Ισλανδική γλώσσα
Ισλανδικά | |
---|---|
ايسلاندى και íslenska | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές |
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή, Icelandic alphabet και Icelandic Braille |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ισλανδία |
Ρυθμιστής | Íslensk málstöð (Ισλανδικό γλωσσικό ινστιτούτο) |
ISO 639-1 | is |
ISO 639-2 | isl και ice |
ISO 639-3 | isl |
SIL | ICE |
Η ισλανδική γλώσσα είναι γερμανική γλώσσα που ομιλείται στην Ισλανδία, της οποίας αποτελεί την επίσημη γλώσσα. Είναι στενά συνδεδεμένη ιστορικά με τις άλλες γλώσσες των Βορείων Χωρών, δηλαδή των φεροϊκών, νορβηγικών, δανέζικων και σουηδικών.
Είναι μία γλώσσα συντηρητική στην εξέλιξή της αφού έχει αλλάξει σχετικά λίγο από τον 13ο αιώνα λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης. Τα μοντέρνα ισλανδικά (σε σύγκριση με τα παλαιότερα υψηλά ισλανδικά) έχουν περισσότερες ομοιότητες με τα φεροϊκά παρά με τις άλλες γλώσσες της ίδιας οικογένειας. [1]
Η ισλανδική είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές γλώσσες (όπως και η ελληνική, αγγλική, ισπανική, αλβανική, ουαλική, ιρλανδική, σκωτς και σκωτική γαελική), που χρησιμοποιούν τους φθόγγους "θ" (þ) και "δ" (ð).
Λεξιλόγιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ισλανδικά είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του ισλανδικού πολιτισμού, λόγω της κληρονομιάς τους. Από τον 18ο αιώνα, όταν η Ισλανδική κινδύνευε λόγω της Δανικής επιρροής, ένα κίνημα γλωσσικής καθαρότητας εμφανίστηκε και από τότε έγινε η κύρια γλωσσική πολιτική της Ισλανδίας. Τα ισλανδικά δεν δανείζονται συνήθως στοιχεία από άλλες γλώσσες. [2]
Αξιοσημείωτο στα ισλανδικά είναι το σύστημα ονομάτων τους. Τα ονόματα είναι συνήθως πατρωνυμικά, και είναι σχετικά όχι και τόσο ασυνήθιστο να είναι και μητρωνυμικά και αναφέρονται στο άμεσο πατέρα ή μητέρα και όχι στο όνομα της οικογένειας. Αυτό το σύστημα χρησιμοποιούνταν παλιά στη Σκανδιναβία και είναι συγκρίσιμο με το ρωσικό πατρωνυμικό σύστημα μόνο που στα ρωσικά χρησιμοποιείται ως μεσαίο όνομα.
Αλφάβητο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αλφάβητο των Ισλανδών είναι το λατινικό αλφάβητο με πρόσθετα γράμματα τα æ, ð, ö και þ.
Μεγάλα γράμματα | |||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
A | Á | B | D | Ð | E | É | F | G | H | I | Í | J | K | L | M | N | O | Ó | P | R | S | T | U | Ú | V | X | Y | Ý | Þ | Æ | Ö |
Μικρά γράμματα | |||||||||||||||||||||||||||||||
a | á | b | d | ð | e | é | f | g | h | i | í | j | k | l | m | n | o | ó | p | r | s | t | u | ú | v | x | y | ý | þ | æ | ö |
Οι χαρακτήρες Á, É, Í, Ó, Ú, Ý προαναφέρονται εντελώς διαφορετικά από τους A, E, I, O, U, Y και δεν πρέπει να μπερδεύονται με το Ελληνικό σύστημα τονισμού.
Γράμμα | Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο |
---|---|
Á | [au̯] |
É | [jɛ] |
Í | [i] |
Ó | [ou̯] |
Ú | [u] |
Ý | [ʏfsɪlɔn i] |
Γραμματική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ουσιαστικά στα ισλανδικά έχουν τρία γένη, αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Το γραμματικό γένος σχετίζεται μόνο έμμεσα στο φύλο του ουσιαστικού όπως στα γερμανικά, για παράδειγμα. 'Έτσι οι περισσότερες λέξεις που αναφέρονται σε ανθρώπους θηλυκού φύλου είναι θηλυκού γένους, μπορεί να βρούμε αρσενικού και ουδέτερου γένους ουσιαστικά να αναφέρονται σε ανθρώπους θηλυκού φύλου. Για παράδειγμα:
- strákur (αρσ.) 'αγόρι'
- svanni (αρσ.) 'γυναίκα', με ποιητική χρήση.
- barn (ουδ.) 'παιδί'
- fljóð (ουδ.) 'γυναίκα', με ποιητική χρήση.
Πτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα άρθρα και οι αντωνυμίες έχουν τέσσερις πτώσεις, την ονομαστική (Ο), την αιτιατική (Α), την δοτική (Δ), και την γενική (Γ), καθώς και δύο αριθμούς, πληθυντικό (Πλ) και ενικό (Εν). Τα επίθετα συμφωνούν με τα ουσιαστικά στο γένος, την πτώση και τον αριθμό. Για παράδειγμα:
- Gulur hestur (κίτρινος ίππος)
- Gul mynd (κίτρινη ταινία)
- Gult borð (κίτρινο τραπέζι)
Άρθρα και οριστικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα Ισλανδικά δεν έχουν αόριστο άρθρο και το οριστικό άρθρο μπαίνει ως επίθεμα στο ουσιαστικό, αλλά έχει και τις δικές του αλλαγές (γένος, αριθμός, πτώση). Για παράδειγμα:
- Hest-ur-inn (αρσ. Ο. Εν.) 'ο ίππος'
- Hest-ar-nir (αρσ. Ο. Πλ.) 'οι ίπποι'
- Mynd-in (θυλ. Ο. Εν.) 'η ταινία'
- Mynd-ir-nar (θυλ. Ο. Πλ.) 'οι ταινίες'
- Borð-ið (ουδ. Ο. Εν.) 'το τραπέζι'
- Borð-in (ουδ. Ο. Πλ.) 'τα τραπέζια'
Επιπροσθέτως, στον επίσημο λόγο, υπάρχει μία λεξιλογική ή αυτοτελής μορφή του άρθρου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο εάν το ουσιαστικό τροποποιείται από ένα επίθετο.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Haugen, Einar. 1976. The Scandinavian Languages: An Introduction to their History. Harvard University Press, Cambridge, Mass
- ↑ http://www.iceland.is/
- ↑ The Syntax of Icelandic, Höskuldur Thráinsson,Cambridge University Press, UK
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό το λήμμα σχετικά με τη γλωσσολογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |