)

μια υπέρβαση υπολογίζεται ανά κάθε εργάσιμη ημέρα για την οποία το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία του χαρτοφυλακίου ή δεν είναι σε θέση να υπολογίσει τη δυνητική ζημία που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.   Το ίδρυμα υπολογίζει, σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 του παρόντος άρθρου, τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (mc) που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων που αποδίδονται στις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες έχει λάβει την άδεια να χρησιμοποιεί εναλλακτικά εσωτερικά υποδείγματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 2.

6.   Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής (mc) είναι το άθροισμα της τιμής του 1,5 και μιας προσαύξησης που λαμβάνει τιμές από 0 έως και 0,5 σύμφωνα με τον πίνακα 3. Για το χαρτοφυλάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η εν λόγω προσαύξηση υπολογίζεται λαμβάνοντας ως βάση τον αριθμό των υπερβάσεων που σημειώθηκαν κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες, όπως προκύπτει από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο της δυνητικής ζημίας του ιδρύματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου. Ο υπολογισμός της προσαύξησης υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου που υπερβαίνει τη σχετιζόμενη δυνητική ζημία που υπολογίζεται με το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος σύμφωνα με τα ακόλουθα:

i)

περίοδος διακράτησης μιας ημέρας,

ii)

μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,

iii)

τα σενάρια μελλοντικών κλυδωνισμών ισχύουν για τους παράγοντες κινδύνου των θέσεων της μονάδας διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 325νθ παράγραφος 3 και που θεωρούνται υποδειγματοποιήσιμα σύμφωνα με το άρθρο 325νζ,

iv)

τα εισαγόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στους υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου βαθμονομούνται με βάση τα ιστορικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 325νε παράγραφος 4 στοιχείο γ),

v)

εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος βασίζεται στις ίδιες παραδοχές υποδειγμάτων με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του μέτρου κινδύνου αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

ο αριθμός των υπερβάσεων ισούται με τον αριθμό υπερβάσεων που προκύπτει είτε από τις υποθετικές είτε από τις πραγματικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου, όποιος είναι μεγαλύτερος.

Πίνακας 3

Αριθμός υπερβάσεων

Προσαύξηση

Λιγότερες από 5

0,00

5

0,20

6

0,26

7

0,33

8

0,38

9

0,42

Άνω των 9

0,50

Σε έκτακτες περιστάσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να περιορίζουν την προσαύξηση σε αυτήν που προκύπτει από υπερβάσεις δυνάμει δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου υποθετικών μεταβολών εφόσον ο αριθμός των υπερβάσεων δυνάμει δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου των πραγματικών μεταβολών δεν προκύπτει από ελλείψεις στο εσωτερικό υπόδειγμα.

7.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την καταλληλότητα του πολλαπλασιαστικού συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και τη συμμόρφωση των μονάδων διαπραγμάτευσης με τις απαιτήσεις περί δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Τα ιδρύματα κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές υπερβάσεις οι οποίες προκύπτουν από το πρόγραμμα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου τους και παρέχουν εξηγήσεις για τις εν λόγω υπερβάσεις και σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την επέλευση της υπέρβασης.

8.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 6 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να μην καταμετρήσει μια υπέρβαση όταν η εντός μιας ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου που υπερβαίνει τη σχετιζόμενη τιμή της δυνητικής ζημίας όπως υπολογίζεται με το εσωτερικό υπόδειγμα του εν λόγω ιδρύματος μπορεί να αποδοθεί σε μη υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου. Για τον σκοπό αυτό, το ίδρυμα καταδεικνύει στην αρμόδια αρχή του ότι το μέτρο κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 325ξγ για τον εν λόγω μη υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου είναι μεγαλύτερο από τη μεταβολή στην τιμή της αξίας του χαρτοφυλακίου του ιδρύματος και της σχετιζόμενης δυνητικής ζημίας.

9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις πραγματικές και τις υποθετικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου ενός ιδρύματος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325νθ

Απαίτηση καταλογισμού κερδών και ζημιών

1.   Η μονάδα διαπραγμάτευσης ιδρύματος πληροί τις απαιτήσεις καταλογισμού κερδών και ζημιών εφόσον η εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η απαίτηση καταλογισμού κερδών και ζημιών εξασφαλίζει ότι οι θεωρητικές μεταβολές της αξίας ενός χαρτοφυλακίου μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων του ιδρύματος, προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος.

3.   Για κάθε θέση συγκεκριμένης μονάδας διαπραγμάτευσης, η συμμόρφωση του ιδρύματος με την απαίτηση καταλογισμού κερδών και ζημιών καταλήγει στον προσδιορισμό ακριβούς καταλόγου των παραγόντων κινδύνου που θεωρούνται ενδεδειγμένοι για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με την απαίτηση δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 325νη.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τα κριτήρια που απαιτούνται ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι θεωρητικές μεταβολές στην αξία ενός χαρτοφυλακίου μονάδας διαπραγμάτευσης προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της μονάδας διαπραγμάτευσης για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις,

β)

τις επιπτώσεις σε ένα ίδρυμα όταν οι θεωρητικές μεταβολές στην αξία ενός χαρτοφυλακίου μονάδας διαπραγμάτευσης δεν προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της μονάδας διαπραγμάτευσης για τους σκοπούς της παραγράφου 2,

γ)

τη συχνότητα με την οποία πρέπει να πραγματοποιείται ο καταλογισμός κερδών και ζημιών από το ίδρυμα,

δ)

τα τεχνικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις θεωρητικές και υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου μιας μονάδας διαπραγμάτευσης για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου,

ε)

τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να συναθροίζουν τη συνολική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες που αναφέρονται στο στοιχείο β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 325ξ

Απαιτήσεις σχετικά με τη μέτρηση του κινδύνου

1.   Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων το οποίο εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νγ εξασφαλίζουν ότι το υπόδειγμα αυτό πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων αποτυπώνει επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον τους παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στο κεφάλαιο 1α τμήμα 3 ενότητα 1, εκτός εάν το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η παράλειψη των εν λόγω παραγόντων κινδύνου δεν έχει ουσιώδη αντίκτυπο στα αποτελέσματα της απαίτησης καταλογισμού κερδών και ζημιών όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νθ· το ίδρυμα είναι σε θέση να εξηγήσει στις αρμόδιες αρχές τους λόγους για τους οποίους ενσωμάτωσε παράγοντα κινδύνου στο υπόδειγμα τιμολόγησής του, αλλά όχι στο εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων,

β)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων αποτυπώνει τη μη γραμμικότητα για τα δικαιώματα προαίρεσης και άλλα προϊόντα, καθώς και τον κίνδυνο συσχέτισης και τον κίνδυνο βάσης,

γ)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου που αντιστοιχούν στον κίνδυνο επιτοκίου για κάθε ένα από τα νομίσματα στα οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια· το ίδρυμα διαμορφώνει τις καμπύλες απόδοσης σύμφωνα με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους· η καμπύλη απόδοσης διαιρείται σε διάφορα διαστήματα ληκτότητας, ώστε να αποτυπώνονται οι διακυμάνσεις μεταβλητότητας των επιτοκίων σε όλα τα σημεία της καμπύλης· για τις θέσεις που ενέχουν ουσιώδη κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη απόδοσης υποδειγματοποιείται με τη χρήση τουλάχιστον έξι διαστημάτων ληκτότητας, και ο αριθμός των παραγόντων κινδύνου που χρησιμοποιούνται για την υποδειγματοποίηση της καμπύλης απόδοσης είναι ανάλογος προς τη φύση και την πολυπλοκότητα των στρατηγικών διαπραγμάτευσης του ιδρύματος· το υπόδειγμα αποτυπώνει επίσης το περιθώριο κινδύνου ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης ή διαφορετικών χρηματοοικονομικών μέσων με τον ίδιο υποκείμενο εκδότη,

δ)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων ενσωματώνει τους παράγοντες κινδύνου για τον χρυσό και για κάθε μεμονωμένο ξένο νόμισμα στο οποίο είναι εκπεφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος· στην περίπτωση των ΟΣΕ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του εκάστοτε ΟΣΕ· τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων· θέσεις συναλλάγματος του ΟΣΕ τις οποίες το ίδρυμα δεν γνωρίζει διαχωρίζονται από την προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 1α,

ε)

η τεχνική για την ανάπτυξη υποδειγμάτων πρέπει να είναι προηγμένη αναλόγως με τη σημαντικότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων στις αγορές μετοχών· το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για κάθε μία από τις αγορές μετοχών στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις και τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου που αποτυπώνει τις συστημικές μεταβολές στις τιμές μετοχικών τίτλων και την εξάρτηση του εν λόγω παράγοντα κινδύνου από τους επιμέρους παράγοντες κινδύνου για κάθε αγορά μετοχών,

στ)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για κάθε ένα από τα βασικά εμπορεύματα στα οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις, εκτός εάν το ίδρυμα έχει μικρή συνολική θέση βασικών εμπορευμάτων σε σχέση με όλες του τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, στην οποία περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου για κάθε ευρύ τύπο βασικού εμπορεύματος· για ουσιώδη ανοίγματα σε αγορές βασικών εμπορευμάτων, το υπόδειγμα αποτυπώνει τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρεμφερών, αλλά όχι πανομοιότυπων, βασικών εμπορευμάτων, το άνοιγμα σε μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές λόγω αναντιστοιχιών ληκτότητας και την απόδοση ευκολίας μεταξύ θέσεων παραγώγων και ταμειακών θέσεων,

ζ)

τα προσεγγιστικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται πρέπει να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους για την πραγματική θέση που κατέχεται, εκτιμώνται συντηρητικά και χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της περιόδου ακραίων συνθηκών που αναφέρεται στο άρθρο 325νε παράγραφος 2 στοιχείο γ),

η)

για τις θέσεις που ενέχουν ουσιώδη κίνδυνο μεταβλητότητας σε μέσα με δικαιώματα προαίρεσης, το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων αποτυπώνει την εξάρτηση από τις τεκμαρτές μεταβλητότητες των τιμών άσκησης και τις ληκτότητες των δικαιωμάτων προαίρεσης.

2.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό ευρειών κατηγοριών παραγόντων κινδύνου και, για τον υπολογισμό του χωρίς περιορισμούς μέτρου αναμενόμενης ζημίαςUESt, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, σε όλες τις ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου, μόνο όταν η προσέγγιση που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη μέτρηση αυτών των συσχετίσεων είναι αξιόπιστη, συνεπής με τους ισχύοντες ορίζοντες ρευστότητας, και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.

3.   Το αργότερο στις 28 Σεπτεμβρίου 2020, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όπου προσδιορίζονται τα κριτήρια για τη χρήση των εισαγόμενων δεδομένων στο υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 325νε.

Άρθρο 325ξα

Ποιοτικές απαιτήσεις

1.   Κάθε εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου είναι εννοιολογικά άρτιο, υπολογίζεται ορθώς και εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί όλες τις ακόλουθες ποιοτικές απαιτήσεις:

α)

κάθε εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των ανοιγμάτων κινδύνου στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του,

β)

το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων που είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη· το εν λόγω τμήμα είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή κάθε εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης των κινδύνων· το εν λόγω τμήμα πραγματοποιεί επίσης την αρχική και την περιοδική επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου και είναι υπεύθυνο για το συνολικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων· το τμήμα συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους αγοράς, καθώς επίσης εκθέσεις σχετικά με την καταλληλότητα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά τα όρια διαπραγμάτευσης,

γ)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη συμμετέχουν ενεργώς στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές εκθέσεις του τμήματος ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία ώστε να επιβάλλει τη μείωση των θέσεων που λαμβάνουν μεμονωμένοι διαπραγματευτές και να επιβάλλει τη μείωση του ύψους του συνολικού ανοίγματος κινδύνου του ιδρύματος,

δ)

το ίδρυμα διαθέτει επαρκή αριθμό προσωπικού με κατάλληλο επίπεδο ειδίκευσης για την πολυπλοκότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων μέτρησης των κινδύνων και επαρκή αριθμό προσωπικού με ειδίκευση στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης,

ε)

το ίδρυμα εφαρμόζει τεκμηριωμένο σύνολο εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη συνολική λειτουργία των εσωτερικών του υποδειγμάτων μέτρησης των κινδύνων,

στ)

κάθε εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των υποδειγμάτων τιμολόγησης, έχει αποδεδειγμένο ιστορικό εύλογης ακρίβειας στη μέτρηση των κινδύνων και δεν διαφέρει σημαντικά από τα υποδείγματα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την οικεία εσωτερική διαχείριση του κινδύνου,

ζ)

το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρά προγράμματα ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων και αντίστροφων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα οποία περιλαμβάνουν κάθε εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων· τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εξετάζονται από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη τουλάχιστον μηνιαίως και συμμορφώνονται με τις πολιτικές και τα όρια που έχουν εγκριθεί από το όργανο διοίκησης· το θεσμικό όργανο λαμβάνει κατάλληλα μέτρα όταν τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων ακραίων καταστάσεων δείχνουν υπερβολικές ζημίες που προκύπτουν από τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης του ιδρύματος υπό ορισμένες συνθήκες,

η)

το ίδρυμα διεξάγει ανεξάρτητη επανεξέταση των εσωτερικών υποδειγμάτων μέτρησης κινδύνου, είτε ως μέρος της τακτικής διαδικασίας εσωτερικών ελέγχων του είτε αναθέτοντας σε τρίτη επιχείρηση να προβεί στην εν λόγω επανεξέταση, η οποία διενεργείται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς του στοιχείου η) του πρώτου εδαφίου, ως τρίτη επιχείρηση νοείται η επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου ή συμβουλευτικές υπηρεσίες σε ιδρύματα και που διαθέτει προσωπικό επαρκώς ειδικευμένο στον τομέα των κινδύνων αγοράς για δραστηριότητες διαπραγμάτευσης.

2.   Η ανάλυση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο η) αφορά τις δραστηριότητες τόσο των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Το ίδρυμα προβαίνει σε επανεξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Στην εν λόγω επανεξέταση αξιολογούνται τα εξής:

α)

η πληρότητα της τεκμηρίωσης όσον αφορά το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση του τμήματος ελέγχου κινδύνων,

β)

η ενσωμάτωση των μετρήσεων κινδύνων στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και η ακεραιότητα του συστήματος πληροφοριών διαχείρισης,

γ)

οι διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των υποδειγμάτων και των συστημάτων αποτίμησης των κινδύνων τα οποία χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης,

δ)

η έκταση των κινδύνων που αποτυπώνει το υπόδειγμα, η ακρίβεια και η καταλληλότητα του συστήματος διαχείρισης κινδύνων και η επικύρωση τυχόν σημαντικών μεταβολών του εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης των κινδύνων,

ε)

η ακρίβεια και η πληρότητα των δεδομένων που αφορούν τις θέσεις, η ακρίβεια και η καταλληλότητα των παραδοχών που αφορούν την μεταβλητότητα και τη συσχέτιση, η ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας κινδύνου, καθώς και η ακρίβεια και η καταλληλότητα για την παραγωγή δεδομένων προσεγγιστικών τιμών, όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου,

στ)

οι διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να ελέγχει τη συνοχή, την επικαιροποίηση και την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να τροφοδοτήσουν τυχόν εσωτερικά υποδείγματα μέτρησης των κινδύνων του, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών από όπου αντλούνται τα εν λόγω δεδομένα,

ζ)

διαδικασία επαλήθευσης που εφαρμόζει το ίδρυμα για να αξιολογεί τους εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους απαιτήσεων και των απαιτήσεων καταλογισμού κερδών και ζημιών, που διενεργούνται προκειμένου να αξιολογηθεί η ακρίβεια των εσωτερικών υποδειγμάτων μέτρησης κινδύνου,

η)

όταν η επανεξέταση διενεργείται από τρίτη επιχείρηση σύμφωνα με το στοιχείο η) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επαλήθευση ότι η διαδικασία εσωτερικής επικύρωσης του άρθρου 325ξβ επιτυγχάνει τους στόχους της.

3.   Τα ιδρύματα επικαιροποιούν τις τεχνικές και πρακτικές που χρησιμοποιούν για οποιοδήποτε από τα εσωτερικά υποδείγματα μέτρησης των κινδύνων που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ώστε να λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη των νέων τεχνικών και βέλτιστων πρακτικών που αναπτύσσονται όσον αφορά τα εν λόγω εσωτερικά υποδείγματα μέτρησης.

Άρθρο 325ξβ

Εσωτερική επικύρωση

1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι οποιοδήποτε εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου έχει δεόντως επικυρωθεί από κατάλληλα τρίτα πρόσωπα που είναι ανεξάρτητα από τη διαδικασία κατάρτισης των υποδειγμάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οποιαδήποτε τέτοια υποδείγματα είναι εννοιολογικά άρτια και αποτυπώνουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους.

2.   Τα ιδρύματα διεξάγουν την επικύρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση αρχικής κατάρτισης εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης κινδύνου, καθώς και όταν επέρχεται οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στο εν λόγω υπόδειγμα,

β)

σε περιοδική βάση, και όταν έχουν επέλθει σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές στην αγορά ή τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου που μπορούν να καταστήσουν πλέον το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου ακατάλληλο.

3.   Η επικύρωση των εσωτερικών υποδειγμάτων μέτρησης κινδύνων ενός ιδρύματος δεν περιορίζεται στον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο και στις απαιτήσεις καταλογισμού κερδών και ζημιών, αλλά περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, τα ακόλουθα:

α)

ελέγχους για να εξακριβωθεί κατά πόσον οι παραδοχές του εσωτερικού υποδείγματος είναι κατάλληλες και δεν υποτιμούν ούτε υπερεκτιμούν τον κίνδυνο,

β)

ιδίους ελέγχους επικύρωσης του εσωτερικού υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένου του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, επιπλέον των ρυθμιστικών προγραμμάτων δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, όσον αφορά τους κινδύνους και τη διάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους,

γ)

χρήση υποθετικών χαρτοφυλακίων που επιτρέπουν να εξακριβωθεί ότι το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων είναι σε θέση να συλλάβει ορισμένα ειδικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που ενδέχεται να προκύψουν, όπως ουσιώδεις κίνδυνοι βάσης και κίνδυνος συγκέντρωσης ή οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη χρήση προσεγγιστικών δεδομένων.

Άρθρο 325ξγ

Υπολογισμός μέτρου κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων

1.   Το “μέτρο κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων” ενός συγκεκριμένου μη υποδειγματοποιήσιμου παράγοντα κινδύνου είναι η ζημία που προκαλείται σε όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος του χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει τον εν λόγω μη υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου, όταν ένα ακραίο σενάριο μελλοντικού κλυδωνισμού εφαρμόζεται στον εν λόγω παράγοντα κινδύνου.

2.   Τα ιδρύματα εκπονούν κατάλληλα ακραία σενάρια μελλοντικού κλυδωνισμού για το σύνολο των μη υποδειγματοποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα εκπονούν τα ακραία σενάρια μελλοντικού κλυδωνισμού που εφαρμόζονται σε μη υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εφαρμόζουν τα εν λόγω ακραία σενάρια μελλοντικού κλυδωνισμού στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου,

β)

το ρυθμιστικό ακραίο σενάριο μελλοντικού κλυδωνισμού για κάθε ευρεία υποκατηγορία παραγόντων κινδύνου που παρατίθεται στον πίνακα 2 του άρθρου 325νστ το οποίο τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν δεν μπορούν να εκπονήσουν ένα ακραίο σενάριο μελλοντικού κλυδωνισμού σύμφωνα με το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου, ή την εφαρμογή του οποίου από το ίδρυμα δύνανται να απαιτήσουν οι αρμόδιες αρχές, όταν το ακραίο σενάριο μελλοντικού κλυδωνισμού που εκπονείται από το ίδρυμα δεν ικανοποιεί τις εν λόγω αρχές,

γ)

τις συνθήκες υπό τις οποίες τα ιδρύματα μπορούν να υπολογίζουν μέτρο κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων για περισσότερους του ενός μη υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου,

δ)

πώς τα ιδρύματα πρέπει να συναθροίζουν τα μέτρα κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων για όλους τους μη υποδειγματοποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που περιλαμβάνονται στις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και στις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος.

Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη την απαίτηση το επίπεδο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μη υποδειγματοποιήσιμου παράγοντα κινδύνου όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο να είναι εξίσου υψηλό με το επίπεδο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που θα υπολογιζόταν βάσει του παρόντος κεφαλαίου αν ο εν λόγω παράγοντας κινδύνου ήταν υποδειγματοποιήσιμος.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 3

Εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης

Άρθρο 325ξδ

Πεδίο εφαρμογής του εσωτερικού υποδείγματος κινδύνου αθέτησης

1.   Όλες οι θέσεις του ιδρύματος που έχουν αποδοθεί στις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες το ίδρυμα έχει λάβει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 2 υπόκεινται σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης, όταν οι θέσεις περιέχουν τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου που κατατάσσεται στις ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου “μετοχές” ή “πιστωτικό περιθώριο” σύμφωνα με άρθρο 325νστ παράγραφος 1. Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, η οποία επαυξάνει τους κινδύνους που αποτυπώνονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1, υπολογίζεται χρησιμοποιώντας το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης του ιδρύματος. Το υπόδειγμα αυτό συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν τμήμα.

2.   Για κάθε μία από τις θέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το ίδρυμα προσδιορίζει έναν εκδότη χρεωστικών ή μετοχικών τίτλων υπό διαπραγμάτευση ο οποίος σχετίζεται με τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου.

Άρθρο 325ξε

Άδεια χρήσης εσωτερικού υποδείγματος κινδύνου αθέτησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν σε ίδρυμα άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 2 για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 325ξδ και αποδίδονται σε μονάδα διαπραγμάτευσης για την οποία το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των άρθρων 325ξα, 325ξβ, 325ξστ, 325ξζ and 325ξη.

2.   Εάν μονάδα διαπραγμάτευσης ενός ιδρύματος, στην οποία αποδίδεται τουλάχιστον μία από τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 325ξδ, δεν πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς όλων των θέσεων στην εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 1α.

Άρθρο 325ξστ

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αθέτησης με χρήση εσωτερικού υποδείγματος κινδύνου αθέτησης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αθέτησης χρησιμοποιώντας εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 325ξδ ως εξής:

α)

οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ισούνται με τη δυνητική ζημία που μετρά τις πιθανές ζημίες στην αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου που προκαλείται από την αθέτηση των εκδοτών που συνδέονται με αυτές τις θέσεις στο διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους,

β)

η δυνητική ζημία που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημαίνει άμεση ή έμμεση ζημία στην αγοραία αξία της θέσης προκληθείσα από την αθέτηση υποχρεώσεων εκ μέρους των εκδοτών, και η οποία επαυξάνει τυχόν ζημίες που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη στην τρέχουσα αξία της θέσης· η αθέτηση των εκδοτών των θέσεων σε μετοχές αντιπροσωπεύεται από τον ορισμό μηδενικής τιμής για τις τιμές των μετοχών των εκδοτών,

γ)

τα ιδρύματα προσδιορίζουν συσχετίσεις αθέτησης ανάμεσα σε διαφορετικούς εκδότες βάσει εννοιολογικά άρτιας μεθοδολογίας, χρησιμοποιώντας αντικειμενικά ιστορικά δεδομένα για τα πιστωτικά περιθώρια ή τις τιμές μετοχών της αγοράς που καλύπτουν χρονική περίοδο τουλάχιστον 10 ετών, συμπεριλαμβανομένης της χρονικής περιόδου ακραίων συνθηκών που προσδιορίζεται από το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 325νε παράγραφος 2· ο υπολογισμός των συσχετίσεων αθέτησης ανάμεσα στους διαφορετικούς εκδότες βαθμονομείται με χρονικό ορίζοντα ενός έτους,

δ)

το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης βασίζεται σε παραδοχή σταθερής θέσης ενός έτους.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης χρησιμοποιώντας το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τουλάχιστον ανά εβδομάδα.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ), τα ιδρύματα δύνανται να αντικαθιστούν τον χρονικό ορίζοντα ενός έτους με χρονικό ορίζοντα εξήντα ημερών για τον υπολογισμό του κινδύνου αθέτησης, κατά περίπτωση, μερικών ή όλων των θέσεων σε μετοχές. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο υπολογισμός των συσχετίσεων αθέτησης μεταξύ τιμών μετοχών και πιθανοτήτων αθέτησης υποχρεώσεων είναι συνεπής με χρονικό ορίζοντα εξήντα ημερών και ο υπολογισμός των προκαθορισμένων συσχετίσεων αθέτησης μεταξύ τιμών μετοχών και τιμών ομολόγων είναι συνεπής με χρονικό ορίζοντα ενός έτους.

Άρθρο 325ξζ

Αναγνώριση αντισταθμίσεων στο εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να ενσωματώνουν αντισταθμίσεις στο εσωτερικό τους υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης και δύνανται να συμψηφίζουν θέσεις όταν οι θετικές θέσεις και οι αρνητικές θέσεις αναφέρονται στο ίδιο χρηματοοικονομικό μέσο.

2.   Στα εσωτερικά τους υποδείγματα κινδύνου αθέτησης τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μόνο τις επιπτώσεις της αντιστάθμισης ή της διαφοροποίησης που συνδέονται με θετικές και αρνητικές θέσεις για διαφορετικά μέσα ή διαφορετικούς τίτλους του ίδιου οφειλέτη, καθώς και θετικές και αρνητικές θέσεις σε διαφορετικούς εκδότες, υποδειγματοποιώντας σαφώς τις ακαθάριστες θετικές και αρνητικές θέσεις στα διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης υποδειγμάτων για τους κινδύνους βάσης μεταξύ διαφορετικών εκδοτών.

3.   Στα εσωτερικά τους υποδείγματα κινδύνου αθέτησης τα ιδρύματα αποτυπώνουν ουσιώδεις κινδύνους μεταξύ ενός μέσου αντιστάθμισης και του αντισταθμισμένου μέσου που μπορεί να επέλθουν στο διάστημα μεταξύ της λήξης του μέσου αντιστάθμισης και του ορίζοντα ενός έτους, καθώς και το ενδεχόμενο σημαντικών κινδύνων βάσης στις στρατηγικές αντιστάθμισης που προκύπτουν από διαφορές στον τύπο προϊόντος, την εξοφλητική προτεραιότητα στη δομή του κεφαλαίου, την εσωτερική ή εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, τη ληκτότητα, την ημερομηνία έκδοσης και άλλες διαφορές. Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν ένα μέσο αντιστάθμισης μόνο στον βαθμό που μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και εάν ο οφειλέτης πλησιάζει σε πιστωτικό γεγονός ή σε άλλο γεγονός.

Άρθρο 325ξη

Συγκεκριμένες απαιτήσεις για το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης

1.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης που αναφέρεται στο άρθρο 325ξε παράγραφος 1 μπορεί να υποδειγματοποιεί την αθέτηση μεμονωμένων εκδοτών καθώς και την ταυτόχρονη αθέτηση διαφορετικών εκδοτών και να λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο των εν λόγω αθετήσεων στις αγοραίες τιμές των θέσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω υποδείγματος. Για τον σκοπό αυτόν, η αθέτηση υποχρέωσης από κάθε μεμονωμένο εκδότη υποδειγματοποιείται με τη χρήση τουλάχιστον δύο τύπων παραγόντων συστημικού κινδύνου.

2.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης αντικατοπτρίζει τον οικονομικό κύκλο, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης μεταξύ των ποσοστών ανάκτησης και των παραγόντων συστημικού κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης αντικατοπτρίζει τον μη γραμμικό αντίκτυπο των δικαιωμάτων προαίρεσης και άλλων θέσεων με ουσιώδη μη γραμμική συμπεριφορά όσον αφορά τις μεταβολές των τιμών. Τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη το ποσό του κινδύνου υποδείγματος που ενέχει η αποτίμηση και η εκτίμηση των κινδύνων τιμής που συνδέονται με τα προϊόντα αυτά.

4.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης βασίζεται σε αντικειμενικά και επικαιροποιημένα δεδομένα.

5.   Προκειμένου να προσομοιωθεί η αθέτηση υποχρέωσης των εκδοτών στο εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης, οι εκτιμήσεις των πιθανοτήτων αθέτησης στις οποίες προβαίνει το ίδρυμα πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι πιθανότητες αθέτησης καθορίζονται με κατώτατο όριο 0,03 %,

β)

οι πιθανότητες αθέτησης βασίζονται σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα,

γ)

οι πιθανότητες αθέτησης μετρώνται με τη χρήση, αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με τις τρέχουσες τιμές της αγοράς, δεδομένων που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια τουλάχιστον πενταετούς ιστορικής περιόδου και αφορούν πραγματικές παρελθούσες αθετήσεις υποχρεώσεων και ακραίες μειώσεις των τιμών της αγοράς ισοδύναμες με γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων· οι πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων δεν προκύπτουν μόνο από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς,

δ)

ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια να εκτιμήσει τις πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1, χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία που προβλέπεται εκεί για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων αθέτησης,

ε)

ίδρυμα που δεν έχει λάβει άδεια να εκτιμήσει τις πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 αναπτύσσει εσωτερική μεθοδολογία ή χρησιμοποιεί εξωτερικές πηγές για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης· και στις δύο περιπτώσεις, οι εκτιμήσεις των πιθανοτήτων αθέτησης είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

6.   Προκειμένου να προσομοιωθεί η αθέτηση υποχρέωσης των εκδοτών στο εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης, οι εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης στις οποίες προβαίνει το ίδρυμα πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης καθορίζονται με κατώτατο όριο 0 %,

β)

οι εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης αντικατοπτρίζουν την εξοφλητική προτεραιότητα κάθε θέσης,

γ)

ίδρυμα που έχει λάβει άδεια για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία που προβλέπεται εκείγια τον υπολογισμό των εκτιμήσεων της ζημίας λόγω αθέτησης,

δ)

ίδρυμα που δεν έχει λάβει την άδεια για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 αναπτύσσει εσωτερική μεθοδολογία ή χρησιμοποιεί εξωτερικές πηγές για την εκτίμηση της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης· και στις δύο περιπτώσεις, οι εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

7.   Στο πλαίσιο της ανεξάρτητης επανεξέτασης και επικύρωσης των εσωτερικών υποδειγμάτων τους που χρησιμοποιούν για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και για το σύστημα μέτρησης κινδύνου, τα ιδρύματα προβαίνουν στα εξής:

α)

επαληθεύουν κατά πόσον η προσέγγισή τους για την υποδειγματοποίηση των συσχετίσεων και των μεταβολών των τιμών είναι κατάλληλη για το χαρτοφυλάκιό τους, συμπεριλαμβανομένων της επιλογής και των συντελεστών στάθμισης των παραγόντων συστημικού κινδύνου του υποδείγματος,

β)

διεξάγουν διάφορες ασκήσεις ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων αναλύσεις ευαισθησίας και αναλύσεις σεναρίων, για την αξιολόγηση της ποιοτικής και ποσοτικής αξιοπιστίας του εσωτερικού υποδείγματος κινδύνου αθέτησης, ιδίως όσον αφορά την αντιμετώπιση συγκεντρώσεων, και

γ)

εφαρμόζουν κατάλληλη ποσοτική επικύρωση, συμπεριλαμβανομένων σχετικών δεικτών αναφοράς εσωτερικών υποδειγμάτων.

Οι ασκήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν περιορίζονται στα παρελθόντα παρατηρημένα γεγονότα.

8.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης αντικατοπτρίζει κατάλληλα τις συγκεντρώσεις ανά εκδότη τίτλων και τις συγκεντρώσεις που μπορούν να προκύψουν τόσο εντός όσο και μεταξύ κατηγοριών προϊόντων υπό ακραίες συνθήκες.

9.   Το εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αθέτησης είναι συνεπές προς τις μεθόδους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση κινδύνων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

10.   Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό των παραδοχών αθέτησης για τις συσχετίσεις μεταξύ διαφορετικών εκδοτών, σύμφωνα με το άρθρο 325ξζ παράγραφος 1 στοιχείο γ) και την προτιμώμενη επιλογή μεθόδου για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης στο στοιχείο ε) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και τη ζημία λόγω αθέτησης στο στοιχείο δ) της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

11.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν τα εσωτερικά υποδείγματά τους, ώστε οι παραδοχές που αφορούν τη συσχέτιση και άλλες παραδοχές που χρησιμοποιούνται στις υποδειγματοποιήσεις να είναι διαφανείς για τις αρμόδιες αρχές.

12.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν η εσωτερική μεθοδολογία ή οι εξωτερικές πηγές του ιδρύματος για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης και των ζημιών λόγω αθέτησης σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο ε) και την παράγραφο 6 στοιχείο δ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

91)

Στο άρθρο 384 παράγραφος 1, ο ορισμός του

Formula

αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«

Formula

=

η συνολική αξία ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου “i” (αθροισμένη σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα), συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης της εξασφάλισης σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήματα 3 έως 6 όπως ισχύουν για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου του συγκεκριμένου αντισυμβαλλομένου.».

92)

Το άρθρο 385 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 385

Εναλλακτικός υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων αντί της χρήσης των μεθόδων CVA

Εναλλακτικά προς το άρθρο 384, για μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 382 και εφόσον ληφθεί προηγουμένως η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, τα ιδρύματα τα οποία χρησιμοποιούν τη μέθοδο αρχικού ανοίγματος που ορίζεται στο άρθρο 282 μπορούν να εφαρμόζουν πολλαπλασιαστικό συντελεστή 10 στα προκύπτοντα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τα ανοίγματα αυτά, αντί να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο CVA.».

93)

Το άρθρο 390 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 390

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

1.   Τα συνολικά ανοίγματα έναντι ομίλου συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται με άθροιση των ανοιγμάτων έναντι μεμονωμένων πελατών εντός του εν λόγω ομίλου.

2.   Τα συνολικά ανοίγματα έναντι μεμονωμένων πελατών υπολογίζονται με άθροιση των ανοιγμάτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των ανοιγμάτων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

3.   Για ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν:

α)

να αντισταθμίζουν τις θετικές και τις αρνητικές θέσεις τους στα ίδια χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται από συγκεκριμένο πελάτη· η δε καθαρή θέση σε καθένα από τα διάφορα μέσα υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2,

β)

να αντισταθμίζουν τις θετικές και τις αρνητικές θέσεις τους σε διαφορετικά χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται από συγκεκριμένο πελάτη, αλλά μόνον όταν το χρηματοοικονομικό μέσο που είναι υποκείμενο στοιχείο της αρνητικής θέσης έχει χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι του χρηματοοικονομικού μέσου που είναι υποκείμενο στοιχείο της θετικής θέσης ή τα υποκείμενα μέσα είναι της ίδιας εξοφλητικής προτεραιότητας.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β), τα χρηματοοικονομικά μέσα μπορούν να κατανέμονται σε κλιμάκια με βάση τους διαφορετικούς βαθμούς εξοφλητικής προτεραιότητας για να καθοριστεί η σχετική εξοφλητική προτεραιότητα των θέσεων.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αξίες ανοίγματος των συμβάσεων παραγώγων που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ και των συμβάσεων πιστωτικών παραγώγων που συνομολογούν απευθείας με πελάτη σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που περιγράφονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5, ανάλογα με την περίπτωση. Τα ανοίγματα που οφείλονται στις συναλλαγές που αναφέρονται στα άρθρα 378, 379 και 380 υπολογίζονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στα συγκεκριμένα άρθρα.

Κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τις συμβάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, όταν οι εν λόγω συμβάσεις κατανέμονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα τηρούν επίσης τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 299.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα που έχουν άδεια να χρησιμοποιούν τις μεθόδους που αναφέρονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4 τμήμα 4 και στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω μεθόδους για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων.

5.   Τα ιδρύματα προσθέτουν στο συνολικό άνοιγμα έναντι πελάτη τα ανοίγματα που προκύπτουν από τις συμβάσεις παραγώγων που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ και τις συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων, στις περιπτώσεις που η σύμβαση δεν συνομολογήθηκε απευθείας με τον εν λόγω πελάτη, αλλά ο υποκείμενος χρεωστικός ή μετοχικός τίτλος είχε εκδοθεί από τον εν λόγω πελάτη.

6.   Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α)

στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού, εντός δύο εργάσιμων ημερών μετά την πληρωμή,

β)

στην περίπτωση συναλλαγών για την αγορά ή πώληση τίτλων, τα ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, εφόσον προηγηθεί,

γ)

στην περίπτωση της παροχής μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και του διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή των υπηρεσιών εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης χρηματοοικονομικών μέσων σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα,

δ)

στην περίπτωση της παροχής μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και του διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών, τα εντός της ημέρας ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές,

ε)

ανοίγματα που αφαιρούνται από στοιχεία που είναι κοινές μετοχές κατηγορίας 1 ή πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1 σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 56 ή κάθε άλλη έκπτωση από τα εν λόγω στοιχεία η οποία μειώνει τον συντελεστή φερεγγυότητας.

7.   Για τον προσδιορισμό του συνολικού χρηματοδοτικού ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, όσον αφορά πελάτες έναντι των οποίων το ίδρυμα έχει χρηματοδοτικά ανοίγματα μέσω συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 112 στοιχεία ιγ) και ιε) ή μέσω άλλων συναλλαγών όπου υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, ένα ίδρυμα αξιολογεί τα υποκείμενα ανοίγματά του λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ουσία της διάρθρωσης της συναλλαγής και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της ίδιας της συναλλαγής, προκειμένου να καθοριστεί αν μια πράξη συνιστά πρόσθετο άνοιγμα.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τα κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του συνολικού χρηματοδοτικού ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών για τα είδη χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 7,

β)

τους όρους υπό τους οποίους η διάρθρωση των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 7 δεν συνιστά πρόσθετο χρηματοδοτικό άνοιγμα.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει με ποιον τρόπο θα καθορίζονται τα ανοίγματα που προκύπτουν από τις συμβάσεις παραγώγων που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ και τις συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων, όταν η σύμβαση δεν έχει συνομολογηθεί απευθείας με πελάτη αλλά ο υποκείμενος χρεωστικός ή μετοχικός τίτλος έχει εκδοθεί από τον εν λόγω πελάτη για την συμπερίληψή τους στα ανοίγματα έναντι του πελάτη.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

94)

Στο άρθρο 391 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, αποφάσεις σχετικά με το αν τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση.».

95)

Το άρθρο 392 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 392

Ορισμός μεγάλου ανοίγματος

Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα ιδρύματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών θεωρείται μεγάλο άνοιγμα όταν η αξία του ανοίγματος ισούται ή υπερβαίνει το 10 % του κεφαλαίου κατηγορίας 1 του ιδρύματος.».

96)

Το άρθρο 394 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 394

Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων

1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τους τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε μεγάλο άνοιγμα που κατέχουν, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

α)

την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων ένα ίδρυμα έχει μεγάλο άνοιγμα,

β)

την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, κατά περίπτωση,

γ)

τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται,

δ)

την αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, που υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1, κατά περίπτωση.

Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3 κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τους τα είκοσι μεγαλύτερα ανοίγματά τους σε ενοποιημένη βάση, εκτός των ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1.

Τα ιδρύματα αναφέρουν επίσης τα ανοίγματα με αξία μεγαλύτερη από ή ίση με 300 εκατομμύρια EUR αλλά μικρότερη του 10 % του κεφαλαίου κατηγορίας 1 του ιδρύματος στις αρμόδιες αρχές τους σε ενοποιημένη βάση.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα αναφέρουν τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές τους σε σχέση με τα δέκα μεγαλύτερα ανοίγματά τους σε ιδρύματα σε ενοποιημένη βάση, καθώς και τα δέκα μεγαλύτερα ανοίγματά τους σε οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός του ρυθμιζόμενου πλαισίου σε ενοποιημένη βάση, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1:

α)

την ταυτότητα του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών έναντι των οποίων ένα ίδρυμα έχει μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα,

β)

την αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, κατά περίπτωση,

γ)

τον τύπο χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου χρησιμοποιείται,

δ)

την αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των ενεργειών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, που υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1, κατά περίπτωση.

3.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές με τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στις αρμόδιες αρχές τους τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα για το σκιώδες τραπεζικό σύστημα και εξετάζει αν:

α)

η σχέση με μεμονωμένη οντότητα ή με ομάδα οντοτήτων ενδέχεται να εγκυμονεί κινδύνους για τη φερεγγυότητα ή τη θέση ρευστότητας του ιδρύματος,

β)

οντότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ρευστότητας παρόμοιες με αυτές που επιβάλλονται από τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να εξαιρούνται εν όλω ή εν μέρει από την υποχρέωση συμπερίληψης σε αναφορές σύμφωνα με την παράγραφο 2 για τις οντότητες του σκιώδους τραπεζικού τομέα.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

97)

Το άρθρο 395 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, με αξία που υπερβαίνει το 25 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Εφόσον ο εν λόγω πελάτης είναι ίδρυμα ή εφόσον η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων κατηγορίας 1 ή το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συναφείς πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

Εάν το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR είναι υψηλότερο από το 25 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403 του παρόντος κανονισμού, δεν υπερβαίνει ένα εύλογο όριο όσον αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 του ιδρύματος. Το σχετικό όριο προσδιορίζεται από το ίδρυμα σύμφωνα με τις πολιτικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 81 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης. Το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει το 100 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια EUR και στην περίπτωση αυτή ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ένα ίδρυμα που προσδιορίζεται ως G-SII δεν πραγματοποιεί άνοιγμα σε άλλο ίδρυμα που προσδιορίζεται ως G-SII ή G-SII εκτός ΕΕ, η αξία του οποίου, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, υπερβαίνει το 15 % του ιδίου κεφαλαίου του κατηγορίας 1. Το G-SII συμμορφώνεται με το όριο αυτό το αργότερο εντός 12 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία προσδιορίστηκε ως G-SII. Όταν το G-SII έχει άνοιγμα σε άλλο ίδρυμα ή όμιλο προσδιορίζεται ως G-SII ή G-SII εκτός ΕΕ, συμμορφώνεται με αυτό το όριο το αργότερο έως 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία το άλλο ίδρυμα ή όμιλος αναγνωρίστηκε ως G-SII ή G-SII εκτός ΕΕ.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η υπέρβαση των ορίων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

β)

το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για το τμήμα του ανοίγματος που υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 397 και 398,

γ)

σε περίπτωση παρέλευσης 10 το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης που προβλέπεται στο στοιχείο β), το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει το 500 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος,

δ)

τυχόν υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

Κάθε φορά που σημειώνεται υπέρβαση του ορίου, το ίδρυμα αναφέρει χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της ομάδας των ενδιαφερόμενων συνδεδεμένων πελατών.».

98)

Το άρθρο 396 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν εφαρμόζεται το ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR που αναφέρεται στο άρθρο 395 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν υπέρβαση του ορίου του 100 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, κατά περίπτωση.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Εάν, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 395 παράγραφος 1 για περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών, το ίδρυμα υποβάλλει σχέδιο έγκαιρης αποκατάστασης της συμμόρφωσης με το όριο αυτό, με τρόπο που ικανοποιεί την αρμόδια αρχή, και εκτελεί το εν λόγω σχέδιο εντός του χρονικού διαστήματος που έχει συμφωνηθεί με την αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί την υλοποίηση του σχεδίου και απαιτεί ταχύτερη αποκατάσταση της συμμόρφωσης εάν κριθεί σκόπιμο.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 που προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν:

α)

τις εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου,

β)

τον χρόνο που κρίνεται κατάλληλος για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης,

γ)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης του ιδρύματος.».

99)

Στο άρθρο 397, στη στήλη 1 του πίνακα 1, ο όρος «επιλέξιμο κεφάλαιο» αντικαθίσταται από τον όρο «κεφάλαιο κατηγορίας 1».

100)

Το άρθρο 399 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ίδρυμα χρησιμοποιεί μια τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου κατά τον υπολογισμό του ανοίγματος εφόσον έχει χρησιμοποιήσει την τεχνική αυτή για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ και υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

Για τους σκοπούς των άρθρων 400 έως 403, ο όρος “εγγύηση” περιλαμβάνει πιστωτικά παράγωγα μέσα που αναγνωρίζονται βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 4 εκτός από ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που είναι διαθέσιμες μόνο για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν μία από τις προσεγγίσεις IRB δεν χρησιμοποιούνται για τη μείωση των αξιών ανοιγμάτων για τους σκοπούς των μεγάλων ανοιγμάτων, εκτός από ανοίγματα εξασφαλισμένα με ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 402.».

101)

Το άρθρο 400 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ι)

συναλλακτικά ανοίγματα των εκκαθαριστικών μελών και εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων,»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιβ)

συναλλακτικά ανοίγματα των πελατών που αναφέρονται στο άρθρο 305 παράγραφος 2 ή 3,

ιγ)

συμμετοχές από οντότητες εξυγίανσης, ή τις θυγατρικές τους που δεν αποτελούν οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που εκδίδονται από οποιαδήποτε από τις κατωτέρω οντότητες:

i)

όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης, άλλες οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,

ii)

όσον αφορά τις θυγατρικές οντοτήτων εξυγίανσης που δεν αποτελούν οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, οι θυγατρικές της οικείας θυγατρικής που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,

ιδ)

ανοίγματα που προκύπτουν από δέσμευση ελάχιστης τιμής που πληροί όλες τις απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 132γ παράγραφος 3.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετοχών ή άλλου είδους επενδύσεων που αναλαμβάνει ένα ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης ή των δικών του θυγατρικών και ειδικών συμμετοχών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το εν λόγω ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, την οδηγία 2002/87/ΕΚ ή τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα· ανοίγματα που δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, εξαιρούμενα ή μη από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου,»·

ii)

το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια)

ανοίγματα υπό μορφή εξασφάλισης ή εγγύησης για στεγαστικά δάνεια που παρέχεται από επιλέξιμο πάροχο προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 201 που πληροί τις προϋποθέσεις αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες είναι τουλάχιστον οι χαμηλότερες από τις ακόλουθες:

i)

βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2,

ii)

η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην αξιολόγηση σε ξένο νόμισμα της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του παρόχου πιστωτικής προστασίας,»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιβ)

ανοίγματα υπό τη μορφή εγγύησης για επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις, που παρέχονται από οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που είναι τουλάχιστον οι χαμηλότερες από τις ακόλουθες:

i)

βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2,

ii)

η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην αξιολόγηση σε ξένο νόμισμα της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ κατά πόσον προτίθενται να χρησιμοποιήσουν κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου και διαβιβάζουν στην ΕΑΤ τους λόγους που τεκμηριώνουν τη χρήση των εν λόγω εξαιρέσεων.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Δεν επιτρέπεται η ταυτόχρονη εφαρμογή περισσοτέρων της μιας εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 στο ίδιο άνοιγμα.».

102)

Το άρθρο 401 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 401

Υπολογισμός της επίπτωσης της χρήσης τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου

1.   Για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1, ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*), όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας που αναφέρεται στο εν λόγω κεφάλαιο.

2.   Με εξαίρεση τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα ιδρύματα που έχουν άδεια να χρησιμοποιούν τις μεθόδους που αναφέρονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4 τμήμα 4 και στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω μεθόδους για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων.

3.   Κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395 παράγραφος 1, τα ιδρύματα διεξάγουν περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης τυχόν εξασφαλίσεων.

Οι εν λόγω περιοδικοί έλεγχοι με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αφορούν τους κινδύνους που συνεπάγονται οι δυνητικές μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και αυτούς που απορρέουν από την εκποίηση των εξασφαλίσεων σε ακραίες καταστάσεις.

Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που διεξάγονται είναι επαρκείς και κατάλληλοι για την εκτίμηση των εν λόγω κινδύνων.

Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία στις στρατηγικές τους για την αντιμετώπιση του κινδύνου συγκέντρωσης:

α)

πολιτικές και διαδικασίες αντιμετώπισης κινδύνων που απορρέουν από αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και της ενδεχόμενης πιστωτικής προστασίας των ανοιγμάτων αυτών,

β)

πολιτικές και διαδικασίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, ιδίως μεγάλων έμμεσων πιστωτικών ανοιγμάτων, για παράδειγμα, ανοιγμάτων έναντι ενός μεμονωμένου εκδότη τίτλων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση.

4.   Όταν ένα ίδρυμα μειώνει το χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι πελάτη με χρήση επιλέξιμης τεχνικής μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 399 παράγραφος 1, το ίδρυμα θεωρεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 403, ότι το τμήμα κατά το οποίο μειώθηκε το άνοιγμα έναντι του πελάτη υφίσταται έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας και όχι έναντι του πελάτη.».

103)

Στο άρθρο 402, oι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, ένα ίδρυμα μπορεί, αν δεν το απαγορεύει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να μειώσει την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως και καθ' ολοκληρία από ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου της εν λόγω περιουσίας αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 35 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2,

β)

το άνοιγμα ή το τμήμα του ανοίγματος εξασφαλίζεται πλήρως και καθ' ολοκληρία με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

μία ή περισσότερες υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας ή

ii)

ακίνητο κατοικίας βάσει χρηματοδοτικής μίσθωσης σύμφωνα με την οποία ο εκμισθωτής έχει πλήρη κυριότητα επί του ακινήτου κατοικίας και ο μισθωτής δεν έχει ακόμη ασκήσει το δικαίωμά του να το αγοράσει,

γ)

πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 208 και στο άρθρο 229 παράγραφος 1.

2.   Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, ένα ίδρυμα μπορεί, αν δεν το απαγορεύει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να μειώσει την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως και καθ' ολοκληρία από εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου της εν λόγω περιουσίας αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 50 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2,

β)

το άνοιγμα ή το τμήμα του ανοίγματος εξασφαλίζεται πλήρως και καθ' ολοκληρία με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

μία ή περισσότερες υποθήκες επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή

ii)

ένα ή περισσότερα γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα και ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων,

γ)

πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α), του άρθρου 208 και του άρθρου 229 παράγραφος 1,

δ)

το εμπορικό ακίνητο είναι πλήρως κατασκευασμένο.».

104)

Το άρθρο 403 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 403

Μέθοδος υποκατάστασης

1.   Όταν το άνοιγμα έναντι πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου ή καλύπτεται από εξασφάλιση που εξέδωσε τρίτος, το ίδρυμα:

α)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που είναι εγγυημένο συνιστά άνοιγμα έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, με την προϋπόθεση ότι το μη εγγυημένο άνοιγμα έναντι του εγγυητή υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από τον συντελεστή στάθμισης του μη εγγυημένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

β)

να θεωρήσει ότι το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων συνιστά άνοιγμα έναντι τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εφόσον το άνοιγμα καλύπτεται από εξασφάλιση και με την προϋπόθεση ότι το τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση υπόκειται σε ίσο ή χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από τον συντελεστή στάθμισης του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος έναντι του πελάτη, βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

Η μέθοδος κατά το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν χρησιμοποιείται από το ίδρυμα εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας.

Για τους σκοπούς αυτού του μέρους, ένα ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και τη μέθοδο που καθορίζεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, μόνο εφόσον επιτρέπεται η χρήση τόσο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων όσο και της απλής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 92.

2.   Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει την παράγραφο 1 στοιχείο α), το εν λόγω ίδρυμα:

α)

σε περίπτωση που η εγγύηση εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του ανοίγματος, υπολογίζει το ποσό του ανοίγματος που θεωρείται καλυμμένο σύμφωνα με τις διατάξεις για τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών νομισμάτων για μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία που καθορίζονται στο τρίτο μέρος,

β)

αντιμετωπίζει κάθε αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του ανοίγματος και ληκτότητας της προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών ληκτότητας που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 4,

γ)

μπορεί να αναγνωρίσει τη μερική κάλυψη σύμφωνα με τη μεταχείριση που περιγράφεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα δύνανται να αντικαθιστούν το ποσό του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι των στοιχείων γ), δ) και ε) της παρούσας παραγράφου:

α)

το συνολικό ποσό του ανοίγματος του ιδρύματος σε εκδότη εξασφαλίσεων λόγω τριμερών συμφωνιών επαναγοράς διευκολύνεται από τριμερή εντολοδόχο,

β)

το πλήρες ποσό των ορίων που το ίδρυμα υποδεικνύει στον τριμερή εντολοδόχο, που αναφέρεται στο στοιχείο α), ισχύει για τους τίτλους που εκδίδονται από τον εκδότη εξασφαλίσεων που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο,

γ)

το ίδρυμα έχει εξακριβώσει ότι ο τριμερής εντολοδόχος έχει θεσπίσει κατάλληλες εγγυήσεις για την πρόληψη παραβάσεων των ορίων που αναφέρονται στο στοιχείο β),

δ)

η αρμόδια αρχή δεν έχει εκφράσει στο ίδρυμα οποιονδήποτε ουσιαστικό προβληματισμό,

ε)

το άθροισμα του ποσού του ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, καθώς και άλλα ανοίγματα του ιδρύματος στον εκδότη εξασφαλίσεων δεν υπερβαίνουν το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 395 παράγραφος 1.

4.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων και της συχνότητας για τον προσδιορισμό, την παρακολούθηση και την αναθεώρηση των ορίων που αναφέρονται στο στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου.

Η ΕΑΤ εκδίδει τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.».

105)

Στο έκτο μέρος, η επικεφαλίδα του τίτλου Ι αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ».

106)

Το άρθρο 411 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 411

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

1)   “χρηματοπιστωτικός πελάτης”: πελάτης, συμπεριλαμβανομένου χρηματοπιστωτικού πελάτη που ανήκει μη χρηματοπιστωτικό όμιλο επιχειρήσεων, που εκτελεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ως κύρια δραστηριότητά του ή είναι ένα από τα κατωτέρω:

α)

πιστωτικό ίδρυμα,

β)

επιχείρηση επενδύσεων,

γ)

οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ),

δ)

οργανισμός συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ),

ε)

πρόγραμμα επενδύσεων μη ανοικτού τύπου,

στ)

ασφαλιστική επιχείρηση,

ζ)

αντασφαλιστική επιχείρηση,

η)

χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

θ)

χρηματοδοτικό ίδρυμα,

ι)

μηχανισμός συνταξιοδοτικών καθεστώτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

2)   “κατάθεση λιανικής”: μια υποχρέωση έναντι φυσικού προσώπου ή ΜΜΕ, όταν η ΜΜΕ θα μπορούσε να υπάγεται στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής βάσει της τυποποιημένης μεθόδου ή της μεθόδου IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο, ή υποχρέωση έναντι εταιρείας που είναι επιλέξιμη για τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 4 και όταν το συνολικό ύψος των καταθέσεων της εν λόγω ΜΜΕ ή εταιρείας σε ομαδική βάση δεν υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο EUR,

3)   “προσωπική εταιρεία επενδύσεων” ή “ΠΕΕ”: μια επιχείρηση ή ένα καταπίστευμα του οποίου ο ιδιοκτήτης ή δικαιούχος, αντιστοίχως, είναι είτε φυσικό πρόσωπο είτε ομάδα στενά συνδεδεμένων φυσικών προσώπων, η οποία δεν διεξάγει οποιαδήποτε άλλη εμπορική, βιομηχανική ή επαγγελματική δραστηριότητα και η οποία συστάθηκε με αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση του πλούτου του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών, περιλαμβανομένων βοηθητικών δραστηριοτήτων όπως ο διαχωρισμός των στοιχείων ενεργητικού των ιδιοκτητών από τα στοιχεία ενεργητικού της εταιρείας, η διευκόλυνση της μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού εντός μιας οικογένειας ή η πρόληψη της διάσπασης των στοιχείων ενεργητικού μετά το θάνατο ενός μέλους της οικογένειας, εφόσον αυτές οι βοηθητικές δραστηριότητες συνδέονται με τον κύριο σκοπό της διαχείρισης της περιουσίας των ιδιοκτητών,

4)   “μεσίτης καταθέσεων”: ένα φυσικό πρόσωπο ή μια επιχείρηση που τοποθετεί καταθέσεις από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λιανικών καταθέσεων και εταιρικών καταθέσεων, αλλά εξαιρουμένων των καταθέσεων από χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε πιστωτικά ιδρύματα με αντάλλαγμα μια αμοιβή,

5)   “μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού”: τα στοιχεία ενεργητικού που δεν υπόκεινται σε κανένα νομικό, συμβατικό, κανονιστικό ή άλλο περιορισμό που παρεμποδίζει την εκ μέρους του ιδρύματος ρευστοποίηση, πώληση, μεταβίβαση, εκχώρηση ή, γενικά, διάθεση των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού μέσω συμφωνίας οριστικής πώλησης ή επαναγοράς,

6)   “μη υποχρεωτική υπερεξασφάλιση”: οποιοδήποτε ποσό στοιχείων ενεργητικού το οποίο το ίδρυμα δεν είναι υποχρεωμένο να συνδέει με έκδοση καλυμμένων ομολόγων δυνάμει νομικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων, συμβατικών υποχρεώσεων ή για λόγους πειθαρχίας στην αγορά, ιδίως όταν τα στοιχεία ενεργητικού παρέχονται πέραν της ελάχιστης νομικής, καταστατικής ή ρυθμιστικής απαίτησης υπερεξασφάλισης που ισχύει για τα καλυμμένα ομόλογα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

7)   “απαίτηση κάλυψης στοιχείων ενεργητικού”: νοείται ο λόγος των στοιχείων ενεργητικού προς τις υποχρεώσεις, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας για σκοπούς πιστωτικής ενίσχυσης όσον αφορά τα καλυμμένα ομόλογα,

8)   “δάνεια περιθωρίου”: τα εξασφαλισμένα δάνεια που χορηγούνται σε πελάτες με σκοπό την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων διαπραγμάτευσης,

9)   “συμβάσεις παραγώγων”: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και τα πιστωτικά παράγωγα,

10)   “ακραία κατάσταση”: μια ξαφνική ή σοβαρή επιδείνωση της φερεγγυότητας ή ρευστότητας ενός πιστωτικού ιδρύματος που οφείλεται στις μεταβολές των συνθηκών της αγοράς ή σε ιδιαίτερους παράγοντες, ως αποτέλεσμα της οποίας υπάρχει σημαντικός κίνδυνος το ίδρυμα να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις του οι οποίες πρόκειται να λήξουν μέσα στις επόμενες τριάντα ημέρες,

11)   “στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1”: τα στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο,

12)   “στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2”: τα στοιχεία ενεργητικού υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 416 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού· τα στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2 υποδιαιρούνται περαιτέρω σε στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Α και 2Β όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

13)   “απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας”: το ποσό των στοιχείων ενεργητικού επιπέδου 1 και επιπέδου 2 που κατέχει ένα ίδρυμα σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

14)   “καθαρές εκροές ρευστότητας”: το ποσό που προκύπτει από την αφαίρεση των εισροών ρευστότητας ενός ιδρύματος από τις εκροές ρευστότητάς του,

15)   “νόμισμα υποβολής αναφορών”: το νόμισμα του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το κεντρικό γραφείο του ιδρύματος,

16)   “πρακτόρευση”: μια συμβατική συμφωνία μεταξύ μιας επιχείρησης (“εκχωρητής”) και μιας χρηματοπιστωτικής οντότητας (“πράκτορας”) στην οποία ο εκχωρητής εκχωρεί ή πωλεί τις απαιτήσεις του στον πράκτορα ως αντάλλαγμα για την παροχή από τον πράκτορα στον εκχωρητή μίας ή περισσότερων από τις παρακάτω υπηρεσίες σε σχέση με τις απαιτήσεις που εκχωρήθηκαν:

α)

προκαταβολή ενός ποσοστού του ποσού των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν, γενικά βραχυπρόθεσμων, μη δεσμευμένων και χωρίς αυτόματη μετακύλιση,

β)

διαχείριση απαιτήσεων, είσπραξη και πιστωτική προστασία, στο πλαίσιο των οποίων, εν γένει, ο πράκτορας διαχειρίζεται το καθολικό πωλήσεων του εκχωρητή και εισπράττει τις απαιτήσεις στο όνομά του,

για τους σκοπούς του τίτλου IV, η πρακτόρευση αντιμετωπίζεται ως χρηματοδότηση εμπορίου,

17)   “δεσμευμένη πιστωτική ή ταμειακή διευκόλυνση”: η πιστωτική ή ταμειακή διευκόλυνση που είναι αμετάκλητη ή υπό όρους ανακλητή.».

107)

Το άρθρο 412 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα ιδρύματα δεν υπολογίζουν δύο φορές τις εκροές ρευστότητας, τις εισροές ρευστότητας και τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού.

Εάν δεν ορίζεται άλλως στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, σε περίπτωση που ένα στοιχείο μπορεί να υπολογιστεί σε περισσότερες της μιας κατηγορίες εκροών, υπολογίζεται στην κατηγορία εκροών που παράγει τη μέγιστη συμβατική εκροή για το εν λόγω στοιχείο.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4.».

108)

Τα άρθρα 413 και 414 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 413

Απαίτηση σταθερής χρηματοδότησης

1.   Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι τα μακροπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού πληρούνται κατά ενδεδειγμένο τρόπο με ευρύ φάσμα μέσων χρηματοδότησης που είναι σταθερά τόσο σε κανονικές όσο και σε ακραίες συνθήκες.

2.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙΙ εφαρμόζονται αποκλειστικά για τους σκοπούς του προσδιορισμού των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 415 μέχρι να προσδιοριστούν και θεσπιστούν στο ενωσιακό δίκαιο οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο για τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που καθορίζεται στον τίτλο IV.

3.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον τίτλο IV εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της απαίτησης σταθερής χρηματοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών για ιδρύματα που ορίζονται στο άρθρο 415.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις στον τομέα των απαιτήσεων σταθερής χρηματοδότησης μέχρι να καταστούν εφαρμοστέα τα ελάχιστα δεσμευτικά πρότυπα για τις απαιτήσεις καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 414

Συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ρευστότητας

Ένα ίδρυμα που δεν ικανοποιεί ή δεν αναμένει ότι θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 412 ή στο άρθρο 413 παράγραφος 1, μεταξύ άλλων σε περιόδους ακραίων συνθηκών, ειδοποιεί αμέσως τις αρμόδιες αρχές και υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 412 ή στο άρθρο 413 παράγραφος 1, κατά περίπτωση. Έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση, το ίδρυμα υποχρεούται να αναφέρει τα στοιχεία που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙΙ, τον τίτλο IV, την εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 415 παράγραφος 3 ή 3α ή την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, κατά περίπτωση, καθημερινά μέχρι την ώρα κλεισίματος των εργασιών, εκτός εάν η αρμόδια αρχή επιτρέψει μικρότερη συχνότητα ή μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω στοιχείων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν τις εν λόγω άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την υλοποίηση του σχεδίου αποκατάστασης και ζητούν ταχύτερη αποκατάσταση της συμμόρφωσης εάν κριθεί σκόπιμο.».

109)

Το άρθρο 415 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα στοιχεία που αναφέρονται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή 3α του παρόντος άρθρου, στον τίτλο IV και στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 στις αρμόδιες αρχές στο νόμισμα υποβολής αναφορών, ασχέτως του νομίσματος στο οποίο είναι πραγματικά εκπεφρασμένα τα εν λόγω στοιχεία. Έως τον καθορισμό και τη θέσπιση στο ενωσιακό δίκαιο της υποχρέωσης υποβολής αναφορών και του μορφότυπού τους για τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που καθορίζεται στον τίτλο IV, τα ιδρύματα υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τα στοιχεία που αναφέρονται στον τίτλο III στο νόμισμα υποβολής αναφορών, ασχέτως του νομίσματος στο οποίο είναι πραγματικά εκπεφρασμένα τα εν λόγω στοιχεία.

Οι αναφορές υποβάλλονται τουλάχιστον σε μηνιαία βάση όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 και τουλάχιστον ανά τρίμηνο για τα στοιχεία που αναφέρονται στους τίτλους III και IV.

2.   Το ίδρυμα υποβάλλει ξεχωριστά στις αρμόδιες αρχές τα στοιχεία που αναφέρονται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή 3α του παρόντος άρθρου, στον τίτλο ΙΙΙ μέχρι να καθοριστούν και να θεσπισθούν στο ενωσιακό δίκαιο η υποχρέωση και ο μορφότυπος υποβολής αναφορών για τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που καθορίζεται στον τίτλο IV, στον τίτλο IV και στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, κατά περίπτωση, με βάση τα ακόλουθα:

α)

όταν τα στοιχεία εκφράζονται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα υποβολής αναφορών και το ίδρυμα έχει συνολικές υποχρεώσεις που είναι εκπεφρασμένες στο εν λόγω νόμισμα που ανέρχονται σε ή υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των εκτός ισολογισμού στοιχείων, η υποβολή αναφορών γίνεται στο νόμισμα στο οποίο είναι εκπεφρασμένα τα εν λόγω στοιχεία,

β)

όταν τα στοιχεία εκφράζονται στο νόμισμα κράτους μέλους υποδοχής όπου το ίδρυμα τηρεί σημαντικό υποκατάστημα με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και το εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής χρησιμοποιεί νόμισμα διαφορετικό από εκείνο που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών, η υποβολή αναφορών γίνεται στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το σημαντικό υποκατάστημα,

γ)

όταν τα στοιχεία εκφράζονται στο νόμισμα υποβολής αναφορών και το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων σε νομίσματα διαφορετικά από το νόμισμα υποβολής των αναφορών ανέρχεται σε ή υπερβαίνει το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των στοιχείων εκτός ισολογισμού, η υποβολή αναφορών γίνεται στο νόμισμα υποβολής αναφορών.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

ενιαίους μορφότυπους και εφαρμογές ΤΠ με σχετικές οδηγίες για τη συχνότητα και τις ημερομηνίες και προθεσμίες υποβολής αναφορών· οι μορφότυποι και οι συχνότητες υποβολής αναφορών είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των διάφορων δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων και περιλαμβάνουν τα προς υποβολή στοιχεία σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2,

β)

τα πρόσθετα μέτρα παρακολούθησης της ρευστότητας που απαιτούνται για να μπορέσουν οι αρμόδιες αρχές να αποκτήσουν συνολική εικόνα του προφίλ κινδύνου ρευστότητας ενός ιδρύματος, ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τα στοιχεία που ορίζονται στο στοιχείο α) έως την 28η Ιουλίου 2013 και για τα στοιχεία που ορίζονται στο στοιχείο β) έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται οι πρόσθετοι δείκτες παρακολούθησης της ρευστότητας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 που εφαρμόζονται σε μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

110)

Το άρθρο 416 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα ιδρύματα αναφέρουν στοιχεία ενεργητικού που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού:

α)

τα στοιχεία ενεργητικού είναι μη βεβαρημένα ή διατίθενται εντός ομάδας εξασφαλίσεων προς χρήση για την απόκτηση πρόσθετης χρηματοδότησης στο πλαίσιο δεσμευμένων ή, όταν η ομάδα τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικής τράπεζας, μη δεσμευμένων αλλά επί του παρόντος μη χρηματοδοτούμενων πιστωτικών γραμμών που είναι διαθέσιμες στο ίδρυμα,

β)

τα στοιχεία ενεργητικού δεν εκδίδονται από το ίδιο το ίδρυμα ή το μητρικό ή τα θυγατρικά του ιδρύματα ή από άλλη θυγατρική του μητρικού του ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών,

γ)

οι συμμετέχοντες στην αγορά συμφωνούν εν γένει ως προς την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, η οποία μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα στην αγορά, ή η τιμή μπορεί να προσδιοριστεί μέσω τύπου που υπολογίζεται εύκολα βάσει δημοσίως διαθέσιμων στοιχείων και δεν εξαρτάται από ισχυρές παραδοχές όπως συμβαίνει συνήθως για τα δομημένα ή τα εξωτικά προϊόντα,

δ)

τα στοιχεία ενεργητικού είναι εισηγμένα σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ή είναι διαπραγματεύσιμα μέσω συμφωνίας οριστικής πώλησης ή απλής επαναγοράς σε αγορές επαναγοράς· τα κριτήρια αυτά εκτιμώνται χωριστά για κάθε αγορά.

Οι προϋποθέσεις των στοιχείων γ) και δ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στα στοιχεία α), ε) και στ) της παραγράφου 1.»·

β)

οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού έως το απόλυτο ποσό των 500 εκατομμυρίων EUR ή ίσου ποσού σε εγχώριο νόμισμα, στο χαρτοφυλάκιο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 και εφόσον ο ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των παράγωγων μέσων για τη μείωση του κινδύνου επιτοκίου ή του πιστωτικού ή συναλλαγματικού κινδύνου.

Η χρήση ή η δυνητική χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση κινδύνων επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει τον εν λόγω ΟΣΕ να είναι επιλέξιμος για τη μεταχείριση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Όταν η αξία των μετοχών ή των μεριδίων του ΟΣΕ δεν αποτιμάται τακτικά με βάση τις τιμές της αγοράς από τα τρίτα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 418 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β),και η αρμόδια αρχή δεν θεωρεί ότι ένα ίδρυμα έχει αναπτύξει άρτιες μεθοδολογίες και διαδικασίες για την εν λόγω αποτίμηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 418 παράγραφος 4, οι μετοχές ή τα μερίδια του εν λόγω ΟΣΕ δεν θεωρούνται ρευστά στοιχεία ενεργητικού.

6.   Εάν ένα ρευστό στοιχείο ενεργητικού παύει να συμμορφώνεται με την απαίτηση για απόθεμα ρευστών στοιχείων ενεργητικού όπως καθιερώνεται στο παρόν άρθρο, ένα ίδρυμα μπορεί να εξακολουθήσει να το θεωρεί ρευστό για πρόσθετο διάστημα 30 ημερών. Εάν ένα ρευστό στοιχείο ενεργητικού ενός ΟΣΕ πάψει να είναι επιλέξιμο για τη μεταχείριση που ορίζεται στην παράγραφο 5, οι μετοχές ή τα μερίδια στον ΟΣΕ είναι εντούτοις δυνατόν να θεωρηθούν ρευστό στοιχείο ενεργητικού για πρόσθετο διάστημα τριάντα ημερών εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δεν υπερβαίνουν το 10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕ.»·

γ)

η παράγραφος 7 διαγράφεται.

111)

Το άρθρο 419 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Αν οι δικαιολογημένες ανάγκες για ρευστά στοιχεία ενεργητικού δυνάμει της απαίτησης του άρθρου 412 υπερβαίνουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων σε ένα νόμισμα, εφαρμόζεται μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω παρεκκλίσεις:

α)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 417 στοιχείο στ), το νόμισμα των ρευστών στοιχείων ενεργητικού μπορεί να μη συμβαδίζει με την κατανομή των εκροών ρευστότητας ανά νόμισμα μετά την αφαίρεση των εισροών,

β)

για νομίσματα κράτους μέλους ή τρίτων χωρών, τα απαιτούμενα ρευστά στοιχεία ενεργητικού μπορούν να αντικαθίστανται με πιστωτικές γραμμές από την κεντρική τράπεζα του εν λόγω κράτους μέλους ή της εν λόγω τρίτης χώρας, οι οποίες είναι συμβατικά και αμετάκλητα δεσμευμένες για τις επόμενες τριάντα ημέρες και τιμολογούνται δίκαια, ανεξάρτητα από το ήδη αναληφθέν ποσό, με την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας πράττουν το ίδιο και ότι το εν λόγω κράτος μέλος ή η τρίτη χώρα εφαρμόζει συγκρίσιμες απαιτήσεις υποβολής αναφορών,

γ)

σε περίπτωση που υπάρχει έλλειμμα στοιχείων ενεργητικού επιπέδου 1, πρόσθετα στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Α μπορούν να κατέχονται από το ίδρυμα, υποκείμενα σε υψηλότερες περικοπές (haircuts), και τυχόν ανώτατο όριο που ισχύει για τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη του άρθρου 460 παράγραφος 1 μπορεί να τροποποιηθεί.»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις παρεκκλίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων εφαρμογής τους.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

112)

Το άρθρο 422 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι υπηρεσίες εκκαθάρισης, φύλαξης, διαχείρισης μετρητών ή άλλες συγκρίσιμες υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και δ) καλύπτουν μόνο τις υπηρεσίες αυτές μόνο στον βαθμό που οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο πλαίσιο καθιερωμένης σχέσης από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό ο καταθέτης. Οι υπηρεσίες αυτές δεν αποτελούν απλώς υπηρεσίες τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή υπηρεσίες βασικής μεσολάβησης και το ίδρυμα διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης του δεν μπορεί να αποσύρει νομίμως οφειλόμενα ποσά για χρονικό ορίζοντα 30 ημερών χωρίς να υπονομεύσει τη λειτουργία του.

Εν αναμονή ενός ενιαίου ορισμού της καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης κατά την παράγραφο 3 το στοιχείο γ), τα ιδρύματα καθορίζουν τα ίδια τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης για την οποία έχουν αποδείξεις ότι ο πελάτης δεν μπορεί να αποσύρει νομίμως οφειλόμενα ποσά για χρονικό ορίζοντα τριάντα ημερών χωρίς να υπονομεύσει τη λειτουργία του και κοινοποιούν τα κριτήρια αυτά στις αρμόδιες αρχές. Απουσία ενιαίου ορισμού, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να παρέχουν γενικές οδηγίες τις οποίες ακολουθούν τα ιδρύματα για τον προσδιορισμό των καταθέσεων που διατηρούνται από τον καταθέτη στο πλαίσιο καθιερωμένης λειτουργικής σχέσης.»·

β)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν άδεια εφαρμογής χαμηλότερου ποσοστού εκροής στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

είναι μητρικό ή θυγατρικό ίδρυμα του ιδρύματος ή άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος,

ii)

ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με το ίδρυμα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

iii)

είναι ίδρυμα που εμπίπτει στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 ή

iv)

είναι το κεντρικό ίδρυμα ή μέλος δικτύου που συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του άρθρου 400 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

β)

υπάρχουν λόγοι να αναμένεται χαμηλότερη εκροή εντός των επόμενων 30 ημερών, ακόμα και βάσει σεναρίου που συνδυάζει ιδιοσυγκρατικές ακραίες συνθήκες και συνθήκες που καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς,

γ)

εφαρμόζεται μια αντίστοιχη συμμετρική ή πιο συντηρητική εισροή από τον αντισυμβαλλόμενο κατά παρέκκλιση του άρθρου 425,

δ)

το ίδρυμα και ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος.».

113)

Στο άρθρο 423, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις συμβάσεις που συνάπτουν, οι συμβατικοί όροι των οποίων οδηγούν σε εκροές ρευστότητας ή πρόσθετες ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων, εντός τριάντα ημερών από σημαντική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας. Εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι οι συμβάσεις αυτές είναι ουσιώδεις όσον αφορά τις πιθανές εκροές ρευστότητας του ιδρύματος, απαιτούν από το ίδρυμα να προσθέσει συμπληρωματική εκροή για τις εν λόγω συμβάσεις, που αντιστοιχεί στις πρόσθετες ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων που προκύπτουν από ουσιώδη επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας, όπως η αναθεώρηση προς τα κάτω της εξωτερικής πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά τρεις βαθμίδες. Το ίδρυμα εξετάζει τακτικά την έκταση αυτής της ουσιώδους επιδείνωσης λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είναι συναφή σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχει συνάψει και κοινοποιεί το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής στις αρμόδιες αρχές.

3.   Το ίδρυμα προσθέτει συμπληρωματική εκροή που αντιστοιχεί σε ανάγκες παροχής εξασφαλίσεων που θα προέκυπταν από τον αντίκτυπο σεναρίου δυσμενών εξελίξεων στην αγορά στις συναλλαγές παραγώγων, εφόσον είναι ουσιώδεις.

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί την έννοια του ουσιώδους χαρακτήρα και τις μεθόδους μέτρησης της πρόσθετης εκροής.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

114)

Στο άρθρο 424, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το δεσμευμένο ποσό της διευκόλυνσης που έχει παρασχεθεί σε ΟΕΣΤ για να μπορέσει η εν λόγω ΟΕΣΤ να αγοράσει στοιχεία ενεργητικού εκτός από τίτλους από πελάτες που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί πελάτες πολλαπλασιάζεται επί 10 %, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που δεσμεύτηκε υπερβαίνει το ποσό των στοιχείων ενεργητικού που έχουν αγοραστεί από τους πελάτες και το μέγιστο ποσό που μπορεί να αναληφθεί περιορίζεται συμβατικά στο ποσό των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού.».

115)

Στο άρθρο 425 παράγραφος 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τα δάνεια με μη προσδιορισμένη συμβατική ημερομηνία λήξης λαμβάνονται υπόψη με 20 % εισροή, υπό τον όρο ότι η σύμβαση επιτρέπει στο ίδρυμα να καταγγείλει τη σύμβαση και να απαιτήσει πληρωμή εντός 30 ημερών,».

116)

Στο έκτο μέρος, παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος μετά το άρθρο 428:

«ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428α

Αίτηση σε ενοποιημένη βάση

Όταν ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που καθορίζεται στον παρόντα τίτλο εφαρμόζεται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

τα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία θυγατρικής με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα, που υπόκεινται σε συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης δυνάμει της απαίτησης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που ορίζει η εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας είναι υψηλότερα από εκείνα που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4, υπόκεινται σε ενοποίηση σύμφωνα με τους υψηλότερους συντελεστές που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας,

β)

οι υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια θυγατρικής με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα, που υπόκεινται σε συντελεστές διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης δυνάμει της απαίτησης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που ορίζει η εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας είναι χαμηλότερα από εκείνα που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3, υπόκεινται σε ενοποίηση σύμφωνα με τους χαμηλότερους συντελεστές που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας,

γ)

τα στοιχεία ενεργητικού τρίτης χώρας που πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 και τα οποία κατέχονται από θυγατρική με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα, δεν αναγνωρίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς της ενοποίησης, εφόσον δεν γίνονται αποδεκτά ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας για την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας,

δ)

οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διέπονται από τον παρόντα τίτλο δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 εντός του ομίλου υπόκεινται στα άρθρα 413 και 428β σε ενοποιημένη βάση· εκτός από τα αναφερόμενα στο παρόν στοιχείο, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων εξακολουθούν να υπόκεινται στη λεπτομερή απαίτηση καθαρής σταθερής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις επενδύσεων όπως προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 428β

Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

1.   Η απαίτηση καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 413 παράγραφος 1 ισούται με τον λόγο της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης ενός ιδρύματος όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 3 προς την απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 4 και εκφράζεται ως ποσοστό. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

2.   Τα ιδρύματα διατηρούν δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης τουλάχιστον 100 %, υπολογιζόμενο στο νόμισμα υποβολής αναφορών για το σύνολο των συναλλαγών τους, ανεξαρτήτως από το νόμισμα στο οποίο είναι πραγματικά εκφρασμένες.

3.   Σε περίπτωση που, ανά πάσα στιγμή, ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης ενός ιδρύματος μειωθεί κάτω από το 100 % ή αναμένεται βασίμως να μειωθεί κάτω από το 100 %, εφαρμόζεται η απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 414. Στόχος του ιδρύματος είναι να επαναφέρει τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης στο επίπεδο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τους λόγους για την αδυναμία του ιδρύματος να συμμορφωθεί με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου πριν από τη λήψη τυχόν εποπτικών μέτρων.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν και παρακολουθούν τον δείκτη τους καθαρής σταθερής χρηματοδότησης στο νόμισμα υποβολής αναφορών για το σύνολο των συναλλαγών τους, ανεξαρτήτως από το νόμισμα στο οποίο είναι πραγματικά εκφρασμένες, και χωριστά για τις συναλλαγές τους που είναι εκφρασμένες σε κάθε ένα από τα νομίσματα που υπόκεινται σε χωριστή υποβολή αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 415 παράγραφος 2.

5.   Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η κατανομή του χρηματοδοτικού τους προφίλ ανά νόμισμα στο οποίο εκφράζεται, συμβαδίζει γενικά με την κατανομή των στοιχείων ενεργητικού τους ανά νόμισμα. Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να περιορίζουν τις νομισματικές αναντιστοιχίες, θέτοντας όρια στην αναλογία της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σε συγκεκριμένο νόμισμα που μπορεί να καλυφθεί από διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση που δεν είναι εκφρασμένη στο νόμισμα αυτό. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για νόμισμα που υπόκειται σε ξεχωριστή υποβολή αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 415 παράγραφος 2.

Κατά τον καθορισμό του επιπέδου οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τις νομισματικές αναντιστοιχίες που μπορεί να εφαρμοστεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)

εάν το ίδρυμα έχει την ικανότητα να μεταβιβάσει διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση από το ένα νόμισμα στο άλλο και μεταξύ περιοχών δικαιοδοσίας και νομικών οντοτήτων εντός του ομίλου του και την ικανότητα να προβεί στην ανταλλαγή νομισμάτων και την άντληση κεφαλαίων σε αγορές συναλλάγματος πέραν του ορίζοντα του ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης,

β)

τις επιπτώσεις δυσμενών μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε υφιστάμενες θέσεις αναντιστοιχίας και στην αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων συναλλαγματικών αντισταθμίσεων.

Οποιοσδήποτε περιορισμός όσον αφορά αναντιστοιχίες νομισμάτων που επιβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αποτελεί ειδική απαίτηση ρευστότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Γενικοί κανόνες για τον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428γ

Υπολογισμός του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα τίτλο, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σε ακαθάριστη βάση.

2.   Για τους σκοπούς υπολογισμού του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κατάλληλους παράγοντες σταθερής χρηματοδότησης, που ορίζονται στα κεφάλαια 3 και 4, στη λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού τους, των υποχρεώσεων και των εκτός ισολογισμού στοιχείων, εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα τίτλο.

3.   Τα ιδρύματα δεν καταγράφουν δύο φορές την απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση και τη διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση.

Εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα τίτλο, σε περίπτωση που ένα στοιχείο μπορεί να καταλογιστεί σε περισσότερες της μιας κατηγορίες απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, καταλογίζεται στην κατηγορία απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που παράγει τη μέγιστη συμβατική απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση για το εν λόγω στοιχείο.

Άρθρο 428δ

Συμβάσεις παραγώγων

1.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν το παρόν άρθρο για να υπολογίσουν το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης για τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στα κεφάλαια 3 και 4.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 428λδ παράγραφος 2, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εύλογη αξία των θέσεων παραγώγων σε καθαρή βάση, εφόσον οι θέσεις αυτές περιλαμβάνονται στο ίδιο συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 429γ παράγραφος 1. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εύλογη αξία των θέσεων παραγώγων σε ακαθάριστη βάση και χειρίζονται τις εν λόγω θέσεις παραγώγων ως ανήκουσες στο ίδιο συμψηφιστικό τους σύνολο για τους σκοπούς του κεφαλαίου 4.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως “εύλογη αξία ενός συμψηφιστικού συνόλου” νοείται το άθροισμα των ευλόγων αξιών όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται σε ένα συμψηφιστικό σύνολο.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 428λδ παράγραφος 2, όλες οι συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II σημείο 2 στοιχεία α) έως ε), που συνεπάγονται πλήρη ανταλλαγή ποσών αρχικού κεφαλαίου την ίδια ημερομηνία, υπολογίζονται σε καθαρή βάση για τα διάφορα νομίσματα, μεταξύ άλλων και για την υποβολή αναφορών σε ένα νόμισμα που υπόκειται σε ξεχωριστή υποβολή αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 415 παράγραφος 2, ακόμη και όταν οι πράξεις αυτές δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 429γ παράγραφος 1.

5.   Μετρητά που λαμβάνονται ως εξασφαλίσεις για τη μείωση του ανοίγματος μιας θέσης παραγώγων αντιμετωπίζονται ως τέτοιες και δεν αντιμετωπίζονται ως καταθέσεις για τις οποίες εφαρμόζεται το κεφάλαιο 3.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίζουν, με την έγκριση της σχετικής κεντρικής τράπεζας, να απαλλάσσουν από την επίδραση των συμβάσεων παραγώγων στον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων μέσω του προσδιορισμού των παραγόντων απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης και των προβλέψεων και ζημιών, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω συμβάσεις έχουν εναπομένουσα ληκτότητα κάτω των έξι μηνών,

β)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι η ΕΚΤ ή η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους,

γ)

οι συμβάσεις παραγώγων εξυπηρετούν τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους.

Όταν θυγατρική εταιρεία που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα επωφελείται από την απαλλαγή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας η οποία ορίζει την απαίτηση καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, η εν λόγω απαλλαγή όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία της τρίτης χώρας, λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της ενοποίησης.

Άρθρο 428ε

Συμψηφισμός εξασφαλισμένων πιστοδοτήσεων και συναλλαγών με όρους κεφαλαιαγοράς

Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που προκύπτουν από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο υπολογίζονται σε καθαρή βάση, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και παθητικού συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό, κατά το άρθρο 429β παράγραφος 4.

Άρθρο 428στ

Αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού

1.   Με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, ένα ίδρυμα μπορεί να αντιμετωπίζει ένα στοιχείο του ενεργητικού και ένα στοιχείο του παθητικού ως αλληλεξαρτώμενα, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα ενεργεί μόνον ως μονάδα άμεσης επανεκχώρησης για τη διοχέτευση της χρηματοδότησης από το στοιχείο του παθητικού στο αντίστοιχο αλληλοεξαρτώμενο στοιχείο του ενεργητικού,

β)

τα επιμέρους αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού είναι σαφώς προσδιορίσιμα και έχουν την ίδια ονομαστική αξία,

γ)

το στοιχείο ενεργητικού και το αλληλοεξαρτώμενο στοιχείο παθητικού έχουν ουσιαστικά αντιστοιχισμένες ληκτότητες, με μέγιστη καθυστέρηση είκοσι ημερών μεταξύ της ληκτότητας του στοιχείου ενεργητικού και της ληκτότητας του στοιχείου παθητικού,

δ)

το αλληλοεξαρτώμενο στοιχείο παθητικού έχει απαιτηθεί βάσει νομικής, κανονιστικής ή συμβατικής δέσμευσης και δεν χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση άλλων στοιχείων του ενεργητικού,

ε)

οι ροές πληρωμής κεφαλαίου από το στοιχείο ενεργητικού δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από την αποπληρωμή του αλληλοεξαρτώμενου στοιχείου παθητικού,

στ)

οι αντισυμβαλλόμενοι για κάθε ζεύγος αλληλοεξαρτώμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού δεν είναι οι ίδιοι.

2.   Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και θεωρούνται αλληλοεξαρτώμενα εφόσον συνδέονται άμεσα με τα ακόλουθα προϊόντα ή υπηρεσίες:

α)

κεντρικές ρυθμιζόμενες καταθέσεις, υπό τον όρο ότι τα ιδρύματα υποχρεούνται εκ του νόμου να μεταφέρουν τις ρυθμιζόμενες καταθέσεις σε ένα κεντρικό ταμείο που έχει συσταθεί και ελέγχεται από την κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους, το οποίο χορηγεί δάνεια για την προώθηση στόχων δημοσίου συμφέροντος και υπό τον όρο ότι η μεταφορά των καταθέσεων στο κεντρικό ταμείο πραγματοποιείται τουλάχιστον σε μηνιαία βάση,

β)

προνομιακά δάνεια και πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις που πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, για τα ιδρύματα που ενεργούν ως απλοί διαμεσολαβητές και δεν αναλαμβάνουν κανέναν κίνδυνο χρηματοδότησης,

γ)

καλυμμένα ομόλογα που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

είναι ομόλογα που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/EΚ ή πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας για την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 του παρόντος κανονισμού,

ii)

τα υποκείμενα δάνεια είναι πλήρως αντιστοιχισμένα και χρηματοδοτούνται με τα εκδοθέντα καλυμμένα ομόλογα ή τα καλυμμένα ομόλογα έχουν σημεία ενεργοποίησης που μπορούν να λάβουν παράταση χωρίς διακριτική ευχέρεια, διάρκειας ενός έτους ή περισσότερο μέχρι τη λήξη των υποκείμενων δανείων σε περίπτωση αδυναμίας αναχρηματοδότησης κατά την ημερομηνία λήξης των καλυμμένων ομολόγων,

δ)

δραστηριότητες εκκαθάρισης παραγώγων πελατών, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα δεν παρέχει στους πελάτες του εγγυήσεις για τις επιδόσεις του CCP και, κατά συνέπεια, δεν συνεπάγεται κίνδυνο χρηματοδότησης.

3.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, καθώς και τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που υπόκεινται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 σε μεταχείριση ως αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, προκειμένου να διαπιστώσει εάν και σε ποιο βαθμό πληρούνται τα κριτήρια καταλληλότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Η ΕΑΤ θα υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης και θα συμβουλεύσει την Επιτροπή για το αν απαιτείται η τροποποίηση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή η τροποποίηση του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών της παραγράφου 2.

Άρθρο 428ζ

Καταθέσεις σε θεσμικά συστήματα προστασίας και δίκτυα συνεργασίας

Όταν ένα ίδρυμα ανήκει σε θεσμικό σύστημα προστασίας του είδους που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7, σε δίκτυο που είναι επιλέξιμο για την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 10 ή σε συνεταιριστικό δίκτυο κράτους μέλους, οι καταθέσεις όψεως που διατηρεί το ίδρυμα στο κεντρικό ίδρυμα και τις οποίες το ίδρυμα που πραγματοποιεί την κατάθεση θεωρεί ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται στα ακόλουθα:

α)

το ίδρυμα που πραγματοποιεί την κατάθεση παρέχει τον συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης δυνάμει του κεφαλαίου 4 τμήμα 2, ανάλογα με την αντιμετώπιση των εν λόγω καταθέσεων όψεως ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1, επιπέδου 2Α ή επιπέδου 2Β, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 και συναρτήσει των σχετικών περικοπών που εφαρμόζονται σε αυτές τις καταθέσεις όψεως για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας,

β)

το κεντρικό ίδρυμα που λαμβάνει την κατάθεση εφαρμόζει τον αντίστοιχο συμμετρικό παράγοντα διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης.

Άρθρο 428η

Προτιμησιακή μεταχείριση εντός ομίλου ή εντός θεσμικού συστήματος προστασίας

1.   Κατά παρέκκλιση από τα κεφάλαια 3 και 4, στις περιπτώσεις όπου δεν ισχύει το άρθρο 428ζ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε κατά περίπτωση βάση, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν υψηλότερο συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης ή χαμηλότερο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης για στοιχεία ενεργητικού, υποχρεώσεις και δεσμευμένες πιστωτικές και ταμειακές διευκολύνσεις, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

η μητρική ή η θυγατρική του ιδρύματος,

ii)

άλλη θυγατρική του ίδιου μητρικού ιδρύματος,

iii)

επιχείρηση η οποία συνδέεται με το ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

iv)

μέλος του ίδιου με το ίδρυμα θεσμικού συστήματος προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού,

v)

ο κεντρικός οργανισμός ή συνδεδεμένο πιστωτικό ίδρυμα του δικτύου ή ομίλου συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού,

β)

υπάρχουν λόγοι να αναμένεται ότι η υποχρέωση ή η δεσμευμένη πιστωτική ή ταμειακή διευκόλυνση που λαμβάνεται από το ίδρυμα αποτελεί πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης ή ότι το στοιχείο ενεργητικού ή οι δεσμευμένες πιστωτικές ή ταμειακές διευκολύνσεις που χορηγούνται από το ίδρυμα απαιτούν λιγότερο σταθερή χρηματοδότηση στον ορίζοντα του ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης από την ίδια υποχρέωση, στοιχείο ενεργητικού ή δεσμευμένη πιστωτική ή ταμειακή διευκόλυνση που έχει ληφθεί ή χορηγηθεί από άλλους αντισυμβαλλομένους,

γ)

ο αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που είναι ίσος ή μεγαλύτερος του υψηλότερου συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης ή εφαρμόζει συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που είναι ίσος ή μικρότερος του χαμηλότερου συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης,

δ)

το ίδρυμα και ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος.

2.   Εάν το ίδρυμα και ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν από την εφαρμογή της προϋπόθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), υπό τον όρο ότι, πέραν των κριτηρίων της παραγράφου 1, πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

υπάρχουν νομικά δεσμευτικές συμφωνίες και δεσμεύσεις μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου σχετικά με την υποχρέωση, το στοιχείο ενεργητικού ή τη δεσμευμένη πιστωτική ή ταμειακή διευκόλυνση,

β)

ο πάροχος χρηματοδότησης παρουσιάζει προφίλ χαμηλού κινδύνου χρηματοδότησης,

γ)

το προφίλ κινδύνου χρηματοδότησης του αποδέκτη της χρηματοδότησης έχει ληφθεί επαρκώς υπόψη κατά τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας από τον πάροχο της χρηματοδότησης.

Οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β), για να καθοριστεί κατά πόσον πληρούνται τα πρόσθετα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 428θ

Υπολογισμός του ύψους της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης

Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, το ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τη λογιστική αξία των διαφόρων κατηγοριών ή τύπων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων επί τους κατάλληλους συντελεστές της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2. Το συνολικό ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης είναι το άθροισμα των σταθμισμένων ποσών των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων.

Τα ομόλογα και λοιπά χρεώγραφα που εκδίδονται από το ίδρυμα, πωλούνται αποκλειστικά στη λιανική αγορά και τηρούνται σε λογαριασμό λιανικής, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανήκοντα στην αντίστοιχη κατηγορία καταθέσεων λιανικής. Τίθενται περιορισμοί έτσι ώστε τα μέσα αυτά να μην είναι δυνατόν να αγοράζονται και να κατέχονται από άλλα πρόσωπα πλην των πελατών λιανικής.

Άρθρο 428ι

Εναπομένουσα ληκτότητα υποχρέωσης ή ιδίων κεφαλαίων

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων τους για τον καθορισμό των κατάλληλων συντελεστών διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2.

2.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα υφιστάμενα δικαιώματα προαίρεσης εν όψει του προσδιορισμού της εναπομένουσας ληκτότητας υποχρέωσης ή ιδίων κεφαλαίων. Το πράττουν με την παραδοχή ότι ο αντισυμβαλλόμενος εξοφλεί δικαιώματα προαίρεσης αγοράς στη συντομότερη δυνατή ημερομηνία. Για δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, το ίδρυμα και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη παράγοντες φήμης που ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα ενός ιδρύματος να μην ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης, ιδίως δε τις προσδοκίες της αγοράς ότι τα ιδρύματα πρέπει να εξοφλούν ορισμένες υποχρεώσεις πριν από τη λήξη τους.

3.   Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις καταθέσεις με καθορισμένες περιόδους προειδοποίησης σύμφωνα με την περίοδο προειδοποίησής τους και αντιμετωπίζουν τις προθεσμιακές καταθέσεις σύμφωνα με την εναπομένουσα διάρκειά τους. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη δικαιώματα προαίρεσης για πρόωρες αναλήψεις όταν ο καταθέτης υποχρεούται να καταβάλει χρηματική ποινή για πρόωρες αναλήψεις που πραγματοποιούνται σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, όπως αυτή ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, προκειμένου να προσδιορίσουν την εναπομένουσα ληκτότητα των προθεσμιακών καταθέσεων λιανικής.

4.   Προκειμένου να καθορίσουν τους συντελεστές διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε μέρος υποχρεώσεων έχει εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους ή περισσότερο και λήγει σε λιγότερο από έξι μήνες και οποιοδήποτε μέρος υποχρεώσεων λήγει σε διάστημα μεταξύ έξι μηνών και κάτω του ενός έτους, σαν να έχει εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών και μεταξύ έξι μηνών και κάτω του έτους αντίστοιχα.

Τμήμα 2

Συντελεστές διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428ια

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 428ιβ έως 428ιε, όλες οι υποχρεώσεις χωρίς καθορισμένη ληκτότητα, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών θέσεων και θέσεων ανοικτής ληκτότητας, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %, με τις εξής εξαιρέσεις:

α)

αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την κατά το δυνατόν πλησιέστερη ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω υποχρεώσεις θα μπορούσαν να εκτελεστούν,

β)

τα δικαιώματα μειοψηφίας, τα οποία αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη διάρκεια του μέσου.

2.   Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα μειοψηφίας όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται σε έναν από τους παρακάτω συντελεστές:

α)

0 %, όταν η πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης ή του δικαιώματος μειοψηφίας είναι μικρότερη των έξι μηνών,

β)

50 %, όταν η πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης ή του δικαιώματος μειοψηφίας είναι τουλάχιστον έξι μήνες, αλλά μικρότερη του ενός έτους,

γ)

100 %, όταν η πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης ή του δικαιώματος μειοψηφίας είναι ένα έτος ή περισσότερο.

3.   Οι κατωτέρω υποχρεώσεις υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %:

α)

πληρωτέα κατά την ημερομηνία συναλλαγής που προκύπτουν από την αγορά χρηματοοικονομικών μέσων, ξένων νομισμάτων και βασικών εμπορευμάτων, τα οποία αναμένεται να διακανονιστούν κατά τον κανονικό κύκλο διακανονισμού ή την περίοδο που συνηθίζεται για τη σχετική ανταλλαγή ή το είδος των συναλλαγών, ή τα οποία δεν έχουν διακανονιστεί αλλά αναμένεται να διακανονιστούν,

β)

υποχρεώσεις που κατηγοριοποιούνται ως αλληλοεξαρτώμενες με στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 428στ,

γ)

υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών που παρέχονται από:

i)

την ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους,

ii)

την κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας,

iii)

χρηματοπιστωτικούς πελάτες,

δ)

οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις και θέσεις κεφαλαίου ή μέσα που δεν αναφέρονται στα άρθρα 428ιβ έως 428ιε.

4.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 % στην απόλυτη τιμή της διαφοράς, εάν είναι αρνητική, μεταξύ του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με θετική εύλογη αξία και του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αρνητική εύλογη αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 428δ.

Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που έλαβαν τα ιδρύματα από τους αντισυμβαλλομένους τους αφαιρείται από την εύλογη αξία συμψηφιστικού συνόλου με θετική εύλογη αξία, όταν η εξασφάλιση που λαμβάνεται ως περιθώριο διαφορών αποτίμησης μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ενεργητικού επιπέδου 1 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται σε αυτή την πράξη και εφόσον τα ιδρύματα νομικά δικαιούνται και λειτουργικά δύνανται να επαναχρησιμοποιούν αυτή την εξασφάλιση,

β)

κάθε περιθώριο διαφορών αποτίμησης που παρέχεται από τα ιδρύματα με τους αντισυμβαλλομένους τους, αφαιρείται από την εύλογη αξία του συμψηφιστικού συνόλου με αρνητική εύλογη αξία.

Άρθρο 428ιβ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 50 %

Οι κατωτέρω υποχρεώσεις υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 50 %:

α)

ληφθείσες καταθέσεις που πληρούν τα κριτήρια λειτουργικών καταθέσεων σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1,

β)

υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που παρέχονται από:

i)

την κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

ii)

περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

iii)

οντότητες του δημόσιου τομέα σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα,

iv)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και διεθνείς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 118,

v)

μη χρηματοπιστωτικούς εταιρικούς πελάτες,

vi)

πιστωτικές ενώσεις εγκεκριμένες από αρμόδια αρχή, προσωπικές εταιρείες επενδύσεων και πελάτες που είναι μεσίτες καταθέσεων στον βαθμό που οι υποχρεώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου,

γ)

υποχρεώσεις με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα τουλάχιστον έξι μηνών αλλά μικρότερη του ενός έτους, που παρέχονται από:

i)

την ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους,

ii)

την κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας,

iii)

χρηματοπιστωτικούς πελάτες,

δ)

οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μηνών, αλλά μικρότερη του ενός έτους που δεν αναφέρονται στα άρθρα 428ιγ, 428ιδ και 428ιε.

Άρθρο 428ιγ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 90 %

Οι καταθέσεις όψεως λιανικής, οι καταθέσεις λιανικής με καθορισμένη περίοδο προειδοποίησης μικρότερη του ενός έτους και οι προθεσμιακές καταθέσεις λιανικής με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που πληρούν τα σχετικά κριτήρια για λοιπές καταθέσεις λιανικής που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 90 %.

Άρθρο 428ιδ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 95 %

Οι καταθέσεις όψεως λιανικής, οι καταθέσεις λιανικής με καθορισμένη περίοδο προειδοποίησης μικρότερη του ενός έτους και οι προθεσμιακές καταθέσεις λιανικής με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που πληρούν τα σχετικά κριτήρια για σταθερές καταθέσεις λιανικής που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 95 %.

Άρθρο 428ιε

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 100 %

Οι κατωτέρω υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά στοιχεία και μέσα υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 100 %:

α)

τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος πριν από τις προσαρμογές που απαιτούνται βάσει των άρθρων 32 έως 35, τις αφαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 36 και την εφαρμογή των εξαιρέσεων και εναλλακτικών δυνατοτήτων που ορίζονται στα άρθρα 48, 49 και 79,

β)

τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 του ιδρύματος πριν από την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 και πριν από την εφαρμογή του άρθρου 79 σε αυτά, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία θα μείωναν, σε περίπτωση άσκησής τους, την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

γ)

τα στοιχεία της κατηγορίας 2 του ιδρύματος πριν από τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66 και πριν από την εφαρμογή του άρθρου 79, με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία, σε περίπτωση άσκησής τους, θα μείωναν την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

δ)

οποιαδήποτε άλλα κεφαλαιακά μέσα του ιδρύματος με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία, σε περίπτωση άσκησής τους, θα μείωναν την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

ε)

οποιαδήποτε άλλα εξασφαλισμένα και μη εξασφαλισμένα δάνεια και υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών καταθέσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 428ια έως 428ιδ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 428ιστ

Υπολογισμός του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τη λογιστική αξία των διάφορων κατηγοριών ή τύπων στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού επί τους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2. Το συνολικό ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης είναι το άθροισμα των σταθμισμένων ποσών των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων.

2.   Στοιχεία ενεργητικού που έχουν δανειστεί ιδρύματα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης εφόσον τα εν λόγω στοιχεία αντιμετωπίζονται λογιστικά στον ισολογισμό του ιδρύματος και επί των οποίων το ίδρυμα δεν έχει πραγματική κυριότητα.

Στοιχεία ενεργητικού που έχουν δανειστεί ιδρύματα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, υπόκεινται στους κατάλληλους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία δεν αντιμετωπίζονται λογιστικά στον ισολογισμό του ιδρύματος, αλλά επί των οποίων το ίδρυμα έχει πραγματική κυριότητα.

3.   Στοιχεία ενεργητικού που τα ιδρύματα έχουν δανείσει, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων επί των οποίων το ίδρυμα διατηρεί την πραγματική κυριότητα, θεωρούνται βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου και υπόκεινται στους κατάλληλους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2, ακόμη και όταν τα εν λόγω στοιχεία δεν παραμένουν στον ισολογισμό του ιδρύματος. Διαφορετικά, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης.

4.   Στα στοιχεία ενεργητικού που είναι βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα έξι μηνών ή μεγαλύτερη, εφαρμόζεται είτε ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται σύμφωνα με το τμήμα 2 στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, είτε ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται σε αυτά τα βεβαρημένα στοιχείου ενεργητικού, όποιος από τους δύο είναι υψηλότερος. Το ίδιο ισχύει όταν η εναπομένουσα ληκτότητα των βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού είναι συντομότερη από την εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής που αποτελεί πηγή επιβάρυνσης.

Στοιχεία ενεργητικού για τα οποία απομένουν λιγότεροι από έξι μήνες στην περίοδο επιβάρυνσης, υπόκεινται στους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που είναι εφαρμοστέοι σύμφωνα με το τμήμα 2 στα ίδια στοιχεία ενεργητικού, εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα.

5.   Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα επαναχρησιμοποιεί ή ενεχυριάζει εκ νέου στοιχείο ενεργητικού που ήταν αντικείμενο δανεισμού, μεταξύ άλλων σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, και το στοιχείο αυτό αντιμετωπίζεται λογιστικά εκτός ισολογισμού, η συναλλαγή στην οποία το εν λόγω στοιχείο ενεργητικού αποτέλεσε αντικείμενο δανεισμού θεωρείται βεβαρημένη, δεδομένου ότι η συναλλαγή δεν μπορεί να λήξει χωρίς το ίδρυμα να επιστρέψει το στοιχείο ενεργητικού που ελήφθη ως δάνειο.

6.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού θεωρούνται μη βεβαρημένα:

α)

στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε μια ομάδα και είναι διαθέσιμα για άμεση χρήση ως εξασφάλιση για την άντληση πρόσθετης χρηματοδότησης στο πλαίσιο δεσμευμένων ή, όταν η ομάδα τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικής τράπεζας, μη δεσμευμένων, αλλά επί του παρόντος μη χρηματοδοτούμενων πιστωτικών γραμμών που είναι διαθέσιμες στο ίδρυμα· τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν στοιχεία ενεργητικού που τοποθετούνται από πιστωτικό ίδρυμα με κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα σε δίκτυο συνεργασίας ή θεσμικό σύστημα προστασίας· τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα στοιχεία ενεργητικού εντός της ομάδας είναι βεβαρημένα κατά σειρά αύξουσας ρευστότητας με βάση την κατάταξη της ρευστότητας που ορίζεται δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, με αφετηρία τα στοιχεία ενεργητικού που δεν είναι επιλέξιμα για το απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας,

β)

στοιχεία ενεργητικού τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει ως εξασφάλιση για σκοπούς μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στο πλαίσιο πιστοδοτήσεων με εξασφάλιση, συναλλαγές εξασφαλισμένης χρηματοδότησης ή συναλλαγές ανταλλαγής εξασφαλίσεων και τα οποία το ίδρυμα μπορεί να διαθέσει,

γ)

στοιχεία ενεργητικού που επισυνάπτονται ως μη υποχρεωτική υπερεξασφάλιση σε έκδοση καλυμμένων ομολόγων.

7.   Στην περίπτωση μη τυποποιημένων, προσωρινών πράξεων που πραγματοποιεί η ΕΚΤ ή η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή η κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή της σε περίοδο ακραίων οικονομικών συνθηκών για ολόκληρη την αγορά ή σε εξαιρετικές μακροοικονομικές περιστάσεις, τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού μπορούν να λάβουν μειωμένο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης:

α)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 428λ στοιχείο στ) και από το άρθρο 428λδ παράγραφος 1 στοιχείο α), στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για τις πράξεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο,

β)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 428λ στοιχείο δ) σημεία i) και ii), από το άρθρο 428λβ στοιχείο β) και από το άρθρο 428λγ στοιχείο γ), ποσά που προκύπτουν από τις πράξεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν, σε συμφωνία με την κεντρική τράπεζα που είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή, τον συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται στα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου. Για τα βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται δεν είναι μικρότερος από τον συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν δυνάμει του τμήματος 2 στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν αυτά κατέχονταν μη βεβαρημένα.

Κατά την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τον αντίκτυπο αυτού του μειωμένου συντελεστή επί των θέσεων σταθερής χρηματοδότησης των ιδρυμάτων και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα εποπτείας, όταν είναι απαραίτητο.

8.   Προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν διπλές καταγραφές, τα ιδρύματα εξαιρούν στοιχεία ενεργητικού που συνδέονται με εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται είτε ως περιθώριο διαφορών αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 428ια παράγραφος 4 στοιχείο β) και το άρθρο 428λδ παράγραφος 2 στοιχείο β), είτε ως αρχικό περιθώριο ασφάλειας, είτε ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός CCP, σύμφωνα με το άρθρο 428λγ στοιχεία α) και β), από άλλα μέρη του υπολογισμού του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

9.   Στον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα για τα οποία έχει εκτελεστεί εντολή αγοράς. Από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης εξαιρούν χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα για τα οποία έχει εκτελεστεί εντολή πώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν αντικατοπτρίζονται ως παράγωγα ή συναλλαγές εξασφαλισμένης χρηματοδότησης στον ισολογισμό των ιδρυμάτων και ότι οι εν λόγω συναλλαγές θα αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό των ιδρυμάτων όταν διακανονιστούν.

10.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν τους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης προς εφαρμογή στα ανοίγματα εκτός ισολογισμού που δεν αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο, ώστε να διασφαλίσουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλο ποσό διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης για το μέρος των εν λόγω ανοιγμάτων που αναμένεται να απαιτήσει χρηματοδότηση εντός του ορίζοντα ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης. Προκειμένου να προσδιορίσουν τους εν λόγω συντελεστές, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν ιδίως υπόψη τους τις ουσιώδεις ζημίες στη φήμη του ιδρύματος που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μη παροχή της εν λόγω χρηματοδότησης.

Οι αρμόδιες αρχές αναφέρουν στην ΕΑΤ τα είδη των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων για τα οποία έχουν προσδιορίσει τους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Στην αναφορά περιλαμβάνουν επεξήγηση της μεθοδολογίας που εφάρμοσαν για τον προσδιορισμό των συντελεστών αυτών.

Άρθρο 428ιζ

Εναπομένουσα ληκτότητα στοιχείου ενεργητικού

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους και των εκτός ισολογισμού συναλλαγών κατά τον προσδιορισμό των συντελεστών απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία δυνάμει του τμήματος 2.

2.   Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τα στοιχεία ενεργητικού που έχουν διαχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ανάλογα με το υποκείμενο άνοιγμα των στοιχείων αυτών. Τα ιδρύματα, ωστόσο, υποβάλλουν τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού σε υψηλότερους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, ανάλογα με τη διάρκεια των βαρών που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες εξετάζουν αν το ίδρυμα μπορεί να διαθέτει ελεύθερα ή να ανταλλάσσει τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού· επίσης εξετάζουν τη διάρκεια των υποχρεώσεων προς τους πελάτες του ιδρύματος, τους οποίους αφορά αυτή η απαίτηση διαχωρισμού.

3.   Κατά τον υπολογισμό της εναπομένουσας ληκτότητας ενός στοιχείου ενεργητικού, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα προαίρεσης, με βάση την παραδοχή ότι ο εκδότης ή ο αντισυμβαλλόμενος θα ασκήσει κάθε δικαίωμα προαίρεσης προκειμένου να επεκτείνει τη ληκτότητα του στοιχείου ενεργητικού. Για δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, το ίδρυμα και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη λόγους φήμης που ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα του ιδρύματος να μην ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και κατά κύριο λόγο τις προσδοκίες των αγορών και των πελατών ότι το ίδρυμα θα παρατείνει τη ληκτότητα ορισμένων στοιχείων ενεργητικού κατά την ημερομηνία λήξης τους.

4.   Προκειμένου να καθορίσουν τους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2 για την αποπληρωμή δανείων με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα ενός έτους ή μεγαλύτερου διαστήματος, οποιοδήποτε μέρος λήγει σε λιγότερο από έξι μήνες και οποιοδήποτε μέρος λήγει σε διάστημα άνω των έξι μηνών και κάτω του ενός έτους, αντιμετωπίζεται σαν να έχει εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών, και άνω των έξι μηνών και κάτω του ενός έτους αντίστοιχα.

Τμήμα 2

Συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428ιη

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 0 %

1.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 0 %:

α)

μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως υψηλής ποιότητας ρευστά στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται σε αυτή την κατ' εξουσιοδότηση πράξη, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις όπως ορίζονται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 0 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζεται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

γ)

όλα τα αποθεματικά που διατηρούνται από το ίδρυμα στην ΕΚΤ ή στην κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή στην κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων αποθεματικών και πλεοναζόντων αποθεματικών,

δ)

όλες οι απαιτήσεις έναντι της ΕΚΤ, της κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους ή της κεντρικής τράπεζας τρίτης χώρας με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών,

ε)

εισπρακτέες απαιτήσεις κατά την ημερομηνία συναλλαγής που προκύπτουν από πωλήσεις χρηματοοικονομικών μέσων, ξένων νομισμάτων ή βασικών εμπορευμάτων τα οποία αναμένεται να διακανονιστούν κατά τον κανονικό κύκλο διακανονισμού ή την περίοδο που συνηθίζεται για τη σχετική ανταλλαγή ή το είδος συναλλαγής, ή τα οποία δεν έχουν διακανονιστεί, αναμένεται ωστόσο να διακανονιστούν,

στ)

στοιχεία ενεργητικού που κατηγοριοποιούνται ως αλληλοεξαρτώμενα με υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 428στ,

ζ)

οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων με χρηματοπιστωτικούς πελάτες, στην περίπτωση που αυτές οι συναλλαγές έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών, στην περίπτωση που τα εν λόγω οφειλόμενα ποσά είναι εξασφαλισμένα με στοιχεία ενεργητικού που είναι αποδεκτά ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1 δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων, και στην περίπτωση που το ίδρυμα νομικά δικαιούται και λειτουργικά δύναται να επαναχρησιμοποιεί τα εν λόγω στοιχεία για τη διάρκεια της συναλλαγής.

Τα ιδρύματα λαμβάνουν τα οφειλόμενα ποσά που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υπόψη σε καθαρή βάση, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 428ε.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο γ), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν, κατόπιν συμφωνίας με την αντίστοιχη κεντρική τράπεζα, την εφαρμογή υψηλότερου συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης στα απαιτούμενα αποθεματικά, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την έκταση στην οποία υπάρχουν απαιτήσεις όσον αφορά τα αποθεματικά σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους και, ως εκ τούτου, απαιτείται σχετική σταθερή χρηματοδότηση.

Για τις θυγατρικές των οποίων η καταστατική έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα, στην περίπτωση που τα απαιτούμενα αποθεματικά κεντρικών τραπεζών υπόκεινται σε υψηλότερο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης δυνάμει της απαίτησης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που ορίζει η εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας, αυτός ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς ενοποίησης.

Άρθρο 428ιθ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 %

1.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 %:

α)

μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 5 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζεται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων με χρηματοπιστωτικούς πελάτες, όταν οι εν λόγω συναλλαγές έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο ζ),

γ)

το μη αναληφθέν μέρος δεσμευμένων πιστωτικών και ταμειακών διευκολύνσεων σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1,

δ)

εκτός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου, όπως αναφέρεται στο παράρτημα Ι, με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών.

Τα ιδρύματα λαμβάνουν τα οφειλόμενα ποσά που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υπόψη σε καθαρή βάση, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 428ε.

2.   Για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα συμβάσεων παραγώγων, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 % στην απόλυτη εύλογη αξία αυτών των συμψηφιστικών συνόλων των συμβάσεων παραγώγων, εξαιρουμένων τυχόν εξασφαλίσεων που παρέχονται, εφόσον τα εν λόγω συμψηφιστικά σύνολα έχουν αρνητική εύλογη αξία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα προσδιορίζουν την εύλογη αξία χωρίς τις τυχόν εξασφαλίσεις που παρέχονται ή πληρωμές διακανονισμού και εισπράξεις που συνδέονται με μεταβολές στην αποτίμηση αγοράς αυτών των συμβάσεων.

Άρθρο 428κ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 7 %

Μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένα ομόλογα επιπέδου 1 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 7 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κα

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 7,5 %

Εκτός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I, με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μήνες αλλά κάτω του ενός έτους υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 7,5 %.

Άρθρο 428κβ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 10 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 10 %:

α)

οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές με χρηματοπιστωτικούς πελάτες με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 428ιθ παράγραφος 1 στοιχείο β),

β)

εντός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών,

γ)

εκτός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα Ι, με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους ή μεγαλύτερη.

Άρθρο 428κγ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 12 %

Μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 12 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 12 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κδ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 15 %

Μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Α σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 15 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κε

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 20 %

Μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 20 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 20 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κστ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 25 %

Μη βεβαρημένες τιτλοποιήσεις επιπέδου 2Β σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 25 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κζ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 30 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 30 %:

α)

μη βεβαρημένα υψηλής ποιότητας καλυμμένα ομόλογα σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 30 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζεται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κη

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 35 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 35 %:

α)

μη βεβαρημένες τιτλοποιήσεις επιπέδου 2Β σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 35 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζεται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428κθ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 40 %

Μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 40 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 40 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428λ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 50 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 50 %:

α)

Μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Β σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των τιτλοποιήσεων επιπέδου 2Β και των υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται στην εν λόγω πράξη, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

καταθέσεις τις οποίες κατέχει το ίδρυμα σε άλλο χρηματοδοτικό ίδρυμα και οι οποίες πληρούν τα κριτήρια για τις λειτουργικές καταθέσεις σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1,

γ)

οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους με:

i)

την κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

ii)

περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα,

iii)

οντότητες του δημόσιου τομέα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

iv)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και διεθνείς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 118,

v)

μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, πελάτες λιανικής και ΜΜΕ,

vi)

πιστωτικές ενώσεις εγκεκριμένες από αρμόδια αρχή, προσωπικές εταιρείες επενδύσεων και πελάτες που είναι μεσίτες καταθέσεων, στον βαθμό που τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου,

δ)

οφειλόμενα ποσά από συναλλαγές με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μήνες αλλά μικρότερη του ενός έτους με:

i)

την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους,

ii)

την κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας,

iii)

χρηματοπιστωτικούς πελάτες,

ε)

εντός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μήνες αλλά μικρότερη του ενός έτους,

στ)

στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μήνες αλλά μικρότερη του ενός έτους, εκτός εάν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα εφαρμοζόταν υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 428λα έως 428λδ εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, οπότε ισχύει ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα,

ζ)

οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ενεργητικού με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 428ιη έως 428κθ.

Άρθρο 428λα

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 55 %

Μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ που είναι επιλέξιμα για ποσοστό περικοπής 55 % για τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 55 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428λβ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 65 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 65 %:

α)

μη βεβαρημένα δάνεια που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία ή μη βεβαρημένα στεγαστικά δάνεια πλήρως εξασφαλισμένα με εγγύηση από επιλέξιμο πάροχο πιστωτικής προστασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο ε), με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους ή μεγαλύτερη, υπό την προϋπόθεση ότι στα εν λόγω δάνεια εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 % ή μικρότερος σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

β)

μη βεβαρημένα δάνεια με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, εξαιρουμένων των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς πελάτες και των δανείων που αναφέρονται στα άρθρα 428ιη έως 428λ, υπό την προϋπόθεση ότι στα εν λόγω δάνεια εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 % ή μικρότερος σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

Άρθρο 428λγ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 85 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 85 %:

α)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων των μετρητών, που παρέχονται ως αρχικό περιθώριο για τις συμβάσεις παραγώγων, εκτός εάν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα εφαρμοζόταν υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 428λδ εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, οπότε ισχύει ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα,

β)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων των μετρητών, που παρέχονται ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα εφαρμοζόταν υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 428λδ εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, οπότε εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζεται στα μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού,

γ)

μη βεβαρημένα δάνεια με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, εξαιρουμένων των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς πελάτες και των δανείων που αναφέρονται στα άρθρα 428ιη έως 428λβ, που δεν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου άνω του 35 % σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

δ)

εντός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον,

ε)

μη βεβαρημένοι τίτλοι με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον που δεν είναι σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 και που δεν είναι επιλέξιμοι ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

στ)

μη βεβαρημένες μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο που δεν είναι επιλέξιμες ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2B σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

ζ)

εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο υλικής εμπορικής συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, με εξαίρεση τα παράγωγα επί εμπορευμάτων,

η)

στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον σε συνολικά στοιχεία κάλυψης με χρηματοδότηση από καλυμμένα ομόλογα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή από καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας για τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 428λδ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 %

1.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 %:

α)

εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον,

β)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού εκτός εκείνων που αναφέρονται στα άρθρα 428ιη έως 428λγ, συμπεριλαμβανομένων των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς πελάτες με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στοιχείων που αφαιρούνται από ίδια κεφάλαια, πάγιων στοιχείων ενεργητικού, μη διαπραγματεύσιμων σε χρηματιστήριο μετοχών, διατηρούμενου συμφέροντος, ασφαλιστικών στοιχείων ενεργητικού, τίτλων σε αθέτηση.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 % στη διαφορά, εάν είναι θετική, μεταξύ του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με θετική εύλογη αξία και του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αρνητική εύλογη αξία, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 428δ.

Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που έλαβαν τα ιδρύματα από τους αντισυμβαλλομένους τους αφαιρείται από την εύλογη αξία συμψηφιστικού συνόλου με θετική εύλογη αξία, όταν η εξασφάλιση που λαμβάνεται ως περιθώριο διαφορών αποτίμησης μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ενεργητικού επιπέδου 1 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται σε αυτή την πράξη και εφόσον τα ιδρύματα νομικά δικαιούνται και λειτουργικά δύνανται να επαναχρησιμοποιούν αυτή την εξασφάλιση·

β)

κάθε περιθώριο διαφορών αποτίμησης που παρέχεται από τα ιδρύματα με τους αντισυμβαλλομένους τους, αφαιρείται από την εύλογη αξία του συμψηφιστικού συνόλου με αρνητική εύλογη αξία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Παρέκκλιση για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα

Άρθρο 428λε

Παρέκκλιση για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα

Κατά παρέκκλιση από τα κεφάλαια 3 και 4, τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν, αφού λάβουν την άδεια της αρμόδιας αρχής τους, να υπολογίσουν τον λόγο της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης ενός ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 6, προς την απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 7, εκπεφρασμένο ως ποσοστό.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από ένα μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα να συμμορφωθεί με την απαίτηση της καθαρής σταθερής χρηματοδότησης βάσει της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, και της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 4, όταν κρίνει ότι η απλουστευμένη μεθοδολογία δεν ενδείκνυται για την αποτύπωση των κινδύνων χρηματοδότησης του εν λόγω ιδρύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση για τον απλουστευμένο υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 428λστ

Απλουστευμένος υπολογισμός του ποσού της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, το ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τη λογιστική αξία των διαφόρων κατηγοριών ή τύπων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων επί τους κατάλληλους συντελεστές της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2. Το συνολικό ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης είναι το άθροισμα των σταθμισμένων ποσών των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων.

2.   Τα ομόλογα και λοιπά χρεώγραφα που εκδίδονται από το ίδρυμα, πωλούνται αποκλειστικά στη λιανική αγορά και τηρούνται σε λογαριασμό λιανικής, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανήκοντα στην αντίστοιχη κατηγορία καταθέσεων λιανικής. Τίθενται περιορισμοί έτσι ώστε τα μέσα αυτά να μην είναι δυνατόν να αγοράζονται και να κατέχονται από άλλα πρόσωπα, πλην των πελατών λιανικής.

Άρθρο 428λζ

Εναπομένουσα ληκτότητα υποχρέωσης ή ιδίων κεφαλαίων

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων τους για τον καθορισμό των κατάλληλων συντελεστών διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2.

2.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα υφιστάμενα δικαιώματα προαίρεσης εν όψει του προσδιορισμού της εναπομένουσας ληκτότητας υποχρέωσης ή ιδίων κεφαλαίων. Το πράττουν με την παραδοχή ότι ο αντισυμβαλλόμενος εξοφλεί δικαιώματα προαίρεσης αγοράς στη συντομότερη δυνατή ημερομηνία. Για δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, το ίδρυμα και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη παράγοντες φήμης που ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα ενός ιδρύματος να μην ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης, ιδίως δε τις προσδοκίες της αγοράς ότι τα ιδρύματα πρέπει να εξοφλούν ορισμένες υποχρεώσεις πριν από τη λήξη τους.

3.   Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις καταθέσεις με καθορισμένες περιόδους προειδοποίησης σύμφωνα με την περίοδο προειδοποίησής τους και αντιμετωπίζουν τις προθεσμιακές καταθέσεις σύμφωνα με την εναπομένουσα διάρκειά τους. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη δικαιώματα προαίρεσης για πρόωρες αναλήψεις όταν ο καταθέτης υποχρεούται να καταβάλει χρηματική ποινή για πρόωρες αναλήψεις που πραγματοποιούνται σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, όπως αυτή ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, προκειμένου να προσδιορίσουν την εναπομένουσα ληκτότητα των προθεσμιακών καταθέσεων λιανικής.

4.   Προκειμένου να καθορίσουν τους συντελεστές διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοστούν σύμφωνα με το τμήμα 2, για υποχρεώσεις με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα ενός έτους ή περισσότερο, κάθε μέρος που λήγει σε λιγότερο από έξι μήνες και κάθε μέρος που λήγει μεταξύ έξι μηνών και κάτω του ενός έτους αντιμετωπίζεται σαν να έχει εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών και μεταξύ έξι μηνών και κάτω του έτους αντίστοιχα.

Τμήμα 2

Συντελεστές διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428λη

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν τμήμα, όλες οι υποχρεώσεις χωρίς καθορισμένη ληκτότητα, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών θέσεων και θέσεων ανοικτής ληκτότητας, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %, με τις εξής εξαιρέσεις:

α)

αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την κατά το δυνατόν πλησιέστερη ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω υποχρεώσεις θα μπορούσαν να εκτελεστούν,

β)

τα δικαιώματα μειοψηφίας, τα οποία αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη διάρκεια του εκάστοτε μέσου.

2.   Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα μειοψηφίας όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται σε έναν από τους παρακάτω συντελεστές:

α)

0 %, όταν η πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης ή του δικαιώματος μειοψηφίας είναι μικρότερη του ενός έτους,

β)

100 %, όταν η πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης ή του δικαιώματος μειοψηφίας είναι ένα έτος ή περισσότερο.

3.   Οι κατωτέρω υποχρεώσεις υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 %:

α)

πληρωτέα κατά την ημερομηνία συναλλαγής που προκύπτουν από την αγορά χρηματοοικονομικών μέσων, ξένων νομισμάτων και βασικών εμπορευμάτων, τα οποία αναμένεται να διακανονιστούν κατά τον κανονικό κύκλο διακανονισμού ή την περίοδο που συνηθίζεται για τη σχετική ανταλλαγή ή το είδος της συναλλαγής, ή τα οποία δεν έχουν διακανονιστεί αλλά αναμένεται να διακανονιστούν,

β)

υποχρεώσεις που κατηγοριοποιούνται ως αλληλοεξαρτώμενες με στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 428στ,

γ)

υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που παρέχονται από:

i)

την ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους,

ii)

την κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας,

iii)

χρηματοπιστωτικούς πελάτες,

δ)

κάθε άλλη υποχρέωση και κεφαλαιακά στοιχεία ή μέσα που δεν αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 428λθ έως 428μβ.

4.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 % στην απόλυτη τιμή της διαφοράς, εάν είναι αρνητική, μεταξύ του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με θετική εύλογη αξία και του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αρνητική εύλογη αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 428δ.

Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που έλαβαν τα ιδρύματα από τους αντισυμβαλλομένους τους αφαιρείται από την εύλογη αξία συμψηφιστικού συνόλου με θετική εύλογη αξία, όταν η εξασφάλιση που λαμβάνεται ως περιθώριο διαφορών αποτίμησης μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ενεργητικού επιπέδου 1 σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη περί της οποίας το άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται σε αυτή την πράξη και εφόσον τα ιδρύματα νομικά δικαιούνται και λειτουργικά δύνανται να επαναχρησιμοποιούν αυτή την εξασφάλιση,

β)

κάθε περιθώριο διαφορών αποτίμησης που παρέχεται από τα ιδρύματα με τους αντισυμβαλλομένους τους, αφαιρείται από την εύλογη αξία του συμψηφιστικού συνόλου με αρνητική εύλογη αξία.

Άρθρο 428λθ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 50 %

Οι κατωτέρω υποχρεώσεις υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 50 %:

α)

ληφθείσες καταθέσεις που πληρούν τα κριτήρια λειτουργικών καταθέσεων που αναφέρονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

β)

υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που παρέχονται από:

i)

την κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

ii)

περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα,

iii)

οντότητες του δημόσιου τομέα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας,

iv)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και διεθνείς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 118,

v)

μη χρηματοπιστωτικούς εταιρικούς πελάτες,

vi)

πιστωτικές ενώσεις εγκεκριμένες από αρμόδια αρχή, προσωπικές εταιρείες επενδύσεων και πελάτες που είναι μεσίτες καταθέσεων, με εξαίρεση ληφθείσες καταθέσεις, που πληρούν τα κριτήρια λειτουργικών καταθέσεων που αναφέρονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1.

Άρθρο 428μ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 90 %

Οι καταθέσεις όψεως λιανικής, οι καταθέσεις λιανικής με καθορισμένη περίοδο προειδοποίησης μικρότερη του ενός έτους και οι προθεσμιακές καταθέσεις λιανικής με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που πληρούν τα σχετικά κριτήρια για λοιπές καταθέσεις λιανικής που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 90 %.

Άρθρο 428μα

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 95 %

Οι καταθέσεις όψεως λιανικής, οι καταθέσεις λιανικής με καθορισμένη περίοδο προειδοποίησης μικρότερη του ενός έτους και οι προθεσμιακές καταθέσεις λιανικής με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που πληρούν τα σχετικά κριτήρια για σταθερές καταθέσεις λιανικής που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 95 %.

Άρθρο 428μβ

Συντελεστής διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 100 %

Οι κατωτέρω υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά στοιχεία και μέσα υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 100 %:

α)

τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος πριν από τις προσαρμογές που απαιτούνται βάσει των άρθρων 32 έως 35, τις αφαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 36 και την εφαρμογή των εξαιρέσεων και εναλλακτικών δυνατοτήτων που ορίζονται στα άρθρα 48, 49 και 79,

β)

τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 του ιδρύματος πριν από την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 και πριν από την εφαρμογή του άρθρου 79 σε αυτά, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία θα μείωναν, σε περίπτωση άσκησής τους, την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

γ)

τα στοιχεία της κατηγορίας 2 του ιδρύματος πριν από τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66 και πριν από την εφαρμογή του άρθρου 79, με εναπομένουσα ληκτότητα ένα έτος τουλάχιστον, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία, σε περίπτωση άσκησής τους, θα μείωναν την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

δ)

οποιαδήποτε άλλα κεφαλαιακά μέσα του ιδρύματος με εναπομένουσα ληκτότητα ένα έτος τουλάχιστον, με εξαίρεση τυχόν μέσα με ρητά ή ενσωματωμένα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία, σε περίπτωση άσκησής τους, θα μείωναν την πραγματική εναπομένουσα ληκτότητα σε λιγότερο από ένα έτος,

ε)

οποιαδήποτε άλλα εξασφαλισμένα και μη εξασφαλισμένα δάνεια και υποχρεώσεις με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών καταθέσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 428λη έως 428μα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση για τον απλουστευμένο υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 428μγ

Απλουστευμένος υπολογισμός του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, για μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα, το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τη λογιστική αξία των διαφόρων κατηγοριών ή τύπων στοιχείων ενεργητικού και εκτός ισολογισμού στοιχείων επί τους κατάλληλους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2. Το συνολικό ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης είναι το άθροισμα των σταθμισμένων ποσών των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων.

2   Στοιχεία ενεργητικού που έχουν δανειστεί τα ιδρύματα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, που αντιμετωπίζονται λογιστικά στον ισολογισμό τους και επί των οποίων δεν έχουν πραγματική κυριότητα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης.

Στοιχεία ενεργητικού που έχουν δανειστεί τα ιδρύματα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, που δεν αντιμετωπίζονται λογιστικά στον ισολογισμό τους, αλλά επί των οποίων έχουν πραγματική κυριότητα, υπόκεινται στους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2.

3.   Στοιχεία ενεργητικού που έχουν παρασχεθεί από τα ιδρύματα ως δάνειο, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, επί των οποίων διατηρούν πραγματική κυριότητα, ακόμη και όταν δεν παραμένουν στον ισολογισμό τους, θεωρούνται βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου και υπόκεινται στους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2. Διαφορετικά, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης.

4.   Στα στοιχεία ενεργητικού που είναι βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα έξι μηνών ή μεγαλύτερη, εφαρμόζεται είτε ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται σύμφωνα με το τμήμα 2 στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, είτε ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται σε αυτά τα βεβαρημένα στοιχείου ενεργητικού, όποιος από τους δύο είναι υψηλότερος. Το ίδιο ισχύει όταν η εναπομένουσα ληκτότητα των βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού είναι συντομότερη από την εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής που αποτελεί πηγή επιβάρυνσης.

Στοιχεία ενεργητικού για τα οποία απομένουν λιγότεροι από έξι μήνες στην περίοδο επιβάρυνσης, υπόκεινται στους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που είναι εφαρμοστέοι σύμφωνα με το τμήμα 2 στα ίδια στοιχεία ενεργητικού, εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα.

5.   Εάν ένα ίδρυμα επαναχρησιμοποιεί ή ενεχυριάζει εκ νέου στοιχείο ενεργητικού που ήταν αντικείμενο δανεισμού, μεταξύ άλλων σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, και το οποίο αντιμετωπίζεται λογιστικά εκτός ισολογισμού, η συναλλαγή στην οποία το εν λόγω στοιχείο ενεργητικού αποτέλεσε αντικείμενο δανεισμού θεωρείται βεβαρημένη στον βαθμό που δεν μπορεί να λήξει χωρίς το ίδρυμα να επιστρέψει το στοιχείο ενεργητικού που ελήφθη ως δάνειο.

6.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού θεωρούνται μη βεβαρημένα:

α)

στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε μια ομάδα και είναι διαθέσιμα για άμεση χρήση ως εξασφάλιση για την άντληση πρόσθετης χρηματοδότησης στο πλαίσιο δεσμευμένων ή, όταν η ομάδα τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικής τράπεζας, μη δεσμευμένων αλλά όχι ακόμη χρηματοδοτούμενων πιστωτικών γραμμών που είναι διαθέσιμες στο ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού που τοποθετούνται από πιστωτικό ίδρυμα με το κεντρικό ίδρυμα σε δίκτυο συνεργασίας ή θεσμικό σύστημα προστασίας,

β)

στοιχεία ενεργητικού τα οποία το ίδρυμα έχει λάβει ως εξασφάλιση για σκοπούς μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στο πλαίσιο πιστοδοτήσεων με εξασφάλιση, συναλλαγές εξασφαλισμένης χρηματοδότησης ή συναλλαγές ανταλλαγής εξασφαλίσεων και τα οποία το ίδρυμα μπορεί να διαθέσει,

γ)

στοιχεία ενεργητικού που επισυνάπτονται ως μη υποχρεωτική υπερεξασφάλιση σε έκδοση καλυμμένων ομολόγων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα στοιχεία ενεργητικού εντός της ομάδας είναι βεβαρημένα κατά σειρά αύξουσας ρευστότητας με βάση την κατάταξη της ρευστότητας δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, με αφετηρία τα στοιχεία ενεργητικού που δεν είναι επιλέξιμα για το απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας.

7.   Στην περίπτωση μη τυποποιημένων, προσωρινών πράξεων που πραγματοποιεί η ΕΚΤ ή η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή η κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή της σε περίοδο ακραίων οικονομικών συνθηκών για ολόκληρη την αγορά ή σε εξαιρετικές μακροοικονομικές περιστάσεις, τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού μπορούν να λάβουν μειωμένο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης:

α)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 428μθ και από το άρθρο 428νβ παράγραφος 1 στοιχείο α), στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για τις πράξεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο,

β)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 428μθ και από το άρθρο 428να στοιχείο β), ποσά που προκύπτουν από τις πράξεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν, σε συμφωνία με την κεντρική τράπεζα που είναι ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή, τον κατάλληλο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται στα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β). Για τα βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζεται δεν είναι μικρότερος από τον συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν δυνάμει του τμήματος 2 στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν αυτά κατέχονταν μη βεβαρημένα.

Κατά την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τον αντίκτυπο του εν λόγω μειωμένου συντελεστή επί των θέσεων σταθερής χρηματοδότησης των ιδρυμάτων και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα εποπτείας όπου απαιτείται.

8.   Τα ιδρύματα εξαιρούν στοιχεία ενεργητικού που συνδέονται με εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται ως παρεχόμενο περιθώριο διαφορών αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 428ια παράγραφος 4 στοιχείο β) και το άρθρο 428λδ παράγραφος 2, ή ως παρεχόμενο αρχικό περιθώριο ασφάλειας ή ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με το άρθρο 428λγ στοιχεία α) και β), από άλλα μέρη του υπολογισμού του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν διπλές καταγραφές.

9.   Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα για τα οποία έχει εκτελεστεί εντολή αγοράς. Εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα για τα οποία έχει εκτελεστεί εντολή πώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν αντικατοπτρίζονται ως παράγωγα ή συναλλαγές εξασφαλισμένης χρηματοδότησης στον ισολογισμό των ιδρυμάτων και ότι οι εν λόγω συναλλαγές θα αντικατοπτρίζονται στον ισολογισμό των ιδρυμάτων όταν διακανονιστούν.

10.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης προς εφαρμογή στα ανοίγματα εκτός ισολογισμού που δεν αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο, ώστε να διασφαλίσουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλο ποσό διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης για το μέρος των εν λόγω ανοιγμάτων που αναμένεται να απαιτήσει χρηματοδότηση εντός του ορίζοντα ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης. Προκειμένου να προσδιορίσουν τους εν λόγω συντελεστές, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν ιδίως υπόψη τους τις ουσιώδεις ζημίες στη φήμη του ιδρύματος που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μη παροχή της εν λόγω χρηματοδότησης.

Οι αρμόδιες αρχές αναφέρουν στην ΕΑΤ τα είδη των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων για τα οποία έχουν προσδιορίσει συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Στην αναφορά περιλαμβάνουν επεξήγηση της μεθοδολογίας που εφάρμοσαν για τον προσδιορισμό των συντελεστών αυτών.

Άρθρο 428μδ

Εναπομένουσα ληκτότητα στοιχείου ενεργητικού

1.   Εκτός αν άλλως ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους και των εκτός ισολογισμού συναλλαγών κατά τον προσδιορισμό των συντελεστών απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία δυνάμει του τμήματος 2.

2.   Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τα στοιχεία ενεργητικού που έχουν διαχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ανάλογα με το υποκείμενο άνοιγμα των στοιχείων αυτών. Τα ιδρύματα, ωστόσο, υποβάλλουν τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού σε υψηλότερους συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης, ανάλογα με τη διάρκεια των βαρών που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες εξετάζουν αν το ίδρυμα μπορεί να διαθέτει ελεύθερα ή να ανταλλάσσει τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού· επίσης εξετάζουν τη διάρκεια των υποχρεώσεων προς τους πελάτες του ιδρύματος, τους οποίους αφορά αυτή η απαίτηση διαχωρισμού.

3.   Κατά τον υπολογισμό της εναπομένουσας ληκτότητας ενός στοιχείου ενεργητικού, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα προαίρεσης, με βάση την παραδοχή ότι ο εκδότης ή ο αντισυμβαλλόμενος θα ασκήσει κάθε δικαίωμα προαίρεσης προκειμένου να επεκτείνει τη ληκτότητα του στοιχείου ενεργητικού. Για δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, το ίδρυμα και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη λόγους φήμης που ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα του ιδρύματος να μην ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης, ιδίως τις προσδοκίες των αγορών και των πελατών ότι το ίδρυμα θα παρατείνει τη ληκτότητα ορισμένων στοιχείων ενεργητικού κατά την ημερομηνία λήξης τους.

4.   Προκειμένου να καθοριστούν οι συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το τμήμα 2, για την αποπληρωμή δανείων με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, τα μέρη που λήγουν σε λιγότερο από έξι μήνες και σε διάστημα μεταξύ έξι μηνών και κάτω του ενός έτους θεωρείται ότι έχει εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών και μεταξύ έξι μηνών και κάτω του ενός έτους, αντιστοίχως.

Τμήμα 2

Συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης

Άρθρο 428με

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 0 %

1.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 0 %:

α)

μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως υψηλής ποιότητας ρευστά στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1 δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται σε αυτή την κατ' εξουσιοδότηση πράξη και ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

όλα τα αποθεματικά που διατηρούνται από το ίδρυμα στην ΕΚΤ ή στην κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή στην κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων αποθεματικών και πλεοναζόντων αποθεματικών,

γ)

όλες οι απαιτήσεις έναντι της ΕΚΤ, της κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους ή της κεντρικής τράπεζας τρίτης χώρας με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών,

δ)

στοιχεία ενεργητικού που κατηγοριοποιούνται ως αλληλοεξαρτώμενα με υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 428στ.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν, κατόπιν συμφωνίας με την αντίστοιχη κεντρική τράπεζα, την εφαρμογή υψηλότερου συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης στα απαιτούμενα αποθεματικά, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την έκταση στην οποία υπάρχουν απαιτήσεις όσον αφορά τα αποθεματικά για χρονικό ορίζοντα ενός έτους και, ως εκ τούτου, απαιτείται σχετική σταθερή χρηματοδότηση.

Για τις θυγατρικές των οποίων η καταστατική έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα, στην περίπτωση που τα απαιτούμενα αποθεματικά κεντρικών τραπεζών υπόκεινται σε υψηλότερο συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης βάσει της απαίτησης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που ορίζει το εθνικό δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, ο εν λόγω υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της ενοποίησης.

Άρθρο 428μστ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 %

1.   Το μη αναληφθέν μέρος δεσμευμένων πιστωτικών και ταμειακών διευκολύνσεων που προσδιορίζεται στη κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1 υπόκειται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 %.

2.   Για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα συμβάσεων παραγώγων, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 5 % στην απόλυτη εύλογη αξία αυτών των συμψηφιστικών συνόλων των συμβάσεων παραγώγων, εξαιρουμένων τυχόν εξασφαλίσεων που παρέχονται, εφόσον τα εν λόγω συμψηφιστικά σύνολα έχουν αρνητική εύλογη αξία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα προσδιορίζουν την εύλογη αξία χωρίς τις τυχόν εξασφαλίσεις που παρέχονται ή πληρωμές διακανονισμού και εισπράξεις που συνδέονται με μεταβολές στην αποτίμηση αγοράς τέτοιων συμβάσεων.

Άρθρο 428μζ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 10 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 10 %:

α)

μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένα ομόλογα επιπέδου 1 δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη,

β)

εκτός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 428μη

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 20 %

Μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Α δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και μη βεβαρημένες μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ δυνάμει της εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξης, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 20 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 428μθ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 50 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 50 %:

α)

εξασφαλισμένα και μη εξασφαλισμένα δάνεια με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους και εφόσον επιβαρύνονται με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους,

β)

οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ενεργητικού με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 428με έως 428μη,

γ)

στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον έξι μήνες αλλά μικρότερη του ενός έτους, εκτός εάν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα εφαρμοζόταν υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 428ν, 428να και 428νβ εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, οπότε ισχύει ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα.

Άρθρο 428ν

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 55 %

Στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2Β δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕ δυνάμει της εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξης, υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 55 %, ασχέτως του εάν συμμορφούνται προς τις λειτουργικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας, όπως ορίζονται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη, υπό τον όρο ότι επιβαρύνονται με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους.

Άρθρο 428να

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 85 %

Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 85 %:

α)

τυχόν στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων των μετρητών, που παρέχονται ως αρχικό περιθώριο για τις συμβάσεις παραγώγων ή παρέχονται ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα εφαρμοζόταν υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 428νβ εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα, οπότε ισχύει ο υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που θα εφαρμοζόταν στα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού εάν κατέχονταν μη βεβαρημένα,

β)

μη βεβαρημένα δάνεια με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, εξαιρουμένων των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς πελάτες, που δεν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών,

γ)

εντός ισολογισμού προϊόντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εμπορίου με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον,

δ)

μη βεβαρημένοι τίτλοι με εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον που δεν είναι σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 και που δεν είναι επιλέξιμοι ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

ε)

μη βεβαρημένες μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο που δεν είναι επιλέξιμες ως στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 2B δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1,

στ)

εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο υλικής εμπορικής συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, με εξαίρεση τα παράγωγα επί εμπορευμάτων.

Άρθρο 428νβ

Συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 %

1.   Τα ακόλουθα στοιχεία ενεργητικού υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 %:

α)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού βεβαρημένα για εναπομένουσα ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον,

β)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού εκτός εκείνων που αναφέρονται στα άρθρα 428με έως 428να, συμπεριλαμβανομένων των δανείων σε χρηματοπιστωτικούς πελάτες με εναπομένουσα συμβατική ληκτότητα ενός έτους τουλάχιστον, μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στοιχείων που αφαιρούνται από ίδια κεφάλαια, πάγιων στοιχείων ενεργητικού, μη διαπραγματεύσιμων σε χρηματιστήριο μετοχών, διατηρούμενου συμφέροντος, ασφαλιστικών στοιχείων ενεργητικού, τίτλων σε αθέτηση.

2.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 100 % στη διαφορά, εάν είναι θετική, μεταξύ του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με θετική εύλογη αξία και του αθροίσματος των ευλόγων αξιών σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αρνητική εύλογη αξία, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 428δ.

Για τον υπολογισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που έλαβαν τα ιδρύματα από τους αντισυμβαλλομένους τους αφαιρείται από την εύλογη αξία συμψηφιστικού συνόλου με θετική εύλογη αξία, όταν η εξασφάλιση που λαμβάνεται ως περιθώριο διαφορών αποτίμησης μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ενεργητικού επιπέδου 1 δυνάμει της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, εξαιρουμένων των εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένων ομολόγων που προσδιορίζονται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη και εφόσον τα ιδρύματα νομικά δικαιούνται και λειτουργικά δύνανται να επαναχρησιμοποιούν αυτή την εξασφάλιση,

β)

κάθε περιθώριο διαφορών αποτίμησης που παρέχεται από τα ιδρύματα με τους αντισυμβαλλομένους τους, αφαιρείται από την εύλογη αξία του συμψηφιστικού συνόλου με αρνητική εύλογη αξία.».

117)

Το έβδομο μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ

ΜΟΧΛΕΥΣΗ

Άρθρο 429

Υπολογισμός του δείκτη μόχλευσης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον δείκτη μόχλευσής τους σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.   Ο δείκτης μόχλευσης υπολογίζεται ως το μέτρο κεφαλαίου ενός ιδρύματος διαιρούμενο με το μέτρο συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος αυτού και εκφράζεται ως ποσοστό.

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον δείκτη μόχλευσης κατά την ημερομηνία αναφοράς για την υποβολή αναφορών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το μέτρο του κεφαλαίου είναι το κεφάλαιο της κατηγορίας 1.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το μέτρο του συνολικού ανοίγματος είναι το άθροισμα των αξιών ανοίγματος των εξής:

α)

των στοιχείων ενεργητικού, εκτός από τις συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II, πιστωτικών παραγώγων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 429ε και υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 429β παράγραφος 1,

β)

των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και των πιστωτικών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων και των πιστωτικών παραγώγων που είναι εκτός ισολογισμού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με τα άρθρα 429γ και 429δ,

γ)

των προσαυξήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εκτός ισολογισμού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 429ε,

δ)

των στοιχείων εκτός ισολογισμού, με εξαίρεση τις συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II, τα πιστωτικά παράγωγα, τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων και τις θέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 429δ και 429ζ, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 429στ,

ε)

των αγορών ή πωλήσεων κανονικής παράδοσης (regular-way) εν αναμονή διακανονισμού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 429ζ.

Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), ανάλογα με την περίπτωση.

Τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν τις αξίες ανοίγματος που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και δ) κατά το αντίστοιχο ποσό των γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου σε στοιχεία εντός και εκτός ισολογισμού, αντίστοιχα, με κατώτατο όριο 0 όταν οι προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου έχουν μειώσει το κεφάλαιο της κατηγορίας 1.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 στοιχείο δ), ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

παράγωγο μέσο που θεωρείται ως στοιχείο εκτός ισολογισμού σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο δ), αλλά έχει μεταχείριση παραγώγου σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, υπόκειται στη μεταχείριση που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο,

β)

όταν ένας πελάτης ιδρύματος που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος προβαίνει απευθείας σε συναλλαγή παραγώγων με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και το ίδρυμα εγγυάται την εκτέλεση των συναλλακτικών ανοιγμάτων του πελάτη έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που προκύπτουν από τη συναλλαγή αυτή, το ίδρυμα υπολογίζει το άνοιγμα που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β), ως εάν το εν λόγω ίδρυμα να είχε προβεί άμεσα στη συναλλαγή με τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της παραλαβής ή της παροχής περιθωρίου διαφορών αποτίμησης τοις μετρητοίς.

Η μεταχείριση που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) εφαρμόζεται επίσης σε ένα ίδρυμα που ενεργεί ως πελάτης ανωτέρου επιπέδου που εγγυάται την εκτέλεση των συναλλακτικών ανοιγμάτων του πελάτη του.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν μια συνδεδεμένη οντότητα ως πελάτη μόνον εάν η εν λόγω οντότητα είναι εκτός του ρυθμιστικού πεδίου εφαρμογής της ενοποίησης στο επίπεδο στο οποίο εφαρμόζεται η απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

6.   Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 429ζ, ως “αγορά ή πώληση κανονικής παράδοσης” νοείται η αγορά ή η πώληση τίτλου στο πλαίσιο συμβάσεων των οποίων οι όροι απαιτούν παράδοση του τίτλου εντός της περιόδου που καθορίζεται γενικά εκ του νόμου ή κατά συνθήκη στην οικεία αγορά.

7.   Εάν δεν προβλέπεται κατά ρητό τρόπο άλλως στο παρόν μέρος, τα ιδρύματα υπολογίζουν το μέτρο του συνολικού ανοίγματος σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

οι εμπράγματες ή χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, εγγυήσεις ή μείωση του πιστωτικού κινδύνου που αγοράζονται δεν χρησιμοποιούνται για τη μείωση του μέτρου του συνολικού ανοίγματος,

β)

τα στοιχεία ενεργητικού δεν συμψηφίζονται με τις υποχρεώσεις.

8.   Κατά παρέκκλιση από τηn παράγραφο 7 στοιχείο β), τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν την αξία ανοίγματος μιας προχρηματοδότησης δανείου ή ενός ενδιάμεσου δανείου κατά το θετικό υπόλοιπο του λογαριασμού ταμιευτηρίου του οφειλέτη στον οποίον χορηγείται το δάνειο, και να περιλάβουν μόνο το ποσό που θα προκύψει στο μέτρο του συνολικού ανοίγματος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το δάνειο χορηγείται υπό τον όρο ότι ο λογαριασμός ταμιευτηρίου θα ανοιχτεί στο ίδρυμα που χορηγεί το δάνειο και το δάνειο και ο λογαριασμός ταμιευτηρίου διέπονται από το ίδιο τομεακό δίκαιο,

β)

το υπόλοιπο του λογαριασμού ταμιευτηρίου δεν μπορεί να αναληφθεί, εν μέρει ή πλήρως, από τον οφειλέτη για όλη τη διάρκεια του δανείου,

γ)

το ίδρυμα μπορεί άνευ όρων και αμετακλήτως να χρησιμοποιεί το υπόλοιπο του λογαριασμού ταμιευτηρίου για τον διακανονισμό τυχόν απαιτήσεων που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση σε περιπτώσεις ρυθμιζόμενες από την τομεακή νομοθεσία που αναφέρεται στο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων μη πληρωμής εκ μέρους του οφειλέτη ή αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Ως “προχρηματοδότηση δανείου” ή “ενδιάμεσο δάνειο” νοείται δάνειο που χορηγείται στον δανειολήπτη για περιορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να γεφυρωθούν τα κενά χρηματοδότησής του έως ότου του χορηγηθεί το τελικό δάνειο σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο τομεακό δίκαιο για τη ρύθμιση πράξεων αυτού του είδους.

Άρθρο 429α

Ανοίγματα που εξαιρούνται από το μέτρο συνολικού ανοίγματος

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 429 παράγραφος 4, τα ιδρύματα δύνανται να εξαιρούν οποιαδήποτε από τα ακόλουθα ανοίγματα από το μέτρο συνολικού ανοίγματός τους:

α)

τα ποσά που αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ),

β)

τα στοιχεία ενεργητικού που αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό του μέτρου κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 3,

γ)

ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 6 ή 7,

δ)

σε περίπτωση που το ίδρυμα αποτελεί δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα, τα ανοίγματα που προκύπτουν από στοιχεία ενεργητικού που συνιστούν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα σε σχέση με επενδύσεις του δημόσιου τομέα και προνομιακά δάνεια,

ε)

όπου το ίδρυμα δεν αποτελεί δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα, τα τμήματα των ανοιγμάτων που προκύπτουν από προνομιακά δάνεια άμεσης επανεκχώρησης σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα,

στ)

τα καλυπτόμενα από την εγγύηση μέρη των ανοιγμάτων που προκύπτουν από εξαγωγικές πιστώσεις που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η εγγύηση παρέχεται από επιλέξιμο πάροχο μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 201 και 202, συμπεριλαμβανομένων οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων ή κεντρικών κυβερνήσεων,

ii)

εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % στο εγγυημένο τμήμα του ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2 ή 4 ή το άρθρο 116 παράγραφος 4,

ζ)

εάν το ίδρυμα που είναι εκκαθαριστικό μέλος αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα συναλλακτικά ανοίγματα του εν λόγω ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι εκκαθαρίζονται με τον εν λόγω αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και πληρούν τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 306 παράγραφος 1 στοιχείο γ),

η)

εάν ένα ίδρυμα είναι πελάτης ανώτερου επιπέδου στο πλαίσιο πολυεπίπεδης διάρθρωσης πελατών, τα συναλλακτικά ανοίγματα στο εκκαθαριστικό μέλος ή σε οντότητα που λειτουργεί ως ανώτερου επιπέδου πελάτης του εν λόγω ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 305 παράγραφος 2 και εφόσον το ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη του για ζημίες που υφίσταται σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από το εκκαθαριστικό μέλος ή τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

θ)

εμπιστευματικά στοιχεία ενεργητικού τα οποία πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

αναγνωρίζονται στον ισολογισμό του ιδρύματος κατά τις εθνικές γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

ii)

πληρούν τα κριτήρια για μη αναγνώριση που ορίζονται στο διεθνές πρότυπο χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) 9, όπως ισχύουν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002,

iii)

πληρούν τα κριτήρια για μη ενοποίηση που ορίζονται στο ΔΠΧΑ 10, όπως ισχύουν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, κατά περίπτωση,

ι)

ανοίγματα που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

πρόκειται για ανοίγματα σε οντότητα του δημόσιου τομέα,

ii)

έχουν μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,

iii)

προκύπτουν από καταθέσεις τις οποίες το ίδρυμα υποχρεούται εκ του νόμου να μεταβιβάσει στην οντότητα του δημόσιου τομέα που αναφέρεται στο σημείο i) για το σκοπό της χρηματοδότησης επενδύσεων δημοσίου συμφέροντος,

ια)

οι επιπλέον εξασφαλίσεις που κατατίθενται σε τριμερείς εντολοδόχους που δεν έχουν εκμισθωθεί,

ιβ)

όταν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, ένα ίδρυμα αναγνωρίζει το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης που καταβάλλεται σε μετρητά στον αντισυμβαλλόμενο ως εισπρακτέο στοιχείο ενεργητικού, το εισπρακτέο στοιχείο ενεργητικού, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 429γ παράγραφος 3 στοιχεία α) έως ε),

ιγ)

τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από παραδοσιακές τιτλοποιήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη σημαντική μεταφορά κινδύνου που ορίζονται στο άρθρο 244 παράγραφος 2,

ιδ)

τα ακόλουθα ανοίγματα στην κεντρική τράπεζα του ιδρύματος που πραγματοποιήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της εξαίρεσης και υπό τους όρους που προσδιορίζονται στις παραγράφους 5 και 6:

i)

κέρματα και τραπεζογραμμάτια που συνιστούν νόμιμο νόμισμα στη δικαιοδοσία της κεντρικής τράπεζας,

ii)

στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι της κεντρικής τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων αποθεματικών στην κεντρική τράπεζα,

ιε)

όταν το ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 και το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, τα ανοίγματα του ιδρύματος που οφείλονται σε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που απαριθμούνται στο στοιχείο α) του τμήματος Γ του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού που σχετίζονται άμεσα με τις βασικές ή επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του εν λόγω παραρτήματος,

ιστ)

όταν το ίδρυμα ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, τα ανοίγματα του ιδρύματος που οφείλονται σε υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που απαριθμούνται στο στοιχείο α) του τμήματος Γ του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού που σχετίζονται άμεσα με τις βασικές ή επικουρικές υπηρεσίες κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του εν λόγω παραρτήματος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ιγ), το ίδρυμα περιλαμβάνει τυχόν διακρατούμενα ανοίγματα στο μέτρο συνολικού ανοίγματος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία δ) και ε), ως “δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα” νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει συσταθεί από την κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή κράτους μέλους,

β)

η δραστηριότητά του περιορίζεται στην προώθηση καθορισμένων στόχων χρηματοοικονομικής, κοινωνικής ή οικονομικής δημόσιας πολιτικής σύμφωνα με τους νόμους και τις διατάξεις που διέπουν το εν λόγω ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού του, σε μη ανταγωνιστική βάση,

γ)

ο στόχος του δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους ή του μεριδίου της αγοράς,

δ)

με την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, η κεντρική κυβέρνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση ή η τοπική αρχή έχει υποχρέωση να προστατεύει τη βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εγγυάται, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το 90 % των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, των απαιτήσεων χρηματοδότησης ή των χορηγούμενων προνομιακών δανείων,

ε)

δεν δέχεται καλυπτόμενες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ ή στην εθνική νομοθεσία που θέτει σε εφαρμογή την εν λόγω οδηγία, οι οποίες είναι δυνατόν να κατατάσσονται στις προθεσμιακές καταθέσεις ή στις αποταμιευτικές καταθέσεις καταναλωτών, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13).

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), οι στόχοι δημόσιας πολιτικής μπορεί να περιλαμβάνουν την παροχή χρηματοδότησης για προωθητικούς σκοπούς ή για σκοπούς ανάπτυξης σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς ή γεωγραφικές περιοχές του οικείου κράτους μέλους.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία δ) και ε) και με την επιφύλαξη του κανόνων της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και των υποχρεώσεων των κρατών μελών εντός του πλαισίου αυτού, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατόπιν αιτήματος ενός ιδρύματος, να αντιμετωπίζουν μια οργανωτικά, διαρθρωτικά και οικονομικά ανεξάρτητη και αυτόνομη μονάδα του εν λόγω ιδρύματος ως δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα, υπό τον όρο ότι η μονάδα πληροί όλους τους όρους που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο και ότι η εν λόγω αντιμετώπιση δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, του εν λόγω ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΤ οποιαδήποτε απόφαση να αντιμετωπίζεται, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, μια μονάδα ενός ιδρύματος ως δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα. Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει ετησίως την εν λόγω απόφαση.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία δ) και ε) και της παραγράφου 2 στοιχείο δ), ως προνομιακό δάνειο νοείται δάνειο που χορηγείται από δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα ή οντότητα που έχει συσταθεί από την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή ενός κράτους μέλους, άμεσα ή μέσω ενδιάμεσου πιστωτικού ιδρύματος, σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης, της περιφερειακής κυβέρνησης ή της τοπικής αρχής σε ένα κράτος μέλος.

4.   Τα ιδρύματα δεν εξαιρούν τα συναλλακτικά ανοίγματα που αναφέρονται στα στοιχεία ζ) και η) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 429 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο.

5.   Τα ιδρύματα δύνανται να εξαιρούν τα ανοίγματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 στοιχείο ιδ) όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αρμόδια αρχή του ιδρύματος έχει διαπιστώσει, κατόπιν διαβούλευσης με την οικεία κεντρική τράπεζα, και έχει δηλώσει δημοσίως ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεση προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή νομισματικών πολιτικών,

β)

η εξαίρεση χορηγείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα ενός έτους το ανώτατο.

6.   Τα εξαιρετέα δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ιδ) ανοίγματα πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα με τις καταθέσεις που δέχεται το ίδρυμα,

β)

η μέση ληκτότητά τους δεν υπερβαίνει κατά πολύ τη μέση ληκτότητα των καταθέσεων που δέχεται το ίδρυμα.

7.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ), όταν ένα ίδρυμα εξαιρεί τα ανοίγματα που αναφέρονται στο στοιχείο ιδ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ανά πάσα στιγμή πληροί την ακόλουθη απαίτηση για προσαρμοσμένο δείκτη μόχλευσης για όσο διαρκεί η εξαίρεση:

Formula

όπου:

aLR

=

ο προσαρμοσμένος δείκτης μόχλευσης,

EMLR

=

το μέτρο συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος όπως ορίζεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων που εξαιρούνται σύμφωνα με το στοιχείο ιδ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και

CB

=

το ποσό των ανοιγμάτων που εξαιρούνται σύμφωνα με το στοιχείο ιδ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 429β

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού, εξαιρουμένων των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, των πιστωτικών παραγώγων και των θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 429ε, σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

αξία ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού είναι η αξία ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος,

β)

οι συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων δεν συμψηφίζονται.

2.   Συμφωνία συγκέντρωσης μετρητών που προσφέρεται από ένα ίδρυμα δεν παραβιάζει τον όρο που προβλέπεται στο άρθρο 429 παράγραφος 7 στοιχείο β) μόνο εάν η συμφωνία πληροί σωρευτικά τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα που προσφέρει τη συμφωνία συγκέντρωσης μετρητών μεταφέρει τα πιστωτικά και χρεωστικά υπόλοιπα διάφορων ατομικών λογαριασμών οντοτήτων ενός ομίλου που περιλαμβάνονται στη συμφωνία («αρχικοί λογαριασμοί») σε χωριστό, ενιαίο λογαριασμό και, ως εκ τούτου, καθορίζει το υπόλοιπο των αρχικών λογαριασμών στο μηδέν,

β)

το ίδρυμα εκτελεί τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου σε καθημερινή βάση.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 3, ως «συμφωνία συγκέντρωσης μετρητών» νοείται συμφωνία βάσει της οποίας τα πιστωτικά ή χρεωστικά υπόλοιπα διάφορων ατομικών λογαριασμών συνδυάζονται για σκοπούς διαχείρισης μετρητών ή ρευστότητας.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μια συμφωνία συγκέντρωσης μετρητών που δεν πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, αλλά πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στο στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου, δεν παραβιάζει την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 429 παράγραφος 7 στοιχείο β), υπό τον όρο ότι η συμφωνία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα έχει νομικά εκτελεστό δικαίωμα να συμψηφίσει το υπόλοιπο των αρχικών λογαριασμών μέσω της μεταφοράς σε έναν ενιαίο λογαριασμό σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή,

β)

δεν υπάρχουν αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ των υπολοίπων των αρχικών λογαριασμών,

γ)

το ίδρυμα χρεώνει ή καταβάλλει τόκους με βάση το συνδυασμένο υπόλοιπο των αρχικών λογαριασμών,

δ)

η αρμόδια αρχή του ιδρύματος θεωρεί ότι η συχνότητα με την οποία μεταφέρονται όλα τα υπόλοιπα των αρχικών λογαριασμών επαρκεί για τον σκοπό της συμπερίληψης μόνο του συνδυασμένου υπολοίπου της συμφωνίας συγκέντρωσης μετρητών στο μέτρο συνολικού ανοίγματος.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων σε μετρητά στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο σε καθαρή βάση, μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συναλλαγές έχουν την ίδια ρητή τελική ημερομηνία διακανονισμού,

β)

το δικαίωμα συμψηφισμού του ποσού που οφείλεται στον αντισυμβαλλόμενο με το ποσό που οφείλεται από τον αντισυμβαλλόμενο είναι νομικά εκτελεστό στο πλαίσιο της κανονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και σε περίπτωση αθέτησης, αφερεγγυότητας και πτώχευσης,

γ)

οι αντισυμβαλλόμενοι προτίθενται να προβούν σε διακανονισμό σε καθαρή βάση ή σε ταυτόχρονο διακανονισμό ή οι συναλλαγές υπόκεινται σε μηχανισμό διακανονισμού που οδηγεί στο λειτουργικό ισοδύναμο του καθαρού διακανονισμού.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο γ), τα ιδρύματα μπορούν να θεωρούν ότι ένας μηχανισμός διακανονισμού οδηγεί στο λειτουργικό ισοδύναμο του καθαρού διακανονισμού μόνον εφόσον, κατά την ημερομηνία διακανονισμού, το καθαρό αποτέλεσμα των ταμειακών ροών των συναλλαγών στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού ισούται με το ενιαίο καθαρό ποσό βάσει του καθαρού διακανονισμού και πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συναλλαγές διακανονίζονται μέσω του ίδιου συστήματος διακανονισμού ή μέσω συστημάτων διακανονισμού που χρησιμοποιούν κοινή υποδομή διακανονισμού,

β)

οι ρυθμίσεις διακανονισμού υποστηρίζονται από μετρητά ή διευκολύνσεις ενδοημερήσιας πίστωσης που έχουν ως στόχο να εξασφαλιστεί ότι ο διακανονισμός των συναλλαγών θα επιτευχθεί μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας,

γ)

τυχόν θέματα που προκύπτουν από τα σκέλη των τίτλων των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων δεν παρεμποδίζουν την ολοκλήρωση του καθαρού διακανονισμού των απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε μετρητά.

Η προϋπόθεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) πληρούται μόνον όταν η αδυναμία οποιασδήποτε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων στον μηχανισμό εκκαθάρισης μπορεί να καθυστερήσει τον διακανονισμό μόνο του αντίστοιχου σκέλους μετρητών ή μπορεί να δημιουργήσει υποχρέωση για τον μηχανισμό εκκαθάρισης, η οποία υποστηρίζεται από σχετική πιστωτική διευκόλυνση.

Σε περίπτωση αδυναμίας του σκέλους των τίτλων μιας συναλλαγής χρηματοδότησης τίτλων στον μηχανισμό εκκαθάρισης κατά τη λήξη του χρονικού παραθύρου για διακανονισμό στον μηχανισμό εκκαθάρισης, τα ιδρύματα χωρίζουν την εν λόγω συναλλαγή και το αντίστοιχο σκέλος μετρητών από το συμψηφιστικό σύνολο και τα αντιμετωπίζουν σε ακαθάριστη βάση.

Άρθρο 429γ

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος παραγώγων

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των συμβάσεων παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ και των πιστωτικών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εκτός ισολογισμού, σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3.

Κατά τον υπολογισμό της αξίας του ανοίγματος τα ιδρύματα δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις των συμβάσεων ανανέωσης οφειλής και άλλων συμφωνιών συμψηφισμού, σύμφωνα με το άρθρο 295. Τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη τον συμψηφισμό μεταξύ προϊόντων, αλλά δύνανται να συμψηφίζουν στην κατηγορία των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 272 σημείο 25) στοιχείο γ) και τα πιστωτικά παράγωγα, όταν υπόκεινται σε συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων όπως αναφέρεται στο άρθρο 295 στοιχείο γ).

Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στο μέτρο συνολικού ανοίγματος πωληθέντα δικαιώματα προαίρεσης, ακόμη και όταν η αξία ανοίγματός τους μπορεί να καθοριστεί στο μηδέν σύμφωνα με την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 274 παράγραφος 5.

2.   Σε περίπτωση που η παροχή εξασφαλίσεων που σχετίζονται με συμβάσεις παραγώγων μειώνει το ποσό των στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, τα ιδρύματα αντιστρέφουν τη μείωση αυτή.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα που υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης των συμβάσεων παραγώγων σύμφωνα με το άρθρο 275 μπορούν να αναγνωρίζουν μόνο τις ληφθείσες εξασφαλίσεις σε μετρητά από τους αντισυμβαλλομένους τους ως το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 275, όταν το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο δεν έχει ήδη αναγνωρίσει το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης ως μείωση της αξίας ανοίγματος και όταν πληρούνται σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

για τις συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται μέσω αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα μετρητά που εισπράττονται από τον αποδέκτη αντισυμβαλλόμενο δεν είναι διαχωρισμένα,

β)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης υπολογίζεται και ανταλλάσσεται τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, με αποτίμηση των θέσεων των παραγώγων στις τρέχουσες τιμές της αγοράς,

γ)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που εισπράττεται είναι σε νόμισμα που ορίζεται στη σύμβαση παραγώγου, στην εφαρμοστέα σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, στο παράρτημα πιστωτικής στήριξης της αποδεκτής συμφωνίας-πλαισίου συμψηφισμού ή όπως ορίζεται από τυχόν συμφωνία συμψηφισμού με αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

δ)

το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που εισπράττεται είναι ολόκληρο το ποσό που θα χρειαζόταν προκειμένου να εξαλειφθεί το άνοιγμα του παραγώγου βάσει των τρεχουσών τιμών της σύμβασης υποκείμενου σε κατώτατο όριο και σε ελάχιστα ποσά μεταφοράς που ισχύουν για τον αντισυμβαλλόμενο,

ε)

η σύμβαση παραγώγου και το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση αυτή καλύπτονται από μια ενιαία σύμβαση συμψηφισμού την οποία το ίδρυμα μπορεί να αντιμετωπίζει ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 295.

Όταν ένα ίδρυμα παρέχει εξασφαλίσεις σε μετρητά σε αντισυμβαλλόμενο και η εν λόγω εξασφάλιση πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ε), το ίδρυμα θεωρεί την εν λόγω εξασφάλιση ως το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης που παρέχεται στον αντισυμβαλλόμενο και το περιλαμβάνει στον υπολογισμό του κόστους αντικατάστασης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), ένα ίδρυμα θεωρείται ότι πληροί την προϋπόθεση που καθορίζεται σε αυτό, εφόσον το περιθώριο διαφοράς αποτίμησης ανταλλάσσεται το πρωί της ημέρας διαπραγμάτευσης που ακολουθεί την ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία έχει συναφθεί η σύμβαση παραγώγων και η ανταλλαγή γίνεται με βάση την αξία της σύμβασης στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης κατά την οποία έχει συναφθεί η σύμβαση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), σε περίπτωση που προκύψει διαφορά περιθωρίου, τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν το ποσό των μη αμφισβητούμενων εξασφαλίσεων που έχουν ανταλλαχθεί.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δεν περιλαμβάνουν τις ληφθείσες εξασφαλίσεις στον υπολογισμό του NICA, όπως ορίζεται στο άρθρο 272 σημείο 12α), εκτός από την περίπτωση των συμβάσεων παραγώγων με πελάτες, εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις εκκαθαρίζονται από αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα ορίζουν την τιμή του συντελεστή που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 278 παράγραφος 1 σε ένα, εκτός από την περίπτωση των συμβάσεων παραγώγων με πελάτες, εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις εκκαθαρίζονται από αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 4 ή 5 για να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ σημεία 1 και 2, αλλά μόνο εάν χρησιμοποιούν την εν λόγω μέθοδο και για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος των εν λόγω συμβάσεων για τον σκοπό της τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92.

Όταν τα ιδρύματα εφαρμόζουν μία από τις μεθόδους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, δεν μειώνουν το μέτρο συνολικού ανοίγματος κατά το ποσό του περιθωρίου που έχουν εισπράξει.

Άρθρο 429δ

Συμπληρωματικές διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «πωληθέν πιστωτικό παράγωγο» νοείται κάθε χρηματοοικονομικό μέσο με το οποίο ένα ίδρυμα παρέχει πράγματι πιστωτική προστασία, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης, όταν το ίδρυμα έχει την υποχρέωση να παράσχει πιστωτική προστασία υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σύμβαση δικαιωμάτων προαίρεσης.

2.   Εκτός από τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 429γ, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων τα πραγματικά ονομαστικά ποσά που καθορίζονται στα πωληθέντα πιστωτικά παράγωγα μείον τυχόν αρνητικές μεταβολές στην εύλογη αξία που έχουν ενσωματωθεί στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 όσον αφορά τα εν λόγω πωληθέντα πιστωτικά παράγωγα.

Τα ιδρύματα υπολογίζουν το πραγματικό ονομαστικό ποσό πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων, προσαρμόζοντας το ονομαστικό ποσό των εν λόγω παραγώγων ώστε να αντικατοπτρίζει το πραγματικό άνοιγμα των συμβάσεων που υφίστανται μόχλευση ή άλλως ενισχύονται από τη διάρθρωση της συναλλαγής.

3.   Τα ιδρύματα μπορούν εν όλω ή εν μέρει να μειώνουν την αξία ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 κατά το πραγματικό ονομαστικό ποσό των αγορασθέντων πιστωτικών παραγώγων, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εναπομένουσα ληκτότητα του αγορασθέντος πιστωτικού παραγώγου είναι ίση ή μεγαλύτερη από την εναπομένουσα ληκτότητα του πωληθέντος πιστωτικού παραγώγου,

β)

το αγορασθέν πιστωτικό παράγωγο υπόκειται άλλως στους ίδιους ή συντηρητικότερους ουσιώδεις όρους, σε σχέση με εκείνους του αντίστοιχου πωληθέντος πιστωτικού παραγώγου,

γ)

το αγορασθέν πιστωτικό παράγωγο δεν αγοράζεται από αντισυμβαλλόμενο ο οποίος αναμένεται να εκθέσει το ίδρυμα σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 στοιχείο β),

δ)

όταν το πραγματικό ονομαστικό ποσό του πωληθέντος πιστωτικού παραγώγου μειώνεται κατά το ύψος οποιασδήποτε αρνητικής μεταβολής στην εύλογη αξία που έχει ενσωματωθεί στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αγορασθέντος πιστωτικού παραγώγου μειώνεται κατά το ύψος οποιασδήποτε θετικής μεταβολής της εύλογης αξίας που έχει ενσωματωθεί στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1,

ε)

το αγορασθέν πιστωτικό παράγωγο δεν περιλαμβάνεται σε συναλλαγή η οποία έχει εκκαθαριστεί από το ίδρυμα για λογαριασμό πελάτη ή έχει εκκαθαριστεί από το ίδρυμα στο πλαίσιο του ρόλου του ως πελάτη υψηλότερου επιπέδου σε μια πολυεπίπεδη διάρθρωση πελατών και για την οποία το πραγματικό ονομαστικό ποσό που αναφέρεται στο αντίστοιχο πωληθέν πιστωτικό παράγωγο εξαιρείται από το μέτρο συνολικού ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 429α παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) ή η), κατά περίπτωση.

Για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 429γ παράγραφος 1, τα ιδρύματα μπορούν να αποκλείουν από το συμψηφιστικό σύνολο την αναλογία του πωληθέντος πιστωτικού παραγώγου που δεν αντισταθμίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και για την οποία το πραγματικό ονομαστικό ποσό συμπεριλαμβάνεται στο μέτρο συνολικού ανοίγματος.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 στοιχείο β), ως «ουσιώδης όρος» νοείται κάθε χαρακτηριστικό του πιστωτικού παραγώγου που έχει σημασία για την αποτίμησή του, μεταξύ άλλων το επίπεδο εξοφλητικής προτεραιότητας, η παρουσία δικαιωμάτων προαίρεσης, τα πιστωτικά γεγονότα, η υποκείμενη οντότητα αναφοράς ή ομάδα οντοτήτων, καθώς και η υποκείμενη υποχρέωση αναφοράς ή το σύνολο υποχρεώσεων, με εξαίρεση το ονομαστικό ποσό και την εναπομένουσα ληκτότητα του πιστωτικού παραγώγου. Δύο ονόματα αναφοράς είναι τα ίδια μόνον εφόσον αναφέρονται στην ίδια νομική οντότητα.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο β), τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν αγορασθέντα πιστωτικά παράγωγα σε μια ομάδα ονομάτων αναφοράς για την αντιστάθμιση των πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων για επιμέρους ονόματα αναφοράς εντός της εν λόγω ομάδας, όταν η ομάδα των οντοτήτων αναφοράς και το επίπεδο εξοφλητικής προτεραιότητας και στις δύο συναλλαγές είναι ταυτόσημα.

6.   Τα ιδρύματα δεν μειώνουν το πραγματικό ονομαστικό ποσό πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων, όταν αγοράζουν πιστωτική προστασία με συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρίζουν τα καθαρά ποσά που λαμβάνουν ως καθαρό εισόδημα, αλλά δεν καταχωρίζουν καμία αντίστοιχη μείωση της αξίας του πωληθέντος πιστωτικού παραγώγου στο κεφάλαιο της κατηγορίας 1.

7.   Στην περίπτωση αγορασθέντων πιστωτικών παραγώγων που περιλαμβάνονται σε ομάδα υποχρεώσεων αναφοράς, τα ιδρύματα δύνανται να μειώνουν το πραγματικό ονομαστικό ποσό πωληθέντων πιστωτικών παραγώγων για επιμέρους υποχρεώσεις αναφοράς κατά το πραγματικό ονομαστικό ποσό των αγορασθέντων πιστωτικών παραγώγων σύμφωνα με την παράγραφο 3, μόνον εάν η προστασία που αγοράζεται είναι οικονομικά ισοδύναμη με την αγορά προστασίας χωριστά για καθεμία από τις επιμέρους υποχρεώσεις της ομάδας.

Άρθρο 429ε

Προσαύξηση για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων

1.   Εκτός από τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εκτός ισολογισμού, σύμφωνα με το άρθρο 429β παράγραφος 1, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στο μέτρο συνολικού ανοίγματος μια προσαύξηση για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου, ανάλογα με την περίπτωση.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για τις πράξεις με αντισυμβαλλόμενο οι οποίες δεν υπόκεινται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 206 για κάθε πράξη ξεχωριστά, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση,

I

=

ο δείκτης που υποδηλώνει την πράξη,

Ei

=

η εύλογη αξία των τίτλων ή των μετρητών που έχουν δανειοδοτηθεί στον αντισυμβαλλόμενο στο πλαίσιο της πράξης i και

Ci

=

η εύλογη αξία των τίτλων ή των μετρητών που έχουν ληφθεί από τον αντισυμβαλλόμενο στο πλαίσιο της πράξης i.

Τα ιδρύματα δύνανται να καθορίσουν

Formula

να ισούται με μηδέν όταν Ei είναι τα μετρητά που δόθηκαν ως δάνειο σε αντισυμβαλλόμενο και η συνδεόμενη απαίτηση σε μετρητά δεν είναι επιλέξιμη για τη συμψηφιστική αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 429β παράγραφος 4.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για τις πράξεις με αντισυμβαλλόμενο οι οποίες υπόκεινται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 206 για κάθε συμφωνία ξεχωριστά, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

Formula

=

η προσαύξηση,

I

=

ο δείκτης που υποδηλώνει τη συμφωνία συμψηφισμού,

Ei

=

η εύλογη αξία των τίτλων ή των μετρητών που έχουν δανειοδοτηθεί στον αντισυμβαλλόμενο για τις πράξεις που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού i και

Ci

=

η εύλογη αξία των τίτλων ή των μετρητών που έχουν ληφθεί από τον αντισυμβαλλόμενο που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού i.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, ο όρος «αντισυμβαλλόμενος» περιλαμβάνει και τριμερείς εντολοδόχους που λαμβάνουν εξασφαλίσεις σε καταθέσεις και διαχειρίζονται τις εξασφαλίσεις στην περίπτωση τριμερών πράξεων.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 222, εφόσον τηρείται κατώτατο όριο 20 % για τον εφαρμοστέο συντελεστή στάθμισης κινδύνου, για να καθορίζουν την προσαύξηση για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εκτός ισολογισμού. Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο αυτή μόνο όταν τη χρησιμοποιούν και για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των πράξεων αυτών για τον σκοπό της εκπλήρωσης των απαιτήσεων όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

6.   Όταν επιτυγχάνεται λογιστική καταχώριση πώλησης για μια πράξη επαναγοράς σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, το ίδρυμα αντιστρέφει όλες τις λογιστικές εγγραφές που σχετίζονται με την πώληση.

7.   Όταν ένα ίδρυμα ενεργεί ως φορέας τριμερούς διαχείρισης μεταξύ δύο μερών σε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτός ισολογισμού συναλλαγής, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για τον υπολογισμό του μέτρου συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος:

α)

εάν το ίδρυμα παρέχει αποζημίωση ή εγγύηση σε ένα από τα μέρη της συναλλαγής χρηματοδότησης τίτλων και η αποζημίωση ή εγγύηση περιορίζεται σε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της αξίας του τίτλου ή των χρηματικών διαθεσίμων που έχει δανείσει το μέρος και της αξίας των εξασφαλίσεων που έχει παράσχει ο δανειολήπτης, το ίδρυμα περιλαμβάνει μόνο την προσαύξηση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3, ανάλογα με την περίπτωση, στο μέτρο συνολικού ανοίγματος,

β)

εάν το ίδρυμα δεν παρέχει αποζημίωση ή εγγύηση σε κάποιον από τους συμμετέχοντες, η πράξη δεν συμπεριλαμβάνεται στο μέτρο συνολικού ανοίγματος,

γ)

εάν το ίδρυμα έχει οικονομικό άνοιγμα στον υποκείμενο τίτλο ή στα υποκείμενα μετρητά της πράξης σε ποσό μεγαλύτερο του ανοίγματος που καλύπτεται από την προσαύξηση, συμπεριλαμβάνει στο μέτρο συνολικού ανοίγματος και ολόκληρο το ποσό του τίτλου ή των χρηματικών διαθεσίμων έναντι των οποίων έχει το άνοιγμα,

δ)

όταν το ίδρυμα που ενεργεί ως φορέας τριμερούς διαχείρισης παρέχει αποζημίωση ή εγγύηση σε αμφότερα τα μέρη που συμμετέχουν σε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, το ίδρυμα υπολογίζει το μέτρο συνολικού ανοίγματος σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) χωριστά για κάθε μέρος που συμμετέχει στη συναλλαγή.

Άρθρο 429στ

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος στοιχείων εκτός ισολογισμού

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1, την αξία ανοίγματος των στοιχείων εκτός ισολογισμού, εξαιρουμένων των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, των πιστωτικών παραγώγων, των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και των θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 429δ.

Όταν μια πιστωτική διευκόλυνση αφορά την επέκταση άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης, εφαρμόζεται το άρθρο 166 παράγραφος 9.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν το ισοδύναμο του πιστωτικού ανοίγματος ποσό ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου κατά το αντίστοιχο ποσό των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου. Ο υπολογισμός υπόκειται σε κατώτατο όριο μηδέν.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 10 % σε εκτός ισολογισμού στοιχεία χαμηλού κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

Άρθρο 429ζ

Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος των αγορών και πωλήσεων κανονικής παράδοσης («regular-way») για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός

1.   Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τα μετρητά που σχετίζονται με τις αγορές και πωλήσεις κανονικής παράδοσης και τους τίτλους που αφορούν αγοραπωλησίες κανονικής παράδοσης οι οποίες παραμένουν στον ισολογισμό έως την ημερομηνία διακανονισμού, ως στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 στοιχείο α).

2.   Ιδρύματα τα οποία, σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, εφαρμόζουν λογιστική βάσει της ημερομηνίας συναλλαγής στις αγορές και πωλήσεις κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός αντιστρέφουν τυχόν συμψηφισμό μεταξύ απαιτήσεων σε μετρητά για πωλήσεις κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός και υποχρεώσεων σε μετρητά για αγορές κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός που επιτρέπονται δυνάμει του εν λόγω πλαισίου. Αφού τα ιδρύματα αντιστρέψουν τη λογιστική αντιστάθμιση, μπορούν να αντισταθμίζουν μεταξύ των εν λόγω απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε μετρητά όταν αμφότερες οι συνδεδεμένες πωλήσεις και αγορές κανονικής παράδοσης διακανονίζονται βάσει παράδοσης με την πληρωμή («delivery versus payment»).

3.   Ιδρύματα τα οποία, σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο, εφαρμόζουν λογιστική της ημερομηνίας διακανονισμού για αγοραπωλησίες κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός συμπεριλαμβάνουν στο μέτρο συνολικού ανοίγματος το πλήρες ονομαστικό ποσό των αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής που σχετίζονται με αγορές κανονικής παράδοσης.

Τα ιδρύματα μπορούν να αντισταθμίζουν την πλήρη ονομαστική αξία των αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής που συνδέονται με αγορές κανονικής παράδοσης με την πλήρη ονομαστική αξία των απαιτήσεων σε μετρητά που αφορούν τις πωλήσεις κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός μόνον όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τόσο οι αγορές όσο και οι πωλήσεις κανονικής παράδοσης διακανονίζονται βάσει παράδοσης με την πληρωμή,

β)

τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού που αγοράζονται και πωλούνται και συνδέονται με υποχρεώσεις και απαιτήσεις σε μετρητά αποτιμώνται στην εύλογη αξία μέσω κερδών και ζημιών και συμπεριλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος.

(*13)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).»."

118)

Μετά το άρθρο 429ζ παρεμβάλλεται το ακόλουθο μέρος:

«ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ Α

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΝΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 430

Υποβολή αναφορών για τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και χρηματοοικονομική πληροφόρηση

1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές στις αρμόδιες αρχές τους για:

α)

τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, περιλαμβανομένων των σχετικών με τον δείκτη μόχλευσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 92 και στο έβδομο μέρος,

β)

τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, για τα ιδρύματα υπόκεινται στις εν λόγω απαιτήσεις,

γ)

τα μεγάλα ανοίγματα όπως ορίζονται στο άρθρο 394,

δ)

τις απαιτήσεις ρευστότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 415,

ε)

τα συγκεντρωτικά στοιχεία για κάθε εθνική αγορά ακινήτων όπως ορίζονται στο άρθρο 430α παράγραφος 1,

στ)

τις απαιτήσεις και την καθοδήγηση που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και πληρούν τις προϋποθέσεις για τυποποιημένη υποβολή αναφορών, με την εξαίρεση τυχόν επιπρόσθετων απαιτήσεων υποβολής αναφορών κατά το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της εν λόγω οδηγίας,

ζ)

το επίπεδο επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής ανά μορφή επιβάρυνσης των στοιχείων του ενεργητικού, όπως συμφωνίες επαναγοράς, δανειοδοσία τίτλων, τιτλοποιημένα ανοίγματα ή δάνεια.

Τα ιδρύματα που εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 δεν υπόκεινται στην απαίτηση υποβολής αναφορών για τον δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σε ατομική βάση.

2.   Επιπλέον της υποβολής αναφορών σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και προκειμένου να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να παρακολουθούν τη μεταβλητότητα του δείκτη μόχλευσης, ιδίως γύρω από τις ημερομηνίες αναφοράς για την υποβολή αναφορών, τα μεγάλα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές για συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία του δείκτη μόχλευσης στις αρμόδιες αρχές τους με βάση μέσους όρους της περιόδου αναφοράς και των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό αυτών των μέσων όρων.

3.   Επιπλέον της υποβολής αναφορών για τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές σχετικά με τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση στις αρμόδιες αρχές τους, εφόσον ανήκουν σε μία από τις κατωτέρω κατηγορίες:

α)

ίδρυμα που υπόκειται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002,

β)

πιστωτικό ίδρυμα που καταρτίζει τους ενοποιημένους λογαριασμούς του σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του άρθρου 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που προσδιορίζουν τα ίδια κεφάλαιά τους σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 2, να υποβάλλουν αναφορές σχετικά με τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

5.   Η υποβολή αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 αφορά μόνον τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να παρέχεται ολοκληρωμένη εικόνα για τα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος και τους συστημικούς κινδύνους που θέτει το ίδρυμα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή την πραγματική οικονομία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται στα ιδρύματα με αναλογικό τρόπο, συνεκτιμώντας την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 8, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και τη φύση, καθώς και το επίπεδο κινδύνου των δραστηριοτήτων τους.

7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται οι ενιαίοι μορφότυποι και υποδείγματα για την υποβολή των αναφορών, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής αναφορών, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ για την υποβολή αναφορών που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 4.

Τυχόν νέες απαιτήσεις υποβολής αναφορών που καθορίζονται στα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δεν καθίστανται εφαρμοστέες πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ημερομηνία που θα τεθούν σε ισχύ.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζουν ποια στοιχεία του δείκτη μόχλευσης υποβάλλονται με αναφορές με τη χρήση τιμών τέλους της ημέρας ή τέλους του μηνός. Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη αμφότερα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

πόσο επιρρεπές είναι ένα στοιχείο σε σημαντικές προσωρινές μειώσεις του όγκου συναλλαγών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποτίμηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης κατά την ημερομηνία αναφοράς για την υποβολή αναφορών,

β)

εξελίξεις και ευρήματα σε διεθνές επίπεδο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο έως τις 28 Ιουνίου 2021, εξαιρέσει όσων αφορούν τα ακόλουθα:

α)

τον δείκτη μόχλευσης, που υποβάλλεται έως τις 28 Ιουνίου 2020,

β)

τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, που υποβάλλονται έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Η ΕΑΤ εκτιμά το κόστος και τα οφέλη των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που θεσπίζονται με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (*14) σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και υποβάλλει έκθεση με τις διαπιστώσεις της στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020. Αυτή η εκτίμηση διενεργείται ιδίως σε σχέση με τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα. Για αυτούς τους σκοπούς, η έκθεση:

α)

κατατάσσει τα ιδρύματα σε κατηγορίες σε συνάρτηση με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και τη φύση και το επίπεδο κινδύνου των δραστηριοτήτων τους,

β)

υπολογίζει το κόστος υποβολής αναφορών που αναλαμβάνεται από κάθε κατηγορία ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου με σκοπό την τήρηση των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες αρχές:

i)

το κόστος υποβολής αναφορών μετράται ως ο λόγος του κόστους υποβολής αναφορών σε σχέση με τα συνολικά έξοδα του ιδρύματος κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου,

ii)

το κόστος υποβολής αναφορών περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που συνδέονται με την εφαρμογή και τη λειτουργία των συστημάτων υποβολής αναφορών σε συνεχή βάση, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για το προσωπικό, τα συστήματα ΤΠ, τις νομικές, λογιστικές, ελεγκτικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες,

iii)

η σχετική περίοδος αναφέρεται σε κάθε ετήσια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας τα ιδρύματα είχαν επιβαρυνθεί με κόστος υποβολής αναφορών για να προετοιμαστούν για την εφαρμογή των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που ορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και να συνεχίσουν τη λειτουργία των συστημάτων υποβολής αναφορών σε συνεχή βάση,

γ)

εκτιμά κατά πόσον το κόστος υποβολής αναφορών με το οποίο επιβαρύνθηκε κάθε κατηγορία ιδρυμάτων ήταν αναλογικό προς τα οφέλη από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας,

δ)

αξιολογεί τις επιπτώσεις από τη μείωση της υποχρέωσης υποβολής αναφορών σχετικά με το κόστος και την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και

ε)

υποβάλλει συστάσεις για τον τρόπο περιορισμού των απαιτήσεων υποβολής αναφορών, τουλάχιστον για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και, προς τούτο, η ΕΑΤ θα επιδιώξει αναμενόμενη μέση μείωση του κόστους κατά τουλάχιστον 10 %, ιδανικά όμως κατά 20 %. Η ΕΑΤ αξιολογεί, μεταξύ άλλων, κατά πόσον:

i)

τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα θα μπορούσαν να απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ), εφόσον η επιβάρυνση των στοιχείων ενεργητικού είναι χαμηλότερη από ένα ορισμένο κατώτατο όριο,

ii)

η συχνότητα υποβολής αναφορών που απαιτείται κατά την παράγραφο 1 στοιχεία α), γ) και ζ) θα μπορούσε να μειωθεί για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.

Η ΕΑΤ συνοδεύει την εν λόγω έκθεση με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

9.   Οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται με την ΕΑΤ σχετικά με το αν τα ιδρύματα, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, θα πρέπει να υποβάλλουν αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με την παράγραφο 3, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα ιδρύματα δεν υποβάλλουν ήδη αναφορές σε ενοποιημένη βάση,

β)

τα ιδρύματα υπόκεινται σε λογιστικό πλαίσιο σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ,

γ)

η υποβολή χρηματοοικονομικής πληροφόρησης θεωρείται αναγκαία ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για το προφίλ κινδύνου των δραστηριοτήτων των εν λόγω ιδρυμάτων και τους συστημικούς κινδύνους που θέτουν τα ιδρύματα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή την πραγματική οικονομία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μορφοτύπων και των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο για τους σκοπούς που ορίζονται σε αυτό.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

10.   Όταν μια αρμόδια αρχή κρίνει ότι πληροφορίες οι οποίες δεν καλύπτονται από τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 7 είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της παραγράφου 5, ενημερώνει την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ σχετικά με τις πρόσθετες πληροφορίες που κρίνει αναγκαίο να συμπεριληφθούν στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

11.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν από την απαίτηση υποβολής οποιωνδήποτε εκ των σημείων δεδομένων που αναφέρονται στα υποδείγματα υποβολής αναφορών και προσδιορίζονται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν τα εν λόγω σημεία δεδομένων είναι αλληλεπικαλυπτόμενα. Για τους σκοπούς αυτούς, τα αλληλεπικαλυπτόμενα σημεία δεδομένων αναφέρονται σε οποιαδήποτε σημεία δεδομένων είναι ήδη στη διάθεση των αρμόδιων αρχών με άλλα μέσα πλην της συλλογής αυτών των υποδειγμάτων υποβολής αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου τα εν λόγω σημεία δεδομένων μπορούν να ληφθούν από δεδομένα που είναι ήδη στη διάθεση των αρμόδιων αρχών σε διαφορετικούς μορφοτύπους ή επίπεδα λεπτομέρειας· η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει τις απαλλαγές που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο μόνο αν τα δεδομένα που παραλαμβάνονται, ταξινομούνται ή συγκεντρώνονται με τις εναλλακτικές αυτές μεθόδους είναι ταυτόσημα με τα σημεία δεδομένων τα οποία θα έπρεπε διαφορετικά να δηλωθούν σύμφωνα με τα αντίστοιχα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Οι αρμόδιες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και οι εντεταλμένες αρχές κάνουν χρήση της ανταλλαγής δεδομένων, όταν είναι δυνατόν για την μείωση των απαιτήσεων υποβολής αναφορών. Εφαρμόζονται οι διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και το επαγγελματικό απόρρητο ως έχουν στον τίτλο VII κεφάλαιο I τμήμα II της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 430α

Ειδικές υποχρεώσεις υποβολής αναφορών

1.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν ανaφορές κατ' έτος στις αρμόδιες αρχές τους για τα ακόλουθα συγκεντρωτικά στοιχεία για κάθε εθνική αγορά ακινήτων στην οποία διαθέτουν ανοίγματα:

α)

τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 80 % της αγοραίας αξίας ή του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου εκτός εάν αποφασιστεί διαφορετικά δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2,

β)

τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

γ)

την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

δ)

τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 50 % της αγοραίας αξίας ή του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου εκτός εάν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2,

ε)

τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1,

στ)

την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που θεωρείται ως πλήρως εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1.

2.   Τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται ως αναφορές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του σχετικού ιδρύματος. Εφόσον ίδρυμα έχει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, τα δεδομένα που αφορούν το εν λόγω υποκατάστημα υποβάλλονται επίσης ως αναφορές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Τα δεδομένα υποβάλλονται επίσης ως αναφορές χωριστά για κάθε αγορά ακινήτων εντός της Ένωσης στην οποία έχει ανοίγματα το σχετικό ίδρυμα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν ετησίως σε αθροιστική βάση τα δεδομένα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ), παράλληλα με ιστορικά δεδομένα, όπου υπάρχουν. Μια αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήσεως άλλης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους ή της ΕΑΤ, παρέχει στην εν λόγω αρμόδια αρχή ή την ΕΑΤ περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την κατάσταση των αγορών ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων στο εν λόγω κράτος μέλος.

Άρθρο 430β

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς

1.   Από την ημερομηνία εφαρμογής της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 461α, τα ιδρύματα τα οποία δεν πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 94 παράγραφος 1 ούτε τις κατά το άρθρο 325α παράγραφος 1 προϋποθέσεις, υποβάλλουν αναφορές, για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή βασικών εμπορευμάτων, τα αποτελέσματα των υπολογισμών που έχουν βασιστεί στη χρήση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α με τον ίδιο τρόπο που τα ιδρύματα αυτά αναφέρουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i) και στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

2.   Τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υποβάλλουν αναφορές χωριστά για τους υπολογισμούς που καθορίζονται στο άρθρο 325γ παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ή των θέσεων εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος και κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων.

3.   Επιπλέον της απαίτησης που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, από τη λήξη της τριετούς περιόδου από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των πλέον πρόσφατων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7, στο άρθρο 325νζ παράγραφος 3, στο άρθρο 325νη παράγραφος 9 και στο άρθρο 325νθ παράγραφος 4, τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές, για τις θέσεις που ανατίθενται σε μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν την εναλλακτική μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 325νβ παράγραφος 2, όσον αφορά τα αποτελέσματα των υπολογισμών που έχουν γίνει με βάση την προσέγγιση που εκτίθεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1β, με τον ίδιο τρόπο που τα ιδρύματα αυτά υποβάλλουν αναφορές για τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i) και στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

4.   Για τους σκοπούς της απαίτησης υποβολής αναφορών της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές χωριστά για τους υπολογισμούς που ορίζονται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία i) και ii) και στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο β) σημεία i) και ii) και για εκείνους για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος και κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων που ανατίθενται σε μονάδες διαπραγμάτευσης για το οποίο το ίδρυμα έχει λάβει από τις αρμόδιες αρχές την άδεια να χρησιμοποιεί την εναλλακτική μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 325νβ παράγραφος 2.

5.   Τα ιδρύματα μπορούν, εντός ενός ομίλου, να χρησιμοποιούν συνδυαστικά τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3, υπό τον όρο ότι ο υπολογισμός σύμφωνα με την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει το 90 % του συνολικού υπολογισμού. Διαφορετικά, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα ενιαία υποδείγματα για την υποβολή των αναφορών, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής αναφορών, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ για την υποβολή αναφορών που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

Τυχόν νέες απαιτήσεις υποβολής αναφορών που καθορίζονται στα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δεν καθίστανται εφαρμοστέες πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ημερομηνία που θα τεθούν σε ισχύ.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 430γ

Έκθεση σκοπιμότητας για το ολοκληρωμένο σύστημα υποβολής αναφορών

1.   Η ΕΑΤ εκπονεί έκθεση σκοπιμότητας όσον αφορά την ανάπτυξη ενός συνεπούς και ολοκληρωμένου συστήματος για τη συλλογή στατιστικών δεδομένων, δεδομένων εξυγίανσης και δεδομένων προληπτικής εποπτείας και υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

2.   Κατά τη σύνταξη της έκθεσης σκοπιμότητας, η ΕΑΤ μεριμνά ώστε να συμμετέχουν αρμόδιες αρχές, καθώς και αρχές που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων και την εξυγίανση και ιδίως το ΕΣΚΤ. Η έκθεση λαμβάνει υπόψη τις προηγούμενες εργασίες του ΕΣΚΤ σχετικά με τις ολοκληρωμένες συλλογές δεδομένων και βασίζεται σε συνολική ανάλυση κόστους-οφέλους περιλαμβάνοντας κατ' ελάχιστον:

α)

επισκόπηση της ποσότητας και του εύρους των υφιστάμενων δεδομένων που έχουν συλλέξει οι αρμόδιες αρχές στον τομέα της αρμοδιότητάς τους, καθώς επίσης της προέλευσης και του επιπέδου λεπτομέρειάς τους,

β)

κατάρτιση γενικού λεξικού των προς συλλογή δεδομένων, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη σύγκλιση των απαιτήσεων υποβολής αναφορών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τακτικής υποβολής αναφορών, και να αποτρέπονται οι περιττές αναζητήσεις δεδομένων,

γ)

συγκρότηση μεικτής επιτροπής που να περιλαμβάνει τουλάχιστον την ΕΑΤ και το ΕΣΚΤ, για την ανάπτυξη και την εφαρμογή του ολοκληρωμένου συστήματος υποβολής αναφορών,

δ)

τη σκοπιμότητα και τον πιθανό σχεδιασμό ενός κεντρικού σημείου συλλογής δεδομένων για το ολοκληρωμένο σύστημα υποβολής αναφορών που να περιλαμβάνει απαιτήσεις ώστε να διασφαλίζεται αυστηρή εμπιστευτικότητα των συλλεγόμενων δεδομένων, αδιάβλητη πιστοποίηση και διαχείριση των δικαιωμάτων πρόσβασης στο σύστημα και ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, το οποίο:

i)

τηρεί κεντρικό μητρώο δεδομένων με όλα τα στατιστικά δεδομένα, τα δεδομένα εξυγίανσης και τα δεδομένα προληπτικής εποπτείας στο απαραίτητο επίπεδο λεπτομέρειας και συχνότητας για το εκάστοτε ίδρυμα, ενημερώνεται δε κατά τα απαραίτητα χρονικά διαστήματα,

ii)

λειτουργεί ως σημείο επαφής για τις αρμόδιες αρχές, όπου παραλαμβάνουν, επεξεργάζονται και συνενώνουν όλες τις αιτήσεις δεδομένων και όπου οι αιτήσεις μπορούν να αντιστοιχίζονται με ήδη συλλεγέντα δεδομένα αναφορών, επιτρέπει δε στις αρμόδιες αρχές ταχεία πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες,

iii)

παρέχει επιπρόσθετη υποστήριξη στις αρμόδιες αρχές για τη διαβίβαση των αιτήσεων δεδομένων στα ιδρύματα και καταχωρίζει τα ζητούμενα δεδομένα στο κεντρικό μητρώο δεδομένων,

iv)

έχει συντονιστική λειτουργία για την ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων μεταξύ των αρμόδιων αρχών και

v)

λαμβάνει υπόψη τις διαδικασίες και διεργασίες των αρμόδιων αρχών και τις μεταφέρει σε τυποποιημένο σύστημα.

3.   Έως ένα έτος μετά την παρουσίαση της έκθεσης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση σκοπιμότητας της ΕΑΤ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για την καθιέρωση τυποποιημένου και ολοκληρωμένου συστήματος υποβολής αναφορών για τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών.

(*14)  Εκτελεστικός κανονισμός (EΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).»."

119)

Το όγδοο μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 431

Απαιτήσεις και πολιτικές δημοσιοποίησης

1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στους τίτλους ΙΙ και ΙΙΙ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 432.

2.   Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του τρίτου μέρους σχετικά με τα μέσα και τις μεθοδολογίες που αναφέρονται στον τίτλο III του παρόντος μέρους δημοσιοποιούν τις εκεί προβλεπόμενες πληροφορίες.

3.   Το διοικητικό όργανο ή τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη εγκρίνουν επίσημες πολιτικές συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που θεσπίζονται στο παρόν μέρος και θέτουν σε εφαρμογή και διατηρούν εσωτερικές διαδικασίες, συστήματα και ελέγχους ώστε να εξακριβώνεται ότι οι δημοσιοποιήσεις πληροφοριών από τα ιδρύματα είναι κατάλληλες και σύμφωνες με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν μέρος. Τουλάχιστον ένα μέλος του διοικητικού οργάνου ή ένα από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη βεβαιώνει εγγράφως ότι το οικείο ίδρυμα έχει προβεί στις δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν μέρος σύμφωνα με τις επίσημες πολιτικές και τις εσωτερικές διαδικασίες, συστήματα και ελέγχους. Η γραπτή βεβαίωση και τα βασικά στοιχεία των επίσημων πολιτικών συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης περιλαμβάνονται στις δημοσιοποιήσεις των ιδρυμάτων.

Οι πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν μέρος υπόκεινται στο ίδιο επίπεδο εσωτερικής εξακρίβωσης με εκείνο το οποίο εφαρμόζεται στην έκθεση διαχείρισης που περιλαμβάνεται στην οικονομική έκθεση του ιδρύματος.

Τα ιδρύματα διαθέτουν επίσης πολιτικές για να εξακριβώνεται ότι οι δημοσιοποιήσεις τους μεταφέρουν πλήρως το προφίλ κινδύνου τους στους συμμετέχοντες στην αγορά. Σε περίπτωση που τα ιδρύματα διαπιστώσουν ότι οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται βάσει του παρόντος τμήματος δεν μεταφέρουν πλήρως το προφίλ κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά, δημοσιοποιούν πληροφορίες επιπλέον των πληροφοριών η δημοσιοποίηση των οποίων απαιτείται στο πλαίσιο του παρόντος μέρους. Ωστόσο, τα ιδρύματα υποχρεούνται να δημοσιοποιούν μόνον τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και όχι πληροφορίες αποκλειστικές ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το άρθρο 432.

4.   Όλες οι ποσοτικές δημοσιοποιήσεις συνοδεύονται από ποιοτικό αφηγηματικό κείμενο και οποιεσδήποτε άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες που ενδέχεται να είναι απαραίτητες για να μπορούν οι χρήστες των εν λόγω πληροφοριών να κατανοήσουν τις ποσοτικές δημοσιοποιήσεις, επισημαίνοντας ειδικότερα οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή σε μια συγκεκριμένη δημοσιοποίηση σε σύγκριση με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις προηγούμενες δημοσιοποιήσεις.

5.   Τα ιδρύματα επεξηγούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις αποφάσεις τους σχετικά με τη διαβάθμιση στις ΜΜΕ και στις άλλες εταιρίες που έχουν υποβάλει αίτηση δανείου, παρέχοντας γραπτώς τις σχετικές επεξηγήσεις εφόσον τους ζητηθεί. Το διοικητικό κόστος της παροχής επεξηγήσεων είναι ανάλογο του ποσού του δανείου.

Άρθρο 432

Μη ουσιώδεις, αποκλειστικές ή εμπιστευτικές πληροφορίες

1.   Με εξαίρεση τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και στα άρθρα 437 και 450, τα ιδρύματα δύνανται να παραλείπουν μία ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις των τίτλων II και III εφόσον οι παρεχόμενες με τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις πληροφορίες δεν θεωρούνται ουσιώδεις

Οι πληροφορίες στις δημοσιοποιήσεις θεωρούνται ουσιώδεις εάν η παράλειψη ή η ανακριβής παρουσίασή τους μπορεί να μεταβάλει ή να επηρεάσει την εκτίμηση ή την απόφαση του χρήστη των εν λόγω πληροφοριών που στηρίζεται σε αυτές για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων.

Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν την έννοια των ουσιωδών πληροφοριών σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης των τίτλων II και III.

2.   Τα ιδρύματα δύνανται επίσης να παραλείπουν ένα ή περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στους τίτλους II και III εφόσον τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες που θεωρούνται αποκλειστικές ή εμπιστευτικές σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, εκτός των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 437 και 450.

Οι πληροφορίες των ιδρυμάτων θεωρούνται αποκλειστικές εάν η δημοσιοποίησή τους θα έθετε σε κίνδυνο την ανταγωνιστική τους θέση. Σε αυτές περιλαμβάνονται πληροφορίες για προϊόντα ή συστήματα οι οποίες, εάν δημοσιοποιούνταν σε ανταγωνιστές, θα μείωναν την αξία των επενδύσεων των ιδρυμάτων στα προϊόντα ή τα συστήματα αυτά.

Οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εάν τα ιδρύματα υποχρεούνται από πελάτες ή άλλες σχέσεις με αντισυμβαλλομένους να τηρούν εμπιστευτικές τις πληροφορίες αυτές.

Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν την έννοια των αποκλειστικών και εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης των τίτλων II και III.

3.   Στις εξαιρετικές περιπτώσεις της παραγράφου 2, το οικείο ίδρυμα αναφέρει στις δημοσιοποιήσεις του το γεγονός ότι συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία δεν δημοσιοποιούνται καθώς και τον λόγο της μη δημοσιοποίησης αυτών των στοιχείων, και δημοσιεύει γενικότερου τύπου πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο της υποχρέωσης δημοσιοποίησης, εκτός αν το εν λόγω αντικείμενο είναι, αυτό καθαυτό, αποκλειστικό ή εμπιστευτικό.

Άρθρο 433

Συχνότητα και πεδίο εφαρμογής δημοσιοποιήσεων

Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαιτούμενες βάσει των τίτλων II και III δημοσιοποιήσεις με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 433α, 433β και 433γ.

Οι ετήσιες δημοσιοποιήσεις γίνονται την ίδια ημερομηνία με την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή.

Οι εξαμηνιαίες και τριμηνιαίες δημοσιοποιήσεις γίνονται την ίδια ημερομηνία με την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις οικονομικές εκθέσεις τους για την αντίστοιχη περίοδο, ανάλογα με την περίπτωση, ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή.

Κάθε καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται σύμφωνα με το παρόν μέρος και των σχετικών οικονομικών καταστάσεων είναι εύλογη και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει το χρονικό όριο που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 106 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 433α

Δημοσιοποιήσεις από μεγάλα ιδρύματα

1.   Τα μεγάλα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που περιγράφονται κατωτέρω με την ακόλουθη συχνότητα:

α)

όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος τμήματος σε ετήσια βάση.

β)

σε εξαμηνιαία βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται:

i)

στο άρθρο 437 στοιχείο α),

ii)

στο άρθρο 438 στοιχείο ε),

iii)

στο άρθρο 439 στοιχεία ε) έως ιβ),

iv)

στο άρθρο 440,

v)

στο άρθρο 442 στοιχεία γ), ε), στ) και ζ),

vi)

στο άρθρο 444 στοιχείο ε),

vii)

στο άρθρο 445,

viii)

στο άρθρο 448 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β),

ix)

στο άρθρο 449 στοιχεία ι) έως ιβ),

x)

στο άρθρο 451 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β),

xi)

στο άρθρο 451α παράγραφος 3,

xii)

στο άρθρο 452 στοιχείο ζ),

xiii)

στο άρθρο 453 στοιχεία στ) έως ι),

xiv)

στο άρθρο 455 στοιχεία δ), ε) και ζ),

γ)

σε τριμηνιαία βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται:

i)

στο άρθρο 438 στοιχεία δ) και η),

ii)

στις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447,

iii)

στο άρθρο 451α παράγραφος 2.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα μεγάλα ιδρύματα πλην των G-SII που δεν είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που περιγράφονται κατωτέρω με την ακόλουθη συχνότητα:

α)

όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος τμήματος σε ετήσια βάση,

β)

τις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447 σε εξαμηνιαία βάση.

3.   Τα μεγάλα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 92α ή 92β δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 437α σε εξαμηνιαία βάση, εκτός από τις βασικές μετρήσεις του άρθρου 447 στοιχείο η) οι οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται σε τριμηνιαία βάση.

Άρθρο 433β

Δημοσιοποιήσεις από μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα

1.   Τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που περιγράφονται κατωτέρω με την ακόλουθη συχνότητα:

α)

σε ετήσια βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται:

i)

στο άρθρο 435 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε) και στ),

ii)

στο άρθρο 438 στοιχείο δ),

iii)

στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) και στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία η), θ) και ι),

β)

σε εξαμηνιαία βάση τις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα που δεν είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο δημοσιοποιούν τις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447 σε ετήσια βάση.

Άρθρο 433γ

Δημοσιοποιήσεις από λοιπά ιδρύματα

1.   Τα ιδρύματα που δεν υπόκεινται στο άρθρο 433α ή 433β δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που περιγράφονται κατωτέρω με την ακόλουθη συχνότητα:

α)

όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος τμήματος σε ετήσια βάση,

β)

τις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447 σε εξαμηνιαία βάση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, άλλα ιδρύματα που δεν είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σε ετήσια βάση:

α)

άρθρο 435 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε) και στ),

β)

άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ),

γ)

άρθρο 437 στοιχείο α),

δ)

άρθρο 438 στοιχεία γ) και δ),

ε)

τις βασικές μετρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 447,

στ)

άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) και άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία η) έως ια).

Άρθρο 434

Τρόποι δημοσιοποίησης

1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των τίτλων II και III σε ηλεκτρονική μορφή και με ενιαίο μέσο ή στον ίδιο τόπο. Το ενιαίο μέσο ή ο ίδιος τόπος είναι αυτοτελές έγγραφο που παρέχει άμεσα προσβάσιμη πηγή πληροφοριών προληπτικής εποπτείας για τους χρήστες των εν λόγω πληροφοριών ή διακριτό τμήμα περιλαμβανόμενο ή επισυναπτόμενο στις οικονομικές καταστάσεις ή τις οικονομικές εκθέσεις των ιδρυμάτων το οποίο περιέχει τις απαιτούμενες δημοσιοποιήσεις και είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από τους εν λόγω χρήστες.

2.   Τα ιδρύματα καθιστούν διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο τους ή, ελλείψει δικτυακού τόπου, σε οποιονδήποτε άλλο κατάλληλο τόπο αρχείο των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν μέρος. Το εν λόγω αρχείο παραμένει προσιτό για χρονική περίοδο όχι μικρότερη από τη διάρκεια αποθήκευσης που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία για τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις των ιδρυμάτων.

Άρθρο 434α

Ενιαίοι μορφότυποι δημοσιοποίησης

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν ενιαίους μορφοτύπους δημοσιοποίησης, καθώς και σχετικές οδηγίες βάσει των οποίων γίνονται οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται βάσει των τίτλων II και III.

Οι εν λόγω ενιαίοι μορφότυποι δημοσιοποίησης μεταφέρουν επαρκώς ολοκληρωμένες και συγκρίσιμες πληροφορίες προκειμένου οι χρήστες των εν λόγω πληροφοριών να εκτιμούν το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και τον βαθμό συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο πρώτο έως το έβδομο μέρος. Για να διευκολυνθεί η συγκρισιμότητα των πληροφοριών, στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα επιδιώκεται να διατηρείται η συνοχή των μορφοτύπων δημοσιοποίησης με τα διεθνή πρότυπα για τις δημοσιοποιήσεις.

Οι ενιαίοι μορφότυποι δημοσιοποίησης είναι σε μορφή πίνακα, όπου αρμόζει.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Άρθρο 435

Δημοσιοποίηση στόχων και πολιτικών διαχείρισης κινδύνων

1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τους στόχους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνων, περιλαμβανομένων των κινδύνων που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν:

α)

τις στρατηγικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση αυτών των κατηγοριών κινδύνων,

β)

τη διάρθρωση και την οργάνωση του σχετικού τμήματος διαχείρισης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τη βάση των αρμοδιοτήτων, των εξουσιών και της λογοδοσίας του σύμφωνα με το καταστατικό και τα έγγραφα που διέπουν τη λειτουργία του ιδρύματος,

γ)

την έκταση και τη φύση των συστημάτων αναφοράς και μέτρησης των κινδύνων,

δ)

τις πολιτικές αντιστάθμισης και μείωσης κινδύνων και τις στρατηγικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση της διαρκούς αποτελεσματικότητας των αντισταθμίσεων και των μέσων μείωσης του κινδύνου,

ε)

δήλωση εγκεκριμένη από το διοικητικό όργανο σχετικά με την επάρκεια των ρυθμίσεων διαχείρισης κινδύνου του σχετικού ιδρύματος, με την οποία βεβαιώνεται ότι τα εφαρμοζόμενα συστήματα διαχείρισης κινδύνου είναι κατάλληλα για το προφίλ και τη στρατηγική του ιδρύματος,

στ)

συνοπτική δήλωση κινδύνου εγκεκριμένη από το διοικητικό όργανο, στην οποία περιγράφεται με συντομία το συνολικό προφίλ κινδύνου του οικείου ιδρύματος που σχετίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική· η δήλωση αυτή περιλαμβάνει:

i)

βασικούς δείκτες και στοιχεία που παρέχουν στους εξωτερικούς ενδιαφερομένους ολοκληρωμένη άποψη της διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος αλληλεπιδρά με το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό όργανο,

ii)

πληροφορίες για τις εντός ομίλου συναλλαγές και τις συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη που ενδέχεται να έχουν ουσιώδη επίδραση στο προφίλ κινδύνου του ενοποιημένου ομίλου.

2.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης:

α)

τον αριθμό των θέσεων στο ΔΣ που κατέχουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου,

β)

την πολιτική πρόσληψης για την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, καθώς και τις πραγματικές τους γνώσεις, τις δεξιότητες και την ειδικότητά τους,

γ)

την πολιτική πολυμορφίας όσον αφορά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, τους σκοπούς της καθώς και τους τυχόν σχετικούς στόχους που προβλέπει η ως άνω πολιτική και τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω στόχοι έχουν επιτευχθεί,

δ)

κατά πόσον το ίδρυμα έχει συστήσει χωριστή επιτροπή κινδύνου και πόσες φορές έχει συγκληθεί η εν λόγω επιτροπή,

ε)

την περιγραφή της ροής πληροφοριών προς το διοικητικό όργανο σχετικά με τους κινδύνους.

Άρθρο 436

Δημοσιοποίηση του πεδίου εφαρμογής

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

α)

την επωνυμία του ιδρύματος στο οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός,

β)

συμφωνία μεταξύ των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τη ρυθμιστική ενοποίηση δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος II τμήματα 2 και 3· η εν λόγω συμφωνία περιγράφει τις διαφορές μεταξύ του λογιστικού και ρυθμιστικού πεδίου εφαρμογής της ενοποίησης, καθώς και τις νομικές οντότητες που περιλαμβάνονται στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σε περίπτωση που διαφέρει από το λογιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης· όσον αφορά τις νομικές οντότητες που περιλαμβάνονται στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης περιγράφεται η μέθοδος της ρυθμιστικής ενοποίησης εάν διαφέρει από τη μέθοδο της λογιστικής ενοποίησης, το κατά πόσον οι εν λόγω οντότητες είναι πλήρως ή αναλογικώς ενοποιημένες, καθώς και αν οι συμμετοχές στις εν λόγω νομικές οντότητες αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια,

γ)

κατανομή των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τη ρυθμιστική ενοποίηση δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος II τμήματα 2 και 3, αναλυμένων ανά είδος κινδύνων όπως αναφέρεται στο παρόν μέρος,

δ)

συμφωνία που προσδιορίζει τις κύριες πηγές διαφορών μεταξύ των ποσών λογιστικής αξίας στις οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης, όπως ορίζεται στο πρώτο μέρος τίτλος II τμήματα 2 και 3, και του ποσού ανοίγματος που χρησιμοποιείται για κανονιστικούς σκοπούς· η εν λόγω συμφωνία συμπληρώνεται από ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές τις κύριες πηγές διαφορών,

ε)

για ανοίγματα εντός και εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών τα οποία έχουν προσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 34 και το άρθρο 105, κατανομή των ποσών των συστατικών στοιχείων της προσαρμογής συνετής αποτίμησης του ιδρύματος, ανά είδος κινδύνων, και το σύνολο των συστατικών στοιχείων χωριστά για θέσεις εντός και εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

στ)

κάθε υφιστάμενο ή αναμενόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της,

ζ)

το συνολικό ποσό κατά το οποίο τα πραγματικά ίδια κεφάλαια υπολείπονται των απαιτούμενων σε όλες τις θυγατρικές που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και την επωνυμία ή τις επωνυμίες των θυγατρικών αυτών,

η)

κατά περίπτωση, τις περιστάσεις στις οποίες γίνεται χρήση της παρέκκλισης που αναφέρεται στο άρθρο 7 ή της μεθόδου μερικής ενοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 9.

Άρθρο 437

Δημοσιοποίηση των ιδίων κεφαλαίων

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους:

α)

πλήρη συμφωνία των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1, των στοιχείων της κατηγορίας 2 και των προσαρμογών και αφαιρέσεων που εφαρμόζονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος βάσει των άρθρων 32 έως 36 και των άρθρων 56, 66 και 79 με τον ισολογισμό στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος,

β)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από το ίδρυμα,

γ)

τους πλήρεις όρους και τις προϋποθέσεις όλων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και των μέσων της κατηγορίας 2,

δ)

χωριστή δημοσιοποίηση της φύσης και του ύψους των κατωτέρω στοιχείων:

i)

κάθε εποπτικής προσαρμογής που εφαρμόζεται δυνάμει των άρθρων 32 έως 35,

ii)

των στοιχείων που αφαιρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 36, 56 και 66,

iii)

των στοιχείων που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 47, 48, 56, 66 και 79,

ε)

περιγραφή όλων των περιορισμών που εφαρμόζονται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και των μέσων, των εποπτικών προσαρμογών και των αφαιρέσεων στα οποία εφαρμόζονται οι εν λόγω περιορισμοί,

στ)

ολοκληρωμένη επεξήγηση της βάσης επί της οποίας υπολογίζονται οι δείκτες κεφαλαίου όταν οι εν λόγω δείκτες κεφαλαίου υπολογίζονται με τη χρήση στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που προσδιορίζονται σε διαφορετική βάση από εκείνη που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 437α

Δημοσιοποίηση των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων

Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 92α ή 92β δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις τους:

α)

τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων τους, τη ληκτότητά τους και τα κύρια χαρακτηριστικά τους,

β)

την κατάταξη των επιλέξιμων υποχρεώσεων στην ιεράρχηση των πιστωτών,

γ)

το συνολικό ποσό κάθε έκδοσης μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β και το ποσό των εν λόγω εκδόσεων που περιλαμβάνεται στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 72β παράγραφοι 3 και 4,

δ)

το συνολικό ποσό των εξαιρουμένων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2.

Άρθρο 438

Δημοσιοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με το άρθρο 92 του παρόντος κανονισμού και με τις απαιτήσεις του άρθρου 73 και του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

α)

περίληψη της προσέγγισής τους όσον αφορά την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού τους κεφαλαίου για τη στήριξη των τρεχουσών και μελλοντικών δραστηριοτήτων,

β)

το ποσό των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου κατά το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη σύνθεσή του όσον αφορά τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2,

γ)

κατόπιν αίτησης της σχετικής αρμόδιας αρχής, το αποτέλεσμα της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας του ιδρύματος,

δ)

το συνολικό σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος και την αντίστοιχη συνολική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92, αναλυμένα σύμφωνα με τις διάφορες κατηγορίες κινδύνων οι οποίες καθορίζονται στο τρίτο μέρος και, κατά περίπτωση, επεξήγηση της επίδρασης στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος που προκύπτει από την εφαρμογή των κατώτατων ορίων κεφαλαίου και τη μη αφαίρεση στοιχείων από τα ίδια κεφάλαια,

ε)

τα εντός και εκτός ισολογισμού ανοίγματα, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και τις συνδεδεμένες αναμενόμενες ζημίες για κάθε κατηγορία ειδικού δανεισμού του πίνακα 1 του άρθρου 153 παράγραφος 5 και τα εντός και εκτός ισολογισμού ανοίγματα και τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος για τις κατηγορίες ανοιγμάτων σε μετοχές που ορίζονται στο άρθρο 155 παράγραφος 2,

στ)

την αξία ανοίγματος και το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των μέσων ιδίων κεφαλαίων που κατέχονται σε ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και τα οποία τα ιδρύματα δεν αφαιρούν από τα ίδια κεφάλαιά τους σύμφωνα με το άρθρο 49 κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων σε ατομική, υποενοποιημένη και ενοποιημένη βάση,

ζ)

τη συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, όταν εφαρμόζεται η μέθοδος 1 ή 2 που παρατίθεται στο εν λόγω παράρτημα,

η)

τις διακυμάνσεις των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος για την τρέχουσα περίοδο δημοσιοποίησης σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο δημοσιοποίησης που προκύπτουν από τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων, συμπεριλαμβανομένης συνοπτικής παρουσίασης των βασικών παραγόντων που εξηγούν αυτές τις διακυμάνσεις.

Άρθρο 439

Δημοσιοποίηση των ανοιγμάτων σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την έκθεσή τους σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όπως αναφέρεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6:

α)

περιγραφή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για την κατανομή εσωτερικών κεφαλαίων και τον καθορισμό πιστωτικών ορίων για πιστωτικά ανοίγματα αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων για τον καθορισμό των εν λόγω ορίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων,

β)

περιγραφή των πολιτικών που σχετίζονται με εγγυήσεις και άλλους παράγοντες μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, όπως οι πολιτικές που εφαρμόζονται για τη λήψη εξασφαλίσεων και τον σχηματισμό πιστωτικών αποθεμάτων,

γ)

περιγραφή των πολιτικών που εφαρμόζονται για τον γενικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης και τον ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, όπως ορίζονται στο άρθρο 291,

δ)

το ποσό των εξασφαλίσεων που θα έπρεπε να παράσχει το ίδρυμα σε περίπτωση υποβάθμισης της πιστοληπτικής του διαβάθμισης,

ε)

το ποσό των διαχωρισμένων και των μη διαχωρισμένων εξασφαλίσεων που λαμβάνονται και παρέχονται ανά είδος εξασφάλισης, με περαιτέρω ανάλυση σε εξασφαλίσεις που χρησιμοποιούνται για παράγωγα και συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων,

στ)

για τις συναλλαγές παραγώγων, τις αξίες ανοίγματος πριν και μετά την επίδραση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 3 έως 6, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που εφαρμόζεται, και τα σχετικά ποσά ανοίγματος σε κίνδυνο, κατανεμημένα ανάλογα με την εφαρμοστέα μέθοδο,

ζ)

για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, τις αξίες ανοίγματος πριν και μετά την επίδραση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαια 4 και 6, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται, και τα σχετικά ποσά ανοίγματος σε κίνδυνο, κατανεμημένα ανάλογα με την εφαρμοστέα μέθοδο,

η)

τις αξίες ανοίγματος μετά την επίδραση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου και τα σχετικά ανοίγματα σε κίνδυνο όσον αφορά την κεφαλαιακή επιβάρυνση για την προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης χωριστά για κάθε μέθοδο που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος VI,

θ)

την αξία ανοίγματος έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τα σχετικά ανοίγματα σε κίνδυνο εντός του πεδίου εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήμα 9, χωριστά για τους αναγνωρισμένους και τους μη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και κατανεμημένα ανά είδος ανοίγματος,

ι)

τα ονομαστικά ποσά και την εύλογη αξία των συναλλαγών σε πιστωτικά παράγωγα· οι συναλλαγές σε πιστωτικά παράγωγα κατανέμονται ανά τύπο προϊόντος· εντός κάθε τύπου προϊόντος, οι συναλλαγές σε πιστωτικά παράγωγα αναλύονται περαιτέρω σε πιστωτική προστασία που αγοράζεται και σε πιστωτική προστασία που πωλείται,

ια)

την εκτίμηση του άλφα όταν το ίδρυμα έχει λάβει την άδεια των αρμόδιων αρχών να χρησιμοποιεί τη δική του εκτίμηση άλφα σύμφωνα με το άρθρο 284 παράγραφος 9,

ιβ)

χωριστά, τις δημοσιοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 444 στοιχείο ε) και στο άρθρο 452 στοιχείο ζ),

ιγ)

για τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεθόδους του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 4 έως 5, τον όγκο των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων τους σε παράγωγα, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 273α παράγραφος 1 ή 2, κατά περίπτωση.

Όταν η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους παρέχει βοήθεια ρευστότητας υπό τη μορφή πράξεων ανταλλαγής εξασφαλίσεων, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαλλάσσει τα ιδρύματα από τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου στοιχεία δ) και ε), εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτήν θα μπορούσε να αποκαλύψει ότι έχει παρασχεθεί έκτακτη βοήθεια ρευστότητας. Για τους σκοπούς αυτούς, η αρμόδια αρχή καθορίζει κατάλληλα όρια και αντικειμενικά κριτήρια.

Άρθρο 440

Δημοσιοποίηση των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με την απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στον τίτλο VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

α)

τη γεωγραφική κατανομή των ποσών ανοίγματος και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος των πιστωτικών του ανοιγμάτων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας τους,

β)

το ποσό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το οικείο ίδρυμα.

Άρθρο 441

Δημοσιοποίηση των δεικτών παγκόσμιας συστημικής σημασίας

Τα G-SII δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, τις τιμές των δεικτών που χρησιμοποιούνται για τη βαθμολόγησή τους σύμφωνα με τη μεθοδολογία προσδιορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 442

Δημοσιοποίηση ανοιγμάτων σε πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο απομείωσης αξίας

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ανοίγματά τους σε πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο απομείωσης αξίας:

α)

το πεδίο εφαρμογής και τους ορισμούς της “υπερημερίας” και της “απομείωσης” που χρησιμοποιούν για λογιστικούς σκοπούς και τις τυχόν διαφορές μεταξύ των ορισμών της “υπερημερίας” και της “αθέτησης” για λογιστικούς και ρυθμιστικούς σκοπούς,

β)

περιγραφή των προσεγγίσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου,

γ)

πληροφορίες για το ποσό και την ποιότητα των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των ανοιγμάτων με ανοχή για δάνεια, χρεόγραφα και εκτός ισολογισμού ανοίγματα, μεταξύ άλλων τη σχετική σωρευμένη απομείωση αξίας, τις προβλέψεις και τις αρνητικές μεταβολές στην εύλογη αξία που οφείλονται σε πιστωτικό κίνδυνο, καθώς και τα ποσά των εξασφαλίσεων και των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που λαμβάνονται,

δ)

ανάλυση χρονολογικής ωρίμανσης των ανοιγμάτων σε λογιστική υπερημερία,

ε)

τα ακαθάριστα λογιστικά ποσά όσον αφορά τόσο τα ανοίγματα σε αθέτηση όσο και τα ανοίγματα που δεν είναι σε αθέτηση, τις σωρευμένες ειδικές και γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, τις σωρευμένες διαγραφές για τα εν λόγω ανοίγματα και τα καθαρά λογιστικά ποσά, καθώς και την κατανομή τους ανά γεωγραφική περιοχή και τύπο κλάδου δραστηριότητας και όσον αφορά τα δάνεια, τα χρεόγραφα και τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα,

στ)

τυχόν αλλαγές στο ακαθάριστο ποσό των εντός και εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε αθέτηση, συμπεριλαμβανομένων, κατ' ελάχιστον, πληροφοριών για τα αρχικά και τα τελικά υπόλοιπα των εν λόγω ανοιγμάτων, το ακαθάριστο ποσό καθενός από τα εν λόγω ανοίγματα που έχει επανέλθει σε κατάσταση μη αθέτησης ή υπόκειται σε διαγραφή,

ζ)

την κατανομή δανείων και χρεογράφων ανά εναπομένουσα ληκτότητα.

Άρθρο 443

Δημοσιοποίηση των βεβαρημένων και μη βεβαρημένων στοιχείων ενεργητικού

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τα βεβαρημένα και μη βεβαρημένα στοιχεία του ενεργητικού τους. Για τους σκοπούς αυτούς, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το λογιστικό ποσό ανά κατηγορία ανοιγμάτων αναλυμένο κατά ποιότητα στοιχείων ενεργητικού και το σύνολο του λογιστικού ποσού που είναι βεβαρημένο και μη βεβαρημένο. Η δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τα βεβαρημένα και τα μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού δεν αποκαλύπτει την παροχή βοήθειας ρευστότητας έκτακτης ανάγκης από τις κεντρικές τράπεζες.

Άρθρο 444

Δημοσιοποίηση της χρήσης της τυποποιημένης μεθόδου

Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα τους ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στο άρθρο 112:

α)

τις επωνυμίες των καθορισμένων ΕΟΠΑ και ΟΕΠ και τους λόγους τυχόν μεταβολών των εν λόγω ορισμών κατά την περίοδο της δημοσιοποίησης,

β)

τις κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες χρησιμοποιείται κάθε ΕΟΠΑ ή ΟΕΠ,

γ)

περιγραφή της διαδικασίας για τη μεταφορά των πιστωτικών διαβαθμίσεων του εκδότη και της έκδοσης σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

δ)

την αντιστοίχιση της εξωτερικής διαβάθμισης κάθε καθορισμένου ΕΟΠΑ ή ΟΕΠ με τους συντελεστές κινδύνου που αντιστοιχούν στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν είναι απαραίτητο να δημοσιοποιούνται οι πληροφορίες αυτές εάν τα ιδρύματα συμμορφώνονται με την πρότυπη αντιστοίχιση που δημοσιεύει η ΕΑΤ,

ε)

τις αξίες ανοίγματος και τις αξίες ανοίγματος μετά τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, όπως ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 ανά κατηγορία ανοιγμάτων, καθώς και τις αξίες ανοίγματος οι οποίες αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

Άρθρο 445

Δημοσιοποίηση ανοίγματος σε κίνδυνο αγοράς

Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις αυτές χωριστά για κάθε κίνδυνο που αναφέρεται στα στοιχεία αυτά. Επιπλέον, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο επιτοκίου θέσεων τιτλοποίησης δημοσιοποιούνται χωριστά.

Άρθρο 446

Δημοσιοποίηση της διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου:

α)

τις προσεγγίσεις εκτίμησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο που εφαρμόζονται στο ίδρυμα,

β)

εφόσον το ίδρυμα τη χρησιμοποιεί, περιγραφή της μεθοδολογίας του άρθρου 312 παράγραφος 2, η οποία περιλαμβάνει ανάλυση των σχετικών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στην εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης του ιδρύματος,

γ)

σε περίπτωση μερικής χρήσης, το πεδίο εφαρμογής και την κάλυψη των διαφόρων μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται.

Άρθρο 447

Δημοσιοποίηση των βασικών μετρήσεων

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες βασικές μετρήσεις σε μορφή πίνακα:

α)

τη σύνθεση όσον αφορά τα ίδια κεφάλαιά τους και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92,

β)

το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3,

γ)

κατά περίπτωση, το ποσό και τη σύνθεση των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων τα οποία τα ιδρύματα υποχρεούνται να κατέχουν σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

δ)

τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που τα ιδρύματα υποχρεούνται να κατέχουν σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

ε)

τον δείκτη μόχλευσής τους και το μέτρο συνολικού ανοίγματος, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429,

στ)

τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητάς τους, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1:

i)

τον μέσο όρο ή τους μέσους όρους, ανάλογα με την περίπτωση, του δείκτη κάλυψης της ρευστότητάς τους με βάση τις παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

ii)

τον μέσο όρο ή τους μέσους όρους, ανάλογα με την περίπτωση, των συνολικών ρευστών στοιχείων ενεργητικού, μετά την εφαρμογή των σχετικών περικοπών, που περιλαμβάνονται στο απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, με βάση παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

iii)

τους μέσους όρους των εκροών και εισροών ρευστότητας καθώς και των καθαρών εκροών ρευστότητάς τους, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, με βάση τις παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

ζ)

τις ακόλουθες πληροφορίες σε σχέση με την απαίτηση καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος IV:

i)

τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης στο τέλος κάθε τριμήνου της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

ii)

τη διαθέσιμη σταθερή χρηματοδότηση στο τέλος κάθε τριμήνου της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

iii)

την απαιτούμενη σταθερή χρηματοδότηση στο τέλος κάθε τριμήνου της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

η)

τους δείκτες ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεών τους και τις συνιστώσες τους, αριθμητή και παρονομαστή, όπως υπολογίζονται βάσει των άρθρων 92α και 92β και με ανάλυση στο επίπεδο κάθε ομίλου εξυγίανσης, όπου συντρέχει περίπτωση.

Άρθρο 448

Δημοσιοποίηση ανοιγμάτων σε κίνδυνο επιτοκίου για θέσεις που δεν κατέχονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

1.   Από τις 28 Ιουνίου 2021, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές των επιτοκίων οι οποίες επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους των δραστηριοτήτων τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 84 και στο άρθρο 98 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

α)

τις μεταβολές της οικονομικής αξίας των μετοχών που υπολογίζεται βάσει των έξι εποπτικών σεναρίων κλυδωνισμών που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για την τρέχουσα και την προηγούμενη περίοδο δημοσιοποίησης,

β)

τις μεταβολές των καθαρών εσόδων από τόκους που υπολογίζονται βάσει των δύο εποπτικών σεναρίων κλυδωνισμών που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για την τρέχουσα και την προηγούμενη περίοδο δημοσιοποίησης,

γ)

περιγραφή των βασικών παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 98 παράγραφος 5α στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των μεταβολών της οικονομικής αξίας των μετοχών και των καθαρών εσόδων από τόκους που απαιτούνται βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου,

δ)

επεξήγηση της σημασίας των μετρήσεων κινδύνου που δημοσιοποιούνται δυνάμει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου και τυχόν σημαντικών διακυμάνσεων των εν λόγω μετρήσεων κινδύνου από την προηγούμενη ημερομηνία αναφοράς της δημοσιοποίησης,

ε)

την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα ιδρύματα ορίζουν, μετρούν, μετριάζουν και ελέγχουν τον κίνδυνο επιτοκίου των εκτός χαρτοφυλακίου δραστηριοτήτων τους για τους σκοπούς του ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 84 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

περιγραφής των ειδικών μετρήσεων κινδύνου που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για να αξιολογούν τις μεταβολές της οικονομικής αξίας των μετοχών τους και των καθαρών εσόδων τους από τόκους,

ii)

περιγραφής των βασικών παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων οι οποίες χρησιμοποιούνται στα εσωτερικά συστήματα μέτρησης των ιδρυμάτων και οι οποίες θα διέφεραν από τις κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για τον υπολογισμό των μεταβολών της οικονομικής αξίας των μετοχών και των καθαρών εσόδων από τόκους, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικού για τις εν λόγω διαφορές,

iii)

περιγραφής των σεναρίων κλυδωνισμού επιτοκίων που χρησιμοποιούνται από τα ιδρύματα για την εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τους κινδύνους επιτοκίου,

iv)

της αναγνώρισης της επίδρασης των αντισταθμίσεων έναντι των εν λόγω κινδύνων επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών αντισταθμίσεων που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 106 παράγραφος 3,

v)

περιγραφής της συχνότητας με την οποία αξιολογείται ο κίνδυνος επιτοκίου,

στ)

την περιγραφή των γενικών στρατηγικών διαχείρισης και μετριασμού των εν λόγω κινδύνων,

ζ)

τη μέση και μεγαλύτερη ληκτότητα αποτίμησης που αποδίδεται στις καταθέσεις όψεως.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στα σημεία i) έως iv) του στοιχείου ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 449

Δημοσιοποίηση των ανοιγμάτων σε θέσεις τιτλοποίησης

Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 5 ή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 337 ή 338 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες χωριστά για τις δραστηριότητές τους εντός και εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών:

α)

περιγραφή των δραστηριοτήτων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των στόχων τους όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων και τις επενδύσεις σε σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες, του ρόλου τους στις συναλλαγές τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, του κατά πόσον χρησιμοποιούν την απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση (STS) που ορίζεται στο άρθρο 242 σημείο 10), και του βαθμού στον οποίο χρησιμοποιούν συναλλαγές τιτλοποίησης για να μεταφέρουν τον πιστωτικό κίνδυνο των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων σε τρίτους, με χωριστή περιγραφή, όπου αρμόζει, της πολιτικής τους για τη μεταφορά κινδύνου σύνθετης τιτλοποίησης,

β)

το είδος των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης ανά βαθμό εξοφλητικής προτεραιότητας των σχετικών θέσεων τιτλοποίησης, με διάκριση μεταξύ θέσεων STS και μη STS, και:

i)

του κινδύνου που διατηρείται σε συναλλαγές ιδίας προέλευσης,

ii)

του κινδύνου που προκύπτει σε σχέση με συναλλαγές που προέρχονται από τρίτους,

γ)

τις προσεγγίσεις τους για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος που εφαρμόζουν στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των ειδών των θέσεων τιτλοποίησης όπου εφαρμόζεται κάθε προσέγγιση και με διάκριση μεταξύ θέσεων STS και μη STS,

δ)

κατάλογο των ΟΕΣΤ που εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες, με περιγραφή των ειδών των ανοιγμάτων τους στις εν λόγω ΟΕΣΤ, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων παραγώγων:

i)

ΟΕΣΤ που αποκτούν ανοίγματα τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τα ιδρύματα,

ii)

ΟΕΣΤ που χρηματοδοτούνται από τα ιδρύματα,

iii)

ΟΕΣΤ και άλλες νομικές οντότητες για τις οποίες τα ιδρύματα παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με τιτλοποιήσεις, όπως συμβουλευτικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες εξυπηρέτησης ή διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού,

iv)

ΟΕΣΤ που περιλαμβάνονται στο κανονιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης των ιδρυμάτων,

ε)

κατάλογο τυχόν νομικών οντοτήτων σε σχέση με τις οποίες τα ιδρύματα έχουν δημοσιοποιήσει την πληροφορία ότι έχουν παράσχει βοήθεια σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 5,

στ)

κατάλογο νομικών οντοτήτων συνδεδεμένων με τα ιδρύματα οι οποίες επενδύουν σε τιτλοποιήσεις που έχουν δημιουργηθεί από τα ιδρύματα ή σε θέσεις τιτλοποίησης που έχουν εκδοθεί από ΟΕΣΤ χρηματοδοτούμενες από τα ιδρύματα,

ζ)

σύνοψη των λογιστικών πολιτικών τους για δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, διάκρισης μεταξύ των θέσεων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης,

η)

τις επωνυμίες των ΕΟΠΑ που χρησιμοποιούνται για τιτλοποιήσεις και τα είδη ανοίγματος για τα οποία χρησιμοποιείται κάθε οργανισμός,

θ)

κατά περίπτωση, περιγραφή της προσέγγισης εσωτερικής αξιολόγησης που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 5, συμπεριλαμβανομένων της δομής της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικής αξιολόγησης και εξωτερικών διαβαθμίσεων των σχετικών ΕΟΠΑ που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο η), των ελεγκτικών μηχανισμών για τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της εξέτασης της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, των ειδών ανοίγματος στα οποία εφαρμόζεται η διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και των παραγόντων ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των επιπέδων πιστωτικής ενίσχυσης,

ι)

χωριστά για εντός και εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το λογιστικό ποσό των ανοιγμάτων τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το κατά πόσον τα ιδρύματα έχουν μεταβιβάσει σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με τα άρθρα 244 και 245, για τα οποία τα ιδρύματα ενεργούν ως μεταβιβάζουσες οντότητες, ανάδοχες οντότητες ή επενδυτές, χωριστά για τις παραδοσιακές και σύνθετες τιτλοποιήσεις και για τις συναλλαγές STS και μη STS και με κατανομή ανά είδος ανοιγμάτων τιτλοποίησης,

ια)

για τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

το συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης όταν τα ιδρύματα ενεργούν ως μεταβιβάζουσες οντότητες ή ανάδοχες οντότητες και τα συνδεδεμένα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ανά ρυθμιστική μέθοδο, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ή στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %, με κατανομή μεταξύ παραδοσιακών και σύνθετων τιτλοποιήσεων και μεταξύ ανοιγμάτων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, χωριστά για θέσεις STS και θέσεις μη STS, και περαιτέρω ανάλυση σε κατάλληλο αριθμό ζωνών συντελεστών στάθμισης κινδύνου ή κεφαλαιακών απαιτήσεων και ανά χρησιμοποιούμενη για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων μέθοδο,

ii)

το συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης όταν τα ιδρύματα ενεργούν ως επενδυτές και τα συνδεδεμένα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ανά ρυθμιστική μέθοδο, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ή στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %, με κατανομή μεταξύ παραδοσιακών και σύνθετων τιτλοποιήσεων, θέσεων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, και θέσεων STS και μη STS, και με περαιτέρω ανάλυση σε κατάλληλο αριθμό ζωνών συντελεστών στάθμισης κινδύνου ή κεφαλαιακών απαιτήσεων και ανά χρησιμοποιούμενη για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων μέθοδο,

ιβ)

για τα ανοίγματα που έχει τιτλοποιήσει το ίδρυμα, το ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση και το ποσό των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου που έχει πραγματοποιήσει το ίδρυμα κατά την τρέχουσα περίοδο, με ανάλυση αμφοτέρων ανά είδος ανοίγματος.

Άρθρο 449α

Δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (κίνδυνοι ΠΚΔ)

Από τις 28 Ιουνίου 2022, τα μεγάλα ιδρύματα που έχουν εκδώσει τίτλους οι οποίοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης, όπως ορίζονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δημοσιοποιούνται ετησίως για το πρώτο έτος και εξαμηνιαίως στη συνέχεια.

Άρθρο 450

Δημοσιοποίηση της πολιτικής αποδοχών

1.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική και τις πρακτικές που ακολουθούν όσον αφορά τις αποδοχές για τις κατηγορίες εκείνες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίπτωση στο προφίλ κινδύνου τους:

α)

πληροφορίες όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, καθώς και τον αριθμό των συνεδριάσεων που πραγματοποίησε το κύριο όργανο που επιβλέπει τις αποδοχές στη διάρκεια του οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τα καθήκοντα της επιτροπής αποδοχών, τον εξωτερικό σύμβουλο του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών και τον ρόλο των λοιπών ενδιαφερομένων,

β)

πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ της αμοιβής του προσωπικού και των επιδόσεών του,

γ)

τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων και την προσαρμογή στον κίνδυνο, την πολιτική περί αναβολής και τα κριτήρια κατοχύρωσης,

δ)

την αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών αποδοχών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

ε)

πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επιδόσεων στα οποία βασίζεται το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης ή μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών,

στ)

τις κύριες παραμέτρους και το σκεπτικό για κάθε σύστημα μεταβλητών συνιστωσών και κάθε άλλη μη χρηματική παροχή,

ζ)

συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά επιχειρηματικό τομέα,

η)

συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση σε ανώτερα διευθυντικά στελέχη και μέλη του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίδραση στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων· στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

i)

τα ποσά των αποδοχών που αποδόθηκαν για το οικονομικό έτος, με διάκριση σε σταθερές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των σταθερών συνιστωσών, και σε μεταβλητές αποδοχές, καθώς και ο αριθμός των δικαιούχων,

ii)

τα ποσά και οι μορφές των μεταβλητών αποδοχών που αποδόθηκαν, με διάκριση σε μετρητά, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και άλλα είδη, χωριστά για το αμέσως καταβαλλόμενο και για το αναβαλλόμενο τμήμα,

iii)

τα ποσά των αναβαλλόμενων αποδοχών που αποδόθηκαν για προηγούμενες περιόδους επιδόσεων, με διάκριση μεταξύ του ποσού που κατοχυρώνεται εντός του οικονομικού έτους και του ποσού που θα κατοχυρωθεί τα επόμενα έτη,

iv)

το κατοχυρωνόμενο εντός του οικονομικού έτους ποσό των αναβαλλόμενων αποδοχών το οποίο καταβάλλεται κατά το οικονομικό έτος και το οποίο μειώνεται μέσω προσαρμογών στις επιδόσεις,

v)

οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές που αποδόθηκαν κατά το οικονομικό έτος και ο αριθμός των σχετικών δικαιούχων,

vi)

οι αποζημιώσεις λόγω αποχώρησης που αποδόθηκαν σε προηγούμενες περιόδους και καταβλήθηκαν στη διάρκεια του οικονομικού έτους,

vii)

τα ποσά των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που αποδόθηκαν κατά το οικονομικό έτος, με διάκριση σε αμέσως καταβαλλόμενα και σε αναβαλλόμενα ποσά, ο αριθμός των δικαιούχων των εν λόγω αποζημιώσεων και η υψηλότερη αποζημίωση που αποδόθηκε σε μεμονωμένο πρόσωπο,

θ)

τον αριθμό των ατόμων που έχουν αμειφθεί με τουλάχιστον 1 εκατομμύριο EUR ανά οικονομικό έτος, ανά μισθολογικά κλιμάκια 500 000 EUR για τις αποδοχές ύψους από 1 έως 5 εκατομμύρια EUR και ανά μισθολογικά κλιμάκια 1 εκατομμύριο EUR για τις αποδοχές ύψους 5 εκατομμυρίων EUR και άνω,

ι)

κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους ή της οικείας αρμόδιας αρχής, τις συνολικές αποδοχές καθενός από τα μέλη του διοικητικού οργάνου ή τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη,

ια)

πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον το ίδρυμα επωφελείται από την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 94 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ια) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα που επωφελούνται από τέτοιου είδους παρέκκλιση αναφέρουν αν επωφελούνται από την παρέκκλιση αυτή βάσει του άρθρου 94 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Επίσης, αναφέρουν για ποιες από τις σχετικές με τις αποδοχές αρχές εφαρμόζουν την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις, τον αριθμό των μελών του προσωπικού που επωφελούνται από την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις και το σύνολο των αποδοχών τους, με διάκριση σε σταθερές και μεταβλητές αποδοχές.

2.   Για τα μεγάλα ιδρύματα, οι ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αμοιβές των συλλογικών διοικητικών οργάνων τους που αναφέρονται στο παρόν άρθρο τίθενται επίσης στη διάθεση του κοινού, με διάκριση μεταξύ των εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών.

Τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*15).

Άρθρο 451

Δημοσιοποίηση του δείκτη μόχλευσης

1.   Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο έβδομο μέρος δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη μόχλευσής τους, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429, και τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης:

α)

τον δείκτη μόχλευσης και τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα εφαρμόζουν το άρθρο 499 παράγραφος 2,

β)

κατανομή του μέτρου συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4, καθώς και συμφωνία του μέτρου συνολικού ανοίγματος με τις σχετικές πληροφορίες που περιέχονται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις,

γ)

κατά περίπτωση, το ποσό των ανοιγμάτων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 8 και το άρθρο 429α παράγραφος 1 και τον προσαρμοσμένο δείκτη μόχλευσης που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429α παράγραφος 7,

δ)

περιγραφή των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης,

ε)

περιγραφή των παραγόντων που επηρέασαν τον δείκτη μόχλευσης κατά τη διάρκεια της περιόδου στην οποία αναφέρεται ο δημοσιοποιούμενος δείκτης μόχλευσης.

2.   Τα δημόσια αναπτυξιακά πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 429α παράγραφος 2, δημοσιοποιούν τον δείκτη μόχλευσης χωρίς την προσαρμογή του μέτρου συνολικού ανοίγματος που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429α παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ).

3.   Επιπλέον των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα μεγάλα ιδρύματα δημοσιοποιούν τον δείκτη μόχλευσης και την ανάλυση του μέτρου συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4 με βάση τους μέσους όρους που υπολογίζονται σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 430 παράγραφος 7.

Άρθρο 451α

Δημοσιοποίηση των απαιτήσεων ρευστότητας

1.   Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο έκτο μέρος δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1:

α)

τον μέσο όρο ή τους μέσους όρους, ανάλογα με την περίπτωση, του δείκτη κάλυψης της ρευστότητάς τους με βάση τις παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

β)

τον μέσο όρο ή τους μέσους όρους, ανάλογα με την περίπτωση, του συνόλου των ρευστών στοιχείων ενεργητικού, μετά την εφαρμογή των σχετικών περικοπών, που περιλαμβάνονται στο απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, με βάση παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης, καθώς και περιγραφή της σύνθεσης του εν λόγω αποθέματος ασφαλείας ρευστότητας,

γ)

τους μέσους όρους των εκροών και εισροών ρευστότητας καθώς και των καθαρών εκροών ρευστότητάς τους, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, με βάση τις παρατηρήσεις στο τέλος του μήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης, καθώς και περιγραφή της σύνθεσής τους.

3.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησής τους που υπολογίζεται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος IV:

α)

στοιχεία τέλους τριμήνου του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης που υπολογίζεται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2 για κάθε τρίμηνο της σχετικής περιόδου δημοσιοποίησης,

β)

επισκόπηση του ποσού της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που υπολογίζεται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 3,

γ)

επισκόπηση του ποσού της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που υπολογίζεται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 4.

4.   Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ρυθμίσεις, τα συστήματα, τις διαδικασίες και τις στρατηγικές που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητάς τους, σύμφωνα με το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΜΕΣΩΝ Ή ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΩΝ

Άρθρο 452

Δημοσιοποίηση της χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ για τον πιστωτικό κίνδυνο

Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ για τον πιστωτικό κίνδυνο δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την άδεια της αρμόδιας αρχής για την προσέγγιση ή την εγκεκριμένη μετάβαση·

β)

για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 147, το ποσοστό της συνολικής αξίας ανοίγματος κάθε κατηγορίας ανοιγμάτων η οποία υπόκειται στην τυποποιημένη μέθοδο που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 ή στην προσέγγιση ΠΕΔ που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3, καθώς και το τμήμα κάθε κατηγορίας ανοιγμάτων το οποίο υπόκειται σε σχέδιο σταδιακής εφαρμογής· εφόσον τα ιδρύματα έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικές LGD και συντελεστές μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος, δημοσιοποιούν χωριστά το ποσοστό της συνολικής αξίας ανοίγματος για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων που υπόκειται στην εν λόγω άδεια,

γ)

τους μηχανισμούς ελέγχου για τα συστήματα διαβάθμισης στα διάφορα στάδια ανάπτυξης, ελέγχου και μεταβολής υποδειγμάτων, που περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με:

i)

τη σχέση μεταξύ του τμήματος διαχείρισης κινδύνων και του τμήματος εσωτερικού ελέγχου,

ii)

την επανεξέταση των συστημάτων διαβάθμισης,

iii)

τη διαδικασία που εξασφαλίζει ότι το τμήμα που είναι αρμόδιο για την επανεξέταση των υποδειγμάτων είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα που είναι αρμόδια για την ανάπτυξη των υποδειγμάτων,

iv)

τη διαδικασία εξασφάλισης της λογοδοσίας των τμημάτων που είναι αρμόδια για την ανάπτυξη και επανεξέταση των υποδειγμάτων,

δ)

τον ρόλο των τμημάτων που συμμετέχουν στην ανάπτυξη, έγκριση και επακόλουθη τροποποίηση των υποδειγμάτων πιστωτικού κινδύνου,

ε)

το πεδίο εφαρμογής και το βασικό περιεχόμενο των εκθέσεων που σχετίζονται με τα υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου,

στ)

περιγραφή της διαδικασίας εσωτερικών διαβαθμίσεων ανά κατηγορία ανοιγμάτων, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού των βασικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για κάθε χαρτοφυλάκιο και σύντομης εξέτασης των κύριων διαφορών μεταξύ των υποδειγμάτων εντός του ίδιου χαρτοφυλακίου, η οποία καλύπτει:

i)

τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση των PD, στα οποία περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το πώς εκτιμώνται οι PD για χαρτοφυλάκια με χαμηλό ποσοστό αθέτησης, κατά πόσον υπάρχουν κανονιστικά όρια, καθώς και τους παράγοντες των διαφορών που παρατηρούνται μεταξύ PD και πραγματικών ποσοστών αθέτησης, τουλάχιστον για τις τρεις τελευταίες περιόδους,

ii)

όπου αρμόζει, τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση της LGD, όπως τις μεθόδους για τον υπολογισμό της LGD σε περιόδους ύφεσης, τους τρόπους υπολογισμού της LGD για χαρτοφυλάκια με χαμηλό ποσοστό αθέτησης, καθώς και το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στο γεγονός αθέτησης και το κλείσιμο του ανοίγματος,

iii)

όπου αρμόζει, τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση των συντελεστών μετατροπής, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν για την άντληση αυτών των μεταβλητών,

ζ)

κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες σε σχέση με κάθε κατηγορία ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 147:

i)

το ακαθάριστο άνοιγμά τους εντός ισολογισμού,

ii)

τις αξίες ανοίγματός τους εκτός ισολογισμού πριν από τον σχετικό συντελεστή μετατροπής,

iii)

το άνοιγμά τους μετά την εφαρμογή του σχετικού συντελεστή μετατροπής και της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

iv)

κάθε υπόδειγμα, παράμετρο ή στοιχείο σημαντικό για την κατανόηση της στάθμισης κινδύνου και των επακόλουθων ποσών ανοίγματος σε κίνδυνο που δημοσιοποιούνται για επαρκή αριθμό βαθμίδων πιστούχων (συμπεριλαμβανομένης της αθέτησης), ώστε να καθίσταται δυνατή η ουσιαστική διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου,

v)

χωριστά για τις κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν λάβει άδεια χρήσης εσωτερικών LGD και συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος και για τα ανοίγματα για τα οποία τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν παρόμοιες εκτιμήσεις, τις αξίες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) και υπόκεινται στην εν λόγω άδεια,

η)

τις εκτιμήσεις των ιδρυμάτων σχετικά με τις PD σε σύγκριση με το πραγματικό ποσοστό αθέτησης για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων για μεγαλύτερη χρονική περίοδο, με χωριστή δημοσιοποίηση του εύρους PD, του ισοδύναμου εξωτερικής διαβάθμισης, της σταθμισμένης μέσης και της αριθμητικής μέσης PD, του αριθμού των πιστούχων στο τέλος του προηγούμενου έτους και του υπό εξέταση έτους, του αριθμού των πιστούχων σε αθέτηση, συμπεριλαμβανομένων των νέων πιστούχων σε αθέτηση, και του ετήσιου μέσου ιστορικού ποσοστού αθέτησης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την αξία ανοίγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 166.

Άρθρο 453

Δημοσιοποίηση της χρήσης τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου

Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κύρια χαρακτηριστικά των πολιτικών και διαδικασιών συμψηφισμού εντός και εκτός ισολογισμού, καθώς και ένδειξη του βαθμού στον οποίο τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τέτοιου είδους συμψηφισμό,

β)

τα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτικών και διαδικασιών για την αξιολόγηση και διαχείριση επιλέξιμων εξασφαλίσεων,

γ)

περιγραφή των κυριότερων ειδών εξασφαλίσεων που αποδέχεται το ίδρυμα για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου,

δ)

για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα που χρησιμοποιούνται ως πιστωτική προστασία, τα κυριότερα είδη εγγυητών και αντισυμβαλλομένων πιστωτικών παραγώγων, καθώς και την πιστοληπτική ικανότητά τους, που χρησιμοποιούνται για τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, εκτός εκείνων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο δομών σύνθετης τιτλοποίησης,

ε)

πληροφορίες σχετικά με συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς ή πιστωτικού κινδύνου στα χρησιμοποιούμενα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

στ)

για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου ή της προσέγγισης ΠΕΔ, τη συνολική αξία ανοίγματος που δεν καλύπτεται από καμία αποδεκτή πιστωτική προστασία και τη συνολική αξία ανοίγματος που καλύπτεται από αποδεκτή πιστωτική προστασία μετά την εφαρμογή των προσαρμογών μεταβλητότητας· η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο γίνεται χωριστά για τα δάνεια και χρεόγραφα και περιλαμβάνει ανάλυση των ανοιγμάτων σε αθέτηση,

ζ)

τον αντίστοιχο συντελεστή μετατροπής και τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με το άνοιγμα καθώς και τη συχνότητα των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου με και χωρίς αποτέλεσμα υποκατάστασης,

η)

για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου, την αξία ανοίγματος εντός και εκτός ισολογισμού ανά κατηγορία ανοιγμάτων πριν και μετά την εφαρμογή των συντελεστών μετατροπής και οποιασδήποτε συναφούς μείωσης πιστωτικού κινδύνου,

θ)

για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος και τον λόγο μεταξύ του εν λόγω σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος και της αξίας ανοίγματος μετά την εφαρμογή του αντίστοιχου συντελεστή μετατροπής και της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με το άνοιγμα· η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο γίνεται χωριστά για κάθε κατηγορία ανοιγμάτων,

ι)

για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά με την προσέγγιση ΠΕΔ, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος πριν και μετά την αναγνώριση της επίδρασης των πιστωτικών παραγώγων ως προς τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου· εφόσον τα ιδρύματα έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικές LGD και συντελεστές μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος, προβαίνουν στη δημοσιοποίηση που ορίζεται στο παρόν στοιχείο χωριστά για τις κατηγορίες ανοιγμάτων που υπόκεινται στην εν λόγω άδεια.

Άρθρο 454

Δημοσιοποίηση της χρήσης εξελιγμένων προσεγγίσεων μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης που προβλέπονται στα άρθρα 321 έως 324 προκειμένου να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο δημοσιοποιούν περιγραφή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούν την ασφάλιση και άλλους μηχανισμούς μεταφοράς κινδύνου για τον σκοπό της μείωσης του εν λόγω κινδύνου.

Άρθρο 455

Χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων κινδύνου αγοράς

Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 363 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

για κάθε καλυπτόμενο υποχαρτοφυλάκιο:

i)

τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων,

ii)

εάν συντρέχει περίπτωση, όσον αφορά τα εσωτερικά υποδείγματα για τους επιπρόσθετους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης και για τη διαπραγμάτευση συσχετίσεων, τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν και τους κινδύνους που μετρήθηκαν με τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της προσέγγισης που ακολουθήθηκε από το ίδρυμα για τον καθορισμό οριζόντων ρευστότητας, των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη εκτίμησης κεφαλαίων σύμφωνης με το απαιτούμενο πρότυπο αξιοπιστίας και των προσεγγίσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την επικύρωση του υποδείγματος,

iii)

περιγραφή των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που εφαρμόζονται σε κάθε υποχαρτοφυλάκιο,

iv)

περιγραφή των προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται για τον δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο και την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων,

β)

το πεδίο εφαρμογής της άδειας της αρμόδιας αρχής,

γ)

περιγραφή της έκτασης και των μεθοδολογιών για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105,

δ)

την ανώτατη, την κατώτατη και τη μέση τιμή των ακόλουθων μεγεθών:

i)

των ημερήσιων μετρήσεων της δυνητικής ζημίας κατά την περίοδο αναφοράς και στο τέλος της περιόδου αναφοράς,

ii)

των μετρήσεων της δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών κατά την περίοδο αναφοράς και στο τέλος της περιόδου αναφοράς,

iii)

των αριθμητικών στοιχείων για τους επιπρόσθετους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης και για τον ειδικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων κατά την περίοδο αναφοράς και στο τέλος της περιόδου αναφοράς,

ε)

τα στοιχεία της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 364,

στ)

τον μέσο σταθμισμένο ορίζοντα ρευστότητας για κάθε υποχαρτοφυλάκιο που καλύπτεται από τα εσωτερικά υποδείγματα για τους επιπρόσθετους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης και για τη διαπραγμάτευση συσχετίσεων,

ζ)

σύγκριση των ημερήσιων μετρήσεων της δυνητικής ζημίας στο τέλος της ημέρας με τις ημερήσιες μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, συνοδευόμενη από ανάλυση τυχόν σημαντικών υπερβάσεων κατά την περίοδο αναφοράς.

(*15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

120)

Στο άρθρο 456 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

τροποποιήσεις των απαιτήσεων δημοσιοποίησης που ορίζονται στο όγδοο μέρος τίτλοι II και III, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξελίξεις ή τροποποιήσεις των διεθνών προτύπων σχετικά με τη δημοσιοποίηση.»·

121)

Στο άρθρο 457, το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

στο δεύτερο μέρος και στο άρθρο 430 μόνο ως αποτέλεσμα των εξελίξεων όσον αφορά τα λογιστικά πρότυπα ή τις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη νομοθετικές πράξεις της Ένωσης.».

122)

Το άρθρο 458 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εάν η αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διαπιστώσει μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία συγκεκριμένου κράτους μέλους, οι οποίες κατά τη γνώμη της εν λόγω αρχής δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλα μακροπροληπτικά εργαλεία προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ τόσο αποτελεσματικά όσο με την εφαρμογή αυστηρότερων εθνικών μέτρων, η εν λόγω αρχή το γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τη γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση.

Η γνωστοποίηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα και περιλαμβάνει, όπου αρμόζει, σχετικά ποσοτικά ή ποιοτικά στοιχεία για τα εξής:

α)

τις μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου,

β)

τους λόγους για τους οποίους οι μεταβολές αυτές θα μπορούσαν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο ή την πραγματική οικονομία,

γ)

επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η αρχή θεωρεί ότι τα μακροπροληπτικά εργαλεία που προβλέπονται στα άρθρα 124 και 164 του παρόντος κανονισμού και στα άρθρα 133 και 136 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα ήταν λιγότερο κατάλληλα και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών από ό,τι τα σχέδια εθνικών μέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου,

δ)

τα σχέδια εθνικών μέτρων για τα εγχωρίως αδειοδοτημένα ιδρύματα, ή για υποσύνολο των ιδρυμάτων αυτών, που έχουν ως στόχο να μετριάσουν τις μεταβολές της έντασης του κινδύνου και αφορούν:

i)

το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92,

ii)

τις απαιτήσεις για τα μεγάλα ανοίγματα που ορίζονται στο άρθρο 392 και στα άρθρα 395 έως 403,

iii)

τις απαιτήσεις ρευστότητας που καθορίζονται στο έκτο μέρος,

iv)

τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου κατά της υπερβολικής διόγκωσης των τιμών των στοιχείων ενεργητικού στον τομέα των ακινήτων κατοικίας και των εμπορικών ακινήτων,

v)

τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο όγδοο μέρος,

vi)

το επίπεδο του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 129 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή

vii)

τα ανοίγματα εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα,

ε)

επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 θεωρεί τα σχέδια μέτρων κατάλληλα, αποτελεσματικά και αναλογικά για την αντιμετώπιση της κατάστασης και

στ)

εκτίμηση της πιθανής θετικής ή αρνητικής επίπτωσης των σχεδίων μέτρων στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.»·

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να εκδώσει εκτελεστική πράξη για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία έπειτα από πρόταση της Επιτροπής.

Εντός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το ΕΣΣΚ και η ΕΑΤ γνωμοδοτούν προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της εν λόγω παραγράφου.

Λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και εφόσον αποδεικνύεται με αδιάψευστα, ισχυρά και λεπτομερή στοιχεία ότι το μέτρο θα έχει αρνητική επίπτωση στην εσωτερική αγορά ο οποίος υπερβαίνει τα οφέλη σε επίπεδο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που οδηγούν σε μείωση του εντοπισμένου μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, η Επιτροπή μπορεί, εντός μηνός, να προτείνει στο Συμβούλιο εκτελεστική πράξη για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων.

Ελλείψει πρότασης της Επιτροπής εντός αυτής της περιόδου του ενός μηνός, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει αμέσως τα σχέδια εθνικών μέτρων για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή έως ότου παύσει να υφίσταται ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα.

Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως της Επιτροπής εντός μηνός από την παραλαβή της και εκθέτει τους λόγους για την απόρριψη ή τη μη απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων.

Το Συμβούλιο απορρίπτει τα σχέδια εθνικών μέτρων μόνον εάν θεωρεί ότι δεν πληρούται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι μεταβολές της έντασης του μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου είναι τέτοιας φύσεως ώστε να συνιστούν κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο,

β)

τα μακροπροληπτικά εργαλεία που προβλέπονται στο παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι λιγότερο κατάλληλα ή αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση του εντοπισμένου μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου από ό,τι τα σχέδια εθνικών μέτρων,

γ)

τα σχέδια εθνικών μέτρων δεν έχουν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε άλλα κράτη μέλη ή στην Ένωση συνολικά και δεν σχηματίζουν ούτε δημιουργούν, έτσι, εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και

δ)

το θέμα αφορά ένα μόνον κράτος μέλος.

Η εκτίμηση του Συμβουλίου λαμβάνει υπόψη τη γνωμοδότηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ και βασίζεται στα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 από την αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Ελλείψει εκτελεστικής πράξης του Συμβουλίου για την απόρριψη των σχεδίων εθνικών μέτρων εντός μηνός από την παραλαβή της πρότασης της Επιτροπής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει τα μέτρα και να τα εφαρμόσει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή έως ότου παύσει να υφίσταται ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα.

5.   Τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν τα μέτρα που εγκρίνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τα εφαρμόζουν σε εγχωρίως αδειοδοτημένα ιδρύματα τα οποία έχουν υποκαταστήματα ή ανοίγματα στο κράτος μέλος που έχει λάβει άδεια να εφαρμόσει το μέτρο.»·

γ)

οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Πριν από τη λήξη της άδειας που έχει δοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, επανεξετάζει την κατάσταση και μπορεί να εκδώσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4, νέα απόφαση για την παράταση της περιόδου εφαρμογής των εθνικών μέτρων για έως και δύο επιπλέον έτη κάθε φορά. Μετά την πρώτη παράταση, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, επανεξετάζει την κατάσταση τουλάχιστον μία φορά ανά διετία.

10.   Ανεξάρτητα από τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 3 έως 9 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αυξάνουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου πέραν των προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό έως και 25 %, για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα σημεία iv) και vii) του στοιχείου δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και να μειώνουν το όριο για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 395 έως και 15 % για μια περίοδο που δεν ξεπερνά τα δύο έτη ή μέχρι να εξαφανιστεί ο μακροπροληπτικός ή συστημικός κίνδυνος, αν αυτό συμβεί νωρίτερα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και τηρούνται οι απαιτήσεις γνωστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»·

123)

Το άρθρο 460 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462, προκειμένου να καθορίσει λεπτομερώς τη γενική απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 412 παράγραφος 1. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο βασίζονται στα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το έκτο μέρος τίτλος II και το παράρτημα III και προσδιορίζουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιβάλλουν συγκεκριμένα επίπεδα εισροών και εκροών στα ιδρύματα για την κάλυψη ειδικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα, τηρούν δε τα όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Ειδικότερα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που θα καθορίζουν τις λεπτομερείς απαιτήσεις ρευστότητας για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8 παράγραφος 3, των άρθρων 411 έως 416, των άρθρων 419, 422, 425, 428α, 428στ και 428ζ, των άρθρων 428ι έως 428ιδ και των άρθρων 428ιστ, 428ιη, 428ιθ, 428κγ, 428λα, 428λγ, 428λδ, 428λζ και 451α.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 462 που τροποποιούν τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που καθορίζονται στο άρθρο 428στ παράγραφος 2, εάν θεωρεί ότι τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που συνδέονται άμεσα με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 428στ παράγραφος 1.

Η Επιτροπή εκδίδει την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έως τις 28 Ιουνίου 2024.»·

124)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 461α

Εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση για τον κίνδυνο αγοράς

Για τους σκοπούς των απαιτήσεων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 430β παράγραφος 1, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462, προκειμένου να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό κάνοντας τεχνικές προσαρμογές στο άρθρο 325ε, στα άρθρα 325ζ έως 325ι, στα άρθρα 325ιστ, 325ιζ, 325λα, 325λζ και 325λθ, στα άρθρα 325μβ έως 325μστ και στα άρθρα 325μη και 325ν και να καθορίσει τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου του κλιμακίου 11 του πίνακα 4 στο άρθρο 325λδ και τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 325λδ, καθώς και τη συσχέτιση των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 325λστ της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις όσον αφορά τα διεθνή ρυθμιστικά πρότυπα.

Η Επιτροπή εκδίδει την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.».

125)

Το άρθρο 462 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 462

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 244 παράγραφος 6, στο άρθρο 245 παράγραφος 6, στα άρθρα 456 έως 460 και στο άρθρο 461α ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την 28η Ιουνίου 2013.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 244 παράγραφος 6, στο άρθρο 245 παράγραφος 6, στα άρθρα 456 έως 460 και στο άρθρο 461α μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 244 παράγραφος 6, του άρθρου 245 παράγραφος 6, των άρθρων 456 έως 460 και του άρθρου 461α τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

126)

Στο άρθρο 471, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 49 παράγραφος 1, στη διάρκεια της περιόδου από τις 31 Δεκεμβρίου 2018 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 τα ιδρύματα μπορούν να επιλέγουν να μην αφαιρούν κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχεία α) και ε),

β)

οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ικανοποιητικό το επίπεδο των διαδικασιών ελέγχου κινδύνου και χρηματοοικονομικής ανάλυσης που έχουν υιοθετηθεί ειδικά από το ίδρυμα για την εποπτεία των επενδύσεων στην επιχείρηση ή την εταιρεία χαρτοφυλακίου,

γ)

οι κεφαλαιακές τοποθετήσεις του ιδρύματος στην ασφαλιστική επιχείρηση, την αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου δεν υπερβαίνουν το 15 % των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που έχουν εκδοθεί από την εν λόγω ασφαλιστική οντότητα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2012 και κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως την 31η Δεκεμβρίου 2024,

δ)

το ποσό της κεφαλαιακής τοποθέτησης που δεν αφαιρείται δεν υπερβαίνει το ποσό που τηρείται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στην ασφαλιστική επιχείρηση, την αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την 31 Δεκεμβρίου 2012.».

127)

Το άρθρο 493 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι διατάξεις σχετικά με τα μεγάλα ανοίγματα που θεσπίζονται στα άρθρα 387 έως 403 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων συνίσταται αποκλειστικά στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7), 9), 10) και 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και επί των οποίων δεν εφαρμοζόταν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2006 η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*16).

(*16)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).»·"

β)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων συμμετοχών ή άλλου είδους τοποθετήσεων, που αναλαμβάνει ένα ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, έναντι άλλων θυγατρικών της εν λόγω μητρικής επιχείρησης ή έναντι δικών του θυγατρικών, καθώς και ειδικές συμμετοχές, στον βαθμό που οι επιχειρήσεις αυτές καλύπτονται από την εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως στην οποία υπόκειται και το ίδιο το ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, την οδηγία 2002/87/ΕΚ ή ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα· τα ανοίγματα που δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, εξαιρούμενα ή μη από το άρθρο 395 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι τρίτου,».

128)

Το άρθρο 494 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 494

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92α, από τις 27 Ιουνίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης και είναι G-SII ή αποτελούν μέρος G-SII πρέπει ανά πάσα στιγμή να πληρούν τις κατωτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων:

α)

δείκτη 16 % βασιζόμενο στον κίνδυνο, ο οποίος αντιπροσωπεύει τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4,

β)

δείκτη 6 % μη βασιζόμενο στον κίνδυνο, ο οποίος αντιπροσωπεύει τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 72β παράγραφος 3, από τις 27 Ιουνίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ο βαθμός στον οποίο τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 μπορούν να συμπεριληφθούν στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων ανέρχεται στο 2,5 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 72β παράγραφος 3, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αξιολογήσει για πρώτη φορά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση που καθορίζεται στο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων έως ένα συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, το 2,5 % και, μετά την ημερομηνία αυτή, το 3,5 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 στοιχεία α) και β).».

129)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 494α

Αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για εκδόσεις μέσω οντοτήτων ειδικού σκοπού

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 52, τα κεφαλαιακά μέσα που δεν εκδίδονται απευθείας από ίδρυμα είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1, με εξαίρεση την προϋπόθεση που απαιτεί τα μέσα να εκδίδονται απευθείας από το ίδρυμα,

β)

τα μέσα εκδίδονται μέσω οντότητας εντός της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2,

γ)

τα έσοδα είναι αμέσως διαθέσιμα στο ίδρυμα χωρίς περιορισμό και κατά τρόπο που πληροί τις προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 63 τα κεφαλαιακά μέσα που δεν εκδίδονται απευθείας από ίδρυμα είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1, με εξαίρεση την προϋπόθεση που απαιτεί τα μέσα να εκδίδονται απευθείας από το ίδρυμα,

β)

τα μέσα έχουν εκδοθεί μέσω οντότητας εντός της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2,

γ)

τα έσοδα είναι αμέσως διαθέσιμα στο ίδρυμα χωρίς περιορισμό και κατά τρόπο που πληροί τις προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

Άρθρο 494β

Αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 51 και 52, τα μέσα που εκδίδονται πριν από τις 27 Ιουνίου 2019 είναι αποδεκτά ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 το αργότερο έως τις 28 Ιουνίου 2025, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 51 και 52, με εξαίρεση τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στοιχεία ιστ), ιζ) και ιη).

2.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 62 και 63, τα μέσα που εκδίδονται πριν από τις 27 Ιουνίου 2019 είναι αποδεκτά ως μέσα της κατηγορίας 2 το αργότερο έως τις 28 Ιουνίου 2025, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 62 και 63, με εξαίρεση τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 στοιχεία ιδ), ιε) και ιστ).

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 72α παράγραφος 1 στοιχείο α), οι υποχρεώσεις που εκδίδονται πριν από τις 27 Ιουνίου 2019 είναι αποδεκτές ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β, με εξαίρεση τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο ii) και στο άρθρο 72β παράγραφος 2 στοιχεία στ) έως ιγ).».

130)

Το άρθρο 497 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 497

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα σε κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους

1.   Όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα ιδρύματα μπορούν να θεωρούν τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από την ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε την αίτηση αναγνώρισής του στην ΕΑΚΑΑ και έως μία από τις παρακάτω ημερομηνίες:

α)

εάν η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και η εκτελεστική πράξη αυτή έχει τεθεί σε ισχύ, δύο έτη μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης,

β)

εάν η Επιτροπή δεν έχει ακόμη εκδώσει εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή εάν η εκτελεστική πράξη αυτή δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, την πρότερη χρονικά από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

i)

δύο έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εκτελεστικής πράξης,

ii)

για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που υπέβαλαν την αίτηση μετά τις 27 Ιουνίου 2019, δύο έτη μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης,

iii)

για τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που υπέβαλαν την αίτηση πριν από τις 27 Ιουνίου 2019, 28 Ιουνίου 2021.

2.   Μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο δεν έχει κεφάλαιο εκκαθάρισης και δεν διαθέτει δεσμευτική συμφωνία με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προκαταβεβλημένες συνεισφορές, το ίδρυμα αντικαθιστά τον τύπο υπολογισμού της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων στο άρθρο 308 παράγραφος 2 με τον ακόλουθο:

Formula

όπου:

Formula

=

η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,

KCCP

=

το υποθετικό κεφάλαιο του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

DFCCP

=

οι προκαταβεβλημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οι οποίοι γνωστοποιούνται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

i

=

ο δείκτης ο οποίος δηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

IMi

=

το αρχικό περιθώριο που παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από το εκκαθαριστικό μέλος i και

IM

=

το συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 5α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

3.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνεται αναγκαίο και αναλογικό για την αποφυγή διατάραξης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση για να παρατείνει άπαξ, κατά 12 μήνες, τις μεταβατικές διατάξεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.».

131)

Στο άρθρο 498 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων συνίσταται αποκλειστικά στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7), 9), 10) και 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και επί των οποίων δεν εφαρμοζόταν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2006 η οδηγία 2004/39/ΕΚ.».

132)

Το άρθρο 499 παράγραφος 3 διαγράφεται.

133)

Τα άρθρα 500 και 501 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 500

Προσαρμογή για μαζικές πωλήσεις

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα μπορεί να προσαρμόζει τις εκτιμήσεις του για τις LGD αντισταθμίζοντας μερικώς ή πλήρως το αποτέλεσμα μαζικών πωλήσεων ανοιγμάτων σε αθέτηση επί των πραγματοποιηθεισών LGD έως τη διαφορά μεταξύ των μέσων εκτιμώμενων LGD για συγκρίσιμα ανοίγματα σε αθέτηση που δεν έχουν ρευστοποιηθεί οριστικώς και των μέσων πραγματοποιηθεισών LGD, μεταξύ άλλων με βάση τις πραγματοποιθείσες ζημίες λόγω των μαζικών πωλήσεων, μόλις πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή σχέδιο με την κλίμακα, τη σύνθεση και τις ημερομηνίες των πωλήσεων ανοιγμάτων σε αθέτηση,

β)

οι ημερομηνίες των πωλήσεων των ανοιγμάτων σε αθέτηση είναι μετά τις 23 Νοεμβρίου 2016 αλλά όχι αργότερα από τις 28 Ιουνίου 2022,

γ)

το αθροιστικό ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση που έχουν πωληθεί μετά την ημερομηνία της πρώτης πώλησης σύμφωνα με το σχέδιο που αναφέρεται στο στοιχείο α) έχει υπερβεί το 20 % του αθροιστικού ποσού όλων των παρατηρηθεισών αθετήσεων κατά την ημερομηνία της πρώτης πώλησης που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β).

Η προσαρμογή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον μέχρι τις 28 Ιουνίου 2022 και τα αποτελέσματά της μπορούν να διαρκέσουν όσο τα αντίστοιχα ανοίγματα περιλαμβάνονται στις εσωτερικές εκτιμήσεις LGD του ιδρύματος.

2.   Τα ιδρύματα ειδοποιούν την αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση όταν εκπληρωθεί η προϋπόθεση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ).

Άρθρο 501

Προσαρμογή σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων έναντι ΜΜΕ τα οποία δεν είναι σε αθέτηση

1.   Τα ιδρύματα προσαρμόζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος για ανοίγματα έναντι ΜΜΕ τα οποία δεν είναι σε αθέτηση (RWEA), όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 ή 3, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

RWEA*

=

το RWEA προσαρμοσμένο με συντελεστή υποστήριξης ΜΜΕ και

E*

=

το συνολικό ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα, τις θυγατρικές του, τις μητρικές του επιχειρήσεις και άλλες θυγατρικές των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων τυχόν ανοιγμάτων σε αθέτηση αλλά εξαιρουμένων των αξιώσεων ή των ενδεχόμενων αξιώσεων που είναι εξασφαλισμένες με ακίνητα κατοικίας, από τη ΜΜΕ ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών της ΜΜΕ.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

το άνοιγμα έναντι ΜΜΕ περιλαμβάνεται είτε στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, είτε στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων είτε στην κατηγορία ανοιγμάτων τα οποία εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας,

β)

η ΜΜΕ ορίζεται σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (*17) από τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 2 του παραρτήματος της εν λόγω σύστασης λαμβάνεται υπόψη μόνον ο ετήσιος κύκλος εργασιών,

γ)

τα ιδρύματα λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να προσδιορίσουν σωστά το Ε* και να αποκτήσουν τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το στοιχείο β).

(*17)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).»."

134)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 501α

Προσαρμογή απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο όσον αφορά ανοίγματα έναντι οντοτήτων που εκμεταλλεύονται ή χρηματοδοτούν υλικές δομές ή εγκαταστάσεις, συστήματα και δίκτυα που παρέχουν ή στηρίζουν βασικές δημόσιες υπηρεσίες

1.   Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II πολλαπλασιάζονται με συντελεστή 0,75, υπό τον όρο ότι το άνοιγμα πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το άνοιγμα περιλαμβάνεται είτε στην κατηγορία ανοίγματος επιχειρήσεων είτε στην κατηγορία ανοιγμάτων ειδικού δανεισμού, με εξαίρεση τα ανοίγματα σε αθέτηση,

β)

το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή εκμετάλλευση υλικών δομών ή εγκαταστάσεων, συστημάτων και δικτύων που παρέχουν ή στηρίζουν βασικές δημόσιες υπηρεσίες,

γ)

η πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης αντιπροσωπεύεται ως προς τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ύψους της από τα έσοδα που παράγονται από τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού, και όχι από την ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης εμπορικής επιχείρησης, ή από επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις παρεχόμενες από μία ή περισσότερες από τις οντότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημεία i) και ii),

δ)

ο οφειλέτης μπορεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις, ακόμη και υπό πολύ ακραίες συνθήκες που έχουν σχέση με τον κίνδυνο του έργου,

ε)

οι ταμειακές ροές που παράγει ο οφειλέτης είναι προβλέψιμες και καλύπτουν όλες τις μελλοντικές πληρωμές για την εξυπηρέτηση του δανείου κατά τη διάρκεια του δανείου,

στ)

ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης του ανοίγματος είναι χαμηλός ή επαρκώς μειωμένος, λαμβανομένων υπόψη τυχόν επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων παρεχόμενων από μία ή περισσότερες από τις οντότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημεία i) και ii),

ζ)

οι συμβατικές ρυθμίσεις παρέχουν στους δανειστές υψηλό βαθμό προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

όταν τα έσοδα του οφειλέτη δεν χρηματοδοτούνται από πληρωμές από μεγάλο αριθμό χρηστών, οι συμβατικές ρυθμίσεις περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες προστατεύουν στην πράξη τους δανειστές από ζημίες που προκύπτουν από την καταγγελία του έργου από το μέρος που συμφωνεί να αγοράσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παρέχονται από τον οφειλέτη,

ii)

ο οφειλέτης διαθέτει επαρκή αποθεματικά κεφάλαια χρηματοδοτούμενα εξ ολοκλήρου με μετρητά ή άλλες χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις με εγγυητές υψηλής διαβάθμισης για την κάλυψη της χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης καθώς και των απαιτήσεων κεφαλαίου κίνησης καθ' όλη τη διάρκεια ζωής των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου,

iii)

οι δανειστές έχουν σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των στοιχείων ενεργητικού και των εσόδων που παράγονται από τον οφειλέτη,

iv)

οι δανειστές έχουν το όφελος ασφάλειας, στον βαθμό που το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία, επί στοιχείων ενεργητικού και συμβάσεων ζωτικής σημασίας για την επιχείρηση υποδομών ή διαθέτουν εναλλακτικούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της θέσης τους,

v)

τα μετοχικά κεφάλαια είναι ενεχυριασμένα στους πιστωτές, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβουν τον έλεγχο της οντότητας σε περίπτωση αθέτησης,

vi)

η χρήση των καθαρών λειτουργικών ταμειακών ροών μετά τις υποχρεωτικές πληρωμές από το έργο για σκοπούς άλλους από την εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων είναι περιορισμένη,

vii)

υπάρχουν συμβατικοί περιορισμοί στην ικανότητα του οφειλέτη να ασκεί δραστηριότητες που είναι δυνατόν να είναι επιβλαβείς για τους δανειστές, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού ότι δεν μπορεί να εκδοθεί νέο χρέος χωρίς τη συγκατάθεση των υφιστάμενων παρόχων χρέους,

η)

η υποχρέωση έχει εξοφλητική προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων αξιώσεων πέραν των νόμιμων αξιώσεων και των αξιώσεων των αντισυμβαλλομένων στην περίπτωση παραγώγων,

θ)

όταν ο οφειλέτης είναι στο στάδιο της κατασκευής, τα ακόλουθα κριτήρια πληρούνται από τον επενδυτή μετοχικού κεφαλαίου ή, όταν υπάρχουν περισσότεροι από ένας επενδυτές μετοχικού κεφαλαίου, τα ακόλουθα κριτήρια πληρούνται από την ομάδα επενδυτών μετοχικού κεφαλαίου ως σύνολο:

i)

οι επενδυτές μετοχικού κεφαλαίου έχουν ιστορικό επιτυχούς επίβλεψης έργων υποδομής, οικονομική ευρωστία και σχετική εμπειρογνωμοσύνη,

ii)

οι επενδυτές μετοχικού κεφαλαίου έχουν μικρό κίνδυνο αθέτησης ή υπάρχει μικρός κίνδυνος σημαντικών ζημιών για τον οφειλέτη ως αποτέλεσμα της αθέτησής τους,

iii)

υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί για να ευθυγραμμιστεί το συμφέρον των επενδυτών μετοχικού κεφαλαίου με τα συμφέροντα των δανειστών,

ι)

ο οφειλέτης έχει επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες για την εξασφάλιση της ολοκλήρωσης του έργου σύμφωνα με τις προδιαγραφές, τον προϋπολογισμό ή την ημερομηνία ολοκλήρωσης που έχουν συμφωνηθεί, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών εγγυήσεων ολοκλήρωσης ή της συμμετοχής πεπειραμένου κατασκευαστή και κατάλληλων συμβατικών ρητρών για προκαθορισμένη αποζημίωση,

ια)

όταν οι λειτουργικοί κίνδυνοι είναι σημαντικοί, η διαχείρισή τους γίνεται σωστά,

ιβ)

ο οφειλέτης χρησιμοποιεί τεχνολογία και σχεδιασμό που έχουν δοκιμαστεί,

ιγ)

έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες άδειες και εγκρίσεις,

ιδ)

ο οφειλέτης χρησιμοποιεί παράγωγα μόνον για σκοπούς μείωσης του κινδύνου,

ιε)

ο οφειλέτης έχει εκτιμήσει κατά πόσον τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού συμβάλλουν στους ακόλουθους περιβαλλοντικούς στόχους:

i)

μετριασμό της κλιματικής αλλαγής,

ii)

προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή,

iii)

βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και θαλάσσιων πόρων,

iv)

μετάβαση σε κυκλική οικονομία, πρόληψη παραγωγής αποβλήτων και ανακύκλωση,

v)

πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης,

vi)

προστασία υγειών οικοσυστημάτων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), οι ταμειακές ροές που προκύπτουν δεν θεωρούνται προβλέψιμες, εκτός εάν σημαντικό μέρος των εσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

τα έσοδα βασίζονται στη διαθεσιμότητα,

ii)

τα έσοδα υπόκεινται σε ρύθμιση συντελεστή απόδοσης,

iii)

τα έσοδα υπόκεινται σε σύμβαση υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως παραλαβής,

iv)

το επίπεδο της παραγωγής ή η χρήση και η τιμή πληρούν χωριστά ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

είναι ρυθμιζόμενα,

έχουν καθοριστεί συμβατικά,

είναι επαρκώς προβλέψιμα, ως αποτέλεσμα χαμηλού κινδύνου ζήτησης,

β)

όταν τα έσοδα του οφειλέτη δεν χρηματοδοτούνται από πληρωμές από μεγάλο αριθμό χρηστών, το μέρος που συμφωνεί να αγοράσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παρέχει ο οφειλέτης είναι ένα από τα ακόλουθα:

i)

κεντρική τράπεζα, κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή υπό την προϋπόθεση ότι της έχει αποδοθεί συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 114 και 115 ή της έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3,

ii)

οντότητα του δημόσιου τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι της έχει αποδοθεί συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % ή χαμηλότερος σύμφωνα με το άρθρο 116 ή της έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3,

iii)

πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης που αναφέρεται στο άρθρο 117 παράγραφος 2,

iv)

διεθνής οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 118,

v)

εταιρική οντότητα στην οποία έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3,

vi)

οντότητα που μπορεί να αντικατασταθεί χωρίς σημαντική μεταβολή στο επίπεδο και το χρονοδιάγραμμα των εσόδων.

3.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν έκθεση στις αρμόδιες αρχές ανά έξι μήνες για το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων έργων υποδομής που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή εκπονεί έως τις 28 Ιουνίου 2022 έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζει ο παρών κανονισμός στη δανειοδότηση οντοτήτων έργων υποδομής και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κριθεί σκόπιμο.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα εξής:

α)

ανάλυση της εξέλιξης των τάσεων και των συνθηκών στις αγορές όσον αφορά τη δανειοδότηση υποδομών και τη χρηματοδότηση έργων για την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 4,

β)

ανάλυση της πραγματικής επικινδυνότητας των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) κατά τη διάρκεια ενός πλήρους οικονομικού κύκλου,

γ)

τη συνοχή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό με τα αποτελέσματα των αναλύσεων που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 501β

Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 430, την περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού έως την ημερομηνία της πρώτης διαβίβασης αναφορών που ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, η αρμόδια αρχή μπορεί να άρει την απαίτηση υποβολής πληροφοριών με τον μορφότυπο ο οποίος ορίζεται στα υποδείγματα που περιέχονται στην εκτελεστική πράξη η οποία αναφέρεται στο άρθρο 430 παράγραφος 7, εάν τα εν λόγω υποδείγματα δεν έχουν επικαιροποιηθεί ώστε να αντικατοπτρίζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.».

135)

Στο δέκατο μέρος, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο μετά τον «Τίτλο II: ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ»:

«Άρθρο 501γ

Προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων συνδεόμενων με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους

Κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ εκτιμά, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα και τα πορίσματα της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου της Επιτροπής για την αειφόρο χρηματοδότηση, κατά πόσον θα ήταν δικαιολογημένη ειδική προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού ή δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους. Ειδικότερα, η ΕΑΤ εκτιμά:

α)

μεθοδολογίες για την εκτίμηση της πραγματικής επικινδυνότητας ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους σε σύγκριση με την επικινδυνότητα άλλων ανοιγμάτων,

β)

την ανάπτυξη κατάλληλων κριτηρίων για την εκτίμηση των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών,

γ)

τις πιθανές επιπτώσεις ειδικής προληπτικής αντιμετώπισης ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον τραπεζικό δανεισμό στην Ένωση.

Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2025.

Με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.».

136)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 504α

Συμμετοχές σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

Έως τις 28 Ιουνίου 2022, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή για τα ποσά και την κατανομή των τοποθετήσεων σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μεταξύ των ιδρυμάτων που έχουν προσδιοριστεί ως G-SII ή O-SII, καθώς και για τα δυνητικά εμπόδια στην εξυγίανση και για τον κίνδυνο μετάδοσης σε σχέση με τις τοποθετήσεις αυτές.

Με βάση την έκθεση της ΕΑΤ, η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 28 Ιουνίου 2023, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη δέουσα αντιμετώπιση των εν λόγω τοποθετήσεων, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.».

137)

Το άρθρο 507 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 507

Μεγάλα ανοίγματα

1.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί τη χρήση των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 6 στοιχείο β), στο άρθρο 400 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως ιγ), στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο α), στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχεία γ) έως ζ) και στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχεία θ), ι) και ια) και, έως τις 28 Ιουνίου 2021, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εκτίμηση των ποσοτικών επιπτώσεων που θα είχε η άρση των εν λόγω εξαιρέσεων ή ο καθορισμός ορίου για τη χρήση τους. Η εν λόγω έκθεση εκτιμά, ειδικότερα, για κάθε εξαίρεση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα:

α)

τον αριθμό των μεγάλων ανοιγμάτων που εξαιρούνται σε κάθε κράτος μέλος,

β)

τον αριθμό των ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν την εξαίρεση σε κάθε κράτος μέλος,

γ)

το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων που εξαιρούνται σε κάθε κράτος μέλος.

2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 390 παράγραφος 4 και στο άρθρο 401 παράγραφος 2 σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού της αξίας ανοίγματος των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και ιδίως σχετικά με την ανάγκη να ληφθούν υπόψη τροποποιήσεις των διεθνών προτύπων που καθορίζουν τις μεθόδους για τον υπολογισμό αυτό.».

138)

Στο άρθρο 510, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης που καλύπτει τον κίνδυνο χρηματοδότησης που συνδέεται με τις συμβάσεις παραγώγων του παραρτήματος II και τα πιστωτικά παράγωγα για τον ορίζοντα ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, ιδίως τον μελλοντικό κίνδυνο χρηματοδότησης για τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων σύμφωνα με το άρθρο 428ιθ παράγραφος 2 και το άρθρο 428μστ παράγραφος 2, και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα να θεσπιστεί υψηλότερος συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης ή μέτρο με μεγαλύτερη ευαισθησία στους κινδύνους έως τις 28 Ιουνίου 2024. Η έκθεση αυτή εκτιμά τουλάχιστον:

α)

τη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ συμβάσεων παραγώγων με και χωρίς περιθώριο ασφαλείας·

β)

τη δυνατότητα διαγραφής, αύξησης ή αντικατάστασης της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 428ιθ παράγραφος 2 και στο άρθρο 428μστ παράγραφος 2,

γ)

τη δυνατότητα να αλλάξει ευρύτερα η αντιμετώπιση των συμβάσεων παραγώγων στον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 428δ, το άρθρο 428ια παράγραφος 4, το άρθρο 428ιθ παράγραφος 2, το άρθρο 428λγ στοιχεία α) και β), το άρθρο 428λδ παράγραφος 2, το άρθρο 428λη παράγραφος 4, το άρθρο 428μστ παράγραφος 2, το άρθρο 428να στοιχεία α) και β) και το άρθρο 428νβ παράγραφος 2, για την καλύτερη αποτύπωση του κινδύνου χρηματοδότησης που συνδέεται με τις συμβάσεις αυτές, κατά τον ορίζοντα ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης,

δ)

τις επιπτώσεις των προτεινόμενων αλλαγών στο ποσό της σταθερής χρηματοδότησης που απαιτείται για τις συμβάσεις παραγώγων των ιδρυμάτων.

5.   Εάν η αντιμετώπιση των συμβάσεων παραγώγων του παραρτήματος II και των πιστωτικών παραγώγων για τον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης επηρεάζεται από διεθνή πρότυπα, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, τις εν λόγω τροποποιήσεις των διεθνών προτύπων και την ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου στην Ένωση, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον τρόπο τροποποίησης των διατάξεων που αφορούν την αντιμετώπιση των συμβάσεων παραγώγων του παραρτήματος II και των πιστωτικών παραγώγων για τον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, όπως προβλέπεται στο έκτο μέρος τίτλος IV, προκειμένου να ληφθεί καλύτερα υπόψη ο χρηματοδοτικός κίνδυνος που συνδέεται με τις εν λόγω συναλλαγές.

6.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί το ποσό σταθερής χρηματοδότησης που απαιτείται για την κάλυψη του κινδύνου χρηματοδότησης ο οποίος συνδέεται με συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του ενεργητικού που λαμβάνονται ή παρέχονται σε αυτές τις συναλλαγές, και με μη εξασφαλισμένες συναλλαγές με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών με χρηματοπιστωτικούς πελάτες και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την καταλληλότητα αυτής της αντιμετώπισης έως τις 28 Ιουνίου 2023. Η έκθεση αυτή εκτιμά τουλάχιστον:

α)

τη δυνατότητα να εφαρμοστούν υψηλότεροι ή χαμηλότεροι συντελεστές σταθερής χρηματοδότησης για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων με χρηματοπιστωτικούς πελάτες και για τις μη εξασφαλισμένες συναλλαγές με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών με χρηματοπιστωτικούς πελάτες, προκειμένου να ληφθεί καλύτερα υπόψη ο χρηματοδοτικός κίνδυνός τους κατά τον ορίζοντα ενός έτους του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης και πιθανά φαινόμενα μετάδοσης μεταξύ χρηματοπιστωτικών πελατών,

β)

τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο ζ) σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που εξασφαλίζονται με άλλα είδη στοιχείων ενεργητικού,

γ)

τη δυνατότητα να εφαρμοστούν συντελεστές σταθερής χρηματοδότησης σε εκτός ισολογισμού στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της αντιμετώπισης που ορίζεται στο άρθρο 428ιστ παράγραφος 5,

δ)

την επάρκεια της ασύμμετρης αντιμετώπισης μεταξύ των υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη από έξι μήνες που παρέχονται από χρηματοπιστωτικούς πελάτες που υπόκεινται σε συντελεστή διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 428ια παράγραφος 3 στοιχείο γ) και των στοιχείων ενεργητικού που προέρχονται από συναλλαγές με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη από έξι μήνες με χρηματοπιστωτικούς πελάτες που υπόκεινται σε συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης 0 %, 5 % ή 10 % σύμφωνα με το άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο ζ), το άρθρο 428ιθ παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 428κβ στοιχείο β),

ε)

τον αντίκτυπο της θέσπισης υψηλότερων ή χαμηλότερων συντελεστών απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, ιδίως με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών με χρηματοπιστωτικούς πελάτες, στην αγοραία ρευστότητα των στοιχείων ενεργητικού που λαμβάνονται ως εξασφάλιση σε αυτές τις συναλλαγές, ιδίως των κρατικών και εταιρικών ομολόγων,

στ)

τον αντίκτυπο των προτεινόμενων αλλαγών επί του ποσού της σταθερής χρηματοδότησης που απαιτείται για τις εν λόγω συναλλαγές των ιδρυμάτων, ιδίως για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των έξι μηνών με χρηματοπιστωτικούς πελάτες, όταν έχουν ληφθεί κρατικά ομόλογα ως εξασφάλιση στις εν λόγω συναλλαγές.

7.   Έως τις 28 Ιουνίου 2024, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 6, τυχόν διεθνή πρότυπα και την ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου στην Ένωση, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον τρόπο τροποποίησης των διατάξεων που αφορούν την αντιμετώπιση των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού που λαμβάνονται ή παρέχονται σε αυτές τις συναλλαγές, και την αντιμετώπιση των μη εξασφαλισμένων συναλλαγών με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των έξι μηνών με χρηματοπιστωτικούς πελάτες για τον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης όπως προβλέπεται στο έκτο μέρος τίτλος IV, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο σε σχέση με τον αντίκτυπο της υφιστάμενης αντιμετώπισης του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης των ιδρυμάτων και προκειμένου να ληφθεί καλύτερα υπόψη ο κίνδυνος χρηματοδότησης που συνδέεται με τις εν λόγω συναλλαγές.

8.   Έως τις 28 Ιουνίου 2025, οι συντελεστές απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης οι οποίοι εφαρμόζονται στις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο ζ), στο άρθρο 428ιθ παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 428κβ στοιχείο β) αυξάνονται από 0 % σε 10 %, από 5 % σε 15 % και από 10 % σε 15 % αντιστοίχως, εκτός αν οριστεί διαφορετικά σε νομοθετική πράξη που εκδίδεται με βάση πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

9.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί το ποσό της σταθερής χρηματοδότησης που απαιτείται για να καλυφθεί ο χρηματοδοτικός κίνδυνος που συνδέεται με τις τοποθετήσεις ιδρυμάτων σε τίτλους με σκοπό την αντιστάθμιση συμβάσεων παραγώγων. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα της αντιμετώπισης έως τις 28 Ιουνίου 2023. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί τουλάχιστον:

α)

τον πιθανό αντίκτυπο της αντιμετώπισης στην ικανότητα των επενδυτών να αποκτούν ανοίγματα σε στοιχεία ενεργητικού και τον αντίκτυπο της αντιμετώπισης στην προσφορά πιστώσεων εντός της ένωσης κεφαλαιαγορών,

β)

τη δυνατότητα να εφαρμοστούν προσαρμοσμένες απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης σε τίτλους που διακρατούνται με σκοπό την αντιστάθμιση παραγώγων που χρηματοδοτούνται από το αρχικό περιθώριο, είτε εν όλω είτε εν μέρει,

γ)

τη δυνατότητα να εφαρμοστούν προσαρμοσμένες απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης σε τίτλους που διακρατούνται με σκοπό την αντιστάθμιση παραγώγων που δεν χρηματοδοτούνται από το αρχικό περιθώριο.

10.   Έως τις 28 Ιουνίου 2023 ή ένα έτος μετά την επίτευξη συμφωνίας για διεθνή πρότυπα που αναπτύσσει η BCBS, όποιο από τα δύο προηγηθεί, η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 9, τυχόν διεθνή πρότυπα που έχει αναπτύξει η BCBS, την ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου στην Ένωση και τους στόχους της ένωσης κεφαλαιαγορών, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον τρόπο τροποποίησης των διατάξεων που αφορούν την αντιμετώπιση των τοποθετήσεων ιδρυμάτων σε τίτλους με σκοπό την αντιστάθμιση συμβάσεων παραγώγων για τον υπολογισμό του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης όπως προβλέπεται στο έκτο μέρος τίτλος IV, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο σε σχέση με τον αντίκτυπο της υφιστάμενης αντιμετώπισης του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης των ιδρυμάτων και προκειμένου να ληφθεί καλύτερα υπόψη ο κίνδυνος χρηματοδότησης που συνδέεται με τις εν λόγω συναλλαγές.

11.   Η ΕΑΤ εκτιμά αν θα ήταν δικαιολογημένο να μειωθεί ο συντελεστής απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης για στοιχεία ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού που αφορούν πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό, άργυρο, λευκόχρυσο και παλλάδιο, ή για στοιχεία ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για την παροχή συναλλαγών χρηματοδότησης που αφορούν πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό, άργυρο, λευκόχρυσο και παλλάδιο, με διάρκεια 180 ημέρες ή μικρότερη. Η ΕΑΤ υποβάλλει την έκθεσή της στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2021.».

139)

Το άρθρο 511 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 511

Μόχλευση

1.   Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το κατά πόσον:

α)

είναι σκόπιμο να θεσπιστεί προσαύξηση του δείκτη μόχλευσης για τα O-SII και

β)

είναι κατάλληλοι ο ορισμός και ο υπολογισμός του μέτρου συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4, περιλαμβανομένης της αντιμετώπισης των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών.

2.   Για τους σκοπούς της έκθεσης της παραγράφου 1, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.».

140)

Το άρθρο 513 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 513

Μακροπροληπτικοί κανόνες

1.   Έως τις 30 Ιουνίου 2022 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, επανεξετάζει κατά πόσον οι μακροπροληπτικοί κανόνες που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ επαρκούν για τον μετριασμό των συστημικών κινδύνων σε τομείς, περιφέρειες και κράτη μέλη, εκτιμώντας μεταξύ άλλων:

α)

κατά πόσον είναι αποδοτικά, αποτελεσματικά και διαφανή τα υφιστάμενα μακροπροληπτικά εργαλεία που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ,

β)

κατά πόσον επαρκούν η κάλυψη και οι πιθανοί βαθμοί αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των διάφορων μακροπροληπτικών εργαλείων για την αντιμετώπιση παρόμοιων κινδύνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και, εάν κριθεί σκόπιμο, προτείνει νέους μακροπροληπτικούς κανόνες,

γ)

πώς αλληλεπιδρούν τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα για τα συστημικά ιδρύματα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, εάν κριθεί σκόπιμο, προτείνει νέους κανόνες που να λαμβάνουν υπόψη τα εν λόγω διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα,

δ)

κατά πόσον στα μακροπροληπτικά εργαλεία που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να προστεθούν άλλα είδη μέσων, όπως μέσα βασιζόμενα στους δανειολήπτες, προκειμένου να συμπληρωθούν τα βασιζόμενα στα κεφάλαια μέσα και να καταστεί δυνατή η εναρμονισμένη χρήση των μέσων στην εσωτερική αγορά, λαμβάνοντας υπόψη του κατά πόσον απαιτούνται εναρμονισμένοι ορισμοί των μέσων αυτών και υποβολή των αντίστοιχων στοιχείων σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να θεσπιστούν τέτοιου είδους μέσα,

ε)

κατά πόσον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α θα πρέπει να επεκταθεί σε συστημικώς σημαντικά ιδρύματα πέραν των G-SII, κατά πόσον η βαθμονόμησή της θα πρέπει να είναι διαφορετική από τη βαθμονόμηση για τα G-SII, και κατά πόσον η βαθμονόμησή της θα πρέπει να εξαρτάται από το επίπεδο συστημικής σημασίας του ιδρύματος,

στ)

κατά πόσον η τρέχουσα εθελοντική αμοιβαιότητα των μακροπροληπτικών μέτρων θα πρέπει να μετατραπεί σε υποχρεωτική αμοιβαιότητα και κατά πόσον αποτελεί κατάλληλη βάση για τον σκοπό αυτό το τρέχον πλαίσιο του ΕΣΣΚ για την εθελοντική αμοιβαιότητα,

ζ)

πώς μπορούν να ανατεθούν στις αρμόδιες ενωσιακές και εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας εργαλεία για την αντιμετώπιση νέων αναδυόμενων συστημικών κινδύνων που προκύπτουν από ανοίγματα πιστωτικών ιδρυμάτων στον μη τραπεζικό κλάδο, ιδίως από τις αγορές παραγώγων και συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, τον κλάδο της διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και τον ασφαλιστικό κλάδο.

2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή, βάσει διαβουλεύσεως με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.».

141)

Το άρθρο 514 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 514

Μέθοδος υπολογισμού της αξίας ανοίγματος των συναλλαγών παραγώγων

1.   Η ΕΑΤ υποβάλλει, έως τις 28 Ιουνίου 2023, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις επιπτώσεις και τη σχετική βαθμονόμηση των μεθόδων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5 για τον υπολογισμό των αξιών ανοίγματος των συναλλαγών παραγώγων.

2.   Με βάση την έκθεση της ΕΑΤ, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον κριθεί σκόπιμο, νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση των προσεγγίσεων που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5.».

142)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 518α

Επανεξέταση διατάξεων σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης

Έως τις 28 Ιουνίου 2022, η Επιτροπή επανεξετάζει και εκτιμά κατά πόσον είναι σκόπιμο να απαιτείται να μπορούν να χρησιμοποιούνται επιλέξιμες υποχρεώσεις για διάσωση με ίδια μέσα χωρίς να ενεργοποιούνται ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης σε άλλες συμβάσεις, προκειμένου να ενισχυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αποτελεσματικότητα του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα και να εκτιμηθεί κατά πόσον θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στους όρους ή τις συμβάσεις που διέπουν άλλες υποχρεώσεις διάταξη μη σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης όσον αφορά τις επιλέξιμες υποχρεώσεις. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η εν λόγω επανεξέταση και εκτίμηση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.».

143)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 519β

Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς

1.   Έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2019, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο που έχουν στα ιδρύματα της Ένωσης τα διεθνή πρότυπα όσον αφορά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

2.   Έως την 30ή Ιουνίου 2020, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τα διεθνή πρότυπα και τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαια 1α και 1β, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των διεθνών προτύπων όσον αφορά τις δέουσες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.».

144)

Στο δέκατο μέρος, παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ IIΑ

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΝΟΝΩΝ

Άρθρο 519γ

Εργαλείο συμμόρφωσης

1.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει ηλεκτρονικό εργαλείο που έχει ως στόχο να διευκολύνει τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, καθώς και με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές και τα υποδείγματα που καθορίζονται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και της εν λόγω οδηγίας.

2.   Το εργαλείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δίνει σε κάθε ίδρυμα τουλάχιστον τη δυνατότητα:

α)

να εντοπίζει ταχέως τις σχετικές διατάξεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφωθεί σε σχέση με το μέγεθος και το επιχειρηματικό του μοντέλο,

β)

να ακολουθεί τις αλλαγές που επέρχονται στις νομοθετικές πράξεις και στις σχετικές εκτελεστικές διατάξεις, κατευθυντήριες γραμμές και υποδείγματα.».

145)

Το παράρτημα II τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 50α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει το υποθετικό κεφάλαιο ως εξής:

Formula

όπου:

KCCP

=

το υποθετικό κεφάλαιο,

i

=

ο δείκτης ο οποίος δηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

EADi

=

το ποσό του ανοίγματος του CCP έναντι του εκκαθαριστικού μέλους i, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών του εκκαθαριστικού μέλους με τον CCP, των συναλλαγών πελατών τις οποίες εγγυάται το εκκαθαριστικό μέλος και της αξίας όλων των εξασφαλίσεων που διατηρούνται από τον CCP, συμπεριλαμβανομένης της προκαταβεβλημένης συνεισφοράς του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, έναντι των εν λόγω συναλλαγών, σύμφωνα με την αποτίμηση στο τέλος της κανονιστικής ημερομηνίας υποβολής αναφορών πριν από την ανταλλαγή του περιθωρίου που απαιτείται κατά την τελική απαίτηση περιθωρίου της εν λόγω ημέρας,

RW

=

συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % και

δείκτης κεφαλαίου

=

8 %.».

2)

Το άρθρο 50β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 50β

Γενικοί κανόνες για τον υπολογισμό του KCCP

Για τον υπολογισμό του KCCP που αναφέρεται στο άρθρο 50α παράγραφος 2, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία των ανοιγμάτων που έχουν έναντι των εκκαθαριστικών μελών τους ως εξής:

i)

για ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήμα 3 του εν λόγω κανονισμού χρησιμοποιώντας περίοδο περιθωρίου κινδύνου 10 εργάσιμων ημερών,

ii)

για ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία (EADi) σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

EADi = max{EBRMi – IMi – DFi; 0}

όπου:

EADi

=

η αξία ανοίγματος,

I

=

ο δείκτης ο οποίος δηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

EBRMi

=

η αξία του ανοίγματος πριν από τη μείωση του κινδύνου, η οποία ισούται με την αξία του ανοίγματος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι του εκκαθαριστικού μέλους i που προκύπτει από όλες τις συμβάσεις και τις συναλλαγές με το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος, υπολογιζόμενη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εξασφάλιση που παρέχεται από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος,

IMi

=

το αρχικό περιθώριο που παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από το εκκαθαριστικό μέλος i,

DFi

=

η προκαταβεβλημένη συνεισφορά του εκκαθαριστικού μέλους i στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

Όλες οι τιμές στον τύπο αυτό αφορούν την αποτίμηση στο τέλος της ημέρας πριν από την ανταλλαγή του περιθωρίου που απαιτείται κατά την τελική απαίτηση περιθωρίου της εν λόγω ημέρας,

iii)

για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία των συναλλαγών που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο του εν λόγω εδαφίου σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο σημείο ii) του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου και καθορίζουν την EBRMi σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος V του εν λόγω κανονισμού,

β)

για τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα συμψηφιστικά σύνολα είναι τα ίδια με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 4) του εν λόγω κανονισμού,

γ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει ανοίγματα έναντι ενός ή περισσοτέρων κεντρικών αντισυμβαλλομένων αντιμετωπίζει τα εν λόγω ανοίγματα σαν να ήταν ανοίγματα έναντι εκκαθαριστικών μελών και συμπεριλαμβάνει τυχόν περιθώρια ή προκαταβεβλημένες συνεισφορές που εισπράττει από τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στον υπολογισμό του KCCP,

δ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που διαθέτει δεσμευτική συμβατική ρύθμιση με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προκαταβεβλημένες συνεισφορές, θεωρεί το εν λόγω αρχικό περιθώριο ως προκαταβεβλημένες συνεισφορές για τους σκοπούς του υπολογισμού κατά την παράγραφο 1 και όχι ως αρχικό περιθώριο,

ε)

όταν η εξασφάλιση διατηρείται σε λογαριασμό που περιέχει περισσότερα από ένα είδη συμβάσεων και συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατανέμουν το αρχικό περιθώριο που παρέχεται από τα εκκαθαριστικά μέλη ή τους πελάτες τους, κατά περίπτωση, κατ' αναλογία προς τις EAD των αντίστοιχων ειδών συμβάσεων και συναλλαγών που υπολογίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό το αρχικό περιθώριο,

στ)

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν περισσότερα από ένα κεφάλαια εκκαθάρισης προβαίνουν στον υπολογισμό για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης χωριστά,

ζ)

όταν ένα εκκαθαριστικό μέλος παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πελάτες, και οι συναλλαγές και εξασφαλίσεις των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους διατηρούνται σε υπολογαριασμούς που είναι χωριστοί από εκείνους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εκκαθαριστικού μέλους, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν στον υπολογισμό της EADi για κάθε υπολογαριασμό χωριστά και υπολογίζουν τη συνολική EADi του εκκαθαριστικού μέλους ως το άθροισμα των EAD των υπολογαριασμών των πελατών και της EAD του υπολογαριασμού για τις ίδιες επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκκαθαριστικού μέλους,

η)

για τους σκοπούς του στοιχείου στ), όταν το DFi δεν διαχωρίζεται μεταξύ των υπολογαριασμών των πελατών και των υπολογαριασμών για τις ίδιες επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκκαθαριστικού μέλους, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατανέμουν το DFi ανά υπολογαριασμό σύμφωνα με το αντίστοιχο κλάσμα που αντιπροσωπεύει το αρχικό περιθώριο του εν λόγω υπολογαριασμού σε σχέση με το συνολικό αρχικό περιθώριο το οποίο έχει παρασχεθεί από το εκκαθαριστικό μέλος ή για λογαριασμό του εκκαθαριστικού μέλους,

θ)

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν προβαίνουν στον υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 50α παράγραφος 2 σε περίπτωση που το κεφάλαιο εκκαθάρισης καλύπτει μόνο συναλλαγές σε μετρητά.

Για τους σκοπούς του σημείο ii) του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 223 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με τις εποπτικές προσαρμογές μεταβλητότητας που ορίζονται στο άρθρο 224 του εν λόγω κανονισμού για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος.».

3)

Στο άρθρο 50γ παράγραφος 1, τα στοιχεία δ) και ε) διαγράφονται.

4)

Στο άρθρο 50δ, το στοιχείο γ) διαγράφεται.

5)

Στο άρθρο 89, η παράγραφος 5α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5α.   Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 497 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει στις πληροφορίες που υποβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 50γ παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού το συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 140) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο έχει εισπράξει από τα εκκαθαριστικά μέλη του, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κεφάλαιο εκκαθάρισης,

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει δεσμευτική συμφωνία με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη σαν να ήταν προκαταβεβλημένες συνεισφορές.».

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 28 Ιουνίου 2021, με τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 3 έως 8.

3.   Τα ακόλουθα σημεία του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται από τις 27 Ιουνίου 2019:

α)

το σημείο 1), που περιέχει διατάξεις για το πεδίο εφαρμογής και για τις εποπτικές εξουσίες),

β)

το σημείο 2), που περιέχει τους ορισμούς, εκτός εάν σχετίζονται αποκλειστικά με διατάξεις που τίθενται σε εφαρμογή σύμφωνα με το παρόν άρθρο σε διαφορετική ημερομηνία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οπότε τίθενται σε εφαρμογή κατά τη διαφορετική αυτή ημερομηνία,

γ)

το σημείο 3) στοιχείο β), το σημείο 6) στοιχείο γ), το σημείο 8), το σημείο 9) όσον αφορά το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 12) όσον αφορά το άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα σημεία 14) έως17), τα σημεία 19) έως 44) και τα σημεία 47), 128) και 129), που περιέχουν τις διατάξεις σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και τις διατάξεις για τη θέσπιση των νέων απαιτήσεων για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις,

δ)

το σημείο 9), όσον αφορά τις διατάξεις για τον αντίκτυπο των νέων κανόνων τιτλοποίησης που θεσπίζονται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ε)

το σημείο 57), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, και το σημείο 58), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους διεθνείς οργανισμούς,

στ)

το σημείο 53) όσον αφορά το άρθρο 104β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα σημεία 89) και 90), το σημείο 118) όσον αφορά το άρθρο 430β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το σημείο 124), που περιέχουν τις διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις υποβολής αναφοράς για τον κίνδυνο αγοράς,

ζ)

το σημείο 130), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα CCP,

η)

το σημείο 133) όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τις μαζικές πωλήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 500 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

θ)

το σημείο 134) όσον αφορά το άρθρο 501β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με την απαλλαγή υποβολής αναφορών,

ι)

το σημείο 144), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με το εργαλείο συμμόρφωσης,

ια)

οι διατάξεις που υποχρεώνουν τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές ή το ΕΣΣΚ να υποβάλλουν στην Επιτροπή σχέδια τεχνικών προτύπων και εκθέσεις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που υποχρεώνουν την Επιτροπή να συντάσσει εκθέσεις, καθώς και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις ή εκτελεστικές πράξεις, οι διατάξεις για την επανεξέταση και για τις νομοθετικές προτάσεις και οι διατάξεις που υποχρεώνουν τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές, δηλαδή το σημείο 2) στοιχείο β), το σημείο 12) όσον αφορά το άρθρο 18 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 18) στοιχείο β), το σημείο 31) όσον αφορά το άρθρο 72β παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 38) όσον αφορά το άρθρο 78α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 57) στοιχείο β), το σημείο 60) όσον αφορά το άρθρο 124 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 63) όσον αφορά το άρθρο 132α παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 67) όσον αφορά το άρθρο 164 παράγραφοι 8 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 74) όσον αφορά το άρθρο 277 παράγραφος 5 και το άρθρο 279α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 89) όσον αφορά το άρθρο 325 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 90) όσον αφορά το άρθρο 325κα παράγραφος 5, το άρθρο 325κγ παράγραφος 8, το άρθρο 325μβ παράγραφος 3, το άρθρο 325νβ παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 325νστ παράγραφος 7, το άρθρο 325νζ παράγραφος 3, το άρθρο 325νη παράγραφος 9, το άρθρο 325νθ παράγραφος 4, το άρθρο 325ξ παράγραφος 3, το άρθρο 325ξγ παράγραφος 3 και το άρθρο 325ξη παράγραφος 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 5757/2013, το σημείο 93) όσον αφορά το άρθρο 390 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

το σημείο 94), το σημείο 96) όσον αφορά το άρθρο 394 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 98) στοιχείο β), το σημείο 104) όσον αφορά το άρθρο 403 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 109) στοιχείο β), το σημείο 111) στοιχείο β), το σημείο 118) όσον αφορά το άρθρο 430 παράγραφοι 7 και 8, το άρθρο 430β παράγραφος 6 και το άρθρο 430γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 119) όσον αφορά το άρθρο 432 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 434α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 123), το σημείο 124), το σημείο 125), το σημείο 134) όσον αφορά το άρθρο 501α παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 135), το σημείο 136), το σημείο 137), το σημείο 138), το σημείο 139), το σημείο 140), το σημείο 141) όσον αφορά το άρθρο 514 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το σημείο 142) και το σημείο 143).

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου στοιχείο στ), οι διατάξεις για τις δημοσιοποιήσεις και τις αναφορές τίθενται σε εφαρμογή κατά την ημερομηνία εφαρμογής της απαίτησης με την οποία σχετίζεται η δημοσιοποίηση ή η αναφορά.

4.   Τα ακόλουθα σημεία του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται από τις 28 Δεκεμβρίου 2020:

α)

το σημείο 6) στοιχεία α), β) και δ) και τα σημεία 7) και 12) όσον αφορά το άρθρο 18 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που περιέχουν τις διατάξεις σχετικά με την εποπτική ενοποίηση,

β)

το σημείο 60), που περιέχει τις διατάξεις για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας, το σημείο 67), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τη ζημία σε περίπτωση αθέτησης, και το σημείο 122), που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τον μακροπροληπτικό ή συστημικό κίνδυνο που εντοπίζεται σε επίπεδο κράτους μέλος.

5.   Το άρθρο 1 σημείο 46) στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, που περιέχει τις διατάξεις σχετικά με τη θέσπιση της νέας απαίτησης για τα ίδια κεφάλαια στο G-SII, εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2022.

6.   Το άρθρο 1 σημείο 53) του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά το άρθρο 104α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και το άρθρο 1 σημεία 55) και 69) του παρόντος κανονισμού, που περιέχουν τις διατάξεις για τη θέσπιση των νέων απαιτήσεων για τα ίδια κεφάλαια για κινδύνους αγοράς, εφαρμόζονται από τις 28 Ιουνίου 2023.

7.   Το άρθρο 1 σημείο 18) του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που περιέχει τις διατάξεις για την απαλλαγή από τις αφαιρέσεις των στοιχείων ενεργητικού στην κατηγορία του λογισμικού που αποτιμώνται κατά συνετό τρόπο, εφαρμόζονται 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

8.   Το άρθρο 1 σημείο 126) του παρόντος κανονισμού, που περιέχει τις διατάξεις για τις απαλλαγές από τις αφαιρέσεις κεφαλαιακών τοποθετήσεων, εφαρμόζεται αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  ΕΕ C 50 της 9.2.2018, σ. 80.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών (ΕΕ L 329 της 14.12.2010, σ. 3).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(13)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο σημείο 1, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου (interest rate options),»·

2)

Στο σημείο 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

δικαιώματα προαίρεσης συναλλάγματος (currency options),»·

3)

Το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες του σημείου 1 στοιχεία α) έως ε) και του σημείου 2 στοιχεία α) έως δ) του παρόντος παραρτήματος επί άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών. Τούτο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, όλα τα μέσα τα οποία προσδιορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4) έως 7) και στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 9), 10) και 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα οποία δεν περιλαμβάνονται άλλως στο σημείο 1 ή 2 του παρόντος παραρτήματος.».

7.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/226


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/877 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 9 Νοεμβρίου 2015, το Συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δημοσίευσε το έγγραφο με τους όρους λειτουργίας (Term sheet) της συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC) («πρότυπο TLAC»), το οποίο εγκρίθηκε από την G-20 τον Νοέμβριο του 2015. Ο στόχος του προτύπου TLAC είναι να εξασφαλισθεί ότι οι παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες, που στο πλαίσιο της Ένωσης αναφέρονται ως παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII), διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης ώστε, κατά την εξυγίανση και αμέσως κατόπιν, τα ιδρύματα αυτά να μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούν κρίσιμες λειτουργίες χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο τα χρήματα των φορολογουμένων, ήτοι δημόσιοι πόροι, ή η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στην ανακοίνωσή της τής 24ης Νοεμβρίου 2015, «Προς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης», η Επιτροπή δεσμεύτηκε να υποβάλει νομοθετική πρόταση έως το τέλος του 2016 η οποία θα επέτρεπε την εφαρμογή του προτύπου TLAC στο δίκαιο της Ένωσης μέχρι τη διεθνώς συμφωνηθείσα προθεσμία του 2019.

(2)

Για την εφαρμογή του προτύπου TLAC στο δίκαιο της Ένωσης χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL») για κάθε ίδρυμα, που εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ιδρύματα) που είναι εγκατεστημένες εντός της Ένωσης καθώς και σε κάθε άλλη οντότητα όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) (οντότητες). Καθώς το πρότυπο TLAC και οι MREL επιδιώκουν τον ίδιο στόχο της εξασφάλισης ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες που είναι εγκαταστημένες στην Ένωση έχουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, οι δύο απαιτήσεις θα πρέπει να αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ενός κοινού πλαισίου. Από λειτουργικής πλευράς, το εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο του προτύπου TLAC των G-SII («ελάχιστη απαίτηση TLAC») θα πρέπει να εισαχθεί στη νομοθεσία της Ένωσης μέσω τροποποιήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (5), ενώ η ειδική προσαύξηση ανά ίδρυμα για τα G-SII και η ειδική απαίτηση ανά ίδρυμα για τα μη G-SII, η οποία αναφέρεται ως η MREL, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με στοχοθετημένες τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, όπως τροποποιείται με τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των ιδρυμάτων και οντοτήτων θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις οδηγίες 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και 2014/59/ΕΕ.

(3)

Η απουσία εναρμονισμένων κανόνων στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (SRM) όσον αφορά την εφαρμογή του προτύπου TLAC δημιουργεί πρόσθετες δαπάνες και ανασφάλεια δικαίου και θα καθιστά δυσκολότερη την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τα διασυνοριακά ιδρύματα και οντότητες. Η απουσία εναρμονισμένων κανόνων της Ένωσης οδηγεί επίσης σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι οι δαπάνες των ιδρυμάτων και των οντοτήτων για τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες απαιτήσεις και το πρότυπο TLAC μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στον SRM. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να αρθούν τα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την απουσία εναρμονισμένων κανόνων όσον αφορά την εφαρμογή του προτύπου TLAC. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(4)

Σύμφωνα με το πρότυπο TLAC, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 θα πρέπει να συνεχίσει να αναγνωρίζει τόσο τη στρατηγική εξυγίανσης μοναδικού σημείου έναρξης (SPE), όσο και τη στρατηγική εξυγίανσης των πολλαπλών σημείων έναρξης (MPE). Στο πλαίσιο της στρατηγικής εξυγίανσης SPE, μόνο μία οντότητα του ομίλου, συνήθως η μητρική, εξυγιαίνεται, ενώ οι άλλες οντότητες του ομίλου, συνήθως οι λειτουργικές θυγατρικές, δεν εξυγιαίνονται, αλλά μεταφέρουν τις ζημίες τους και τις ανάγκες τους για ανακεφαλαιοποίηση στην προς εξυγίανση οντότητα. Σύμφωνα με τη στρατηγική πολλαπλών σημείων έναρξης, μπορούν να εξυγιανθούν περισσότερες από μία οντότητες του ομίλου. Ο σαφής προσδιορισμός των προς εξυγίανση οντοτήτων («οντότητες εξυγίανσης»), δηλαδή οι οντότητες στις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν δράσεις εξυγίανσης, καθώς και των θυγατρικών που ανήκουν σε αυτές («όμιλοι εξυγίανσης») είναι σημαντικός για την αποτελεσματική εφαρμογή της επιθυμητής στρατηγικής εξυγίανσης. Ο προσδιορισμός αυτός αφορά επίσης και τον καθορισμό του επιπέδου εφαρμογής των κανόνων περί ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης τους οποίους θα πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα και οι οντότητες. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι έννοιες της «οντότητας εξυγίανσης» και του «ομίλου εξυγίανσης» και να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014, αναφορικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου ώστε να απαιτείται ρητά από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης («Συμβούλιο Εξυγίανσης») να αναγνωρίζει τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης εντός ενός ομίλου και να εξετάζει με τον κατάλληλο τρόπο τις επιπτώσεις κάθε προγραμματισμένης δράσης εντός του ομίλου, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξυγίανσή του.

(5)

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή και ταχεία απορρόφηση των ζημιών και η ανακεφαλαιοποίηση κατά την εξυγίανση, με ελάχιστο αντίκτυπο στους φορολογουμένους και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό θα πρέπει να επιτυγχάνεται με τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με μια ειδική για κάθε ίδρυμα MREL, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

(6)

Προκειμένου να εναρμονίζονται οι παρονομαστές που μετρούν την ικανότητα των ιδρυμάτων και των οντοτήτων για απορρόφηση ζημιών και ανακεφαλαιοποίηση με εκείνους που παρέχονται στο πρότυπο TLAC, οι MREL θα πρέπει να εκφράζονται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο και του μέτρου συνολικού ανοίγματος του σχετικού ιδρύματος ή οντότητας και τα ιδρύματα ή οντότητες θα πρέπει να πληρούν ταυτόχρονα τα επίπεδα που προκύπτουν από τις δύο μετρήσεις.

(7)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τα ιδρύματα και τις οντότητες που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, μεταξύ άλλων και σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις υποχρεώσεις που είναι υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού των MREL θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται στενά με αυτά που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη απαίτηση TLAC, αλλά με την επιφύλαξη των συμπληρωματικών προσαρμογών και των απαιτήσεων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, ορισμένοι χρεωστικοί τίτλοι με ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο, όπως ορισμένα δομημένα αξιόγραφα, θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για τις MREL στον βαθμό που διαθέτουν προκαθορισμένο ή αυξανόμενο ποσό κεφαλαίου πληρωτέο κατά τη λήξη που είναι γνωστό εκ των προτέρων, ενώ μόνο ένα συμπληρωματικό ποσοστό κέρδους συνδέεται με το εν λόγω παράγωγο στοιχείο και εξαρτάται από την απόδοση περιουσιακού στοιχείου αναφοράς,. Με βάση τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι εν λόγω χρεωστικοί τίτλοι αναμένεται να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό απορρόφησης ζημιών και να προσφέρονται εύκολα για αναδιάρθρωση παθητικού κατά την εξυγίανση. Όταν τα ιδρύματα και οι οντότητες κατέχουν ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει καθεαυτό να επηρεάζει τις αποφάσεις που αφορούν τον καθορισμό των MREL. Επιπλέον, τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύπτουν οποιοδήποτε μέρος των MREL με ίδια κεφάλαια.

(8)

Το φάσμα των υποχρεώσεων (στοιχείων παθητικού) που χρησιμοποιείται για την κάλυψη των MREL περιλαμβάνει, καταρχήν, όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών (υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης), εκτός εάν δεν πληρούν τα ειδικά κριτήρια επιλεξιμότητας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να ενισχυθεί η δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων μέσω αποτελεσματικής χρήσης του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί να πληρούται η MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, ιδίως όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι πιστωτές σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα ενδέχεται να υποστούν ζημίες κατά την εξυγίανση που θα υπερβαίνουν τις πιθανές τους ζημίες που θα έπρεπε να επωμιστούν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογεί την ανάγκη να υποχρεούνται τα ιδρύματα και οι οντότητες να καλύπτουν τις MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης όταν το ύψος των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα φτάνει ένα συγκεκριμένο όριο εντός κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει υποχρεώσεις επιλέξιμες για MREL. Τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να καλύπτουν τις MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να αποφεύγεται οι πιστωτές τους να υφίστανται ζημίες μεγαλύτερες από εκείνες που οι εν λόγω πιστωτές θα επωμίζονταν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(9)

Κάθε υπόταξη χρεωστικών τίτλων που ζητά το Συμβούλιο Εξυγίανσης όσον αφορά τις MREL, δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα να πληρούται εν μέρει η ελάχιστη απαίτηση TLAC με χρεωστικούς τίτλους μη μειωμένης εξασφάλισης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως προβλέπεται στο πρότυπο TLAC. Για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SII, τις οντότητες εξυγίανσης των ομίλων εξυγίανσης με στοιχεία ενεργητικού άνω των 100 δισεκατομμυρίων EUR (τράπεζες ανώτατου επιπέδου) και για τις οντότητες εξυγίανσης των ομίλων εξυγίανσης με στοιχεία ενεργητικού κάτω των 100 δισεκατομμυρίων EUR που θεωρείται πιθανόν από την εθνική αρχή ότι μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση πτώχευσης, λαμβανομένων υπόψη της επικράτησης των καταθέσεων και της απουσίας χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης, της περιορισμένης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και της χρήσης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την κάλυψη της MREL, το Συμβούλιο εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί να καλύπτεται τμήμα της MREL ίσο με το επίπεδο της απορρόφησης ζημιών και της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όπως τροποποιείται με τον παρόντα κανονισμό με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(10)

Κατόπιν αιτήματος οντότητας εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να μειώνει το τμήμα της απαιτούμενης με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης MREL έως του ορίου που αντιστοιχεί στην αναλογία της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προς την ελάχιστη απαίτηση TLAC όπως προβλέπεται στον εν λόγω κανονισμό. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την κάλυψη της MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης στον βαθμό που το συνολικό επίπεδο της απαιτούμενης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων λόγω της υποχρέωσης των ιδρυμάτων και οντοτήτων να συμμορφωθούν με την ελάχιστη απαίτηση TLAC και την MREL και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφάλειας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν υπερβαίνει το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα: είτε το επίπεδο της απορρόφησης ζημιών και της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όπως τροποποιείται με τον παρόντα κανονισμό είτε τον τύπο που ορίζει ο παρών κανονισμός που βασίζεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του Πυλώνα 1 και του Πυλώνα 2 και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(11)

Για συγκεκριμένες τράπεζες ανώτατου επιπέδου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει, με την επιφύλαξη προϋποθέσεων που θα αξιολογούνται από το ίδιο, να περιορίζουν το ύψος της ελάχιστης απαίτησης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας σε ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο κίνδυνο να επηρεαστεί δυσανάλογα το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των ιδρυμάτων. Ο περιορισμός αυτός δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα να επιβάλλεται απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας πέραν του ορίου αυτού μέσω της απαίτησης μειωμένης εξασφάλισης του πυλώνα 2, με την επιφύλαξη επίσης των προϋποθέσεων που ισχύουν για τον πυλώνα 2, βάσει εναλλακτικών κριτηρίων και συγκεκριμένα των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, του εφικτού και της αξιοπιστίας της στρατηγικής εξυγίανσης, ή της επικινδυνότητας του ιδρύματος.

(12)

Οι MREL θα πρέπει να επιτρέπουν την απορρόφηση από τα ιδρύματα και τις οντότητες των ζημιών που αναμένονται κατά την εξυγίανση ή στο σημείο της μη βιωσιμότητας, κατά περίπτωση, και την ανακεφαλαιοποίηση μετά την εφαρμογή των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης ή κατόπιν της του ομίλου εξυγίανσης. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει, με βάση τη στρατηγική εξυγίανσης που επιλέγει το ίδιο, να αιτιολογεί δεόντως το επιβαλλόμενο επίπεδο των MREL και θα πρέπει να αναθεωρεί το επίπεδο αυτό χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να αντικατοπτρίζονται τυχόν αλλαγές στο ύψος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Ως εκ τούτου, το επιβαλλόμενο επίπεδο των MREL θα πρέπει να είναι το άθροισμα του ποσού των ζημιών που αναμένονται κατά την εξυγίανση, οι οποίες αντιστοιχούν στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή της οντότητας, και του ποσού της ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στο ίδρυμα ή την οντότητα να ανταποκριθεί, μετά την εξυγίανση ή μετά την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής, στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που είναι αναγκαίες ώστε να της χορηγηθεί άδεια να ασκεί τις δραστηριότητές της σύμφωνα με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω τα ποσά της ανακεφαλαιοποίησης για κάθε αλλαγή που προκύπτει από τις δράσεις που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης.

(13)

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να αυξάνει το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης για να εξασφαλίζεται επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο ίδρυμα ή την οντότητα μετά την εκτέλεση των ενεργειών που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης. Το αιτούμενο επίπεδο αποθέματος ασφαλείας εμπιστοσύνης της αγοράς θα πρέπει να επιτρέπει στο ίδρυμα ή την οντότητα να εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας για επαρκές διάστημα, μεταξύ άλλων επιτρέποντας στο ίδρυμα ή την οντότητα να καλύπτει τις δαπάνες που συνδέονται με την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του μετά την εξυγίανση και να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς. Το απόθεμα ασφαλείας της εμπιστοσύνης της αγοράς θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να προσαρμόζει προς τα κάτω το επίπεδο του αποθέματος ασφαλείας της εμπιστοσύνης της αγοράς αν ένα χαμηλότερο επίπεδο αρκεί για να διασφαλιστεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς ή προς τα άνω στις περιπτώσεις που απαιτείται υψηλότερο επίπεδο για να διασφαλιστεί ότι, μετά τις δράσεις που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης, η οντότητα εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας για επαρκές διάστημα και να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς.

(14)

Σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής (8), το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζει τη βάση επενδυτών των μέσων MREL των επιμέρους ιδρυμάτων ή οντοτήτων. Εάν σημαντικό μέρος των μέσων MREL ενός ιδρύματος ή οντότητας κατέχεται από ιδιώτες επενδυτές που ενδέχεται να μην έχουν λάβει κατάλληλη επισήμανση των σχετικών κινδύνων, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να συνιστά αυτό καθεαυτό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης. Επιπλέον, εάν μεγάλο μέρος των μέσων MREL ενός ιδρύματος ή οντότητας κατέχεται από άλλα ιδρύματα ή οντότητες, οι συστημικές επιπτώσεις μιας απομείωσης ή μετατροπής θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις στις οποίες το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης λόγω του μεγέθους και της φύσης συγκεκριμένης βάσης επενδυτών, θα πρέπει να είναι σε θέση να συστήσει σε ένα ίδρυμα ή μια οντότητα να αντιμετωπίσει το εμπόδιο αυτό.

(15)

Προκειμένου να ενισχύσει τη δυνατότητα εξυγίανσής τους, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει στα G-SII ειδικές MREL ανά ίδρυμα, επιπλέον της ελάχιστης απαίτησης TLAC που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι εν λόγω ειδικές MREL ανά ίδρυμα θα πρέπει να επιβάλλονται εάν η ελάχιστη απαίτηση TLAC δεν επαρκεί για την απορρόφηση ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση του G-SII σύμφωνα με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης.

(16)

Κατά τον καθορισμό του επιπέδου των MREL, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζει τον βαθμό συστημικής σημασίας του ιδρύματος ή της οντότητας και τις δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις της πτώχευσής του στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη για ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των G-SII και άλλων ομοειδών ιδρυμάτων ή οντοτήτων με συστημική σημασία ανάμεσα στα κράτη μέλη που συμμετέχουν. Κατά συνέπεια οι MREL των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που δεν είναι G-SII αλλά η συστημική σημασία των οποίων μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν είναι συγκρίσιμη με τη συστημική σημασία των G-SII, δεν θα πρέπει να αποκλίνει δυσανάλογα από το επίπεδο και τη σύνθεση των MREL που κατά κανόνα καθορίζονται για τα G-SII.

(17)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ιδρύματα ή οι οντότητες που χαρακτηρίζονται ως οντότητες εξυγίανσης, θα πρέπει να υπόκεινται στις MREL μόνο σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης. Αυτό σημαίνει ότι οι οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει, για την κάλυψη των MREL, να υποχρεούνται σε έκδοση επιλέξιμων (χρέος) μέσων και στοιχείων σε εξωτερικούς πιστωτές που θα αποτελέσουν αντικείμενο διάσωσης με ίδια μέσα σε περίπτωση που η οντότητα εξυγίανσης εισαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης.

(18)

Τα ιδρύματα ή οι οντότητες που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να συμμορφώνονται με την MREL σε ατομικό επίπεδο. Οι ανάγκες για απορρόφηση ζημιών και ανακεφαλαιοποίηση των εν λόγω ιδρυμάτων ή οντοτήτων θα πρέπει κατά κανόνα να παρέχονται από τις αντίστοιχες οντότητες εξυγίανσης μέσω της άμεσης ή έμμεσης απόκτησης από τις εν λόγω οντότητες εξυγίανσης μέσων ιδίων κεφαλαίων και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από αυτά τα ιδρύματα ή τις οντότητες, και μέσω της απομείωσης ή μετατροπής τους σε τίτλους ιδιοκτησίας όταν τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες δεν είναι πλέον βιώσιμα. Ως εκ τούτου, οι MREL που εφαρμόζονται σε ιδρύματα που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα και σε συνέπεια με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις οντότητες εξυγίανσης. Αυτό θα επιτρέπει στο Συμβούλιο Εξυγίανσης να εξυγιάνει έναν όμιλο εξυγίανσης χωρίς να υπάγει ορισμένες από τις θυγατρικές του οντότητες σε εξυγίανση, ώστε να αποφεύγονται οι δυνητικές διαταραχές στην αγορά. Η εφαρμογή των MREL στα ιδρύματα ή τις οντότητες που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης πρέπει να συμμορφώνεται με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης. Ειδικότερα, δεν πρέπει να αλλοιώνει τη σχέση ιδιοκτησίας μεταξύ ιδρυμάτων ή των οντοτήτων και του ομίλου εξυγίανσής τους αφότου τα εν λόγω ιδρύματα έχουν προβεί σε ανακεφαλαιοποίηση.

(19)

Αν τόσο η οντότητα εξυγίανσης όσο και η μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να απαλλάσσει από την εφαρμογή της MREL που ισχύει για τις εν λόγω θυγατρικές που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης ή να τους επιτρέπει να καλύπτουν τις MREL με εξασφαλισμένες εγγυήσεις μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της, επιλογή που ενεργοποιείται όταν πληρούνται οι χρονικές προϋποθέσεις, που είναι αντίστοιχες με εκείνες που επιτρέπουν την απομείωση ή τη μετατροπή των επιλέξιμων υποχρεώσεων. Οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση θα πρέπει να είναι άκρως ρευστοποιήσιμες και να έχουν ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να προβλέπουν απαλλαγή από την εφαρμογή ορισμένων απαιτήσεων φερεγγυότητας και ρευστότητας για πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό («συνεταιριστικά δίκτυα»), εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες τέτοιων συνεταιριστικών δικτύων, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να απαλλάσσει τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα και τον κεντρικό οργανισμό από την εφαρμογή της MREL, υπό παρόμοιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στην περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος με τον κεντρικό οργανισμό. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τα πιστωτικά ιδρύματα και τον κεντρικό οργανισμό ως σύνολο κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων για εξυγίανση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με την απαίτηση εξωτερικών MREL του ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης κάθε ομίλου, υπολογίζοντας τις επιλέξιμες υποχρεώσεις των οντοτήτων από τις οποίες, σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης απαιτεί να εκδώσουν επιλέξιμα μέσα για MREL εκτός του ομίλου εξυγίανσης.

(21)

Οι αρμόδιες αρχές, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης και το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να αντιμετωπίζουν καταλλήλως και να επιλύουν τυχόν παραβάσεις των ελάχιστων απαιτήσεων της TLAC και των MREL. Δεδομένου ότι η παράβαση αυτών των απαιτήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για τη δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή του ομίλου, θα πρέπει να συντομευθούν οι ισχύουσες διαδικασίες προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, ώστε τυχόν παραβάσεις των απαιτήσεων να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα ή τις οντότητες να τροποποιούν τα προφίλ ληκτότητας των επιλέξιμων μέσων και στοιχείων και να προετοιμάζουν και να εφαρμόζουν σχέδια για την αποκατάσταση του επιπέδου των απαιτήσεων αυτών. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαγορεύει ορισμένες διανομές, όταν αφορούν ίδρυμα ή οντότητα όταν θεωρεί ότι δεν πληρούν τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όταν εξετάζεται επιπλέον των MREL.

(22)

Ο παρών κανονισμός συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την επιχειρηματική ελευθερία, πρέπει δε να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(23)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων με σκοπό την ανάκαμψη της Ένωσης και το πλαίσιο εξυγίανσης για ιδρύματα και οντότητες, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, και μπορεί κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει αυτόν τον κανονισμό σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(24)

Προκειμένου να επιτραπεί η κατάλληλη προθεσμία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοσθεί από τις 28 Δεκεμβρίου 2020,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (EΕ) αριθ. 806/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 21) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«21)

“θυγατρική”: θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, του άρθρου 10 παράγραφος 10 και των άρθρων 12 έως 12ια, 21 και 53 του παρόντος κανονισμού στους ομίλους εξυγίανσης που αναφέρονται στο σημείο 24β) στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 12στ παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού·

21α)

“σημαντική θυγατρική” θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 135) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

β)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«24α)   “οντότητα εξυγίανσης”: ένα νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8, προσδιορίζεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει δράση εξυγίανσης·

24β)   “όμιλος εξυγίανσης”:

α)

οντότητα εξυγίανσης μαζί με τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν:

i)

οντότητες εξυγίανσης αυτές καθεαυτές·

ii)

θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης · ή

iii)

οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης ή θυγατρικές τους· ή

β)

πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και ο ίδιος ο κεντρικός οργανισμός όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή ο κεντρικός οργανισμός είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους·

24γ)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή “G-SII”: ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο σημείο 133) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

γ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«45α)   “κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1”: το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

δ)

στο σημείο 48) o όρος «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται από τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

ε)

το σημείο 49) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«49)   “υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού”: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα μέσα των κατηγοριών 1 ή 2 ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 και οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 3·»·

στ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«49α)   “επιλέξιμες υποχρεώσεις”: οι υποχρεώσεις που είναι υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού και πληρούν, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις του άρθρου 12γ ή του στοιχείου α) του άρθρου 12ζ παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και τα μέσα της κατηγορίας 2 που πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου β) του άρθρου 72α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

49β)   “επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης”: μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πλην των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω κανονισμού.»·

ζ)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«55)   “συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας”: συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όπως ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.».

2)

Στο άρθρο 7 παράγραφος 3, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

καθορίζουν το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 12ια·».

3)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται εναλλακτικές δυνατότητες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εκ του παρόντος κανονισμού εξουσιών εξυγίανσης έναντι των οντοτήτων της παραγράφου 1.»·

β)

στην παράγραφο 6, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις δράσεις εξυγίανσης τις οποίες δύναται να αναλάβει το Συμβούλιο Εξυγίανσης, όταν μια οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 9 τίθενται σε γνώση της σχετικής οντότητας.»·

γ)

στην παράγραφο 9 τα στοιχεία ιε) και ιστ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιε)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 12στ και 12ζ, καθώς και προθεσμία επίτευξης του εν λόγω επιπέδου, σύμφωνα με το άρθρο 12ια·

ιστ)

στις περιπτώσεις που το Συμβούλιο Εξυγίανσης εφαρμόζει το άρθρο 12γ παράγραφοι 4, 5 ή 7, χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 12ια.»·

δ)

η παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.   Στα σχέδια εξυγίανσης των ομίλων περιλαμβάνεται σχέδιο για την εξυγίανση του ομίλου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, του οποίου προΐσταται η μητρική επιχείρηση της Ένωσης που είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος και προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν έναντι:

α)

της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης·

β)

των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ)

των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο β)· και

δ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 33, των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και είναι εγκατεστημένες εκτός Ένωσης.

Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει κάθε ομάδα τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.»·

ε)

στην παράγραφο 11 τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπεται να ληφθούν σε σχέση με μια οντότητα εξυγίανσης στα σενάρια τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 6, καθώς και οι επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης σε σχέση με άλλες οντότητες του ομίλου, τη μητρική επιχείρηση και θυγατρικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

αα)

όταν μια ομάδα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει περισσότερους από έναν ομίλους εξυγίανσης, καθορίζονται οι δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται σε σχέση με τις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και οι επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων σε αμφότερα τα ακόλουθα:

i)

άλλες οντότητες του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

ii)

άλλους ομίλους εξυγίανσης·

β)

εξετάζει τον βαθμό στον οποίο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκηθούν οι εξουσίες εξυγίανσης κατά συντονισμένο τρόπο σε σχέση με οντότητες εξυγίανσης εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς από τρίτο μέρος ολόκληρου του ομίλου, ή χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που ασκούνται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου ή οντοτήτων εξυγίανσης, και προσδιορίζει πιθανά εμπόδια στη συντονισμένη εξυγίανση·»·

στ)

στην παράγραφο 12 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η επανεξέταση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διενεργείται μετά την υλοποίηση των δράσεων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 21.

Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στα στοιχεία ιε) και ιστ) της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.».

4)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης κρίνει εφικτό και αξιόπιστο είτε να εκκαθαρίσει τις οντότητες του ομίλου στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να τις εξυγιάνει, εφαρμόζοντας σε αυτές τα εργαλεία εξυγίανσης και ασκώντας τις εξουσίες εξυγίανσης, αποφεύγοντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό, οιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που επηρεάζουν το σύνολο του συστήματος, στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένες οι οντότητες του ομίλου, σε άλλα κράτη μέλη ή στην Ένωση, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από τις εν λόγω οντότητες του ομίλου, εάν αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα και εγκαίρως ή με άλλα μέσα.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ όταν ένας όμιλος θεωρείται αδύνατον να εξυγιανθεί.

Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους τους ενός ομίλους εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιολογεί τη δυνατότητα εξυγίανσης κάθε ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διενεργείται επιπλέον της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου.»·

β)

στην παράγραφο 9 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η οντότητα, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, προτείνει στο Συμβούλιο Εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η οντότητα ή η μητρική επιχείρηση συμμορφώνεται με τα άρθρα 12στ ή 12ζ και την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

i)

η οντότητα πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον καθεμιάς από τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ) του άρθρου 141α παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των απαιτήσεων των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού· ή

ii)

η οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού.

Όταν η οντότητα προτείνει το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, λαμβάνει υπόψη τους λόγους στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.»·

γ)

η παράγραφος 11 τροποποιείται ως εξής:

i)

στα στοιχεία θ) και ι) οι όροι «του άρθρου 12» αντικαθίστανται από τους όρους «των άρθρων 12στ και 12ζ»·

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ια)

να απαιτήσουν από οντότητα να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των άρθρων 12στ και 12ζ του παρόντος κανονισμού, εκπεφρασμένης ως ποσοστό του συνολικού ποσού της έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις των άρθρων 12στ ή 12ζ του παρόντος κανονισμού εκπεφρασμένων ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιβ)

για τον σκοπό της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με τα άρθρα 12στ ή 12ζ, να απαιτήσουν από οντότητα να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας:

i)

των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, και

ii)

των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12γ και στο άρθρο 12ζ παράγραφος 2 στοιχείο α).».

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

1.   Όταν μια οντότητα είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 141 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 2 του άρθρου 12α του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο Εξυγίανσης έχει την εξουσία, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύσει σε μια οντότητα να διανέμει, μεγαλύτερο ποσό από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που σχετίζεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (“M-MDA”), που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

προβαίνει σε διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β)

δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ή καταβάλλει κυμαινόμενη αμοιβή αν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οντότητα δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

γ)

προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

Όταν μια οντότητα βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως σχετικά την εθνική αρχή εξυγίανσης και το Συμβούλιο Εξυγίανσης.

2.   Στην περίπτωση της παραγράφου 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης της οντότητας, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης - κατά περίπτωση - της ΕΚΤ, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την αιτία, την διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

β)

την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

γ)

την προοπτική ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε εύλογο χρονικό διάστημα·

δ)

όταν η οντότητα αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του άρθρου 12γ ή του άρθρου 12ζ παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς,

ε)

αν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης της οντότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας οντότητας.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα κατά τη διάρκεια της μη εκπλήρωσης, εφόσον η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκτιμά ότι η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση εννέα μήνες μετά την κοινοποίησή της από την οντότητα, το Συμβούλιο Εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης - κατά περίπτωση - της ΕΚΤ ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εκτός εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκτιμά, κατόπιν ελέγχου, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή στην λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

β)

η διαταραχή του στοιχείου α) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας ή αυξημένο κόστος για την οικονομική οντότητα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει την οντότητα να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

γ)

το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν παρατηρείται μόνο για την οικεία οντότητα αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

δ)

η διαταραχή του στοιχείου α) εμποδίζει την οικεία οντότητα από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκή για τη θεραπεία της μη εκπλήρωσης· ή

ε)

η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, οι οποίες ενδέχεται να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης - κατά περίπτωση - της ΕΚΤ για την απόφασή του και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή του.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση των όρων του πρώτου εδαφίου κάθε μήνα, προκειμένου να εκτιμά αν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Το “M-MDA” υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6. Το “M-MDA” μειώνεται κατά κάθε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) της παραγράφου 1.

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιασθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 αποτελείται από:

α)

οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

συν

β)

οποιαδήποτε κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διατηρούνταν τα στοιχεία των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου.

6.   Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται ως εξής:

α)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις βάσει του άρθρου 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0·

β)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις βάσει του άρθρου 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2·

γ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις βάσει του άρθρου 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4·

δ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις βάσει του άρθρου 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει των άρθρων 12δ και 12ε του παρόντος κανονισμού, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τετάρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6·

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

 

Formula

 

Formula

όπου “Qn” = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.».

6)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, προσδιορίζει τις απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως αναφέρεται στα άρθρα 12α έως 12θ, με την επιφύλαξη των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, που οφείλουν να τηρούν πάντοτε οι οντότητες και οι όμιλοι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και οι οντότητες και οι όμιλοι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) και στο άρθρο 7 παράγραφος 5, οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραγράφων αυτών.

2.   Οντότητες συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν σε ομίλους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούν τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 45θ παράγραφοι 1, 2 και 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στην εθνική αρχή εξυγίανσης του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες.

Η εθνική αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει στο Συμβούλιο Εξυγίανσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Κατά την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 9, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 12α έως 12θ, με την επιφύλαξη των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, την οποία οφείλουν να τηρούν πάντοτε οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 31.

4.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 8.

5.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης απευθύνει τη διαπίστωσή του στις εθνικές αρχές εξυγίανσης. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τις οδηγίες του Συμβουλίου Εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 29. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης απαιτεί από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης να επαληθεύουν και να διασφαλίζουν ότι οι οντότητες και οι όμιλοι τηρούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης ενημερώνει την EKT και την EBA για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορίσει για κάθε οντότητα και όμιλο δυνάμει της παραγράφου 1.

7.   Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και απευθύνει οδηγίες στις εθνικές αρχές εξυγίανσης όσον αφορά συγκεκριμένες οντότητες ή ομίλους.

Άρθρο 12α

Εφαρμογή και υπολογισμός ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης και οι εθνικές αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 3, πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, όποτε απαιτείται από το παρόν άρθρο, και τα άρθρα 12β έως 12θ και σύμφωνα με αυτά.

2.   Η παρούσα απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12δ παράγραφος 3, 4 ή 6, κατά περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό:

α)

του συνολικού ποσού της έκθεσης σε κίνδυνο της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 12β

Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 12α, το Συμβούλιο Εξυγίανσης πρέπει να απαλλάσσει από την υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1, τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από τα καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις εάν ικανοποιείται το σύνολο των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α)

τα ιδρύματα αυτά εξυγιαίνονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μέσω άλλων διαδικασιών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 38, 40 ή 42 της οδηγίας 2014/59/EE, προβλεπόμενων για τα εν λόγω ιδρύματα· και

β)

οι διαδικασίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.

2.   Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεν αποτελούν μέρος της ενοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 12στ παράγραφος 1.

Άρθρο 12γ

Επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης

1.   Οι υποχρεώσεις περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων εξυγίανσης μόνον εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

Άρθρο 72α·

β)

Άρθρο 72β, με εξαίρεση το στοιχείο δ) της παραγράφου 2· και

γ)

Άρθρο 72γ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όποτε ο παρών κανονισμός αναφέρεται στις απαιτήσεις του άρθρου 92α ή του άρθρου 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων θα νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 72ια του εν λόγω κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5α του τίτλου Ι του δεύτερου μέρους του εν λόγω κανονισμού.

2.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα αξιόγραφα, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, με εξαίρεση το άρθρο 72α παράγραφος 2 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το βασικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από τον χρεωστικό τίτλο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από τον χρεωστικό τίτλο συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου μπορεί να αποτιμάται σε καθημερινή βάση με αναφορά σε μια ενεργή, ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· ή

β)

ο χρεωστικός τίτλος περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη, και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.

Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή των εν λόγω μέσων δεν υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα των υποχρεώσεων που αντιστοιχεί στο βασικό ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου.

3.   Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην Ένωση προς υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και η εν λόγω θυγατρική ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 στοιχείο α)··

β)

η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης··

γ)

οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν ποσό το οποίο ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο σημείο ii) μείον το ποσό που αναφέρεται στο σημείο i):

i)

του αθροίσματος των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 στοιχείο β)·

ii)

το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 1.

4.   Με την επιφύλαξη της ελάχιστης απαίτησης του άρθρου 12δ παράγραφος 4 ή του άρθρου 12ε παράγραφος 1 στοιχείο α), το Συμβούλιο Εξυγίανσης, με δική του πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με την εθνική αρχή εξυγίανσης ή έπειτα από πρόταση από εθνική αρχή εξυγίανσης, μεριμνά ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 12στ ίσο με το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 ή 5 με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου (1-(X1/X2)) x 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, να πληρούνται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 12δ παράγραφος 4 ή 5, με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 72β παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου, υπό το φως της μείωσης, αυτό είναι δυνατό δυνάμει του άρθρου 72β παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού:

 

X1 = 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

 

X2 = το άθροισμα 18 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και του ποσού της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 12δ παράγραφος 4, η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου οδηγεί σε απαίτηση άνω του 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης περιορίζει, για την συγκεκριμένη οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12στ, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, χρησιμοποιώντας επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε ποσό ίσο προς το 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης έχει εκτιμήσει ότι:

α)

η πρόσβαση στο Ταμείο δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας, και

β)

όταν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 7.

Κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της συγκεκριμένης οντότητας εξυγίανσης.

Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 12δ παράγραφος 5, το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται.

5.   Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SII ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 12δ παράγραφος 4 ή 5, το Συμβούλιο Εξυγίανσης, με δική του πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με την εθνική αρχή εξυγίανσης ή έπειτα από πρόταση από εθνική αρχή εξυγίανσης, μπορεί να αποφασίζει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 12στ έως το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας και έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, εφόσον είναι μεγαλύτερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στην εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 3 ή 5·

β)

υπάρχει ο κίνδυνος ότι, κατόπιν προγραμματισμένης εφαρμογής εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 3 ή 5, οι πιστωτές των απαιτήσεων που προκύπτουν από αυτές τις υποχρεώσεις υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από ό,τι θα υφίσταντο σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

γ)

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή που είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 ή 5 ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκτιμά τον κίνδυνο που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 4, 5 και 7, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις, εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

Τα ίδια κεφάλαια οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με την συνδυασμένη απαίτηση ασφαλείας αποθέματος είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των παραγράφων 4, 5 και 7.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ του παρόντος κανονισμού ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 ή 5 του παρόντος κανονισμού με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 12δ παράγραφος 4 και στο άρθρο 12στ του παρόντος κανονισμού, το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα:

α)

8 % του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ή

β)

το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου A × 2 + B × 2 + C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:

A= το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

B= το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

C= το ποσό που προκύπτει από την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

8.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 ή 5 και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου έως το 30 % του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 ή 5 και για τις οποίες το Συμβούλιο Εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ.

Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης ως εξής:

α)

έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης κατά την προηγούμενη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης, και:

i)

δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 11 εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει το Συμβούλιο Εξυγίανσης, ή

ii)

το διαπιστωθέν ουσιαστικό εμπόδιο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κανένα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 11 και η άσκηση της εξουσίας της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο του ουσιαστικού εμποδίου στη δυνατότητα εξυγίανσης,

β)

το Συμβούλιο Εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι περιορισμένες η εφικτότητα και η αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της οντότητας, της αλληλεπίδρασης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής δομής, ή

γ)

η απαίτηση του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στο άρθρο 12δ παράγραφος 4 ή 5 του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται μεταξύ του ανώτερου 20 % των ιδρυμάτων για τα οποία το Συμβούλιο Εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση του άρθρου 12α παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.

9.   Μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5 ή 7.

Κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη:

α)

το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων της οντότητας εξυγίανσης και τα επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση·

β)

το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 7 του παρόντος άρθρου·

γ)

τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από το στοιχείο δ) του άρθρου 72β παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

αν είναι σημαντικό σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφοι 3 ή 5 και που, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις της οντότητας εξυγίανσης με την υψηλότερη κατάταξη. Εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό. Πάνω από το όριο αυτό, η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης·

ε)

το επιχειρηματικό μοντέλο της οντότητας εξυγίανσης, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας, καθώς και τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία· και

στ)

τον αντίκτυπο του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.

Άρθρο 12δ

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 καθορίζεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου ενδεχομένως του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

β)

την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 3, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, έχουν επαρκή ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι, εάν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα ή οι εξουσίες απομείωσης και μετατροπής εφαρμόζονταν σε αυτές, αντίστοιχα, οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων είναι δυνατόν να αποκατασταθούν στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να πληρούν αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας λειτουργίας και να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης, μπορούν να αποκατασταθούν στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να είναι σε θέση να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας λειτουργίας και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας·

στ)

τον βαθμό στον οποίο η πτώχευση της οντότητας θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσης της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

2.   Όταν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι θα ληφθούν δράσεις εξυγίανσης ή θα ασκηθούν βάσει του άρθρου 21 εξουσίες απομείωσης και μετατροπής των οικείων μέσων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το σχετικό σενάριο που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 6, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 πρέπει να ισούται με ποσό τέτοιο ώστε να εξασφαλίζεται ότι:

α)

οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως (“απορρόφηση ζημιών”)·

β)

η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 ή 3, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και να διεκπεραιώνουν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια, δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης για εύλογο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος (“ανακεφαλαιοποίηση”).

Όταν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή άλλες ισοδύναμες εθνικές διαδικασίες, το Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 για την εν λόγω οντότητα ώστε να μην υπερβαίνει το ύψος που επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου.

Η αξιολόγηση του Συμβουλίου Εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

3.   Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1, σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 12α παράγραφος 2, το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

ii)

ποσού ανακεφαλαιοποίησης το οποίο επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση και να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτησή του που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε επίπεδο ενοποιημένου ομίλου εξυγίανσης, μετά την υλοποίηση της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και

β)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1, σύμφωνα με το στοιχείο β) του άρθρου 12α παράγραφος 2, το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

ii)

ποσού ανακεφαλαιοποίησης το οποίο επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, μετά την υλοποίηση της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 12α παράγραφος 2, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του άρθρου 12α παράγραφος 2, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διά του μέτρου συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη του τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 7.

Κατά τον καθορισμό του ύψους της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια το Συμβούλιο Εξυγίανσης:

α)

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

β)

κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Όταν εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο ορίζεται στο ύψος της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, μείον του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6) του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 76 παράγραφος 3, μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 76 παράγραφος 3, για κατάλληλο διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

4.   Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των 100 δισεκατομμυρίων EUR, το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με:

α)

13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 2 στοιχείο α), και

β)

5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 2 στοιχείο β).

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 12γ, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου φθάνουν το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το οποίο ισούται με 13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 2 στοιχείο α) και με 5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 2 στοιχείο β), με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 12γ παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

5.   Κατόπιν αιτήματος της εθνικής αρχής εξυγίανσης μιας οντότητας εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί επίσης να εφαρμόζει τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οποία ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των 100 δισεκατομμυρίων EUR και, κατά την κρίση της εθνικής αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση πτώχευσής της.

Κατά τη λήψη απόφασης υποβολής αιτήματος όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εθνική αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη:

α)

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β)

το όριο πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ)

τη χρήση από την οντότητα εξυγίανσης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12στ.

Η απουσία αιτήματος από την εθνική αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν επηρεάζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Εξυγίανσης βάσει του άρθρου 12γ παράγραφος 5.

6.   Για τις οντότητες που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης αυτές καθαυτές, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1, σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 12α παράγραφος 2, το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της οντότητας που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ· και

ii)

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης το οποίο επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και

β)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1, σύμφωνα με το στοιχείο β) του άρθρου 12α παράγραφος 2, το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

ii)

ποσού ανακεφαλαιοποίησης το οποίο επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 12α παράγραφος 2, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του άρθρου 12α παράγραφος 2, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου διά του μέτρου συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 7.

Κατά τον καθορισμό του ύψους της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια, το Συμβούλιο Εξυγίανσης:

α)

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης·

β)

κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στη σχετική οντότητα μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21, η οντότητα διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Εφόσον εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο ορίζεται στο ύψος της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης, μείον το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6) του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 76 παράγραφος 3, μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 21 ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 76 παράγραφος 3, για κατάλληλο διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

7.   Όταν το Συμβούλιο Εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν εν όλω ή εν μέρει από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 5, ή μπορεί να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για να:

α)

καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 5·

β)

διασφαλίζεται ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

8.   Η απόφαση […]του Συμβουλίου Εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου, και επανεξετάζεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση προκειμένου να αποτυπώνονται τυχόν αλλαγές στο επίπεδο της απαίτησης του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

9.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 6 του παρόντος άρθρου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή, από την αρμόδια αρχή, των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στο δέκατο μέρος τίτλος I κεφάλαια 1, 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 12ε

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης που ανήκουν σε G-SII και σημαντικές ενωσιακές θυγατρικές που ανήκουν σε G-SII εκτός ΕΕ

1.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 μιας οντότητας εξυγίανσης που είναι G-SII ή αποτελεί μέρος ενός G-SII πρέπει να αποτελείται από τα ακόλουθα:

α)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

οποιαδήποτε πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων καθορίσει το Συμβούλιο Εξυγίανσης για τη συγκεκριμένη οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 για σημαντικές ενωσιακές θυγατρικές που ανήκουν σε G-SII εκτός ΕΕ πρέπει να αποτελείται από τα ακόλουθα:

α)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92β και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

οποιαδήποτε πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει καθορίσει το Συμβούλιο Εξυγίανσης ειδικά για τη σημαντική θυγατρική σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η οποία πρέπει να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους του άρθρου 12ζ και του άρθρου 92β παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 και στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 μόνον:

α)

όταν η απαίτηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 ή στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δεν επαρκεί ώστε να εκπληρούνται οι όροι που θεσπίζονται στο άρθρο 12δ· και

β)

σε βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12δ.

4.   Η απόφαση του Συμβουλίου Εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, και επανεξετάζεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση προκειμένου να αποτυπώνονται τυχόν αλλαγές στο επίπεδο της απαίτησης του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ που εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή στις σημαντικές ενωσιακές θυγατρικές που ανήκουν σε G-SII εκτός ΕΕ.

Άρθρο 12στ

Εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης

1.   Οι οντότητες εξυγίανσης πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 12γ έως 12ε σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.

2.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 για οντότητα εξυγίανσης εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης, πρέπει να καθορίζεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εφόσον η εν λόγω αρχή είναι διαφορετική από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με βάση τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 12γ έως 12ε και το αν οι θυγατρικές του ομίλου που βρίσκονται σε τρίτες χώρες πρέπει να αντιμετωπίζονται χωριστά, σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.

3.   Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24β) στοιχείο β), το Συμβούλιο Εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης και της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες οντότητες του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με το άρθρο 12δ παράγραφοι 3 και 4 και το άρθρο 12ε παράγραφος 1, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και με ποιον τρόπο πρέπει οι οντότητες αυτές να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.

Άρθρο 12ζ

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες οι οποίες δεν αποτελούν οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης

1.   Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας και δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 12δ σε μεμονωμένη βάση.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που ορίζεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 2 η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης και δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης και είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 12δ και 12ε σε ενοποιημένη βάση.

Για τους ομίλους εξυγίανσης που καθορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο β) του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 24β), τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό αλλά δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, ο κεντρικός οργανισμός που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις του άρθρου 12στ παράγραφος 3 συμμορφώνονται με το άρθρο 12δ παράγραφος 6 σε μεμονωμένη βάση.

Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 12α παράγραφος 1 μιας οντότητας που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο προσδιορίζεται βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 12δ.

2.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1 για οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να καλύπτεται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

υποχρεώσεις που:

i)

εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή εκδίδονται σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 21 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

ii)

πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση τα στοιχεία β), γ), ια), ιβ) και ιγ) του άρθρου 72β παράγραφος 2 και τις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω κανονισμού·

iii)

στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση του σημείου i) και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ·

iv)

υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 21, οι οποίες συνάδουν με τη στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

v)

η απόκτηση κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

vi)

οι διατάξεις που τις διέπουν δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, ενώ η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη·

vii)

οι διατάξεις που τις διέπουν δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

viii)

το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή της μητρικής της επιχείρησης·

β)

ίδια κεφάλαια, ως εξής:

i)

κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· και

ii)

άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία:

εκδίδονται σε οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, ή

εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 21 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.

3.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να επιτρέπει την εκπλήρωση της απαίτησης εν όλω ή εν μέρει με εγγύηση παρεχόμενη από την οντότητα εξυγίανσης, η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ·

γ)

η εγγύηση παρέχεται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά·

δ)

η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 όσον αφορά τη θυγατρική, εφόσον προηγηθεί·

ε)

η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) για τουλάχιστον 50 % του ποσού της εγγύησης·

στ)

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 197 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται όπως αναφέρεται στο στοιχείο ε)·

ζ)

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες, και ιδίως δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση·

η)

η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί την ίδια προϋπόθεση ληκτότητας με αυτήν που αναφέρεται στο άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

θ)

δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια στη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στη σχετική θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου θ) του πρώτου εδαφίου, κατ' αίτηση του Συμβουλίου Εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά με άλλο τρόπο ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια στη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στη σχετική θυγατρική.

Άρθρο 12η

Η απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που εφαρμόζεται σε οντότητες οι οποίες δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης

1.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 12ζ για τη θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης που είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος όταν:

α)

η θυγατρική και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ·

γ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3, ιδίως όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης.

2.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 12ζ στη θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης που είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος όταν:

α)

η θυγατρική και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στο εν λόγω συμμετέχον κράτος μέλος, την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 1·

γ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3, ιδίως όταν η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται για τη μητρική επιχείρηση.

Άρθρο 12θ

Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να παραιτηθεί εν μέρει ή πλήρως από την εφαρμογή του άρθρου 12ζ στον κεντρικό οργανισμό ή σε πιστωτικό ίδρυμα που συνδέεται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό, όπου πληρούνται όλοι οι παρακάτω όροι:

α)

τα πιστωτικά ιδρύματα και ο κεντρικός οργανισμός υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες και εις ολόκληρον υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού·

γ)

η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων·

δ)

σε περίπτωση απαλλαγής για πιστωτικό ίδρυμα μόνιμα συνδεδεμένο με κεντρικό οργανισμό, η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ιδρυμάτων·

ε)

ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 12στ παράγραφος 3· και

στ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν σε περίπτωση εξυγίανσης.

Άρθρο 12ι

Παραβάσεις της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Σε περίπτωση παράβασης της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρεται στο άρθρο 12στ ή το άρθρο 12ζ, αυτή πρέπει να εξετάζεται με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

εξουσίες για την αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 10·

β)

εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10α·

γ)

μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 13·

ε)

διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Επιπλέον, το Συμβούλιο Εξυγίανσης ή η ΕΚΤ δύνανται να προβούν σε αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, σύμφωνα με το άρθρο 18.

2.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών προβαίνουν σε μεταξύ τους διαβουλεύσεις όταν ασκούν τις αντίστοιχες εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12ια

Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 12α παράγραφος 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης και οι εθνικές αρχές εξυγίανσης καθορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο εντός της οποίας μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και 3πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις στα άρθρα 12στ ή 12ζ, ή με απαίτηση που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση. Οι οντότητες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις στα άρθρα 12στ ή 12ζ, ή με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7 από την 1η Ιανουαρίου 2024.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις των άρθρων 12στ ή 12ζ, ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση, τα οποία πρέπει να έχουν επιτύχει από την 1η Ιανουαρίου 2022 οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 3. Ο ενδιάμεσος στόχος διασφαλίζει, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των επιλέξιμων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων έως την επίτευξη της απαίτησης.

Το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 7 λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α)

της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·

β)

της προοπτικής ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12στ ή 12ζ ή με απαίτηση που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7· και

γ)

του κατά πόσον η οντότητα είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και στο άρθρο 12γ ή το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και σε αντίθετη περίπτωση κατά πόσον η εν λόγω αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.

2.   Η προθεσμία για τη συμμόρφωση των οντοτήτων εξυγίανσης με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 ή 5 είναι η 1η Ιανουαρίου 2022.

3.   Το ελάχιστο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 και 5 δεν ισχύει εντός της περιόδου των δύο ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία:

α)

το Συμβούλιο Εξυγίανσης ή η εθνική αρχή εξυγίανσης έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα· ή

β)

η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 ή έχει ασκηθεί εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 21 σε σχέση με την εν λόγω οντότητα εξυγίανσης προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς χρήση εργαλείων εξυγίανσης.

4.   Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12γ παράγραφοι 4 και 7 καθώς και στο άρθρο 12δ παράγραφοι 4 και 5, ανάλογα με την περίπτωση, δεν εφαρμόζονται κατά την περίοδο των τριών ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος ορίστηκε ως G-SII, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 12δ παράγραφος 4 ή 5.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 12α παράγραφος 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης και οι εθνικές αρχές εξυγίανσης καθορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 12στ ή 12ζ ή με απαίτηση που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση, για οντότητα στην οποία έχουν εφαρμοστεί εργαλεία εξυγίανσης ή άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 21.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 5, το Συμβούλιο Εξυγίανσης και οι εθνικές αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν στην οντότητα την προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας. Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισούται με το ποσό που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12γ παράγραφος 4, 5 ή 7, το άρθρο 12δ παράγραφος 4 ή 5, το άρθρο 12στ ή το άρθρο 12ζ ανάλογα με την περίπτωση.

7.   Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη του:

α)

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β)

την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ)

τον βαθμό που η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12στ.

8.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης δεν κωλύεται να αναθεωρήσει εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που γνωστοποιείται δυνάμει της παραγράφου 6.

(*1)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).»."

7)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης αποφασίζει δράση εξυγίανσης για μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 2, όταν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Παρά το γεγονός ότι η μητρική επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 18 παράγραφος 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει να αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι της εν λόγω μητρικής επιχείρησης όταν αυτή αποτελεί οντότητα εξυγίανσης και όταν μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οι οποίες είναι ιδρύματα και όχι οντότητες εξυγίανσης πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 18 παράγραφος 1, αρκεί τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι υποχρεώσεις τους να είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευσή τους να απειλεί το ίδρυμα ή τον όμιλο στο σύνολό του και η δράση εξυγίανσης έναντι της εν λόγω μητρικής επιχείρησης είναι αναγκαία είτε για την εξυγίανση μιας ή περισσότερων θυγατρικών οι οποίες είναι ιδρύματα ή για την εξυγίανση ολόκληρου του ομίλου εξυγίανσης.».

8)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

έχοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα και όλες τις σχετικές περιστάσεις, δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων ΘΣΠ, ή με δράση των αρχών εποπτείας (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1) που αναλαμβάνεται έναντι της οντότητας, θα αποφευχθεί η πτώχευση της οντότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος·»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 σε σχέση με κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με αυτόν και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο».

9)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, οι όροι «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 21»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

i)

στο στοιχείο α), οι όροι «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 21»·

ii)

τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται ως εξής:

«γ)

όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 7, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης των μέσων ιδιοκτησίας, καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων·

δ)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των υποκειμένων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων·»·

iii)

στο στοιχείο ζ), οι όροι «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 21»·

γ)

στις παραγράφους 6, 13 και 15, οι όροι «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 21».

10)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων»

β)

στο εισαγωγικό μέρος και στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 οι όροι «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7α»·

γ)

στην παράγραφο 3 στοιχείο β) οι όροι «κεφαλαιακών μέσων» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 7α»·

δ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Εάν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης, ενεργώντας βάσει της διαδικασίας του άρθρου 18, καθορίζει εάν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκούνται ανεξάρτητα ή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης.

Όταν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης εμμέσως μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των εν λόγω σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκείται από κοινού με την άσκηση της ίδιας εξουσίας στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της σχετικής οντότητας ή στο επίπεδο άλλων μητρικών επιχειρήσεων που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, ώστε οι ζημίες να μεταβιβάζονται όντως και να επιτυγχάνεται η ανακεφαλαιοποίηση της σχετικής οντότητας από την οντότητα εξυγίανσης.

Μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής επιλέξιμων υποχρεώσεων ή σχετικών κεφαλαιακών μέσων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης, διενεργείται η αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 16 και εφαρμόζεται το άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο ε).»·

ε)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«7α.   Η εξουσία για την απομείωση ή την μετατροπή επιλέξιμων υποχρεώσεων, ανεξάρτητα από την ανάληψη δράσης εξυγίανσης, μπορεί να ασκείται μόνο σε σχέση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12ζ παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, εκτός από τον όρο που σχετίζεται με την εναπομένουσα ληκτότητα των υποχρεώσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας, η απομείωση ή η μετατροπή πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

7β.   Όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας εξυγίανσης ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά παρέκκλιση από το σχέδιο εξυγίανσης, έναντι οντότητας που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, το ποσό που μειώνεται, απομειώνεται ή μετατρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 10 στο επίπεδο της εν λόγω οντότητας συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 27 παράγραφος 7 στοιχείο α) όπως ισχύουν για την οικεία οντότητα.»·

στ)

στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 οι όροι «κεφαλαιακών μέσων» αντικαθίστανται από τους όρους «κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 7α»·

ζ)

στην παράγραφο 10, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

η αξία των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 7α απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 14 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών επιλέξιμων υποχρεώσεων, όποιο είναι χαμηλότερο.».

11)

Το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού·

(*2)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (EE L 166 της 11.6.1998, σ. 45).»·"

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«η)

υποχρεώσεις προς οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης χωρίς να αποτελούν οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις κατατάσσονται κάτω από τις συνήθεις μη ασφαλισμένες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία του συμμετέχοντος κράτους μέλους η οποία διέπει τη συνήθη διαδικασία αφερεγγυότητας που ισχύει έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020 στις περιπτώσεις που ισχύει η εν λόγω εξαίρεση. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκτιμά αν το ποσό των στοιχείων που πληρούν το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 είναι επαρκές ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.»·

γ)

στην παράγραφο 4 οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις για ένα εργαλείο διάσωσης» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

δ)

στην παράγραφο 5 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο η) του παρόντος άρθρου θα πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των στοιχείων α) έως δ) του πρώτου εδαφίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.

Όταν μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκειμένων σε αναδιάρθρωση παθητικού εξαιρείται ή εξαιρείται εν μέρει, δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο της απομείωσης ή της μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθεί για να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις συνάδει με την αρχή που ορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).»·

ε)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκειμένων σε αναδιάρθρωση παθητικού εξαιρείται ή εξαιρείται εν μέρει, δυνάμει της παραγράφου 5, και οι ζημίες με τις οποίες θα επιβαρύνονταν οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, μπορεί να πραγματοποιηθεί εισφορά στο υπό εξυγίανση ίδρυμα εκ μέρους του ταμείου εξυγίανσης για έναν ή και τους δύο από τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την κάλυψη τυχόν ζημιών οι οποίες δεν έχουν απορροφηθεί από επιλέξιμες υποχρεώσεις και την επαναφορά της καθαρής αξίας των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος στο μηδέν σύμφωνα με την παράγραφο 13 στοιχείο α)·

β)

την αγορά μέσων ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακών μέσων στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, με σκοπό την ανακεφαλαιοποίησή του σύμφωνα με την παράγραφο 13 στοιχείο β).»·

στ)

στην παράγραφο 7 στοιχείο α) οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

ζ)

στην παράγραφο 13 οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

12)

Στο άρθρο 31 παράγραφος 2, οι όροι «άρθρο 45 παράγραφοι 9 έως 13» αντικαθίστανται από τους όρους «άρθρο 45η».

13)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, η λέξη «12» αντικαθίσταται από τις λέξεις «12 έως 12ια».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 28 Δεκεμβρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 17.

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.

(4)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (ΕΕ L 184 της 8.7.2016, σ. 1).


ΟΔΗΓΙΕΣ

7.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/253


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) εκδόθηκαν για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008. Τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και έχουν καταστήσει τα ιδρύματα πιο ανθεκτικά σε ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Αν και εξαιρετικά ολοκληρωμένα, τα εν λόγω μέτρα δεν αντιμετώπισαν όλες τις διαπιστωθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τα ιδρύματα. Επιπλέον, ορισμένα από τα μέτρα που προτάθηκαν αρχικά υπέκειντο σε ρήτρες επανεξέτασης ή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερή ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή εφαρμογή τους.

(2)

Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες αποδείχτηκε ότι δεν ήταν επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, στάθηκαν ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες ή διαπιστώθηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς για ορισμένα ιδρύματα. Επίσης, περιλαμβάνει προσαρμογές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που απαιτούνται είτε μετά την έκδοση άλλων σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης, όπως η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), είτε με τις αλλαγές που προτείνονται παράλληλα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις ευθυγραμμίζουν καλύτερα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο με τις διεθνείς εξελίξεις, προκειμένου να προωθήσουν τη συνέπεια και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διάφορων δικαιοδοσιών.

(3)

Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών μπορούν να αποτελούν τις μητρικές επιχειρήσεις τραπεζικών ομίλων και απαιτείται η εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιρειών συμμετοχών. Καθώς το ίδρυμα που ελέγχεται από τις εν λόγω εταιρείες συμμετοχών δεν μπορεί πάντα να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση σε ολόκληρο τον όμιλο, είναι απαραίτητο ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υπαχθούν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής των εποπτικών εξουσιών δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προκειμένου να διασφαλίζεται συμμόρφωση σε ενοποιημένη βάση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδική διαδικασία έγκρισης και άμεσες εποπτικές εξουσίες επί ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εταιρείες συμμετοχών μπορούν να θεωρηθούν άμεσα υπεύθυνες για τη διασφάλιση της τήρησης των ενοποιημένων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, χωρίς να υπόκεινται σε ατομική βάση σε πρόσθετες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

(4)

Η έγκριση και η εποπτεία ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα ομίλων να αποφασίζουν, κατά την κρίση τους, σχετικά με τις ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου, ώστε να διασφαλίζουν την τήρηση των ενοποιημένων απαιτήσεων, και δεν θα πρέπει να εμποδίζει την άμεση εποπτική δράση για εκείνα τα ιδρύματα του ομίλου που δραστηριοποιούνται, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(5)

Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία συνεστήθη με σκοπό την κατοχή συμμετοχών σε επιχειρήσεις μπορεί να απαλλάσσεται από την απαίτηση έγκρισης. Μολονότι αναγνωρίζεται ότι απαλλασσόμενη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, δεν θα πρέπει να λαμβάνει διαχειριστικές, επιχειρησιακές ή οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του ομίλου οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την εν λόγω απαίτηση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις βάσει του εταιρικού δικαίου στο οποίο υπόκειται η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(6)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι επιφορτισμένη με τις κύριες αρμοδιότητες όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο η αρχή ενοποιημένης εποπτείας να συμμετέχει με τον ενδεδειγμένο τρόπο στην έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έγκριση θα πρέπει να χορηγείται με κοινή απόφαση των εν λόγω δύο αρχών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση του καθήκοντός της όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (7), θα πρέπει επίσης να ασκεί τα καθήκοντά της σε σχέση με την έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.

(7)

Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 για την αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016») αποκάλυψε ότι ορισμένες από τις αρχές της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δηλαδή οι απαιτήσεις για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα, όταν εφαρμόζονται σε μικρά ιδρύματα, είναι υπερβολικά επαχθείς και δυσανάλογες ως προς τα προληπτικά τους οφέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπίστωσε ότι το κόστος εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών υπερβαίνει τα προληπτικά τους οφέλη για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, δεδομένου ότι τέτοια επίπεδα μεταβλητών αποδοχών παράγουν μικρό ή μηδενικό κίνητρο ώστε το προσωπικό να αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Κατά συνέπεια, παρότι όλα τα ιδρύματα θα πρέπει γενικά να υποχρεούνται να εφαρμόζουν όλες τις αρχές προς όλους τους υπαλλήλους τους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν τα μικρά ιδρύματα και το προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τις αρχές για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(8)

Απαιτούνται σαφή, συνεκτικά και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εν λόγω μικρών ιδρυμάτων, καθώς και των χαμηλών επιπέδων μεταβλητών αποδοχών, ώστε να διασφαλιστεί η εποπτική σύγκλιση και να προωθηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων και η επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σκόπιμο να προσφερθεί κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη, ώστε να υιοθετούν πιο αυστηρή προσέγγιση σε περίπτωση που το κρίνουν αναγκαίο.

(9)

Η αρχή της ισότητας αμοιβής για άνδρες και γυναίκες για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας ορίζεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η αρχή αυτή είναι ανάγκη να εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο από τα ιδρύματα. Ως εκ τούτου, τα ιδρύματα θα πρέπει να ακολουθούν πολιτική αποδοχών που να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.

(10)

Ο στόχος των απαιτήσεων αποδοχών είναι να προαχθεί η ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων των ιδρυμάτων με την ευθυγράμμιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των ιδρυμάτων και των υπαλλήλων τους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου των ιδρυμάτων (πρόσωπα που αναλαμβάνουν σοβαρούς κινδύνους). Ταυτόχρονα, οι θυγατρικές που δεν είναι ιδρύματα και, συνεπώς, δεν υπόκεινται μεμονωμένα στην οδηγία 2013/36/ΕΕ ενδέχεται να υπόκεινται σε άλλες απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με τις σχετικές νομικές πράξεις που αφορούν ειδικά τον τομέα και οι οποίες θα πρέπει να επικρατούν. Ως εκ τούτου, κατά κανόνα, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τέτοιες θυγατρικές. Παρά ταύτα, προκειμένου να αποτραπεί πιθανό αρμπιτράζ, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τους υπαλλήλους που απασχολούνται σε θυγατρικές οι οποίες παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η διαχείριση χαρτοφυλακίου ή η εκτέλεση εντολών, όταν οι υπάλληλοι αυτοί έχουν λάβει εντολή, ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτή ενδέχεται να πάρει, να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες τους κατατάσσουν ως στελέχη που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους στο επίπεδο του τραπεζικού ομίλου. Οι εντολές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατ' εξουσιοδότηση άσκησης ή εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται ανάμεσα στη θυγατρική που απασχολεί τους υπαλλήλους και άλλο ίδρυμα του ίδιου ομίλου. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σε ενοποιημένη βάση σε μεγαλύτερο σύνολο θυγατρικών επιχειρήσεων και υπαλλήλων τους.

(11)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ απαιτεί η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, να αποτελείται από μια ισόρροπη αναλογία μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνάρτηση με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ή από μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, στην περίπτωση μη εισηγμένου ιδρύματος· και, ει δυνατόν, από εναλλακτικά μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η αρχή αυτή περιορίζει τη χρήση των μέσων που συνδέονται με μετοχές σε μη εισηγμένα ιδρύματα και απαιτεί από τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μετοχές. Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 διαπίστωσε ότι η χρήση των μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό διοικητικό φόρτο και δαπάνες για τα εισηγμένα ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ισοδύναμα οφέλη προληπτικής εποπτείας μπορούν να επιτευχθούν μέσω της παροχής της δυνατότητας στα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές τα οποία παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την αξία των μετοχών. Η δυνατότητα χρήσης των μέσων που συνδέονται με μετοχές θα πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί στα εισηγμένα ιδρύματα.

(12)

Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος, τη διάρθρωση και την εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Όταν διαφορετικά ιδρύματα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, παραδείγματος χάριν επειδή έχουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων ή είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζουν τη μεθοδολογία της διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης για την αποτύπωση των κοινών χαρακτηριστικών και κινδύνων των ιδρυμάτων με τα εν λόγω ίδια χαρακτηριστικά κινδύνου. Η προσαρμογή αυτή, ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ιδιαίτερους κινδύνους που επηρεάζουν το κάθε ίδρυμα, ούτε να αλλοιώνει τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων.

(13)

Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για το συνολικό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος και έχει σημασία για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δεδομένου ότι το επίπεδο της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται έχει αντίκτυπο στο σημείο ενεργοποίησης για την επιβολή περιορισμών επί των καταβολών μερισμάτων, πρόσθετων αμοιβών (bonus) και των πληρωμών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Θα πρέπει να δίνεται σαφής ορισμός των όρων υπό τους οποίους θα πρέπει να επιβάλλεται η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των κανόνων στο σύνολο των κρατών μελών και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(14)

Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ιδρύματος και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων μπορούν να επιβληθούν για την αντιμετώπιση κινδύνων ή στοιχείων κινδύνου που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μόνο στον βαθμό που κρίνεται αναγκαίο σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη κατάσταση ενός ιδρύματος. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να τοποθετούνται στη σχετική σειρά συσσώρευσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και κάτω από τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, όπως κρίνεται σκόπιμο. Ο ειδικός για κάθε ίδρυμα χαρακτήρας των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση τους ως εργαλείου για την αντιμετώπιση μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων με πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τους κινδύνους που αναλαμβάνουν τα επιμέρους ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος.

(15)

Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης αποτελεί μια παράλληλη απαίτηση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης θα πρέπει να προστεθούν στην απαίτηση ελάχιστου δείκτη μόχλευσης και όχι στην απαίτηση ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Επιπλέον, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιούν για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που αφορούν τον δείκτη μόχλευσης, ώστε να καλύψουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(16)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν σε ένα ίδρυμα υπό τη μορφή καθοδήγησης κάθε προσαρμογή του ποσού των κεφαλαίων που υπερβαίνει τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης την οποία αναμένουν από το εν λόγω ίδρυμα να τηρεί, ώστε να αντιμετωπίσει μελλοντικά σενάρια ακραίων καταστάσεων. Δεδομένου ότι η εν λόγω καθοδήγηση αποτελεί κεφαλαιακό στόχο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τοποθετείται πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τις σχετικές πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ανάλογα με την περίπτωση. Η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την ενεργοποίηση των περιορισμών της διανομής κερδών που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένου ότι η καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια αντικατοπτρίζει εποπτικές προσδοκίες, η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν θα πρέπει ούτε να καθορίζουν δεσμευτική υποχρέωση δημοσιοποίησης για την καθοδήγηση ούτε να απαγορεύουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν δημοσιοποίηση της καθοδήγησης. Όταν ένα ίδρυμα επανειλημμένα δεν ικανοποιεί τον κεφαλαιακό στόχο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει μέτρα εποπτείας και, κατά περίπτωση, να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

(17)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών συνδέονται με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη περίοδο εφαρμογής για τα ιδρύματα. Προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(18)

Προκειμένου να εναρμονίσει τον υπολογισμό του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, όταν τα εσωτερικά συστήματα των ιδρυμάτων για τη μέτρηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη τυποποιημένης μεθοδολογίας με σκοπό την αξιολόγηση του εν λόγω κινδύνου. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(19)

Προκειμένου να βελτιωθεί ο εντοπισμός από τις αρμόδιες αρχές των ιδρυμάτων εκείνων που ενδέχεται να υπόκεινται σε υπερβολικές ζημίες στις δραστηριότητές τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών λόγω των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η ΕΑΤ. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να διευκρινίζουν: τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών, τα οποία όλα τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των αλλαγών στην οικονομική αξία των μετοχών· τις κοινές παραδοχές που τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόσουν στα εσωτερικά τους συστήματα με σκοπό τον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών και όσον αφορά τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ανάγκης να οριστούν ειδικά κριτήρια για τον εντοπισμό των ιδρυμάτων για τα οποία ενδέχεται να δικαιολογούνται μέτρα εποπτείας μετά τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους που αποδίδονται σε μεταβολές των επιτοκίων· και τι σημαίνει «μεγάλη μείωση». Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(20)

Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει ουσιώδη σημασία για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ακεραιότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η αποκάλυψη ότι ένα ίδρυμα εμπλέκεται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ενδέχεται να επηρεάσει τη βιωσιμότητά του και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μαζί με τις αρχές και τους φορείς που έχουν επιφορτιστεί με τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο ρόλος των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την προληπτική εποπτεία είναι σημαντικός για τον εντοπισμό και τη διόρθωση αδυναμιών. Για τον λόγο αυτό, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν σταθερά τις πλευρές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στις σχετικές εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, των αξιολογήσεων της επάρκειας των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και μηχανισμών διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και των αξιολογήσεων της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, να ενημερώνουν δεόντως για τυχόν πορίσματα τις σχετικές αρχές και φορείς που είναι υπεύθυνα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να λαμβάνουν, όποτε κρίνεται σκόπιμο, μέτρα εποπτείας σύμφωνα με τις εξουσίες τους δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται με βάση τα πορίσματα από τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας, έγκρισης ή ελέγχου για τις οποίες είναι υπεύθυνες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές, καθώς και με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές και τους φορείς που είναι υπεύθυνα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(21)

Ένα από τα βασικά διδάγματα από την οικονομική κρίση στην Ένωση ήταν η ανάγκη ύπαρξης επαρκούς θεσμικού πλαισίου και πλαισίου πολιτικής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ανισορροπιών εντός της Ένωσης. Υπό το πρίσμα των τελευταίων θεσμικών εξελίξεων στην Ένωση, δικαιολογείται μια συνολική επανεξέταση του μακροπροληπτικού πλαισίου πολιτικής.

(22)

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στο εθνικό δίκαιο μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, όπως, ενδεικτικά, τα όρια δανείου-αξίας, τα όρια χρέους-εισοδήματος, τα όρια εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα και άλλα μέσα που αφορούν τα πιστοδοτικά κριτήρια.

(23)

Για να διασφαλιστεί ότι τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας αντικατοπτρίζουν σωστά τον κίνδυνο αυξημένης πιστωτικής επέκτασης που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος, τα ιδρύματα θα πρέπει να υπολογίζουν τα αποθέματα ασφαλείας ειδικά για το ίδρυμά τους ως σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας που ισχύουν στις χώρες στις οποίες βρίσκονται τα πιστωτικά τους ανοίγματα. Επομένως, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των επιπέδων πίστωσης και τυχόν αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεταβλητές που αφορούν κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(24)

Εκτός από απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από ορισμένα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, προκειμένου να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από την οδηγία 2013/36/ΕΕ, δηλαδή ο κίνδυνος διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων και σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα των εν λόγω ιδρυμάτων, όταν τα ιδρύματα παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

(25)

Είναι σημαντικό να εξορθολογιστεί ο μηχανισμός συντονισμού μεταξύ των αρχών, να διασφαλιστεί η σαφής οριοθέτηση των ευθυνών, να απλουστευθεί η ενεργοποίηση των μακροπροληπτικών μέσων πολιτικής και να διευρυνθεί η μακροπροληπτική εργαλειοθήκη, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν εγκαίρως και αποτελεσματικά τους συστημικούς κινδύνους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), που συστήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), αναμένεται να διαδραματίζει καίριο ρόλο στον συντονισμό των μακροπροληπτικών μέτρων, καθώς και στη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μακροπροληπτικά μέτρα στα κράτη μέλη, ιδίως μέσω της δημοσίευσης των εγκριθέντων μακροπροληπτικών μέτρων στον δικτυακό τόπο του και μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών μετά τις κοινοποιήσεις σχεδιαζόμενων μακροπροληπτικών μέτρων. Προκειμένου να διασφαλισθούν κατάλληλες λύσεις πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών, το ΕΣΣΚ αναμένεται να παρακολουθεί την επάρκεια και τη συνέπεια των μακροπροληπτικών πολιτικών των κρατών μελών, μεταξύ άλλων παρακολουθώντας αν τα εργαλεία χρησιμοποιούνται με συνέπεια και χωρίς αλληλεπικαλύψεις.

(26)

Οι σχετικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να στοχεύουν στην αποφυγή κάθε επαναληπτικής ή ασυνεπούς χρήσης μακροπροληπτικών μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ειδικότερα, οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δεόντως αν μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ παρουσιάζουν επανάληψη ή ασυνέπεια όσον αφορά άλλα ισχύοντα ή επικείμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 124, 164 ή 458 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(27)

Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν το επίπεδο ή τα επίπεδα εφαρμογής του αποθέματος ασφαλείας των άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), με βάση τη φύση και την κατανομή των κινδύνων που είναι εγγενείς στη δομή του ομίλου. Σε ορισμένες περιστάσεις, ενδεχομένως ενδείκνυται να επιβάλλει η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή απόθεμα ασφαλείας O-SII αποκλειστικά σε επίπεδο κάτω από το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης.

(28)

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία αξιολόγησης για τις παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS), οι διακρατικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις ενός ιδρύματος αποτελούν δείκτες της παγκόσμιας συστημικής σημασίας του και του αντικτύπου που μπορεί να έχει τυχόν χρεοκοπία του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Οι εν λόγω δείκτες αντικατοπτρίζουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες, για παράδειγμα σχετικά με τις μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς τον συντονισμό της εξυγίανσης των ιδρυμάτων με σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες. Η πρόοδος στο θέμα της κοινής προσέγγισης για την εξυγίανση που προκύπτει από την ενίσχυση του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και από τη δημιουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) έχει οδηγήσει σε σημαντική ανάπτυξη της ικανότητας ομαλής εξυγίανσης διασυνοριακών ομίλων στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας των αρμόδιων ή των εντεταλμένων αρχών για την άσκηση της εποπτικής τους κρίσης, θα πρέπει να οριστεί μια εναλλακτική βαθμολογία που να αντικατοπτρίζει την εν λόγω πρόοδο, ενώ οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω βαθμολογία κατά την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς αυτό να επηρεάζει τα στοιχεία που δόθηκαν στην BCBS για τον προσδιορισμό των διεθνών προτύπων αναφοράς. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινιστεί η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των παγκόσμιων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) με σκοπό την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων του ευρωπαϊκού ολοκληρωμένου πλαισίου εξυγίανσης υπό το πρίσμα του ΕΜΕ. Η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς της βαθμονόμησης του αποθέματος ασφαλείας G-SII. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(29)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ενίσχυση και η τελειοποίηση ήδη υφιστάμενων νομικών πράξεων της Ένωσης που διασφαλίζουν ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(30)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 όσον αφορά τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη έχουν δεσμευθεί να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς τους με ένα ή περισσότερα έγγραφα που εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και τα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(31)

Συνεπώς, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:

1)

την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στον βαθμό που ρυθμίζεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1),

2)

τις κεντρικές τράπεζες,

3)

τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,

4)

στη Δανία, το “Eksport Kredit Fonden”, το “Eksport Kredit Fonden A/S”, το “Danmarks Skibskredit A/S” και το “KommuneKredit”,

5)

στη Γερμανία, τις “Kreditanstalt für Wiederaufbau”, “Landwirtschaftliche Rentenbank”, “Bremer Aufbau-Bank GmbH”, “Hamburgische Investitions- und Förderbank”, “Investitionsbank Berlin”, “Investitionsbank des Landes Brandenburg”, “Investitionsbank Schleswig-Holstein”, “Investitions- und Förderbank Niedersachsen – NBank”, “Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz”, “Landeskreditbank Baden-Württemberg – Förderbank”, “LfA Förderbank Bayern”, “NRW.BANK”, “Saarländische Investitionskreditbank AG”, “Sächsische Aufbaubank – Förderbank”, “Thüringer Aufbaubank”, επιχειρήσεις οι οποίες αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του “Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz” ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς οι οποίοι, δυνάμει του εν λόγω νόμου, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,

6)

στην Εσθονία, τις “hoiu-laenuühistud”, που αναγνωρίζονται ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις βάσει του “hoiu-laenuühistu seadus”,

7)

στην Ιρλανδία, τη “Strategic Banking Corporation of Ireland”, τις “credit unions” και τις “friendly societies”,

8)

στην Ελλάδα, το “Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων”,

9)

στην Ισπανία, το “Instituto de Crédito Oficial”,

10)

στη Γαλλία, την “Caisse des dépôts et consignations”,

11)

στην Κροατία, τις “kreditne unije” και “Hrvatska banka za obnovu i razvitak”,

12)

στην Ιταλία, την “Cassa depositi e prestiti”,

13)

στη Λετονία, τις “krājaizdevu sabiedrības”, επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του “krājaizdevu sabiedrību likums” ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους,

14)

στη Λιθουανία, τις “kredito unijos” πέραν της “centrinės kredito unijos”,

15)

στην Ουγγαρία, την “MFB Magyar Fejlesztési Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság” και τη “Magyar Export-Import Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság”,

16)

στη Μάλτα, τη “Malta Development Bank”,

17)

στις Κάτω Χώρες, τη “Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV”, την “NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij”, την “NV Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering”, την “Ontwikkelingsmaatschappij Oost-Nederland NV” και τις “kredietunies”,

18)

στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την “Österreichische Kontrollbank AG”,

19)

στην Πολωνία, τη “Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kredytowe” και την “Bank Gospodarstwa Krajowego”,

20)

στην Πορτογαλία, τις “Caixas Económicas” που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση εκείνες που έχουν τη μορφή ανώνυμων εταιρειών, καθώς και την “Caixa Económica Montepio Geral”,

21)

στη Σλοβενία, τη “SID-Slovenska izvozna in razvojna banka, d.d. Ljubljana”,

22)

στη Φινλανδία, την “Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB” και τη “Finnvera Oyj/Finnvera Abp”,

23)

στη Σουηδία, τη “Svenska Skeppshypotekskassan”,

24)

στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη “National Savings and Investments (NS&I)”, τη “CDC Group plc”, την “Agricultural Mortgage Corporation Ltd”, τους “Crown Agents for overseas governments and administrations”, τις “credit unions” και τις “municipal banks”.

6.   Οι οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 1) και στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3.

(*1)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«60)   “αρχή εξυγίανσης”: η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2),

61)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή “G-SII”: G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 133) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

62)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ” ή “εκτός ΕΕ G-SII”: εκτός ΕΕ G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 134) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

63)   “όμιλος”: όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 138) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

64)   “όμιλος τρίτης χώρας”: όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα,

65)   “πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο”: πολιτική αποδοχών που βασίζεται στην ισότητα αμοιβής μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

(*2)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»·"

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις ή εποπτικές εξουσίες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον εν λόγω κανονισμό, οι όροι “ίδρυμα”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ” και “μητρική επιχείρηση” περιλαμβάνουν επίσης:

α)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α της παρούσας οδηγίας,

β)

καθορισμένα ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, εφόσον η οικεία μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, και

γ)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας.».

3)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αρχές, διαφορετικές από αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου η εν λόγω συνεργασία και διαβούλευση απαιτούνται από την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/59/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

4)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων του προγράμματος δραστηριοτήτων, της διαρθρωτικής οργάνωσης και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που προβλέπονται στο άρθρο 10,

β)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, δυνάμει του άρθρου 14, και»,

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, ώστε να ορίσει μια κοινή μεθοδολογία αξιολόγησης για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

5)

Στο άρθρο 9, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους εθνικούς νόμους που επιτρέπουν ρητά σε επιχειρήσεις πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

4.   Σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλάσσουν πιστωτικά ιδρύματα από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

6)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οργανωτική διάρθρωση και ρυθμίσεις διακυβέρνησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να συνοδεύονται οι αιτήσεις άδειας λειτουργίας από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου. Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης να συνοδεύονται οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1.

2.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός αν έχουν πειστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από το εν λόγω ίδρυμα.».

7)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24.».

8)

Στο άρθρο 18, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,».

9)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 21α

Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

1.   Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου,

β)

πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 121 περί της επάρκειας των διευθυντικών στελεχών,

γ)

πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 14 περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της,

δ)

την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου,

ε)

κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των εκτιμήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 22, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο.

3.   Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για:

i)

τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων,

ii)

την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου και

iii)

την επιβολή πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο,

β)

η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται. Για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως:

i)

η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,

ii)

η μετοχική δομή και

iii)

ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου,

γ)

αν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14 και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 121.

4.   Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές,

β)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως φορέας εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από τη σχετική αρχή εξυγίανσης βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

γ)

ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις,

δ)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,

ε)

δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4 εξακολουθητικά. Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

6.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

β)

έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, με την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72,

γ)

παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα,

δ)

καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση,

ε)

περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους,

στ)

απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα,

ζ)

απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

7.   Εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι οι όροι της παραγράφου 4 δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

8.   Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τις παραγράφους 6 και 7, στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι δύο αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, με πλήρη συνεννόηση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει αξιολόγηση για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7, κατά περίπτωση, την οποία και διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης.

Η κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την κοινή απόφαση στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

9.   Στην περίπτωση μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση. Εφόσον απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, οι διαφωνίες παραπέμπονται στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, δηλαδή την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), η οποία αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ ή την οδηγία 2009/138/ΕΚ.

10.   Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τετραμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τετραμήνου από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.

Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης. Η άρνηση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων της παραγράφου 6.

Άρθρο 21β

Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση

1.   Δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ένωση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:

α)

θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας ή

β)

θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης.

3.   Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση μπορεί να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από 40 δισεκατομμύρια EUR.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι το άθροισμα των ακολούθων:

α)

της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τον ατομικό ισολογισμό τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και

β)

της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4).

6.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία τους:

α)

επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας,

β)

επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν,

γ)

επωνυμία και είδος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.

7.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των ομίλων τρίτης χώρας που δραστηριοποιούνται στην Ένωση και της οικείας ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή των ενδιάμεσων ενωσιακών μητρικών επιχειρήσεων, κατά περίπτωση.

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,

β)

είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,

γ)

είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση ή

δ)

ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση κάτω από 40 δισεκατομμύρια EUR.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού ίση ή μεγαλύτερη από 40 δισεκατομμύρια EUR στις 27 Ιουνίου 2019 έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, αν ισχύει η παράγραφος 2, δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023.

9.   Έως τις 30 Δεκεμβρίου 2026 η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, επανεξετάζει τις απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:

α)

αν οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο είναι λειτουργικές, αναγκαίες και αναλογικές και αν θα ήταν καταλληλότερα άλλα μέτρα,

β)

αν οι απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο θα πρέπει να αναθεωρηθούν, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.

10.   Έως τις 28 Ιουνίου 2021, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή με θέμα την αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:

α)

κατά πόσον και σε ποιον βαθμό οι εποπτικές πρακτικές βάσει του εθνικού δικαίου για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας διαφέρουν ανάμεσα στα κράτη μέλη,

β)

κατά πόσον η διαφορετική αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ,

γ)

κατά πόσο θα ήταν απαραίτητο και σκόπιμο να εναρμονιστούν περαιτέρω τα εθνικά καθεστώτα για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, ιδίως όσον αφορά τα σημαντικά υποκαταστήματα τρίτης χώρας.

Αν κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις συστάσεις της ΕΑΤ.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48)."

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).»."

10)

Στο άρθρο 23 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,».

11)

Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να υποβάλλουν έκθεση τουλάχιστον ετησίως στις αρμόδιες αρχές με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του υποκαταστήματος το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος,

β)

πληροφορίες σχετικά με τα ρευστά διαθέσιμα του υποκαταστήματος, ιδίως τη διαθεσιμότητα των ρευστών διαθεσίμων σε νομίσματα των κρατών μελών,

γ)

τα ίδια κεφάλαια που είναι στη διάθεση του υποκαταστήματος,

δ)

τους μηχανισμούς προστασίας των καταθέσεων που είναι διαθέσιμοι στους καταθέτες στο υποκατάστημα,

ε)

τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των κινδύνων,

στ)

τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,

ζ)

τα σχέδια ανάκαμψης που καλύπτουν το υποκατάστημα και

η)

κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:

α)

όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων οι οποίες χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών,

β)

τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων με άδεια λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, βάσει των περιοδικών εκθέσεων,

γ)

επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, αναφέροντας το κράτος μέλος στο οποίο έχουν άδεια να λειτουργούν.»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα και οι αρμόδιες αρχές για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας συνεργάζονται στενά προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του ομίλου της εν λόγω τρίτης χώρας στην Ένωση υπόκεινται σε συνολική εποπτεία, να αποτρέψουν την παράβαση των απαιτήσεων που ισχύουν για τους ομίλους τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να εμποδίσουν κάθε αρνητική επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

Η ΕΑΤ διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, μεταξύ άλλων κατά την επαλήθευση της τήρησης του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 21β παράγραφος 4.».

12)

Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), αναφορικά με τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία, καθώς και μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών,

(*5)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»,"

β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«η)

αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.».

13)

Στο άρθρο 57 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη:»,

14)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 58α

Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό την επιφύλαξη των όρων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να διαβιβάζουν ή να ανταλλάσσουν ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:

α)

το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων για το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα,

β)

την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τους σκοπούς των μελετών ποσοτικών επιπτώσεων,

γ)

το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τους σκοπούς της οικείας λειτουργίας επιτήρησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο ύστερα από ρητό αίτημα του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή του,

β)

το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής του,

γ)

οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον αιτούντα φορέα,

δ)

οι πληροφορίες διαβιβάζονται ή γνωστοποιούνται αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων,

ε)

τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

3.   Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να διαβιβάζουν μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύνανται να ανταλλάσσουν άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της αρμόδιας αρχής.

4.   Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6).

(*6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»."

15)

Στο άρθρο 63 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.».

16)

Το άρθρο 64 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις αρμόδιες αρχές χορηγούνται όλες οι εποπτικές εξουσίες παρέμβασης στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων ιδίως του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 18, των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 18, 102, 104 και 105, καθώς και των εξουσιών λήψης των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 21α παράγραφος 6.»,

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των εποπτικών τους εξουσιών και των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.».

17)

Στο άρθρο 66 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

τη μη υποβολή αίτησης για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 21α ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.».

18)

Στο άρθρο 67 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιζ)

μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, έκτο ή έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.».

19)

Το άρθρο 74 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 74

Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης

1.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και τις προωθούν.

Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.

2.   Οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95.

3.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών για τα ιδρύματα.

Εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ εκδίδει έκθεση με θέμα την εφαρμογή ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τα ιδρύματα.».

20)

Στο άρθρο 75, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία ζ), η), θ) και ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν τα ιδρύματα σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.».

21)

Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 84

Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.

3.   Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από ίδρυμα να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτό το ίδρυμα για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά.

4.   Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μια τυποποιημένη μεθοδολογία που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον σκοπό της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία είναι κατ' ελάχιστον εξίσου συντηρητική με την τυποποιημένη μεθοδολογία.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τα κριτήρια για:

α)

την αξιολόγηση από το εσωτερικό σύστημα ιδρύματος των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

β)

την αναγνώριση, τη διαχείριση και τον μετριασμό εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,

γ)

την αξιολόγηση και την παρακολούθηση εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2,

δ)

τον καθορισμό των εσωτερικών συστημάτων που εφαρμόζονται από ιδρύματα για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και δεν είναι ικανοποιητικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 28 Ιουνίου 2020.».

22)

Στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.».

23)

Στο άρθρο 88 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών κατόπιν αιτήματος.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο “συνδεδεμένο μέρος” νοείται:

α)

σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,

β)

εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού οργάνου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων διοικητικών στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού οργάνου.».

24)

Στο άρθρο 89, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, εξετάζει κατά πόσο οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ) εξακολουθούν να είναι επαρκείς, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη προηγούμενες εκτιμήσεις επιπτώσεων, διεθνείς συμφωνίες και νομοθετικές εξελίξεις στην Ένωση, και κατά πόσο μπορούν να προστεθούν περαιτέρω σχετικές απαιτήσεις για πληροφορίες στην παράγραφο 1.

Έως τις 30 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή, βάσει της διαβούλευσης με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.».

25)

Το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8.

Όταν μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό όργανο. Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχουν βάσιμους λόγους να εικάζουν ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα.»,

β)

οι παράγραφοι 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Το διοικητικό όργανο διαθέτει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.

8.   Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να εκτιμά και να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.»,

γ)

στην παράγραφο 12 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

τη συνεκτική εφαρμογή της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.».

26)

Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 διαγράφεται,

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών περί αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά τρόπο που ενδείκνυται για το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:»,

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

η πολιτική αποδοχών είναι πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο.»,

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος περιλαμβάνονται τουλάχιστον:

α)

όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη,

β)

τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες επί των λειτουργιών ελέγχου ή των σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων του ιδρύματος,

γ)

τα μέλη του προσωπικού που εδικαιούντο σημαντική αμοιβή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

οι αποδοχές του μέλους του προσωπικού είναι ίσες ή υψηλότερες από 500 000 EUR και ίσες ή υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές που παρέχονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος τα οποία αναφέρονται στο στοιχείο α),

ii)

το μέλος του προσωπικού ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα στο πλαίσιο σημαντικής επιχειρηματικής μονάδας και η δραστηριότητα αυτή ανήκει σε είδος που έχει σημαντικές επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας.».

27)

Το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ιβ) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας· ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα,»,

ii)

το στοιχείο ιγ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιγ)

η καταβολή σημαντικού μέρους και σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό ύψους τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού. Για τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ιδρυμάτων που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, η περίοδος αναβολής δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από πέντε έτη.

Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ' ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro-rata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60 %. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού που αφορά,»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις κατηγορίες των μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ιβ) σημείο ii).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου 2014.

Με σκοπό τον εντοπισμό των υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα κριτήρια που καθορίζουν τα ακόλουθα:

α)

διευθυντικές ευθύνες και λειτουργίες ελέγχου,

β)

σημαντική επιχειρηματική μονάδα και σημαντικό αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και

γ)

άλλες κατηγορίες προσωπικού που δεν αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 92 παράγραφος 3 και του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, συγκριτικά τόσο ουσιώδη όσο και ο αντίκτυπος των κατηγοριών προσωπικού που αναφέρονται στη συγκεκριμένη παράγραφο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) και στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου ιε) της εν λόγω παραγράφου δεν ισχύουν για:

α)

ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ίση ή μικρότερη από 5 δισεκατομμύρια EUR κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους,

β)

μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις 50 000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο α), ένα κράτος μέλος δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

το ίδρυμα σε σχέση με το οποίο το κράτος μέλος κάνει χρήση της παρούσας διάταξης δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, όταν το ανώτατο όριο αυξάνεται:

i)

το ίδρυμα πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) στοιχεία γ), δ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

ii)

το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα 15 δισεκατομμύρια EUR,

β)

ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, της εσωτερικής οργάνωσής του ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο β), ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές κάτω του ανώτατου ορίου και του μεριδίου που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο δεν υπόκεινται στην εξαίρεση που ορίζεται στο εν λόγω στοιχείο λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.

6.   Έως τις 28 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 3 έως 5 και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εφόσον είναι σκόπιμο.

7.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που διευκολύνουν την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4 και 5 και διασφαλίζουν τη συνεκτική εφαρμογή τους.».

28)

το άρθρο 97 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) διαγράφεται,

β)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ).»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να προσαρμόσουν τις μεθοδολογίες για την εφαρμογή της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδρύματα με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων. Οι εν λόγω εξατομικευμένες μεθοδολογίες μπορούν να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο καθώς και ποσοτικούς δείκτες, επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους μπορεί να εκτίθεται κάθε ίδρυμα και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 104.

Εφόσον οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνουν την ΕΑΤ. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αξιολογούνται παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και για να διασφαλίζεται η συνεκτική και αναλογική εφαρμογή μεθοδολογιών σε ολόκληρη την Ένωση που είναι προσαρμοσμένες σε παρόμοια ιδρύματα.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Όταν μια εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος, παρέχει στις αρμόδιες αρχές βάσιμους λόγους να εικάζουν ότι, σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή ή τον φορέα που εποπτεύει το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία. Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η αρμόδια αρχή και η αρχή ή ο φορέας που εποπτεύει το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει καταλλήλως μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

29)

Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο ι) διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο έλεγχος και η αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον η οικονομική αξία των μετοχών ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του οικείου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια,

β)

εφόσον ένα ίδρυμα αντιμετωπίσει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν εποπτικές εξουσίες όταν κρίνουν, βάσει του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ίδρυμα έναντι του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο “εποπτικές εξουσίες” νοούνται οι εξουσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 104 παράγραφος 1 ή η εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου, που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ιδρύματα στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 1.»,

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 5:

α)

τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) και τα δύο εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) που πρέπει να εφαρμόζονται στα επιτόκια για κάθε νόμισμα,

β)

υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, τις κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), οι οποίες περιορίζονται:

i)

στη μεταχείριση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

ii)

στη συμπερίληψη, σύνθεση και προεξόφληση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,

iii)

στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,

γ)

υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β), οι οποίες περιορίζονται:

i)

στη συμπερίληψη και τη σύνθεση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,

ii)

στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,

iii)

στην περίοδο κατά την οποία υπολογίζονται τα μελλοντικά καθαρά έσοδα από τόκους,

δ)

τι σημαίνει “μεγάλη μείωση” όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Η ΕΑΤ εκτιμά το ενδεχόμενο ένταξης περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (κίνδυνοι ΠΚΔ) στον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εκτίμηση της ΕΑΤ περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την ανάπτυξη ενιαίου ορισμού των κινδύνων ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης· οι κίνδυνοι μετάβασης περιλαμβάνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών,

β)

την ανάπτυξη κατάλληλων ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα· τέτοια κριτήρια περιλαμβάνουν διαδικασίες δοκιμής ακραίων καταστάσεων και αναλύσεις σεναρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ σε σενάρια διαφορετικής σοβαρότητας,

γ)

τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση και τη διαχείριση των κινδύνων ΠΚΔ,

δ)

τις μεθόδους και τα εργαλεία ανάλυσης για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στις δραστηριότητες δανειοδότησης και χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης των ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Ιουνίου 2021.

Με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσής της, η ΕΑΤ δύναται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για την ενιαία ένταξη των κινδύνων ΠΚΔ στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές.».

30)

Στο άρθρο 99 παράγραφος 2, το στοιχείο β) διαγράφεται.

31)

Το άρθρο 103 διαγράφεται.

32)

Το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφοι 4 και 5, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και του άρθρου 102 της παρούσας οδηγίας και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον την εξουσία:

α)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας,

β)

να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,

γ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή του, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

στ)

να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,

ζ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού των καθαρών εσόδων, όταν δεν συνάδουν με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ένα ίδρυμα σε μετόχους, μέλη ή κατόχους μέσων της πρόσθετης κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

ι)

να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τη ρευστότητα και τη μόχλευση,

ια)

να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού,

ιβ)

να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών στα ιδρύματα μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι αλληλεπικαλυπτόμενες.

Για τους σκοπούς των άρθρων 97 έως 102, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα ιδρύματα θεωρείται ως επαναληπτική εφόσον οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην αρμόδια αρχή ή μπορούν να παράγονται από την αρμόδια αρχή.

Η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ίδρυμα, εφόσον τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την αρμόδια αρχή από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παράγονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν διαφορετικά.»,

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

33)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 104α

Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα επιμέρους ίδρυμα:

α)

το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7),

β)

το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή στο άρθρο 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν ώστε να μπορούν να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος,

γ)

οι προσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,

δ)

η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

ε)

το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3,

στ)

άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένα ιδρύματα, οι οποίες θεωρεί η αρμόδια αρχή ότι προκαλούν σημαντικούς εποπτικούς προβληματισμούς.

Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την αρμόδια αρχή λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της εκτίμησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 73 πρώτο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ιδρύματος, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, μεταξύ άλλων:

α)

τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

β)

τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ίδρυμα του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

3.   Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1,

β)

τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στο στοιχείο α) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας,

γ)

της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.

5.   Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον παρέχοντας σαφή εικόνα για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

Άρθρο 104β

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

1.   Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 73, τα ιδρύματα καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ίδρυμα και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

Σύμφωνα με την εν λόγω επανεξέταση, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν για κάθε ίδρυμα το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνουν κατάλληλο.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα την καθοδήγησή τους ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 128 σημείο 6) της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ειδικά για κάθε ίδρυμα. Η καθοδήγηση μπορεί να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.

5.   Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 104α της παρούσας οδηγίας που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

6.   Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, όταν ένα ίδρυμα πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του τρίτου, τέταρτου και έβδομου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 141 ή 141β της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 104γ

Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3.

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).»."

34)

Στο άρθρο 105, το στοιχείο δ) διαγράφεται.

35)

Στο άρθρο 108, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

36)

Το άρθρο 109 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και ότι μπορούν να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία εφαρμόζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και οι εν λόγω θυγατρικές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παράγουν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τον τομέα τους σε ατομική βάση.

3.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τις θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία δεν ισχύουν αν το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.»,

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95 δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:

α)

θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης,

β)

θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπέκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.

5.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 92, 94 και 95 εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία σε ατομική βάση, εφόσον:

α)

η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και

β)

τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.

6.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 92, 94 και 95 σε ενοποιημένη βάση σε ευρύτερο φάσμα θυγατρικών επιχειρήσεων και στο προσωπικό τους.».

37)

Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 111

Καθορισμός της αρχής ενοποιημένης εποπτείας

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος ή το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στο κράτος μέλος ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.   Όταν το μητρικό ίδρυμα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το ίδρυμα σε ατομική βάση.

3.   Όταν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:

α)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα,

β)

την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ή

γ)

την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

4.   Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, από την παράγραφο 3 στοιχείο β) και από την παράγραφο 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο γ), όταν η αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά.

6.   Σε ειδικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόσουν, με κοινή συμφωνία, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4 και να αναθέσουν σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και της σχετικής σημασίας των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, ή της ανάγκης να εξασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή το ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, έχει δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές.

7.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στην παράγραφο 6.».

38)

Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 113

Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πράττουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

α)

την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και τα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση,

β)

τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 86 και όσων αφορούν την ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105,

γ)

οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3.

2.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:

α)

για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104α προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές,

β)

για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105,

γ)

για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104β.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.

3.   Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές. Αν, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού πιστωτικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

4.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

39)

Στο άρθρο 115, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.».

40)

Το άρθρο 116 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1, στο άρθρο 114 παράγραφος 1 και στο άρθρο 115 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των άρθρων 76 και 81 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»,

β)

στην παράγραφο 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α μπορεί να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.».

41)

Στο άρθρο 117, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Οι αρμόδιες αρχές, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2020, η ΕΑΤ δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, διευκρινίζοντας τον τρόπο της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές ομάδες και στο πλαίσιο του εντοπισμού σοβαρών παραβιάσεων των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.».

42)

Στο άρθρο 119, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 21α, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.».

43)

Στο άρθρο 120, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.».

44)

Στο άρθρο 125 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 111 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.».

45)

Στο άρθρο 128, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο:

«Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούνται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που προβλέπεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση άλλων κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και την καθοδήγηση που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται ένα εκ των στοιχείων της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ώστε να πληρούν άλλα εφαρμοστέα στοιχεία της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, ώστε να πληρούν τις βάσει κινδύνου συνιστώσες των απαιτήσεων των άρθρων 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των άρθρων 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.».

46)

Τα άρθρα 129 και 130 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 129

Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου

1.   Πέραν του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρείται για την εκπλήρωση οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (*8).

5.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 130

Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, ίσο με το συνολικό ποσό ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πολλαπλασιαζόμενο με τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 140 της παρούσας οδηγίας σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ.

5.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

(*8)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).»."

47)

Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον προσδιορισμό, σε ενοποιημένη βάση, των G-SII και, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, των άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία τους. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερες από μία αρχές.

Τα G-SII είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

ένας όμιλος με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή

β)

ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Τα Ο-SII μπορούν να αποτελούν είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ένα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

τις κατηγορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

β)

διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων του ομίλου σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9).

Κάθε κατηγορία έχει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά. Για τις κατηγορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, οι δείκτες πρέπει να είναι οι ίδιοι με εκείνους των αντίστοιχων δεικτών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Από την εφαρμογή πρόσθετης μεθοδολογίας προσδιορισμού προκύπτει πρόσθετη συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παραγράφου 1 που αξιολογείται, βάσει της οποίας οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές μπορούν να λάβουν ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 10 στοιχείο γ).

(*9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).»,"

γ)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως την 1η Ιανουαρίου 2015 σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των όρων εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σε σχέση με την εκτίμηση των O-SII. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τα διεθνή πλαίσια των εγχώριων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και τις ενωσιακές και τις εθνικές ιδιομορφίες.

Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ενδεδειγμένη μεθοδολογία σχεδιασμού και βαθμονόμησης των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII.»,

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να τηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII ύψους έως 3 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.»,

ε)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Με την επιφύλαξη της εξουσιοδότησης της Επιτροπής που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII υψηλότερο του 3 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας O-SII κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εντός τριών μηνών αφότου το ΕΣΣΚ προωθήσει τη σύμφωνα με την παράγραφο 7 γνωστοποίηση στην Επιτροπή, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά οι οποίες δημιουργούν ή θέτουν εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εγκρίνει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.»,

στ)

στην παράγραφο 7, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή ανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τρεις μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της αρμόδιας ή εντεταλμένης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 5α. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:»,

ζ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 133 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική G-SII ή O-SII που αποτελεί είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο O-SII δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα κατωτέρω:

α)

το άθροισμα του μεγαλύτερου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση και του 1 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

β)

3 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το ποσοστό που ενέκρινε η Επιτροπή να εφαρμοστεί στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 5α του παρόντος άρθρου.»,

η)

οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G-SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες βάσει της μεθοδολογίας προσδιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθούν την αρχή ότι υπάρχει σταθερή γραμμική αύξηση συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, με εξαίρεση την υποκατηγορία πέντε και οποιαδήποτε προστιθέμενη ανώτερη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “συστημική σημασία” νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της δυσχέρειας του G-SII στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G-SII ίσο με το 1 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται ανά βαθμίδα κατά 0,5 % τουλάχιστον του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

10.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9 και χρησιμοποιώντας τις υποκατηγορίες και τις οριακές βαθμολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 9, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί, κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης:

α)

να ανακατατάσσει ένα G-SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία,

β)

να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 που έχει συνολική βαθμολογία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτήν την υποκατηγορία ή σε ανώτερη υποκατηγορία, προσδιορίζοντάς την κατ' αυτό τον τρόπο ως G-SII,

γ)

λαμβάνοντας υπόψη τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, επί τη βάσει της πρόσθετης συνολικής βαθμολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2α, να ανακατατάσσει ένα G-SII από ανώτερη υποκατηγορία σε κατώτερη υποκατηγορία.»,

θ)

η παράγραφος 11 διαγράφεται,

ι)

η παράγραφος 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τις επωνυμίες των G-SII και O-SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII. Η γνωστοποίηση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση για την άσκηση ή μη εποπτικής κρίσης σύμφωνα με την παράγραφο 10 στοιχεία α), β) και γ). Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις στην Επιτροπή και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση και δημοσιοποιεί τις επωνυμίες τους. Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII.

Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο σχετικό συστημικώς σημαντικό ίδρυμα και στο ΕΣΣΚ, το οποίο διαβιβάζει τα αποτελέσματα στην Επιτροπή και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.»,

ια)

η παράγραφος 13 διαγράφεται,

ιβ)

οι παράγραφοι 14 και 15 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.   Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας G-SII και απόθεμα ασφαλείας O-SII, εφαρμόζεται το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.

15.   Όταν ένα ίδρυμα υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 133, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας O-SII ή το απόθεμα ασφαλείας G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο

Όταν το άθροισμα του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 133 παράγραφος 10, 11 ή 12 και του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας O-SII ή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII στο οποίο υπόκειται το ίδιο ίδρυμα είναι υψηλότερο του 5 %, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου.»,

ιγ)

οι παράγραφοι 16 και 17 διαγράφονται·

ιδ)

η παράγραφος 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τις μεθοδολογίες σύμφωνα με τις οποίες η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή προσδιορίζει ίδρυμα ή όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ως G-SII και να ορίσει τη μεθοδολογία καθορισμού των υποκατηγοριών και κατάταξης των G-SII στις υποκατηγορίες με βάση τη συστημική τους σημασία, λαμβανομένων υπόψη διεθνώς συμφωνηθέντων προτύπων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

48)

Το άρθρο 132 διαγράφεται.

49)

Τα άρθρα 133 και 134 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 133

Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να εισαγάγει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα σε όλα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από τα άρθρα 130 και 131 της παρούσας οδηγίας, κατά την έννοια κινδύνου διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ως εξής:

Formula

όπου:

BSR = το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

rT = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος,

ET = το συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

i= ο δείκτης που δηλώνει το υποσύνολο των ανοιγμάτων και αναφέρεται στην παράγραφο 5,

ri = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο του υποσυνόλου ανοιγμάτων i και

Ei = το ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος για το υποσύνολο ανοιγμάτων i υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό των ανοιγμάτων και των υποσυνόλων ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η σχετική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον τίτλο II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται στα εξής:

α)

όλα τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα,

β)

τα ακόλουθα τομεακά ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα:

i)

όλα τα ανοίγματα λιανικής σε φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με ακίνητα προοριζόμενα για κατοικία,

ii)

όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε εμπορική ακίνητη περιουσία,

iii)

όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο ii),

iv)

όλα τα ανοίγματα σε φυσικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο i),

γ)

όλα τα ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 και 15,

δ)

τα τομεακά ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, με μόνο σκοπό την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας που έχει οριστεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134,

ε)

ανοίγματα σε τρίτες χώρες,

στ)

υποτομείς κάθε μιας από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που προσδιορίζονται στο στοιχείο β).

6.   Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως τις 30 Ιουνίου 2020, σχετικά με τους ενδεδειγμένους υποτομείς ανοιγμάτων στους οποίους η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή δύναται να εφαρμόζει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το στοιχείο στ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

7.   Ένα απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου όλων των ιδρυμάτων ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για τα οποία είναι αρμόδιες οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5 %. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα ιδρυμάτων και ανοιγμάτων. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν αντιμετωπίζει κινδύνους που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131.

8.   Η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:

α)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

β)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται από την αρμόδια αρχή ή την εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ανά διετία,

γ)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131.

9.   Η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 13. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών χωρίς καθυστέρηση.

Όταν το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί επίσης τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

Όταν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί επίσης το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών.

Οι εν λόγω ειδοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:

α)

τους μακροπροληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους στο κράτος μέλος,

β)

τους λόγους για τους οποίους η διάσταση των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ότι είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,

δ)

εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,

ε)

το ποσοστό ή τα ποσοστά του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, προτίθεται να επιβάλει και τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζονται τα ποσοστά και τα ιδρύματα που υπόκεινται στα ποσοστά αυτά,

στ)

όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα, έκθεση των λόγων για τους οποίους η αρχή θεωρεί ότι το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν επικαλύπτει τη λειτουργία του αποθέματος ασφαλείας O-SII που προβλέπεται στο άρθρο 131.

Σε περίπτωση που η απόφαση να καθοριστεί ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου συνεπάγεται μείωση ή δεν συνεπάγεται αλλαγή σε σύγκριση με το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που είχε καθοριστεί προηγουμένως, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, συμμορφώνεται μόνο με την παρούσα παράγραφο.

10.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφο 9 ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 13.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για το όριο του 3 %.

11.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % και έως 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 γνωμοδότηση της Επιτροπής. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης.

Όταν η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.

Όταν ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 σύσταση από την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ.

Η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ παρέχουν το καθένα τις οικείες συστάσεις εντός έξι μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης.

Όταν οι αρχές της θυγατρικής και της μητρικής διαφωνούν ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.

12.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ζητεί την έγκριση της Επιτροπής πριν από την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνώμη στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλούν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εκδίδει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.

13.   Κάθε αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ανακοινώνει τον καθορισμό ή τον ανακαθορισμό ενός ή περισσότερων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση σε κατάλληλο ιστότοπο. Η εν λόγω δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

β)

τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

δ)

αιτιολόγηση για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

ε)

την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και

στ)

τα ονόματα των χωρών στις οποίες τα ανοίγματα στις εν λόγω χώρες αναγνωρίζονται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Όταν η αιτιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι εν λόγω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στη δημοσίευση.

14.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Αν η εφαρμογή των περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό το πρίσμα του οικείου συστημικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 64.

15.   Αν η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα ανοίγματα εντός της Ένωσης, εκτός αν το απόθεμα ασφαλείας καθορίζεται προκειμένου να αναγνωριστεί το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που έχει καθορίσει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134.

Άρθρο 134

Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Άλλα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 και να εφαρμόζουν το εν λόγω ποσοστό στα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για ανοίγματα στο κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό.

2.   Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ειδοποιούν το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί αμελλητί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και το κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβάνει υπόψη του τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος μέλος το οποίο έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφοι 9 και 13.

4.   Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δύναται να είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 133, υπό τον όρο ότι τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν διαφορετικούς κινδύνους. Όταν τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους, εφαρμόζεται μόνο το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.

5.   Το κράτος μέλος που καθορίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133 της παρούσας οδηγίας δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.».

50)

Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε εντεταλμένη αρχή αξιολογεί τη σοβαρότητα του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το οικείο κράτος μέλος ανά τρίμηνο και καθορίζει ή προσαρμόζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Όταν πράττει τα ανωτέρω, κάθε εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη τα εξής:»,

β)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Κάθε εντεταλμένη αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανά τρίμηνο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,

β)

τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,

γ)

τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,

δ)

αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

ε)

όταν αυξάνεται το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τον σκοπό υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

στ)

όταν η ημερομηνία του στοιχείου ε) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της δημοσίευσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,

ζ)

όταν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου,

Οι εντεταλμένες αρχές προβαίνουν σε όλες τις εύλογες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της δημοσίευσης.

Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ κάθε αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ζ). Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.».

51)

Στο άρθρο 141, οι παράγραφοι 1 έως 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ίδρυμα που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών του κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

2.   Ένα ίδρυμα που δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (“ΜΔΠ”) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή.

Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

α)

σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

β)

σε δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε σε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε όσο το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας, ή

γ)

σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

3.   Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, δεν διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ).

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

α)

οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

πλέον

β)

οποιαδήποτε κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.

6.   Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

α)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,

β)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,

γ)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,

δ)

όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου:

Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.».

52)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 141α

Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας

Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,

β)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,

γ)

του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 141β

Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

1.   Ίδρυμα που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης κατά το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το οικείο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης.

2.   Ίδρυμα που δεν ικανοποιεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης (Μ-ΜΔΠ) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή.

Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:

α)

σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

β)

στη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε στην καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας, ή

γ)

σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.

3.   Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, δεν διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ).

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που προσδιορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το Μ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

α)

τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

πλέον

β)

τυχόν τα κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.

6.   Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται από τα κράτη μέλη ως εξής:

α)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,

β)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,2,

γ)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,4,

δ)

όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου:

Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.

7.   Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται μόνο στις πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.

8.   Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 8, με εξαίρεση το στοιχείο α) σημείο iii) αυτής, και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

9.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να αποδεικνύουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή εάν τους ζητείται.

10.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 10.

Άρθρο 141γ

Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

Ένα ίδρυμα πρέπει να θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 141β της παρούσας οδηγίας, εφόσον δεν διαθέτει κεφάλαιο της κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

53)

Στο άρθρο 142 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην αρμόδια αρχή το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών αφότου διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις 10 ημέρες.».

54)

Στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 97, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 97 παράγραφος 4,».

55)

Το άρθρο 146 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 146

Εκτελεστικές πράξεις

Σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2, η τροποποίηση του ύψους του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις εγκρίνεται με εκτελεστική πράξη.».

56)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο μετά το άρθρο 159:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Α

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών

Άρθρο 159α

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υφίστανται ήδη στις 27 Ιουνίου 2019 υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α έως τις 28 Ιουνίου 2021. Εάν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως τις 28 Ιουνίου 2021, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6.

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που τους ανατίθενται μέσω της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.».

57)

Στο άρθρο 161, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία ι) και ιβ) και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.».

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020, τα αναγκαία μέτρα για συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με αυτά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 29 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημείο 21) και στο άρθρο 1 σημείο 29) στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 84 και το άρθρο 98 παράγραφοι 5 και 5α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από τις 28 Ιουνίου 2021, οι δε διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημεία 52) και 53) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 141β και 141γ και το άρθρο 142 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(11)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


7.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/296


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/879 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 9 Νοεμβρίου 2015 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δημοσίευσε το έγγραφο με τους όρους λειτουργίας (Term Sheet) της TLAC (συνολική ικανότητα απορρόφησης ζημιών) («πρότυπο TLAC»), το οποίο εγκρίθηκε από την G-20 τον Νοέμβριο του 2015. Ο στόχος του προτύπου TLAC είναι να εξασφαλισθεί ότι οι παγκόσμιες συστημικά σημαντικές τράπεζες, που στο πλαίσιο της Ένωσης αναφέρονται ως παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα («G-SII»), διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης ώστε, κατά την εξυγίανση και αμέσως κατόπιν, τα εν λόγω ιδρύματα να μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούν κρίσιμες λειτουργίες χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή (δημόσιους πόρους), ή η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στην ανακοίνωσή της τής 24ης Νοεμβρίου 2015«Προς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης» η Επιτροπή δεσμεύτηκε να υποβάλει νομοθετική πρόταση έως το τέλος του 2016 η οποία θα επέτρεπε την εφαρμογή στο ενωσιακό δίκαιο του προτύπου TLAC μέχρι τη διεθνώς συμφωνηθείσα προθεσμία του 2019.

(2)

Για την εφαρμογή του προτύπου TLAC στο ενωσιακό δίκαιο χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL») για κάθε ίδρυμα, που εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων («ιδρύματα») που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση, καθώς και σε κάθε άλλη οντότητα, όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) («οντότητες»). Καθώς το πρότυπο TLAC και οι MREL επιδιώκουν τον ίδιο στόχο της εξασφάλισης ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση έχουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, οι δύο απαιτήσεις θα πρέπει να αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ενός κοινού πλαισίου.

Από λειτουργικής πλευράς, το εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο του προτύπου TLAC των G-SII («ελάχιστη απαίτηση TLAC») θα πρέπει να εισαχθεί στη νομοθεσία της Ένωσης μέσω τροποποιήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (5), ενώ η ειδική προσαύξηση ανά ίδρυμα για τα G-SII και η ειδική απαίτηση ανά ίδρυμα για τα μη G-SII, η οποία αναφέρεται ως MREL, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με στοχευμένες τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Οι διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όπως τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία περί της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των ιδρυμάτων και οντοτήτων, θα πρέπει να κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(3)

Η απουσία εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων όσον αφορά την εφαρμογή του προτύπου TLAC στην Ένωση δημιουργεί πρόσθετες δαπάνες και έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τα ιδρύματα και καθιστά δυσκολότερη την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τα διασυνοριακά ιδρύματα και οντότητες. Η έλλειψη εναρμονισμένων κανόνων της Ένωσης οδηγεί, επίσης, σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τα έξοδα συμμόρφωσης με τις ισχύουσες απαιτήσεις και το πρότυπο TLAC για τα ιδρύματα και τις οντότητες μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Είναι συνεπώς απαραίτητο να απομακρυνθούν αυτά τα εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την απουσία εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων σε σχέση με την εφαρμογή του προτύπου TLAC. Κατά συνέπεια, η κατάλληλη νομική βάση για την παρούσα οδηγία είναι το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(4)

Σύμφωνα με το πρότυπο TLAC, η οδηγία 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να αναγνωρίζει τόσο τη στρατηγική εξυγίανσης μοναδικού σημείου έναρξης (SPE), όσο και τη στρατηγική εξυγίανσης πολλαπλών σημείων έναρξης (MPE). Στο πλαίσιο της στρατηγικής εξυγίανσης SPE, μόνο μια οντότητα του ομίλου, συνήθως η μητρική, εξυγιαίνεται, ενώ άλλες οντότητες του ομίλου, συνήθως οι λειτουργικές θυγατρικές, δεν τίθενται σε καθεστώς εξυγίανσης, αλλά μεταφέρουν τις ζημιές και τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους στην υπό εξυγίανση οντότητα. Στο πλαίσιο της στρατηγικής εξυγίανσης MPE, ενδέχεται να εξυγιαίνονται περισσότερες από μία οντότητες του ομίλου. Ο σαφής προσδιορισμός των προς εξυγίανση οντοτήτων («οντότητες εξυγίανσης»), δηλαδή των οντοτήτων στις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν δράσεις εξυγίανσης, καθώς και των θυγατρικών που ανήκουν σε αυτές («όμιλοι εξυγίανσης») είναι σημαντικός για την αποτελεσματική εφαρμογή της επιθυμητής στρατηγικής εξυγίανσης. Ο εν λόγω προσδιορισμός έχει, επίσης, σημασία για τον καθορισμό του επιπέδου της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης ζημιών που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα και οι οντότητες. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να εισαχθούν οι έννοιες «οντότητα εξυγίανσης» και «όμιλος εξυγίανσης» και να τροποποιηθεί η οδηγία 2014/59/ΕΕ σχετικά με τον σχεδιασμό της εξυγίανσης ομίλου, προκειμένου να απαιτείται ρητά από τις αρχές εξυγίανσης να προσδιορίζουν τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης εντός ενός ομίλου και να λαμβάνουν υπόψη, με τον κατάλληλο τρόπο, τις συνέπειες κάθε σχεδιαζόμενης δράσης εντός του ομίλου, ώστε να εξασφαλιστεί την αποτελεσματική εξυγίανση του ομίλου.

(5)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, ώστε να διασφαλίζουν την ομαλή και ταχεία απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση, με ελάχιστο αντίκτυπο στους φορολογούμενους και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων με την ειδική για κάθε ίδρυμα MREL, όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(6)

Προκειμένου να εναρμονίζονται οι παρονομαστές που μετρούν την ικανότητα των ιδρυμάτων και οντοτήτων για απορρόφηση ζημιών και ανακεφαλαιοποίηση με εκείνους που προβλέπονται στο πρότυπο TLAC, οι MREL θα πρέπει να εκφράζονται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο και του μέτρου συνολικού ανοίγματος του σχετικού ιδρύματος ή οντότητας και τα ιδρύματα ή οι οντότητες θα πρέπει να πληρούν ταυτόχρονα τα επίπεδα που προκύπτουν από τις δύο μετρήσεις.

(7)

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την έκδοση των μέσων και να δημιουργηθεί βεβαιότητα όσον αφορά τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας, είναι απαραίτητο για τις αγορές να καταστεί εγκαίρως σαφές ποια κριτήρια επιλεξιμότητας απαιτούνται για την αναγνώριση των μέσων ως επιλέξιμων υποχρεώσεων TLAC ή MREL.

(8)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τα ιδρύματα και τις οντότητες που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση, μεταξύ άλλων σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις για την απαίτηση MREL θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται στενά με αυτά που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για την ελάχιστη απαίτηση TLAC, με την επιφύλαξη ωστόσο των συμπληρωματικών προσαρμογών και των απαιτήσεων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, ορισμένοι χρεωστικοί τίτλοι με ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο, όπως ορισμένα δομημένα αξιόγραφα, θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για τις MREL στον βαθμό που διαθέτουν προκαθορισμένο ή αυξανόμενο ποσό κεφαλαίου πληρωτέο κατά τη λήξη που είναι γνωστό εκ των προτέρων, ενώ μόνο ένα συμπληρωματικό ποσοστό κέρδους συνδέεται με το εν λόγω παράγωγο στοιχείο και εξαρτάται από την απόδοση περιουσιακού στοιχείου αναφοράς. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, οι εν λόγω χρεωστικοί τίτλοι αναμένεται να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό απορρόφησης ζημιών και δυνατότητα εύκολης αναδιάρθρωσης παθητικού κατά την εξυγίανση. Όταν ιδρύματα ή οντότητες κατέχουν ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει καθ' εαυτό να επηρεάζει τις αποφάσεις που αφορούν τον καθορισμό των MREL. Επιπλέον, τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύπτουν οποιοδήποτε μέρος των MREL με ίδια κεφάλαια.

(9)

Το φάσμα των υποχρεώσεων (στοιχείων παθητικού) που χρησιμοποιείται για την κάλυψη των MREL περιλαμβάνει, καταρχήν, όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών (υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης), εκτός εάν δεν πληρούν τα ειδικά κριτήρια επιλεξιμότητας που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Για τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων και οντοτήτων με την αποτελεσματική χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν να πληρούνται οι MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, ιδίως όπου υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι πιστωτές σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα ενδέχεται να υποστούν ζημίες κατά την εξυγίανση που θα υπερβαίνουν τις απώλειες που θα υφίσταντο υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούν την ανάγκη να υποχρεούνται τα ιδρύματα και οι οντότητες να καλύπτουν τις MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης όταν το ύψος των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα φτάνει ένα συγκεκριμένο όριο εντός κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει υποχρεώσεις επιλέξιμες για MREL. Τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να καλύπτουν τις MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι πιστωτές τους να υφίστανται ζημίες μεγαλύτερες εκείνων που θα υφίσταντο υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(10)

Κάθε μειωμένη εξοφλητική προτεραιότητα χρεωστικών τίτλων που απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης για τις MREL δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα κάλυψης, εν μέρει, της ελάχιστης απαίτησης TLAC με χρεωστικούς τίτλους μη μειωμένης εξασφάλισης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το πρότυπο TLAC. Για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SII ή τις οντότητες εξυγίανσης ομίλων εξυγίανσης με στοιχεία ενεργητικού άνω των 100 δισεκατομμυρίων EUR (τράπεζες ανώτατου επιπέδου) και για οντότητες εξυγίανσης ορισμένων μικρότερων ομίλων εξυγίανσης που θεωρείται πιθανό να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο σε ενδεχόμενο πτώχευσης, λαμβανομένων υπόψη της επικράτησης των καταθέσεων και της απουσίας χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης, της περιορισμένης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και της χρήσης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την κάλυψη των MREL, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν να καλύπτεται τμήμα των MREL ίσο με το επίπεδο της απορρόφησης ζημιών και της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που θεσπίζεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(11)

Κατόπιν αιτήματος οντότητας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να μειώνουν το τμήμα των MREL που απαιτείται να καλύπτει με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης έως ορίου που αντιστοιχεί στην αναλογία της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προς την ελάχιστη απαίτηση TLAC όπως προβλέπεται στον εν λόγω κανονισμό. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν την κάλυψη των MREL με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης στον βαθμό που το συνολικό επίπεδο της απαιτούμενης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων λόγω της υποχρέωσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων να συμμορφωθούν με τις ελάχιστες απαιτήσεις των TLAC, τις MREL και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν υπερβαίνει το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα: είτε το επίπεδο της απορρόφησης ζημιών και της ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία είτε στην τυποποιημένη μέθοδο που ορίζεται στην εν λόγω οδηγία που βασίζεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του Πυλώνα 1 και του Πυλώνα 2 και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(12)

Για συγκεκριμένες τράπεζες ανώτατου επιπέδου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, με την επιφύλαξη προϋποθέσεων που θα αξιολογούνται από την αρχή εξυγίανσης, να περιορίζουν το ύψος της ελάχιστης απαίτησης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας σε ορισμένο κατώτατο όριο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο κίνδυνο να επηρεαστεί δυσανάλογα το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των ιδρυμάτων. Ο περιορισμός αυτός δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα να επιβάλλεται απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας πέραν του ορίου αυτού μέσω της απαίτησης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας του πυλώνα 2, με την επιφύλαξη επίσης των προϋποθέσεων που ισχύουν για τον πυλώνα 2, βάσει εναλλακτικών κριτηρίων και συγκεκριμένα των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, του εφικτού και της αξιοπιστίας της στρατηγικής εξυγίανσης, ή της επικινδυνότητας του ιδρύματος.

(13)

Οι MREL θα πρέπει να επιτρέπουν την απορρόφηση από τα ιδρύματα και τις οντότητες των ζημιών που αναμένονται κατά την εξυγίανση ή στο σημείο της μη βιωσιμότητας, κατά περίπτωση, και την ανακεφαλαιοποίηση μετά την εφαρμογή των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, με βάση τη στρατηγική εξυγίανσης που έχουν επιλέξει, να αιτιολογούν δεόντως το επιβαλλόμενο επίπεδο των MREL και θα πρέπει να αναθεωρούν το επίπεδο αυτό χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να αντικατοπτρίζονται τυχόν αλλαγές στο ύψος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Ως εκ τούτου, το επιβαλλόμενο επίπεδο των MREL θα πρέπει να είναι το άθροισμα του ποσού των ζημιών που αναμένονται κατά την εξυγίανση, οι οποίες αντιστοιχούν στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή της οντότητας, και του ποσού της ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να ανταποκριθεί, μετά την εξυγίανση ή μετά την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής, στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που είναι αναγκαίες ώστε να της χορηγηθεί άδεια να ασκεί τις δραστηριότητές της σύμφωνα με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω τα ποσά της ανακεφαλαιοποίησης για κάθε αλλαγή που προκύπτει από τις δράσεις που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης.

(14)

Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να αυξάνει το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης για να εξασφαλίζεται επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο ίδρυμα ή την οντότητα μετά την εκτέλεση των ενεργειών που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης. Το αιτούμενο επίπεδο αποθέματος ασφάλειας της εμπιστοσύνης της αγοράς θα πρέπει να επιτρέπει στο ίδρυμα ή την οντότητα να εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας για επαρκές χρονικό διάστημα, μεταξύ άλλων, επιτρέποντας στο ίδρυμα ή την οντότητα να καλύπτει τις δαπάνες που συνδέονται με την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του μετά την εξυγίανση και να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς. Το απόθεμα ασφαλείας της εμπιστοσύνης της αγοράς θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να προσαρμόζουν προς τα κάτω το επίπεδο του αποθέματος ασφαλείας της εμπιστοσύνης της αγοράς αν ένα χαμηλότερο επίπεδο αρκεί για να διασφαλιστεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς ή προς τα πάνω στις περιπτώσεις που απαιτείται υψηλότερο επίπεδο για να διασφαλιστεί ότι, μετά τις δράσεις που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης, η οντότητα εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας για επαρκές χρονικό διάστημα, και διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς.

(15)

Σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής (8), οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν τη βάση επενδυτών των μέσων MREL των επιμέρους ιδρυμάτων ή οντοτήτων. Εάν σημαντικό μέρος των μέσων MREL ενός ιδρύματος ή οντότητας κατέχεται από ιδιώτες επενδυτές που ενδέχεται να μην έχουν λάβει κατάλληλη επισήμανση των σχετικών κινδύνων, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να συνιστά αυτό καθ' εαυτό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης. Επιπροσθέτως, εάν μεγάλο μέρος των μέσων MREL ενός ιδρύματος ή οντότητας κατέχεται από άλλα ιδρύματα ή οντότητες, οι συστημικές επιπλοκές μιας απομείωσης ή μετατροπής θα μπορούσαν να αποτελέσουν επίσης εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις στις οποίες μια αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης λόγω του μεγέθους και της φύσης συγκεκριμένης βάσης επενδυτών, θα πρέπει να είναι σε θέση να συστήσει σε ένα ίδρυμα ή οντότητα να αντιμετωπίσει το εν λόγω εμπόδιο.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν επενδύουν υπερβολικά σε συγκεκριμένους χρεωστικούς τίτλους που είναι επιλέξιμοι για τις MREL, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το ελάχιστο ονομαστικό ποσό αυτών των μέσων είναι σχετικά υψηλό ή ότι η επένδυση στα μέσα αυτά δεν αντιπροσωπεύει υπερβολικό ποσοστό του χαρτοφυλακίου του επενδυτή. Η απαίτηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε μέσα που εκδίδονται μετά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η απαίτηση αυτή δεν καλύπτεται επαρκώς στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και θα πρέπει, συνεπώς, να είναι εκτελεστή στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και δεν θα πρέπει να θίγει τους κανόνες προστασίας των επενδυτών που προβλέπονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ. Όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρχές εξυγίανσης εντοπίσουν στοιχεία σχετικά με πιθανές παραβάσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με τις αρχές δεοντολογίας της αγοράς για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Επιπροσθέτως, θα πρέπει επίσης να υπάρχει η δυνατότητα για τα κράτη μέλη να περιορίζουν περαιτέρω την εμπορία και πώληση ορισμένων μέσων σε ορισμένους επενδυτές.

(17)

Με σκοπό να ενισχύσουν τη δυνατότητα εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλουν ειδικές για κάθε ίδρυμα MREL για τα G-SII πέραν της ελάχιστης απαίτησης TLAC που θεσπίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι εν λόγω ειδικές MREL ανά ίδρυμα θα πρέπει να επιβάλλονται όταν η ελάχιστη απαίτηση TLAC δεν επαρκεί για την απορρόφηση ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση του G-SII σύμφωνα με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης.

(18)

Κατά τον καθορισμό του επιπέδου των MREL, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό της συστημικής σημασίας ενός ιδρύματος ή οντότητας και τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις της χρεοκοπίας του στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη για ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των G-SII και άλλων συγκρίσιμων ιδρυμάτων ή οντοτήτων με συστημική σημασία εντός της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι MREL των ιδρυμάτων ή οντοτήτων που δεν είναι G-SII αλλά των οποίων η συστημική σημασία εντός της Ένωσης είναι συγκρίσιμη με τη συστημική σημασία των G-SII, δεν θα πρέπει να αποκλίνουν δυσανάλογα από το επίπεδο και τη σύνθεση των MREL που κατά κανόνα καθορίζονται για τα G-SII.

(19)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ιδρύματα ή οι οντότητες που χαρακτηρίζονται ως οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να υπόκεινται στις MREL μόνο σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης. Αυτό σημαίνει ότι οι οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει, για την κάλυψη των MREL, να υποχρεούνται να εκδίδουν επιλέξιμους τίτλους και στοιχεία σε εξωτερικούς τρίτους δανειστές, που θα αποτελέσουν αντικείμενο διάσωσης με ίδια μέσα, στο ενδεχόμενο που η οντότητα εξυγίανσης τεθεί σε εξυγίανση.

(20)

Τα ιδρύματα ή οι οντότητες που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις MREL σε ατομικό επίπεδο. Οι ανάγκες για απορρόφηση ζημιών και ανακεφαλαιοποίηση των εν λόγω ιδρυμάτων ή οντοτήτων θα πρέπει κατά κανόνα να καλύπτονται από τις αντίστοιχες οντότητες εξυγίανσης μέσω της άμεσης ή έμμεσης απόκτησης από τις εν λόγω οντότητες εξυγίανσης μέσων ιδίων κεφαλαίων και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες, και μέσω της απομείωσης ή μετατροπής τους σε τίτλους ιδιοκτησίας όταν τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες δεν είναι πλέον βιώσιμα. Ως εκ τούτου, οι MREL που ισχύουν για τα ιδρύματα που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται από κοινού και με συνέπεια προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις οντότητες εξυγίανσης. Αυτό θα πρέπει να επιτρέπει στις αρχές εξυγίανσης να εξυγιαίνουν έναν όμιλο εξυγίανσης χωρίς να υπάγουν ορισμένες από τις θυγατρικές του οντότητες σε εξυγίανση, αποφεύγοντας έτσι δυνητικές διαταραχές στην αγορά. Η εφαρμογή των MREL σε ιδρύματα ή οντότητες που δεν αποτελούν οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να συμμορφώνεται με την επιλεγείσα στρατηγική εξυγίανσης και κυρίως δεν θα πρέπει να αλλοιώνει τη σχέση ιδιοκτησίας μεταξύ των ιδρυμάτων ή οντοτήτων και του ομίλου εξυγίανσής τους, αφότου τα εν λόγω ιδρύματα έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί.

(21)

Αν αμφότερες η οντότητα εξυγίανσης ή η μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να απαλλάσσει από την εφαρμογή των MREL που ισχύουν για θυγατρικές που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης ή να τους επιτρέπει να καλύπτουν τις MREL με εξασφαλισμένες εγγυήσεις μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της, επιλογή που ενεργοποιείται όταν πληρούνται οι χρονικές προϋποθέσεις, που είναι αντίστοιχες με εκείνες που επιτρέπουν την απομείωση ή τη μετατροπή των επιλέξιμων υποχρεώσεων. Οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση θα πρέπει να είναι άκρως ρευστοποιήσιμες και να έχουν ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο.

(22)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να προβλέπουν απαλλαγή από την εφαρμογή ορισμένων απαιτήσεων φερεγγυότητας και ρευστότητας για πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό («συνεταιριστικών δικτύων»), εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες τέτοιων συνεταιριστικών δικτύων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να απαλλάσσουν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα και τον κεντρικό οργανισμό από την εφαρμογή των MREL, που εφαρμόζεται υπό παρόμοιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στην περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος με τον κεντρικό οργανισμό. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τον κεντρικό οργανισμό ως σύνολο κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων για εξυγίανση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με την απαίτηση εξωτερικών MREL του ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου, με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης κάθε ομίλου, υπολογίζοντας τις επιλέξιμες υποχρεώσεις των οντοτήτων από τις οποίες, σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης, απαιτούν οι αρχές εξυγίανσης να εκδώσουν επιλέξιμα μέσα για τις MREL εκτός του ομίλου εξυγίανσης.

(23)

Για να εξασφαλιστεί κατάλληλο επίπεδο MREL για τους σκοπούς της εξυγίανσης, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τον καθορισμό του επιπέδου των MREL θα πρέπει να είναι η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ήτοι η αρχή εξυγίανσης της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης, και οι αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης. Τυχόν διαφορές μεταξύ των αρχών θα πρέπει να υπόκεινται στις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), υπό την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία.

(24)

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αντιμετωπίζουν δεόντως τυχόν παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης TLAC και των MREL. Δεδομένου ότι η παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, θα μπορούσε να αποτελεί εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης ιδρύματος ή ομίλου, οι υφιστάμενες διαδικασίες για την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης πρέπει να συντομευθούν προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τυχόν παραβιάσεις των απαιτήσεων. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα να τροποποιούν το προφίλ ληκτότητας των επιλέξιμων μέσων και στοιχείων, καθώς και να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν σχέδια, ώστε να αποκαθίσταται το επίπεδο των εν λόγω απαιτήσεων. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να απαγορεύουν ορισμένες διανομές, όταν εκτιμούν ότι ένα ίδρυμα ή μία οντότητα δεν πληροί τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όταν εξετάζονται επιπλέον των MREL.

(25)

Για να εξασφαλιστεί η διαφανής εφαρμογή των MREL, τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να υποβάλλουν εκθέσεις στις αρμόδιες αρχές και στις αρχές εξυγίανσης και να γνωστοποιούν τακτικά στο κοινό τις οικείες MREL, τα επίπεδα των επιλέξιμων υποχρεώσεων και υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού και τη σύνθεση των εν λόγω υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προφίλ ληκτότητας και κατάταξης σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Για ιδρύματα ή οντότητες που υπόκεινται στην ελάχιστη απαίτηση TLAC, θα πρέπει να υπάρχει συνοχή όσον αφορά τη συχνότητα της υποβολής εποπτικών εκθέσεων και δημοσιοποίηση των ειδικών MREL ανά ίδρυμα όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία με εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για την ελάχιστη απαίτηση TLAC. Ενώ οι συνολικές ή μερικές απαλλαγές από τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης για συγκεκριμένες οντότητες ή ιδρύματα θα πρέπει να επιτρέπονται σε ορισμένες περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι εν λόγω απαλλαγές δεν θα πρέπει να περιορίζουν τις εξουσίες των αρχών εξυγίανσης να ζητούν πληροφορίες για τους σκοπούς της άσκησης των καθηκόντων τους δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία.

(26)

Η απαίτηση να συμπεριληφθεί μια συμβατική αναγνώριση των αποτελεσμάτων του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε συμφωνίες ή σε μέσα που δημιουργούν υποχρεώσεις οι οποίες διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, θα πρέπει να διευκολύνει και να βελτιώνει τη διαδικασία διάσωσης με ίδια μέσα για τις εν λόγω υποχρεώσεις σε περίπτωση εξυγίανσης. Οι συμβατικές ρυθμίσεις, αν είναι ορθώς διατυπωμένες και ευρέως αποδεκτές, μπορούν να προσφέρουν μια πρακτική λύση σε περιπτώσεις διασυνοριακής εξυγίανσης μέχρι να εκπονηθεί κανονιστική προσέγγιση βάσει ενωσιακού δικαίου ή να αναπτυχθούν κίνητρα για την επιλογή δικαίου ενός κράτους μέλους για τη σύναψη συμβάσεων ή να εγκριθούν σε όλες τις δικαιοδοσίες τρίτων χωρών πλαίσια νομοθετικής αναγνώρισης για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική διασυνοριακή εξυγίανση. Ακόμη και μετά τη θέσπιση πλαισίων νομοθετικής αναγνώρισης, οι συμβατικές ρυθμίσεις για την αναγνώριση θα πρέπει να συμβάλουν στην ενίσχυση της ενημέρωσης των πιστωτών με συμβατικές ρυθμίσεις που δεν διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους σχετικά με πιθανή δράση εξυγίανσης όσον αφορά τα ιδρύματα ή τις οντότητες που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις, ωστόσο, όπου δεν είναι εφικτό για τα ιδρύματα ή οι οντότητες να περιλαμβάνουν τους εν λόγω συμβατικούς όρους σε συμφωνίες ή σε μέσα που δημιουργούν ορισμένες υποχρεώσεις, και ιδίως υποχρεώσεις που δεν εξαιρούνται από το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καλυπτόμενες καταθέσεις ή μέσα ιδίων κεφαλαίων.

Για παράδειγμα, υπό ορισμένες περιστάσεις, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ανέφικτη η συμπερίληψη ρητρών συμβατικής αναγνώρισης σε συμβάσεις δημιουργίας υποχρεώσεων σε περιπτώσεις που είναι παράνομη βάσει του δικαίου της τρίτης χώρας η συμπερίληψη από ίδρυμα ή οντότητα τέτοιων ρητρών σε συμφωνίες ή μέσα που δημιουργούν υποχρεώσεις οι οποίες διέπονται από το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα δεν έχει καμία εξουσία σε ατομικό επίπεδο να τροποποιήσει τους συμβατικούς όρους που επιβάλλονται από διεθνή πρωτόκολλα ή βασίζονται σε διεθνώς συμφωνημένους τυποποιημένους όρους ή όταν η υποχρέωση που θα υπόκειται στην απαίτηση συμβατικής αναγνώρισης εξαρτάται από την ύπαρξη παραβίασης της σύμβασης ή απορρέει από εγγυήσεις, αντεγγυήσεις ή άλλα μέσα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης του εμπορίου. Ωστόσο, η άρνηση του αντισυμβαλλομένου να συμφωνήσει να δεσμευτεί από συμβατική ρήτρα αναγνώρισης της διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να θεωρείται αφεαυτής ως αιτία αδυναμίας εφαρμογής. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς έγκριση από την Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για τον ακριβέστερο εντοπισμό των περιπτώσεων αδυναμίας εφαρμογής. Εφαρμόζοντας τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της οικείας αγοράς, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να προσδιορίζει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, κατηγορίες υποχρεώσεων, όπου ενδέχεται να υπάρχουν λόγοι αδυναμίας εφαρμογής. Στο εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να εναπόκειται σε ένα ίδρυμα ή μία οντότητα να αποφασίσει εάν η προσθήκη ρήτρας αναγνώρισης της διάσωσης με ίδια μέσα σε σύμβαση ή κατηγορία συμβάσεων δεν είναι εφικτή. Τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να παρέχουν τακτική ενημέρωση στις αρχές εξυγίανσης, να τις τηρούν ενήμερες σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται ως προς την εφαρμογή των συμβατικών όρων αναγνώρισης.

Στο πλαίσιο αυτό, τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να αναφέρουν τις συμβάσεις ή κατηγορίες συμβάσεων για τις οποίες η προσθήκη ρήτρας αναγνώρισης της διάσωσης με ίδια μέσα είναι ανέφικτη και να παραθέτουν σχετική αιτιολόγηση. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούν σε εύλογο χρονικό διάστημα την διαπίστωση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας ότι είναι ανέφικτο να συμπεριληφθούν ρήτρες συμβατικής αναγνώρισης σε συμβάσεις δημιουργίας υποχρεώσεων και να ενεργούν για την αντιμετώπιση τυχόν εσφαλμένων εκτιμήσεων και εμποδίων στην εξυγίανση ως αποτέλεσμα της μη συμπερίληψης ρητρών συμβατικής αναγνώρισης. Τα ιδρύματα και οι οντότητες θα πρέπει να μπορούν να αιτιολογήσουν την διαπίστωσή τους εφόσον τους ζητήσει σχετικά η αρχή εξυγίανσης. Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν επηρεάζεται η δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και οντοτήτων, οι υποχρεώσεις, για τις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι σχετικές συμβατικές διατάξεις, δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμες για τις MREL.

(27)

Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να ρυθμιστεί η εξουσία των αρχών εξυγίανσης να αναστέλλουν, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις των ιδρυμάτων και οντοτήτων. Ειδικότερα, θα πρέπει να είναι δυνατή η άσκηση από μια αρχή εξυγίανσης της εξουσίας αυτής πριν ένα ίδρυμα ή μία οντότητα τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, από τη στιγμή κατά την οποία διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή είναι πιθανό να πτωχεύσει, αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμο κανένα μέτρο του ιδιωτικού τομέα το οποίο, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, θα απέτρεπε την πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και η άσκηση της εν λόγω εξουσίας κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος ή της οντότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν την εξουσία αυτή, αν δεν κρίνουν ικανοποιητικό ένα προτεινόμενο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που είναι άμεσα διαθέσιμο. Η εξουσία αναστολής ορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων θα δώσει επίσης τη δυνατότητα στις αρχές εξυγίανσης να διαπιστώσουν κατά πόσον μια δράση εξυγίανσης εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, να επιλέξουν τα πλέον ενδεδειγμένα εργαλεία εξυγίανσης ή να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης. Η διάρκεια της αναστολής θα πρέπει να περιορίζεται σε δύο εργάσιμες ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Μέχρι το ανώτατο αυτό όριο, η αναστολή μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει και μετά τη λήψη απόφασης περί εξυγίανσης.

(28)

Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η εξουσία αναστολής ορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων κατά τρόπο αναλογικό, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και να προσδιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της αναστολής. Περαιτέρω, θα πρέπει να είναι σε θέση να εγκρίνουν ορισμένες πληρωμές – ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τις διοικητικές δαπάνες του σχετικού ιδρύματος ή οντότητας – κρίνοντας κατά περίπτωση. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η εφαρμογή της εξουσίας αναστολής για τις επιλέξιμες καταθέσεις. Ωστόσο, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούν προσεκτικά τη σκοπιμότητα της εφαρμογής της εν λόγω εξουσίας επί ορισμένων επιλέξιμων καταθέσεων, ιδίως καλυπτόμενων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, και να αξιολογούν τον κίνδυνο η εφαρμογή της αναστολής ως προς τις καταθέσεις αυτές να παρεμποδίσει σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Όταν η εξουσία αναστολής ορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων ασκείται σε σχέση με καλυπτόμενες καταθέσεις, οι καταθέσεις αυτές δεν θα πρέπει θεωρούνται μη διαθέσιμες για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, οι καταθέτες δεν θα αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ορίσουν ότι τους επιτρέπεται συγκεκριμένο ποσό αναλήψεων ανά ημέρα.

(29)

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να εξετάσουν, με βάση μεταξύ άλλων το σχέδιο εξυγίανσης για το ίδρυμα ή την οντότητα, τη δυνατότητα το ίδρυμα ή η οντότητα να μην τεθεί εν τέλει σε εξυγίανση αλλά να τεθεί υπό εκκαθάριση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να θεσπίσουν τις ρυθμίσεις που κρίνουν κατάλληλες, ώστε να επιτύχουν επαρκή συντονισμό μεταξύ των σχετικών εθνικών αρχών και να διασφαλίσουν ότι η αναστολή δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εκκαθάρισης.

(30)

Η εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται επί υποχρεώσεων έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ, έναντι κεντρικών τραπεζών, έναντι αδειοδοτημένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων ή έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ). Η οδηγία 98/26/ΕΚ περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μέσω της μείωσης της διαταραχής σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα εν λόγω μέσα προστασίας εφαρμόζονται κατάλληλα σε καταστάσεις κρίσης, ενώ παράλληλα διατηρείται η προσήκουσα βεβαιότητα για διαχειριστές των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, η οδηγία 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να προβλέπει ότι ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων, αναστολή υποχρέωσης βάσει του άρθρου 33α, ή ένα μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θα πρέπει καθαυτό να θεωρείται ότι αποτελεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγία 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι δυνάμει της σύμβασης ουσιαστικές υποχρεώσεις συνεχίζουν να εκπληρούνται. Ωστόσο, καμία διάταξη της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν θα πρέπει να θίγει τη λειτουργία ενός συστήματος που καθορίζεται στην οδηγία 98/26/ΕΚ ούτε το δικαίωμα επί της πρόσθετης ασφάλειας που κατοχυρώνεται από την εν λόγω οδηγία.

(31)

Μια βασική πτυχή της αποτελεσματικής εξυγίανσης είναι να διασφαλιστεί ότι, όταν τα ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ εισέρχονται σε διαδικασία εξυγίανσης, οι αντισυμβαλλόμενοι των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων δεν μπορούν να τερματίζουν τις θέσεις τους αποκλειστικά λόγω της έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων ή οντοτήτων. Επιπλέον, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αναστέλλουν υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης βάσει σύμβασης με ίδρυμα υπό εξυγίανση και θα πρέπει να περιορίζουν, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων για εκκαθάριση, επίσπευση ή καταγγελία με άλλον τρόπο των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων. Οι απαιτήσεις αυτές δεν εφαρμόζονται άμεσα στις συμβάσεις δικαίου τρίτης χώρας. Ελλείψει νομοθετικού πλαισίου διασυνοριακής αναγνώρισης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ να περιλαμβάνουν συμβατική ρήτρα στις σχετικές χρηματοπιστωτικές συμβάσεις με την οποία θα αναγνωρίζεται ότι η σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση των εξουσιών των αρχών εξυγίανσης να αναστέλλουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, να περιορίζουν την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας ή να προβαίνουν σε προσωρινή αναστολή δικαιωμάτων καταγγελίας και ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 68 ωσάν η χρηματοπιστωτική σύμβαση να διεπόταν από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να προβλέπεται, στο βαθμό που η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση να προστεθεί η συμβατική ρήτρα δεν ανακύπτει σε σχέση με τα άρθρα 33α, 69, 70 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, για παράδειγμα, στις συμβάσεις με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, δεδομένου ότι, όσον αφορά τις εν λόγω συμβάσεις, ακόμη και όταν αυτές διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, οι αρχές εξυγίανσης δεν έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα.

(32)

Η εξαίρεση συγκεκριμένων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή από τις εξουσίες αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων πληρωμής και παράδοσης, περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας ή προσωρινής αναστολής των δικαιωμάτων καταγγελίας όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να καλύπτει επίσης τις ευθύνες όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται από την ΕΑΚΑΑ.

(33)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συναντίληψη των όρων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες νομικές πράξεις, είναι σκόπιμο να ενσωματωθούν στην οδηγία 98/26/ΕΚ οι ορισμοί και οι έννοιες που εισήχθησαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), όσον αφορά τις έννοιες «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» ή «CCP» και «συμμετέχων».

(34)

Η οδηγία 98/26/ΕΚ περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή ιδρυμάτων και άλλων οντοτήτων σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μέσω της μείωσης της διαταραχής σε περίπτωση αφερεγγυότητας συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Η αιτιολογική σκέψη (7) της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εφαρμόζουν τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας στα ιδρύματα της χώρας τους που συμμετέχουν άμεσα σε συστήματα που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, αλλά και στην πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και τις δραστηριότητες παγκοσμίου επιπέδου ορισμένων συστημάτων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, καθώς και την αυξημένη συμμετοχή οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση σε συστήματα τέτοιου είδους, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τη δυνατότητα επιλογής που προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη (7) της εν λόγω οδηγίας και να εκτιμήσει την ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τα εν λόγω συστήματα.

(35)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή των εξουσιών μείωσης, απομείωσης ή μετατροπής στοιχείων ιδίων κεφαλαίων χωρίς να πληγούν οι εγγυήσεις των πιστωτών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων κατατάσσονται στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κάτω από οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης. Τα μέσα που έχουν μόνο εν μέρει αναγνωριστεί ως ίδια κεφάλαια θα πρέπει μολοντούτο να αντιμετωπίζονται ως απαιτήσεις που προκύπτουν από τα ίδια κεφάλαια για ολόκληρο το ποσό τους. Η μερική αναγνώριση μπορεί να προκύπτει, για παράδειγμα, από την εφαρμογή διατάξεων περί αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος, οι οποίες αίρουν εν μέρει την αναγνώριση ενός μέσου ή αποτελέσματος λόγω της εφαρμογής του χρονοδιαγράμματος εξόφλησης που προβλέπεται για τα μέσα της κατηγορίας 2 στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(36)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων όσον αφορά το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τα ιδρύματα και τις οντότητες, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(37)

Προκειμένου να δοθεί στα κράτη μέλη ο κατάλληλος χρόνος για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να έχουν δεκαοκτώ μήνες από την ημερομηνία έναρξης ς ισχύος της ώστε να το πράξουν. Ωστόσο, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τη δημοσιοποίηση θα πρέπει να εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2024, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες σε ολόκληρη την Ένωση διαθέτουν κατάλληλο χρονικό διάστημα για να επιτύχουν το απαιτούμενο επίπεδο των MREL με ομαλό τρόπο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 5) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5)

ως “θυγατρική” νοείται μία θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 7, 12, 17, 18, 45 έως 45ιγ, 59 έως 62, 91 και 92 της παρούσας οδηγίας στους ομίλους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρου 45ε παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας·

5α)

ως “σημαντική θυγατρική” νοείται μία σημαντική θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 135 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

β)

προστίθενται το ακόλουθο σημείο:

«68α)   “κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1”: το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

γ)

στο σημείο 70, ο όρος «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται από τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

δ)

το σημείο 71) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«71)   “υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού”: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

71α)   “επιλέξιμες υποχρεώσεις”: υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού που πληρούν, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους του άρθρου 45β ή του άρθρου 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, και τα μέσα της κατηγορίας 2 που πληρούν τους όρους του άρθρου 72α παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

71β)   “μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων”: τα μέσα που πληρούν όλους τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκτός από το άρθρο 72β παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού·»·

ε)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«83α)   “οντότητα εξυγίανσης”:

α)

νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 12, προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει μέτρα εξυγίανσης· ή

β)

ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για τον οποίο το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 10 της παρούσας οδηγίας προβλέπει δράση εξυγίανσης·

83β)   “όμιλος εξυγίανσης”:

α)

οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που δεν αποτελούν:

i)

οντότητες εξυγίανσης οι ίδιες ·

ii)

θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης· ή

iii)

οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης και οι θυγατρικές τους· ή

β)

πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και ο ίδιος ο κεντρικός οργανισμός όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή ο κεντρικός οργανισμός είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους·

83γ)   “παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή G-SII: ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο σημείο 133) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

στ)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«109)   “συνδυασμένη απαίτηση ασφάλειας αποθέματος”: η συνδυασμένη απαίτηση ασφάλειας αποθέματος όπως ορίζεται στο σημείο 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.».

2)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 6 προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Η επανεξέταση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διενεργείται μετά την υλοποίηση των δράσεων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 59.

Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στα στοιχεία ιε) και ιστ) της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.»·

β)

στην παράγραφο 7, τα στοιχεία ιε) και ιστ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιε)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45ε και 45στ, καθώς και προθεσμία επίτευξης του εν λόγω επιπέδου, σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ·

ιστ)

στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το άρθρο 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ.».

3)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης ομίλων. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά:

α)

τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης·

β)

τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ)

τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)· και

δ)

με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου VΙ, τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και είναι εγκατεστημένες εκτός της Ένωσης.

Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει για κάθε όμιλο τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.»·

β)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν για τις οντότητες εξυγίανσης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης σε σχέση με τις άλλες οντότητες του ομίλου που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα·

αα)

όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, παρουσιάζει δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων ως προς αμφότερα τα ακόλουθα:

i)

τις άλλες οντότητες του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

ii)

άλλους ομίλους εξυγίανσης·

β)

εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα εργαλεία εξυγίανσης μπορούν να εφαρμοστούν και οι εξουσίες εξυγίανσης να ασκηθούν κατά συντονισμένο τρόπο σε οντότητες εξυγίανσης εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς ολόκληρου του ομίλου από τρίτο μέρος, ή της αγοράς χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, ή ομίλων εξυγίανσης, και προσδιορίζει οποιαδήποτε δυνητικά εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση·»·

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις δεν αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και τις οποίες οι σχετικές αρχές εξυγίανσης σκοπεύουν να αναλάβουν, σε σχέση με τις οντότητες εντός κάθε ομίλου εξυγίανσης·».

4)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4, παρεμβάλλεται το εξής εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, ο προγραμματισμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο σημείο αα) του άρθρου 12 παράγραφος 3 συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.»·

β)

στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική και που διαφωνεί με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της. Καθεμία από τις μεμονωμένες αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης που διαφωνούν είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους της διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης και αρμόδιων αρχών. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.».

5)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί αν είναι εφικτό και αξιόπιστο για τις αρχές εξυγίανσης είτε να προβούν στην εκκαθάριση οντοτήτων του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν τον εν λόγω όμιλο με την εφαρμογή εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης που αφορά οντότητες εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, αποφεύγοντας παράλληλα στον μέγιστο δυνατό βαθμό οποιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου ή τα υποκαταστήματα, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, ακόμη και σε ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που εκτελούνται από τις εν λόγω οντότητες του ομίλου, στην περίπτωση που αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα εγκαίρως είτε με άλλα μέσα.

Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που ένας όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αξιολογούν τη δυνατότητα εξυγίανσης του κάθε ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πραγματοποιείται παράλληλα με την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου και διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του άρθρου 13.».

6)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 16α

Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

1.   Όταν μια οντότητα είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 141α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας αυτής έχει την εξουσία, σύμφωνα τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύσει σε μια οντότητα να διανέμει μεγαλύτερο ποσό από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (“M-MDA”) που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

προβαίνει σε διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β)

δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής αν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οντότητα δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

γ)

προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

Όταν μια οντότητα βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.

2.   Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

β)

την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

γ)

την προοπτική ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε εύλογο χρονικό διάστημα·

δ)

όταν η οντότητα αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο άρθρο 45β ή στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς·

ε)

αν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης της οντότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας οντότητας.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, εφόσον η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση εννέα μήνες μετά την κοινοποίησή της από την οντότητα, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

β)

η διαταραχή του στοιχείου α) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας ή αυξημένο κόστος για την οικονομική οντότητα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει την οντότητα να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

γ)

το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν παρατηρείται μόνο για την οικεία οντότητα, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

δ)

η διατάραξη του στοιχείου α) εμποδίζει την οικεία οντότητα από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκών για την αποκατάσταση της παράλειψης· ή

ε)

η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή της.

Κάθε μήνα η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Το 'M-MDA' υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6. Το 'M-MDA' μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1.

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 αποτελείται από:

α)

τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

συν

β)

τυχόν κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διατηρούνταν τα στοιχεία των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου.

6.   Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται ως εξής:

α)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0·

β)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2·

γ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4·

δ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6·

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου Qn = ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.».

7)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν, σύμφωνα με μια εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης οντότητας που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, μια αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως τη διαπίστωση αυτή στη σχετική οντότητα, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.»·

β)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1, η οντότητα προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

Η οντότητα, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η οντότητα συμμορφώνεται με το άρθρο 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

η οντότητα πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα σε κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 141α παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας· ή

β)

η οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας.

Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα που προτείνονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

4.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι τα μέτρα που προτείνει μια οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από την οντότητα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί εγγράφως τα εν λόγω μέτρα στην οντότητα, η οποία εντός ενός μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει με ποιον τρόπο τα μέτρα που πρότεινε η οντότητα δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή που παρουσιάζουν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας, στη σταθερότητά της και στην ικανότητά της να συμβάλλει στην οικονομία.»·

γ)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

στα στοιχεία α), β), δ), ε) ζ) και η) η λέξη «ίδρυμα» αντικαθίστανται από τη λέξη «οντότητα»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ηα)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

iii)

τα στοιχεία θ), ι) και ια) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«θ)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ·

ι)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδιαπραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου θα είναι εφαρμοστέα σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο·

ι α)

για τον σκοπό της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ, να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας:

i)

των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και

ii)

των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45β και στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α)·

ια)

στην περίπτωση που μια οντότητα είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτήσει από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο της οντότητας, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση της οντότητας και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου από την εφαρμογή των εργαλείων και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV.»·

δ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στη συγκεκριμένη οντότητα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της.».

8)

Στο άρθρο 18, οι παράγραφοι 1 έως 7 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, κατόπιν διαβούλευσης με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζουν την εκτίμηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 16 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και αποτελούν μέρος του ομίλου.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες τη διαβιβάζουν στις θυγατρικές που τελούν υπό την εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα. Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο, και επίσης όσον αφορά ομίλους εξυγίανσης όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης. Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την εκτίμηση του εν λόγω εμποδίου στην μητρική επιχείρηση της Ένωσης, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ιδρυμάτων της.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45ε και 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, καθώς και λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.

5.   Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης. Εάν η μητρική επιχείρηση της Ένωσης δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο.

Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο λαμβάνεται εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 δεύτερη παράγραφος στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

6α.   Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης της οικείας οντότητας εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.

Η απόφαση που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η απόφαση διαβιβάζεται στην οντότητα εξυγίανσης από τη σχετική αρχή εξυγίανσης.

Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, μια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

7.   Ελλείψει κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι θυγατρικές σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη σχετική θυγατρική και στην οντότητα εξυγίανσης της ίδιας ομάδας εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης της συγκεκριμένης οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.».

9)

Στο άρθρο 32 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), ή εποπτική δράση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 που έχει ληφθεί έναντι του ιδρύματος, δεν θα απέτρεπε την πτώχευση του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος·».

10)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 32α

Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μονίμως συνδεδεμένα με αυτόν και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

Άρθρο 32β

Διαδικασίες αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα και οντότητες που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τίθεται υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρονται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 για το οποίο ή την οποία η αρχή εξυγίανσης κρίνει μεν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), αλλά ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δεν θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με το στοιχείο γ) του άρθρου 32 παράγραφος 1.».

11)

Στο άρθρο 33, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

3.   Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χαρακτηρίζεται ως οντότητα εξυγίανσης και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δεν αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και παρά το γεγονός ότι μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αναλάβουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η οντότητα είναι οντότητα εξυγίανσης·

β)

μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οντότητας οι οποίες είναι ιδρύματα αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1·

γ)

τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των θυγατρικών που αναφέρονται στο στοιχείο β) είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευση των εν λόγω θυγατρικών να απειλεί τον όμιλο εξυγίανσης στο σύνολό του και να είναι αναγκαία δράση εξυγίανσης έναντι της οντότητας είτε για την εξυγίανση τέτοιου είδους θυγατρικών οι οποίες είναι ιδρύματα είτε για την εξυγίανση του σχετικού ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου.».

12)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 33α

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες απαντούν έγκαιρα, διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή είναι πιθανό να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β) που θα απέτρεπε την πτώχευση του ιδρύματος·

γ)

η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας· και

δ)

η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι είτε:

i)

αναγκαία προκειμένου να συναχθεί η διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ)· είτε

ii)

αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων δράσεων εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης.

2.   Η εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

α)

συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ·

β)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού·

γ)

Κεντρικών τραπεζών.

Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.

4.   Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ), και δεν διαρκεί δε σε καμία περίπτωση περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που δημοσιεύεται η κοινοποίηση αναστολής σύμφωνα με την παράγραφο 8 έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας.

Κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αναστολή παύει να ισχύει.

5.   Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και τους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες και τις εποπτικές και δικαστικές εξουσίες, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν ιδίως υπόψη τους την ενδεχόμενη εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή την οντότητα λόγω της διαπίστωσης του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και προβαίνουν στις ρυθμίσεις που κρίνουν κατάλληλες ώστε να εξασφαλίσουν τον κατάλληλο συντονισμό με τις εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

6.   Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

7.   Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) όταν ασκούν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.

Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση της εντολής ή της πράξης με την οποία αναστέλλονται οι υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, καθώς και των όρων και της χρονικής διάρκειας της αναστολής με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 4.

9.   Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων που περιέχονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών για την ανάθεση εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες πτωχεύουν ή ενδέχεται να πτωχεύσουν σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων τα οποία πρόκειται να εκκαθαριστούν στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας και υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στη σχετική εθνική νομοθεσία. Οι όροι που προβλέπονται στο παρόν άρθρο δεν θίγουν τους όρους που αφορούν αυτήν την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης.

10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία να αναστέλλει υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης, κατά τη διάρκεια της εξαίρεσης, να ασκεί την εξουσία να:

α)

περιορίζει τους ενέγγυους πιστωτές του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 70 παράγραφοι 2, 3 και 4· και

β)

αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 71 παράγραφοι 2 έως 8.

11.   Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α), μια αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει της παραγράφου 1 ή 10 του παρόντος άρθρου, και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 1, του άρθρου 70 παράγραφος 1 ή του άρθρου 71 παράγραφος 1 όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω οντότητα.».

13)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, ο όρος «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίσταται από τον όρο «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59»·

β)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

ο όρος «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίσταται από τον όρο «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59»·

ii)

στο στοιχείο δ) ο όρος «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται με τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

γ)

στις παραγράφους 5, 12 και 13, ο όρος «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίσταται από τον όρο «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59».

14)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, ο όρος «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίσταται από τον όρο «κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59»·

β)

στην παράγραφο 10 στοιχείο α) ο όρος «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται με τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

15)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«η)

υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται κάτω από τις κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τον σχετικό εθνικό νόμο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ο οποίος ισχύει κατά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο· σε περιπτώσεις όπου ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης εκτιμά κατά πόσον το ποσό των στοιχείων που πληρούν το άρθρο 45στ παράγραφος 2 είναι επαρκές ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.»·

iii)

στο πέμπτο εδάφιο, ο όρος «υποχρεώσεις επιλέξιμες για το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα» αντικαθίσταται από τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού»·

β)

στην παράγραφο 3 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο η) του παρόντος άρθρου θα πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των στοιχείων α) έως δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού τηρεί την αρχή του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει του παρόντος άρθρου και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει το ένα ή και τα δύο ακόλουθα:

α)

να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).»·

δ)

στο στοιχείο α) της παραγράφου 5, ο όρος «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται από τον όρο «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

16)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 44α

Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες πελάτες

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο πωλητής των επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το στοιχείο β) του άρθρου 72α παράγραφος 1 και τις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω κανονισμού, μπορεί να πωλεί μόνο τις εν λόγω υποχρεώσεις σε ιδιώτη πελάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πωλητής έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

ο πωλητής έχει πεισθεί, με βάση τον έλεγχο που αναφέρεται στο στοιχείο α), ότι οι επιλέξιμες υποχρεώσεις είναι κατάλληλες για τον εν λόγω ιδιώτη πελάτη·

γ)

ο πωλητής τεκμηριώνει την καταλληλότητα σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι όροι που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως γ) του εν λόγω εδαφίου εφαρμόζονται σε πωλητές άλλων μέσων που χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια ή υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού.

2.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω ιδιώτη πελάτη δεν υπερβαίνει, κατά τον χρόνο της αγοράς, τις 500 000 EUR, ο πωλητής διασφαλίζει, με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τον ιδιώτη πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 3, ότι κατά τη στιγμή της αγοράς πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το συνολικό ποσό που επενδύει ο ιδιώτης πελάτης δεν υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω πελάτη σε υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

το ποσό της αρχικής επένδυσης που επενδύθηκε σε ένα ή περισσότερα μέσα υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανέρχεται σε τουλάχιστον 10 000 EUR.

3.   Ο ιδιώτης πελάτης παρέχει στον πωλητή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του ιδιώτη πελάτη, περιλαμβανομένων τυχόν επενδύσεων σε υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του ιδιώτη πελάτη περιλαμβάνει καταθέσεις μετρητών και χρηματοπιστωτικά μέσα, αποκλειομένων όμως των τυχόν χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν δοθεί ως ασφάλεια.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελάχιστο ονομαστικό ποσό τουλάχιστον 50 000 EUR για τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς και τις πρακτικές του οικείου κράτους μέλους, καθώς και τα υφιστάμενα μέτρα προστασίας των καταναλωτών εντός της δικαιοδοσίας του εν λόγω κράτους μέλους.

6.   Όταν η αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε δεν υπερβαίνει τα 50 δισεκατομμύρια EUR, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζει μόνο την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

7.   Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το παρόν άρθρο σε υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 που έχουν εκδοθεί πριν από τις 28 Δεκεμβρίου 2020.».

17)

Το άρθρο 45 αντικαθίσταται από τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 45

Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται από το παρόν άρθρο και από τα άρθρα 45α έως 45θ και σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.

2.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45γ παράγραφος 3, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό:

α)

του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 45α

Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Παρά το άρθρο 45, οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν από την απαίτηση του άρθρου 45 παράγραφος 1 τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα ιδρύματα αυτά εκκαθαρίζονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που προορίζονται για τα εν λόγω ιδρύματα και εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 38, 40 ή 42, και

β)

οι εθνικές διαδικασίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.

2.   Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 45 παράγραφος 1 δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε παράγραφος 1.

Άρθρο 45β

Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης

1.   Οι υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων εξυγίανσης μόνον όταν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

άρθρο 72α·

β)

άρθρο 72β, με εξαίρεση το στοιχείο δ) της παραγράφου 2· και

γ)

άρθρο 72γ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όποτε η παρούσα οδηγία αναφέρεται στις απαιτήσεις του άρθρου 92α ή του άρθρου 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 72ια του εν λόγω κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5α του δεύτερου μέρους, τίτλος Ι του εν λόγω κανονισμού.

2.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα αξιόγραφα, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, με εξαίρεση το άρθρο 72α παράγραφος 2 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το βασικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από τον χρεωστικό τίτλο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου, μπορεί να αποτιμάται καθημερινά με αναφορά σε μια ενεργή, ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· ή

β)

το χρεωστικό μέσο περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη, και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.

Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή τους δεν υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 3.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα της υποχρέωσης που αντιστοιχεί στο βασικό ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου.

3.   Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην Ένωση, η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α)·

β)

η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή το άρθρο 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

γ)

οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν ποσό το οποίο ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο σημείο ii) μείον το ποσό που αναφέρεται στο σημείο i):

i)

το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β)·

ii)

το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 1.

4.   Με την επιφύλαξη της ελάχιστης απαίτησης του άρθρου 45γ παράγραφος 5 και του άρθρου 45δ παράγραφος 1 στοιχείο α), οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε ίσο με το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου (1-(X1/X2)) x 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6, με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης, ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 72β παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου, τηρουμένου του ορίου της αναλογίας της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού:

 

X1 = 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

 

X2 = το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα του 18 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και του ποσού της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5, η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου οδηγεί σε απαίτηση άνω του 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, για την οικεία οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε ποσό ίσο προς το 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν η αρχή εξυγίανσης έχει αξιολογήσει ότι:

α)

η πρόσβαση στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, και

β)

όταν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44 παράγραφος 5 ή παράγραφος 8, κατά περίπτωση.

Κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της οικείας οντότητα εξυγίανσης.

Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 6, το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται.

5.   Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SII ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε της παρούσας οδηγίας είτε έως το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας είτε έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο της παραγράφου 7, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης, ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στην εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3·

β)

υπάρχει κίνδυνος, μετά τη σχεδιαζόμενη εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που δεν εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3, οι πιστωτές απαιτήσεων που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

γ)

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3 ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον κίνδυνο που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 4, 5 και 7, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

Τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των παραγράφων 4, 5 και 7.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε της παρούσας οδηγίας ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 και στο άρθρο 45ε της παρούσας οδηγίας, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ:

α)

8 % του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ή,

β)

του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:

 

A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

 

B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

 

C = το ποσό που προκύπτει από την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

8.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) ή γ) του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου έως το όριο του 30 % του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 και για τις οποίες η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε:

Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από τις αρχές εξυγίανσης ως εξής:

α)

έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης στην προηγούμενη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης, και:

i)

δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, ή

ii)

τα διαπιστωθέντα ουσιαστικά εμπόδια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με καμία από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 και η άσκηση της εξουσίας της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης,

β)

η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι περιορισμένες η εφικτότητα και η αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της οντότητας, της αλληλεπίδρασης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής δομής, ή

γ)

η απαίτηση του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας, καθόσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται στο ανώτερο 20 % των ιδρυμάτων για τα οποία η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση του άρθρου 45 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.

Τα κράτη μέλη μπορούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού τραπεζικού τομέα τους, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του αριθμού των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 για τις οποίες η εθνική αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, να ορίζουν το ποσοστό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο σε επίπεδο άνω του 30 %.

9.   Μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ή 7.

Κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη:

α)

το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης της οντότητας εξυγίανσης την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση.

β)

το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 7 του παρόντος άρθρου·

γ)

τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από το στοιχείο δ) του άρθρου 72β παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

αν είναι σημαντικό σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3 και που, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις με την υψηλότερη κατάταξη. Εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό. Πάνω από το όριο αυτό, η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από τις αρχές εξυγίανσης·

ε)

το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης, καθώς τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία· και

στ)

τον αντίκτυπο του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.

Άρθρο 45γ

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης αναφορικά με την οντότητα εξυγίανσης συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

β)

την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση που εφαρμόζονταν σε αυτές το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα ή εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί σε επίπεδο που είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων ενδέχεται να εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, ή μπορούν να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορεί να αποκατασταθεί σε επίπεδο που είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας·

ε)

τον βαθμό στον οποίον η πτώχευση της οντότητας θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσης της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

2.   Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η δράση εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή η εξουσία απομείωσης και μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 να ασκείται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι:

α)

οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως (“απορρόφηση ζημιών”)·

β)

η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να διεκπεραιώνουν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης για ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος ('“ανακεφαλαιοποίηση”).

Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή στο πλαίσιο άλλων ισοδύναμων εθνικών διαδικασιών, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου.

Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

3.   Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης ·και

ii)

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και

β)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

ii)

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δια του μέτρου συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8.

Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:

α)

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

β)

κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Όταν εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 2 και το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8, μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1. παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ), όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8 και το άρθρο 101 παράγραφος 2, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία προσδιορίζουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι αρχές εξυγίανσης προκειμένου να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τις οντότητες εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, όπου ο όμιλος εξυγίανσης δεν υπόκειται αυτός καθ' εαυτόν στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των 100 δισεκατομμυρίων EUR, το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με:

α)

13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) και

β)

5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45β, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου φθάνουν το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το οποίο ισούται με 13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με 5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

6.   Μια αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και το οποίο ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των 100 δισεκατομμυρίων EUR και, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση πτώχευσής της.

Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη:

α)

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων, στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β)

την περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ)

το βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.

Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 45β παράγραφος 5.

7.   Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά την οντότητα · και

ii)

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσα οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και

β)

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άθροισμα:

i)

του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

ii)

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8.

Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:

α)

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

β)

κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στη σχετική οντότητα μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, η οντότητα μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Εφόσον εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) όσο και η πρόσβαση της σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 2 και το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8, μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όσο και η πρόσβαση της σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8 και το άρθρο 101 παράγραφος 2 για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

8.   Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν εν όλω ή εν μέρει από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3 ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για:

α)

να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3·

β)

να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

9.   Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

10.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 7 του παρόντος άρθρου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα κεφάλαια 1, 2 και 4 του τίτλου Ι του δέκατου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 45δ

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SII και τις ενωσιακές σημαντικές θυγατρικές G-SII εκτός ΕΕ

1.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί G-SII ή μέρος μιας G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:

α)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης και αφορά συγκεκριμένα την οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όσον αφορά μία ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ συνίσταται στα εξής:

α)

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92β και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορισθεί από την αρχή εξυγίανσης ειδικά για την εν λόγω σημαντική θυγατρική σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 45στ και 89 παράγραφος 2.

3.   Η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 και στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 μόνον:

α)

όταν η απαίτηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 ή στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δεν επαρκεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ· και

β)

στον βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45η παράγραφος 2, σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, οι σχετικές αρχές εξυγίανσης υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 3:

α)

για κάθε οντότητα εξυγίανσης,

β)

για τη μητρική οντότητα της Ένωσης, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης της G-SII.

5.   Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή την ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ.

Άρθρο 45ε

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης

1.   Οι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.

2.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οντότητας εξυγίανσης στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης καθορίζεται από την οντότητα εξυγίανσης με βάση το άρθρο 45η, βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ και του κατά πόσον οι θυγατρικές τρίτης χώρας του ομίλου πρέπει να εξυγιαίνονται χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.

3.   Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β), η αρμόδια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης και της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες οντότητες του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με το άρθρο 45γ παράγραφος 3, το άρθρο 45γ παράγραφος 5 και το άρθρο 45δ παράγραφος 1, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και με ποιον τρόπο οι οντότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.

Άρθρο 45στ

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης

1.   Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές μιας οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 45γ σε μεμονωμένη βάση.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης αλλά δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 45γ και 45δ σε ενοποιημένη βάση.

Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β), τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, αλλά δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, και κεντρικός οργανισμός που δεν είναι ο ίδιος οντότητα εξυγίανσης, καθώς και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαίτηση δυνάμει του άρθρου 45ε παράγραφος 3, συμμορφώνονται με το άρθρο 45γ παράγραφος 7 σε μεμονωμένη βάση.

Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 μιας οντότητας που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 45η και 89, κατά περίπτωση, και βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 45γ.

2.   Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 για οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος άρθρου ικανοποιείται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

υποχρεώσεις που:

i)

εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή εκδίδονται σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

ii)

πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το άρθρο 72β παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), ια), ιβ) και ιγ), και το άρθρο 72β παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού ·

iii)

στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση του σημείου i) και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

iv)

υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62, με τρόπο που συνάδει με την στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

v)

η απόκτηση της κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

vi)

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, ενώ η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη·

vii)

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

viii)

το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή της μητρικής της επιχείρησης·

β)

ίδια κεφάλαια, ως εξής:

i)

κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, και

ii)

άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία:

εκδίδονται σε οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, ή

εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.

3.   Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης μπορεί να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν:

α)

τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε·

γ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική, για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, ιδίως όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης·

δ)

η οντότητα εξυγίανσης πληροί τις απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

ε)

οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης καλύπτουν τη θυγατρική·

στ)

η οντότητα εξυγίανσης κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

4.   Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης μπορεί να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν:

α)

τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στο εν λόγω κράτος μέλος, την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1·

γ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, ιδίως όταν οι δράσεις εξυγίανσης αναλαμβάνονται ή οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 ασκούνται σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση·

δ)

είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

ε)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·

στ)

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

5.   Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να επιτρέψει την πλήρη ή μερική εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 με εγγύηση που παρέχεται από την οντότητα εξυγίανσης και πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

α)

η εγγύηση χορηγείται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά·

β)

η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, όσον αφορά τη θυγατρική, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο·

γ)

η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, για τουλάχιστον 50 % του ποσού της·

δ)

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 197 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ)·

ε)

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες, και ιδίως δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση·

στ)

η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

ζ)

δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης όσον αφορά την οντότητα εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ζ), κατ' αίτηση της αρχής εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να αποσαφηνίσει περαιτέρω τις μεθόδους με τις οποίες αποφεύγεται μέσα αναγνωρισμένα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα οποία έχουν αναληφθεί εμμέσως, εν μέρει ή πλήρως, από την οντότητα εξυγίανσης, να εμποδίζουν την ομαλή εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Οι εν λόγω μέθοδοι θα πρέπει ιδίως να εξασφαλίζουν ιδίως την κατάλληλη μεταφορά των ζημιών στην οντότητα εξυγίανσης και την κατάλληλη μεταφορά κεφαλαίου από την οντότητα εξυγίανσης στις οντότητες που συμμετέχουν στον όμιλο εξυγίανσης, αλλά δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης και να παρέχουν μηχανισμό για την αποφυγή του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων μέσων που αναγνωρίζονται για τον σκοπό του παρόντος άρθρου. Συνίστανται σε καθεστώς αφαιρέσεων ή άλλη εξίσου ισχυρή προσέγγιση και εξασφαλίζουν στις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο της πλήρους απευθείας ανάληψης από την οντότητα εξυγίανσης επιλέξιμων μέσων που αναγνωρίζονται για τον σκοπό του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 45ζ

Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Η αρχή εξυγίανσης δύναται εν μέρει ή πλήρως να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 45στ ως προς κεντρικό οργανισμό ή πιστωτικό ίδρυμα που συνδέεται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα πιστωτικά ιδρύματα και ο κεντρικός οργανισμός υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β)

οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες και εις ολόκληρον υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού·

γ)

η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και τη φερεγγυότητα και ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων·

δ)

σε περίπτωση απαλλαγής για πιστωτικό ίδρυμα μόνιμα συνδεδεμένο με κεντρικό οργανισμό, η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ιδρυμάτων·

ε)

ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε παράγραφος 3· και

στ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν σε περίπτωση εξυγίανσης.

Άρθρο 45η

Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την πρώτη, και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο άρθρο 45στ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:

α)

το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης· και

β)

το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς το άρθρο 45ε και το άρθρο 45στ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται:

α)

στην οντότητα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσής της·

β)

στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης των οντοτήτων αυτών·

γ)

στην ενωσιακή μητρική επιχείρηση του ομίλου από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, όταν η εν λόγω ενωσιακή μητρική επιχείρηση δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, σε συνοχή με τη στρατηγική εξυγίανσης και εφόσον δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν το άρθρο 45στ παράγραφος 2, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45γ παράγραφος 7 πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.

2.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συζητούν και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-II, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 72ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο α) και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο β) και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η εν λόγω προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·

β)

η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.

Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας και στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 6.

4.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, λαμβάνεται απόφαση για την απαίτηση αυτή από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αφού ληφθούν δεόντως υπόψη:

α)

η αξιολόγηση οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, η οποία διενεργείται από τις οικείες αρχές εξυγίανσης ·

β)

η γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός.

Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

5.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ και εφαρμόζεται σε οιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η απόφαση λαμβάνεται από τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη, και

β)

εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη·

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε μεμονωμένη βάση αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός.

Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής:

α)

είναι εντός του 2 % του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε· και

β)

είναι σύμφωνο με το άρθρο 45γ παράγραφος 7.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

6.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 5·

β)

λαμβάνεται απόφαση για το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για τις οικείες αρχές εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

8.   Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, απαιτούν από τις οντότητες να πληρούν την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 και προβαίνουν σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνουν δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.

Άρθρο 45θ

Εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση της απαίτησης

1.   Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 υποβάλλουν έκθεση στις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, καθώς και των ποσών των επιλέξιμων υποχρεώσεων και την έκφραση των ποσών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, μετά από οποιεσδήποτε εφαρμοστέες αφαιρέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 72ε έως 72ι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

τα ποσά άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων·

γ)

για τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία α) και β):

i)

τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας,

ii)

την κατάταξή τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, και

iii)

το εάν διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και, στην περίπτωση αυτή, ποιας τρίτης χώρας και το εάν περιέχουν τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στοιχεία ιστ) και ιζ) και στο άρθρο 63 στοιχεία ιδ) και ιε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η υποχρέωση αναφοράς για τα ποσά άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε οντότητες που, κατά την ημερομηνία αυτή της αναφοράς αυτής, κατέχουν ποσά ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε τουλάχιστον 150 % της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

2.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 οντότητες υποβάλλουν:

α)

τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, και

β)

τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 1.

Ωστόσο, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 οντότητες υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συχνότερα.

3.   Οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1διαθέτουν δημοσίως τις ακόλουθες πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση:

α)

τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) και των επιλέξιμων υποχρεώσεων·

β)

τη σύνθεση των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας και κατάταξης σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

γ)

την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή 45στ όπως εκφράζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2.

4.   Οι παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις οντότητες των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα πρόκειται να εκκαθαριστεί σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα ενιαία υποδείγματα για την υποβολή των εκθέσεων, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής εκθέσεων, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ για την υποβολή εποπτικών εκθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προσδιορίζουν έναν τυποποιημένο τρόπο παροχής πληροφοριών για την κατάταξη των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 προς εφαρμογή σε εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σε κάθε κράτος μέλος.

Για τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο άρθρο 92α και το άρθρο 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όπου αρμόζει, με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 99 του εν λόγω κανονισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ενιαίων μορφότυπων δημοσιοποίησης, της συχνότητας και των συναφών οδηγιών σύμφωνα με τις οποίες γίνονται οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 3.

Οι εν λόγω ενιαίοι μορφότυποι δημοσιοποίησης μεταφέρουν επαρκώς αναλυτικές και συγκρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να αξιολογείται το προφίλ κινδύνου των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, καθώς και τον βαθμό συμμόρφωσής τους με την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ. Οι μορφότυποι δημοσιοποίησης είναι σε μορφή πίνακα, όπου αρμόζει.

Για τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο άρθρο 92α και το άρθρο 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όπου αρμόζει, με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 434α του εν λόγω κανονισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Όταν έχουν εφαρμοστεί δράσεις εξυγίανσης ή έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 59, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 45ιγ.

Άρθρο 45ι

Υποβολή εκθέσεων στην ΕΑΤ

1.   Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχουν οριστεί για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία τους.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα ενιαία υποδείγματα για την υποβολή των εκθέσεων, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής εκθέσεων, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ σχετικά με τον εντοπισμό και τη μετάδοση στην ΕΑΤ πληροφοριών από τις αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 45ια

Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Οποιαδήποτε παραβίαση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αρχές με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18·

β)

εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 16α·

γ)

μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27·

ε)

διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111.

Οι σχετικές αρχές δύνανται επίσης να διενεργούν αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, σύμφωνα με το άρθρο 32, 32α ή το άρθρο 33 κατά περίπτωση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 45ιβ

Υποβολή εκθέσεων

1.   Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις για τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

πώς έχει εφαρμοστεί σε εθνικό επίπεδο η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για συγκρίσιμες οντότητες σε όλα τα κράτη μέλη·

β)

πώς έχει ασκηθεί η εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 45β παράγραφοι 4, 5 και 7 από τις αρχές εξυγίανσης και κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής μεταξύ των κρατών μελών·

γ)

το συνολικό επίπεδο και τη σύνθεση των επιλέξιμων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και οντοτήτων, τα ποσά των μέσων που εκδίδονται κατά τη σχετική περίοδο και τα συμπληρωματικά ποσά που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

2.   Επιπλέον της ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΤ υποβάλλει ανά τριετία έκθεση στην Επιτροπή με την οποία αξιολογεί τα εξής:

α)

τον αντίκτυπο της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις και κάθε προτεινόμενου εναρμονισμένου επιπέδου της ελάχιστης απαίτησης όσον αφορά τα ακόλουθα:

i)

τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικά και, ειδικότερα, τις αγορές μη εξασφαλισμένων χρεωστικών τίτλων και παραγώγων·

ii)

τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη διάρθρωση του ισολογισμού των ιδρυμάτων, ιδίως δε το χρηματοδοτικό προφίλ και τη χρηματοδοτική στρατηγική των ιδρυμάτων, καθώς και τη νομική και λειτουργική δομή των ομίλων·

iii)

την κερδοφορία των ιδρυμάτων, και ιδίως το κόστος της χρηματοδότησης·

iv)

τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε οντότητες που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία·

v)

την οικονομική καινοτομία·

vi)

την επικράτηση μέσων ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων μέσων μειωμένης εξασφάλισης καθώς και τη φύση και την εμπορευσιμότητα των μέσων αυτών·

vii)

τη συμπεριφορά των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ)·

viii)

το επίπεδο επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ)·

ix)

τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα ιδρύματα ή οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις ελάχιστες απαιτήσεις, και ιδίως τον βαθμό συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις αυτές με απομόχλευση, έκδοση μακροπρόθεσμων χρεωστικών τίτλων και άντληση κεφαλαίων· και

x)

το επίπεδο δανεισμού από ιδρύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τοπικών αρχών, περιφερειακών κυβερνήσεων και φορέων του δημόσιου τομέα, καθώς και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο δημόσιων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων·

β)

την αλληλεπίδραση των ελάχιστων απαιτήσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τον συντελεστή μόχλευσης και τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ·

γ)

την ικανότητα των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να αντλούν αυτοτελώς κεφάλαια ή χρηματοδότηση από τις αγορές προκειμένου να συμμορφωθούν προς οποιεσδήποτε προτεινόμενες εναρμονισμένες ελάχιστες απαιτήσεις.

3.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του τελευταίου έτους που καλύπτεται από την έκθεση. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καλύπτει τρία ημερολογιακά έτη και υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του τελευταίου έτους που καλύπτεται από την έκθεση. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

Άρθρο 45ιγ

Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση

1.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) και δ) με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση. Η προθεσμία για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων και των οντοτήτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7 είναι η 1η Ιανουαρίου 2024.

Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση, τα οποία πρέπει να έχουν επιτύχει έως την 1η Ιανουαρίου 2022 τα ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ). Τα επίπεδα ενδιάμεσου στόχου διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά από την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 7, λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α)

της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·

β)

της προοπτικής ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 45εή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7 σε εύλογο χρονικό διάστημα· και

γ)

του κατά πόσον η οντότητα είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και στο άρθρο 45β ή το άρθρο 45στ παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, και, αν αυτό δεν συμβαίνει, του κατά πόσον η αδυναμία αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.

2.   Η προθεσμία για τη συμμόρφωση οντοτήτων με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων του άρθρου 45γ παράγραφοι 5 και 6 είναι η 1η Ιανουαρίου 2022.

3.   Τα ελάχιστα επίπεδα των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 και 6 δεν ισχύουν εντός των δύο ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία:

α)

η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα· ή

β)

η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β), μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 ή έχει ασκηθεί εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 σε σχέση με αυτή την οντότητα εξυγίανσης, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς χρήση εργαλείων εξυγίανσης.

4.   Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45β παράγραφοι 4 και 7, καθώς και στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 και 6, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως GSII, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 ή 6.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 4ετ ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση, ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) στα οποία έχουν εφαρμοστεί εργαλεία εξυγίανσης ή η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 5, οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν στο ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας. Κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισοδυναμεί με το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, του άρθρου 45γ παράγραφος 5 ή 6, του άρθρου 45σε ή του άρθρου 45στ, κατά περίπτωση.

7.   Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη:

α)

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β)

την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ)

τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.

8.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι αρχές εξυγίανσης δεν κωλύονται να αναθεωρήσουν εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις γνωστοποιείται δυνάμει της παραγράφου 6.».

18)

Στο άρθρο 46, οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

19)

Στο άρθρο 47 παράγραφος 1, οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

20)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών τίτλων που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφος3, βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, σύμφωνα με το άρθρο 44, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).»·

β)

στην παράγραφο 2 οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), το σύνολο των απαιτήσεων που προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων έχουν, στην εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χαμηλότερη κατάταξη από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στον βαθμό που ένα μέσο έχει μόνο εν μέρει αναγνωριστεί ως στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, το σύνολο του μέσου αντιμετωπίζεται ως απαίτηση που προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων και κατατάσσεται χαμηλότερα από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.».

21)

Το άρθρο 55 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 55

Συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή μέρος της συμφωνίας ή μέσο που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου ποσού, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών από μια αρχή εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υποχρέωση δεν εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

β)

η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 108 στοιχείο α)·

γ)

η υποχρέωση διέπεται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας·

δ)

η υποχρέωση εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την ημερομηνία κατά την οποία ένα κράτος μέλος εφαρμόζει τις διατάξεις που εγκρίνονται για τη μεταφορά του παρόντος τμήματος.

Οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αποφασίσουν ότι η υποχρέωση στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή οντότητες στα οποία η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 ισούται με το ποσό απορρόφησης των ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 45γ παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαπιστώσει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σχετική υποχρέωση όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, το εν λόγω ίδρυμα ή οντότητα κοινοποιεί τη διαπίστωσή του, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της κατηγορίας στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και της αιτιολογίας της εν λόγω διαπίστωσής της, στην αρχή εξυγίανσης. Το ίδρυμα ή η οντότητα παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει το αποτέλεσμα αυτής της κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση της κοινοποίησης δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 αυτομάτως αναστέλλεται από τη στιγμή της παραλαβής της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή η οντότητα να τροποποιήσει τις πρακτικές του/της όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο σημείο 48) σημείο ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου θα είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 108 παράγραφος 2 και στο άρθρο 108 παράγραφος 3.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στα στοιχεία β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή που είναι πιθανόν να αποκλειστούν σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3, ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι εγγυήσεις των πιστωτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σε επιλέξιμες υποχρεώσεις.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 17, όπως αρμόζει ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Οι υποχρεώσεις για τις οποίες το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν συμπεριλαμβάνει στις συμβατικές διατάξεις τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή για τις οποίες, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να παρέχουν στις αρχές νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν μια σχετική υποχρέωση συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση της παραγράφου 1 και το περιεχόμενο του συμβατικού όρου που απαιτείται στην εν λόγω παράγραφο λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α)

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ήταν νομικά ή άλλως ανέφικτο για ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε ορισμένες κατηγορίες υποχρεώσεων·

β)

τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να απαιτεί να συμπεριληφθεί ο συμβατικός όρος δυνάμει της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο·

γ)

το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου η αρχή εξυγίανσης απαιτεί να συμπεριληφθεί η ρήτρα δυνάμει της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με βάση τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται περαιτέρω κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 6.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων μορφοτύπων και υποδειγμάτων για την κοινοποίηση προς τις αρχές εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

22)

Στον Τίτλο IV, ο τίτλος του κεφαλαίου V αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων».

23)

Το άρθρο 59 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Απαίτηση απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να ασκείται:

α)

είτε ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης· είτε

β)

σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι όροι εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 32, 32α ή 33.

Όταν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των εν λόγω οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκείται από κοινού με την άσκηση της ίδιας εξουσίας στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της οικείας οντότητας ή στο επίπεδο άλλων μητρικών επιχειρήσεων που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, ώστε οι ζημίες να μεταβιβάζονται όντως και να επιτυγχάνεται η ανακεφαλαιοποίηση της οικείας οντότητας από την οντότητα εξυγίανσης.

Μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης, διενεργείται η αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 74 και εφαρμόζεται το άρθρο 75.»·

γ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, εκτός από τον όρο που σχετίζεται με την εναπομένουσα ληκτότητα των υποχρεώσεων, όπως ορίζεται από το άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας, τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι η απομείωση ή η μετατροπή πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο ζ) του άρθρου 34 παράγραφος 1.

1β.   Όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας εξυγίανσης ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά παρέκκλιση από το σχέδιο εξυγίανσης, έναντι οντότητας που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, το ποσό που μειώνεται, απομειώνεται ή μετατρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 στο επίπεδο της εν λόγω οντότητας συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο α) ή στο στοιχείο α) του άρθρου 44 παράγραφος 8 που εφαρμόζονται στην οικεία οντότητα.»·

δ)

στην παράγραφο 2 οι λέξεις «κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κεφαλαιακά μέσα, και επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α»·

ε)

στην παράγραφο 3, το εισαγωγικό μέρος και τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές εξυγίανσης να ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 60 και χωρίς καθυστέρηση, σε σχέση με τα οικεία κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις που αφορούν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 όταν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

όταν έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης του άρθρου 32, 32α ή 33· ή

β)

η οικεία αρχή ορίζει ότι εκτός αν η εν λόγω εξουσία ασκείται σε σχέση με τα οικεία κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεν θα είναι πλέον βιώσιμο·»·

στ)

στις παραγράφους 4 και 10, οι λέξεις «κεφαλαιακών μέσων»/«κεφαλαιακά μέσα» αντικαθίστανται αντιστοίχως από τις λέξεις «κεφαλαιακών μέσων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α»/«κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α».

24)

Το άρθρο 60 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Διατάξεις που αφορούν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων»·

β)

στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο δ):

«δ)

το αρχικό κεφάλαιο επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 στοιχείο α) απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών επιλέξιμων υποχρεώσεων, όποιο είναι χαμηλότερο.»·

γ)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που η αξία ενός σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή μιας επιλέξιμης υποχρέωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 στοιχείο α) απομειώνεται:

α)

η μείωση της εν λόγω αξίας είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν ανατίμησης σύμφωνα με τον μηχανισμό αποζημίωσης του άρθρου 46 παράγραφος 3·

β)

δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή της επιλέξιμης υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α δυνάμει ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

γ)

καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.»·

δ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία β), γ) και δ) του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) την έκδοση μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω υποχρεώσεων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:»·

ii)

στο στοιχείο δ), οι λέξεις «κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο ή κάθε επιλέξιμη υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α».

25)

Στο άρθρο 61 παράγραφος 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α της παρούσας οδηγίας αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, η αρχή που είναι αρμόδια να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας είναι η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.».

26)

Το άρθρο 62 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, προτού προβούν στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε) όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 άρθρο 1α για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, οι ενδεδειγμένες αρχές συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όταν εξετάζει εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε), κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της σχετικής οντότητας εξυγίανσης, η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει κοινοποίηση εντός 24 ωρών από την διαβούλευση με την εν λόγω αρχή εξυγίανσης:

i)

στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή το κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

ii)

στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 από την οντότητα που υπόκειται στο άρθρο 45στ παράγραφος 1·

β)

όταν εξετάζει αν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει, αμελλητί, κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, αν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.»·

β)

στην παράγραφο 4, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν έχει πραγματοποιηθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ενδεδειγμένη αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση σύμφωνα με το στοιχείο α) σημείο i) ή το στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα:».

27)

Στα στοιχεία ε), στ) και ι) του άρθρου 63 παράγραφος 1, οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

28)

Στο άρθρο 66 παράγραφος 4, οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

29)

Το άρθρο 68 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας, τα μέτρα πρόληψης κρίσεων, η αναστολή της υποχρέωσης δυνάμει του άρθρου 33α ή τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, δεν παρέχουν από μόνα τους σε κανέναν τη δυνατότητα:»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Αναστολή ή περιορισμός δυνάμει των άρθρων 33α, 69 ή 70 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 71 παράγραφος 1.».

30)

Το άρθρο 69 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

α)

συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ·

β)

κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού·

γ)

κεντρικών τραπεζών»·

β)

στην παράγραφο 5, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής αυτής της εξουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις όπως ορίζεται στο 2 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.».

31)

Στο άρθρο 70, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου όσον αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

παροχή ασφάλειας έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)

κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και

γ)

κεντρικές τράπεζες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυραστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.».

32)

Στο άρθρο 71, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Καμία αναστολή βάσει των παραγράφων 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται έναντι:

α)

συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)

κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· ή

γ)

κεντρικών τραπεζών.».

33)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 71α

Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να συμπεριλάβουν σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία εισέρχονται και η οποία διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, όρους με τους οποίους τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η χρηματοπιστωτική σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης για την αναστολή ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 33α, 69, 70, και 71, και αναγνωρίζουν ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 68.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν από τις ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις να διασφαλίζουν ότι οι οικείες θυγατρικές τρίτης χώρας περιλαμβάνουν, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όρους ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άσκηση της εξουσίας της αρχής εξυγίανσης να αναστέλλει ή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αποτελεί έγκυρο λόγο για την άσκηση δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, ή για την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας για τις εν λόγω συμβάσεις.

Η απαίτηση του πρώτου εδαφίου μπορεί να εφαρμόζεται όσον αφορά τις θυγατρικές τρίτης χώρας οι οποίες είναι:

α)

πιστωτικά ιδρύματα,

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων (ή επιχειρήσεις που θα ήταν επιχειρήσεις επενδύσεων αν είχαν έδρα στο σχετικό κράτος μέλος), ή

γ)

χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία:

α)

δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων που εκδίδονται σε εθνικό επίπεδο για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο·

β)

προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71, αν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διεπόταν από το δίκαιο κράτους μέλους.

4.   Όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα δεν συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο1 του παρόντος άρθρου, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71 σε σχέση με την εν λόγω χρηματοπιστωτική σύμβαση.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω το περιεχόμενο του όρου που απαιτείται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων και των οντοτήτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

34)

Το άρθρο 88 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 89, οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου συγκροτούν σώματα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13, 16, 18, 45 έως 45η, 91 και 92, και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.»·

β)

στην παράγραφο 1, στο σημείο i) του δευτέρου εδαφίου, η φράση «άρθρο 45» αντικαθίσταται από τη φράση «άρθρα 45 έως 45η».

35)

Το άρθρο 89 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 89

Ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης

1.   Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή μητρικές επιχειρήσεις στην Ένωση, που είναι εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή δύο ή περισσότερα υποκαταστήματα στην Ένωση που θεωρούνται σημαντικά από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω οντότητες ή όπου βρίσκονται τα εν λόγω σημαντικά υποκαταστήματα συγκροτούν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

2.   Το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκτελεί τις εργασίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 88 όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και, στο βαθμό που τα εν λόγω καθήκοντα είναι σχετικά, τα υποκαταστήματα.

Τα καθήκοντα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η.

Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η, τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης που έχει τυχόν εγκριθεί από αρχές τρίτων χωρών.

Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης, θυγατρικές εγκατεστημένες στην Ένωση ή ενωσιακή μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά της ιδρύματα δεν είναι οντότητες εξυγίανσης και τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης συμφωνούν με αυτήν τη στρατηγική, οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή, σε ενοποιημένη βάση, η ενωσιακή μητρική επιχείρηση συμμορφώνονται με την απαίτηση του άρθρου 45στ παράγραφος 1 μέσω της έκδοσης των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) στην τελική μητρική επιχείρησή τους που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή στις θυγατρικές της εν λόγω τελικής μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένες στη ίδια τρίτη χώρα ή άλλες οντότητες βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) και στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο ii).

3.   Όταν μόνο μία ενωσιακή μητρική επιχείρηση κατέχει όλες τις ενωσιακές θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η ενωσιακή μητρική επιχείρηση.

Εφόσον το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, η αρχή εξυγίανσης μιας ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή μιας ενωσιακής θυγατρικής με την υψηλότερη αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού εντός ισολογισμού προεδρεύει το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν, με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, να άρουν την υποχρέωση να δημιουργηθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, εάν άλλη ομάδα ή άλλο σώμα εκτελεί τις ίδιες εργασίες και τα ίδια καθήκοντα που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτουν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης, που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης λειτουργεί κατά τα λοιπά σύμφωνα με το άρθρο 88.».

36)

Στο σημείο 6 του τμήματος Β και στο σημείο 17 του τμήματος Γ του παραρτήματος, οι όροι «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τους όρους «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 98/26/ΕΚ

Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)   “κεντρικός αντισυμβαλλόμενος” ή “CCP”: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·»·

β)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)   “συμμετέχων”: ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής, συμψηφιστικό γραφείο, διαχειριστής συστήματος ή εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·».

2)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Έως τις 28 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή επανεξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία στα ιδρύματα της χώρας τους που συμμετέχουν άμεσα σε συστήματα που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και στην πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα. Η Επιτροπή αξιολογεί ιδίως την ανάγκη για τυχόν περαιτέρω τροποποιήσεις στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τα συστήματα που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας. Η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, όπου αρμόζει, από προτάσεις για την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.».

Άρθρο 3

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος τους στο εθνικό δίκαιο, η οποία θα είναι το αργότερο έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 1 σημείο 17) της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 45θ παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ από την 1η Ιανουαρίου 2024. Εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης έχει θέσει προθεσμία συμμόρφωσης που λήγει μετά την 1η Ιανουαρίου 2024, η ημερομηνία εφαρμογής του άρθρου 1 σημείο 17) της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 45θ παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ είναι η ίδια με την προθεσμία συμμόρφωσης.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  EE C 34 της 31.1.2018, σ. 17.

(2)  EE C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.

(4)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (ΕΕ L 184 της 8.7.2016, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(10)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).


  翻译: